20 Απρ 2012

Το μεγάλο παζάρι

Η τελευταία πράξη του δράματος που λέγεται μεταπολίτευση, αυτό τον Απρίλη, θα χαρακτηριστεί από απίστευτη κινητικότητα στα πολιτικά κόμματα. Κινητικότητα όχι όπως συνηθίζεται προεκλογικά, με συγκεντρώσεις, στρογγυλά τηλεοπτικά τραπέζια, δημόσιους διαξιφισμούς. Ανθρώπινη κινητικότητα. Κάθετη, οριζόντια, διαγώνια. Πρώην στελέχη του ενός κόμματος θα τα δούμε στο άλλο. Αλλά και νέα, «άφθαρτα» πρόσωπα, με τον εξίσου άφθαρτο καημό της αναγνώρισης, της καρέκλας βεβαίως βεβαίως, της «καταξίωσης» ακόμα και με κόμματα ηθικά, αξιακά χρεοκοπημένα πολύ πριν χρεοκοπήσουν τη χώρα, θα κάνουν την εμφάνισή τους στα ψηφοδέλτια. Για να αναπτερώσουν τις ελπίδες των κομμάτων να μη «μαυριστούν» τελείως όταν έρθει η ώρα της κάλπης. Θα δούμε δηλαδή το γνωστό θέατρο σκιών που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «προεκλογικό αγώνα». Αλλά, αυτή τη φορά, με ουκ ολίγα νέα πρόσωπα στον μπερντέ.

Και αυτό προκαλεί τον μεγαλύτερο προβληματισμό. Αυτή η εντυπωσιακή μετάγγιση, στα δυο μεγάλα κόμματα, νέου, φρέσκου αίματος, ανθρώπων από πολλούς και διάφορους χώρους: αθλητές, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, συγγραφείς, τραγουδιστές. Ανθρώπους που έσπευσαν, στην κρίσιμη αυτή στιγμή, που τα κόμματα-νεκροθάφτες της σύγχρονης Ελλάδας έψαχναν, για πρώτη φορά στην προεκλογική ιστορία τους τόσο απελπισμένα, τόσο εναγωνίως, νεοσύλλεκτους για τους εκλογικούς στρατούς τους, να δηλώσουν «παρών». Άνθρωποι με βιώματα όπως όλοι μας, που θα μπορούσαν να είναι – ή σε κάποιες περιπτώσεις όντως είναι – φίλοι, γνωστοί, συνοδοιπόροι μας στα δύσβατα, φιδωτά μονοπάτια της ζωής. Ομήλικοι, με τους οποίους ζήσαμε την άνοδο και την παταγώδη πτώση της πράσινης «Αλλαγής» στα τιμημένα 80ς, την επέλαση του λαϊκοπόπ νεοπλουτισμού στα ανέμελα, ηδονικά 90ς, τη φούσκα του εύκολου χρηματιστηριακού πλουτισμού στην αυγή της νέας χιλιετίας με το εντυπωσιακό πυροτέχνημα λήξης αυτής της επίπλαστης ευζωίας που λεγόταν Ολυμπιακοί Αγώνες.

Έκτοτε ξεκίνησε, αργά αλλά αναπόφευκτα, ανεπαίσθητα αλλά άνευ επιστροφής, η από καιρό προαναγγελθείσα – για όσους μπορούσαν να δουν – αποδόμηση αυτού του πύργου από τραπουλόχαρτα που λεγόταν… πώς να το λέγαμε άραγε; Το μεγάλο ψέμα; Ήρθε η εξάτμιση μιας ψευδαίσθησης που βόλεψε πολλούς, βύθισε ακόμα περισσότερους σε έναν ηδονοθηρικό καταναλωτισμό χωρίς μνήμη, αυτογνωσία, προβληματισμούς. Σαν να μην υπήρχε αύριο. Σαν να μην υπήρχε ούτε χθες. Μόνο η ευκολία του σήμερα, η αμέριμνη, στιγμιαία απόλαυση ενός σήμερα-φραπέ. Όμως, αποδεικνύεται ότι παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τώρα, λίγο πριν ακολουθήσει η πλήρης κατάρρευση του κομματικού σκηνικού – διότι αυτή η υπερκινητικότητα δεν μπορεί παρά να ακολουθηθεί από την ολοκληρωτική του, εκ των έσω, αποσύνθεση – υπάρχουν πολλοί κατά τα άλλα σκεπτόμενοι, δημιουργικοί, «υποψιασμένοι» άνθρωποι πρόθυμοι να δανείσουν την αθωότητά τους, τα άφθαρτα από τα κομματικά φτιασιδώματα πρόσωπά τους στα κόμματα, για να τα εμπορευτούν στα προεκλογικά παζάρια με αντάλλαγμα μερικές πολύτιμες πια, πολύ πολύτιμες, ψήφους. Έτοιμοι να πουληθούν στο μεγάλο προεκλογικό παζάρι που οι αμόλυντες, άσπιλες υπάρξεις όπως οι δικές τους, πιάνουν πολλές ψήφους.

γράφτηκε για το περιοδικό Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

10 Απρ 2012

Όχι πια

«Άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή» λένε τη μια μέρα οι ειδήσεις. «Όχι των εμπόρων στο άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή», λένε την αμέσως επόμενη. Ζούμε στην επικράτεια των «ναι» και «όχι», όμηροι μιας κυβέρνησης και δυο «κομμάτων εξουσίας» που πλέον λειτουργούν σπασμωδικά, υπό το κράτος ενός αυξανόμενου πανικού, καθώς βλέπουν να πλησιάζει η ημερομηνία των αναπόφευκτων γι’ αυτά εκλογών. Εκλογών, που για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας θα ’ναι πραγματικά ανοιχτές, πραγματικά ενδιαφέρουσες. Πολύς κόσμος φαίνεται, παρόλη τη συστηματική τρομοκράτηση από αμέτρητα ΜΜΕ και κομματικά επιτελεία, να έχει «ξυπνήσει». Δείχνει να αντιλαμβάνεται, μέσα στην παραζάλη του, ότι τα όποια παιχνίδια παίζονται δεν αφορούν τον Έλληνα πολίτη και τη σωτηρία του από την εξαθλίωση στην οποία έχει βυθιστεί αλλά τα κόμματα και τη δική τους σωτηρία από τη δημοσκοπική κατρακύλα. Ακόμα και τώρα. Ακόμα και στην τελευταία πράξη αυτού του απίστευτου δράματος.

Πολιτικοί, μεγαλόσχημοι τηλεδημοσιογράφοι και άλλοι καλοθελητές προσπαθούν να μετατοπίσουν το παιχνίδι, το δίλημμα, στο δίπολο «κακοί ξένοι» ή «καλοί Έλληνες», «κακό Μνημόνιο» ή «εθνική ανεξαρτησία». Αλλά όλο και περισσότερος κόσμος αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η Τρόικα ή το Μνημόνιο. Ότι αυτά αποτελούν απλώς την κορυφή ενός παγόβουνου, ενός παγόβουνου καλά κρυμμένου για πολλά χρόνια, πάνω στο οποίο όλοι καθόμασταν αλλά δεν τολμούσαμε να κοιτάξουμε κάτω μας για να το δούμε. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ οι εξωτερικοί μας «εχθροί», αλλά το πώς φτάσαμε μέχρι αυτό το σημείο, πώς για σχεδόν σαράντα χρόνια η Ελλάδα αφέθηκε να ρημάξει, ανυπεράσπιστη, στο έλεος ανίκανων, άτολμων, ξεπερασμένων από τις παγκόσμιες συγκυρίες πολιτικών, αχόρταγων συνδικαλιστών, κάθε είδους μειοψηφιών που πλούτιζαν, προόδευαν, πλήθαιναν, σε βάρος της ίδιας της χώρας.

Η Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε, μεταπολιτευτικά, εθνικά ανεξάρτητη. Γι’ αυτό και το δίλημμα Μνημόνιο ή εθνική ανεξαρτησία είναι κάλπικο. Η Ελλάδα ήταν πάντα δέσμια κάποιων ανθρώπων που δεν ήθελαν να τη δουν να εξελίσσεται, που βολεύονταν όλο και βαθύτερα στη μιζέρια, την αναξιοκρατία, τη μετριοκρατία. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν Έλληνες, έτσι έλεγαν τουλάχιστον οι ταυτότητές τους. Έτσι πολιτεύονταν κάποιοι εξ αυτών, ποντάροντας στο πολύ εύστοχο, πολύ επιτυχημένο, μέχρι και σήμερα, διαφημιστικό σλόγκαν του «πατριωτισμού». Αλλά ουδέποτε νοιάστηκαν για κάτι περισσότερο από την τσέπη τους ή τη ματαιοδοξία τους. Ποτέ δεν μπόρεσαν, δεν θέλησαν να δουν παραέξω, πέρα από το σιδηρούν παραπέτασμα πίσω από το οποίο σκούριαζε όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα. Ένα σιδηρούν παραπέτασμα που τη χώριζε από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πράγματα αυτονόητα αλλού, στην Ελλάδα παρέμεναν ταμπού. Τα πανεπιστήμια έπρεπε να παραμένουν φυτώρια κομματικών στελεχών, κράτος και εκκλησία έπρεπε να πορεύονται αγκαζέ, κόμματα και πολιτικοί έπρεπε να ζουν παρασιτικά σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι ήξεραν, έτσι έκαναν, έτσι νόμιζαν, ζαλισμένοι από το μεθυστικό άρωμα της παρακμής, ότι θα μπορούσε να γίνεται επ’ αόριστον. Όχι πια.
 
γράφτηκε για το περιοδικό Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

9 Απρ 2012

Τι θα ψηφίσω και γιατί

Κακήν κακώς, αυτές οι εκλογές θα γίνουν. Πρέπει να γίνουν. Ασχέτως του ότι πολιτικοί και κόμματα τις αντιμετωπίζουν σαν μια ενοχλητική formality, μια τυπική διαδικασία που αναγκαστικά πρέπει να ακολουθηθεί σαν από μια παλιά, κακή συνήθεια. Γιατί ναι, αυτή την εντύπωση έχω. Αυτές οι εκλογές φαίνονται να τους ενοχλούν γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία τους, τη μεταπολιτευτική, τα δυο μεγάλα κόμματα δεν έχουν εξασφαλίσει τις ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας και πιέσεως. Αλλά και τα μικρότερα, νιώθουν να βαδίζουν σε αχαρτογράφητο έδαφος, με τις παλιές βεβαιότητες και ρητορικές να δοκιμάζονται σε καινούργια, πρωτόγνωρα crash test με την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και θα έχουν ενδιαφέρον.

Προσωπικά, δεν θα άντεχα να απέχω για μια ακόμα φορά, να μείνω ένα ξένο σώμα που θα παρακολουθήσει αμέτοχο την όλη διαδικασία σαν να γίνεται κάπου αλλού, να αφορά κάποιους άλλους, να ενδιαφέρει κάποιους τρίτους. Αυτή τη φορά έχει σημασία να βάλουν όλοι από ένα χεράκι για να γυρίσει σελίδα αυτή η κατεστραμμένη, καθημαγμένη χώρα. Να σπάσουν τα σκουριασμένα στεγανά που την κρατάνε αιχμάλωτη ενός άρρωστου παρελθόντος, να απελευθερωθούν ιδέες, δυνάμεις, που έμεναν μέχρι σήμερα όμηροι πολυπλόκαμων συμφερόντων.

Κάθισα λοιπόν και το έψαξα. Είδα τι λένε τα κόμματα, κυρίως τα καινούργια. Και βρήκα ένα που με εκφράζει, που βλέπω τον εαυτό μου σ’ αυτό. Μου άρεσε ότι ήταν ένα κόμμα φτιαγμένο όχι από επαγγελματίες πολιτικούς αλλά εργαζόμενους πολίτες, που θα μπορούσαν να ήταν φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοί μου.

Ένα κόμμα που φτιάχτηκε ad hoc που λένε, ακριβώς δηλαδή για αυτή την κρίσιμη συγκυρία, για να εκφράσει την αγωνία πολλών να πάει η Ελλάδα επιτέλους παρακάτω. Μέσα από μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να είχαν γίνει χρόνια πριν, όπως σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη – ναι, είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι η Ελλάδα (θα έπρεπε να) ανήκει περισσότερο στη Δύση και την Ευρώπη παρά στην Ανατολή. Αλλαγές όχι μόνο στη δημόσια διοίκηση και την οικονομία που βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος αλλά και στην παιδεία, τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας, τον πολιτισμό, την ίδια την πολιτική.

Ιδού μερικές από τις προτάσεις του που με βρίσκουν σύμφωνο, ξεκινώντας από τους «επαγγελματίες» πολιτικούς και τις… συντάξεις τους:

Κανένας δεν μπορεί να είναι υποψήφιος βουλευτής αν δεν έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 5 χρόνια εργασίας σε οποιονδήποτε – μη πολιτικό – χώρο. Αυτό σημαίνει ότι θα «στερηθούμε» των υπηρεσιών του φυτωρίου των κομματικών νεολαιών και των ανεπάγγελτων γόνων των πολιτικών «τζακιών». Δεν πειράζει, θα το αντέξουμε.
Καταργείται άμεσα οποιαδήποτε σύνταξη χορηγείται λόγω θητείας σε αιρετό αξίωμα. Η ρύθμιση περιλαμβάνει συντάξεις Προέδρων Δημοκρατίας Πρωθυπουργών, Βουλευτών, Δημάρχων, Νομαρχών, Συνδικαλιστικών στελεχών. Πολιτικός δεν γίνεται κάποιος για να εξασφαλίσει χρηματικά οφέλη αλλά για να προσφέρει στη χώρα – άλλωστε η ενασχόληση με την πολιτική είναι προαιρετική! Κατά τη διάρκεια της θητείας, ο εκλεγμένος λειτουργός συνεχίζει να είναι ασφαλισμένος στον φορέα που ήταν και πριν να εκλεγεί. Συνταξιοδοτείται από τον φορέα του στα 65 όπως όλοι οι Έλληνες, χωρίς τα χρόνια του αξιώματος να προσθέτουν κάτι.
Για την τριτοβάθμια εκπαίδευση…
Οι σπουδές ξαναγίνονται... σπουδές και όχι φυτώριο κομματικών και συνδικαλιστικών στελεχών. Κάθε κομματική δραστηριότητα σε χώρους Εκπαίδευσης απαγορεύεται. Είναι η μάστιγα και το όνειδος της Ανώτατης Εκπαίδευσής μας. Σε ποια πολιτισμένη χώρα λειτουργούν κομματικές νεολαίες μέσα στα πανεπιστήμια με δικαιώματα μάλιστα κράτους εν κράτει; Όποιος μαθητής ή φοιτητής θέλει να ενταχθεί σε κόμμα, να πάει στην κομματική οργάνωση της γειτονιάς του. Μέσα στα πανεπιστήμια τα κόμματα δεν έχουν καμία δουλειά, δεν χρησιμεύουν στην ελεύθερη διακίνηση της σκέψης, αλλά στον εγκλεισμό και στην περιχαράκωσή της πίσω από κομματικά κιγκλιδώματα. Το πρώτο πράγμα που χρεοκόπησε σε αυτήν την χώρα ήταν η παιδεία του - ό,τι άλλο χρεωκόπησε ήταν το φυσικό επακόλουθο.
Η είσοδος στους χώρους των Πανεπιστημίων θα γίνεται με ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου πρόσβασης (κάρτα) όπως σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Πλήρης κατάργηση του Πανεπιστημιακού ασύλου. Η διακίνηση των ιδεών γίνεται στη χώρα μας χωρίς κανένα εμπόδιο και κανένας δεν διώκεται για τις ιδέες του. Οι μόνοι χώροι στους οποίους, αν εκφράσεις τις ιδέες σου, κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα είναι, σήμερα, οι χώροι των Πανεπιστημίων.
Καταργείται η συμμετοχή των φοιτητών στις εκλογές των πρυτανικών αρχών και απαλλάσσεται η Πανεπιστημιακή κοινότητα από το καρκίνωμα της παράνομης δοσοληψίας καθηγητών - φοιτητών (σου δίνω τα θέματα – με ψηφίζεις;) που έχει καταβαραθρώσει το ηθικό κύρος όλων των πλευρών και εθίζει τους φοιτητές στη διαφθορά. Ο φοιτητής πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο για να σπουδάσει - όχι για να το διοικήσει.
Για τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας (ναι, όσο κι αν δεν τους φαίνεται, είναι – και θα έπρεπε να είναι – δυο ξεχωριστές οντότητες, όχι μια ενιαία):
Καταργούνται οι ορκωμοσίες πολιτικών αξιωματούχων ενώπιον αρχιερέων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός, οι Υπουργοί και οι Βουλευτές ορκίζονται ενώπιον τριμελούς επιτροπής που αποτελείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας και τον πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
To κόμμα λέγεται ‘δημιουργία, ξανά’ και εδώ μπορείτε να βρείτε όλες τις υπόλοιπες θέσεις και προτάσεις του.

(Ξανα)δώσε κι εμένα Μπάρμπα

Μόλις έφτασε μέχρι το κατώφλι του blog η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι η γνωστή ηθοποιός Βάνα Μπάρμπα θα είναι υποψήφια με το ΠΑΣΟΚ (στα Γιάννενα ή στον Πειραιά; Οι πληροφορίες αλληλοσυγκρούονται), μια υποψηφιότητα που θα έπρεπε να θεωρείται αναμενόμενη. Άλλωστε, ο ίδιος ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ έχει δηλώσει ότι, στα πλαίσια της ευρύτερης και ριζικότερης ανανέωσης του κινήματος, θα δοθούν ευκαιρίες σε νέους, αξιόλογους, αδοκίμαστους ανθρώπους, έξω από τον στενό κύκλο κομματικών στελεχών. Και απ’ ό, τι φαίνεται αποφάσισε να ξεκινήσει στρεφόμενος σε ανθρώπους του πολιτισμού, όπως η κυρία Μπάρμπα. Ηθοποιός με πλούσιο, πληθωρικό ταλέντο, η κυρία Μπάρμπα ξεκίνησε την επιτυχημένη πορεία της στην έβδομη τέχνη κερδίζοντας σε ένα διαγωνισμό ομορφιάς και εν συνεχεία άφησε άσβηστο το χνάρι της στον πολιτιστικό χάρτη της σύγχρονης Ελλάδας: συμμετείχε κατά καιρούς σε διάφορα τηλεοπτικά σίριαλ αλλά και σε αξέχαστες ταινίες, όπως "Έλα τώρα που λείπει ο άντρας μου", "Ροζ γάτος", "Τρελάδικο πολυτελείας", "Λιγουράκο αγάπη μου", "Ερωτικές απιστίες" και άλλες δημιουργίες του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου.

Με αυτά τα λόγια υποδεχόταν το blog την υποψηφιότητα της γνωστής για τα μεγάλα υποκριτικά της προσόντα ηθοποιού Βάνας Μπάρμπα με το ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες εκλογές - ξέρετε, εκείνες τις μοιραίες που από τότε σαν να γύρισε η Ελλάδα ανάποδα και ανακάλυψε ότι ήταν όλο το προηγούμενο διάστημα που βρισκόταν... ανάποδα και άντε τώρα να γυρίσει από την καλή. Απ' ό, τι φαίνεται η πολιτική, η ενασχόληση με τα κοινά, η προσφορά στο δημόσιο βίο, τα κόκκινα χαλιά του ελληνικού κοινοβουλίου ή ό, τι άλλο τέλος πάντων της κάνει "κλικ" που λέμε και στην πολιτική επιστήμη, ρέει στο αίμα της κυρίας Μπάρμπα. Και αποφάσισε με αυτές τις εκλογές να ξαναδοκιμάσει την τύχη της. Αυτή τη φορά όχι με το ΠΑΣΟΚ, αλλά με το ΛΑΟΣ. Θα μου πείτε, τι σχέση έχει το ένα κόμμα με το άλλο; Εδώ που φτάσαμε, δεν έχει και τόση σημασία. Σαν να λέμε, τι διαφορά έχει το μαύρο από το καφέ γαϊδούρι. Έτσι θα σκέφτηκε και η δημοφιλής ηθοποιός και είπε να αλλάξει κόμμα μπας και αλλάξει και η τύχη της και της κάτσει το έδρανο (το βουλευτικό). Είδε άλλωστε τη δίψα των ψηφοφόρων για νέα πρόσωπα (και ως γνωστόν το δικό της γίνεται όλο και νεότερο), νέους ανθρώπους, νέες ιδέες και θα σκέφτηκε ότι ήρθε και η δική της η ώρα. Άλλωστε, όλοι ξέρουμε ότι στην ελληνική πολιτική ζωή αλλά και γενικότερα στην ελληνική πραγματικότητα χωρίς Μπάρμπα δεν πας πουθενά. 

Beyond words

Πώς είναι να προσπαθείς να πεις κάτι για την Ελλάδα όταν, βαθιά μέσα σου, ξέρεις - και το ξέρεις εδώ και καιρό - ότι έχεις ήδη φύγει; Ότι αυτή η χώρα σε έχει διώξει, όπως διώχνει κι άλλους μέρα με τη μέρα; Ότι είμαστε πλέον beyond words, ότι έχουν από καιρό ειπωθεί όλα, όσα μπορούσαν να ειπωθούν πάνω στην ελληνική πραγματικότητα; Για την ακρίβεια έχουν ειπωθεί από χίλιες δυο μεριές χρόνια τώρα, χρόνια πολλά, αλλά τίποτα δεν άλλαξε και δεν αλλάζει. Γιατί όταν βγαίνουμε από τα πληκτρολόγια έξω στην πραγματικότητα, στην πραγματική πραγματικότητα, όχι αυτήν τη ζεστή και τρυφερή του διαδικτύου, όλα συμβαίνουν αλλιώς, τρέχουν σε μια άλλη διαδρομή από την κούρσα αναρτήσεων και σχολιασμών στα social media, υπάρχουν σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν. Πώς είναι να έχεις από καιρό συνειδητοποιήσει ότι δεν χρειαζόμαστε άλλα εξαιρετικά editorials σε free press, εύστοχα άρθρα σε εφημερίδες, άλλες συγκινητικές αναρτήσεις σε blogs ή στο Facebook; Αλλά έργα; Ότι τα λόγια έρχονται πια σαν ένα φτηνό, μίζερο, προβλέψιμο υποκατάστατο των πράξεων που δεν γίνονται, που δεν έγιναν ποτέ; Ε, είναι κάπως έτσι. Όπως ακριβώς νιώθεις αυτή τη στιγμή. Και καλό θα ήταν να κοιτάξεις και το ρολόι σου για λίγο, να δεις πόσων χρονών είσαι και αν αξίζει να περάσεις την υπόλοιπή σου ζωή θαυμάζοντας τα λογοτεχνικά ταλέντα του λαού μας που ολοένα και πληθαίνουν ή να αλλάξεις ρότα, να φύγεις για μια άλλη χώρα - πίστεψέ με, υπάρχουν πολλές - που οι άνθρωποι δεν παρηγορούνται με χιλιοειπωμένα (αλλά με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο) λόγια, αλλά έχουν στήσει έτσι τις ζωές τους, τις πραγματικότητές τους, τα πολιτεύματά τους, τις μικροκοινωνίες τους, ώστε να μπορούν και να κάνουν πράγματα και αυτά τα πράγματα να έχουν νόημα. Σκέψου το. Η ζωή δεν είναι Scrabble.