Όταν τα έχεις πει όλα, όταν τα έχεις όχι μόνο πει αλλά ξαναπεί όλα, δε μένουν και τόσα πολλά να πεις. Μένουν μόνο πράγματα να κάνεις. Όσα δεν έκανες όσο μιλούσες. Όσα δεν έκανες όσο έψαχνες λέξεις για να καλύψεις, να μπαλώσεις τρύπες στη συνείδησή σου, κενά στον απολογισμό των πράξεών σου. Πλέον, είμαστε πέρα από τις λέξεις. Οι λέξεις άρχισαν να αποτελούν περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά της λύσης. Θα πούμε, θα πούμε, θα πούμε, μέχρι να εκτονωθούμε, να σιγήσουν οι ενοχικές εσωτερικές φωνές, να εξαφανιστούν τα ερωτηματικά, να μείνουν μοναχά ωραία, χορταστικά, μεθυστικά λόγια. Βαρέθηκα, μπούχτισα ν’ ακούω για την κρίση, τις παθογένειες, τις αγκυλώσεις, όλα όσα φταίνε ή δε φταίνε. Μπαίνω το πρωί στο τρόλεϊ, λέξεις. Φτάνω στη δουλειά, κι άλλες λέξεις. Ανοίγω την τηλεόραση, βροχή οι λέξεις. Από ανθρώπους που όλα όσα ζούμε δεν τους έχουν κατά βάθος αλλάξει στο παραμικρό. Μόνο τους έχουν κάνει περισσότερο φλύαρους. Μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε, σαν για να ξορκίσουν το κακό. Εδώ και καιρό έχει έρθει η ώρα των πράξεων, αλλά αντί για πράξεις, περισσότερες, όλο και περισσότερες λέξεις. Αναλύσεις, κόντρα αναλύσεις, προγνώσεις, κόντρα προγνώσεις, αντεγκλήσεις, υποθέσεις, αντιθέσεις, προθέσεις, ρήματα, επίθετα, ουσιαστικά. Ένας πληθωρισμός λέξεων που φιλοδοξούν να καλύψουν, σαν τσουνάμι που σκεπάζει ό, τι βρεθεί στο διάβα του, την απραξία. Νομίζω ότι πια δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Εδώ και καιρό δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Τα είπαμε όλα. Έχουμε μόνο να κάνουμε.
15 Απρ 2011
13 Απρ 2011
Φωνές του παρελθόντος
Σε αυτό το βίντεο θα μπορούσε κανείς απλουστευτικά να πει ότι βλέπουμε την αναμέτρηση ενός εργατοπατέρα με έναν αποφασισμένο για ρήξεις με το παλαιό καθεστώς του δήμου του νεοεκλεγμένο δήμαρχο. Και οπωσδήποτε βλέπουμε και αυτό. Βλέπουμε δηλαδή τον ωρυόμενο εκπρόσωπο των εργαζομένων – που όπως κατά παράδοση κάνει κάθε εκπρόσωπος εργαζομένων στην Ελλάδα φωνάζει πνιγμένος από το προαιώνιο δίκιο του – να παρευρίσκεται στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου της πόλης. Παρότι μη εκλεγμένος από τους δημότες. Ο σκοπός της παρουσίας του; Όπως φαίνεται από τις παρεμβάσεις του, όχι η εκπροσώπηση των εργαζομένων η οποία τον έχει βάλει εκεί, αλλά η ευθεία αντιπαράθεση με το δήμαρχο. Ο τσαμπουκάς. Ο Ηλίας (έτσι λέγεται ο οργισμένος εργατοπατέρας) βρίσκεται εκεί για να περάσει το μήνυμα ότι ο νέος δήμαρχος μπήκε στα δικά του χωράφια, που ορίζει για χρόνια τώρα, για δεκαετίες. Και δε μπορεί αυτός ο μικροκαμωμένος ασπρομάλλης με τα περίεργα γυαλάκια, με τα έτοιμα λεφτά του, με τις λιγότερες ώρες δουλειάς του από τον δουλευταρά Ηλία, με την τόσο φρέσκια εκλογή του, με την αντιλαϊκή κοψιά του, να του υψώνει το δημαρχιακό ανάστημά του. Ο Ηλίας, συνηθισμένος να φωνάζει, σκεπάζει με τις φωνές του τον δήμαρχο. Αντιπροσωπεύει όχι τους εργαζόμενους του δήμου αλλά ένα ολόκληρο σύμπαν νοοτροπιών, συμπεριφορών, στεγανών, σκοπιμοτήτων το οποίο έφτασε μια ολόκληρη χώρα όπου την έφτασε. Ένα σύμπαν στο οποίο ο νεοεκλεγμένος Γιάννης Μπουτάρης στέκεται απέναντι σαν ένας ξέμπαρκος, αδέσποτος πλανήτης από κάποιον αλλόκοτο γαλαξία αξιοπρέπειας, συγκροτημένης σκέψης, ηρεμίας. Η αντιπαράθεση είναι σφοδρή. Και είναι σφοδρή γιατί αυτό που διακυβεύεται είναι οι όροι, οι κανόνες του παιχνιδιού. Βαθιά μέσα του ο Ηλίας ξέρει, διαισθάνεται, υποψιάζεται, ότι ανήκει περισσότερο στο παρελθόν παρά στο παρόν ή το μέλλον. Ότι οι φωνές του είναι οι φωνές του παρελθόντος. Γι’ αυτό και τα δίνει όλα, εξαντλεί όλο το ρεπερτόριό του σε χαρακτηρισμούς, χειρονομίες, ‘δίκαιη’ αγανάκτηση. Όπως ο δήμαρχος βαθιά μέσα του νιώθει την πνοή της αλλαγής που εκπροσωπεί, της ρήξης με τα στεγανά, τις παθογένειες, τους Ηλίες. Και οι δυο ξέρουν πολύ καλά τι εκπροσωπούν. Και τι διακυβεύεται. Η διαφορά; Ο ένας έχει εκλεγεί από τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, ενώ ο άλλος κηδεμονεύει κάποιους εργαζόμενους που του χρησιμεύουν ως ατράνταχτο άλλοθι για κάθε είδους παρεκτροπή ή κρετινισμό. Τα συμπεράσματα, δικά σας. Η ευθύνη, να μην επιτρέψουμε στους Ηλίες αυτής της χώρας να συνεχίσουν να μας κρατάνε ανεξέλικτους, όλων μας.
12 Απρ 2011
Τηλεθεατές
Εντύπωση μου έκανε το παραπάνω βιντεάκι με τον κύριο με τη ντουντούκα που προσπαθεί να αφυπνίσει τους περαστικούς στο κέντρο της Αθήνας. Εντύπωση δεν μου έκανε το ότι παρότι λέει αλήθειες που θα ’πρεπε να συγκινήσουν κανείς δεν του δίνει σημασία παρά τον αντιμετωπίζουν ως ‘γραφικό’, σαν τον οποιονδήποτε που θα είχε βγει με μια ντουντούκα για να πει ό, τι του κατέβει. Αυτό για μένα στην περίπτωση του κυρίου αυτού, αν και σημαντικό, δεν είναι το μείζον. Το μείζον είναι ότι ακόμα κι αυτό, έναν άνθρωπο που δεν άντεξε και βγήκε να κάνει κάτι τέτοιο, τον κάναμε τηλεθέαμα. Μπορεί να μην βρέθηκε κάποιος να τον ακούσει ή να κουβεντιάσει μαζί του, βρέθηκε όμως κάποιος να τον βιντεοσκοπήσει. Και να ανεβάσει το βίντεο αυτό στο youtube. Αυτό για μένα θα έπρεπε να προβληματίσει περισσότερο από την αδιαφορία των περαστικών στις αλήθειες του ανθρώπου αυτού. Το ότι ακόμα και ο κύριος με τη ντουντούκα έγινε τηλεοπτικός ήρωας, που τον παρακολουθούμε στο youtube σαν αξιοπερίεργο ή όπως αλλιώς, λέει πολλά και εξηγεί σε βάθος και την σοκαριστικά αδιάφορη στάση των περαστικών απέναντί του. Θα δούμε με περισσότερο ενδιαφέρον ό, τι μπορεί να ανέβει και μάλιστα άμεσα στο youtube παρά κάποιον που εκεί που περπατάμε στο δρόμο θα έρθει δίπλα μας με μια ντουντούκα να μας ξεκουφαίνει με αλήθειες. Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, που ένας ολόκληρος λαός έχει γίνει λαός τηλεθεατών, δεν έχει και πολύ νόημα να μιλάμε για οτιδήποτε άλλο.
11 Απρ 2011
Το δράμα ενός έκπτωτου καρδιοκατακτητή
Σε μια υγιή κοινωνία κάποιος λωποδύτης πολιτικός που έχει εκπέσει ή θα εκπέσει από το αξίωμά του αφού καταδικάστηκε από τη Δικαιοσύνη περιθωριοποιείται. Αυτό γίνεται για ευνόητους λόγους: αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή τόσο για τους άλλους πολιτικούς όσο και για τους απλούς πολίτες. Και περνιέται το μήνυμα ότι το έγκλημα ή οι παραβατικές συμπεριφορές δεν ωφελούν, ότι δεν οδηγούν πουθενά παρά μόνο στη φυλακή ή στην κοινωνική περιθωριοποίηση. Αυτά, στις υγιείς κοινωνίες. Διότι στην ελληνική, τα πράγματα έχουν αλλιώς. Από σήμερα το πρωί που τελείωσε και η απεργία των τηλεοπτικών δημοσιογράφων, ο Παναγιώτης Ψωμιάδης, που καταδικάστηκε από την ελληνική Δικαιοσύνη και πιθανότατα θα παυθεί από το αξίωμα του Περιφερειάρχη ('της καρδιάς μας') που κατείχε, γυρίζει από πρωινή εκπομπή σε πρωινή εκπομπή ως φιλοξενούμενος και λέει τον καημό του. Νομίζω ότι μόνο σε μια κοινωνία σαν την ελληνική, που εκπομπές όπως αυτές αντιμετωπίζουν την ενημέρωση πρωτίστως ως ψυχαγωγία και όχι ως ενημέρωση, που ο λαϊκισμός όπως του κου Ψωμιάδη εξακολουθεί να θεωρείται και να προωθείται σαν το πιο ισχυρό νόμισμα στο χρηματιστήριο ψήφων και που ο κάθε τέτοιος τύπος βρίσκει φιλόξενα μικρόφωνα και στούντιο για να κλαφτεί ή να τραγουδήσει, να απειλήσει ή να συκοφαντήσει, θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Αντί για περιθωριοποίηση, ηρωοποίηση. Αντί για παραδειγματισμό, τζέρτζελο, απ’ αυτό που επιδιώκουν οι των πρωινών εκπομπών με τακτικούς φιλοξενούμενους τον μητροπολίτη Άνθιμο, τον Άδωνη Γεωργιάδη και άλλες τέτοιες προσωπικότητες της ελληνικής πραγματικότητας. Αντί για προώθηση και προβολή άξιων, έντιμων, φρέσκων προσώπων, μια από τα ίδια. Ξεδιάντροπα, αναίσχυντα, ασύστολα.
10 Απρ 2011
Πάμε μια βόλτα στη Βουλιαγμένη;
Επειδή ο καιρός ανοίγει, και μάλιστα αιφνιδιαστικά, επειδή αρκετή κρίση πήραμε σε δόσεις ημερήσιες, εβδομαδιαίες, μηνιαίες, ετήσιες και ήρθε ο καιρός να πάμε παρακάτω, φτωχότεροι αλλά σοφότεροι, επειδή ακόμα και μετά τον χρηματοπιστωτικό θάνατο η ζωή συνεχίζεται και μάλιστα καλύτερη και ουσιωδέστερη από πριν, επειδή τα χρόνια περνάνε χωρίς να κοιτάξουν πίσω και καλό θα ’ταν να μην ξεχνάμε τις μικροχαρές ή μεγαλοχαρές που μας περιμένουν αν αφεθούμε να ξεχάσουμε τα δελτία ειδήσεων, τις προβλέψεις, τις αναδιαρθρώσεις, τις επιμηκύνσεις, ιδού ένα μικρό, όχι μνημόνιο, αλλά αναμνηστικό μιας εποχής που φαντάζει τόσο μακρινή όσο δε θα ’πρεπε: αναμνηστικό του θρυλικού πάρτι στη Βουλιαγμένη του εξίσου θρυλικού Λούκι ή Λουκιανού Κηλαηδόνη, της παιχνιδιάρικης αλλά αθώας ξεγνοιασιάς μιας εποχής χωρίς ίντερνετ, κινητά και ιδιωτική τηλεόραση, που όσοι προλάβαμε να τη ζήσουμε την αναπολούμε, όχι αναγκαστικά με νοσταλγία, αλλά με κάποιον προβληματισμό εν συγκρίσει με τη σημερινή. Προβληματισμό για το τι πήγε στραβά ή κατά διαόλου, για το τι θα μπορούσε να ’χε γίνει αλλιώτικα: στο πάρτι βλέπουμε κοπέλες με μαγιό όμορφες χωρίς να ’ναι ή να χρειάζεται να ’ναι ‘σέξι’, παιδιά που διασκεδάζουν τσαλαβουτώντας στα νερά φυσικά, αβίαστα, που ζουν τις στιγμές τους όχι για να τις ποστάρουν αργότερα στο Facebook αλλά για τις στιγμές τις ίδιες. Αγόρια και κορίτσια που κάνουν κέφι με Σαββόπουλο, Γερμανό, Ζορμπαλά, όχι με σκυλοπόπ της πίστας. Παρ’ όλα αυτά όμως, παρ’ όλα όσα χάθηκαν ανεπιστρεπτί από τότε, ο Λουκιανός υπάρχει, για να μας θυμίζει ότι, κατά βάθος, όσα μας κάνουν να ξεχνιόμαστε ούτε χάθηκαν ούτε άλλαξαν. Απλά τα στήσαμε κάπως στο ραντεβού…
8 Απρ 2011
Και όμως λεφτά υπάρχουν!
Ύστερα από δημοσίευμα του περιοδικού Forbes που φέρνει τον Σκρουτζ Μακ Ντακ στην πρώτη θέση της λίστας του περιοδικού με τους πλουσιότερους φανταστικούς ήρωες, με περιουσία που ανέρχεται στα 44,1 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως σε χρυσά νομίσματα, οι ελπίδες της ελληνικής κυβέρνησης για λύση στα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και διέξοδο από τον απαίσιο εφιάλτη της πτώχευσης, αναπτερώθηκαν. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές με το άκουσμα της είδησης σύσσωμο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με επικεφαλής τον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου, μετέβη αεροπορικώς στη Λιμνούπολη για διμερή συνάντηση με τον Θείο Σκρουτζ. Οι παραδοσιακοί δεσμοί φιλίας και αλληλοκατανόησης που συνδέουν την ελληνική κυβέρνηση με τους ήρωες του Μίκυ Μάους θεωρείται ότι θα αποτελέσουν τη στέρεη βάση μιας εποικοδομητικής και συμφέρουσας, για την ελληνική πλευρά, συνάντησης. Με την άφιξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο αεροδρόμιο της Λιμνούπολης υπήρξε θερμή υποδοχή και ανταλλάχθησαν συμβολικά δώρα. Από την πλευρά του Θείου Σκρουτζ, ένα πιστό αντίγραφο της τυχερής του δεκάρας και από ελληνικής πλευράς ένα cd του Φοίβου Δεληβοριά με το αγαπημένο τραγούδι ‘H Bossa Nova του Ησαΐα’ που περιλαμβάνει τους συμβολικούς των σχέσεων των δυο πλευρών στίχους ‘Μεσ’ στα στενά της Λιμνούπολης, της Metrogoldwyn της Finos Films, ο Ντοναλντ Ντακ, ο Κλαρκ Γκέημπλ και ο Βουτσάς, ματαίως θα περιμένουν για μας’, τους οποίους με κέφι τραγούδησε η ελληνική αποστολή. Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου δήλωσε: ‘Είναι γνωστή η παράλληλη πορεία μας και η αλληλεγγύη που μας συνδέει με τους ήρωες του Μίκυ Μάους, για τους οποίους τρέφουμε βαθιά αισθήματα αγάπης και αδελφοσύνης. Η ζεστή αυτή υποδοχή μας άγγιξε βαθιά στις καρδιές μας και μας κάνει να αισιοδοξούμε’. Αν όλα πάνε καλά, θα επιδιωχθεί συνάντηση και με τον σούπερ Γκούφι, στην οποία, εκτός από μεγάλες ποσότητες από τα αγαπημένα του φιστίκια, θα κυριαρχήσει το ζήτημα της Κερατέας καθώς και άλλες δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική κυβέρνηση και για τις οποίες χρειάζεται η βοήθεια του καλόκαρδου υπερήρωα. Φήμες που φέρνουν τον αντίζηλο του Θείου Σκρουτζ Τζον Ρόμπαξ να προσφέρθηκε να αγοράσει και να αξιοποιήσει το πρώην Ελληνικό, για να μπει στο μάτι του αιωνίου του αντιπάλου, ελέγχονται ως ανακριβείς.
6 Απρ 2011
Πρωινό τραμ
Μ’ αρέσει όσο τίποτε άλλο να κουβεντιάζω μέσα σε λεωφορεία, τραμ, τρόλεϊ ή το μετρό. Κάθε μέρα, παίρνω πέντε-έξι από δαύτα, από και προς το κέντρο της Αθήνας. Κάποτε θα πέσω σε καβγάδες, συνήθως ηλικιωμένων. Θα δω όλη τους τη ζωή, που δε θα ’ταν εύκολη, όλα τους τα βάσανα, να κορυφώνονται, να μετουσιώνονται σ’ έναν πεντάλεπτο θυμό. Αυτοί οι άνθρωποι άλλων εποχών που ακόμα μιλάνε στους άλλους, που ακόμα τα βάζουν με τους άλλους, με κάνουν να ξεφεύγω, να ονειροπολώ. Με στέλνουν να φαντάζομαι πώς θα ’ταν αν αντί να κάνουμε ότι δε βλέπουμε ο ένας τον άλλο μιλούσαμε με τους άγνωστούς μας στο πρωινό τραμ. Αν ρωτούσαμε την κοπέλα λίγο πιο πέρα αν αξίζει αυτό που διαβάζει. Ή τον νεαρό παραδίπλα αν ψάχνει για δουλειά, την κυρία παραπέρα για τα εγγόνια της ή τον ακριβώς διπλανό με το ερωτηματικό βλέμμα πώς τα βγάζει πέρα. Θα είχαμε τόσα να πούμε. Και θα γινόταν τόσο διαφορετικό το μικρό, καθημερινό αυτό ταξίδι στην ανοιχτή ανθρωποθάλασσα από και προς τα λιμάνια μας: το λιμάνι του σαλονιού που αφήσαμε πίσω, το λιμάνι της δουλειάς, ή όποιο άλλο. Πόσο ωραία θα ’ταν αν τα ξαναβρίσκαμε με όλους αυτούς που σαν τσακωμένοι μπαίνουμε κάθε πρωί στο ίδιο βαγόνι. Αλλά ποιος να κάνει την αρχή; Κάθε πρωί σχεδόν με βρίσκω σ’ αυτή, την ίδια αφετηρία. Κάθε σχεδόν μέρα λέω ότι αυτή θα ’ναι που θα σπάσω τον πάγο, που θα μιλήσω επιτέλους με όλους αυτούς που έχω τόσα να τους πω, να τους ρωτήσω. Όμως κάθε πρωί, εκεί, στο κλείσιμο της πόρτας, πάω και παίρνω τη θέση μου κάπου που να μην ακουμπάω και να μη με ακουμπάνε. Και μαζί παίρνω, σαν χιμπατζής, την πόζα των γύρω μου, του κάποιου που πάει βυθισμένος στις σκέψεις του στη δουλειά του και δε σηκώνει πολλά. Βαρέθηκα όμως να κάνω αυτού του είδους τον χιμπατζή. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, αν αύριο το πρωί στο τραμ δείτε κάποιον να κοιτάει κάπως περίεργα, κάπως αστεία, βγάλτε τον από τη δύσκολη θέση: μιλήστε του.
3 Απρ 2011
Η Σκύλα και η Χάρυβδη
Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν κυρίαρχες δυο ιδεολογίες βάσει των οποίων καλούμαστε να βγούμε από την πολυπλόκαμη κρίση που μας καταπίνει κάθε μέρα βαθύτερα. Απ’ τη μια, αυτή της λεγόμενης Αριστεράς, που παίζει το εύκολο παιχνίδι της ‘ανθρωπιστικής’ ανευθυνότητας σε όλες του τις εκφάνσεις και προεκτάσεις. Ισχυρίζεται, λόγου χάριν, ότι το μεταναστευτικό πρόβλημα θα λυθεί μέσα από την απέραντη αγάπη και αδελφοσύνη των λαών: αν αγαπήσουμε και συμπονέσουμε τους μετανάστες, αυτομάτως όλα θα γίνουν καλύτερα. Ύστερα, βλέπουμε. Αυτή η ιδεολογική μεταχείριση του μεταναστευτικού προβλήματος εκ μέρους της ‘Αριστεράς’ αποτελεί μικρογραφία της εν γένει στάσης της: μιας στάσης ανευθυνότητας. Επιπλέον, έχουμε τη φανατική εκ μέρους της, φονταμενταλιστική υπεράσπιση νοοτροπιών και θεσμών του παρελθόντος όπως το πανεπιστημιακό ‘άσυλο’ ή ο αθάνατος αντιαμερικανισμός. Και την κραυγαλέα απουσία εναλλακτικών προτάσεων, οραμάτων, ιδεών. Η κυριότερη απουσία; Η ρηξικέλευθη σκέψη, που θα μπορούσε, χωρίς τις μεταπολιτευτικές αγκυλώσεις των ‘αριστερών’ κομμάτων, να αρθρώσει έναν λόγο πραγματικά φρέσκο, ακομπλεξάριστο, απαλλαγμένο από στεγανά που έχουν χαντακώσει γενιές και γενιές σκεπτόμενων νιάτων, εγκλωβίζοντάς τα σε μια στασιμότητα, μια στειρότητα που δεν αρμόζει σε ανθρώπους νέους.
Απ’ την άλλη, από το 1989 και μετά, με την πτώση του Τείχους - και μαζί του την πτώση των όποιων προσχημάτων κρατούσαν μέχρι τότε οι 'φιλελεύθεροι' υπέρμαχοι του καπιταλισμού ως ιδεολογίας και ουτοπίας ταυτόχρονα - ανθεί και στην Ελλάδα, στην πιο γκροτέσκα εκδοχή του όπως συνήθως γίνεται, ένας νεόκοπος, θριαμβεύων φιλελευθερισμός. Ο οποίος δεν έμεινε μόνος, να βολοδέρνει: παντρεύτηκε έναν αντιλαϊκισμό, όπως στην περίπτωση των ταλαντούχων αρθρογράφων της ‘Καθημερινής’ και έφερε, ο γάμος αυτός, εκπληκτικά αποτελέσματα και ακόμα περισσότερο κοσμάκη στις αγκάλες όλων αυτών των 'φιλελεύθερων' συστημικών 'διανοουμένων'. (Και έφερε κόσμο διότι σε μια χώρα που αν δεν υπήρχε ο πελατειακός λαϊκισμός θα μπορούσε να τον είχε εφεύρει, ο αντιλαϊκισμός αυτός αποτελεί το δυνατότερο χαρτί τους.) Η συνταγή που μας σερβίρεται περιλαμβάνει κάποια πολύ συγκεκριμένα συστατικά: 'δημοκρατικά' φρονήματα (σε αντίθεση με όσους τολμούν να υποτιμήσουν την αξία της 'αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας' και να οραματιστούν αμεσότερες δημοκρατίες), αντιλαϊκισμό (για να ξεχωρίζει από όλους δυστυχώς τους υπόλοιπους), 'φιλελευθερισμό' (αυτόν τον νέας κοπής, επιθετικό, πανηγυρικό φιλελευθερισμό) και, βεβαίως, έναν αέρα νικητή που χαρίζει το πεσμένο Τείχος σαν υπέρτατο 'ρεαλιστικό' επιχείρημα όλων αυτών των ιδεολόγων του (θα τον έλεγα) ωμού ρεαλισμού.
Έχουμε δηλαδή απ’ τη μια τη Σκύλα ενός ανεύθυνου, αερολόγου ‘αριστερισμού’ προσκολλημένου σε ιδεολογίες, τακτικές και ρητορικές του παρελθόντος. Ενός ‘αριστερισμού’ που δεν αντέχει την παραμικρή παρέκκλιση από τη θρησκεία αγάπης την οποία έχει αναγάγει σε ιδεολογική του βάση όπως στο πρόβλημα των μεταναστών και τις γνώριμές του ρητορικές που 35 χρόνια τώρα αναμασά και ανακυκλώνει με καταπληκτική συνέπεια και αφοσίωση. Και, απ’ την άλλη, τη Χάρυβδη ενός ισοπεδωτικά ρεαλιστικού στις βαθιές του ιδεολογικές καταβολές κεντροδεξιού ‘φιλελευθερισμού’ που, εκμεταλλευόμενος την απουσία συγκροτημένης ιδεολογικής αντιπολίτευσης ιδίως εξ αριστερών και τη ‘ρεαλιστική’ του επιβεβαίωση από την πτώση του ‘Υπαρκτού Σοσιαλισμού’, καλπάζει σίγουρος για την ιστορική του δικαίωση, για την ιστορική δικαίωση δηλαδή του δόγματος ότι οι ιδέες οφείλουν να ακολουθούν την πραγματικότητα και όχι το αντίθετο.
Σε μια τέτοια δύσκολη, αδιέξοδη συγκυρία όπως αυτή που ζει η Ελλάδα σήμερα, έχει να πορευτεί στριμωγμένη ανάμεσα σε αυτές τις δυο ανεξέλικτες, παγιωμένες, μισαλλόδοξες, αναχρονιστικές η κάθε μια με τον τρόπο της, ιδεολογίες. Θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες να βλαστήσει, να ανθίσει μια άλλη γενιά, μια άλλη μορφή πολιτικού σκέπτεσθαι που δε θα χρωστούσε τίποτα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη του μεταμφιεσμένου σε παρόν παρελθόντος μας; Δεν μπορούμε, νομίζω, παρά να το ελπίζουμε. Δεν έχουμε καν το δικαίωμα να μην το ελπίσουμε.
Απ’ την άλλη, από το 1989 και μετά, με την πτώση του Τείχους - και μαζί του την πτώση των όποιων προσχημάτων κρατούσαν μέχρι τότε οι 'φιλελεύθεροι' υπέρμαχοι του καπιταλισμού ως ιδεολογίας και ουτοπίας ταυτόχρονα - ανθεί και στην Ελλάδα, στην πιο γκροτέσκα εκδοχή του όπως συνήθως γίνεται, ένας νεόκοπος, θριαμβεύων φιλελευθερισμός. Ο οποίος δεν έμεινε μόνος, να βολοδέρνει: παντρεύτηκε έναν αντιλαϊκισμό, όπως στην περίπτωση των ταλαντούχων αρθρογράφων της ‘Καθημερινής’ και έφερε, ο γάμος αυτός, εκπληκτικά αποτελέσματα και ακόμα περισσότερο κοσμάκη στις αγκάλες όλων αυτών των 'φιλελεύθερων' συστημικών 'διανοουμένων'. (Και έφερε κόσμο διότι σε μια χώρα που αν δεν υπήρχε ο πελατειακός λαϊκισμός θα μπορούσε να τον είχε εφεύρει, ο αντιλαϊκισμός αυτός αποτελεί το δυνατότερο χαρτί τους.) Η συνταγή που μας σερβίρεται περιλαμβάνει κάποια πολύ συγκεκριμένα συστατικά: 'δημοκρατικά' φρονήματα (σε αντίθεση με όσους τολμούν να υποτιμήσουν την αξία της 'αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας' και να οραματιστούν αμεσότερες δημοκρατίες), αντιλαϊκισμό (για να ξεχωρίζει από όλους δυστυχώς τους υπόλοιπους), 'φιλελευθερισμό' (αυτόν τον νέας κοπής, επιθετικό, πανηγυρικό φιλελευθερισμό) και, βεβαίως, έναν αέρα νικητή που χαρίζει το πεσμένο Τείχος σαν υπέρτατο 'ρεαλιστικό' επιχείρημα όλων αυτών των ιδεολόγων του (θα τον έλεγα) ωμού ρεαλισμού.
Έχουμε δηλαδή απ’ τη μια τη Σκύλα ενός ανεύθυνου, αερολόγου ‘αριστερισμού’ προσκολλημένου σε ιδεολογίες, τακτικές και ρητορικές του παρελθόντος. Ενός ‘αριστερισμού’ που δεν αντέχει την παραμικρή παρέκκλιση από τη θρησκεία αγάπης την οποία έχει αναγάγει σε ιδεολογική του βάση όπως στο πρόβλημα των μεταναστών και τις γνώριμές του ρητορικές που 35 χρόνια τώρα αναμασά και ανακυκλώνει με καταπληκτική συνέπεια και αφοσίωση. Και, απ’ την άλλη, τη Χάρυβδη ενός ισοπεδωτικά ρεαλιστικού στις βαθιές του ιδεολογικές καταβολές κεντροδεξιού ‘φιλελευθερισμού’ που, εκμεταλλευόμενος την απουσία συγκροτημένης ιδεολογικής αντιπολίτευσης ιδίως εξ αριστερών και τη ‘ρεαλιστική’ του επιβεβαίωση από την πτώση του ‘Υπαρκτού Σοσιαλισμού’, καλπάζει σίγουρος για την ιστορική του δικαίωση, για την ιστορική δικαίωση δηλαδή του δόγματος ότι οι ιδέες οφείλουν να ακολουθούν την πραγματικότητα και όχι το αντίθετο.
Σε μια τέτοια δύσκολη, αδιέξοδη συγκυρία όπως αυτή που ζει η Ελλάδα σήμερα, έχει να πορευτεί στριμωγμένη ανάμεσα σε αυτές τις δυο ανεξέλικτες, παγιωμένες, μισαλλόδοξες, αναχρονιστικές η κάθε μια με τον τρόπο της, ιδεολογίες. Θα μπορούσε υπό αυτές τις συνθήκες να βλαστήσει, να ανθίσει μια άλλη γενιά, μια άλλη μορφή πολιτικού σκέπτεσθαι που δε θα χρωστούσε τίποτα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη του μεταμφιεσμένου σε παρόν παρελθόντος μας; Δεν μπορούμε, νομίζω, παρά να το ελπίζουμε. Δεν έχουμε καν το δικαίωμα να μην το ελπίσουμε.
2 Απρ 2011
Περί public parenting...
Βλέπω τον τελευταίο καιρό σε διάφορα blogs γονείς να μιλάνε, δημοσιεύοντας ενίοτε και φωτογραφίες, για το πόσο ευτυχισμένους τους κάνουν τα παιδάκια τους και να μοιράζονται στιγμές οικογενειακής ευτυχίας με όποιον θα περάσει από το blog τους ή από όπου αλλού για να τους καμαρώσει και να χαρεί μαζί τους. Όλο αυτό με προβληματίζει. Και με προβληματίζει διότι ποτέ, όσο καλοπροαίρετα κι αν προσπάθησα (γονιός και ο ίδιος), δεν κατανόησα τη δημοσιοποίηση της προσωπικής μας ζωής και δη της οικογενειακής ως ανάγκη. Νομίζω ο καθένας μας θα έπρεπε να απολαμβάνει την προσωπική του ζωή και την οικογένειά του χωρίς να έχει την ανάγκη να το κάνει δημοσίως. Και ότι αυτή η μόδα ή η τάση του (θα το έλεγα) public parenting, των τρισευτυχισμένων γονιών που ανεβάζουν τις οικογενειακές τους στιγμές σε blogs και όχι μόνο λέει, ως στάση και επιλογή, πολλά και ενδιαφέροντα για το τι είδους πλάσμα είναι ο άνθρωπος της νέας χιλιετίας. Αποτελεί ένα σημάδι των καιρών, της εποχής της εικόνας στην οποία ζούμε και μιας νεόκοπης ανάγκης, από πλευράς γονέων, μετατροπής προσωπικών στιγμών σε υλικό προς δημοσίευση στο blog τους ή όπου αλλού. Όμως, αν ακόμα και την πολύ προσωπική σου ζωή, τις ιδιαίτερες, μοναδικές στιγμές που ζεις με τα παιδιά σου και τους αγαπημένους σου ανθρώπους νιώθεις την ανάγκη όχι μόνο να τις ζήσεις αλλά και να τις μοιραστείς με άλλους μέσω του ίντερνετ (προσοχή εδώ: όταν λέω 'άλλους' δε μιλάω για φίλους με τους οποίους κάνεις παρέα, αλλά με όποιον άγνωστο περνάει από το blog σου), τότε ανοίγουν ερωτηματικά. Και αυτή η ζωή εν τέλει ευτελίζεται, γίνεται ένα ακόμα τηλεοπτικό προϊόν. Ευτελίζεται για τον απλούστατο λόγο ότι αν πραγματικά απολαμβάνεις, απλά και ανθρώπινα, την οικογενειακή σου ζωή, δεν χρειάζεται και, επιπλέον, δεν θα έπρεπε να τη δημοσιοποιείς. Ιδίως – να το πω κι αυτό παρότι δεν το θεωρώ το μείζον – όταν αυτή σου η κίνηση περιλαμβάνει ανήλικους (τα νεότερα μέλη της οικογένειας) που ποτέ δεν έδωσαν και πιθανόν δεν θα έδιναν τη συγκατάθεσή τους για κάτι τέτοιο. Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι η δημοσιοποίηση της προσωπικής μας ζωής δεν της προσθέτει τίποτα. Μόνο αφαιρεί...
1 Απρ 2011
Unreal housewives of Athens
Πριν μέρες έπεσε το μάτι μου στη σειρά αυτή, που καταγράφει την καθημερινότητα μερικών ‘επώνυμων’ γυναικών της Αθήνας (βλέπετε μια στη φωτογραφία σε στιγμή... φασίνας). Νομίζω ότι αν αυτή ήταν η καθημερινότητα μιας Αθηναίας νοικοκυράς, όπως απεικονίζεται στη σειρά, πολλές γυναίκες θα ήθελαν, θα έτρεχαν να γίνουν νοικοκυρές. Αν ήταν δηλαδή να περνάνε το χρόνο τους σε επιδείξεις μόδας, σε ινστιτούτα ομορφιάς ή κουβεντιάζοντας μπροστά στο τζάκι με ένα κολονάτο ποτήρι κρασί στο χέρι τα προσωπικά τους με μια άλλη real housewife. Θα έλεγα ότι η σειρά επάξια εντάσσεται στην παράδοση εξωπραγματικών – ή, αν θέλετε, υπερπραγματικών – σειρών, απ’ αυτές στις οποίες μας έχει συνηθίσει ο ΑΝΤ1. Τι εξυπηρετεί μια τέτοια εξόφθαλμα εξωπραγματική και μάλιστα με τον ειρωνικό τίτλο ‘real’ σειρά; Σε μια εποχή που η εκτός τηλεόρασης πραγματικότητα έχει γίνει πραγματικότερη από ποτέ, που οι εργοδότες όπως έλεγε τις προάλλες μια συνάδελφος δεν προσλαμβάνουν πλέον ούτε παιδιά για διανομή φυλλαδίων, που κλείνουμε δυο χρόνια κρίσης, που παρότι πρωταπριλιά σήμερα κανείς δεν έχει όρεξη για φάρσες καθώς φαίνεται να ζούμε καθημερινά μια κακόγουστη φάρσα, η τηλεόραση, και δη η τύπου ΑΝΤ1, οφείλει να ξεπεράσει τον εαυτό της στη μάχη κατά της πραγματικότητας.
Πιστή στο ρόλο της ως προαγωγού μιας υπερπραγματικότητας, μιας εικονικής δηλαδή πραγματικότητας που ζουν στα ευρύχωρα, εκθεσιακά επιπλωμένα σπίτια τους οι πρωταγωνιστές των καθημερινών της ελληνικών σειρών, οι σταρς περασμένων δεκαετιών που ξεπατώνονται στο χορό σαν αυτό να ήταν το μόνο που τους απόμενε να κάνουν ως οφειλή απέναντι στην κοινωνία πριν βγουν για τα καλά στη σύνταξη, ή οι φερέλπιδες νέοι και νέες που κατά χιλιάδες στριμώχνονται για μια θέση στον ήλιο της νυχτερινής πίστας ως υποψήφιοι τραγουδιστές, αγωνιώντας για τις αυστηρές κριτικές επιτροπές. Όταν όσα ζούμε εκτός τηλεόρασης είναι πιο ακραία ακόμα και από το πιο ευφάνταστο ριάλιτι η τηλεόραση οφείλει να επανεφεύρει τον εαυτό της. Και να γίνει πρωταπριλιάτικη, όχι μόνο σήμερα που το σηκώνει η μέρα αλλά κάθε μέρα.
Πιστή στο ρόλο της ως προαγωγού μιας υπερπραγματικότητας, μιας εικονικής δηλαδή πραγματικότητας που ζουν στα ευρύχωρα, εκθεσιακά επιπλωμένα σπίτια τους οι πρωταγωνιστές των καθημερινών της ελληνικών σειρών, οι σταρς περασμένων δεκαετιών που ξεπατώνονται στο χορό σαν αυτό να ήταν το μόνο που τους απόμενε να κάνουν ως οφειλή απέναντι στην κοινωνία πριν βγουν για τα καλά στη σύνταξη, ή οι φερέλπιδες νέοι και νέες που κατά χιλιάδες στριμώχνονται για μια θέση στον ήλιο της νυχτερινής πίστας ως υποψήφιοι τραγουδιστές, αγωνιώντας για τις αυστηρές κριτικές επιτροπές. Όταν όσα ζούμε εκτός τηλεόρασης είναι πιο ακραία ακόμα και από το πιο ευφάνταστο ριάλιτι η τηλεόραση οφείλει να επανεφεύρει τον εαυτό της. Και να γίνει πρωταπριλιάτικη, όχι μόνο σήμερα που το σηκώνει η μέρα αλλά κάθε μέρα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)