10 Νοε 2013

Φθινοπωρινή λίμνη

Η Κερκίνη, μια τεχνητή λίμνη ούτε μια ώρα από τη Θεσσαλονίκη, παρότι ανθρώπινο και όχι φυσικό δημιούργημα, αποτελεί μοναδικό υδροβιότοπο με πάνω από τριακόσια είδη πουλιών αλλά και τον μεγαλύτερο πληθυσμό βουβαλιών στην Ελλάδα (τα λέω κι εδώ, σε μια άλλη επίσκεψη στην ανοιξιάτικη Κερκίνη). Οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς ή άλλοι την επισκέπτονται αυθημερόν για μια βόλτα, ίσως λίγη ιππασία με τα πολλά ενοικιαζόμενα άλογα που κυκλοφορούν και φαγητό. Έτσι χάνουν όμως την ευκαιρία να ζήσουν για λιγάκι τα πολύ περιποιημένα χωριά πέριξ και τη δυνατότητα για δραστηριότητες άλλες: ποδηλατάδες, βαρκάδες, περιήγηση με κανό και όσα άλλα μπορεί και θέλει κανείς να κάνει για να ξεχάσει ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να επιστρέψει στο κλεινόν άστυ.

Μια μικρή βόλτα με το ποδήλατο σε περνάει από τοπία που κατά κανόνα στο βάθος περιλαμβάνουν κάποια από τα αμέτρητα βουβάλια της περιοχής να βόσκουν, πριν ορισμένα από αυτά καταλήξουν σε κάποια γάστρα, ως έδεσμα.


Στο ομώνυμο χωριό, την Κερκίνη, η ανθρώπινη παρουσία ευπρεπέστατη, με σπιτάκια με τακτοποιημένους κήπους γεμάτους λουλούδια και ανθρώπους λιτούς, λιγόλογους, σαν να φοβούνται μη χαλάσουν την ησυχία του μέρους.


Το αγροτικό τοπίο σε ακολουθεί, με κάθε βήμα.


Αυτό που πραγματικά σε φέρνει σε μια κάποια επαφή με τη ζωή της Κερκίνης, τα αμέτρητα είδη πουλιών που έχουν βρει εδώ το σπίτι τους; Μια βαρκάδα. Για να δεις, ας πούμε, τους αργυροπελεκάνους να ανταλλάσσουν τα πρωινά νέα.


Η περιοχή, γεμάτη Σκοπιανούς και Βούλγαρους που έρχονται για να χαρούν τη φύση και φυσικά να ψαρέψουν. Ιδού και το όρος Μπέλες (Κερκίνη στο ελληνικό του) που ορίζει τα σύνορά μας με τη Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ, να ξεπροβάλλει - η κορυφή του - πάνω απ' το πρωινό σύννεφο.


Όταν το σύννεφο διαλύεται, το όρος αποκαλύπτεται. Χωρίς στο παραμικρό να διαταράξει την ειρήνη τη δική σου ή των φτερωτών κατοίκων της πρωινής λίμνης.


Η έστω διήμερη παραμονή σε ένα τέτοιο μέρος, σου κάνει πολλά. Κυρίως, σε μορφώνει. Όπως μόνο οι απλές, ανεπιτήδευτες αλήθειες ενός τέτοιου τοπίου μπορούν να το κάνουν.

4 Νοε 2013

Ας ξανασυστηθούμε

Αυτές τις  μέρες μια φωτογραφία δε μπορεί να βγει απ' το νου μου. Ένα γλυκό, χαμογελαστό  παιδάκι αγκαλιάζει την αδερφή του, ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Down, σε μια φωτογραφία μαζί με φίλους του. Μεγαλώνοντας, σπούδασε φυσιοθεραπευτής το παιδάκι αυτό και πήρε την αδερφή του υπό την προστασία του. Μέχρι ένα βράδυ, προχτές. Που επειδή το παιδάκι αυτό, νεαρός πια βρισκόταν στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα, έξω από τα γραφεία της λάθος οργάνωσης, γαζώθηκε από άγνωστους. Που τον αποτελείωσαν με μια χαριστική βολή στο κεφάλι. Ναι, η φωτογραφία ήταν του Γιώργου Φουντούλη, από το facebook.
Ο Γιώργος, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, έπαψε να ‘ναι όλα τα παραπάνω και πολλά περισσότερα  που συμπλήρωναν το ψηφιδωτό της  προσωπικότητάς του. Και έγινε ένας ακόμα κρίκος σε μια αλυσίδα αίματος που οι άνθρωποι δεν έχουν ονόματα, οικογένειες, ηλικία παρά μόνο ταμπέλες, που κρύβουν από τα μάτια κάποιων συμπολιτών τους όλη τους την ύπαρξη: «τρομοκράτης», «Χρυσαυγίτης», «δικός μας», «δικός τους», «φασίστας», «φιλελές», «κομμούνι» και πάει λέγοντας. Μια αλυσίδα, που έχει απλώσει και ολοένα απλώνει στη χώρα. Και την έχει ζώσει.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Παύλος Φύσσας, ένας καλλιτέχνης της ραπ, μαχαιρώθηκε στην καρδιά από έναν θερμοκέφαλο σε έναν δρόμο της Αμφιάλης. Γι’ αυτόν τον θερμοκέφαλο ο Παύλος δεν ήταν ο Παύλος. Ήταν ένας «Αριστερός».
Τον Μάιο του 2010 η Παρασκευή Ζούλια, ο Επαμεινώνδας Τσακάλης, η Αγγελική Παπαθανασοπούλου εγκλωβίστηκαν και ξεψύχησαν  μέσα σε μια τράπεζα, από βόμβες μολότοφ  που τους πέταξαν κάποιοι από  τη διαδήλωση που περνούσε απ’  έξω. Για αυτούς τους κάποιους η Παρασκευή, ο Επαμεινώνδας και η Αγγελική δεν ήταν η Παρασκευή, ο Επαμεινώνδας και η Αγγελική. Ήταν «απεργοσπάστες»  που έπρεπε να τιμωρηθούν με την  αυστηρότερη των ποινών, αυτή του  θανάτου, για την επιλογή τους – που δεν ήταν καν δική τους – να βρίσκονται εκείνες τις ώρες μέσα στην τράπεζα. Κάπως όπως και  ο Παύλος ήταν «Αριστερός» και ο Γιώργος, για τους εκτελεστές του, «Χρυσαυγίτης». Και όχι ένας νεαρός που μέσα στα αδιέξοδά του – τα τεράστια, ασφυκτικά, βασανιστικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει στη χρεοκοπημένη Ελλάδα η γενιά του – στράφηκε σε μια ακροδεξιά, εθνικιστική οργάνωση αναζητώντας μια κάποια ταυτότητα, μια κάποια απάντηση, μια κάποια διέξοδο στα ερωτήματά του.
Τον Δεκέμβρη του 2008 ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος  ξεψύχησε σε ένα πεζοδρόμιο των Εξαρχείων  πυροβολημένος εν ψυχρώ από έναν ειδικό φρουρό, για τον οποίο ο  Αλέξανδρος ήταν ένας «αναρχικός». Και  όχι ένα δεκαπεντάχρονο παιδί  που είχε βγει βόλτα με ένα φίλο του σε μια κεντρική συνοικία των  Αθηνών. Κάπως όπως η Παρασκευή, ο  Επαμεινώνδας και η Αγγελική ήταν «απεργοσπάστες», ο Παύλος «Αριστερός» και ο Γιώργος «Χρυσαυγίτης». 
Τον Ιανουάριο  του 2009  ένας νεαρός αστυνομικός  είκοσι ενός ετών, ο Διαμαντής Μαντζούνης, γαζώθηκε από άγνωστους στα Εξάρχεια. Σε αντίθεση με όλους τους προαναφερθέντες, ο Διαμαντής τη γλίτωσε. Και, κάποια στιγμή, παρά τα τραύματά του, κατάφερε και πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο. Γι’ αυτούς που τον γάζωσαν, ο  Διαμαντής δεν ήταν ο Διαμαντής. Ήταν ο «μπάτσος». Κάπως όπως η Παρασκευή, ο Επαμεινώνδας και η Αγγελική ήταν «απεργοσπάστες», ο Παύλος «Αριστερός», ο Γιώργος «Χρυσαυγίτης» και ο Αλέξανδρος «αναρχικός». 
Όλοι τους, κρίκοι στην αλυσίδα. Μια  μαύρη, κατάμαυρη αλυσίδα μισαλλοδοξίας που πρέπει να σπάσει αν θέλουμε, στη χώρα αυτή, να ξαναβρούμε τα ονόματά μας, τα πρόσωπά μας. Τα δικά μας, αλλά κυρίως των άλλων. Να ξανασυστηθούμε.
*γράφτηκε για την Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

3 Νοε 2013

Μέρες βήτα εξώστη

Πριν κάποιο καιρό είχα παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ για τον Gilles Jacob, τον άνθρωπο στο τιμόνι του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών από το 1978. Δεν θα επιχειρήσω να μετρήσω πόσους διευθυντές άλλαξε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης από το 1978. Δεν θα είχε νόημα. Άλλωστε, θα έσπευδε κανείς να σημειώσει εδώ δεν υπάρχει  - στη χώρα αυτή - συνέχεια στην Υγεία, την Παιδεία, με κάθε κυβέρνηση από καταβολής ελληνικών κυβερνήσεων να βγάζει τους «άλλους» και να βάζει τους «δικούς της», τα δικά της πλάνα, τα δικά της μέτρα και σταθμά με κάθε άνοδο στην εξουσία θα υπάρχει σε ένα ταπεινό, ταπεινότατο για μια χώρα όπου ο πολιτισμός δεν αποτελεί, δεν αποτελούσε ποτέ πρώτη προτεραιότητα των κυβερνώντων της, φεστιβάλ κινηματογράφου; Απορία εύλογη, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Ούτε νομίζω θα μονοπωλούν την τελετή έναρξης του φεστιβάλ των Καννών με ανάλατες, ανιαρές ομιλίες υπουργοί, σύμβουλοι παρά τω πρωθυπουργώ και άλλοι καρεκλοκένταυροι που έχουν όση σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία και τον κινηματογράφο όση ο γράφων με το χόκεϊ επί χόρτου. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε πάλι κανείς να πει έλα τώρα, ξέρεις ότι η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα. Ναι, είναι μια μικρή χώρα η Ελλάδα. Καμιά φορά, μικρότερη απ' ό, τι είναι στην πραγματικότητα. Σε σημείο να ανοίγει τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, πάλι στη Θεσσαλονίκη πριν λίγο καιρό ένας ρασοφόρος, ο νούμερο ένα της εκκλησίας στην πόλη, ο μητροπολίτης Άνθιμος, κάνοντάς σε να αναρωτιέσαι τι είδους ιδιαίτερη ή προνομιακή σχέση μπορεί να έχει με το βιβλίο αυτός ο μαυροφορεμένος γέρων για να γίνεται κάτι τέτοιο. Και το φεστιβάλ κινηματογράφου υπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι. Όχι γιατί είναι σινεφίλ, άνθρωποι του σινεμά, όπως ούτε ο Άνθιμος ήταν ποτέ γνωστός ως βιβλιόφιλος, αλλά επειδή έτσι προστάζει το πρωτόκολλο.
Φέτος, υπήρχε και μια ιδιαιτερότητα, κάτι καινούργιο στην επικράτεια των πρωτόκολλων. Οι άνθρωποι αυτοί, ο υπουργός - ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού που τον εκπροσωπούσε - και οι συν αυτώ εκπροσωπούν όχι μια ακόμα ελληνική κυβέρνηση αλλά μια κυβέρνηση που έκλεισε την ΕΡΤ, έναν μεγάλο, συνεπή, πολύτιμο αιμοδότη του ελληνικού κινηματογράφου, τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα την ελληνική κινηματογραφία. Εκπροσωπούν μια κυβέρνηση που σαν να μην έφτανε αυτό έβαλε και επίσημο «Χορηγό Επικοινωνίας» του φετινού φεστιβάλ το αποκρουστικό, αναχρονιστικό κατασκεύασμα που αναγκάστηκε μετά από διαταγή του ΣτΕ να βάλει στη θέση της καταργηθείσας δημόσιας τηλεόρασης, τη ΔΤ.
Μέσα σ’ όλα αυτά ακούει κανείς ότι στην τελετή έναρξης κάποιοι «επίσημοι» αποδοκιμάστηκαν από τους παριστάμενους, σε μια ατμόσφαιρα που θύμιζε εποχές του περίφημου Β’ Εξώστη. Ε, καιρός ήταν.
*γράφτηκε για την Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ