Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του Στιβ Τζομπς, σύμφωνα με την αδερφή του, όπως τις μετέφερε στα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης. Θα μπορούσαν να είναι και οι τελευταίες λέξεις μιας ανθρωπότητας που έχει αναγάγει την τεχνολογία σε απόλυτη αξία και τους ανθρώπους της σε απόλυτα ινδάλματα. Μέχρι και τα τέλη του περασμένου αιώνα – μέχρι και το 1989, σημειολογικά – ο δυτικός τουλάχιστον πολιτισμός χαρακτηριζόταν από μια σύγκρουση ιδεών, κοσμοαντιλήψεων, οραμάτων, που τον δίχαζαν, τον ενέπνεαν, τον έκαναν εν πάση περιπτώσει να παρουσιάζει ένα κάποιο ενδιαφέρον σαν πολιτισμός. Από την πτώση του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ και δώθε οι ιδεολογικές διαμάχες παραχώρησαν τη θέση τους σε διαμάχες εταιριών κατασκευής κινητών τηλεφώνων, ηλεκτρονικών υπολογιστών, αυτοκινήτων, τηλεοράσεων πλάσμα, για το ποιος θα ‘βγει μπροστά’. Η οραματική, καινοτόμος, ρηξικέλευθη σκέψη που γέννησε ιδεολογίες, πολιτικά, κοινωνικά, μουσικά, καλλιτεχνικά κινήματα, έδωσε τη θέση της στην οραματική, καινοτόμο, ρηξικέλευθη τεχνολογία. Και τέθηκε οριστικά και αμετάκλητα στις υπηρεσίες της. Είκοσι δυο χρόνια καλπάζοντος καπιταλισμού, που έμεινε μόνος, χωρίς αντιπάλους, σε ένα ρινγκ να καμαρώνει τους κοιλιακούς του, άφησαν την ανθρωπότητα μόνη σε έναν ωκεανό ηλεκτρονικών συσκευών με όλo και πιο χοντρά βιβλιάρια οδηγιών. Ο ανθρώπινος λόγος περνάει, διηθίζεται μέσα από λογιών ηλεκτρονικά κυκλώματα, καλώδια, οθόνες, πληκτρολόγια, για να καταλήξει, απαλλαγμένος από ενοχλητικά κομμάτια ζωντανής σκέψης, να ρέει υγρός, ελεύθερος, εξυμνώντας τα μέσα που του επιτρέπουν να υπάρχει και τους κατασκευαστές τους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων Apple, στη Νέα Υόρκη, εξακολουθούν να θυμίζουν μικρούς βωμούς. Εκατομμύρια ανθρώπων που οι ζωές τους άλλαξαν από ένα κινητό τηλέφωνο καταρρέουν συναισθηματικά μπροστά στη φωτογραφία του ιδρυτή της Apple. Στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού, του υστερικού πλέον καπιταλισμού, η τεχνολογία έχει γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία μετά το τέλος των ιδεολογιών, η κυρίαρχη μονοθεϊστική θρησκεία μετά την κρίση των θρησκειών. Και ο μακαρίτης ήταν ένας από τους προφήτες της.
31 Οκτ 2011
30 Οκτ 2011
Σοκ και δέος
Οι παρελάσεις, μαθητικές και στρατιωτικές, αποτελούν έναν ανόητο, στρατοκρατικό θεσμό, κατάλοιπο περασμένων εποχών. Παρ’ όλα αυτά, με τα χρόνια οι Έλληνες τις αγκάλιασαν, τις δέχτηκαν σαν κομμάτι της καθημερινότητάς τους, μετατρέποντάς τις σε μια χρυσή ευκαιρία να καμαρώνουν σαν γονείς τα βλαστάρια τους με φωτογραφικές μηχανές στα χέρια ή να χαζεύουν τις ‘ένοπλες δυνάμεις’ τους γεμάτοι εθνική υπερηφάνεια. Φέτος, όμως, αυτό το ανάλαφρο, ‘οικογενειακό’ κλίμα διαταράχτηκε από εκδηλώσεις οργής απέναντι στους ‘επίσημους’. Και ήταν κάτι το αναμενόμενο. Οι ‘επίσημοι’ αποτέλεσαν ‘κόκκινο πανί’ για απογοητευμένους, πληγωμένους από τα πρωτοφανή μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης και την όλη πορεία της χώρας πολίτες. Όπως συμβαίνει σε καθημερινή σχεδόν βάση με γιαουρτώματα ή αποδοκιμασίες όπου βρεθεί εκπρόσωπος της κυβέρνησης ή του πολιτικού συστήματος εν τω συνόλω του. Αυτό που δεν ήταν τόσο αναμενόμενο ήταν οι αντιδράσεις των ‘επισήμων’. Δηλαδή των παριστάμενων στις παρελάσεις πολιτικών. Έδειξαν να θίγονται, μέχρι και να σοκάρονται, από όσα συνέβησαν. Και αυτό διότι στην αντίληψή τους κάποιοι θεσμοί, κάποιες τελετές, κάποια σύμβολα, θα έπρεπε να παραμένουν στο απυρόβλητο ακόμη και υπό τις δυσκολότερες συνθήκες κρίσης, ακόμη και σε μια υπό κατάρρευση χώρα. Προφανώς βάζουν το ιδεατό έθνος που λέγεται Ελλάδα και τις παρωχημένες, μιλιταριστικές μορφές εορτασμού των επετείων του, πάνω από την πραγματική χώρα με το ίδιο όνομα. Και αυτή τους η στάση πραγματικά προκαλεί εντύπωση: ότι δηλαδή σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης όπου σύνορα, εθνικές μυθοπλασίες, πατριωτικά ιδεώδη, περνάνε σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας την πρωτοκαθεδρία στην ανεμπόδιστη, διασυνοριακή ανταλλαγή ιδεών, τεχνολογιών, απόψεων, οι Έλληνες πολιτικοί, ακόμη και οι ‘προοδευτικοί’ ανάμεσά τους, δείχνουν να έχουν τόσο ψηλά τη φαντασιακή κατασκευή που λέγεται ‘πατρίδα’ και κάποια θεμελιακά τελετουργικά της όπως οι επετειακές μαθητικές ή στρατιωτικές παρελάσεις. Ψηλότερα ακόμη και από τους πραγματικούς κατοίκους αυτής της μυθοποιημένης πατρίδας που, δυσαρεστημένοι με τις πολιτικές τους ελίτ, ‘χάλασαν’ τις φετινές παρελάσεις. Oι αντιδράσεις τους καταμαρτυρούν ότι πολλοί εξ αυτών έχουν χάσει την επαφή τους με μια ελληνική κοινωνία που, παρά τις γνωστές παθογένειες και αγκυλώσεις της, τρέχει. Ζει στην εποχή της: στην εποχή του διαδικτύου, των νέων τεχνολογιών, της παγκοσμιοποιημένης γνώσης, της ρέουσας, γρήγορης πληροφόρησης, της αμφισβήτησης ιδεολογημάτων, στεγανών, ταμπού. Ή, με άλλα λόγια, ότι τους έχει ξεπεράσει, ότι τους έχει αφήσει πίσω η αμείλικτη πραγματικότητα. Γι’ αυτό και πιο ενοχλητικό από το ‘χάλασμα’ των παρελάσεων, πιο ενοχλητικό από το ότι εξακολουθούν να γίνονται στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις σε μια ευρωπαϊκή χώρα εν έτει 2011, ήταν το σοκ και δέος των αιφνιδιασμένων εθνοπατέρων της χώρας αυτής από τα όσα συνέβησαν στις φετινές παρελάσεις. Διότι έδειξε ότι βρίσκονται εκτός τόπου και, κυρίως, εκτός χρόνου.
28 Οκτ 2011
‘Κουρεμένοι’ αλλά με τα ίδια μυαλά
‘Kούρεμα’, λοιπόν. Σα να λέμε, φτηνά τη γλιτώσαμε. Και προς το παρόν δε χρεοκοπεί η χώρα. Ή έτσι λέμε. Άραγε τι μαθήματα πήραν οι Έλληνες φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού; Τι σκέφτηκαν γινόμενοι ο περίγελος της υφηλίου; Τι αναρωτήθηκαν βλέποντας ένα ολόκληρο μοντέλο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η χώρα τους τα τελευταία 40 χρόνια να αποτυγχάνει οικτρά; Τι ένιωσαν βλέποντας παθογένειες, αγκυλώσεις δεκαετιών που κακοφόρμιζαν να τους στρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου, να οδηγούν σε κοινωνική διάλυση, σε μαρμαροπόλεμο στο κέντρο της πρωτεύουσας, σε κύματα μετανάστευσης; Πολύ φοβάμαι ότι δεν πήραν κανένα απολύτως μάθημα, ότι δεν σκέφτηκαν, δεν αναρωτήθηκαν, δεν ένιωσαν το παραμικρό. Αλλά, αντιθέτως, κάποιοι αυτές τις μέρες θα θριαμβολογούν μέσα τους, που για μια ακόμη φορά οι πολιτικάρες μας κορόιδεψαν επιτυχώς τους κουτόφραγκους της ΕΕ για να συνεχίσουν να μας δανείζουν. Αν μάλιστα την πετύχουν οι εθνοπατέρες (και οι ευρωπατέρες) τη διατύπωση στο νέο μνημόνιο και δε φανεί η αυστηρή επιτήρηση σαν αυστηρή επιτήρηση, η κηδεμονία σαν κηδεμονία (άσχημη λέξη η κηδεμονία, θέλει προσοχή), πάλι, σε ένα-δυο χρόνια, τους ίδιους πολιτικούς θα καμαρώνουν, τα ίδια κόμματα θα ψηφίζουν, που τους γλίτωσαν από τα χειρότερα, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες στα συνεταιράκια των Βρυξελλών. Άλλωστε, ο ίδιος ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ Καρατζαφέρης, εκφράζοντας ατόφιο το λαϊκό αίσθημα, ‘παραδέχτηκε’ την υπουργάρα Οικονομικών Βενιζέλο ότι μπορεί, ο κερατάς, ‘να πουλήσει άμμο σε Βεδουίνους, ψυγεία σε Εσκιμώους’ (υπάρχει μεγαλύτερη καταξίωση για Έλληνα πολιτικό;). Και, με αυτό το σκεπτικό, ο ίδιος λαός που σήμερα τους γιαουρτώνει όχι μόνο θα τους ξαναψηφίσει στις επόμενες εκλογές, αλλά θα τους βγάλει και το καπέλο που κατάφεραν να ξελασπώσουν τη χώρα ‘δουλεύοντας’ τους χαζοβιόληδες Ευρωπαίους. Εθνικά υπερήφανος, που έχει τέτοιους μάγκες να κυβερνούν. Κατάφεραν, οι παικταράδες, να ξεγελάσουν τους κομπλεξικούς – διότι ως γνωστόν όταν αυτοί σκαρφάλωναν στα δέντρα για βελανίδια εμείς, cool από τα γεννοφάσκια μας, φιλοσοφούσαμε αραχτοί κάτω από ελαιόδεντρα – πλην ματσωμένους λαούς της βορειοδυτικής Ευρώπης για να συνεχίσουν να βάζουν το χέρι στην τσέπη. Τα κορόιδα.
26 Οκτ 2011
Mακρυνίτσα
Επειδή βαρέθηκα να ακούω για ‘κουρέματα’, χρεοκοπίες και άλλα… ευχάριστα, απέδρασα για πολύ λίγες μέρες στο φθινοπωρινό, μυστηριακό Πήλιο. Οι άνθρωποι εκεί, σε έναν άλλο κόσμο: ίσως τελούν υπό τη νοητή προστασία των μυθικών Κενταύρων, ίσως η απαράμιλλη φυσική ομορφιά τους έχει δια παντός αιχμαλωτίσει στους δικούς της κόσμους, όπου δε χωράνε μιζέριες, άγχη, σενάρια. Όπως και να ’χει, αφήνοντας το Βόλο ζωσμένο στα πρωινά σύννεφα, ανεβαίνοντας μέχρι την Πορταριά και περπατώντας στη γειτονική Μακρυνίτσα, απ’ όπου έρχονται και οι φωτογραφίες, νιώθεις ότι αφήνεις τα εγκόσμια και τα προβλήματά τους πίσω. Τα καλύτερα, εννοείται, έμειναν εκτός κάμερας. Αλλά κι αυτά τα ολίγα στιγμιότυπα ενός μαγικού βουνού, ενός χωριού σκαρφαλωμένου σε μια του πλαγιά που κοιτά αφ’ υψηλού τον Παγασητικό, βάλσαμο.
Περιδιαβαίνοντας.
Λουλουδάτο παράθυρο.
Πίσω από τα σύννεφα, ο Βόλος.
Σπίτια του χωριού καθρεφτίζονται στον καθρέφτη της φύσης: μια λιμνούλα στρωμένη πλατανόφυλλα.
Μακρυνιτσιότισσα γάτα.
25 Οκτ 2011
'Ανθρωπιστές' πολλών ταχυτήτων
Με αφορμή όσα κοσμογονικά συμβαίνουν στην Λιβύη αυτόν τον καιρό, εντύπωση μου κάνει το πόσο θίχτηκαν κάποιοι στην Ελλάδα (θίχτηκαν τα 'ανθρωπιστικά' τους αισθήματα, θα έλεγε κανείς) από τον πραγματικά απάνθρωπο θάνατο ενός αιμοσταγούς παράφρονα δικτάτορα, όπως ο Μουαμάρ Καντάφι. Θεώρησαν τα όσα υπέστη ο πρώην 'ισχυρός άνδρας' της Λιβύης σημάδια επιστροφής σε μια προνεωτερική βαρβαρότητα, που δεν αρμόζει στον πολιτισμένο πλανήτη μας, που δεν εκφράζει την εποχή μας. Ενώ την ίδια στιγμή, όχι στη μακρινή Λιβύη αλλά δίπλα στην πόρτα τους, φαινόμενα όπως:
α) ο μαρμαροπόλεμος στο κέντρο της Αθήνας,
β) το καθημερινό ανελέητο λυντσάρισμα - που περιλαμβάνει βρίσιμο, γιαούρτωμα ή 'απλώς' ξύλο - δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών (και όχι δικτατόρων) κάθε κόμματος, απόχρωσης, κοπής, που όλοι μαζί δεν φτάνουν τον Καντάφι ούτε στο μικρό του νυχάκι στην εγκληματική του φυσιογνωμία, σε παραφροσύνη, σε διαφθορά, σε μονομανία, σε εκμετάλλευση ενός ολόκληρου λαού,
γ) ο κουκουλοφορισμός, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της προπολιτικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα,
τους αφήνουν παγερά αδιάφορους. Και τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα, που τόσο βασανίστηκαν από τον απαίσιο θάνατο ενός τρομερού δικτάτορα, άθικτα. Έχω την εντύπωση, με όλα αυτά, ότι είμαστε ένας λαός, πώς να το πω, ολίγον τι ανισόρροπος. Λαός με επιλεκτική μνήμη, με επιλεκτικές ευαισθησίες, με εξαρτημένα αντανακλαστικά. Και με εντελώς λάθος διεθνείς 'φίλους' ή 'στρατηγικούς συμμάχους', όπως ο μακαρίτης o Καντάφι. Ή ο 'Ρουμάνος ηγέτης' (έτσι τον έλεγαν, στα αλησμόνητα 80ς, τα δελτία ειδήσεων όταν τον επισκεπτόταν ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού) Νικολάε Τσαουσέσκου. Ή (στα 90ς) ο 'αδερφός Σέρβος' Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Όλοι τους βρήκαν τραγικό τέλος. Και όλοι τους βρήκαν στην Ελλάδα έναν αξιόπιστο σύμμαχο.
α) ο μαρμαροπόλεμος στο κέντρο της Αθήνας,
β) το καθημερινό ανελέητο λυντσάρισμα - που περιλαμβάνει βρίσιμο, γιαούρτωμα ή 'απλώς' ξύλο - δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών (και όχι δικτατόρων) κάθε κόμματος, απόχρωσης, κοπής, που όλοι μαζί δεν φτάνουν τον Καντάφι ούτε στο μικρό του νυχάκι στην εγκληματική του φυσιογνωμία, σε παραφροσύνη, σε διαφθορά, σε μονομανία, σε εκμετάλλευση ενός ολόκληρου λαού,
γ) ο κουκουλοφορισμός, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της προπολιτικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα,
τους αφήνουν παγερά αδιάφορους. Και τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα, που τόσο βασανίστηκαν από τον απαίσιο θάνατο ενός τρομερού δικτάτορα, άθικτα. Έχω την εντύπωση, με όλα αυτά, ότι είμαστε ένας λαός, πώς να το πω, ολίγον τι ανισόρροπος. Λαός με επιλεκτική μνήμη, με επιλεκτικές ευαισθησίες, με εξαρτημένα αντανακλαστικά. Και με εντελώς λάθος διεθνείς 'φίλους' ή 'στρατηγικούς συμμάχους', όπως ο μακαρίτης o Καντάφι. Ή ο 'Ρουμάνος ηγέτης' (έτσι τον έλεγαν, στα αλησμόνητα 80ς, τα δελτία ειδήσεων όταν τον επισκεπτόταν ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού) Νικολάε Τσαουσέσκου. Ή (στα 90ς) ο 'αδερφός Σέρβος' Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Όλοι τους βρήκαν τραγικό τέλος. Και όλοι τους βρήκαν στην Ελλάδα έναν αξιόπιστο σύμμαχο.
20 Οκτ 2011
Πολύπλευρες απώλειες
Σε κάθε πόλεμο υπάρχουν παράπλευρες απώλειες. Σε έναν άτυπο εμφύλιο πόλεμο, όπως αυτός που ζει η Ελλάδα αυτές τις δύσκολες μέρες, υπάρχουν πολύπλευρες απώλειες: απώλειες από την κάθε πλευρά. Σήμερα ήταν ένας οικοδόμος του ΠΑΜΕ, από την πλευρά δηλαδή του εργατικού ‘λαϊκού κινήματος’, που πέθανε από ανακοπή στο Σύνταγμα. Την προπερασμένη άνοιξη ήταν τρεις σε μια τράπεζα στη Σταδίου. Κάηκαν ζωντανοί. Αυτοί ήταν από την πλευρά των εργαζομένων που έτυχε να εργάζονται σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή: ήταν δηλαδή από την πλευρά των ‘άσχετων’. Ενδιάμεσα συνάντησαν το θάνατο και διάφοροι αστυνομικοί, που τους έλαχαν τα ‘αμαρτωλά’ Εξάρχεια για τις βάρδιες τους. Αυτοί ήταν από την πλευρά των ‘μπάτσων’, των μισητών ‘μαντρόσκυλων’ του ‘συστήματος’. Πριν περίπου τρία χρόνια πυροβολήθηκε και πέθανε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, ένας δεκαπεντάχρονος. Αυτός ήταν από την πλευρά των, ας πούμε, ‘αμφισβητιών’ νεαρών, που στο ένα τους, το βίαιο άκρο, μπορεί κάποιοι να πετάξουν μια βόμβα μολότοφ και στο άλλο, το πιο συνηθισμένο, να οργανώσουν καταλήψεις σε κάποιο σχολείο. Το τραγικό, με όλες αυτές τις πολύπλευρες απώλειες, ήταν ότι δεν ήταν πολύπλευρες. Διότι δεν υπήρχαν, ούτε υπάρχουν, πλευρές. Ήταν σκέτες απώλειες, ‘σκέτοι’ θάνατοι. Θάνατοι ανθρώπων όπως εσύ, όπως εγώ. Διότι σε αυτά τα δύσκολα χρόνια μιζέριας, εξαθλίωσης που ζούμε, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Όλοι στην ίδια πλευρά είμαστε: του χαμένου. Αλλά όταν βράζεις στο ίδιο καζάνι με τόσο πολύ κόσμο, όταν βλέπεις τριγύρω τόσο συνωστισμό, δεν το θες. Δεν σου αρέσει. Θες να βράζεις σε ένα δικό σου, ολόδικό σου καζάνι: στο ατομικό σου καζάνι. Και να βλέπεις τον κάθε άλλον να βράζει στο δικό του. Και αν εκεί, στο καζάνι του, τον βρει κάποια στιγμή ο θάνατος, ήταν επειδή διάλεξε λάθος ‘πλευρά’. Ή τον διάλεξε η λάθος ‘πλευρά’.
Χαμένες ευκαιρίες - αναδημοσίευση
Ένα μεγάλο στοίχημα, στην μεταπολεμική Ευρώπη, ήταν η ανασυγκρότηση, η ανασύσταση μιας κοινωνίας πολιτών στις χώρες-δορυφόρους της πρώην ΕΣΣΔ (Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών: τέσσερις λέξεις-ψέματα, έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης, διότι επρόκειτο για μια 'ένωση' επιβεβλημένη με τη βία, η οποία έλαβε χώρα στη Ρωσία μετά την περιθωριοποίηση των αρχικών σοβιέτ, των εργατικών δηλαδή συμβουλίων και μετά τη συγκέντρωση της εξουσίας στην κεντρική επιτροπή του κομμουνιστικού κόμματος, όπου ο 'σοσιαλισμός' - όπως τον καταλάβαινε ο Καστοριάδης - είχε χάσει κάθε νόημα, σε ένα πολιτικό σύστημα που πόρρω απείχε απ' το να λέγεται δημοκρατικό). Ήταν ένα στοίχημα δύσκολο, αβέβαιο, χρονοβόρο. Διότι ύστερα από δεκαετίες ανελευθερίας, καταβύθισης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, πώς θα περίμενε κανείς οι εκεί άνθρωποι να ξαναγίνουν άνθρωποι; Και μάλιστα, όχι μόνο άνθρωποι, αλλά πολίτες;
Την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989 ακολούθησαν σαρωτικές πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές αλλαγές στις χώρες αυτές. Και η κατεύθυνση που αυτές πήραν έδειξε ότι, δυστυχώς, αυτό που οραματίζονταν οι άνθρωποι εκεί ήταν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επιστροφή στον καπιταλισμό, στην οικονομία της αγοράς και τη μαζική κατανάλωση που τόσο είχαν στερηθεί. Ο πολιτικός κυνισμός, η λατρεία των υλικών αγαθών, η εμπορευματοποίηση του ερωτισμού - που δυστυχώς σε κάποιες απ' αυτές τις χώρες όπως και στην ίδια τη Ρωσία βρήκε πρόσφορο, 'παρθένο' έδαφος, μετατρέποντας τις σε εξαγωγείς λευκής σαρκός -, πήραν γοργά τη θέση του φόβου και της ανελευθερίας που επικρατούσαν πριν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι χάθηκε το στοίχημα; Οπωσδήποτε χάθηκε μια μοναδική, ανεπανάληπτη ευκαιρία να δημιουργηθεί εκεί, μετά το σαρωτικό '89, κάτι καινούργιο. Κάτι άλλο.
Ένα άλλο στοίχημα που θα μπορούσε να είχε μπει ήταν η δημιουργία, στην Ελλάδα, μιας κοινωνίας πολιτών, απαρτιζόμενης από συνειδητοποιημένους πολίτες και όχι πελάτες δυο μεγάλων κομμάτων εξουσίας και του κράτους που αυτά είχαν στα χέρια τους - πελάτες που εδώ και δυο χρόνια βλέπουμε να απεργούν, να κάνουν καταλήψεις, να κλείνουν δρόμους, να απειλούν και να βρίζουν ζητώντας από την ‘εταιρεία’ που λέγεται ελληνικό κράτος και που ετοιμάζεται να βαρέσει κανόνι τα ‘κεκτημένα’ τους. Αλλά το στοίχημα αυτό ποτέ δεν τέθηκε ως τέτοιο. Όπως και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αυτό που έπιασε γερές ρίζες στην χώρα αυτή των διορισμών και των επιδομάτων, των κλειστών επαγγελμάτων και του κρατικοδίαιτου επιχειρείν, ήταν ένας παρακμιακός, μαϊμουδίστικος καπιταλισμός της μαζικής κατανάλωσης, της μαζικής τηλεόρασης, της πολιτικής απάθειας, της νυχτερινής πίστας, του iPhone. Χωρίς τις παραμικρές θεσμικές ή άλλες δικλείδες ασφαλείας που θα προστάτευαν τη χώρα από την ολική κατάρρευση, που θα άπλωναν ένα δίχτυ ασφαλείας κάτω απ' τα πόδια της, σε περίπτωση που αυτός ο τυφλοσούρτης την έβγαζε στον γκρεμό.
H Ελλάδα ήταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία να γεννηθεί στην προικισμένη με ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, με μπόλικα πακέτα Ντελόρ και Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, με εκατομμύρια θαυμαστές ανά την υφήλιο λόγω του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος της χώρα κάτι άλλο. Κάτι που θα ξέφευγε από την αυστηρή προτεσταντική ηθική των Βορειοευρωπαίων. Αλλά και από την ενθουσιώδη, άνευ όρων επιστροφή στις αγκάλες του καπιταλισμού των στερημένων Κεντροευρωπαίων. Κάτι τo αληθινά θαυμάσιο.
Την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989 ακολούθησαν σαρωτικές πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές αλλαγές στις χώρες αυτές. Και η κατεύθυνση που αυτές πήραν έδειξε ότι, δυστυχώς, αυτό που οραματίζονταν οι άνθρωποι εκεί ήταν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια επιστροφή στον καπιταλισμό, στην οικονομία της αγοράς και τη μαζική κατανάλωση που τόσο είχαν στερηθεί. Ο πολιτικός κυνισμός, η λατρεία των υλικών αγαθών, η εμπορευματοποίηση του ερωτισμού - που δυστυχώς σε κάποιες απ' αυτές τις χώρες όπως και στην ίδια τη Ρωσία βρήκε πρόσφορο, 'παρθένο' έδαφος, μετατρέποντας τις σε εξαγωγείς λευκής σαρκός -, πήραν γοργά τη θέση του φόβου και της ανελευθερίας που επικρατούσαν πριν. Όλα αυτά σημαίνουν ότι χάθηκε το στοίχημα; Οπωσδήποτε χάθηκε μια μοναδική, ανεπανάληπτη ευκαιρία να δημιουργηθεί εκεί, μετά το σαρωτικό '89, κάτι καινούργιο. Κάτι άλλο.
Ένα άλλο στοίχημα που θα μπορούσε να είχε μπει ήταν η δημιουργία, στην Ελλάδα, μιας κοινωνίας πολιτών, απαρτιζόμενης από συνειδητοποιημένους πολίτες και όχι πελάτες δυο μεγάλων κομμάτων εξουσίας και του κράτους που αυτά είχαν στα χέρια τους - πελάτες που εδώ και δυο χρόνια βλέπουμε να απεργούν, να κάνουν καταλήψεις, να κλείνουν δρόμους, να απειλούν και να βρίζουν ζητώντας από την ‘εταιρεία’ που λέγεται ελληνικό κράτος και που ετοιμάζεται να βαρέσει κανόνι τα ‘κεκτημένα’ τους. Αλλά το στοίχημα αυτό ποτέ δεν τέθηκε ως τέτοιο. Όπως και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αυτό που έπιασε γερές ρίζες στην χώρα αυτή των διορισμών και των επιδομάτων, των κλειστών επαγγελμάτων και του κρατικοδίαιτου επιχειρείν, ήταν ένας παρακμιακός, μαϊμουδίστικος καπιταλισμός της μαζικής κατανάλωσης, της μαζικής τηλεόρασης, της πολιτικής απάθειας, της νυχτερινής πίστας, του iPhone. Χωρίς τις παραμικρές θεσμικές ή άλλες δικλείδες ασφαλείας που θα προστάτευαν τη χώρα από την ολική κατάρρευση, που θα άπλωναν ένα δίχτυ ασφαλείας κάτω απ' τα πόδια της, σε περίπτωση που αυτός ο τυφλοσούρτης την έβγαζε στον γκρεμό.
H Ελλάδα ήταν μια ακόμη χαμένη ευκαιρία να γεννηθεί στην προικισμένη με ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, με μπόλικα πακέτα Ντελόρ και Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, με εκατομμύρια θαυμαστές ανά την υφήλιο λόγω του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος της χώρα κάτι άλλο. Κάτι που θα ξέφευγε από την αυστηρή προτεσταντική ηθική των Βορειοευρωπαίων. Αλλά και από την ενθουσιώδη, άνευ όρων επιστροφή στις αγκάλες του καπιταλισμού των στερημένων Κεντροευρωπαίων. Κάτι τo αληθινά θαυμάσιο.
ΥΓ: Aναδημοσιεύεται ως ανταπόκριση σε αυτό.
19 Οκτ 2011
Όταν δεν σταματάς μπροστά σε τίποτα
Ένα πράγμα που ανέκαθεν με ενοχλούσε αφόρητα ήταν η άλωση, η εκπόρθηση του φρουρίου που λέγεται οικογένεια, που λέγεται παιδί, από τη δικτατορία του lifestyle και τους μισθοφόρους της. Με ενοχλούσε διότι αποδείκνυε περίτρανα ότι η άνοδος της ασημαντότητας, η επέλαση της φτήνιας που μέσα από την τηλεόραση εισδύει στις ζωές, στις προσωπικότητες ανυποψίαστων τηλεθεατών, ακόμα και στις βαθύτερες πτυχές τους, δεν έχει, δεν είχε ποτέ, ούτε ιερό ούτε όσιο. Και δεν αφήνει, ούτε άφηνε ποτέ, τίποτα όρθιο. Αφορμή για να τα πω αυτά, το άκουσμα ότι παρουσιάστρια της μοναδικής εκπομπής της ιδιωτικής τηλεόρασης που ασχολείται με τη μητρότητα, με την οικογένεια, με το παιδί, προσφέροντας συμβουλές σε γυναίκες που ετοιμάζονται να γίνουν μητέρες, δεν θα είναι κάποια παιδοψυχολόγος, παιδαγωγός, παιδίατρος. Θα είναι μια ομολογουμένως επιτυχημένη παρουσιάστρια 'πρωινάδικου'. Μια κυρία που προφανώς επελέγη για τη συγκεκριμένη εκπομπή βάσει των ίδιων κριτηρίων που την έφτασαν, σκαλί-σκαλί, στην πρωινή τηλεοπτική δόξα: ψηλά πόδια, εν γένει 'μοντελίστικη' εμφάνιση, ξανθό μαλλί, επιτυχημένο τηλεοπτικό ζευγάρωμα με άλλον παρουσιαστή, χαζοχαρούμενη πόζα. Και η οποία πρόσφατα απέκτησε και το τυπικό προσόν για να παρουσιάζει μια εκπομπή που απευθύνεται σε γονείς, μελλοντικούς ή μη, γύρω από το πώς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους: έγινε και μανούλα. Να τη χαίρεται τη μητρότητα, να χαίρεται τον αντρούλη της και συμπαρουσιαστή της, να χαίρεται την επιτυχημένη τηλεοπτική της καριέρα ως 'πρωινατζού'. Αλλά τα παιδιά, η οικογένεια, οι γονείς, που επιπλέον τόσο δοκιμάζονται σε αυτή τη δύσκολη εποχή, τι της φταίνε; Τι έφταιξαν των υπευθύνων του σταθμού και επέλεξαν ένα τέτοιο πρόσωπο για μια τέτοια εκπομπή – μια εκπομπή που θα μπορούσε να αποτελεί νησίδα ανθρωπιάς και πολιτισμού σε ένα ισοπεδωμένο τηλεοπτικό τοπίο; Δυστυχώς, με αυτή την είδηση, επιβεβαιώνεται η πεποίθησή μου ότι όσο τα πολιτιστικά εγκλήματα, που διαπράττονται εδώ και περισσότερα από είκοσι χρόνια από την ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, παραμένουν ατιμώρητα, ελλείψει ενός ΕΣΡ για την ποιότητα των προσφερόμενων προγραμμάτων, τόσο θα χειροτερεύουν – έχοντας διαρκώς πιο αθώα, πιο ανυποψίαστα, πιο τραγικά θύματα.
18 Οκτ 2011
Και αν δεν υπάρξει επόμενη κυβέρνηση;
Έβλεπα χθες σε μια τηλεοπτική αναμέτρηση τον πρώην υπουργό Οικονομικών της ΝΔ Γιάννη Παπαθανασίου να λέει, απέναντι στον διάδοχό του Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ότι το ποιος έφταιξε περισσότερο για την τωρινή κρίση στη χώρα θα το κρίνει ο λαός στις επόμενες εκλογές. Δεν μ' αρέσει να κινδυνολογώ, αλλά μου έκανε εντύπωση η βεβαιότητα του κου Παπαθανασίου ότι θα υπάρξει επόμενη κυβέρνηση, μετά τη σημερινή. Bλέπω πιθανότερο, αν συνεχιστεί η παρούσα κατάσταση, την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να τη διαδεχτεί μια γαλλογερμανική επιτροπή διαχειρίσεως του ελληνικού ζητήματος, όταν αποδειχθεί για τα καλά πια ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με αυτά που υπέγραψαν με τους Ευρωπαίους 'εταίρους' τους. Αναστέλλοντας επ' αόριστον το δικαίωμα των Ελλήνων να κυβερνώνται από κυβερνήσεις που οι ίδιοι επέλεξαν, από τη στιγμή μάλιστα που απεδείχθη ότι τα τελευταία 35 χρόνια οι επιλογές τους ήταν το λιγότερο καταστροφικές: για τους ίδιους, για την ελληνική οικονομία, αλλά κατ' επέκταση και για την ΕΕ, που αγόγγυστα χρηματοδοτούσε αυτή τη χώρα για να 'αναπτυχθεί'. Και επιστρέφοντας την Ελλάδα, που γεννήθηκε ως προτεκτοράτο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής της Επανάστασης, στις συνθήκες στις οποίες γεννήθηκε και 'ανδρώθηκε' ως έθνος-κράτος.
Ένα άλλο ενδεχόμενο, κάπως μακρινότερο από αυτό ενός γαλλογερμανικού άξονα διευθέτησης του ελληνικού ζητήματος, είναι ένας γενικευμένος κοινωνικός ξεσηκωμός. Ένας ξεσηκωμός τυφλός και κουτσός, όπως δηλαδή περίπου συμβαίνει τα τελευταία δυο χρόνια. Λέω τυφλός, διότι κανείς ακριβώς δεν ξέρει ποιοι φταίνε για τα σημερινά χάλια της χώρας πέραν των συνήθων υπόπτων πολιτικών, κανείς δεν ξέρει πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η κρίση αυτή και, το κυριότερο, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί μια άλλη Ελλάδα με λιγότερο και καθαρότερο κράτος, με περισσότερη καινοτομία και λιγότερο αναρχοσυνδικαλισμό. Και λέω κουτσός, εξαιτίας αυτής ακριβώς της έλλειψης κοινωνικής συνοχής: μιλάμε για μια κατακερματισμένη κοινωνία που αδυνατεί να συγκροτήσει και να υποστηρίξει μια ενιαία άποψη για το πώς έχουν τα πράγματα πέραν του τραγικά ανεπαρκούς 'έξω οι κλέφτες', που αρνείται πεισματικά να κάνει την αυτοκριτική της για τις πελατειακές της συνήθειες, για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή βαθιά στους κόλπους της, για την αποξένωσή της, μια κοινωνία που περιορίζεται σε οικονομίστικα αιτήματα γύρω από μισθούς και επιδόματα, αδυνατώντας να αρθρώσει έναν συνολικότερο λόγο, να διατυπώσει ένα σφαιρικότερο αίτημα αλλαγής του κοινωνικοπολιτικού αλλά και πολιτισμικού τοπίου στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση ενός τέτοιου ξεσηκωμού η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια ευρωπαϊκή Κούβα, κλεισμένη στον εαυτό της και τις αξίες της. Αυτοκτονικά μεν, 'με το κεφάλι ψηλά' δε.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, θολό παραμένει το τι είδους κυβέρνηση και μέσα από τι είδους διαδικασίες, θα μπορούσε να διαδεχθεί τη σημερινή. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ας διευκρινίσω το εξής: αν σε κάποιους φαίνεται εφιαλτικό το σενάριο είτε της προσάρτησης της χώρας σε έναν γαλλογερμανικό άξονα που θα αποφασίζει για τις τύχες της είτε της απομόνωσης και Κουβανοποίησής της, προσωπικά μου φαίνεται εφιαλτικότερο αυτό μιας επόμενης κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας με τον Αντώνη Σαμαρά πρωθυπουργό.
Ένα άλλο ενδεχόμενο, κάπως μακρινότερο από αυτό ενός γαλλογερμανικού άξονα διευθέτησης του ελληνικού ζητήματος, είναι ένας γενικευμένος κοινωνικός ξεσηκωμός. Ένας ξεσηκωμός τυφλός και κουτσός, όπως δηλαδή περίπου συμβαίνει τα τελευταία δυο χρόνια. Λέω τυφλός, διότι κανείς ακριβώς δεν ξέρει ποιοι φταίνε για τα σημερινά χάλια της χώρας πέραν των συνήθων υπόπτων πολιτικών, κανείς δεν ξέρει πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η κρίση αυτή και, το κυριότερο, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί μια άλλη Ελλάδα με λιγότερο και καθαρότερο κράτος, με περισσότερη καινοτομία και λιγότερο αναρχοσυνδικαλισμό. Και λέω κουτσός, εξαιτίας αυτής ακριβώς της έλλειψης κοινωνικής συνοχής: μιλάμε για μια κατακερματισμένη κοινωνία που αδυνατεί να συγκροτήσει και να υποστηρίξει μια ενιαία άποψη για το πώς έχουν τα πράγματα πέραν του τραγικά ανεπαρκούς 'έξω οι κλέφτες', που αρνείται πεισματικά να κάνει την αυτοκριτική της για τις πελατειακές της συνήθειες, για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή βαθιά στους κόλπους της, για την αποξένωσή της, μια κοινωνία που περιορίζεται σε οικονομίστικα αιτήματα γύρω από μισθούς και επιδόματα, αδυνατώντας να αρθρώσει έναν συνολικότερο λόγο, να διατυπώσει ένα σφαιρικότερο αίτημα αλλαγής του κοινωνικοπολιτικού αλλά και πολιτισμικού τοπίου στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση ενός τέτοιου ξεσηκωμού η Ελλάδα θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια ευρωπαϊκή Κούβα, κλεισμένη στον εαυτό της και τις αξίες της. Αυτοκτονικά μεν, 'με το κεφάλι ψηλά' δε.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, θολό παραμένει το τι είδους κυβέρνηση και μέσα από τι είδους διαδικασίες, θα μπορούσε να διαδεχθεί τη σημερινή. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ας διευκρινίσω το εξής: αν σε κάποιους φαίνεται εφιαλτικό το σενάριο είτε της προσάρτησης της χώρας σε έναν γαλλογερμανικό άξονα που θα αποφασίζει για τις τύχες της είτε της απομόνωσης και Κουβανοποίησής της, προσωπικά μου φαίνεται εφιαλτικότερο αυτό μιας επόμενης κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας με τον Αντώνη Σαμαρά πρωθυπουργό.
14 Οκτ 2011
Ένα τηλεφώνημα, ένα τόσο δα τηλεφώνημα
Το καλοκαίρι του 2000 από την Αγγλία, όπου ζούσα τότε, έπρεπε να έρθω για ένα συνέδριο στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο. Όταν, λοιπόν, ήρθε ο καιρός πήρα, για να κατέβω στην πατρίδα, μια μεταμεσονύκτια πτήση τσάρτερ. Έφτασα μέσα στη νύχτα στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου και ξημερώθηκα εκεί, περιμένοντας να φύγει το πρώτο λεωφορείο της ημέρας για Ρέθυμνο. Ύστερα, παίρνοντας το λεωφορείο, θυμάμαι ότι ήταν μια διαδρομή κουραστική, ότι ανεβοκατεβαίναμε βουνά, ατελείωτα βουνά. Ίσως βέβαια και να μην ήταν ακριβώς έτσι, ίσως να έφταιγε η εν συγκρίσει επίπεδη Αγγλία, που με είχε κάνει να ξεσυνηθίσω τις βουνοτοπιές. Εν πάση περιπτώσει, όταν κάποια στιγμή φτάσαμε κακήν κακώς στο Ρέθυμνο, ήμουν κατάκοπος. Σέρνοντας τη βαλίτσα μου κατέβηκα, περπατώντας, από εκεί που μας είχε αφήσει το λεωφορείο μέχρι την παραλία. Εκεί βρήκα ένα ψιλικατζίδικο και μπήκα για να κάνω ένα τηλεφώνημα σε μια γυναίκα που είχα κλείσει ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Στο ψιλικατζίδικο ήταν μια κοπελίτσα, που, αφού έκανα το τηλεφώνημα, αρνήθηκε χαμογελαστή όταν έκανα να την πληρώσω. Αφήνοντάς με έκπληκτο και συγκινώντας με, αστραπιαία και βαθύτατα. Διότι ήταν κάτι, αυτό, που δεν θα συνέβαινε ποτέ μα ποτέ στην Αγγλία από την οποία ερχόμουν. Ένα δωρεάν τηλεφώνημα, που μου το πρόσφερε κάποια άγνωστη που προφανώς - τώρα που το σκέφτομαι - είχε δει σε τι κακό χάλι βρισκόμουν και λυπήθηκε να μου πάρει λεφτά για ένα τόσο δα πραγματάκι. Για ένα τηλεφώνημα. Κάνοντάς με να σκεφτώ, βγαίνοντας και παίρνοντας το δρόμο για το ενοικιαζόμενο δωμάτιό μου, ότι στην Ελλάδα, στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο, στην παραλία της όμορφης αυτής πόλης, στο ψιλικατζίδικο εκείνο, υπήρχε ακόμα η δυνατότητα για μια ζεστή, ανθρώπινη, μη τυποποιημένη επαφή ανθρώπου με άνθρωπο. Μια δυνατότητα, που είχε χαθεί ανεπιστρεπτί στην αχανή και βροχερή Αγγλία. Άραγε, υπάρχει ακόμα; Αν ναι, καιρός να την ξαναθυμηθούμε.
11 Οκτ 2011
Ξένοι στην ίδια χώρα
Πόσα μπορεί να σε ενώνουν με άλλα έντεκα εκατομμύρια ανθρώπους; Πόσα μπορεί να σε συνδέουν με έναν Φωτόπουλο που ουρλιάζει για μειώσεις σε μισθούς που δεν έχεις δει ούτε στα όνειρά σου; Ή με υπαλλήλους υπουργείων που κάνουν καταλήψεις στα υπουργεία τους για περικοπές σε αποδοχές που βλέποντάς τις ζαλίζεσαι; Πόσα μπορεί να μοιράζεσαι με εβδομήντα εφτά 'συμπολίτες' που έκρυβαν σχεδόν 2 δισεκατομμύρια 'μαύρα' ευρώ σε τραπεζικούς λογαριασμούς και χιλιάδες άλλους που φοροδιαφεύγουν συστηματικά και αμετανόητα για να μην πιαστούν 'κορόιδα'; Πώς ένιωθες όταν παρότι δεν είχες ποτέ ακριβό κινητό με σύνδεση σε κάποια εταιρία κινητής τηλεφωνίας, ποτέ πιστωτική κάρτα ή άλλα καταναλωτικά αξεσουάρ, έβλεπες ανθρώπους πολύ μικρότερούς σου με ένα BlackΒerry και iPhone στα χέρια να πίνουν φραπεδιά στο καφε-μπαράκι παραδίπλα, συζητώντας σε ποια 'πίστα' θα ξεσκάσουν το βράδυ με το γονικό χαρτζηλίκι; Πώς νιώθεις όταν οδηγώντας βλέπεις όλους τους άλλους να σκοτώνονται να εξυπηρετήσουν κάποιον που πάει να στρίψει παράνομα; Πώς ήταν να έχεις γείτονα τον πενηντάρη συνταξιούχο που μπήκε από κάποιο πρασινομπλέ παράθυρο σε κάποια ΔΕΚΟ και βγήκε από το ίδιο παράθυρο χωρίς να δουλέψει ποτέ στη ζωή του; Πώς ήταν όταν έχανες τη δουλειά σου βλέποντας άλλους που είχαν μπει στην ίδια δουλειά με γνωριμία (και όχι τυχαία όπως εσύ) να μένουν, παρότι δεν πολυκουράζονταν; Πώς νιώθεις για τον ‘Αγανακτισμένο’ πρώην εργοδότη σου που χωρίς να το ξέρεις δεν σου είχε κολλήσει ποτέ ένσημα; Πώς ένιωσες όταν βγάζοντας βόλτα το παιδί σου με το καροτσάκι η κυρία με το ίμπιζα σου έκλεινε τη διάβαση; Οπωσδήποτε μοιράζεσαι μαζί τους, βρίσκεσαι μαζί τους εγκλωβισμένος σε μια φούσκα επίπλαστης ευζωίας που τώρα σκάει. Επίπλαστης, γιατί ζούσατε σε μια χώρα που οι βιομηχανίες της έκλειναν η μια πίσω από την άλλη, που γινόταν όλο και λιγότερο ανταγωνιστική, που άρχισε από κάποια στιγμή και ύστερα να γεμίζει κομμωτήρια, μπουτίκ, σουβλατζίδικα, σχολές οδηγών, καφέ-μπαρ, μαγαζιά, μαγαζιά, μαγαζιά. Και που παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να καταναλώνει, να δανείζεται, να επιδεικνύεται, να ουρλιάζει στα γήπεδα, να παρκάρει στα πεζοδρόμια, να μαυρίζει στις παραλίες. Έχοντας, στο τιμόνι, 'δικούς της' ανθρώπους, που δεν ήθελαν να τη στεναχωρούν, που την άφηναν να βουλιάζει - που την άφηναν να βυθίζεται σε ένα τεράστιο ψέμα. Οι ευθύνες τους, τεράστιες. Αλλά μόνον αυτών;
ΥΓ: Το ποστ συνοδεύεται από το υπέροχο I Don't Blame You (διότι δεν κατηγορώ κανέναν για τίποτα, όσο κι αν κάτι τέτοιο φαίνεται να βγάζει το ποστ) της Cat Power (aka Chan Marshall)...
8 Οκτ 2011
Η κατάληψη της κατάληψης ω εγκατάλειψη
Αυτό τον καιρό, όπως συνηθίζεται από το 1988 που θυμάμαι ως μαθητής τότε τις 'δικές μας' καταλήψεις, πολλά σχολεία τελούν υπό κατάληψη. Όπως και τώρα, έτσι και τότε, θολό μου ήταν το ποιοί, πώς και γιατί αποφάσιζαν αυτές τις καταλήψεις. Θυμάμαι, μαθητής, το βλέπαμε κάπως σαν παιχνίδι: επιδεικνύαμε τα βιβλία μας στους 'πορτιέρηδες' της κατάληψης για να μας αφήσουν να μπούμε στο σχολείο. Και ύστερα, αφού δεν είχαμε και πολλά να κάνουμε σε ένα ερημωμένο, υπό κατάληψη σχολείο, περιμέναμε να τελειώσει η κατάληψη για να ξαναξεκινήσουν τα μαθήματα. Η προσωπική μου αίσθηση ήταν μιας, ας πούμε, υποχρεωτικής κοπάνας, την οποία ως τέτοια βίωνα καταπιεστικά, σαν καταναγκαστική απραξία: δεν καταλάβαινα γιατί θα έπρεπε να χάνουμε σχολείο, δεν 'έπιανα' την 'πολιτική' διάσταση του πράγματος. Ίσως διότι θεωρούσα ότι ήταν κάπως νωρίς, στα δεκαεφτά μου, να αφήσω τετράδια και βιβλία για να βγω στην 'πολιτική' δράση. Και νομίζω ήταν. Ένα παιδί αυτής ή και μικρότερης ηλικίας δεν θα έπρεπε να υποχρεώνεται να λειτουργεί σαν μεγάλος - για τον απλούστατο λόγο ότι δεν διαθέτει αυτόνομη, αφηρημένη, αυτόφωτη σκέψη την οποία ακριβώς το βοηθά ή θα έπρεπε να το βοηθά να διαμορφώσει το σχολείο. Ένα παιδί δεν θα έπρεπε να παίζει τον μεγάλο, όσο κι αν οι όποιοι μεγάλοι αποδεικνύονται ανίκανοι να σταθούν στο ύψος των ευθυνών τους.
Από εκείνη την εποχή, πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια. Και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει μετατραπεί σε έναν ελέφαντα, που η πλάτη του έχει καλυφθεί από παράσιτα, που ζουν απ' αυτόν: φροντιστήρια, ιδιαιτεράδες, καλοθελητές κάθε είδους. Παράσιτα που βγήκαν απ' αυτό το ίδιο σύστημα, αδυνατώντας να βιοποριστούν με 'έντιμους' τρόπους. Με μεγάλους χαμένους, εκτός από τους εξαναγκασμένους στη δεύτερη δουλειά καθηγητές, τα παιδιά, που παρακολουθούν δυο σχολεία αντί για ένα. (Όποιον γονιό και αν ρωτήσεις, παιδιού στο Γυμνάσιο ή το Λύκειο, θα σου πει ότι το μάθημα γίνεται όχι στο σχολείο, αλλά στα φροντιστήρια. Στο σχολείο τα παιδιά πάνε, όταν πάνε, για να δώσουν το τυπικό παρόν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ξέρουν ότι μπάζει από παντού.) Και με μεγάλους όχι απλώς χαμένους αλλά απελπισμένους, τους γονείς, που αυτό το δεύτερο σχολείο που λέγεται φροντιστήριο το πληρώνουν αδρά. Αν πράγματι θέλουν τα παιδιά αυτά, που τρέχουν από το ένα σχολείο στο άλλο, να αλλάξουν τα πράγματα, ας κάνουν καταλήψεις όχι στα σχολεία τους, αλλά στα φροντιστήρια. Εκεί δηλαδή που πραγματικά παίζεται το παιχνίδι: εκεί που υποχρεώνονται να πληρώνουν για μια κατά τα άλλα δημόσια και δωρεάν παιδεία, προκειμένου να μάθουν πέντε γράμματα. Διότι τα σχολεία, αυτόν τον καιρό, αυτά τα είκοσι και πλέον χρόνια, δεν βρίσκονται υπό κατάληψη. Βρίσκονται υπό εγκατάλειψη.
Από εκείνη την εποχή, πέρασαν πάνω από είκοσι χρόνια. Και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει μετατραπεί σε έναν ελέφαντα, που η πλάτη του έχει καλυφθεί από παράσιτα, που ζουν απ' αυτόν: φροντιστήρια, ιδιαιτεράδες, καλοθελητές κάθε είδους. Παράσιτα που βγήκαν απ' αυτό το ίδιο σύστημα, αδυνατώντας να βιοποριστούν με 'έντιμους' τρόπους. Με μεγάλους χαμένους, εκτός από τους εξαναγκασμένους στη δεύτερη δουλειά καθηγητές, τα παιδιά, που παρακολουθούν δυο σχολεία αντί για ένα. (Όποιον γονιό και αν ρωτήσεις, παιδιού στο Γυμνάσιο ή το Λύκειο, θα σου πει ότι το μάθημα γίνεται όχι στο σχολείο, αλλά στα φροντιστήρια. Στο σχολείο τα παιδιά πάνε, όταν πάνε, για να δώσουν το τυπικό παρόν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ξέρουν ότι μπάζει από παντού.) Και με μεγάλους όχι απλώς χαμένους αλλά απελπισμένους, τους γονείς, που αυτό το δεύτερο σχολείο που λέγεται φροντιστήριο το πληρώνουν αδρά. Αν πράγματι θέλουν τα παιδιά αυτά, που τρέχουν από το ένα σχολείο στο άλλο, να αλλάξουν τα πράγματα, ας κάνουν καταλήψεις όχι στα σχολεία τους, αλλά στα φροντιστήρια. Εκεί δηλαδή που πραγματικά παίζεται το παιχνίδι: εκεί που υποχρεώνονται να πληρώνουν για μια κατά τα άλλα δημόσια και δωρεάν παιδεία, προκειμένου να μάθουν πέντε γράμματα. Διότι τα σχολεία, αυτόν τον καιρό, αυτά τα είκοσι και πλέον χρόνια, δεν βρίσκονται υπό κατάληψη. Βρίσκονται υπό εγκατάλειψη.
6 Οκτ 2011
Ένας θησαυρός στο σκοτάδι
Καταλείπω την κινητήν και ακίνητον περιουσίαν και άπαντα τα δικαιώματά μου εκ της εκδόσεως των έργων μου, τόσον εν Ελλάδι όσον και εν τη αλλοδαπή, εις την σύζυγόν μου Ελένην το γένος Κωνσταντίνου Σαμίου. Μετά τον θάνατον της συζύγου μου η εναπομένουσα περιουσία μου να περιέλθει εις τους φυσικούς μου κληρονόμους.Αυτά τα λόγια άφησε ο Νίκος Καζαντζάκης σαν οδηγούς για την τύχη του έργου του, φεύγοντας από τον μάταιο τούτο κόσμο. Αφήνοντας μαζί μεγάλα προβλήματα γύρω από την εξάπλωση, τη διάχυση του απίστευτου εύρους αλλά και βάθους πνευματικού κεφαλαίου που κληροδοτούσε στην ανθρωπότητα. Το κυριότερο πρόβλημα ως προς την ζωή του καζαντζακικού έργου μετά τον θάνατο του δημιουργού του, έχει ονοματεπώνυμο: λέγεται Πάτροκλος Σταύρου, υιοθετημένος γιος της χήρας του Καζαντζάκη και αποκλειστικός κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων των έργων του μεγάλου Κρητικού. Ο οποίος έχει αναθέσει τις Εκδόσεις Καζαντζάκη στον σύζυγο της κόρης του, εκπαιδευτή καταδύσεων στο επάγγελμα (!). Με άλλα λόγια, ένας θησαυρός λογοτεχνικός, ποιητικός, φιλοσοφικός ανυπολόγιστης αξίας βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα χέρια ανθρώπων που εκ των πραγμάτων αδυνατούν να τον αναδείξουν όπως θα του άξιζε. Διότι το καζαντζακικό opus, όπως συμβαίνει και με ελάχιστες άλλες περιπτώσεις - τον Κωνσταντίνο Καβάφη, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τη Μαρία Κάλλας και μερικές ακόμη μετρημένες στα δάχτυλα προσωπικότητες - δεν αποτελεί ελληνική κτήση. Αλλά παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά. Δεν ανήκει στην Ελλάδα και στους εν Ελλάδι πνευματικούς κληρονόμους του μεγάλου αυτού, νιτσεϊκού πνεύματος που λεγόταν Καζαντζάκης και που όταν βρουν ελεύθερο χρόνο από τις καταδύσεις μπορεί να ασχοληθούν μαζί του, αλλά στην υφήλιο. Διότι η Ελλάδα δεν εξαντλείται στον ήλιο και στη θάλασσα του καλοκαιριού της αλλά λάμπει, ακτινοβολεί και μέσα από τα πνεύματα που άνθισαν κάτω απ' αυτό τον εκτυφλωτικό ήλιο, που άπλωσαν τα φτερά τους πέρα κι απ' τις καταγάλανές της θάλασσες. Θα συμφωνήσω λοιπόν με τον βουλευτή κύριο Βούρο ότι ναι, σε αυτές τις δύσκολες ώρες χρειαζόμαστε τους - πιθανόν λιγοστούς αλλά δυνατούς - φάρους μας σε όλην τους τη φωτεινότητα, για να δείξουν ή μάλλον να θυμίσουν ότι η Ελλάδα δεν τελειώνει ούτε αρχίζει στα Greek statistics, στη χωριάτικη σαλάτα, στις δηλώσεις Πάγκαλου. Και τους χρειαζόμαστε, αυτούς τους φάρους, περισσότερο από ποτέ.
1 Οκτ 2011
Όταν γίνεσαι πονοκέφαλος κάποιου γραφειοκράτη
Με αφορμή κάποιες ωραίες σκέψεις ενός Βοστωνέζου φίλου, μερικές ελαφρώς ασύντακτες δικές μου σκέψεις γύρω από την συντεταγμένη χρεοκοπία που λέγεται ότι έρχεται στη χώρα. Όπως ορθώς επισημαίνει ο φίλος που προανέφερα:
Είναι πλέον πασιφανές πώς παρόλες τις διεθνείς διαβεβαιώσεις, σημαντικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν απο μέσα. Η αντίδραση του κόσμου ειναι λογική, συχνά μερικώς ιδεολογική, αλλά το βραχυκύκλωμα ειναι κυρίως δομικό. Το "σύστημα ΠΑΣΟΚ" και η Ελλάδα που δημιούργησε εχουν πάθει δομική ηλεκτροπληξία σε όλα τα επίπεδα.Αυτή η δομική ηλεκτροπληξία, η επικράτησης μιας χαώδους σύγκρουσης όλων με σχεδόν όλους οφείλεται νομίζω στην απουσία, όπως έλεγα και πιο πρόσφατα, στην Ελλάδα, μιας ώριμης, σύγχρονης κοινωνίας πολιτών που να μπορεί να σταθεί απέναντι σε κράτος και αγορές υπεύθυνα, συντεταγμένα, αποφασιστικά, βάζοντας τις δικές της προτεραιότητες. Αντ’ αυτής κυριάρχησε και απλώθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα μια κοινωνία πελατών, ψηφοφόρων των δυο κυρίως μεγάλων κομμάτων που μεταπολιτευτικά νέμονταν μονοπωλιακά την κυβερνητική εξουσία. Μια κοινωνία πελατών που έμαθε και εθίστηκε σε μια ανίερη συνδιαλλαγή με την εξουσία αυτή και το κράτος που διαχειριζόταν: σας δίνουμε την ψήφο μας και με τη σειρά σας μας διορίζετε, μας εξυπηρετείτε, μας βγάζετε άδειες, μας δίνετε επιδοτήσεις, επιδόματα, κλειστά επαγγέλματα.
Εγκλωβισμένη σε αυτή την βαθιά πελατειακή σχέση, η ελληνική κοινωνία, ως κοινωνία πελατών, αδυνατεί να δεχθεί τις βαθιές αλλαγές που της προτείνονται για έναν απλούστατο λόγο: όπως κάθε πελάτης που σέβεται τον εαυτό του, έχει πληρώσει και πληρώνει σε ψήφους εδώ και τριάντα πέντε χρόνια όλους αυτούς, που σήμερα προσπαθούν να της επιβάλλουν όσα δεν μπόρεσαν ή δεν τόλμησαν όλα αυτά τα χρόνια. Και, ως πελάτης, περιμένει αυτά που της υποσχέθηκαν: μια συνέχιση δηλαδή του παλαιού καθεστώτος. Όταν όμως βλέπει ότι όχι μόνο δεν λαμβάνει τα υποσχεθέντα αλλά υποχρεώνεται ως κοινωνία να πληρώσει σπασμένα δικά της και των πολιτικών της ‘πατέρων’ δεκαετιών - να πληρώσει τα σπασμένα αυτής της σπασμένης, αλλοτριωμένης σχέσης με την πολιτική της ελίτ και τις κυβερνήσεις της -, γίνεται, όπως αναμενόταν, πυρ και μανία.
Ανίκανη, η κοινωνία αυτή, να συγκροτηθεί έστω και τώρα, έστω και την ύστατη στιγμή, στοιχειωδώς σαν κοινωνία σκεπτόμενων και όχι φιλοτομαριστών πολιτών οργανωμένων σε συντεχνίες και συνδικαλιστικές φατρίες, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στο χάος. Απόστρατοι, φοιτητές, υπάλληλοι υπουργείων, ταξιτζήδες, εργαζόμενοι σε μέσα μεταφοράς, φορτηγατζήδες, εφοριακοί και πολλοί άλλοι ενωμένοι σαν μια ασυνάρτητη, αλλά αποφασισμένη πελατειακή γροθιά, διεκδικούν τα ‘κεκτημένα τους’. Και θα συνεχίσουν να τα διεκδικούν ακόμα και μετά την ολική κατάρρευση του κράτους από το οποίο όλα αυτά τα χρόνια ψώνιζαν. Εκτός αν τους προλάβουν οι ‘γαλλογερμανοί υπαλληλίσκοι’, όπως τους λέει και ο Βοστωνέζος φίλος, που για εντελώς δικούς τους λόγους προστασίας από το ελληνικό ναυάγιο θα φροντίσουν να γίνουν όλα καθαρά και τακτοποιημένα. Με μια μικρή, τοσοδούλα απώλεια: η Ελλάδα να χάσει την εθνική της κυριαρχία. Και να γίνει ένα προτεκτοράτο των ‘μεγάλων’ της ΕΕ μέσα στην ίδια την ΕΕ, ένας ακόμη πονοκέφαλος για κάποιους ήδη πονοκεφαλιασμένους Ευρωπαίους γραφειοκράτες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)