31 Δεκ 2012

12+1 ευχές

Δώδεκα συν μια ευχές (ή συμβουλές;) για τη χρονιά που μπαίνει:

     1.       Να χαμογελάτε ακόμα και στους πολλούς κατηφείς,  σκυθρωπούς, μουτρωμένους εκεί έξω. Δεν θα σας ανταποδώσουν το χαμόγελο ούτε καν σήμερα παραμονή του νέου χρόνου αλλά μπορεί, σπίτι τους, να θυμηθούν αυτόν τον άνθρωπο που χαμογελούσε και να ζεσταθεί λιγάκι το μέσα τους. Κι αυτό το λιγάκι είναι όχι
«όλα τα λεφτά» που λέγανε την εποχή του (πολύ) χρήματος. Είναι όλη η καρδιά που χαμογελά στην υποψία, έστω, ανθρωπινότητας που μπορεί να αντέχει στην παγωνιά της κρίσης.

2.       Μη μετράτε τα λεφτά σας, ξοδέψτε και όταν δεν έχετε πια κάτι θα σκεφτείτε, που ίσως και να σας βγάλει από τη δύσκολη θέση στην οποία οι περισσότεροι μόνοι μας χωθήκαμε. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μετράμε τιμές. Και πολύ μεγάλη για να την περάσουμε έτσι.

3.       Αν κάποιος σας στεναχωρήσει στο ίντερνετ, στην ουρά του σούπερ μάρκετ, στο δρόμο, κρατηθείτε.  Θα δείτε ότι, ω τι έκπληξη, αν δε θυμώσετε μπορεί κι αυτός ν’ αλλάξει στάση. Και όλο το σκηνικό αναίτιας σύγκρουσης και ξεσπάσματος που είχε στηθεί να καταρρεύσει και να δώσει τη θέση του σε κάτι αναπάντεχο, που ακόμα δεν έχετε ζήσει.

4.       Αφήστε τα παιδιά να σας παρασύρουν. Τα δικά τους Χριστούγεννα είναι τα ορίτζιναλ, τα δικά μας, των μεγάλων, «μαϊμούδες».

5.       Αν τα πράγματα με το έμπα της νέας χρονιάς γίνουν ακόμα πιο δύσκολα κάντε κάτι που θα σας δώσει ευχαρίστηση και δεν κοστίζει τίποτα. Όπως μια ζεστή καλοσυνάτη κουβέντα ή χειρονομία σε έναν άνθρωπο που μπορεί να περιμένει. Ξέρετε εσείς.

6.       Μη βλέπετε ειδήσεις και τηλεόραση.

7.       Όλοι έχουν ανάγκη αυτές τις μέρες μια ευχή, ακόμα και ο γείτονας με τον οποίο δε μιλάτε χρόνια. Απλά ντρέπονται να το πουν ή να το δείξουν. Κάντε το πρώτο βήμα, ποτέ δεν πάει χαμένο.

8.       Μη μπαίνετε στο ίντερνετ αν είναι για να μιλήσετε με ανθρώπους. Προτιμήστε τη ζωντανή επαφή ακόμα κι αν δεν έχετε βρει τους τέλειους. Τέλειοι δεν υπάρχουν.

9.       Με την καινούργια χρονιά δοκιμάστε να κάνετε κάτι που δεν έχετε ξανακάνει ή να αφήσετε να σας τύχει κάτι που δεν σας έχει ξανατύχει. Θα εκπλαγείτε ευχάριστα από τον πλούτο εμπειριών που περιμένει, ιδίως σε μικρές γωνιές της καθημερινής ζωής που τις προσπερνούσατε αδιάφορα.

10.   Να τραγουδάτε πιο συχνά.

11.   Να ακούτε περισσότερο και βαθύτερα. Θα εκπλαγείτε από το πόσοι άνθρωποι θα σας εκτιμήσουν και θα σας αναζητήσουν όταν θα χρειαστεί. Όπως κι εσείς αυτούς.

12.   Να απολαμβάνετε την κάθε δυσκολία που σας έρχεται. Όσο περισσότερο το κάνετε, τόσο πιθανότερο είναι να ακολουθήσει κάτι που πραγματικά θα σας αποζημιώσει.

13.   Καλή χρονιά! Κι αν δεν κάνετε τίποτα από τα παραπάνω, μπορεί να σας συμβεί από μόνο του!

20 Δεκ 2012

Περί "πολιτικής βίας"

Αυτές τις μέρες ακούει κανείς όλο και πιο πολύ, ιδίως μετά την εκρηκτική δημοσκοπική και όχι μόνο άνοδο της Χρυσής Αυγής, τη φράση «πολιτική βία». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαινόμενα βίας στα οποία εμπλέκονται μέλη πολιτικών κομμάτων ή ομάδων. Και καθιστά επιτακτικό να έρθει, κάποιος, να κρούσει έναν κώδωνα κινδύνου. Καθότι «πολιτική βία» δεν υπάρχει.

Υπάρχει πολιτική. Και υπάρχει βία. Όταν εκλείπει η πρώτη και βασιλεύει η δεύτερη, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον καιρό αυτό της προχωρημένης πλέον κρίσης και του πολιτικοκοινωνικού χάους, μπορούμε να βαφτίσουμε «πολιτική» τη βία που όλο και εξαπλώνεται για να χρυσώσουμε το χάπι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να σταθεί αυτό το οξύμωρο σχήμα. Η πολιτική αποτελεί μια δραστηριότητα που στηρίζεται και υπάρχει μέσα από το δημόσιο λόγο και διάλογο, την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων γύρω από τα κοινά. Και σηματοδοτεί την αλματώδη εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών από την προπολιτική κατάσταση ζούγκλας, πολέμου όλων εναντίον όλων, στην οποία βρίσκονταν πριν οργανωθούν πολιτικά, σε πόλεις-κράτη, αυτοκρατορίες και αργότερα έθνη-κράτη - σε κοινωνίες, δηλαδή, που να μπορούν να ονομαστούν πολιτισμένες. Εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια, από τις πρώτες πόλεις-κράτη της Μεσοποταμίας και τους πρώτους βασιλιάδες της ανθρώπινης ιστορίας, από τις παλαιότερες, στοιχειώδεις μορφές πολιτικής οργάνωσης με μια κεντρική κρατική εξουσία η οποία διέθετε το μονοπώλιο της νόμιμης άσκησης βίας, κάθε άλλη βία θεωρείται οπισθοδρόμηση σε μια προηγούμενη κατάσταση απάνθρωπης ζούγκλας, όπως περιγράφηκε πιο πριν.

Αυτά όλα, μέχρι την Ελλάδα του 2012 μ.Χ. Όπου διάφοροι έγκριτοι αρθρογράφοι, πολιτικοί αναλυτές, κομματικοί αξιωματούχοι, τηλεδημοσιογράφοι μιλάνε, με στόμφο και όχι χωρίς κάποιο καμάρι για τη νέα τους ανακάλυψη, για την «πολιτική βία» γύρω μας. Αναιρώντας, με μια τόση δα φρασούλα, χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας και πολιτισμού. Αρνούμενοι, στη δίνη καταιγιστικών γεγονότων, σαρωτικών, απειλητικών ανατροπών και της μεγαλειώδους κατάρρευσης ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, να δεχτούν ότι το να παίζουν ξύλο μέλη της Χρυσής Αυγής με «αντιεξουσιαστές» αποτελεί βία, κρετινισμό ή ό, τι άλλο θέλουμε, αλλά με τίποτα «πολιτική βία».

Το ότι το πολιτικό μας σύστημα καταρρέει τόσο άσχημα που αφήνει περιθώρια σε μορφώματα όπως η Χρυσή Αυγή να τρυπώσουν στο ισοπεδωμένο, ερειπωμένο σκηνικό για να υψώσουν το μισαλλόδοξο ανάστημά τους, αλλά και σε άλλα κόμματα να δείξουν το ασχημότερό τους πρόσωπο, δε σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε μια ακόμη μεγαλύτερη ήττα. Ότι πρέπει να σκύψουμε τα κεφάλια και να επιστρέψουμε νικημένοι στη ζούγκλα, βαφτίζοντας τα χαμηλότερά μας ένστικτα, τους τραμπουκισμούς, τις βιαιότητες «πολιτικά», προκειμένου να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα, να τετραγωνίσουμε τον κύκλο. Αν θέλουμε η πολιτική να επιβιώσει – και πρέπει να επιβιώσει – από αυτή την ανελέητη κρίση, καλό θα ήταν να την ξεκολλήσουμε από τη βία, όσο είναι καιρός. Πριν να ναι πολύ αργά.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

17 Δεκ 2012

Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα; Ιλαρότητα

Από το 1949 μέχρι το 1965, στο Παρίσι, ο μεγάλος διανοητής Κορνήλιος Καστοριάδης μαζί με μια ομώνυμη ομάδα εξέδιδαν το περιοδικό Socialisme ou Barbarie, Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα στα ελληνικά. Περιοδικό που είχε μεταξύ άλλων και τη δική του, ιδιαίτερη επιρροή στον περίφημο Μάη του ’68 και τον πρωταγωνιστή του, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ. Και που, με το πέρασμα των χρόνων, καλύφθηκε από έναν μανδύα μύθου.   

Αυτά τότε. Σήμερα και για την ακρίβεια πριν λίγα χρόνια, τα επικοινωνιακά επιτελεία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων ξέθαψαν το περίφημο δίλημμα για προφανείς προεκλογικούς, εντυπωσιοθηρικούς λόγους. Ξεχνώντας ή, το πιθανότερο, αγνοώντας ότι το 1989 ο Κορνήλιος Καστοριάδης ερωτηθείς σχετικά είπε, χαρακτηριστικά, ότι στην Ελλάδα είχε γελοιοποιηθεί και ο σοσιαλισμός και η βαρβαρότητα. Πίστευε ότι η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε μια κατάσταση όπως έλεγε ο ίδιος προπολιτική, καθώς δεν είχε καταφέρει να συγκροτηθεί ως πραγματική πολιτική κοινωνία, όπου να μπορεί κανείς να μιλήσει για πολιτική με την αυστηρή και όχι ευτελή έννοια της λέξης, για πραγματική ανταλλαγή πολιτικών απόψεων ή ιδεών. Και μιλούσε για μια χώρα διαλυμένη από τη θριαμβευτική έλευση του καταναλωτικού καπιταλισμού που, μη βρίσκοντας αναχώματα, αντιστάσεις, κοινωνικές ή άλλες σταθερές να σταματήσουν ή να «χρωματίσουν», έστω, την επέλασή του, σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, φτάνοντάς τη στην κατάσταση που περίπου τη βρίσκουμε σήμερα. Μια πολιτισμική χωματερή ανθρώπων που αδυνατούν να «γυρίσουν» τα πράγματα που τους μειώνουν ή τους «μικραίνουν» γύρω τους, εγκλωβισμένοι σε ένα θεσμισμένο, αυστηρά νομοθετημένο χάος. Από το οποίο δεν βρίσκονται έξοδοι κινδύνου.
Χθες ένας, σύμφωνα με δηλώσεις του, σοσιαλιστής βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ έπεσε θύμα επίθεσης από την ακροδεξιά οργάνωση Χρυσή Αυγή. Και, αντί να αντιδράσει φωνάζοντας «βοήθεια», φώναζε «Στρατούλης, με χτυπάει η Χρυσή Αυγή». Αυτή η αναπόδραστα ιλαροτραγική σκηνή αποτυπώνει καλύτερα από όποιες άλλες διαπιστώσεις τη γελοιοποίηση που έχει υποστεί μέσα από πρόσωπα, νοοτροπίες, πολιτικά ή μάλλον παραπολιτικά ήθη και έθιμα, το δίπολο σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα  - αν θεωρήσουμε τον ένα εκπρόσωπο του σοσιαλισμού και τους άλλους της βαρβαρότητας - στη χώρα που γέννησε τον ίδιο τον Καστοριάδη (γεννηθείς στην Κωνσταντινούπολη αλλά μεγαλωμένος στην Αθήνα). Ίσως επειδή, στη σημερινή Ελλάδα, ποτέ δεν τέθηκε τέτοιο δίλημμα. Ο αγώνας ήταν κερδισμένος από τον πρώτο γύρο από τη βαρβαρότητα, στις διάφορες εκφάνσεις της. Όπως μια από τις πιο προσφιλείς τελευταία: την ιλαρότητα.  

16 Δεκ 2012

Ήσυχος, χωρίς φίλους

Ανείπωτη τραγωδία στη χώρα της ελπίδας. Είκοσι παιδιά ηλικίας πέντε με δέκα ετών και επτά ενήλικοι νεκροί, σε δημοτικό σχολείο του Κονέκτικατ, σε ένα ακόμα αλλόκοτο, ασύλληπτο σε τραγικότητα συμβάν μαζικού αφανισμού νέων ψυχών. Δράστης, ένας 20χρονος. Ήσυχος, όπως τον περιγράφουν, αλλά χωρίς φίλους. Περιγραφή οικεία. Κάθε γειτονιά έχει έναν «ήσυχο, χωρίς φίλους» νεαρό. Μπορεί να τον δείτε καθισμένο σε ένα πεζούλι να παρατηρεί τον κόσμο που περνά, ή να περπατά σιγομιλώντας στον εαυτό του σε κάποιο δρομάκι. Εν ολίγοις, ήσυχοι χωρίς φίλους χιλιάδες, γύρω μας. Εκκωφαντική η σιγή στην κοινωνία μας από τις φωνές τους που λάμπουν δια της απουσίας τους, από τις σκέψεις τους, που κουτουλάνε η μια στην άλλη μπερδεμένες, συγχυσμένες. Τι άραγε κάνει την τεράστια διαφορά στη χώρα του μέλλοντος;

Μιλάμε για μια χώρα μοναδική στα παγκόσμια χρονικά. Γεννήθηκε κυριολεκτικά από το μηδέν, εφηύρε τον εαυτό της. Μια χώρα χωρίς παρελθόν, που ίσως γι’ αυτό, για να αντιπαρέλθει αυτό της το κενό, καλλιέργησε μια σχέση πάθους, φανατισμού, λατρείας, με το παρόν της. Και, βεβαίως, με το μέλλον, το οποίο πάντα κοιτούσε κατάματα, θαρραλέα, ανυπόμονα. Στη χώρα αυτή, εκατομμύρια άνθρωποι οπλοφορούν. Η οπλοφορία αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές, πιο εγγενείς, πιο προσδιοριστικές παραδόσεις της. Άλλωστε η ίδια οικοδομήθηκε πάνω στην ωμή, ανηλεή δύναμη των όπλων, στα άγρια χρόνια της «κατάκτησης της Δύσης», που όλοι έχουμε παρακολουθήσει γοητευμένοι στα γουέστερν. Αιμοδιψείς, απολίτιστοι Ινδιάνοι αφανίζονταν, σαν πλησίαζε η ώρα του happyend, από τους δυνατότερους, αλλά και πολιτισμένους λευκούς. Και εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Όταν ο ίδιος σου ο πολιτισμός στηρίζεται στα εξάσφαιρα κάποιων μακρινών πλην τιμημένων προγόνων, όταν έχεις εκπολιτιστεί πάνω τους και μέσω αυτών, έχεις ένα θέμα.

Αλλά δε φτάνει μόνο αυτή η προβληματική, σκοτεινή κοινωνική και ιστορική αφετηρία των ΗΠΑ, για να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Διότι όχι μόνο εκεί αλλά και στην σαφώς γηραιότερη και σοφότερη Ευρώπη έχουν, τα τελευταία χρόνια, παρατηρηθεί παρόμοια περιστατικά μαζικού αφανισμού παιδιών ή εφήβων. Οι αιτίες μπορούν να αναζητηθούν στην ολοένα μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των νέων ανθρώπων και του τι συμβαίνει γύρω τους. Εγκλωβισμένοι σε έναν μικρόκοσμο ηλεκτρονικών συσκευών που μοιάζουν ολοένα περισσότερο με παιχνίδια και τους κρατούν – όπως και πάρα πολλούς μεγαλύτερους – σε μια παρατεταμένη εφηβεία, βυθίζονται σε έναν μηδενιστικό κυνισμό, σαν άμυνα απέναντι σε μια κοινωνία που δεν την ξέρουν και δεν τους ξέρει – ή δε θέλει να τους ξέρει, γι’ αυτό και τους καταδικάζει σε μια ατελείωτη παιδική ηλικία.

Το χέρι που παίρνει έναν νεαρό «ήσυχο, χωρίς φίλους» και τον ρίχνει, πάνοπλο, σε ένα δημοτικό σχολείο για να σκοτώσει όσα περισσότερα παιδιά μπορεί, τα οποία αντιπροσωπεύουν το μέλλον μιας κοινωνίας που μισεί, που δεν τον ξέρει και δεν την ξέρει, εντοπίζεται ακριβώς εκεί: στο χάσμα μεταξύ του ίδιου και μιας αμερικανικής ή όποιας άλλης κοινωνίας τον θέλει έξω από τα πόδια της, ένα αιώνιο παιδί και όχι ενήλικα. Γιατί έξω από τα πόδια της; Επειδή οι σημερινές μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες, όπως πολύ χαρακτηριστικά οι οπλοφορούσες ΗΠΑ, βρίσκονται, απαλλαγμένες από ιδεολογίες ή άλλες ενοχλητικές συνιστώσες της νεοτερικότητας, σε έναν συνεχή, εναγώνιο αγώνα δρόμου για να φτάσουν κάθιδρες αλλά πρώτες στο μέλλον, το όποιο μέλλον περιμένει κάπου μετά, κάπου πιο πέρα, κάπου αλλού. Και, στην πορεία, πάνω στον πανικό τους, πάνω στο ποδοβολητό, εγκαταλείπουν τους ίδιους τους νέους τους – μέχρι οι πιο διαταραγμένοι απ’ αυτούς να τις εκδικηθούν, γι’ αυτόν τον φανατισμένο μαραθώνιο, σκοτώνοντας όσο περισσότερο από το μέλλον τους μπορούν – στο έλεος αμέτρητων gadgets, μιας αποχαλινωμένης τηλεόρασης, κάποιων εξίσου ανώριμων γονιών ή, απλώς, κάπου ήσυχα. Χωρίς φίλους.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

11 Δεκ 2012

Eπίφαση πολιτισμού

 
Kέντρο Πολιτισμού Θεσσαλονίκης. Ένα κλινικά νεκρό κτίριο στην Τούμπα δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ το οποίο εν αντιθέσει σφύζει από ποδοσφαιρική ζωή. Ένα Κέντρο Πολιτισμού που προφανώς έπρεπε να στηθεί εκεί που στήθηκε. Σαν απόδειξη ότι τα χ ή ψ κονδύλια, του χ ή ψ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, πήγαν εκεί που έπρεπε όταν θα έρθει η ώρα της λογοδοσίας.

Όσα χρόνια - και πλέον δεν είναι λίγα - στέκει εκεί σαν μια αμίλητη, υπερτροφική μακέτα, δεν έδωσε σημεία ζωής. Δεν έχει υπάρξει ούτε μια γνωστή, αξιομνημόνευτη εκδήλωση, δραστηριότητα, έκθεση, συναυλία, διοργάνωση που να μαρτυρά, να υπενθυμίζει, να πιστοποιεί έστω και στο ελάχιστο, για τα προσχήματα, την παρουσία του. Απλώς υπάρχει. Και φθείρεται, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο, παρατημένο. Τα βράδια, κάποια γράμματα αρνούνται πλέον να ανάψουν. Τα δεντράκια που φυτεύτηκαν απ' έξω, απ' αυτά τα καθαρά διακοσμητικά που δεν κάνουν σκιά. Απλώς έπρεπε, και αυτά, να μπουν εκεί.

Η υποχρέωση, με άλλα λόγια, βγήκε. Το «έργο» έγινε. Τι άλλο να θελήσει κανείς; Σίγουρα όχι πολιτισμό. Αν μάλιστα αναζητήσει κανείς, ελλείψει πραγματικής, μια έστω διαδικτυακή παρουσία για το Κέντρο Πολιτισμού, ένα site του που να ενημερώνει για όσα μπορεί να γίνονται εκεί που, από κάποια σατανική σύμπτωση, έμειναν όλα αυτά τα χρόνια κρυφά, θα ματαιοπονήσει. Το μόνο που θα βρει, η ηλεκτρονική σελίδα της «Νομαρχίας Θεσσαλονίκης». Με Πρόεδρο του Κέντρου Πολιτισμού τον έκπτωτο Περιφερειάρχη Παναγιώτη Ψωμιάδη.

Ελλάδα, Δεκέμβρης 2012. Και ο πολιτισμός της. Είθε το 2013 να χαρίσει, επιτέλους, ζωή σε αυτό το μνημείο εγκατάλειψης και αδιαφορίας και να γίνει, από υπερμεγέθης μακέτα, πραγματικό κέντρο πολιτισμού.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

4 Δεκ 2012

H μεταρρύθμιση που δεν γίνεται

Δυο χρόνια πριν, ο Γιάννης Μπουτάρης εκλεγόταν δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Στο πρόσωπό του πολλοί είδαν τον θρίαμβο, επιτέλους, σε αυτό τον σκληροτράχηλο τόπο, του καινούργιου, του διαφορετικού, του ελπιδοφόρου απέναντι στις γνωστές δυνάμεις που ευθύνονται για την οπισθοδρόμηση της χώρας εν τω συνόλω της. Η νίκη ήταν νίκη ενάντια στην αλαζονεία του κατεστημένου, μια αλαζονεία που ενσαρκώθηκε αποκαλυπτικά στη δήλωση του αυστηρού, αυταρχικού μητροπολίτη της πόλης ότι όσο ζούσε, δημαρχιακό αξίωμα ο Μπουτάρης δεν θα αποκτούσε.

Η συνέχεια, άκρως διαφωτιστική για όποιον αναρωτιέται τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε. Ή γιατί αποτυγχάνουν εν τη γενέσει τους οι μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη χώρα τόσο σε τοπικό, αυτοδιοικητικό επίπεδο όσο και συνολικότερα. Ερώτημα αν μη τι άλλο επίκαιρο, μια και απ’ αυτό κρίνεται κυριολεκτικά η επιβίωσή της σε αυτή την απίθανα δύσκολη συγκυρία. Όποτε ο νεοεκλεγείς δήμαρχος προσπάθησε να κάνει πράξη τα πιστεύω του για τα οποία εκλέχτηκε, έπεφτε πάνω σε τοίχο: τις παλιές καραβάνες συνδικαλιστές στο δήμο που τον περίμεναν και περιμένουν σε κάθε γωνιά για «συμβολικές καταλήψεις» και τραμπουκισμούς, ακόμα και εντός των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου. Ή το υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης που αγνοώντας τον επιδεικτικά διοργάνωσε τις δικές του αναμνηστικές φιέστες με στολές (και νοοτροπίες) εποχής στην πόλη, με την επέτειο των 100 χρόνων από την απελευθέρωσή της. Ή τον Μίκη Θεοδωράκη, το ΚΚΕ και άλλους λαϊκούς ταγούς που επέμειναν και κέρδισαν, παρά τις αντιρρήσεις του, να χρησιμοποιήσουν την κεντρική πλατεία της πόλης για δικούς τους σκοπούς.

Αντιθέτως, όταν ο νεοεκλεγείς δήμαρχος θέλησε να μιλήσει για τα πιστεύω του και όχι να τα κάνει πράξη, ο τοίχος απεδείχθη μαλακότερος. Ίσως επειδή Καμπουράκης και Οικονομέας στο μεγάλο κανάλι πάντα θα θέλουν κάποιον «γραφικό», κάποιον «διαφορετικό» για να παίξει λεκτικό πινγκ-πονγκ με τους καλεσμένους τους, να κάνει έξω φρενών τον Άδωνη Γεωργιάδη, να ταράξει τα πρωινά, χουζουρλίδικα τηλεοπτικά νερά – χάριν, πάντα, της τηλεθέασης και του να έρθει κόσμος στο τηλετσίρκο. Αλλά και στα δελτία ειδήσεων, πρέπει να σπάσει η μονοτονία με κάτι πραγματικά καινούργιο, ένα θέαμα κάπως πιο προχωρημένο, αλλιώτικο βρε αδερφέ. Εξ ου και τον καλούν για να πει πράγματα που θα κάνουν τις νοικοκυρές και τους νοικοκύρηδες που παρακολουθούν να γουρλώσουν τα μάτια, έχοντας ήδη κατηγοριοποιήσει τον δήμαρχο ως «αυτός ο περίεργος με το σκουλαρίκι» ή έχοντάς τον στριμώξει σε κάποιο ανάλογο κουτάκι προκειμένου να πάνε παρακάτω αμέριμνοι. Ο τηλεοπτικός τοίχος απεδείχθη ανεκτικότερος επειδή όλοι τους ξέρουν ότι στην Ελλάδα τα λόγια χτίζουν ανώγεια και κατώγεια, ότι μπορεί να ακουστούν σε ντοκιμαντέρ, αποκαλυπτικά ρεπορτάζ, δελτία ειδήσεων, τα πιο εξωφρενικά, ανατρεπτικά, πρωτοποριακά πράγματα αλλά δεν θα έχουν την ισχύ να επηρεάσουν στο παραμικρό την περιρρέουσα ελληνική πραγματικότητα. Γιατί αυτή, όπως κάθε πραγματικότητα, αλλάζει με πράξεις. Όχι με λόγια.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο προσπάθησε ο Γιάννης Μπουτάρης. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να του καταλογίσει ότι απέτυχε. Μπορεί όμως να του καταλογιστεί ότι εν αγνοία του παίζει τον ρόλο του «τρελού του χωριού» στα τηλεοπτικά σόου που λέγονται δελτία ειδήσεων ή «ενημερωτικές εκπομπές». Αλλά, αν το καλοσκεφτούμε, ούτε και γι’ αυτό φταίει. Γιατί δεν είναι αυτός «τρελός». Απλώς όλοι οι υπόλοιποι επιμένουν να ζουν σε ένα παρελθόν που περνιέται για παρόν. Και εκεί, ακριβώς, εντοπίζεται το μεγάλο στοίχημα κάθε μεταρρυθμιστικής απόπειρας στη χώρα: στο να αναστραφεί το βέλος του χρόνου. Να συνειδητοποιηθεί, από ένα όσο γίνεται μεγαλύτερο και κρισιμότερο κομμάτι του πληθυσμού, ότι δεν ζουν όλοι οι άλλοι, οι εκτός συνόρων, σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Απλώς οι εντός συνόρων επιλέξαμε να κουρνιάσουμε σε ένα φιλόξενο παρελθόν στο οποίο βρήκαμε μια ζεστή, βολική φωλιά για να αντιμετωπίσουμε τον δύσκολο, αμείλικτο αντίπαλο που λέγεται 21ος αιώνας. Και στο χέρι μας είναι να ανασκουμπωθούμε. Για να καταστήσουμε «γραφικούς» τους πραγματικά γραφικούς. Και όχι όσους ξεγλιστρούν από τη φωλιά. Γιατί αυτό, τουλάχιστον, το πέτυχε ο Μπουτάρης. Να κάνει τη φωλιά κάπως πιο ορατή…

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

3 Δεκ 2012

Για την επανεφεύρεση της συλλογικότητας

Δεκέμβριος 2012. Στα βαθιά της κρίσης: κρίσης οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής. Αυτό που χρειάζεται στη χώρα αυτή τη στιγμή τουλάχιστον πολιτικά; Η επανεφεύρεση της συλλογικότητας. Η οποία μπορεί και πρέπει να έρθει στο πολιτικό σκηνικό μέσα από καινούργια κόμματα ή κινήσεις πολιτών. Αλλά, δυστυχώς, τα νέα κόμματα αποδεικνύονται (όπως και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ όταν ξεκίνησαν) κόμματα αρχηγών. Και όχι στελεχών. Η Δημιουργία Ξανά είναι «το κόμμα του Τζήμερου».  Η Δράση, «το κόμμα του Μάνου». Ακόμα και η Φιλελεύθερη Συμμαχία, που ξεκίνησε σαν ένα πολυπρόσωπο κόμμα νέων μάλιστα προσώπων, κατέληξε, με το που στράφηκε στον Γρηγόρη Βαλλιανάτο, «το κόμμα του Βαλλιανάτου».

Αλλά ένα ακόμα αρχηγικό κόμμα ούτε παρόν ούτε και μέλλον έχει στη σημερινή Ελλάδα. Γιατί; Διότι δεν μπορεί να εκπροσωπείται στον δημόσιο λόγο του από έναν και μόνο «πεφωτισμένο» ηγέτη, δεν μπορεί να στηρίζεται  για τη δημόσια παρουσία του σε ένα μόνο πρόσωπο. Ούτε και μπορεί να περιμένει εκλογική επιτυχία με ψηφοδέλτια που θα περιλαμβάνουν άγνωστα, στους ψηφοφόρους του, πρόσωπα. Γιατί όμως τα νέα αυτά κόμματα, που απέτυχαν να εκμεταλλευτούν στις τελευταίες εκλογές την αποσύνθεση των παλιών για να δουν τα ποσοστά τους να ανεβαίνουν και να μπουν στη Βουλή, δεν έχουν στελέχη να τα προβάλουν; Γιατί στηρίζονται σε απελπιστικό βαθμό στο πρόσωπο του αρχηγού που θα μπορούσε να αναφωνήσει θριαμβευτικά, παραφράζοντας τον Λουδοβίκο ΙΔ’ της Γαλλίας, «το κόμμα είμαι εγώ»;  Ίσως διότι τους λείπει ένα ξεκάθαρο, που να μπορεί να περάσει δυνατά και αποτελεσματικά – δηλαδή με απτά αποτελέσματα – στην κοινωνία, ιδεολογικό στίγμα. Αλλά και η πολιτική σκέψη, που λάμπει δια της απουσίας της.
Και, αλήθεια, ποια ιδεολογία έχουν να παρουσιάσουν και να αντιτάξουν στον κυρίαρχο παγκοσμίως κερδοσκοπικό φονταμενταλισμό των αγορών τα νεόκοπα αρχηγικά μας κόμματα; Εν πολλοίς την «ιδεολογία» της μεταρρύθμισης, του εκσυγχρονισμού, των δομικών, ριζικών  αλλαγών που χρειάζεται η Ελλάδα. Πράγματα χιλιοειπωμένα, που ακούει κανείς και από τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ και που οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «ιδεολογία», ούτε να βοηθήσουν να ξεχωρίσεις την ήρα απ’ το στάρι. Αν θέλουμε να επανεφευρεθεί όχι μόνο η συλλογικότητα αλλά και η πολιτική στην Ελλάδα, απαιτείται μια επανεφεύρεση των ιδεολογιών, μετά το άδοξο τέλος τους τον προηγούμενο αιώνα με την πτώση του Τείχους και την επικράτηση μιας ισοπεδωτικής ιδεολογίας – κατ’ ουσίαν μιας μη ιδεολογίας, ενός ιδεολογικού κενού – που θέλει την παγκόσμια οικονομία να μεταμορφώνεται σε καζίνο. Κάτι που δεν θα γίνει, στην Ελλάδα τουλάχιστον, με μια ακόμα φουρνιά αρχηγικών κομμάτων χωρίς στελέχη, χωρίς ιδεολογικό στίγμα, χωρίς συλλογικότητα.

1 Δεκ 2012

Όταν το όνειρο γίνεται εφιάλτης

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Γνωστό το ατελείωτο σήριαλ του "σκουπιδοπόλεμου" που μαίνεται εκεί, με την απεργία των υπαλλήλων στην καθαριότητά του, τους ξυλοδαρμούς όσων επιχείρησαν εθελοντικά να βάλουν μια τάξη, την κατάληψη του κτιρίου της Πρυτανείας. Μια κατάληψη που έληξε χθες με παρέμβαση της αστυνομίας αλλά που επίσης χθες ξαναξεκίνησε. Εξοργισμένοι οι καινούργιοι καταληψίες από την παρέμβαση της αστυνομίας που τερμάτισε άδοξα την προηγούμενη κατάληψη, τολμώντας "θρασύτατα" να οδηγήσει τους προηγούμενους καταληψίες στη Δικαιοσύνη, ανακατέλαβαν το κτίριο Διοίκησης του ΑΠΘ.
 
Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα σφαιρικά, ο Πρύτανης κατηγορείται ότι επίτηδες δεν πληρώνονται οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα και ότι ο ίδιος, μάλιστα, τους παρακίνησε σε κινητοποιήσεις, για να λάβει το ΑΠΘ επιπλέον χρήματα από το υπουργείο Παιδείας, λόγω του ότι ο προϋπολογισμός του ναυάγησε εξαιτίας κακοδιαχείρισης. Όταν είδε, σύμφωνα με τις κατηγορίες, ότι οι κινητοποιήσεις δεν έβγαζαν κάπου, προσπάθησε να τις "μαζέψει", αλλά όπως φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού ήταν πλέον αργά. Σοβαρότατη καταγγελία που έγινε όχι από κάποιον θυμωμένο εργαζόμενο αλλά τον ίδιο τον πρόεδρο του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης (ΕΚΘ), η οποία σε οιαδήποτε άλλη (σοβαρή) χώρα θα είχε γίνει ψύχραιμα και υπεύθυνα σε αρμόδια πολιτειακή αρχή, με στοιχεία και αποδείξεις, προκειμένου να διερευνηθεί.

Χωρίς παρατράγουδα και το σύνηθες τσίρκο του παραλόγου: καταλήψεις, σκουπιδοπόλεμο, ύβρεις, τραμπουκισμούς και άλλα που δυστυχώς περιγράφουν τον νεοέλληνα στις χαμηλότερες στιγμές του, που όλο και συχνότερα βλέπουμε σε αυτούς τους φορτισμένους καιρούς. Και χωρίς να καταντά ο χώρος ενός πανεπιστημίου, χώρος παραγωγής και μετάδοσης γνώσης και ιδεών, πεδίο μαχών αντίπαλων στρατών, με τα χυδαιότερα μέσα. Μαχών, αντιπαραθέσεων όχι με ουσιαστικά επιχειρήματα όπως θα ήταν μια τεκμηριωμένη καταγγελία αν ισχύουν όσα υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΕΚΘ, αλλά με ιαχές, γροθιές, βουνά σκουπιδιών στις πλάτες του άμαχου πληθυσμού: κυρίως φοιτητών και καθηγητών που παρακολουθούν, ιδίως οι φοιτητές, το όνειρό τους που λεγόταν "πανεπιστήμιο" να παίρνει διαστάσεις εφιάλτη.