
Θυμάμαι το βράδυ που σκοτώθηκε ο μικρός Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Βλέποντας την είδηση, σκέφτηκα, "ωχ όχι". Τη λύπη για τον τόσο τραγικό χαμό ενός εφήβου συνόδευσε κατευθείαν η σκέψη για το τι θα επακολουθούσε - και επακολούθησε. Γιατί όπως και σήμερα, έτσι και τότε η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο. Όλοι εναντίον όλων. Με την αστυνομία στη μέση, σαν μαγιά για "επαναστατικές" ζυμώσεις. Και ήταν σαν να σκοτώθηκε ένας ανήλικος από τη μια μαχόμενη πλευρά παρότι το παιδί δεν ανήκε σε καμία πλευρά, σε καμία παράταξη, σε κανένα κόμμα. Αλλά το έκαναν, μετά θάνατον, να ανήκει.
Μια κοινωνία της υπερβολής μετέτρεψε, παρασυρμένη όπως πάντα από το θυμικό της, ένα νεκρό παιδί σε σύμβολο "αντίστασης" σε μια θεωρούμενη ως αδίστακτη αστυνομοκρατία που στα ματωμένα της χέρια βρίσκουν το θάνατο αθώοι έφηβοι και η οποία έπρεπε να αποτελεί, εφεξής, αντίπαλο κάθε γυμνασιόπαιδου ή λυκειόπαιδου. Η ίδια κοινωνία που τέσσερα χρόνια μετά δηλώνει σοκαρισμένη από το ίδιο της το έργο, από τα νέα αυτά παιδιά που μεγάλωσαν διαδηλώνοντας κάθε χρόνο για τον "ήρωά" τους που έπεσε στη μάχη με το κατεστημένο, που μπορεί να 'ναι και οι εργαζόμενοι στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο ενός χωριού της Κοζάνης. Μια ανισόρροπη, ζαλισμένη κοινωνία που αφού ανέδειξε, χωρίς να σταθεί στιγμή να αναλογιστεί τι κάνει, τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο σε κεντρική μορφή ενός ανύπαρκτου μέχρι τότε "επαναστατικού κινήματος" οργισμένων 15χρονων, ρίχνει στον λάκκο των λεόντων τον τρομοκράτη πλέον φίλο του.