29 Απρ 2015

Σαν πας στην Καλαμάτα

Πριν λίγες μέρες βρέθηκα για μια ευχάριστη περίσταση στην Καλαμάτα. Και έκανα το λάθος, ένα βράδυ που δοκίμαζα νοστιμότατες τοπικές γεύσεις ("γουρνοπούλα" και άλλα τέτοια εδέσματα) να ανοίξω πολιτική συζήτηση με τους συμπαθέστατους οικοδεσπότες-συνδαιτυμόνες μου. Οι οποίοι, χωρίς να απωλέσουν λεπτό τα χαμόγελά τους, μου μιλούσαν ενθουσιώδεις για τη χρυσή πενταετία Καραμανλή που ανέλαβε τα ηνία της χώρας μετά τον σατανικό Σημίτη και πριν τον γιο του Βελζεβούλ ΓΑΠ που γκρέμισε ό, τι είχε οικοδομήσει ο προκάτοχός του και έβαλε τη χώρα στο ΔΝΤ, για τον προσηνή Σαμαρά που καταδέχεται στα πάτρια εδάφη της Μεσσηνίας να τον φωνάζουν μέχρι και "Αντώνη", για την "υστερική" Πρόεδρο της Βουλής που υπερασπίζεται τη Χρυσή Αυγή (κάποια στιγμή τους είπα ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί κατ' εμέ και καταρχάς ένα τοξικό παράγωγο του κληρονομημένου, αποτυχημένου πολιτικού συστήματος με πυλώνες τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αλλά όπως συνέβαινε καθ' όλη τη βραδιά κανείς δεν με πρόσεχε), για το γιο κάποιου υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ που κάτι έκανε κακό (δεν θυμάμαι τι ακριβώς γιατί εκείνη τη στιγμή προσγειωνόταν η ψητή γουρνοπούλα στο τραπέζι) αλλά από λεπτότητα οι βουλευτές της ΝΔ δεν αναφέρονται σε αυτό (πραγματικά, βουλευτές όπως ο Α.Γεωργιάδης φημίζονται για τους λεπτούς τους τρόπους), για το ότι κάθε άλλο παρά ακροδεξιά θα την έλεγε κανείς τη ΝΔ του Α.Σαμαρά (όταν μίλησα για το "μαύρο" στην ΕΡΤ ως μια ακροδεξιότατη πράξη φίμωσης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης πάλι κανείς δεν πρόσεχε) και άλλα τέτοια.

Ηθικόν δίδαγμα: μην ανοίγετε πολιτικές συζητήσεις στην ωραιότατη αυτή γη (γενέτειρα και πολλών πολιτικών μας) που γνωρίζουμε ως Πελοπόννησο. Και αν τις ανοίξετε κατά λάθος, μπουκωθείτε με τοπικές λιχουδιές μέχρι να ξεχάσετε όλους τους προβληματισμούς σας και πάτε, εν συνεχεία, νωρίς για ύπνο. Την επομένη, θα είστε φρέσκοι για το ταξίδι της επιστροφής.

5 Δεκ 2014

Νίκο Ρωμανέ είσαι λάθος

Βλέπω αρκετούς ανθρώπους γύρω μου, στα «social media» και αλλού, που θεωρούν, ψυχρά και αποστασιοποιημένα, με αφορμή την απεργία πείνας του για να σπουδάσει και όλα όσα γίνονται και συζητούνται γύρω απ’ αυτή, ότι ο Νίκος Ρωμανός είναι ένας άμυαλος νεαρός στην καλύτερη περίπτωση, ένας επικίνδυνος εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου στη χειρότερη, που έκανε λάθη και πρέπει να πληρώσει. Λένε πολλά περισσότερα, περιφερειακά, αλλά εκεί μπορεί να μαζευτεί το όλο argument - στα λάθη (του) που πρέπει να πληρωθούν. Λάθος είναι όταν φεύγεις και διαπιστώνεις ότι ξέχασες να πάρεις τα σκουπίδια. Ή όταν οδηγείς και μιλάς στο κινητό. Αλλά όταν στα 15 σου βγαίνεις μια βόλτα με τον κολλητό σου στα Εξάρχεια και καταλήγεις να ξεψυχάει στην αγκαλιά σου πυροβολημένος κατάστηθα, όχι, δεν έχεις κάνει κάτι λάθος. Όταν ζεις σε μια χώρα που αδυνατεί να σου απαντήσει στο ερώτημα γιατί έγινε αυτό, σε εσένα και όλους τους συνομηλίκους σου, πάλι δεν έχεις κάνει κάτι λάθος. Όταν βλέπεις από το 2008 μέχρι σήμερα τη χώρα αυτή να καταρρέει, να βυθίζεται σε ένα τέλμα ψεμάτων, υποκρισίας, να θυσιάζεται ένας ολόκληρος λαός και μαζί του η ίδια η δημοκρατία στο βωμό της «οικονομίας» και των «αγορών», όχι, ούτε εδώ έχεις κάνει κάποιο λάθος. Σε αυτό τον εξαγριωμένο καπιταλισμό του 21ου αιώνα θα πηγαίνεις αξύριστος και ρακένδυτος στην τράπεζα, μια από τις δεκάδες της χώρας, για να πληρώσεις σε έναν κουστουμαρισμένο, φρεσκοξυρισμένο υπάλληλο τα οφειλόμενα στο παραδομένο επί τεσσαρακονταετία στην κλεπτοκρατία και τη διαπλοκή με μεγαλοεπιχειρηματίες, καναλάρχες και δεν συμμαζεύεται ελληνικό κράτος. Και αν αυτό όλο δεν σου αρέσει, ε, είσαι λάθος. Και θα κάνεις λάθη. Λάθη που θα πληρώσεις, λάθη που όλοι οι υπόλοιποι νομοταγείς πολίτες, που σε κρίνουμε από το Facebook ή όπου αλλού, δεν κάνουμε. Που να σηκώνεσαι τώρα.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

21 Οκτ 2014

Νέα Υόρκη-Χανιά: ένα πολύ μεγάλο ταξίδι

Το δημοκρατικό πνεύμα που εμπνέει και κατευθύνει την αμερικανική ζωή και ιστορία δεν είναι δυσκολονόητο. Οι ιδέες στις οποίες αναλύεται μας είναι πολύ οικείες· ίσως μάλιστα να μας δίνουν και μιαν εντύπωση κοινοτοπίας. Συχνά, μέσα στις ευρωπαϊκές αναστατώσεις του 20ου αιώνα, μπορεί να φάνηκαν, σε πολλούς από μας, ξεπερασμένες ή ανεδαφικές. Η αξία τους δε βρίσκεται στην πρωτοτυπία, αλλά στο σφρίγος που τις γεμίζει στην Αμερική, στην αμάραντη νιότη που ζουν εκεί και που κάνει το κουρασμένο μυαλό του Ευρωπαίου να συλλογίζεται κάποτε ότι ίσως οι ιδέες να εξακολουθούν να έχουν δίκιο κι ίσως οι πραγματικότητες της σύγχρονης Ευρώπης να έχουν άδικο.

Αυτά τα λόγια του Γιώργου Θεοτοκά, μιας από τις λιγότερο προβεβλημένες αλλά αξιολογότατες μορφές της περίφημης γενιάς του ’30 από το Δοκίμιο για την Αμερική του που πρωτοεκδόθηκε, ύστερα από ένα ταξίδι του στις ΗΠΑ, το 1954 έρχονται στο νου ακούγοντας την ιστοριούλα γύρω από το «πάθημα» του Μπαράκ Ομπάμα πριν κανένα μήνα. Έτρωγε λέει σε ρεστοράν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του όταν ήρθε η στιγμή να πληρώσει αλλά η πιστωτική του κάρτα δεν έγινε δεκτή, επειδή πιθανότατα είχε καιρό να τη χρησιμοποιήσει. Απολογήθηκε στη σερβιτόρα και την κατάσταση έσωσε η Μισέλ, που πλήρωσε το λογαριασμό με τη δική της.

Η ιστοριούλα αυτή μπορεί να μην έχει όπως ακριβώς τη διηγήθηκε ο Ομπάμα, ποιος μπορεί άλλωστε να ξέρει. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Εκείνο που μετρά είναι το ηθικό της δίδαγμα: ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, όπως κάθε κρατικός αξιωματούχος δεν είναι, στα πλαίσια της αμερικανικής δημοκρατίας, παρά ένας απλός πολίτης με κάπως αυξημένες αρμοδιότητες κι ευθύνες. Αρμοδιότητες κι ευθύνες που δεν του απαγορεύουν, ίσα-ίσα επιβάλλουν, προκειμένου να μην πάρει η δημοκρατία που τον εξέλεξε στο πόστο του χαρακτηριστικά ολιγαρχικά, να συμπεριφέρεται όπως όλοι - και να του συμπεριφέρονται όπως σε όλους.

Πριν λίγες μέρες στα Χανιά, στο αεροδρόμιο της πόλης, ο Πάνος Καμμένος εκστόμισε βαριές ύβρεις εναντίον ενός υπαλλήλου ασφαλείας όταν ο ατυχής επιχείρησε να του κάνει σωματικό έλεγχο. Κάτι, που δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Οι κάθε είδους αξιωματούχοι αυτής της μικρής χώρας συμπεριφέρονται, δημοσίως, με τρόπο που θυμίζει περισσότερο μέλη βασιλικής οικογένειας παρά πολίτες. Πράγμα, που σε ξαναφέρνει στις σκέψεις του Θεοτοκά: η αξία των δημοκρατικών ιδεωδών δεν έγκειται στην πρωτοτυπία τους (και μπορεί, πραγματικά, να ακούγονται ξεπερασμένα ή και ανεδαφικά, ιδίως στη σημερινή οικονομοκρατούμενη Ευρώπη) αλλά στο κατά πόσον διατηρούνται ζωντανά. Ακόμα και στο αεροδρόμιο Χανίων λίγο πριν πετάξεις, την ώρα που συναγελάζεσαι με άλλους κοινούς θνητούς.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

Βεργίνα, όπως Βάρη

Βεργίνα. Κάπως έτσι ξεκινά η κατάδυση στους θησαυρούς που έφερε στο φως ένας σπάνιος άνθρωπος ονόματι Μανόλης Ανδρόνικος. Με το που καταδύεσαι, το σκοτάδι σε κυριαρχεί, σου επιβάλλεται, σε αφήνει με τους δικούς σου ρυθμούς, μακριά από το πάντα πιεστικό φως της μέρας να προσεγγίσεις τις φωτεινές βιτρίνες. Στεφάνια μυρτιάς ή βαλανιδιάς, λάρνακες, λουτήρες, χίλια δυο μικροαντικείμενα καθαρισμένα, τακτοποιημένα, με χαραγμένη ανεξίτηλα πάνω τους τη λεπτότητα ενός πολιτισμού που, κοντά δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά τη δύση του, σου ξετυλίγει μπροστά στα μάτια σου μια διαφορετική σχέση ανθρώπου-φύσης. Μια σχέση άλλη, όπου ο άνθρωπος δεν την κυριαρχεί, δεν της επιβάλλεται, δεν τη μπαζώνει. Αλλά τη φτιάχνει τέχνη, στολίζει μ' αυτή τους νεκρούς του για να τους επιστρέψει, ανθοστόλιστους, στη γη. Ενός πολιτισμού άλλου, που σε ξενίζει με τον τρόπο που κεντά το χρυσό, που ντύνει το χρόνο του. Αλλά, ταυτόχρονα, σε τραβά κοντά του - μέσα του.

Η ανάδυση, επίπονη. Πέρα απ’ το φως, που μετά την περιήγηση στα σκοτάδια της ιστορίας σε αιφνιδιάζει, βγαίνοντας σε περιμένει σχεδόν απέναντι απ’ την είσοδο κι η πρώτη οικογενειακή ταβέρνα. Παρακάτω, το σνακ-μπαρ. Κι ύστερα, ένα δάσος από χάρτινα τραπεζομάντηλα: σουβλάκια, μπιφτέκια στα κάρβουνα ζώνουν τους τάφους περιμένοντας τον επισκέπτη για να τον χορτάσουν. Εξαντλημένος από την περιήγηση στους αιώνες να πιει την κόκα κόλα του, να φάει ένα με απ’ όλα για να συνέλθει, να επιστρέψει στις στοργικές αγκάλες ενός σουβλατζίδικου πολιτισμού που ποτέ δεν τον άφησε νηστικό. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι κληρονόμοι - και όχι «απόγονοι», κληρονόμοι και μάλιστα καλοφαγάδες, όπως κάθε κληρονόμος που σέβεται τον εαυτό του - δεν χάνουν το χρόνο τους με ψιλολογήματα: πεινάνε. Στην Αμφίπολη, ακούω, άνοιξαν οι πρώτες καντίνες.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

9 Οκτ 2014

Ξενύχτια

Ελλάδα, 24 Ιουλίου 1974. Η δημοκρατία αποκαθίσταται ύστερα από την επταετία των Συνταγματαρχών. Επιστρέφει από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αναλαμβάνει να ξαναβάλει τη χώρα στο δρόμο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο κόσμος που στριμώχτηκε στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτεί, παραληρεί. Ανακούφιση, ενθουσιασμός, ελπίδες, θαυμασμός, όλα ανάμικτα σε ένα κοκτέιλ προσωπολατρίας και προσμονής καλύτερων ημερών.

Ελλάδα, 8 Οκτωβρίου 2014. Όλος αυτός ο καλοπροαίρετος κοσμάκης που παραληρούσε εκείνο το ζεστό, μεθυστικό καλοκαιριάτικο βράδυ για την επιστροφή του «εθνάρχη» και τη λύτρωση της Ελλάδας από μια επταετία φόβου και αβάσταχτης ανοησίας των βαθμοφόρων κυβερνώντων της δύσκολα θα φανταζόταν αυτό που συμβαίνει. Σαράντα χρόνια μετά την πτώση της Χούντας ο πρώην Γενικός Γραμματέας της Νεολαίας της Ε.Π.ΕΝ., του κόμματος που ίδρυσε μέσα από τη φυλακή ο έγκλειστος δικτάτορας, επικεφαλής της Χούντας των Συνταγματαρχών Γεώργιος Παπαδόπουλος, θα εμφανιστεί παράτυπα σε ρόλο πρωθυπουργού, μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Θα «πρωθυπουργεύσει», ανοίγοντας με την τοποθέτησή του τριήμερη συζήτηση για ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. 

Η Μεταπολίτευση, όπως τουλάχιστον την ήθελαν τα κλισέ είχε στόχο της την εδραίωση της δημοκρατίας στη χώρα, του δημοκρατικού φρονήματος στους πολίτες της. Τη γερή εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος απαλλαγμένου από σκιές του παρελθόντος, από εκλογές «βίας και νοθείας», αυταρχισμούς, ακρότητες, «πολιτική βία» που όλοι την καταδικάζουν απ’ όπου κι αν προέρχεται. Αίτημα αναντίρρητα δίκαιο για μια χώρα πολιτικά πολύπαθη, που στον μικρό της βίο της έλαχαν πολλές περισσότερες πολιτικές ατυχίες, παλινωδίες, τραγωδίες απ’ όσες της έπρεπαν. Και πιο επίκαιρο από ποτέ, σε μια παγκόσμια συγκυρία που η οικονομία έχει για τα καλά καπελώσει τη δημοκρατία, που οι πολιτικές αποφάσεις μετρούνται σε ευρώ. 

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 το πρωί εκείνης της ημέρας και ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 4. Και κάτι μου λέει ότι αυτή τη δημοκρατία την περιμένουν πολλά ξενύχτια ακόμα.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

19 Σεπ 2014

Εσύ πήρες iPhone 6;

Βλέπω φωτογραφίες με τις ουρές κατασκηνωτών που υπομονετικά, κάτω από τις δυσμενέστερες καιρικές συνθήκες, περιμένουν την έλευση του iPhone 6. Θα μπορούσε κανείς να πει όχι καταναλωτών, ούτε καν κατασκηνωτών, αλλά προσκυνητών. Γιατί πραγματικά, οι ουρές αυτές, με ανθρώπους ταλαιπωρημένους από τις κακουχίες της πολύωρης αναμονής, πεινασμένους, διψασμένους, θυμίζουν προσκυνητές άλλων εποχών που θα έδιναν ώρες, μέρες, μήνες από τη ζωή τους για να φτάσουν μέχρι το αντικείμενο της λατρείας τους: μια θαυματουργή εικόνα. Ή, στην περίπτωσή μας, ένα θαυματουργό κινητό.

Βλέποντας σκέφτομαι ότι για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, η έκδοση κάθε καινούργιου iPhone αποτελεί ένα καταναλωτικό γεγονός. Καταναλωτικό γεγονός: καινούργιες λέξεις για να περιγράψουν ένα πραγματικά πρωτόγνωρο φαινόμενο. Γιατί δεν νομίζω να υπήρξαν ποτέ άλλοτε καταναλωτικά γεγονότα πλανητικής κλίμακας. Ίσως όταν βγήκαν οι πρώτες τηλεοράσεις στον περασμένο αιώνα οι καταναλωτές να έκαναν ουρές για να αποκτήσουν μια. Όμως, το να σχηματίζονται ουρές όχι για ένα καινούργιο αγαθό αλλά για ένα καταναλωτικό προϊόν συγκεκριμένης μάρκας (όχι για την τηλεόραση, αλλά για μια τηλεόραση συγκεκριμένης μάρκας) αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο εντελώς άλλης τάξεως.

Ένα καταναλωτικό προϊόν η παρουσίαση του οποίου στους καταναλωτές αποκτά την αίγλη, ενδύεται τον μανδύα ενός γεγονότος, μιας είδησης. Σχεδόν ενός φυσικού φαινομένου, από τη στιγμή που ακούς ότι θα φτάσει σε κάθε χώρα του πλανήτη σε διαδοχικά κύματα σαν ένα καταναλωτικό τσουνάμι . Με όλα αυτά έρχονται στο νου και τα λόγια του Κορνήλιου Καστοριάδη, ότι ο πολίτης που έχει παγιδευτεί στο τέλμα της καταναλωτικής κοινωνίας πολύ δύσκολα θα μπορέσει να θεωρήσει ένα πλήθος άλλων δυνατοτήτων που ανοίγονται γύρω του και, ανάλογα τις δυνάμεις του, να αποφασίσει για το οτιδήποτε αν είναι έτσι και όχι αλλιώς. Το μόνο σίγουρο, ότι σε όσες ουρές κι αν στηθεί, όσες ώρες κι αν περιμένει στωικά κάτω από τη βροχή, κανείς δεν θα χαρίσει ούτε θα πουλήσει σ’ αυτό τον πολίτη τα κλειδιά που θα του ανοίξουν την πόρτα της εξόδου από το τέλμα αυτό. Μια καλή ιδέα ίσως θα ήταν μαζί με κάθε καινούργιο iPhone 6 να μοιραζόταν και ένα χαρτάκι με τα λόγια του μεγάλου διανοητή, θα άξιζε μόνο και μόνο για τα βλέμματα περιέργειας που θα αποσπούσε από τους ενθουσιασμένους για το καινούργιο τους απόκτημα καταναλωτές: «Το ότι δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς παραγωγή και κατανάλωση δεν σημαίνει ότι πρέπει ν’ αναγορεύσουμε αυτές τις δυο δραστηριότητες σε έσχατους σκοπούς της ανθρώπινης ύπαρξης.»*

*Η άνοδος της ασημαντότητας, Αθήνα, Ύψιλον 2000, σελ. 65

**γράφτηκε για την Parallaxi

5 Σεπ 2014

Στο πανηγύρι της Αμφίπολης

Σοβαρές ζημιές πιθανολογείται ότι έχουν προκληθεί στον θόλο του τάφου της Αμφίπολης, ίσως από μπουλντόζες(!) που επιστρατεύθηκαν για να απομακρυνθούν γρήγορα τα χώματα που τον σκέπαζαν. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει στα σίγουρα αλλά ο τάφος, παρότι βρίσκεται στην εξαιρετικά ευαίσθητη φάση της ανασκαφής του έχει δυστυχώς γίνει κάτι σαν το νούμερο ένα αξιοθέατο, ένα ιδιότυπο «προσκύνημα», για περίεργους πάσης φύσεως απ’ όλη τη χώρα.

Το εναρκτήριο λάκτισμα το έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός κάνοντας το δικό του ποδαρικό στον χώρο τον ανασκαφών παρότι το τελευταίο που θα έπρεπε να κάνει ο οιοσδήποτε πρωθυπουργός οιασδήποτε χώρας απέναντι σε μια τέτοιας βαρύτητας αρχαιολογική ανακάλυψη, που διατρέχει τους αιώνες πολύ πριν και πολύ μετά απ' αυτόν, θα ήταν να πάει επιτόπου για να δώσει δημοσιότητα στο γεγονός και να τραβήξει, όπως και έγινε, στους χώρους των ανασκαφών την προσοχή των media. Σε τέτοιου είδους δουλειές όσο λιγότεροι, όσο πιο ήσυχα, όσο πιο ήρεμα και χωρίς βιασύνες, τόσο καλύτερα. Και όταν με το καλό γίνει ό, τι είναι να γίνει και έρθουν στο φως τα όποια ευρήματα, μπορεί και ο πρωθυπουργός μας ή όποιος άλλος να κάνει το πολιτικό του παιχνίδι, αν τόσο πια καίγεται.

Ακούς όμως ότι υπουργοί επισκέπτονται τους χώρους των ανασκαφών μετά των… συζύγων τους και κάνουν φασαρία όταν δεν τους επιτρέπεται η είσοδος. Τα τηλεοπτικά κανάλια ακολουθούν τις ανασκαφικές εργασίες κατά πόδας έχοντας κι αυτά ανακαλύψει πεδίο δόξης λαμπρό, με διάφορους αρχαιογνώστες να κάνουν τις δικές τους εικασίες για τα μυστικά που επιμένουν να κρύβονται από τις τηλεοπτικές κάμερες. Οι διάφοροι εκδρομείς στην περιοχή έχουν κάνει τον τάφο σημείο «must see» και ρωτάνε τους ντόπιους πώς θα τον βρουν (αν δεν έχουν ήδη τοποθετηθεί κατατοπιστικές πινακίδες). Μέχρι και η δημοσιογράφος Άννα Παναγιωταρέα έκλεισε… πρώτο τραπέζι τάφο. Έχει κατασκηνώσει σε ένα μεγάλο πλαστικό τραπέζι στον χώρο της ανασκαφής, με μια ομπρέλα από πάνω για μην τη χτυπάει ο ήλιος και στέλνει τις ανταποκρίσεις της στο Facebook.

Όλα αυτά δυστυχώς συνθέτουν μια εικόνα αποκαρδιωτική. Μια χώρα σακατεμένη, που κρέμεται ολόκληρη από μια αρχαιολογική ανακάλυψη σαν για να βγει από το τέλμα της, με τους εθνοπατέρες της να δίνουν το σύνθημα και να ακολουθούν δημοσιογράφοι, τηλεοράσεις, ένας λαός ολόκληρος που σκύβει με περιέργεια πάνω από τους ανασκαφείς μην αφήνοντάς τους να κάνουν τη δουλειά τους. Οι αρχαίοι τάφοι, τελικά, αποκαλύπτουν πολλά όχι μόνο για τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχονται, αλλά και για τον πολιτισμό, την κοινωνία, που φέρνει στο φως τα μυστικά τους. Και τα ευρήματα από τη συγκεκριμένη ανακάλυψη δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά.

*γράφτηκε για την Parallaxi

21 Ιουλ 2014

Για τα 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στη ΝΕΡΙΤ

Υπάρχει αυτή η φράση, ότι η Ελλάδα είναι η χώρα του υπαρκτού σουρεαλισμού, παραλλαγή του πώς ήταν γνωστά τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πριν την πτώση του Τείχους. Η αλήθεια, από εκείνο τον Νοέμβρη του 1989 και δώθε, ο σοσιαλισμός, υπαρκτός ή μη, μπορεί να μη γνώρισε μεγάλες δόξες, αλλά ο σουρεαλισμός άπλωσε.

Μια το internet που έφερε τους ανθρώπους τόσο κοντά που δε χρειάζεται πια να βρεθούν από πραγματικά κοντά, μια οι ιδεολογίες του άλλοτε που πολτοποιήθηκαν κάτω από τόνους καταναλωτικών μπιχλιμπιδιών, σε σημείο η μόνη ιδεολογία που έμεινε ζωντανή να ’ναι αυτή του «ευ ζην» (στο πιο ποιητικό του, της καλοπέρασης στο λιγότερο κολακευτικό), μια η παντοκρατορία του «σέξι» ως αισθητικής επιταγής (ακάλυπτης), ήρθαν τα πάνω κάτω και τα κάτω, έπεσαν ακόμα παρακάτω. Στη δε μοντέρνα Ελλάδα, που πάντα βρισκόταν στην πρωτοπορία των καλλιτεχνικών ρευμάτων τέτοιου τύπου, όπως ο σουρεαλισμός, όπου η τέχνη του παραλόγου συναντά τη ζωή εκεί που περιμένεις ζωή σκέτη, γίνεται το έλα να δεις (αν θες να βλέπεις τέτοια).

Κατά σατανική σύμπτωση, αυτό το καλοκαίρι συμπληρώνονται και 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Και η ΝΕΡΙΤ κάνει ένα διήμερο αφιέρωμα. Στα 40 χρόνια (επαναλαμβάνουμε) από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η ΝΕΡΙΤ.

Όπως συνήθως συμβαίνει με τον σουρεαλισμό, δεν ξέρεις πώς να το εκλάβεις το έργο του καλλιτέχνη. Η πρώτη ματιά ξαφνιάζει. Βλέπεις πράγματα ασύνδετα μεταξύ τους. Δες έναν Dali ή έναν Magritte και θα καταλάβεις. Εν προκειμένω ένα κανάλι γέννημα-θρέμμα ενός μη δημοκρατικού καθεστώτος και μιας «πράξης νομοθετικού περιεχομένου» που έκλεισε εν μια νυκτί τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση, να διαφημίζει το διήμερο αφιέρωμά του, από το οποίο παρελαύνουν όλες οι γνωστές μορφές της 40ετούς αυτής δημοκρατίας, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (όχι αυτόν του Play Station, του θείου του) μέχρι τη Μελίνα Μερκούρη. Σαν να λέμε από την παλαιάς κοπής, μαυρόασπρη Δεξιά μέχρι την Technicolor πασοκική «Αλλαγή».

Ένα χαρακτηριστικό του σουρεαλισμού, ότι σε αφοπλίζει. Αδυνατείς να εντάξεις όσα βλέπεις μπροστά σου στα γνώριμά σου καλούπια. Και μένεις να κοιτάς, απορώντας. Κάπως όπως κοιτάς το αφιέρωμα της ΝΕΡΙΤ και πασχίζεις να καταλάβεις, τι στο καλό μπορεί να θέλει να σου πει ο καλλιτέχνης. Αν μη τι άλλο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήξερες τι είχες απέναντί σου. Αλλά και με τη Μελίνα Μερκούρη και την πασοκική λεγεώνα της «Αλλαγής», τα πράγματα τα είχες ολοκάθαρα μπροστά στα μάτια σου. Και έλεγες θα κάνω το ένα ή το άλλο, θα τραβήξω κατά κει ή θα πάω παραπέρα. Εδώ όμως τα πράγματα, τα νερά, βαθαίνουν. Μαυρίζουν. Όσο καλό κολύμπι κι αν ξέρεις, κάπου πελαγώνεις. Έχεις χάσει όχι μόνο το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια σου, έχει φύγει το οτιδήποτε. Ούτε καν μπορείς να δεις, από κάτω.  Υπάρχεις μόνο στον αφρό, στην επιφάνεια. Και μένεις να παρακολουθείς, τα τρέιλερ του αφιερώματος στα 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη ΝΕΡΙΤ ανάμεσα σε διαφημίσεις του «Πρώτου Θέματος». Στο αφιέρωμα, σου λέει το τρέιλερ, θα ακούσεις για τα ξερονήσια και τους πολιτικούς κρατούμενους. Και εύχεσαι, βλαστημώντας, να είχες κι εσύ ένα ρημάδι ξερονήσι να συρθείς πάνω του να ξαποστάσεις. Να βρεις τη στεριά σου.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

15 Ιουλ 2014

Η συκιά

Κάτω από τη σχεδόν εκατονταετή συκιά. Ήρθε μαζί με τον προπάππου τον δάσκαλο, την προγιαγιά και τη γιαγιά από τα απέναντι παράλια, μ' εκείνη την μεγάλη ανθρώπινη πλημμυρίδα του '22. Μάλλον μαζί δεν ήρθε αλλά φυτεύτηκε, μετά από πολύ λίγο, στον κήπο του μικρού πέτρινου σπιτιού, του μετέπειτα «εξοχικού» κάπου στην Εύβοια, στο μέρος που ξεβράστηκαν, για να το κάνουν πατρίδα. Μανία που την είχαν, να φυτεύουν αυτοί οι άνθρωποι! Γέμισαν τον κήπο δέντρα: λεμονιές, συκιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές, νεραντζιές, μια ελιά, μια βερικοκιά, ροδιά, χώρια οι τριανταφυλλιές που πάνε χρόνια, τώρα, που σταμάτησαν να μπουμπουκιάζουν. Σαν για να ριζώσουν οι ίδιοι, έσκαβαν τα χώματα κι έριχναν το σπόρο τους.

Που να φαντάζονταν, ότι κοντά ενενήντα και βάλε χρόνια μετά κάτω από τη μεγάλη τη συκιά που σαν κάνει Αύγουστο ακόμα χαρίζει, γεμάτη γλύκα, τα σύκα της, θα ξεφύτρωνε ένας περίεργος απόγονος. Που σε τίποτα δε χρησιμεύει, παρά μοναχά δανείζεται wi-fi από τη γειτόνισσα, μια μάντρα απόσταση, και κάθεται με ένα μίνι λάπτοπ σε ένα πλαστικό πτυσσόμενο τραπεζάκι που αρνείται να στεριώσει καλά πάνω στο χώμα. Και εδώ που τα λέμε, με το δίκιο του. «Μα δεν είναι γι' αυτές τις δουλειές ο κήπος, παιδάκι μου» θα 'λεγε η γιαγιά και θα 'πιανε με την τσουγκράνα να μαζέψει τα πεσμένα σύκα και να ισιώσει, να στρώσει τα τούβλινα μονοπατάκια που πήγαιναν φιδωτά στο κάθε δέντρο, για να κάνουν έναν κύκλο γύρω του που γέμιζε νερά σαν ερχόταν η ώρα του ποτίσματος.

Η γιαγιά όμως, δεν είναι πια εδώ. Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια που λείπει από τον κήπο. Τα τουβλάκια, όσα έμειναν από δαύτα, ατάκτως ερριμμένα κάτω από τη μεγάλη συκιά, σαν για να βρουν εκεί ένα τελευταίο καταφύγιο, πριν την οριστική εξαφάνιση. Η ίδια η συκιά χρόνο με το χρόνο όλο και χαμηλώνει, σαν κάτι να ψάχνει, ανήσυχη. Ίσως να βλέπει τον κήπο ασκούπιστο, ασυγύριστο, εν τη απουσία της γιαγιάς και να απορεί, τι να συνέβη.

* γράφτηκε για το thegreekcloud

12 Ιουλ 2014

Όχι, δεν είναι μόνο μπάλα

Θα πει κανείς ότι δεν μιλάμε παρά για είκοσι δυο παίκτες, μια μπάλα και δυο τέρματα. Μακάρι να ήταν έτσι. Αλλά πρόκειται - αν μιλάμε για το 7-1 της Γερμανίας επί της Βραζιλίας - για μια φτωχή χώρα, κόντρα σε μια οικονομική υπερδύναμη. Έντεκα παίκτες-αντιπρόσωποι μιας χώρας με χίλια δυο οικονομικά, κοινωνικά, ανθρωπιστικά προβλήματα κόντρα σε μια γιγάντια ποδοσφαιρική βιομηχανία που λέγεται Bayern Μονάχου, από την οποία προέρχεται η πλειονότητα της γερμανικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.

Μια μάχη άνιση, γιατί όπως σε όλα τα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή έτσι και στη μπάλα δεν φτάνει μονάχα το όποιο ταλέντο. Παρά την ψευδαίσθηση, στην οποία ίσως και να οφείλεται η ελκυστικότητα του ποδοσφαίρου στα πλήθη, ότι σε ένα γήπεδο όλα μπορούν να συμβούν. Έξω και πριν από το γήπεδο χρειάζεται χρήμα, απαιτούνται υποδομές, εγκαταστάσεις, ανέσεις κι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής που θα σου επιτρέψει και θα σε ενθαρρύνει να ξετυλίξεις τα όποια ταλέντα σου που οι Βραζιλιάνοι δεν διαθέτουν ούτε σαν ποδοσφαιριστές, ούτε βεβαίως σαν χώρα. Μια χώρα, που φιλοξένησε ένα Μουντιάλ το οποίο θα αφήσει την πολυεθνική που λέγεται FIFA ακόμα πλουσιότερη και τη διοργανώτρια Βραζιλία ακόμα πιο φτωχή και με περισσότερα ανθρωπιστικά προβλήματα, μαζί με μια εθνική κατάθλιψη για την ταπεινωτική ποδοσφαιρική ήττα από τους εκτελεστές τους Γερμανούς.

Τελικά, ίσως αυτό ακριβώς να ’ναι και το μεγάλο μυστικό, το μαγικό φίλτρο που κάνει το ποδόσφαιρο τόσο δημοφιλές, μαγνητίζοντας δισεκατομμύρια βλέμματα ανά τον πλανήτη: στα ενενήντα αυτά λεπτά που διαρκεί ένας αγώνας τα ξεχνάμε, τα διαγράφουμε όλα αυτά, τις ανισότητες, την ένδεια, τα λογιών κοινωνικά προβλήματα, από τον υποσιτισμό και την παιδική πορνεία μέχρι την εγκληματικότητα και το εμπόριο ναρκωτικών στις βραζιλιάνικες φτωχογειτονιές για να χτίσουμε μια ψευδαίσθηση, μεγάλη όσο ένα στάδιο ολυμπιακών διαστάσεων ότι πάνω στο καταπράσινο γρασίδι, μέσα σε ένα στάδιο γεμάτο από ένα χαρούμενο, πολύχρωμο πλήθος αυτοί οι είκοσι δυο άνθρωποι αναμετρώνται επί ίσοις όροις, έχοντας κλείσει απ’ έξω όλα, μα όλα τα άλλα. Δεν εξηγείται αλλιώς, πρέπει να ’ναι αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται άρνηση.
* γράφτηκε για την Parallaxi