
Αναρωτιέμαι, ως Αθηναίος που άφησα πίσω μου την Αθήνα και ζω εδώ και λίγα χρόνια στην ελληνική επαρχία, αν μπορεί κανείς να φανταστεί στην Αθήνα μια εκκλησία ανά δυο ή το πολύ τρία οικοδομικά τετράγωνα, που γεμίζει κάθε μέρα από νέους ανθρώπους. Και κάνοντας μια βόλτα να βλέπει τα ίδια, σαν βγαλμένα από φωτοτυπικό μηχάνημα πρόσωπα ανθρώπων παραμορφωμένα από την τριβή με την ανελέητη επαρχιακή καθημερινότητα. Ανθρώπων που περνούν τις ζωές τους εμπρός σε πράσινες από γήπεδα ποδοσφαίρου και καπνισμένες από καπνούς τσιγάρων οθόνες τηλεοράσεων τοποθετημένες σε καφετέριες, σε γυράδικα ή στα κακόγουστα σαλονάκια των κολλητών, σε γειτονιές στις οποίες οι ίδιοι μπαρμπάδες σωριάζονται τα καλοκαίρια βαριεστημένοι, με τα φανελάκια, στις ίδιες ξύλινες ή πλαστικές καρέκλες πάνω στα πεζοδρόμια χωρίς να μιλάνε, κουρασμένοι από την ίδια τους την κούραση. Πρόκειται για γειτονιές, για μυρμηγκοφωλιές με εκατοντάδες, χιλιάδες ανθρώπινα μυρμήγκια που κουβαλούν καθημερινά στις πλάτες τους αγόγγυστα τον επαρχιακό μικροαστισμό τους, κινούμενα σαν υπνωτισμένα γύρω από τους ίδιους άξονες: εκκλησία, τηλεόραση, μεροκάματο και μια στις τόσες στην ταβέρνα για λίγη ρετσίνα και κανένα κοψίδι. Κατά τα άλλα ζούμε σε μια εποχή του ίντερνετ, των ταχύτερων ρυθμών στις επικοινωνίες, τις μεταφορές αλλά και στις ίδιες τις ανθρώπινες σχέσεις, της πολυπολιτισμικότητας και τόσων άλλων προκλήσεων και εξελίξεων. Αλλά η ελληνική επαρχία, δηλαδή ολόκληρη η Ελλάδα εκτός του λεκανοπεδίου Αττικής, παραμένει ανεξέλικτη, κολλημένη σε μια δική της, κατάδική της εποχή. Γιατί; Διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν να αλλάξουν, κουβαλούν μέσα τους το αθάνατο γονίδιο του επαρχιακού συντηρητισμού, της βαθιά ριζωμένης απέχθειας προς ο, τιδήποτε απειλεί να ταράξει το επαρχιωτικό τους νιρβάνα. Δεν γουστάρουν τις αλλαγές, τις θεωρούν εκ προοιμίου ύποπτες, όπως άλλωστε διδάσκει η ορθόδοξη εκκλησία, η μόνη αυθεντία την οποία γεννήθηκαν και ανατράφηκαν ώστε να εμπιστεύονται. Για τους άνδρες η αθλητική εφημερίδα, το καθημερινό τσιγάρο, απαραίτητο αξεσουάρ του βλακώδους στησίματος που υποχρεώθηκαν εκ γενετής να υιοθετήσουν, όπως και το μηχανάκι ή το γρήγορο«φτιαγμένο» αυτοκίνητο και η κουτοπονηριά, συνθέτουν τον ιστό της αράχνης στον οποίο καταδικάστηκαν σε ισόβιο εγκλωβισμό. Για τις γυναίκες το συνοικιακό κομμωτήριο, ένα τουλάχιστον σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, ένας καλός γαμπρός, δηλαδή ένα παλικάρι που δε θα δέρνει ή δε θα βρίζει πολύ – περισσότερες απαιτήσεις δεν υπάρχουν – και ένα διαμερισματάκι εντός του οποίου θα γεννήσουν τα παιδιά που τα πεθερικά περιμένουν ανυπόμονα. Κάπως έτσι σκοτώνουν το χρόνο τους οι άνθρωποι εκτός Αθηνών… πρόκειται άλλωστε για το μοναδικό πράγμα που διαθέτουν σε αφθονία, άρα μπορούν να το σκοτώνουν κάθε μέρα.