23 Ιουν 2010

Ελεύθερος

Σήμερα απαλλάχτηκα από ένα μεγάλο βάρος. Το βάρος μιας τεχνητής ανάγκης. Αλλά για να πάρω τα πράγματα από την αρχή να πω ότι εδώ και λίγο καιρό το κινητό μου, ένα υπερμοντέρνο Samsung με οθόνη αφής και χίλια δυο άλλα εντυπωσιακά πραγματάκια ως δυνατότητες, άρχισε να… κάνει κλήσεις μόνο του. Ξανακαλούσε από μόνο του αριθμούς που είχα προηγουμένως καλέσει, τελειώνοντας τις κάρτες μου (ναι, πάντα καρτοκινητά είχα). Πήγα λοιπόν στο υποκατάστημα του ‘Γερμανού’ απ’ όπου το είχα αγοράσει και ρώτησα αν καλύπτεται το προφανώς ελαττωματικό μου τηλέφωνο από κάποια εγγύηση. Η λέξη αυτή όμως φάνηκε να μη φτάνει στ’ αυτιά των υπαλλήλων: ήταν σαν να μιλούσα μια ξένη, ακατανόητη γι’ αυτούς γλώσσα. Με τα πολλά, μου είπαν ότι θα μπορούσα να αφήσω το τηλέφωνο για σέρβις, το οποίο θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες. Ρώτησα αν διέθεταν τηλέφωνο αντικατάστασης, αλλά μου ξεκαθάρισαν ότι θα έπρεπε να το αφήσω μένοντας χωρίς καθόλου τηλέφωνο για όσο θα διαρκούσε το σέρβις. Δεν ξέρω εσάς, αλλά με όλα αυτά, δυσκολεύοντάς με σε όλες τις προσπάθειές μου για εναλλακτικές λύσεις, μου φαίνονταν σαν να μου έλεγαν, με ένα κλείσιμο του ματιού, να αγοράσω ένα (ακόμα) καινούργιο. Αποφάσισα λοιπόν να φύγω και λίγο αργότερα, περιμένοντας τον ηλεκτρικό στην Ομόνοια, αγόρασα από ένα κιόσκι στην αποβάθρα ένα πολύ απλό Nokia των 30 ευρώ με ένα χρόνο εγγύηση παρακαλώ και χωρίς να χάσω και το τρένο. Κρατώντας στο χέρι το φτηνό μου αλλά εγγυημένο κινητό, άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο λίγο χρειαζόμουν το προηγούμενο, με όλες τις άχρηστες δυνατότητές του. Τελικά, από ένα κινητό αποφάσισα ότι χρειαζόμουν να μπορώ απλώς να μιλάω κι ας μην είχε κάμερα, παγκόσμιο ρολόι, οθόνη αφής και χίλια δυο άλλα που για κάποιο λόγο κάποιοι με είχαν προφανώς πείσει ότι χρειαζόμουν. Και ένιωσα ξαφνικά πιο ανάλαφρος, σαν να είχε φύγει ένα βάρος από πάνω μου. Αλλά νομίζω γι’ αυτό το βάρος σας μίλησα ήδη... :-)

22 Ιουν 2010

Ο Ιντιάνα Τζόουνς και το μυστήριο των άφωνων μαζών

Πριν μερικές δεκαετίες ο εικονιζόμενος Γάλλος διανοητής Jean Baudrillard, θέλοντας να δώσει το στίγμα της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, ιδίως όσον αφορά στις συμπεριφορές και νοοτροπίες των πολλών, έδωσε μια πολύ γλαφυρή περιγραφή των σημερινών βουβών μαζών, που δείχνουν βαθιά αδιαφορία και απάθεια απέναντι στο οποιοδήποτε ερέθισμα, ιδίως πολιτικό. Έφτασε να υποστηρίξει ότι υπό τη βαριά σκιά αυτών των άβουλων, απρόσωπων, ανέκφραστων μαζών, επήλθε ο θάνατος της πολιτικής ως δυνατότητας. Και τόνισε πόσο υπονομευτικές για την ποιότητα της δημοκρατίας και τη δυνατότητα κοινωνικοπολιτικών αλλαγών είναι αυτές οι σιωπηρές μάζες, που αδιαφορούν επιδεικτικά για την πολιτική, αδυνατούν να αρθρώσουν συλλογικές απόψεις και επιμένουν, με την εκκωφαντική τους σιωπή, να δηλώνουν απλώς ‘παρών’. Όλα αυτά βεβαίως προκαλούν προβληματισμό. Και οι ανησυχητικές επισημάνσεις του Baudrillard φαίνονται να άγγιξαν μια από τις μεγάλες ‘δικές μας’ πολιτικές προσωπικότητες, τη Ντόρα Μπακογιάννη, που με το νέο κόμμα που ετοιμάζει φιλοδοξεί να σπάσει αυτό το φοβερό τείχος σιωπής και απομόνωσης. H κυρία Μπακογιάννη δείχνει αποφασισμένη. Δηλώνει ότι «αυτό το οποίο πρέπει να ψάξουμε είναι τους ανθρώπους που δεν έχουν εκφραστεί μέχρι τώρα. Αυτό που ονομάζεται "η σιωπηλή, η σκεπτόμενη πλειοψηφία"» και σημειώνει ότι έχει ήδη ανακαλύψει αρκετούς από αυτούς. Η ριψοκίνδυνη πολιτικός φαίνεται ότι τόλμησε να εισέλθει στην απάτητη, σκοτεινή ζούγκλα των σιωπηρών πλειοψηφιών και να ανακαλύψει μερικούς δυνάμει ψηφοφόρους της που κρύβονταν μέσα στις μάζες, αποφεύγοντας τη μεγάλη κυρία της ελληνικής πολιτικής. Δε μένει παρά να ανακαλύψει και πολλούς ακόμη, μετατρέποντάς τους από απογοητευμένους, κυνικούς μηδενιστές σε ένθερμους υποστηρικτές του νέου της κόμματος. Έτσι, το θρίλερ των σκοτεινών μαζών που με τη στάση τους εκμηδένισαν την πολιτική ως δυνατότητα και πιθανότητα, μπορεί να μετατραπεί σε μια αλά Ιντιάνα Τζόουνς περιπέτεια, με την πρωταγωνίστρια να φέρνει στο φως διαρκώς περισσότερους βουβούς ψηφοφόρους, οι οποίοι, με το που την αντικρίζουν, βρίσκουν τη φωνή τους. Δε νομίζω να φανταζόταν ποτέ ο Baudrillard ότι ο σύγχρονος πολιτικοκοινωνικός εφιάλτης των απαθών μαζών θα έπαιρνε ένα τέτοιο τέλος, με την έλευση ενός τολμηρού, θηλυκού Ιντιάνα Τζόουνς της πολιτικής. Αλλά καμιά φορά η κινηματογραφική φαντασία δίνει αναπάντεχο τέλος ακόμα και στους χειρότερους εφιάλτες…

Γιατί το ΠΑΜΕ δεν πάει πουθενά...

Υπάρχει ο ρεαλισμός. Και υπάρχει και το ΠΑΜΕ, το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο για όσους ξέρουν από καλούς αγώνες, όπως μπορεί να ξέρουν κι από καλά κρασιά. Το ΠΑΜΕ λοιπόν για πολλοστή φορά θα ταλαιπωρήσει όσους σε πείσμα της χαράς της ζωής - αυτού που οι πολύξεροι σ’ αυτά Γάλλοι λένε joie de vivre -εξακολουθούμε να ζούμε και να εργαζόμαστε στην Αθήνα και μάλιστα καλοκαιριάτικα ξεκινώντας, από αύριο, νέο κύκλο απεργιακών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων εναντίον των κυβερνητικών ρυθμίσεων σε εργασιακά και ασφαλιστικό. Η κορδέλα των εγκαινίων των καλοκαιρινών αγώνων θα κοπεί σε συγκέντρωση αύριο το πρωί στην Ομόνοια αλλά και σε προσυγκεντρώσεις στην πλατεία Κλαυθμώνος και αλλού. Τι διεκδικεί από αύριο το ΠΑΜΕ; Διεκδικεί ‘δουλειά για όλους’ - σύμφωνοι, αυτό και ποιος δε θα το ήθελε, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται -, με ‘πλήρη μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα’ - κι αυτό μια χαρά ακούγεται -, ‘5θήμερο, 7ωρο, 35ωρο’. Και κάπου εδώ αρχίζουν να… ξεφεύγουν τα πράγματα και οι απαιτήσεις. Το ΠΑΜΕ απαιτεί: ‘1.400 ευρώ κατώτερο μισθό, επίδομα ανεργίας 1.120 ευρώ, σύνταξη στα 60 για τους άντρες και 55 για τις γυναίκες και κατώτερη σύνταξη 1.120 ευρώ’. Νομίζω, χωρίς την παραμικρή διάθεση υπεράσπισης του εργασιακού κατεστημένου, από το οποίο έχω και προσωπικά υποφέρει και εξακολουθώ να υποφέρω, ότι 1.400 ευρώ κατώτερο μισθό ή 1.120 ευρώ επίδομα ανεργίας ή κατώτερη σύνταξη ΔΕΝ θα μπορούσαμε υπό τις παρούσες συνθήκες αλλά και γενικότερα να δούμε στην Ελλάδα, είτε μας αρέσει είτε όχι. Και ότι ζητώντας κάτι τέτοιο απλώς δείχνουμε να έχουμε χάσει, δείχνουν να έχουν χάσει οι του ΠΑΜΕ, την όποια επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα την οποία, σαδιστικά, κάνουν ακόμα σκληρότερη ταλαιπωρώντας με τις συγκεντρώσεις τους χιλιάδες Αθηναίους, εργαζόμενους και μη. Δεν ξέρω αν νομίζουν οι του ΠΑΜΕ ότι ζουν σε κάποια άλλη χώρα ή αν απλώς έχουν κλειστεί σε ένα φανταστικό ρινγκ με την κυβέρνηση χωρίς να τους νοιάζει τι γίνεται τριγύρω, αλλά το να μπλοκάρουν το κέντρο της Αθήνας βασανίζοντας όσους ζουν ή εργάζονται σε αυτό κάθε λίγο και λιγάκι με συγκεντρώσεις ζητώντας πράγματα που δεν γίνονται, μόνο χειρότερα κάνει τα όσα ήδη πολλοί ζούμε και τραβάμε. Άραγε το έχουν σκεφτεί;

18 Ιουν 2010

Μετρό και Μετροπόντικες...

Το Μετρό έστεκε, μέχρι σήμερα, ως το τελευταίο άθικτο κομμάτι σε ένα παζλ που μέρα με τη μέρα αποσυντίθεται. Ήταν η υπερηφάνεια κάθε Αθηναίου, κάθε Έλληνα, ένα νησί ευταξίας στη θάλασσα του νεοελληνικού παραλογισμού. Πάντα καθαρό, λειτουργικό, νοικοκυρεμένο, με ευγενικούς, συμπαθητικούς εργαζόμενους, αποτελούσε λαμπρή εξαίρεση στον κανόνα ανοργανωσιάς και διαφθοράς που τόσο στενά ακολουθείται αλλού. Μέχρι τη στιγμή που αποκαλύφθηκε ότι, παρότι ιδιωτική εταιρεία, η ΑΜΕΛ ΑΕ λειτουργούσε με τρόπους που θυμίζουν δημόσιο: προσλήψεις αδιαφανείς στη βάση γνωριμιών σε προεκλογικές περιόδους, έλλειμμα και, βέβαια, τυφλή ‘συναδελφική αλληλεγγύη’ από τους εργαζόμενους στους συναδέλφους που ξαφνικά βρίσκονται εκτός νυμφώνος. Ένας Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης που έκανε τη δουλειά του, πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι που αγωνίζονται για το ιερό δικαίωμα στην εργασία των συναδέλφων τους παρότι αποκτήθηκε με ανίερα μέσα, ακόμα περισσότεροι χρήστες του μετρό που ταλαιπωρούνται από τις απεργίες των ‘ευαισθητοποιημένων’ εργαζόμενων. Κάθε ιδιωτική εταιρεία έχει δικαίωμα να απολύει τους εργαζόμενούς της. Ακόμα περισσότερο όταν αποδεικνύεται ότι δεν τους απολύει καν αλλά απλώς δεν ανανεώνει τις συμβάσεις εργασίας τους, συμβάσεις που ήταν ανταλλάξιμο αγαθό στα πλαίσια μιας πελατειακής σχέσης με πολιτικούς, κόμματα, κυβερνήσεις. Και, βεβαίως, κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα στην απεργία. Αρκεί να έχει τη συνείδησή του καθαρή. Αρκεί να ξέρει ότι, όπως ο σκοπός (η εργασία) δεν αγιάζει τα μέσα (τα διάφορα ‘μέσα’ στην κυριολεξία που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού), έτσι και η ιδιότητα κάποιου ως εργαζόμενου δεν αγιάζει τη στυγνή επιδίωξη των στενών συμφερόντων του στις πλάτες εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών του.

14 Ιουν 2010

Στον πλανήτη Ελλάδα

Ψάχνω αυτές τις μέρες, από περιέργεια περισσότερο παρά από ανάγκη ενημέρωσης (γι’ αυτήν ευτυχώς υπάρχει το BBC News και άλλα ξένα δίκτυα), να βρω στις ελληνικές εφημερίδες και τα ελληνικά blogs κάτι, οτιδήποτε, για την τεράστια οικολογική καταστροφή στον Κόλπο του Μεξικού. Αλλά, πιστέψτε με, χρειάζεται ΠΟΛΥ ψάξιμο. Παρότι μιλάμε για μια καταστροφή που ανοίγει πολλαπλά ερωτήματα, τόσο για τη διογκούμενη εξάρτηση της ανθρωπότητας από το πετρέλαιο και την ασύδοτη χρήση ενός καυσίμου που βρίσκεται στα τελευταία του από πλευράς παγκόσμιων αποθεμάτων, όσο και για το κατά πόσον ο σύγχρονος άνθρωπος, που θέλησε, όπως θα έλεγε ο Καρτέσιος, να γίνει ‘αφέντης και κτήτορας της φύσης’, κατάντησε να μη διαφεντεύει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Διότι αυτό που οι διαρροές πετρελαίου ή ραδιενέργειας, που τα μολυσμένα ή μπαζωμένα ποτάμια, που τα υπό εξαφάνιση ζωικά είδη δείχνουν, είναι ένας παραζαλισμένος, αποπροσανατολισμένος σύγχρονος άνθρωπος, που η ίδια του η παντοδυναμία τον κάνει όλο και πιο αδύναμο. Γιατί άραγε δυσκολεύομαι να βρω κάτι για τη συγκλονιστική αυτή καταστροφή σε εφημερίδες και blogs; Διότι τα ελληνικά ΜΜΕ, τόσο ‘παραδοσιακά’ όσο και ‘εναλλακτικά’, επιμένουν να ασχολούνται εμμονικά με την ελληνική επικαιρότητα. Φαίνεται ότι μπροστά στην αποχώρηση Κιλτίδη από τη Νέα Δημοκρατία, το ρήγμα που βαθαίνει μεταξύ Ανανεωτικών και Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ, το γαμήλιο πάρτι της Μαριέττας Χρουσαλά στο θωρηκτό Αβέρωφ και άλλες τέτοιες συνταρακτικές ειδήσεις, μια ανυπολόγιστη σε συνέπειες για τον πλανήτη οικολογική καταστροφή, γεμάτη βαθιά μηνύματα για τη σημερινή ανθρωπότητα που στο βωμό μιας τυφλής ‘ανάπτυξης’ θυσιάζει τα πάντα, δεν πιάνει μια...

11 Ιουν 2010

H ζωή είναι αλλού...

Την ώρα που τα δικά μας νιάτα ‘λιώνουν’ κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο με φραπεδιά και ταβλάκι, την ώρα που στα πανεπιστήμια οι πρυτανικές εκλογές στιγματίζονται από μια έκρηξη βίας και αρπαγές καλπών από θερμόαιμους, ‘πολιτικοποιημένους’ φοιτητές, την ώρα που εκ γενετής θυμωμένοι δεκαεξάχρονοι μουτζουρώνουν με μανία τους τοίχους της Αθήνας με σπρέι, μια νεαρή Αμερικανίδα, μόλις 16 χρόνων, θαλασσοδέρνεται στον Νότιο Ινδικό. Η Abby ξεκίνησε πριν λίγους μήνες από το Λος Άντζελες μπαίνοντας σε μια μεγάλη περιπέτεια: φιλοδόξησε να γίνει η νεαρότερη ιστιοπλόος που θα έκανε το γύρο της γης χωρίς στάση. Αλλά δεν τα κατάφερε. Αναγκάστηκε, το Μάιο, να πιάσει λιμάνι στο Κέιπ Τάουν λόγω τεχνικών προβλημάτων. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε, αλλά αυτές τις μέρες τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα: κινδύνεψε να χάσει το σκάφος της και την ίδια τη ζωή της, αντιμέτωπη με κύματα ύψους 9 μέτρων. Σε αντίθεση με τη θαρραλέα αμερικανιδούλα, οι δικοί μας δεκαεξάρηδες νομίζω ότι γεννιούνται και μεγαλώνουν με μια κάπως νωθρή, αραγμένη και χαρακτηριστικά αρνητική άποψη της ζωής. Περνάνε την ώρα τους, τους μήνες τους, τα χρόνια τους καβαλώντας μηχανάκια, χαζεύοντας – όπως αναμφίβολα και εκατομμύρια αμερικανάκια – στο Facebook, πίνοντας γαλόνια φραπέ, καταβροχθίζοντας αναρίθμητα σουβλάκια, σέρνοντας τα βήματά τους στο κατώφλι της ζωής. Μπαίνοντας στο blog της Abby, απ’ όπου και η φωτογραφία της ανάρτησης (εδώ για όσους ενδιαφέρονται), βλέπουμε μια άλλη άποψη των πραγμάτων. Και μια απλή, συνηθισμένη έφηβο που δοκιμάζει τις δυνάμεις της, τις αντοχές της, πρόσωπο με πρόσωπο με μια αδάμαστη, ασίγαστη, ανίκητη φύση, για την οποία δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε θαυμασμό. Παρότι δεν πέτυχε τον τεράστιο αρχικό της στόχο, νομίζω ότι η μικρή αυτή δείχνει ότι υπάρχει ζωή και πέραν του καναπέ ή του playstation. Αρκεί να μπορεί κανείς να τη δει να του κλείνει το μάτι…

7 Ιουν 2010

Περί μπάλας και πολιτικής...

Βλέποντας στην εφημερίδα για τους φιλάθλους του Ηρακλή που κατέβηκαν από τη Θεσσαλονίκη με τα αυτοκίνητά τους στα Τέμπη και τα απέκλεισαν διαμαρτυρόμενοι για την ομάδα τους, θυμήθηκα μια ρήση του αγαπημένου μου Κορνήλιου Καστοριάδη: ότι στην Ελλάδα ασχολούμαστε με το ποδόσφαιρο σαν να ήταν πολιτική και με την πολιτική σαν να ’ναι ποδόσφαιρο. Πόσο δίκιο είχε και πόσο επιβεβαιώνεται, δυστυχώς, από τη νεοελληνική πραγματικότητα ο μεγάλος διανοητής: απ’ τη μια, οι ‘πολιτικοποιημένοι’ φίλαθλοι που σηκώνονται για μια και μοναδική φορά από τους καναπέδες όχι για τίποτα άλλο αλλά για την ομάδα τους και μόνο γι’ αυτή. Σήμερα μάλιστα (Τετάρτη 9 του Ιούνη) βλέπω στην εφημερίδα ότι θα πραγματοποιήσουν συγκέντρωση στα Προπύλαια (ναι, κατέβηκαν μέχρι την Αθήνα, τους βλέπετε στη φωτογραφία) που προβλέπεται μαζική: ‘Οι φίλαθλοι θα κάνουν μία στάση στα διόδια του Σχηματαρίου, προκειμένου να συναντηθούν και με άλλους οπαδούς του Ηρακλή που με ΙΧ θα κατεβούν στην Αθήνα για να συμμετάσχουν στην συγκέντρωση.’ Είναι θα έλεγα καταθλιπτικό, άνθρωποι που θα έπρεπε και θα όφειλαν να αντιδράσουν σε όλα όσα βλέπουμε γύρω μας, ιδίως αυτό τον καιρό, να επιμένουν να συγκινούνται και να κινητοποιούνται μόνο με την... μπάλα. Και, απ’ την άλλη, η ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής, που παίρνει συχνά τη μορφή ‘ντέρμπι’ μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με τους φιλάθλους των δυο κομμάτων να παρακολουθούν κάθε φορά με κομμένη την ανάσα την εξέλιξη του ‘αγώνα’. Όπως τελευταία με τις εξεταστικές επιτροπές και τις αλληλοκατηγορίες για σκάνδαλα και μίζες. Πάσες αλλάζονται, μπαίνει και κανα γκολ ενίοτε για να κρατά ζωντανό τo ενδιαφέρον των ψηφοφόρων-φιλάθλων και οι δυο ομάδες με κεφαλιές, κουτουλιές, ντρίπλες, τάκλιν, τακουνάκια, τα δίνουν όλα. Καμιά φορά η μπάλα γλείφει τα δοκάρια, η αγωνία φτάνει στο κατακόρυφο, τα πλήθη ζητωκραυγάζουν. Πλέον, μετά και την παρέμβαση της FIFA που λέγεται ΕΕ και ΔΝΤ, ο αγώνας έχει γίνει πιο σκληρός: ‘ή θα υπάρξει ευνομία ή θα μας πάρουν με τις πέτρες’, δήλωσε ο αρχηγός της γηπεδούχου κυβέρνησης. Και το ματς συνεχίζεται…

6 Ιουν 2010

Η μουντζουρωμένη χώρα

Δεν ξέρω αν το προσέξατε αλλά τα τελευταία χρόνια η Αθήνα και ολόκληρη η Ελλάδα τελούν υπό καθεστώς μουντζουρώματος. Προσόψεις πολυκατοικιών και καταστημάτων, βαγόνια τρένων, ακάλυπτες επιφάνειες οιουδήποτε είδους μουντζουρώνονται αδιακρίτως. Αυτές τις μουντζούρες, κάποιοι τις αποκαλούν γκράφιτι. Και θεωρούν τα γκράφιτι τέχνη. Αν μιλάμε για μια τέχνη μίσους ενάντια στην κοινωνία εν τω συνόλω της, δεν θα διαφωνήσω. Διότι μόνο για μια τέτοιου είδους ‘τέχνη’ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε. Και για έναν πόλεμο επιβολής με μια ολομέτωπη επίθεση ασχήμιας, η οποία δεν βρίσκει αντίσταση: κανένας διαχειριστής πολυκατοικίας, καταστηματάρχης, εργαζόμενος, πολίτης εν γένει δεν μπαίνει στον κόπο, δεν τολμά να σβήσει τις μουντζούρες. Διότι ξέρει ή μαντεύει ότι την επόμενη ημέρα θα ξαναεμφανιστούν. Σφραγίζεται έτσι η νίκη όσων μουντζουρώνουν ενάντια στα θύματά τους, που υποχρεώνονται να ζουν με την αισθητική που τους επεβλήθη: την αισθητική της μουντζούρας. Η έξαρση αυτής της τέχνης του μίσους ξεκίνησε, νομίζω, τον Δεκέμβρη του 2008 με τα τότε γεγονότα. Εξέφραζαν, τα γκράφιτι, την οργή κάποιων ενάντια σε όλους και όλα, έδιναν το στίγμα μιας επανάστασης μίσους, βίας και επιβεβλημένης ασχήμιας που τότε ξεκίνησε. Μιας επανάστασης που ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι αυτή η χώρα έχει διαλυθεί εντελώς, ότι έχει παραδοθεί αμαχητί στο ασταμάτητο μουντζούρωμα, ότι έχει σηκώσει τα χέρια απέναντι στην ασχήμια που τα άτεχνα μουντζουρώματα επιβάλλουν με τη βία. Και πράγματι, αυτή την εντύπωση σχηματίζει κανείς. Οι χιλιάδες τοίχοι με τα ασυνάρτητα συνθήματα σε κάθε ακάλυπτη επιφάνειά τους στέκουν κάθε μέρα μάρτυρες αυτής ακριβώς της νίκης της αλητείας έναντι όχι της ‘καθεστηκυίας τάξεως’ βεβαίως αλλά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αξιοπρεπούς, ανθρώπινης διαβίωσης στις ήδη άσχημες ελληνικές πόλεις που έγιναν, μουντζουρωμένες, ακόμη ασχημότερες. Πλέον οι πάσης φύσεως ‘επαναστάτες’ αυτού του είδους μπορούν, νομίζω, να αναφωνήσουν ‘νενικήκαμεν’: μπορούν να καμαρώσουν τη μουντζουρωμένη χώρα τους. Όσο για όλους τους υπόλοιπους; Όσο δεν αντιστεκόμαστε στην επέλαση του ό, τι να ’ναι, τόσο θα το βρίσκουμε μπροστά μας, στις πιο άσχημες, φασίζουσες μορφές του.

3 Ιουν 2010

Μια μέρα χωρίς ειδήσεις

Ανηφορίζω με τα πόδια την Πειραιώς με κατεύθυνση προς Ομόνοια και τελικό προορισμό κάπου στη Γ' Σεπτεμβρίου. Μια μέρα σήμερα χωρίς μέσα μαζικής μεταφοράς, χωρίς ειδήσεις – απεργούν και οι δημοσιογράφοι. Όμως τις ειδήσεις, την είδηση που λέγεται καταβύθιση του ‘ιστορικού κέντρου’ στην παρακμή, τις βλέπω μπροστά μου, τις προσπερνάω, φτάνει στα ρουθούνια ο καπνός των τσιγάρων τους, καθηλώνει το βλέμμα η θέα τους, με αξύριστα πρόσωπα, φτηνά ντυσίματα, λιγδωμένα μαλλιά από τα καυσαέρια που κάθονται με όλη τους την άνεση όπου λάχει. Σχεδόν κάθε διάβαση πεζών κλεισμένη. Μια από έναν τύπο με άσπρο φανελάκι και το χέρι του με ένα τσιγάρο να κρέμεται από το παράθυρο μιας μερσεντές: του λέω δυνατά κάτι, ούτε καν με κοιτάζει. Μια άλλη διάβαση κλεισμένη από δυο μουτζουρωμένους τύπους σε ένα φορτηγάκι: στα χέρια τους ανάκατα φραπέδες, σάντουιτς, τσιγάρα: το κοκτέιλ της θυσίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο βωμό του μεροκάματου. Και σ’ αυτούς λέω κάτι αλλά δεν χαμπαρίζουν. Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν διαβάσεις, πεζοδρόμια, πεζοί: η καθημερινή εξαθλίωση αποτελεί μονόδρομο, χωρίς παρακάμψεις ή παρεκβάσεις. Εκνευρισμένοι από μποτιλιαρίσματα οδηγοί πατάνε στις μισοσβησμένες διαβάσεις χωρίς να κοιτάζουν γύρω. Μόνο μπροστά, στο πουθενά, έχουν κι αυτοί εγκλωβιστεί σε έναν μονόδρομο που δεν επιτρέπει λοξά κοιτάγματα. Κάποιοι από τους διαβάτες καπνίζουν περπατώντας, σαν να μην τους φτάνει το πανταχού παρόν καυσαέριο. Μπαίνοντας στη Γ' Σεπτεμβρίου μια κοπέλα κάνει – προφανώς – πιάτσα. Ώρα δέκα και μισή το πρωί! Μηχανάκια ανεβοκατεβαίνουν στα πεζοδρόμια. Άλλα, παρκαρισμένα, με αναγκάζουν με να κάνω συνεχή ζιγκ-ζαγκ για να μη μου χωθεί κανένα καθρεφτάκι στο στομάχι καθώς περπατάω. Το κέντρο της Αθήνας, το κέντρο της Ελλάδας, προσφέρει απλόχερα, σε μικρογραφία και μάλιστα σε ζωντανή μικρογραφία, όλα όσα μας λένε κάθε απόγευμα τα δελτία ειδήσεων. Και πολλά περισσότερα. Οι άνθρωποι αυτοί που περπατάνε καπνίζοντας στην Πειραιώς μπορεί σε ένα επόμενο συλλαλητήριο να μαζευτούν για να μουντζώσουν – όπως συνηθίζεται τελευταία – τη Βουλή. Αναρωτήθηκαν ποτέ τι μπορούν να κάνουν 300 νοματαίοι όταν ένας ολόκληρος λαός εκατομμυρίων δεν θέλουμε να βγούμε από την αθλιότητά μας, όταν αρνούμαστε να δούμε ή να ακούσουμε τους γύρω μας όταν μας μιλάνε, όταν τους κλείνουμε το δρόμο με το μηχανάκι ή το ΙΧ μας, όταν τους φυσάμε περπατώντας τον καπνό του τσιγάρου μας στo πρόσωπo;

1 Ιουν 2010

Πολυσυλλαλητήρια

Ψάχνω ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες να βρω τι σχέση μπορεί να έχουν τα εργασιακά μας με το Ισραήλ. Πώς μπορεί να συνδυαστούν στο ίδιο συλλαλητήριο η - εν πολλοίς δικαιολογημένη - καταδίκη της επίθεσης των Ισραηλινών κομάντος στα από διάφορες χώρες πλοία που μετέφεραν εφόδια για τους αποκλεισμένους της Γάζας με τα εργασιακά της Ελλάδας. Και άκρη δεν μπορώ να βρω. Αλλά, ο καλός ο μύλος, όλα τα αλέθει. Και η αφορμή που δόθηκε στο πιάτο από το Ισραήλ μπορεί μια χαρά να συνδυαστεί με τους υπόλοιπους δυο της μισητής τριάδας - ΗΠΑ και ΕΕ - για ένα πρώτης τάξεως πολυσυλλαλητήριο (πώς λέμε πολυκατάστημα;). Στη χώρα αυτή είμαστε οι πρώτοι που θα καταδικάζουμε βαναυσότητες εναντίον των Παλαιστινίων ή άλλων ταλαίπωρων, οι πρώτοι που θα στήνουμε λαϊκά δικαστήρια εναντίον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής - όπως στον πόλεμο της πρώην Γιουγκοσλαβίας -, οι πρώτοι που θα εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας στους απανταχού της γης βασανισμένους, αδικημένους, κατατρεγμένους. Και αυτό διότι όπως φαίνεται έχουμε λύσει όλα μας τα χρονίζοντα προβλήματα ως χώρας, ως κοινωνίας και αφού δε μας μένει τίποτα άλλο μπορούμε αμέριμνα να παίζουμε τους ‘καλούς’ του πλανήτη ενάντια στους πάσης φύσεως κακούς. Όλοι λοιπόν στις συγκεντρώσεις εναντίον του Ισραήλ: ίσως έτσι ξεχάσουμε ακόμη περισσότερο τους αποκλεισμένους όχι της Γάζας αλλά της Ελλάδας…