27 Μαΐ 2011

Ένα νέο ξεκίνημα

Η ζωή ξεκινά όταν αφήνεις μια παλιά ζωή πίσω σου. Αυτό σκέφτηκα πριν λίγο, έχοντας λίγες ώρες που παραιτήθηκα από τη δουλειά μου, μια παραίτηση στην οποία η πολύπειρη σ' αυτά εργοδοσία με οδήγησε με υπολογισμένες, στρατηγικές κινήσεις. Ήταν μια δουλειά απ' αυτές που πραγματικά δοκιμάζουν τις αντοχές αλλά και την αξιοπρέπεια του εργαζόμενου. Μια δουλειά απ' αυτές που πρέπει να παραιτηθείς απ' όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής σου για να μην παραιτηθείς απ' αυτήν. Αλλά σήμερα αποφάσισα να φέρω ξανά σε πρώτο πλάνο την υπόλοιπη ζωή μου, την οικογένειά μου, τα ξεχασμένα μου όνειρα, τον αυτοσεβασμό μου, όλα όσα όλον αυτόν τον καιρό είχαν μείνει εκτός, είχαν μπει σε ένα περιθώριο, λόγω αυτής της δουλειάς. Νιώθω μια τεράστια ανακούφιση, που γλυκαίνει το βάρος της αβεβαιότητας για την επόμενη μέρα. Κάνοντας αυτό το βήμα συνειδητοποίησα ότι θα 'πρεπε να το 'χα κάνει καιρό πριν. Βλέποντας από την απόσταση των λίγων αυτών ωρών τους πρώην εργοδότες μου, είδα πόσο χρόνο έχασα πιστεύοντας ότι με τη δική μου συμπεριφορά μπορεί να άλλαζε και η δική τους. Όμως άνθρωποι όπως αυτοί, διαβρωμένοι απ' το χρήμα, τη διαπλοκή, τη διαφθορά, δύσκολα αλλάζουν. Αν και όταν αλλάξουν, θα 'ναι προς το χειρότερο. Προς το χειρότερο όχι μόνο το δικό τους, αλλά και όσων οι ζωές τους κινούνται γύρω απ' αυτούς, γύρω από τα θλιβερά τους χρήματα. Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι ο ήλιος ανατέλλει καινούργιος κάθε μέρα κι αυτό ήταν από παλιά και δική μου πεποίθηση. Τι κι αν πριν λίγο οι πολιτικοί αρχηγοί έβαλαν για μια ακόμα φορά τα μικροκομματικά τους συμφέροντα πάνω απ' την Ελλάδα και απέτυχαν να φτάσουν στην πολυπόθητη για τους δανειστές συναίνεση. Τι κι αν έχουμε λέει χρήματα ως χώρα μέχρι τις 17 Ιουλίου. Για τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, όλα είναι δυνατά. Αρκεί να μην ξεχνά, πώς είναι να 'σαι άνθρωπος. Αρκεί να θυμάται όσα τον κάνουν άνθρωπο, όσα του χαρίζουν αυτοεκτίμηση, όσα του εμπνέουν αυτοθαυμασμό.

26 Μαΐ 2011

Μια κριτική απ' τα παλιά

Σήμερα λόγω βροχής (ξέρω, άθλια δικαιολογία) δεν πήγα στην πλατεία (πλέον έτσι λέμε την πλατεία Συντάγματος με τους συναδέλφους που πήγαμε χτες εκεί μαζί με άλλους αγανακτισμένους). Θα πάω όμως αύριο. Σήμερα μη έχοντας τι άλλο να κάνω, περιδιαβαίνοντας το ίντερνετ, έπεσα πάνω σε διάφορους επικριτές της όλης κινητοποίησης. Μιλάνε για αμήχανα, ασυντόνιστα πλήθη, απουσία στόχων, έλλειψη αποτελεσματικότητας και σαφών, 'ρεαλιστικών' αιτημάτων. Το αίτημα νομίζω μιας τόσο μαζικής, μιας τόσο αυθόρμητης κινητοποίησης θα μπορούσε να είναι στην εποχή αυτή ένα μόνο: άμεση δημοκρατία. Ή, αν θέλετε, αλλαγή μοντέλου διακυβέρνησης, πολιτικού συστήματος. Στο σημείο αυτό φαντάζομαι κάποιον από τους επικριτές να ρωτά, με έναν ελαφρώς ειρωνικό τόνο: 'πολύ ωραία, άμεση δημοκρατία, μια χαρά ακούγεται, αλλά πώς ακριβώς σκοπεύετε να την επιτύχετε'; Ομολογώ ότι σε μια τέτοια ερώτηση θα απαντούσα αόριστα, παραπέμποντας πιθανότατα στις δυνατότητες που παρέχει το ίντερνετ για μια πιο συμμετοχική δημοκρατία. Όπως και να 'χει, ο επικριτής μου θα 'χε βγει νικητής. Παρομοίως, νομίζω ότι αν κάποιος έκανε σ' εκείνα τα κακοντυμένα, εξεγερμένα πλήθη, κατακαλόκαιρο του 1789 στο Παρίσι, την ανάλογη ερώτηση - 'πολύ ωραία, θέλετε κατάργηση της βασιλείας, θέλετε ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα, μια χαρά μου φαίνονται, πώς ακριβώς σκοπεύετε να τα πετύχετε;' - θα έβγαινε ακόμα πιο άνετα νικητής. Βλέπετε, όσους βγήκαν τότε στα παρισινά βουλεβάρτα, αγανακτισμένοι κι αυτοί, όχι από την παράδοση άνευ όρων της χώρας τους σε διεθνείς τοκογλύφους, όχι από την παράδοση άνευ όρων των πολιτικών τους σε μικροπολιτικά συμφέροντα, αλλά από ένα τρομερό χάσμα μεταξύ του πώς ζούσαν οι ίδιοι και η παρισινή αριστοκρατία με προεξάρχοντες τους βασιλείς, θα τους έφερνε σε εξίσου, αν όχι περισσότερο, δύσκολη θέση. (Αγράμματοι άνθρωποι ήταν, που ζούσαν περιορισμένοι στην πόλη τους δίχως ίντερνετ, δίχως τηλεόραση, δίχως ιδέα του τι μπορεί να συνέβαινε λίγο πέρα απ' τη γειτονιά τους.) Όμως φαίνεται δεν βρέθηκαν πολλοί να κάνουν τέτοιες 'αναχαιτιστικές' ερωτήσεις ή, αν βρέθηκαν, δεν τους πολυδόθηκε σημασία. Σε τέτοιες απρόβλεπτες, άνευ προηγουμένου λαϊκές κινητοποιήσεις, που δυσκολεύουν τους όποιους 'σκεπτικιστές' - όπως δυσκολεύουν ένα συνάδελφο του ΚΚΕ στη δουλειά, που δεν χωράνε στα θεωρητικά του σχήματα, στις προκατασκευασμένες και πολύ συγκεκριμένες κατηγορίες κινητοποιήσεων που ξέρει και εμπιστεύεται -, πάντα θα βρεθούν κάποιοι να ρωτήσουν 'ε και;'. Πάντα θα βρεθούν κάποιοι που θα σπεύσουν να 'αποδομήσουν' την όποια κινητοποίηση σαν αναποτελεσματική, ασυνάρτητη, απρόσωπη. Όσο πιο αιφνιδιαστική αυτή η κινητοποίηση, τόσο περισσότερο θα νιώσουν υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν, ασυνείδητα ενδεχομένως, την παλιά τάξη πραγμάτων, να απορρίψουν το καινούργιο που βλέπουν να γεννιέται μπροστά στα μάτια τους, για να μπορέσουν να επιστρέψουν στην σιγουριά των γνώριμών τους καταστάσεων, κινητοποιήσεων, φαινομένων. Παρ' όλα αυτά, κάτι καινούργιο γεννιέται στις πλατείες της Ελλάδας. Κάτι που κανείς δεν ξέρει, και δε θα 'πρεπε να ξέρει, πώς θα εξελιχθεί, που θα οδηγήσει. Αύριο θα είμαι στην πλατεία. Εκεί θα ψάξουμε να δούμε τι θα κάνουμε, τι μπορούμε να κάνουμε. Προσκαλώ τους επικριτές αυτής της έκρηξης να 'ναι κι οι ίδιοι εκεί.

25 Μαΐ 2011

Μια αν-ήσυχη συγκέντρωση


Πριν λίγο γύρισα από το Σύνταγμα. Είχαμε πάει με δυο συναδέλφους από τη δουλειά για να δηλώσουμε, κι εμείς, την αγανάκτησή μας. Μια αγανάκτηση που έχει αρχίσει να ξεχειλίζει με όσα βλέπουμε, ακούμε, νιώθουμε. Ο κόσμος πολύς. Και ήσυχος. Από το πάνω μέρος της πλατείας, μπροστά δηλαδή από τη Βουλή, όπου και πρωτοβρεθήκαμε, δεν καταλάβαινες αν κάτω στην πλατεία είχε κόσμο. Αλλά όπως είδαμε πηγαίνοντας προς τα εκεί, η πλατεία ήταν κι αυτή γεμάτη και γέμιζε όλο και περισσότερο. Γέμιζε ανθρώπους που δεν φώναζαν, ούτε έκαναν κάτι άλλο, απλά κάθονταν και μιλούσαν με τους γύρω τους. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, από γονείς με καροτσάκια μέχρι ηλικιωμένους, από φοιτητοπαρέες μέχρι εργαζόμενους. Συνθήματα δεν πολυακούγονταν, αλλά όταν κάπου-κάπου κάποιος φώναζε κάτι 'νόστιμο', όπως 'δε σας θέλει ο λαός, ελικόπτερο κι εμπρός' οι γύρω του επαναλαμβάναμε φωναχτά. Κάποια στιγμή πείνασα, θυμήθηκα ότι ήμουν νηστικός από το πρωί. Άρχισα λοιπόν πολύ-πολύ αργά αφού αποχαιρέτισα τους συναδέλφους να κατηφορίζω προς το μετρό του Συντάγματος. Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε να φωνάζει στους εθνοπατέρες ότι κάθε απόγευμα στις έξι θα μας βρίσκουν εκεί. Θα ήθελα να μπορούσα να βρίσκομαι εκεί κάθε μέρα, να μη φεύγω, να μην πεινάω, να μην έχω χίλια δυο άλλα πράγματα να σκεφτώ. Θα ήθελα τα δελτία ειδήσεων που είδα επιστρέφοντας να είχαν αφιερώσει έστω και ένα λεπτό σε όλον αυτόν τον κόσμο που μαζεύοντας όλη του την αξιοπρέπεια, αφήνοντας στην άκρη όλες τις άλλες του έγνοιες, προτεραιότητες, υποχρεώσεις, βρέθηκε εκεί. Αλλά δεν άκουσα κουβέντα (διόρθωση: είδα ότι το δελτίο του Μέγκα αφιέρωσε ένα τρίλεπτο, το οποίο μου φαίνεται ελεεινά λίγο γι' αυτή την άνευ προηγουμένου σε μαζικότητα και γνησιότητα κινητοποίηση). Θα ήθελα και μόνο η σημερινή μαζική αλλά αθόρυβη, δυναμική αλλά ψύχραιμη συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος να έφτανε για να αναθεωρήσουν οι εθνοπατέρες, να καθίσουν να σκεφτούν πολλά πράγματα διαφορετικά, να ξαναβάλουν προτεραιότητες. Αλλά μάλλον δε φτάνει. Ίσως γι' αυτό θα προσπαθήσω να είμαι εκεί ΚΑΙ αύριο. Και κάθε μέρα.

23 Μαΐ 2011

Το πραγματικό σκάνδαλο στην υπόθεση Στρος Καν

O Ντομινίκ Στρος Καν ήταν μια αντίφαση. Βαθύπλουτος σοσιαλιστής, κάτι σαν Μαρξ και Ένγκελς σε ένα πρόσωπο με την έμφαση στον δεύτερο, δηλαδή κάποιος με την περιουσία, με την οικονομική άνεση του Ένγκελς αλλά χωρίς το στοχαστικό βάθος του μεγάλου και παρεξηγημένου από τους ίδιους τους οπαδούς του Μαρξ. Κάποιος, εν τέλει, που ο τρόπος ζωής του και οι πράξεις του – το ότι τέθηκε επικεφαλής ενός κατεξοχήν καπιταλιστικού μηχανισμού ‘διάσωσης’ οικονομικά αδύναμων κρατών – κάθε άλλο παρά σοσιαλιστή δείχνουν. Βέβαια, ζούμε πλέον στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ο δέκατος ένατος αιώνας ήταν ο αιώνας της συγκρότησης των κυριότερων ιδεολογιών που μέχρι και σήμερα ξέρουμε, του σοσιαλισμού, του φιλελευθερισμού, ακόμα και του αναρχισμού. Ο εικοστός αιώνας ήταν αυτός της περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένης εφαρμογής τους, περισσότερο επιτυχημένης όπως στην περίπτωση του φιλελευθερισμού σαν διαφημιστικού σλόγκαν περισσότερο παρά σαν ιδεολογίας και λιγότερο επιτυχημένης όπως στην περίπτωση του ‘υπαρκτού’ σοσιαλισμού, που φάνηκε να υπήρξε μόνο και μόνο για να προμοτάρει τον φιλελευθερισμό. Ο εικοστός πρώτος αιώνας στο κατώφλι του οποίου μας βρίσκουμε φαίνεται μέχρι στιγμής να 'ναι ο αιώνας που τόσο οι ιδεολογίες αυτές όσο και οι εφαρμογές τους θα τεθούν σε βαθιά αμφισβήτηση. Για να επανέλθω στον πρωταγωνιστή μας, το μείζον κατ' εμέ στην υπόθεση Στρος Καν δεν ήταν αυτό καθ' εαυτό το σεξουαλικό σκάνδαλο, που απλώς επιβεβαιώνει τις από αιώνων ανεξέλεγκτες ορμές ακόμα κι αυτού του κυριλέ ζώου που λέγεται άνθρωπος, ορμές που όσο κι αν τις στριμώχνουμε κάτω απ' το χαλί τόσο ξεπετάγονται δυνατότερες. Αυτό που ήταν πολύ σημαντικό αλλά πέρασε απαρατήρητο ήταν αυτό που ο σοσιαλιστής αυτός με τον καπιταλιστικό τρόπο ζωής και δράσης ενσαρκώνει μ' έναν τρόπο πολύ δυνατό, σοκαριστικό σχεδόν: η βαθιά κρίση των δυο αυτών κυρίαρχων ιδεολογιών, που μας έφεραν κουτσά-στραβά μέχρι το σήμερα και που εξακολουθούν να αποτελούν το οπλοστάσιο, το ορμητήριο, τη βιτρίνα των μεγαλύτερων, δημοφιλέστερων πολιτικών κομμάτων στη Δύση. Ο πάμπλουτος σοσιαλιστής Στρος Καν απέδειξε ότι όταν ο άνθρωπος στερέψει ιδεολογικά, όταν φτάσει στο τέρμα μιας μέχρι τότε γνωστής του αξιακής διαδρομής, καταλήγει έρμαιο των πιο αρχέγονων, προϊστορικών, ορμών του. Μένει ανυπεράσπιστος μπροστά στα πιο ταπεινά του ένστικτα. Αν οι ιδεολογίες του δέκατου ένατου αιώνα με τις άτσαλες πολλές φορές εφαρμογές τους στον εικοστό μας τελείωσαν, πρέπει να εφεύρουμε μια νέα ιδεολογία αξιοπρέπειας, σεβασμού απέναντι στους άλλους, αυτοσεβασμού.

22 Μαΐ 2011

Ως πότε;


Live Video streaming by Ustream
Ως πότε στην Ελλάδα θα βλέπουμε ‘στην τηλεόραση’ και μόνο εκεί αυθόρμητες, αναίμακτες, μαζικές, ουσιαστικές κινητοποιήσεις όπως της Πουέρτα ντελ Σολ και ολόκληρης της Ισπανίας με αυτονόητο αίτημα μια συμμετοχικότερη, αμεσότερη, καθαρότερη δημοκρατία; Ως πότε θα αδυνατούμε να μοιράσουμε δυο γαϊδουριών άχυρα, θα σηκώνουμε τα χέρια ψηλά μπροστά στις μικροδιαφορές, τις μικροεπιδιώξεις, τα μικροσυμφέροντα, τις μικροκακίες που δε μας αφήνουν να διεκδικήσουμε μαζικά, ασυμβίβαστα, ανυποχώρητα, όσα ξέρουμε πολύ καλά ότι δικαιούμαστε; Ξέρουμε ότι η δημοκρατία μας έχει από καιρό ξεφτίσει. Ξέρουμε ότι μας κυβερνούν άνθρωποι που πολλοί από μας δεν ψηφίσαμε ούτε και θα ψηφίζαμε ποτέ. Βλέπουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί αποδεικνύονται κάθε μέρα και ‘μικρότεροι’, ιδιοτελέστεροι, ανίκανοι να ανταποκριθούν έστω και στοιχειωδώς σε κρισιμότατες προκλήσεις που τους έρχονται και μας έρχονται κατάμουτρα. Νιώθουμε ότι μόνο η δική μας, προσωπική παρέμβαση θα μπορούσε να ‘γυρίσει’ τα πράγματα. Βαθιά, πολύ βαθιά μέσα μας το ξέρουμε, όσο κι αν δυσκολευόμαστε να το παραδεχτούμε, όσο κι αν δε θέλουμε να το θυμόμαστε. Αλλά διστάζουμε. Ή μάλλον δεν διστάζουμε καν. Δεν σκεφτόμαστε καν τις προσωπικές μας ευθύνες για όσα γίνονται έξω από μας. Συνεχίζουμε τη ζωή μας σα να μην τρέχει τίποτα και περιμένουμε να δούμε μια μέρα ξαπλωμένοι στον καναπέ στην τηλεόραση ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο, ότι όλα έγιναν όπως πριν, ότι μπορούμε να ξανανιώσουμε καλά με τους εαυτούς μας. Έχουμε ξεχάσει πώς είναι να ελπίζεις, πώς είναι να πιστεύεις πραγματικά ότι μπορείς να αλλάξεις πράγματα, ανθρώπους, καταστάσεις γύρω σου, πώς είναι να πιστεύεις ότι μπορείς. Και από τη στιγμή που ξεχάσαμε, αφεθήκαμε. Και γίναμε ένα με μια πραγματικότητα που θα ’πρεπε να θέλουμε να αλλάξουμε. Γίναμε αναπόσπαστο κομμάτι μιας πραγματικότητας που δεν μας αξίζει. Οι Ισπανοί δεν έχουν ξεχάσει. Θυμούνται. Θυμούνται πώς είναι να ελπίζεις, να πιστεύεις, να προσπαθείς, να μην αφήνεσαι να σε κάνει δικό της μια τέτοια πραγματικότητα. Οι Ισπανοί ζουν. Εμείς, επιβιώνουμε.

21 Μαΐ 2011

Ουραγοί και πρωτοπόροι



Πριν λίγα χρόνια μου έμοιαζαν με μικροπωλητές ιδεών, οι φοιτητές πίσω από πάγκους με κομματικά φυλλάδια στις φοιτητικές εκλογές. Σήμερα θα τους έλεγα όχι μικροπωλητές αλλά χονδρέμπορους, σε ένα παραεμπόριο που ανθεί εντός των ελληνικών πανεπιστημίων. Τότε νόμιζα ότι οι φοιτητικές παρατάξεις (στο βίντεο μέλη της ΔΑΠ ΝΔΦΚ του ΤΕΙ Πειραιά πανηγυρίζουν για τη νίκη τους στις τελευταίες εκλογές επί της αντιπάλου ΠΑΣΠ – αν αντέχετε δείτε το όλο) ήταν ένα καταφύγιο για τους ιδεολόγους, πολιτικοποιημένους φοιτητές που έστω κι έτσι, έστω κι εκεί, έβρισκαν έναν χώρο ανταλλαγής ιδεών, ζυμώσεων, προβληματισμού. Στην πορεία έμαθα ότι οι παρατάξεις αυτές είναι βαθιά βουτηγμένες σε διαπλοκή με κάθε άλλο κομμάτι του παζλ που λέγεται ελληνικό πανεπιστήμιο, μια διαπλοκή οικονομική, ρουσφετολογική, μικροπολιτική. Από τότε μέχρι σήμερα άκουσα ότι μέχρι και σημειώσεις μαθημάτων βγαίνουν προεκλογικά σε… δημοπρασία από τις φοιτητικές παρατάξεις για να προσελκύσουν ψηφοφόρους. Έμαθα ότι ένας συνομήλικός μου σαραντάρης (!) λύνει και δένει στην ΑΣΟΕΕ ως… υψηλόβαθμος ‘νεολαίος’ σε συνδιαλλαγή με καθηγητές και όλο το πανεπιστημιακό κατεστημένο, παίζοντας ρόλο ακόμα και στην επιλογή των φοιτητών που θα γίνουν δεκτοί στα μεταπτυχιακά προγράμματα της σχολής. Από τότε μέχρι σήμερα είδα το πραγματικό παραεμπόριο που ανθεί στο πεζοδρόμιο έξω ακριβώς από την ΑΣΟΕΕ – το οποίο πεζοδρόμιο θεωρείται, λέει, άσυλο, όπως και το πεζοδρόμιο έξω από τη Νομική. Κι εγώ που νόμιζα ότι το πανεπιστημιακό άσυλο ήταν για την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, όχι ‘μαϊμούδων’.

Τότε έβλεπα κάπως ρομαντικά τα παιδιά σε εναγώνια αναζήτηση ιδεολογικών σωσιβίων, έστω και προκατασκευασμένων, για να γλυτώσουν από το πολιτικοκοινωνικό ναυάγιο γύρω τους και δικαιολογούσα κατ’ αυτόν τον τρόπο την ένταξή τους στα αισχρά παρακλάδια του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που λέγονται ΠΑΣΠ και ΔΑΠ, καθώς και τις άλλες ‘νεολαίες’. Σήμερα που παρότι τα μητρικά κόμματα καταρρέουν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα τα φοιτητικά τους παρακλάδια παραμένουν ακμαία και μετράνε ψήφους για να διεκδικήσουν για μια ακόμα φορά την πρωτιά, δεν ξέρω τι να πω. Οι φοιτητές, οι νέοι άνθρωποι, αντί να βρίσκονται στην πρωτοπορία της αποδοκιμασίας και απόρριψης του χρεωκοπημένου πολιτικού μας συστήματος, του σάπιου πολιτικού μας κατεστημένου, όπως οι Ισπανοί συνομήλικοί τους, είναι ουραγοί, είναι οι τελευταίοι του πιστοί.


Live TV : Ustream
Σήμερα, η καρδιά κάθε ανθρώπου αγανακτισμένου με την λεηλασία της προσωπικής του αξιοπρέπειας, της ζωής του, των ονείρων του από ‘μικρές’ κυβερνήσεις και μεγάλα συμφέροντα, από τελειωμένα κόμματα και ατελείωτη μικροπολιτική φλυαρία, χτυπάει στην Πουέρτα ντελ Σολ (ακριβώς από πάνω η πλατεία-επίκεντρο της αυθόρμητης, μαζικής κινητοποίησης δεκάδων χιλιάδων Ισπανών ενάντια στο πολιτικό τους σύστημα σε ζωντανή σύνδεση). Σήμερα, θα έλεγα στους Έλληνες φοιτητές: ξυπνάτε παιδιά! Η ζωή εκεί έξω τρέχει, όχι στα παραταξιακά τραπεζάκια. Το πανεπιστημιακό άσυλο, οι φοιτητικές παρατάξεις, προέρχονται, παρότι έφτασαν μέχρι εσάς στην πλέον εκφυλισμένη τους μορφή, από μια παρόμοια έκρηξη της γενιάς των πατεράδων ή των παππούδων σας, που μέσα σε μια μαύρη, κατάμαυρη δικτατορία έκανε την υπέρβαση, τόλμησε, ρίσκαρε. Αν εσείς, που έχετε τα λιγότερα να χάσετε και τα περισσότερα να κερδίσετε για το μέλλον σας – γιατί οι επαναστάσεις κι οι εξεγέρσεις ξεκινάνε απ’ αυτούς που έχουν τα περισσότερα να κερδίσουν και τα λιγότερα να χάσουν, όπως εσείς, ναι εσείς – δεν κάνετε σήμερα κάτι, δεν βγείτε σήμερα όχι να διαδηλώσετε αλλά να δηλώσετε, καθαρά και ξάστερα, την αγανάκτησή σας για τα όνειρά σας που παραμένουν λαθραία, που έχουν ‘κολλήσει’ στο τελωνείο των συμφερόντων, της διαφθοράς, της διαπλοκής, μην περιμένετε από κανέναν, πουθενά και ποτέ, να το κάνει εκ μέρους σας. Αν οι ίδιοι δεν βγείτε σήμερα κιόλας να απαιτήσετε οι κλέφτες των ονείρων σας να επιστρέψουν τα κλοπιμαία, δεν πρόκειται να το κάνουν ποτέ. Αν εσείς δεν κάνετε κάτι, δεν θα γίνει τίποτα.

20 Μαΐ 2011

Ένα έγκλημα όχι σαν όλα τ' άλλα

Η δολοφονία του Μανώλη Καντάρη για μια βιντεοκάμερα που την ίδια μέρα πουλήθηκε στο Μοναστηράκι για 120 ευρώ ήταν ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έδειξε με τον τραγικότερο τρόπο πόσο έφτασε να αξίζει μια ανθρώπινη ζωή στο ‘ιστορικό’ κέντρο της Αθήνας. Ο τρόπος που μεταδόθηκε η σύλληψη δυο Αφγανών ως δραστών είναι χαρακτηριστικός ενός άλλου εγκλήματος, ενός εγκλήματος διαρκείας που διαπράττεται εδώ και είκοσι χρόνια από τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης: όταν η Ελλάδα αποτελείται κατά 90% από Έλληνες και βγάζεις καθημερινά επί είκοσι χρόνια – στο περίπου, από το 1991 και τις πρώτες αφίξεις Αλβανών στην Ελλάδα – δελτία ειδήσεων στην ιδιωτική τηλεόραση αλλά και δημοσιεύματα στις εφημερίδες όπου για κάθε έγκλημα η πρώτη σου έγνοια είναι να ‘ενημερώσεις’ τους τηλεθεατές ή αναγνώστες για την εθνικότητα των δραστών, αυτομάτως δυσκολεύεις απίστευτα τη ζωή των βιοπαλαιστών συμπατριωτών αυτών των δραστών που προσπαθούν με σκληρή δουλειά να τα βγάλουν πέρα σε μια ξένη χώρα. Αυτομάτως σπέρνεις φοβίες, προκαταλήψεις, στερεότυπα στον οικοδεσπότη πληθυσμό σε βάρος των μεταναστών κάθε προέλευσης. Το αν ο δράστης ενός εγκλήματος ήταν Ρώσος, Μεξικανός, Έλληνας ή Αφγανός θα έπρεπε να ενδιαφέρει μόνο τις σχετικές αρχές και υπηρεσίες, που ανάλογα θα κινηθούν σε κάθε περίπτωση. Όταν η εθνικότητα του δράστη μιας δολοφονίας, μιας ληστείας, ενός βιασμού, βγαίνει παραέξω μόνο φυλετικά μίση μπορεί να ενθαρρύνει, τα οποία με τη σειρά τους οδηγούν σε περισσότερη εγκληματικότητα. Και σε αυτό τον φαύλο κύκλο έχουμε μπει και ζούμε τα τελευταία είκοσι χρόνια, με κύρια ευθύνη των μέσων μαζικής ενημέρωσης που κατ’ αυτόν τον τρόπο υποδαυλίζουν και διαιωνίζουν ένα κλίμα φανατισμού και φυλετικής δυσανεξίας. Ας αναλάβουν κάποια στιγμή τις ευθύνες τους πριν συμβούν τα ακόμη χειρότερα.

17 Μαΐ 2011

Μια βραδιά βιβλίου

Μόλις γύρισα από την απονομή των βραβείων του περιοδικού ‘Διαβάζω’ στο Νέο Μουσείο Μπενάκη. Αφορμή που βρέθηκα εκεί, η γυναίκα μου που ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, που τελικά δεν πήρε. Ίσως, του χρόνου, σε κάποια άλλη κατηγορία να φανεί πιο τυχερή! Οι εντυπώσεις μου από την εκδήλωση, ανάμικτες. Πλήρης η απουσία οποιουδήποτε εκπροσώπου της πολιτείας, της κυβέρνησης, των κομμάτων, του πολιτικού συστήματος. Κάτι που επισήμανε και η νικήτρια του βραβείου μυθιστορήματος Ιωάννα Καρυστιάνη, που είπε παίρνοντας το βραβείο της ότι ‘πάλι μόνοι μας ήμασταν φέτος’, οι άνθρωποι ας πούμε του βιβλίου. Προσωπικά η πλήρης απουσία πολιτικών δεν μου έκανε εντύπωση: πολιτική και πολιτισμός ποτέ δεν έκαναν καλή παρέα στη χώρα αυτή, λίκνο κατά τα άλλα του πολιτισμού και γενέτειρα της πολιτικής όπως την ξέρουμε. Tο αμφιθέατρο, βεβαίως, του μουσείου, όπου έγιναν οι απονομές κατάμεστο. Είδα τον Μένη Κουμανταρέα, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά που πήρε και το βραβείο δοκιμίου και με τον οποίο τα είπαμε λιγάκι μετά την εκδήλωση – του έδωσα συγχαρητήρια για το βραβείο και του συστήθηκα, γιατί τον θεωρώ από τους λίγους σύγχρονους Έλληνες που θα τολμούσε κανείς να τους πει διανοητές. Αυτό που δε μου άρεσε, η μοναξιά τους. Μόνος του γυρνούσε ο κος Τσουκαλάς, μόνος του είδα να φεύγει ο Θάνος Μικρούτσικος, αφού έκατσε λιγάκι σε ένα κολονάκι απ’ αυτά που εμποδίζουν τα αυτοκίνητα να ανέβουν στα πεζοδρόμια, για να ξαποστάσει έξω από την είσοδο του μουσείου, πριν συνεχίσει σκυφτός στο δρόμο της επιστροφής. Η επιβεβλημένη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μοναξιά του πνευματικού ανθρώπου, του δημιουργού, στη σύγχρονη Ελλάδα, είναι πολύ σκληρή, αφόρητη, ιδίως όταν σε πλήττει ακόμα και σε μια κοσμική βραδιά βραβείων. Όσο εύκολα πλησιάζει και θαυμάζει ο Έλληνας τον τραγουδιστή, τον ηθοποιό, τον μεγαλοδημοσιογράφο, τον οποιοδήποτε ‘επώνυμο’ θεωρεί όμοιό του και βλέπει σαν δικό του άνθρωπο, τόσο κρατά σε απόσταση, τόσο νιώθει ξένο, τόσο τιμωρεί με δια βίου απομόνωση, τον πνευματικό δημιουργό. Απ’ την άλλη, πολλοί άνθρωποι γύρω μας έχουν πραγματικά ανάγκη κάτι το διαφορετικό, κάτι που να ξεφεύγει από την πεπατημένη της μαζικής τηλεκουλτούρας, από την επικράτεια της ασημαντότητας. Χειροπιαστό παράδειγμα, ο ταξιτζής που με πήγε από τη δουλειά στα βραβεία. Όταν στη διαδρομή του είπα που πήγαινα αποφάσισε να… έρθει κι αυτός, μια και απολάμβανε βιβλία που όπως λέγαμε στο ταξί τον έβαζαν να σκεφτεί αλλιώς, του άνοιγαν δρόμους. Αν είχαμε πάρει το βραβείο, θα το αφιέρωνα σ’ αυτόν.

13 Μαΐ 2011

Déjà vu

Όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες και νύχτες στην Αθήνα, οι ξυλοδαρμοί βιοπαλαιστών μεταναστών, η ‘εκδικητική’ μανία μεθυσμένων από ‘πατριωτισμό’ κανίβαλων που ζωσμένοι ελληνικές σημαίες σκορπίζουν το φόβο, σε ένα ιδιόμορφο ρατσιστικό σαφάρι, προκαλούν παρόμοια θλίψη με όσα είχαν συμβεί τον Δεκέμβρη του '08 από το αντίπαλο δέος των χρυσαυγιτών, τους ‘αντιεξουσιαστές’. (Ειρήσθω εν παρόδω, είναι τραγικό - θα έλεγα κωμικοτραγικό αν δεν είχε πραγματικά θύματα -να βλέπεις ένα ‘αντιεξουσιαστικό’ κίνημα, με τελευταίο θύμα του έναν εγκαυματία μικροπωλητή από επίθεση το Σάββατο στα Εξάρχεια, σε μια χώρα που οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να επιβάλλουν καν μια απαγόρευση του καπνίσματος.) Όχι ζωσμένοι αλλά καίγοντας ελληνικές σημαίες σκόρπιζαν κι εκείνοι την καταστροφή, με μια χωρίς προηγούμενο μανία και με ολόκληρη την κοινωνία απέναντί τους ως στόχο. ‘Εκδίκηση’ ζητούσαν τότε οι μεν, ‘εκδίκηση’ ψάχνουν και τώρα οι δε. Με κοινή ιδεολογική αφετηρία τον φανατισμό. Με κοινή μορφή έκφρασης τη βία. Με κοινό πρόσχημα την ‘πολιτική’ τους τοποθέτηση, ακροαριστερά και ακροδεξιά αντίστοιχα. Ακροαριστερά και ακροδεξιά από τι; Από ποιους; Σε μια εποχή που Αριστερά και Δεξιά επαναπροσδιορίζονται, ανασκουμπώνονται, αναθεωρούν και αναθεωρούνται, παλεύουν να παραμείνουν στην Α' Εθνική των πολιτικών ρευμάτων και να μην υποβιβαστούν για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία τους, τα άκρα τους συσπειρώνονται, σκληραίνουν. Και μεταλλάσσονται σε μια νέας μορφής τρομοκρατία των δρόμων, που δε βρίσκει καμία αντίσταση από μια πολιτικά απονευρωμένη νεοελληνική κοινωνία, που παρακολουθεί ζαβλακωμένη. Όσο η βαριά, ασήκωτη πλειοψηφία οχυρώνεται πίσω από την πλήρη αδράνεια, πίσω από την ανελέητη ιδιώτευση, τόσο η ‘πολιτική’ βία θα βρίσκει την άμεση ή έμμεση νομιμοποίηση και ενθάρρυνσή της, το υπέρτατο πρόσχημά της, στην αδιαφορία των πολλών. Όσο οι πολλοί θα βλέπουν τηλεόραση, αποκαμωμένοι από την ίδια τους την απραξία, τόσο κάποιοι θα φροντίζουν να εμπλουτίζουν τα δελτία ειδήσεων με ‘πολιτική’ αγριότητα.

11 Μαΐ 2011

Άνθρωποι και ζώα

Σήμερα ήρθα στη δουλειά, λόγω απεργιακής συγκέντρωσης ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, παρέα με τον Πέτρο, τον Γιόχαν και τον Φραντς που σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς. Εγώ δεν δουλεύω σε φάμπρικα ούτε τανκς φτιάχνω (γενικά νομίζω στην Ελλάδα δεν φτιάχνουμε τανκς, τα εισάγουμε και μάλιστα πληρώνοντάς τα ακριβά). Δουλεύω κάπου που δεν έχει νόημα να απεργήσεις αφού δεν υπάρχει καν σωματείο εργαζομένων. Δεν θα το λέγαμε φάμπρικα, αλλά περισσότερο ένα κέντρο διερχομένων, απ’ όπου περνάνε εργαζόμενοι καθ’ οδόν προς άλλες δουλειές. Περαστικοί. Κάπως όπως κι εγώ. Περαστικός όχι μόνο απ’ αυτή τη δουλειά αλλά κι απ’ αυτή την πόλη. Μέχρι το καλοκαίρι έχω βάλει στόχο να την ξαναφήσω πίσω μου. Μια και καλή. Η αλήθεια, το ψιλομετάνιωσα που επέστρεψα σ’ αυτήν λόγω δουλειάς πριν δυόμισι χρόνια. Μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι, τελικά, η δουλειά στη ζωή ενός ανθρώπου δεν είναι το παν. Γιατί ζει και εκτός δουλειάς. Ή τουλάχιστον προσπαθεί. Και η προσπάθεια αυτή στην Αθήνα, όπως έχει γίνει, μου έχει γίνει δύσκολη. Οι συνθήκες στο ‘ιστορικό’ κέντρο όπου εργάζομαι αυτές που ξέρετε. Απ’ την άλλη, οι συνθήκες στο προάστιο όπου μένω, δύσκολες από μια άλλη άποψη. Από την άποψη θα έλεγα της ανθρωπινότητας των ανθρώπων, που γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη. Όπως όταν συναντώ όλο και συχνότερα στο δρόμο ανθρώπους με τα σκυλάκια τους. Μη με παρεξηγήσετε, αγαπώ τα ζώα (τα τετράποδα ζώα) αλλά αυτή η αστική ζωοφιλία πάντα μου φαινόταν κάπως θλιβερή, κάπως δηλωτική μιας έλλειψης ανθρώπων στη ζωή κάποιων άλλων ανθρώπων, μιας έλλειψης που γεμίζει με ζώα. Χαρακτηριστική η πρόσφατη είδηση από το πόσο σοκαρίστηκαν, λέει, στο κέντρο της Αθήνας περαστικοί όταν είδαν υπάλληλο του δήμου να ακινητοποιεί αδέσποτο σκύλο με τρόπο που του προκάλεσε αιμορραγία. Σε αντίθεση με τον σκύλο οι ακινητοποιημένοι από την ένδεια, τις εξαρτήσεις, την κοινωνική περιθωριοποίηση άνθρωποι που έχουν γεμίσει τους δρόμους της πρωτεύουσας δεν τραβούν την προσοχή κανενός. Ίσως διότι δεν μπορούν να γεμίσουν τα δυσαναπλήρωτα κενά στη ζωή κανενός, δεν μπορείς να τους περάσεις ένα λουρί και να τους βγάζεις βόλτα ή να τους έχεις σπίτι σου και να περιμένεις να σε υποδέχονται όταν γυρίζεις κουρασμένος κουνώντας την ουρά. Είχαν την ατυχία, σε αυτή τη ζωόφιλη πόλη, να γεννηθούν άνθρωποι και όχι σκύλοι.

10 Μαΐ 2011

Δεν δικαιούμαστε


Επειδή πριν τρεις εβδομάδες ήμουν στη θέση του, αλλά, σε αντίθεση μ’ αυτόν, έζησα για να δω τη γέννηση του παιδιού μου. Επειδή εργάζομαι λίγα τετράγωνα πιο πέρα από εκεί που αυτός ζούσε και τον βρήκε αντί για τη γέννηση ο θάνατος, αντί για μια νέα ζωή η απώλεια της δικής του. Επειδή βαρέθηκα να ακούω λόγια από ανθρώπους – πολιτικούς, τηλεδημοσιογράφους – που ούτε με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα δεν τους έχω δει να περνάνε από εκεί που αυτός ζούσε και εγώ εργάζομαι για να δούνε, έστω μια φορά, αυτό για το οποίο δεν κουράζονται να μιλάνε. Επειδή πραγματικά δεν το χωράει ο νους το πόσο έχει αφεθεί να βουλιάξει, να ρημάξει το κέντρο της πρωτεύουσας αυτής της κουρελιασμένης χώρας. Επειδή δεν βλέπω καμία απολύτως διέξοδο από όλα αυτά τα αδιέξοδα όταν οι νέοι, μορφωμένοι άνθρωποι αυτής της χώρας, οι δεκαεννιάρηδες φοιτητές της ΑΣΟΕΕ, αντί να αντιδράσουν σε όλη αυτή την ασχήμια, την εγκατάλειψη, την κατάντια που έχουν κάθε μέρα μπροστά στα πόδια τους χώνονται ακόμα βαθύτερα, ακόμα πιο απελπιστικά, στις δικές τους αγκυλώσεις, δεν βλέπω και κανένα νόημα να συμμετέχω κι εγώ σε ένα ακόμα κούφιο, βλακώδες μπλα-μπλα για μια βουλιαγμένη στο κέντρο της πόλη που έχει αφεθεί στην τύχη της. Το μόνο που μπορώ, να ευχηθώ κανένας να μην ξαναζήσει σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτή τη γη, πουθενά, ό, τι ζουν αυτές τις στιγμές δυο οικογένειες – του νεκρού και της γυναίκας του – και θα ζουν δυο παιδάκια, ένα δυο ετών κι ένα λίγων ωρών, για το υπόλοιπο της ζωής τους. Αναρωτιέμαι αν και πώς θα βρεθεί, κάποτε, κάποιος να τους ‘εξηγήσει’ πώς χάθηκε ο πατέρας τους καθ’ οδόν προς το μαιευτήριο. Και τι θα σημαίνει αυτό για τον ψυχισμό τους. Ψέματα, δεν μπορώ καν να αναρωτηθώ. Δεν δικαιούμαι να αναρωτηθώ. Όπως κανένας απ’ όσους εξακολουθούμε να ζούμε σ’ αυτή την πόλη και περιμένουμε από κάποια αόρατη δύναμη – κυβέρνηση, κράτος, αστυνομία – να κάνει ό, τι δεν κάνουμε οι ίδιοι, να μας εξανθρωπίσει, δεν δικαιούμαστε να αναρωτιόμαστε για τέτοια πράγματα.

9 Μαΐ 2011

Νομιμοποίηση τώρα!

Πηγαίνοντας στη δουλειά τυχαίνει να περνάω κάθε μέρα έξω από την ΑΣΟΕΕ, στην Πατησίων. Τελευταία λοιπόν παίζεται ένα παιχνίδι, ένα κρυφτούλι, μεταξύ των Αφρικανών μικροπωλητών που απλώνουν σε σεντόνια την πραμάτεια τους στο πεζοδρόμιο έξω ακριβώς από τη σχολή και της αστυνομίας. Εμφανίζεται η αστυνομία, εξαφανίζονται. Φεύγει η αστυνομία, επανεμφανίζονται. Να πω ότι τα συγκεκριμένα πεζοδρόμια δεν είναι και πολύ φαρδιά. Τυχαίνει εκεί να κάνουν στάση και διάφορα τρόλεϊ και με τα απλωμένα σεντόνια πραγματικά δυσκολεύεσαι να κυκλοφορήσεις, να περπατήσεις. Οπότε ομολογώ ότι με χαρά είδα την απομάκρυνση των μικροπωλητών αυτών από εκεί. Μέχρι σήμερα, που επανήλθαν θριαμβευτικά. Πώς και γιατί; Κατεβαίνοντας από το τρόλεϊ έξω από τη σχολή, βρέθηκα μπροστά στην εξής κατάσταση: στα πεζοδρόμια τα γνωστά σεντόνια με κάθε λογής φτηνοπράγματα και εντός της σχολής (εντός του Ασύλου, στο οποίο άκουσα ότι καταφεύγουν και οι ίδιοι οι μικροπωλητές όταν σκουραίνουν τα πράγματα) φοιτητές με πλακάτ και ντουντούκες να διαδηλώνουν υπέρ της νομιμοποίησης των μεταναστών. Κατεβαίνοντας από το τρόλεϊ έπρεπε να κάνω σάλτα για να αποφύγω να πατήσω στα απλωμένα σεντόνια και μετά να στριμωχτώ μαζί με άλλους περαστικούς για να καταφέρω να βγω από το στενό αυτό πέρασμα που κάποτε ήταν πεζοδρόμιο. Κατανοώ βεβαίως τα ανθρωπιστικά κίνητρα των φοιτητών που θεωρώντας όλα τα άλλα προβλήματα και αδιέξοδα της ελληνικής πραγματικότητας λυμένα ή εν πάση περιπτώσει όχι δική τους προτεραιότητα, κοιτάζουν να σώσουν τους κακόμοιρους τους μετανάστες από το αδίστακτο ελληνικό κράτος. Μήπως όμως θα έπρεπε πριν ή έστω ταυτόχρονα με τους μετανάστες να δούμε τους Έλληνες πολίτες; Ή, μάλλον, να δούμε τους μετανάστες έστω για λίγο, έστω δοκιμαστικά, σαν Έλληνες πολίτες; Και αν εν προκειμένω θέλουμε να μιλήσουμε για νομιμοποίηση, τάσσομαι ολόψυχα με τους φοιτητές. Να νομιμοποιηθούν άμεσα όλοι οι Αφρικανοί μικροπωλητές της Πατησίων, να υποχρεωθούν να καταβάλουν ανάλογους φόρους, ενοίκια, ασφαλιστικές εισφορές, με τους Έλληνες εμπόρους που διατηρούν καταστήματα στον ίδιο δρόμο και που δεν έχουν το δικαίωμα ετσιθελικά να καταλάβουν έναν δημόσιο χώρο όπως το πεζοδρόμιο απλώνοντας σεντόνια με προϊόντα ‘μαϊμούδες’ τα οποία να πωλούν ανεξέλεγκτοι από την ελληνική πολιτεία και σε βάρος των νόμιμων εμπόρων και των πολιτών που παλεύουν να περπατήσουν στα πεζοδρόμια. Νομιμοποίηση τώρα!

8 Μαΐ 2011

Για την ημέρα της μητέρας από έναν πατέρα

Σήμερα γιορτάζουν οι μανούλες. Χρόνια τους πολλά. Επειδή όμως εκτός απ’ τις μανούλες που όλοι ξέρουμε και αγαπάμε υπάρχουν και αυτοί οι ταλαίπωροι τύποι που ζαλώνονται καροτσάκια για να τα βάλουν σε πορτμπαγκάζ, που ψάχνουν να βρουν διανυκτερεύοντα φαρμακεία όταν κάτσει η ώρα η στραβή, που τρέχουν σαν τον μακαρίτη τον Βέγγο όσο οι μανούλες ασκούν τα ιερά τους καθήκοντα, οι πατερούληδες δηλαδή που δεν γιορτάζουμε ποτέ (για να είμαστε ακριβείς υπάρχει μια Παγκόσμια Ημέρα του Πατέρα που φυσικά δεν την ξέρει κανείς), δράττομαι της ευκαιρίας να πω δυο λογάκια. Όταν μιλάμε για τη μητρότητα νιώθουμε ότι μιλάμε για κάτι διαχρονικό, για τον προαιώνιο, ιερό δεσμό της μάνας με το παιδί της, που μόνο δέος και σεβασμό μπορεί να προκαλέσει. Όταν απ’ την άλλη μιλάμε για την πατρότητα, μιλάμε περισσότερο για έναν νομικό όρο που στο νου φέρνει μόνο σχετικές δικαστικές διαμάχες, που ούτε ιερές θα τις λέγαμε, ούτε κανένα ιδιαίτερο δέος προκαλούν. Όταν ακούμε τη λέξη ‘μανούλα’ νιώθουμε να μας πλημμυρίζει η τρυφερότητα της παιδικής ηλικίας ποτισμένης με την αγάπη της μάνας, που μας συντροφεύει μέχρι να γίνουμε κοτζάμ μουλάρια. Όταν, απ’ την άλλη, ακούμε τη λέξη ‘πατερούλης’ θυμόμαστε τον Στάλιν. Τι θέλω να πω; Εν συγκρίσει με τη μάνα, αυτό το ιερό τέρας της παρέας που λέγεται οικογένεια, ο πατέρας είναι ο ριγμένος της υπόθεσης. Όπως κι αν το δει κανείς. Από την αρχή, την πολύ αρχή, ανακαλύπτει ότι είναι στην απ’ έξω. Τη μάνα αναζητά το νεογέννητο βρέφος, που στην αγκαλιά της ξαναβρίσκει την ηρεμία και τη θαλπωρή του αμνιακού σάκου. Ακούγοντας τους γνώριμους χτύπους της καρδιάς της, ανακουφίζεται λιγάκι το καημένο από το αξεπέραστο σοκ της γέννησης. Με τη σειρά της, η μάνα αναζητά τον πατέρα να πάει για πάνες και στέλνοντάς τον καθημερινά για τέτοιου είδους ψώνια, ξαναβρίσκει κι αυτή την ηρεμία της και παρηγοριέται λίγο ως γυναίκα που στερείται το αγαπημένο της χόμπι (τα ψώνια ντε). Εν γένει, μια και η μητέρα είναι απασχολημένη μέχρι τα παιδιά να πάνε φαντάροι με το προαιώνιο της καθήκον ως μάνας, ο πατερούλης (όχι ο Στάλιν, αυτός που πάει για πάνες) είναι αυτός που αναλαμβάνει τα πιο πεζά και τετριμμένα καθήκοντα της προμήθειας της μάνας και των παιδιών με τα ολίγα απαραίτητα (πάνες, μωρομάντηλα, παιδικά σαμπουάν, φυσιολογικούς ορούς, κρέμες, γαλατάκια, κι άλλες κρέμες, παιχνίδια, ποδηλατάκια, παραμυθάκια κτλ) προκειμένου να αφιερωθεί η εκλεκτή της καρδιάς του στο ιερό της έργο απερίσπαστη και γαλήνια. Ο πατέρας είναι αυτός που θα ακούσει τα παιδιά να λένε για πρώτη φορά ‘μαμά’ και θα ψάξει να βρει την ιερή μάνα. Θα είναι αυτός που όταν δεν θα βρίσκουν τη ‘μαμά’ θα ακούσει τα παιδιά να αναγκάζονται κάποια στιγμή να πουν και ‘μπαμπά’. Με μια κεφαλαιώδη διαφορά από κει και πέρα: μαμά θα λένε μόνο την ευτυχή τους μητέρα που γιορτάζει και σήμερα, ενώ ‘μπαμπά’ θα λένε κάθε φορά που θα βλέπουν και θα δείχνουν ένα αυτοκίνητο σαν του μπαμπά τους. Όπως αντιλαμβάνεστε, τα παιδιά από νωρίς το παίρνουν χαμπάρι ότι αν η μάνα φέρνοντάς τα στη ζωή έκανε το καθήκον της και πάει, ο μπαμπάς οφείλει να προσφέρει και να κάνει πολλά περισσότερα. Αν η μάνα ταλαιπωρήθηκε εννέα μήνες που ο πατέρας χάζευε αραχτός τηλεόραση, από τη στιγμή που θα γεννηθεί το πλασματάκι που σιγά-σιγά θα γίνει άνθρωπος οι όροι θα αρχίσουν να αντιστρέφονται. Δια παντός. Και, συν τοις άλλοις, λόγω του προνομιακού της, ανεβασμένου στάτους ανά τους αιώνες εν σχέσει με τον πατέρα, η μάνα έχει και τη δική της σημερινή γιορτή για να παίρνει λουλουδάκια από τα παιδάκια της και να ακούει τα χρόνια πολλά. Ενώ ο έρμος ο πατέρας; Αυτός θα είναι που θα χαρτζηλικώσει τα παιδάκια για να αγοράσουν τα λουλούδια στη μαμά, πιστός στον διαχρονικό του ρόλο του χεριού που δίνει λεφτά. Ηθικό δίδαγμα; Μανούλες να σας χαιρόμαστε, όχι μόνο σήμερα που γιορτάζετε αλλά κάθε μέρα. Μην ξεχνάτε όμως όλοι και τον αφανή ήρωα που λέγεται πατέρας!

7 Μαΐ 2011

Μια ανησυχητική λογοτεχνία

Σήμερα βοηθούντος και του ηλιόλουστου καιρού κάναμε, με ένα φίλο από τη δουλειά, μια βόλτα στην Αθήνα. Περάσαμε αρκετή ώρα σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο στην Πανεπιστημίου, ξεφυλλίζοντας βιβλία, από τον απολαυστικό Φάουστ του Γκαίτε μέχρι τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα. Το βιβλιοπωλείο διέθετε πολλά τμήματα και βιβλία για όλα τα γούστα. Το πολυπληθέστερο τμήμα ήταν αυτό της ελληνικής λογοτεχνίας, φορτωμένο βιβλία με πολύχρωμα εξώφυλλα, γραμμένα ως επί το πλείστον από (πονεμένες) γυναίκες για άλλες (πονεμένες) γυναίκες. Από το τμήμα αυτό αγόρασα την Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών του Νίκου Τσιφόρου, παλιού αγαπημένου. Ο σελιδοδείκτης όμως που βρήκα εντός του μου θύμισε το βαρυφορτωμένο με αυτού του είδους την ελαφρά λογοτεχνία τμήμα του βιβλιοπωλείου. Διαφήμιζε το Φθινόπωρο της Μάγισσας μιας κυρίας Καίτης Οικονόμου, που ήδη από την πρώτη του έκδοση, όπως έλεγε ο σελιδοδείκτης, βγήκε σε 40.000 (!) αντίτυπα: επρόκειτο προφανώς για ένα απ’ αυτά τα ανάλαφρα, γλυκόπιοτα αναγνώσματα που τόσο αγαπάνε διάφορες κυρίες που τους αρέσει η ‘λογοτεχνία’. Τι συμβαίνει; Τα παλιά Βίπερ Νόρα, τα ρομάντζα τσέπης που πουλιούνταν στα σελοφάν τους στα περίπτερα – θυμάστε το αξέχαστο ‘μ’ ένα Άρλεκιν ξεχνιέμαι’; –, με την εκδοτική έκρηξη των τελευταίων χρόνων ξέφυγαν από το όχι πολύ σικ περίπτερο και τις φτηνές εκδόσεις. Αναβαθμίστηκαν.
Και μετουσιώθηκαν σε μια ευυπόληπτη (αλλά κυρίως ευπώλητη) ‘λογοτεχνία’ που γεμίζει με τα προϊόντα της ακόμα και τα καλύτερα βιβλιοπωλεία: μια ροζ ή βιολετί ‘λογοτεχνία’ με ένα μαζικό, τεράστιο κοινό ευαίσθητων ψυχών που με τα ίδια κριτήρια που βλέπουν τα τηλεοπτικά τους σίριαλ ή τις αισθηματικές κομεντί τους, επιλέγουν και τα βιβλία τους. Στο βιβλιοπωλείο πραγματικά μου έκανε εντύπωση ο όγκος αυτής της παραγωγής. Δεκάδες αν όχι εκατοντάδες τέτοια πονήματα, με κοινό παρανομαστή χαμένες πατρίδες, καταδικασμένους έρωτες, μάγισσες και ερωτικά μυστήρια, άστρα και ρομαντικά φεγγάρια. Αν αυτά επιλέγει στη μεγάλη του πλειοψηφία το γυναικείο αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα (δηλαδή το μοναδικό αναγνωστικό κοινό που διαθέτουμε, μια και στην πατρίδα μας οι άντρες δεν φημίζονται για βιβλιοφάγοι), που αν κρίνω από τα δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα στα οποία βγαίνουν κάτι τέτοιο συμβαίνει, αν αυτές οι μεταφερμένες στο χαρτί σαπουνόπερες αποτελούν την εναλλακτική στην τηλεόραση, την έχουμε άσχημα. Πολύ άσχημα.       

6 Μαΐ 2011

Η περίπτωση Θεοδωράκη και ένα ερώτημα

Η περίπτωση Θεοδωράκη, όπως ξανάρθε στην επικαιρότητα με τον αποκλεισμό του από την αυστριακή Βουλή λόγω γνωστών αντισημιτικών του δηλώσεων, εγείρει ένα ερώτημα γενικότερο: ένας δημιουργός, ένας άνθρωπος που έχει κάτι ξεχωριστό, που έχει την αιωνιότητα μέσα του, όταν πάψει να δημιουργεί, παραμένει ξεχωριστός ή ξαναγίνεται ένας συνηθισμένος άνθρωπος; Δύσκολο το ερώτημα, καθότι μεταφυσικό. Αν, παραδείγματος χάριν, ο Πικάσο δεν έβγαζε από τα χέρια του αριστουργήματα μέχρι τα βαθιά του γεράματα αλλά σταματούσε ας πούμε στα πενήντα του να δημιουργεί, θα εξακολουθούσε στα γεράματά του να αποτελεί τον μεγαλύτερο, πιο ρηξικέλευθο ζωγράφο του εικοστού αιώνα; Ή θα γινόταν ένας κοντοπίθαρος ανδαλουσιανός μπάρμπας με αδυναμία σε νεότερες γυναίκες που κάποτε υπήρξε τεράστιος ζωγράφος; Άραγε το δημιουργικό ταλέντο, ακόμα και μετά την ημερομηνία λήξης του, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας του δημιουργού ή κάτι ανεξάρτητο από αυτήν; Δεν νομίζω να υπάρχει ολοκληρωμένη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Υπάρχει όμως η συνηθισμένη, ανθρώπινη πλευρά ακόμα και στον πιο ασυνήθιστο, προικισμένο άνθρωπο. Μια πλευρά που φαίνεται εντονότερα όσο τον εγκαταλείπει η άλλη, η ασυνήθιστη, η χαρισματική του πλευρά. Και αυτό νομίζω συμβαίνει με τον Μίκη Θεοδωράκη. Όσο περισσότερο αφήνει πίσω του εκείνη την άλλη πλευρά, τόσο περισσότερο ξαναγίνεται ένας συνηθισμένος άνθρωπος, με τις προκαταλήψεις, τα ‘κολλήματα’, τις εμμονές που κουβαλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται τόσος πολύς θόρυβος γύρω από τις δηλώσεις του και τις αντιδράσεις σ’ αυτές, ούτε υπερβολικά, ανόητα δημοσιεύματα σε βάρος άλλων λαών όπως του Γ.Π. Μαλούχου από το σημερινό ‘Βήμα’. Ας τον αφήσουμε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ας του κάνουμε αυτή τη χάρη. Ακόμα κι αν ο ίδιος δεν το θέλει. Όπως δε θα το ’θελε κανένας συνηθισμένος άνθρωπος.

3 Μαΐ 2011

Μια (όχι τόσο) απρόσμενη υποψηφιότητα

Θυμάμαι, όταν πρωτογνωριστήκαμε με τη γυναίκα μου, εγώ ήμουν ο συγγραφέας (έβγαινε τότε ένα βιβλίο μου για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, που της αφιέρωσα). Απ’ ό, τι φάνηκε η γυναίκα μου ‘ζήλεψε’ και λίγα χρόνια μετά άρχισε κι αυτή να γράφει. Ξεκίνησε ένα καλοκαίρι που ταξιδεύαμε οδικώς στην Ευρώπη, στην Ιταλία, κάτω από τη δροσερή, σιωπηρή σκιά ενός Τοσκανέζικου δέντρου σε ένα παλιό αγρόκτημα που είχαμε βρει και μέναμε. Διηγήματα. Μου τα έδινε να τα δοκιμάσω, όπως δοκιμάζει κανείς μια καινούργια μαγειρική, να της πω αν άξιζαν – παρότι η ίδια ήδη έδειχνε μια κρυφή βεβαιότητα ότι άξιζαν τον κόπο. Και εκεί, στην Τοσκάνη, που τα πρωτοείδα, κατάλαβα ότι τα μικρά αυτά λογοτεχνήματα είχαν κάτι. Είχαν, για την ακρίβεια, κάτι που δεν το ’χα ξαναδεί. Η γυναίκα μου είχε έναν δικό της, ιδιαίτερο τρόπο να συνταιριάζει λέξεις, να δίνει άλλο νόημα σε κάποιες που αλλιώς τις ξέραμε και να σε οδηγεί, μέσα από απάτητα μονοπάτια, εκεί απ’ όπου η ίδια είχε ξεκινήσει, για να μοιραστείς μαζί της την έμπνευση. Και έγραφε, έγραφε, έγραφε. Ακόμα δεν είχαμε παιδιά και υπήρχε περισσότερος, πιο άνετος χρόνος να αφιερώνουμε σε τέτοιου είδους ‘πολυτέλειες’, σε περιπέτειες της σκέψης και της γραφίδας. Δεν ήταν δηλαδή όπως αυτές τις μέρες, που τις περνά με τον νεογέννητο γιο αγκαλιά, και τη λίγο μεγαλύτερη κόρη να την ακολουθεί κυριολεκτικά παρά πόδας. Πέρσι, όταν η κόρη ήταν δεν ήταν ενός έτους, έβγαλε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων που, με τη σειρά της, αφιέρωσε σε μένα και τη μικρούλα. Και δεν πέρασε απαρατήρητη. Δέχτηκε κολακευτικές κριτικές από άλλους, παλιότερους συγγραφείς και δημοσιογράφους που δεν την ήξεραν αλλά τους άγγιξαν, όπως είχαν αγγίξει κι εμένα εκείνο το ιταλικό καλοκαίρι, οι δικές της λέξεις, που τις κατείχε και τις έπαιζε μ’ έναν τρόπο που ούτε κι αυτοί οι πολύπειροι βιβλιάνθρωποι θα ’χαν ξαναδεί. Σήμερα είδαμε στις εφημερίδες ότι είναι υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού ‘Διαβάζω’. Και είμαι πολύ περήφανος. Νομίζω κι εκείνη. Επιβεβαιώνεται η προσπάθειά της και η πίστη της στις δυνάμεις της, παρά τις αντιξοότητες που μας ήρθαν στο δρόμο, παρά τα νέα μας καθήκοντα ως γονιών, παρά πολλά άλλα. Ακόμα κι αν δεν το πάρει το βραβείο, αυτή την υποψηφιότητα τη λέω πολύ σημαντική. Αλλά, αν με ρωτήσετε, σας λέω θα το πάρει! Γιατί το αξίζει.  

Ένας καλός άνθρωπος

Ο Θανάσης Βέγγος που μας άφησε σήμερα αντιπροσώπευε έναν τύπο ανθρώπου που μας έχει αφήσει από καιρό. Οι ταινίες του όμως σκιαγραφούν μια πραγματικότητα που είναι ακόμα μαζί μας: μια εξωπραγματική πραγματικότητα, την ίδια που από τη δεκαετία του ’60 μέχρι τη σημερινή, πιο ιλουστρασιόν εκδοχή της, κυριαρχεί στην Ελλάδα και αποτελεί την σημαντικότερη και πιο απαραίτητη σφραγίδα στο βιβλιάριο ζωής κάθε κατοίκου της χώρας αυτής. Μια πραγματικότητα άναρχη, απρόβλεπτη, αντιφατική. Όπως και ο κεντρικός ήρωας των ταινιών του Θανάση Βέγγου: εκρηκτικός, κατατρεγμένος, αγχώδης. Παρότι σαν τύπος ανθρώπου ο Θανάσης Βέγγος ανήκει σε μια εποχή ανεπίστρεπτη – μια εποχή οραμάτων, ιδεολογιών, ιδανικών, ανεπιτήδευτης αξιοπρέπειας –, ο κεντρικός ήρωάς του παραμένει επίκαιρος. Αναπαριστά χωρίς υπεκφυγές ή στρογγυλέματα την ανείπωτη αγωνία κάθε καθημερινού Έλληνα να βρει τις από αιώνες χαμένες του ισορροπίες, που όσο τρέχει ξοπίσω τους τόσο πέφτει σε καινούργιες, απρόβλεπτες δίνες αντιφάσεων. Μια τελευταία τέτοια δίνη ήταν οι περιπέτειες με την υγεία του, τα εγκεφαλικά επεισόδια, που κατέληξαν στη σημερινή οριστική φυγή του, στην απόδρασή του από αυτή την αντιφατική, αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα και στην τελική λύτρωση από τα δεινά της: ό, τι δεν κατάφερνε στις ταινίες του ο κινηματογραφικός Βέγγος το κατάφερε ο καλός μας άνθρωπος σήμερα. Ξέφυγε.

1 Μαΐ 2011

Περιμένοντας μια άλλη ανάσταση...

Μόλις επέστρεψα λόγω δουλειάς στην Αθήνα από δυο εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη. Μια Θεσσαλονίκη, στην οποία ακόμα σκοντάφτει κανείς στις παράνομα φυτεμένες στα πεζοδρόμια διαφημιστικές πινακίδες από τις τελευταίες δημοτικές εκλογές. Ξάφνου, εκεί που οδηγάς, βλέπεις τον Στέλιο Παπαθεμελή σε προεκλογικό κάλεσμα. Και σου γεννάται το ερώτημα: πόσο εγκαταλειμμένη μπορεί να είναι μια πόλη; Πόσο μπορεί να αδιαφορούν οι όποιοι υπεύθυνοι που δεν μπήκαν καν στον κόπο να μαζέψουν αυτές τις πινακίδες; Ή μήπως τις άφησαν για να θυμίζουν τις τραγικές εναλλακτικές (απ’ τη μια ο ‘οικολόγος’ Τρεμόπουλος, απ’ την άλλη ο προαναφερθείς Παπαθεμελής και άλλοι γραφικοί τύποι) στον νυν δήμαρχο Μπουτάρη; Ίσως γίνει όπως με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια σε άλλους δρόμους της πόλης και τις αφήσουν μέχρι τις επόμενες εκλογές, αφού και οι υποψήφιοι λίγο-πολύ ίδιοι θα είναι. Μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα γεννήθηκε και το δεύτερό μου παιδί, ο γιος μου, τη φορά αυτή σε ένα νοσοκομείο (και όχι σε ιδιωτική κλινική όπως η κόρη). Επιλέξαμε για λόγους κυρίως αντιμετώπισης κάποιου απροόπτου το νοσοκομείο και δόθηκε μια καλή ευκαιρία για συγκρίσεις μεταξύ της ξενοδοχειακού τύπου κλινικής και του δημόσιου νοσοκομείου. Στην πρώτη επιλέγουν να γεννάνε τα παιδιά τους οι πολίτες ‘Α’ κατηγορίας’, αστοί δηλαδή που δεν εμπιστεύονται τα δημόσια νοσοκομεία που οι ίδιοι με τους φόρους τους έχτισαν. Στο νοσοκομείο βρεθήκαμε με τους πολίτες ‘Β’ και Γ’ κατηγορίας’: αλλοδαπούς, νεαρούς επαρχιώτες, ομογενείς, αθίγγανους, όλους όσους αποτελούν τη μόνιμη πελατεία των ελληνικών νοσοκομείων. Η παραμονή εκεί οπωσδήποτε λιγότερο εύοσμη και λαμπερή από ό, τι στην κλινική αλλά σφαιρικότερα καλυμμένη από ιατρικής άποψης. Και αυτό είναι νομίζω που μετρά. Διότι η γέννα ενός παιδιού δεν θα ’πρεπε να γίνεται μια λάιφ στάιλ επιλογή (‘πάμε να γεννήσουμε κάπου ωραία με θέα’), παρότι αυτό ακριβώς έχει γίνει για πολλούς: μια ευκαιρία για ολιγοήμερες διακοπές σε ένα καλογυαλισμένο περιβάλλον επίδειξης πλούτου μακριά από την πραγματικότητα που, πιστή στο ραντεβού, σε περιμένει μόλις βγεις. Ίσως έχουμε μάθει ακόμα και τις πιο προσωπικές, πιο αυθεντικές, πιο ολοκληρωμένες μας στιγμές να τις περνάμε, ακόμα και σε καιρούς κρίσης, ένα βερνίκι νεοπλουτισμού. Λες και το χρειάζονται.

Η άλλη διαφορά από την πρώτη φορά ήταν το ληξιαρχείο. Την κόρη την είχα δηλώσει στο παλιό ληξιαρχείο της Θεσσαλονίκης, που στεγαζόταν σ’ ένα απ’ αυτά τα βρώμικα, άθλια κτίρια που τόσο επάξια αντιπροσωπεύουν το ελληνικό κράτος της μίζας και της αναξιοκρατίας. Μου είχε κάνει εντύπωση τότε η πλήρης απουσία μηχανογράφησης. Τα νεογέννητα καταγράφονταν με το χέρι σε κάτι χοντρούς τόμους, και όταν αυτοί οι τόμοι γέμιζαν στοιβάζονταν, ξεφτισμένοι και τρισάθλιοι, σε ράφια που έπιαναν όλο και περισσότερο χώρο, όλο και περισσότερους τοίχους. Τη φορά αυτή με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη: το ληξιαρχείο στεγαζόταν στο νέο δημαρχείο της Θεσσαλονίκης, που παρά τις όποιες κριτικές έχει δεχτεί δεν παύει να αποτελεί ένα καινούργιο, καθαρό, σύγχρονο κτίριο. Μπαίνοντας όμως στο ληξιαρχείο διαπίστωσα ότι είχε μεταφερθεί ατόφια η παλιά κατάσταση: γραφεία με υπαλλήλους νέους ανθρώπους αλλά χωρίς υπολογιστές, οι ίδιοι σκοροφαγωμένοι τόμοι, τα ίδια χαρτιά που σου ζητούνται ελλείψει στοιχειώδους μηχανοργάνωσης του ελληνικού κράτους: πράξη προσδιορισμού επωνύμου τέκνου (από την εκκλησία αυτή, σταθερό συμπαίκτη του ελληνικού κράτους στο παιχνίδι της γραφειοκρατίας μετά μπαξισιού, μια και για να την πάρεις δίνεις στον παπά της ενορίας σου το κατιτίς), ληξιαρχική πράξη γάμου, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και τα λοιπά. Πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα, πόσο χώρο, χρόνο και ταλαιπωρία θα εξοικονομούσαμε, αν οι νεογέννητοι Έλληνες πολίτες περνιούνταν, εν έτει 2011, σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και όχι σε λιγδιασμένους τόμους με ένα στυλό στο χέρι και ένα μπλάνκο δίπλα για διόρθωση λαθών; Ή αν εκεί στο ληξιαρχείο γνώριζαν τη θαυμάσια αυτή εφεύρεση που λέγεται ίντερνετ και τη χρησιμοποιούσαν (αν και όταν αποκτήσουν ηλεκτρονικούς υπολογιστές) για να επικοινωνούν με νοσοκομεία, δήμους και όλους όσους χρειάζεται χωρίς να αναγκάζεται να πηγαινοέρχεται ο ίδιος ο ταλαίπωρος πολίτης με στοίβες σφραγισμένα χαρτιά στα χέρια από τον ένα στον άλλο σε αναζήτηση ακόμα περισσότερων χαρτιών και σφραγίδων; Αυτά αναρωτιόμουν καθισμένος μπροστά στον υπάλληλο του ληξιαρχείου που με ένα στυλό στο χέρι συμπλήρωνε αργά, με νοικοκυρεμένα, στρογγυλά γράμματα διάφορα στοιχεία στον χοντρό τόμο μπροστά του, ακούγοντας από το ραδιοφωνάκι μιας συναδέλφου του μεγαλοβδομαδιάτικες ψαλμωδίες, όταν σταμάτησε για να ρωτήσει αν είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι…