Αυτά που πολλοί ζουν εδώ και λίγα χρόνια, κάποιοι τα ζήσαμε από πιο πριν. Επειδή πίσω από το σήμερα υπάρχει, πάντα, μια ολόκληρη διαδρομή που οδηγεί σ’ αυτό, μια μεγάλη ευθεία – που εξηγεί πολλά.
Φθινόπωρο του 2004. Ένας χρόνος που έχω επιστρέψει από την Αγγλία στην πατρίδα τελειώνοντας το διδακτορικό μου και να η πρώτη μου δουλειά. Καθηγητής αγγλικών σε ένα φροντιστήριο σ’ ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η απόσταση, 25 χλμ να πας και άλλα τόσα να γυρίσεις, 50 χλμ κάθε μέρα. Επειδή έχω ελάχιστες ώρες μαθήματος, περισσότερη ώρα μπορεί να τρώει το καθημερινό πήγαινε-έλα παρά η δουλειά καθαυτή. Δεν πειράζει. Ούτε πειράζει όταν με την κακοκαιρία, με τα χιόνια το χειμώνα, η ιδιοκτήτρια, επειδή δεν το μπορεί το κρύο, μου αφήνει τα κλειδιά στο από κάτω γυράδικο να ανοίγω εγώ. Η ιδιοκτήτρια, είπα; Μια νέα κοπέλα, κόρη ομογενή από την Αυστραλία που μου συστήθηκε ως άνθρωπος «προοδευτικός» με προχωρημένες ιδέες και φρέσκες απόψεις που ήθελε να κάνει τη διαφορά, να αλλάξει τα δεδομένα στο χώρο. Αχ τι ωραία, σκεφτόμουν κάθε μέρα στο αυτοκίνητο, στις στροφές από και προς το χωριό, που το βράδυ κινδύνευες από τον κακό φωτισμό.
Οι πληρωμές μου σε ένα φάκελο σε μετρητά, αργούσαν. Μια φορά που μετά από πολλή πολλή σκέψη είπα χαμηλόφωνα κάτι, με έψεξε φωναχτά: «δεν είμαστε κακοπληρωτές». Και ναι, παράπονο δεν έπρεπε να έχω. Άλλωστε ο πατέρας της είχε ένα φούρνο και τα Χριστούγεννα πήρα μια ξεχειλισμένη σακούλα με μπαγιάτικα φουρνοείδη που είχαν περισσέψει, για τα Χρόνια Πολλά. Σαν πέρασε αυτή η χρονιά, με μπαγιάτικα κουλούρια και τσαλακωμένα χαρτονομίσματα σε μικρούς φακέλους, μια γειτόνισσα, που δούλευε σε φροντιστήρια χρόνια, με ρώτησε, επειδή με είδε λιγάκι στον κόσμο μου (και ήμουν), αν είχα πάρει τη χρονιά που πέρασε δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα ή επίδομα καλοκαιρινής αδείας από την ιδιοκτήτρια του φροντιστηρίου. Φυσικά και δεν είχα πάρει, δεν είχα καν ξανακούσει για τέτοια πράγματα. Πήρα την ιδιοκτήτρια στο τηλέφωνο, αλλά δεν κατάφερα να τη βρω. Πήρα, ξανά και ξανά. Τίποτα. Η γειτόνισσα με ρώτησε αν είχα δει και ένσημα. Ένσημα; Μμ όχι, δε νομίζω. Με έβαλε σε σκέψεις. Και μια μέρα πήγα στο ΙΚΑ που θα έπρεπε να είμαι δηλωμένος. Ούτε είχα δηλωθεί, ούτε ένσημα είχαν κολληθεί. Της έκανα καταγγελία. Και την επόμενη μέρα, πήγα στην Επιθεώρηση Εργασίας. Τα χρωστούμενα, από δώρα και επίδομα, έβγαιναν πάνω από 2.000 ευρώ. Καταγγελία και εκεί. Αλλά, στα τηλέφωνα, η πρώην εργοδότης μου, αδύνατο να βρεθεί.
Κάποια στιγμή αργότερα, πήγαμε ένα απόγευμα με τη γυναίκα μου να αγοράσουμε κάτι από ένα κατάστημα και εντελώς τυχαία, χωρίς να το περιμένουμε, πέσαμε πάνω στον άντρα της που εργαζόταν εκεί ως πωλητής. Μας είδε, τον είδαμε. Και, από εκείνη τη στιγμή, να που έδωσε σημεία ζωής και η γυναίκα του. Σήκωσε το τηλέφωνο επιτέλους και την ενημέρωσα για τη διπλή καταγγελία που της είχα κάνει, λέγοντάς της ότι, πραγματικά, δεν μου είχαν μείνει άλλα περιθώρια καθώς όλο αυτόν τον καιρό ήταν εξαφανισμένη. Σε έξαλλη κατάσταση, όταν της είπα για τα δώρα των γιορτών και το επίδομα αδείας που δικαιούμουν και μου χρωστούσε, θυμάμαι που μου είπε: «και που τα ’μαθες εσύ αυτά;». Λίγες μέρες μετά συναντηθήκαμε με τον άντρα της στην Επιθεώρηση Εργασίας για να κανονίσουμε να πληρωθώ τα χρωστούμενα, σε δόσεις. Δεν είπαμε πολλά αλλά μπροστά στην Επιθεωρήτρια, στο γραφείο της, κοιτώντας με στα μάτια, θυμάμαι που με ρώτησε, φανερά απορημένος: «Μα καλά, βρε Γεράσιμε, τόσον καιρό δεν έπαιρνες ένα τηλεφωνάκι να τα βρίσκαμε σαν άνθρωποι;». Μέσα μου, ένας ανεμόμυλος συναισθημάτων, που ανακατεύονταν σαν σε μίξερ: μια πλημμύρα απογοήτευσης για αυτόν τον νέο άνθρωπο, σαστιμάρα και απορία για το πώς ή τι μπορεί να σκεφτόταν, χίλια δυο. Κυρίως όμως ανακάτωμα. Και προβλήματα με το στομάχι μου, που ποτέ δεν ήταν πολύ γερό.
Ήταν 2004. Η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων.
γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ