Με αφορμή τη μάχη του τσιγάρου που μαίνεται στη χώρα, θυμήθηκα μια ενδιαφέρουσα (αντι)καπνιστική εμπειρία από τη γείτονα Ιταλία, πριν λίγα χρόνια. Όπως ίσως θα θυμάστε όσοι παρακολουθείτε το blog για χρόνια (αυτό μου φάνηκε μάλλον απίθανο αλλά δε βαριέστε) το 2007 είχαμε βρεθεί οδικώς με τη γυναίκα μου στην Τοσκάνη. Μέναμε σ’ ένα μέρος που λεγόταν Castiglion Fiorentino, μια εξοχή πανέμορφη στην οποία είπαμε να ξαναπάμε μόλις μεγαλώσουν και λίγο τα νεότερα μέλη της οικογένειας. Εκεί λοιπόν κοντά είχε και ένα εστιατόριο, που μας άρεσε και πηγαίναμε και τρώγαμε. Το εστιατόριο το έλεγαν Antica Pieve (στη φωτογραφία).
Μη φανταστείτε τίποτα στημένο και κυριλέ, ήταν ένα εστιατόριο φιλικότατο, συνηθισμένο φαντάζομαι για τους γείτονες Ιταλούς αλλά, βεβαίως, τοποθετημένο και στην ωραιότατη τοσκανέζικη φύση. Η έκταση όπως βλέπετε μεγάλη, και τα εξωτερικά τραπέζια πολλά. Και κάθε φορά που πηγαίναμε τα μπόλικα αυτά τραπέζια ήταν πολύβουα, γεμάτα παρέες όλων των ηλικιών, από τα μεσαία στρώματα της τοσκανέζικης κοινωνίας όπως φαινόταν. Δεν μιλάμε δηλαδή για καμία αριστοκρατία αλλά για κανονικούς ανθρώπους, που πήγαιναν εκεί με την κοπέλα τους, τα παιδιά τους, τους φίλους ή τις φίλες τους να φάνε και να πιούνε και καλό κρασί. Όλοι λοιπόν αυτοί είχαν ένα κοινό, το οποίο ίσως μαντέψατε: κανείς τους δεν κάπνιζε. Πράγμα που όπως αντιλαμβάνεστε, συνέλληνες, μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Προσωπικά, είχα κάποια στιγμή φτάσει στο σημείο να κοιτάω διακριτικά αλλά εξονυχιστικά ένα-ένα τα τραπέζια, όλους αυτούς τους γεμάτους κέφι και ζωντάνια ανθρώπους, που φαίνονταν να περνάνε τόσο καλά αλλά που δεν... κάπνιζαν!
Αντιλαμβάνεστε νομίζω την, πώς να την πω, την ταραχή μου. Αν και μη καπνιστής, ποτέ μου μέχρι τότε δεν είχα βρεθεί σε έναν τόσο μεγάλο εξωτερικό χώρο, μια γλυκιά, έναστρη καλοκαιρινή βραδιά, που απολαμβάνει κανείς ένα ή και περισσότερα ποτήρια κρασί, με τόσους πολλούς ανθρώπους γύρω μου να διασκεδάζουν, μιλώντας και γελώντας ζωηρά και, ταυτόχρονα, χωρίς να καπνίζουν! Όλοι τους; Χμμ... σχεδόν όλοι. Μην ξεχνάτε ότι μεταξύ τους υπήρχαν και… δυο Έλληνες, που παρότι μη καπνιστές μας εντυπωσίασε τόσο πολύ όλο αυτό το θέαμα, μας καταπίεσε με έναν παράξενο τρόπο θα έλεγα, που αποφασίσαμε να… καπνίσουμε! Φώναξα λοιπόν μια σερβιτόρα και ρώτησα αν μπορούσαμε να καπνίσουμε. "Ευχαρίστως", μου είπε, οπότε της ζήτησα κι ένα τασάκι. Αυτή εξαφανίστηκε ευγενικά και μετά από κάμποση ώρα - τόση που αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε μήπως τους είχαμε, στο εστιατόριο, προκαλέσει κάποιο πρόβλημα – επέστρεψε με ένα μικρούλι πιατάκι του καφέ. Όταν μας το έφερε δεν ήξερα αν θα έπρεπε να γελάσω (όπως γελάω τώρα που τα διηγούμαι και τα θυμάμαι) ή να… νιώσω απλώς βλαξ. Εν πάση περιπτώσει, ανάψαμε κάτι πουράκια που είχαμε, στριμώχνοντας τις στάχτες στο πιατάκι…