24 Νοε 2012

Πριν την κρίση

Αυτά που πολλοί ζουν εδώ και λίγα χρόνια, κάποιοι τα ζήσαμε από πιο πριν. Επειδή πίσω από το σήμερα υπάρχει, πάντα, μια ολόκληρη διαδρομή που οδηγεί σ’ αυτό, μια μεγάλη ευθεία – που εξηγεί πολλά.

Φθινόπωρο του 2004. Ένας χρόνος που έχω επιστρέψει από την Αγγλία στην πατρίδα τελειώνοντας το διδακτορικό μου και να η πρώτη μου δουλειά. Καθηγητής αγγλικών σε ένα φροντιστήριο σ’ ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η απόσταση, 25 χλμ να πας και άλλα τόσα να γυρίσεις, 50 χλμ κάθε μέρα. Επειδή έχω ελάχιστες ώρες μαθήματος, περισσότερη ώρα μπορεί να τρώει το καθημερινό πήγαινε-έλα παρά η δουλειά καθαυτή. Δεν πειράζει. Ούτε πειράζει όταν με την κακοκαιρία, με τα χιόνια το χειμώνα, η ιδιοκτήτρια, επειδή δεν το μπορεί το κρύο, μου αφήνει τα κλειδιά στο από κάτω γυράδικο να ανοίγω εγώ. Η ιδιοκτήτρια, είπα; Μια νέα κοπέλα, κόρη ομογενή από την Αυστραλία που μου συστήθηκε ως άνθρωπος «προοδευτικός» με προχωρημένες ιδέες και φρέσκες απόψεις που ήθελε να κάνει τη διαφορά, να αλλάξει τα δεδομένα στο χώρο. Αχ τι ωραία, σκεφτόμουν κάθε μέρα στο αυτοκίνητο, στις στροφές από και προς το χωριό, που το βράδυ κινδύνευες από τον κακό φωτισμό.

Οι πληρωμές μου σε ένα φάκελο σε μετρητά, αργούσαν. Μια φορά που μετά από πολλή πολλή σκέψη είπα χαμηλόφωνα κάτι, με έψεξε φωναχτά: «δεν είμαστε κακοπληρωτές». Και ναι, παράπονο δεν έπρεπε να έχω. Άλλωστε ο πατέρας της είχε ένα φούρνο και τα Χριστούγεννα πήρα μια ξεχειλισμένη σακούλα με μπαγιάτικα φουρνοείδη που είχαν περισσέψει, για τα Χρόνια Πολλά. Σαν πέρασε αυτή η χρονιά, με μπαγιάτικα κουλούρια και τσαλακωμένα χαρτονομίσματα σε μικρούς φακέλους, μια γειτόνισσα, που δούλευε σε φροντιστήρια χρόνια, με ρώτησε, επειδή με είδε λιγάκι στον κόσμο μου (και ήμουν), αν είχα πάρει τη χρονιά που πέρασε δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα ή επίδομα καλοκαιρινής αδείας από την ιδιοκτήτρια του φροντιστηρίου. Φυσικά και δεν είχα πάρει, δεν είχα καν ξανακούσει για τέτοια πράγματα. Πήρα την ιδιοκτήτρια στο τηλέφωνο, αλλά δεν κατάφερα να τη βρω. Πήρα, ξανά και ξανά. Τίποτα. Η γειτόνισσα με ρώτησε αν είχα δει και ένσημα. Ένσημα; Μμ όχι, δε νομίζω. Με έβαλε σε σκέψεις. Και μια μέρα πήγα στο ΙΚΑ που θα έπρεπε να είμαι δηλωμένος. Ούτε είχα δηλωθεί, ούτε ένσημα είχαν κολληθεί. Της έκανα καταγγελία. Και την επόμενη μέρα, πήγα στην Επιθεώρηση Εργασίας. Τα χρωστούμενα, από δώρα και επίδομα, έβγαιναν πάνω από 2.000 ευρώ. Καταγγελία και εκεί. Αλλά, στα τηλέφωνα, η πρώην εργοδότης μου, αδύνατο να βρεθεί.

Κάποια στιγμή αργότερα, πήγαμε ένα απόγευμα με τη γυναίκα μου να αγοράσουμε κάτι από ένα κατάστημα και εντελώς τυχαία, χωρίς να το περιμένουμε, πέσαμε πάνω στον άντρα της που εργαζόταν εκεί ως πωλητής. Μας είδε, τον είδαμε. Και, από εκείνη τη στιγμή, να που έδωσε σημεία ζωής και η γυναίκα του. Σήκωσε το τηλέφωνο επιτέλους και την ενημέρωσα για τη διπλή καταγγελία που της είχα κάνει, λέγοντάς της ότι, πραγματικά, δεν μου είχαν μείνει άλλα περιθώρια καθώς όλο αυτόν τον καιρό ήταν εξαφανισμένη. Σε έξαλλη κατάσταση, όταν της είπα για τα δώρα των γιορτών και το επίδομα αδείας που δικαιούμουν και μου χρωστούσε, θυμάμαι που μου είπε: «και που τα ’μαθες εσύ αυτά;». Λίγες μέρες μετά συναντηθήκαμε με τον άντρα της στην Επιθεώρηση Εργασίας για να κανονίσουμε να πληρωθώ τα χρωστούμενα, σε δόσεις. Δεν είπαμε πολλά αλλά μπροστά στην Επιθεωρήτρια, στο γραφείο της, κοιτώντας με στα μάτια, θυμάμαι που με ρώτησε, φανερά απορημένος: «Μα καλά, βρε Γεράσιμε, τόσον καιρό δεν έπαιρνες ένα τηλεφωνάκι να τα βρίσκαμε σαν άνθρωποι;». Μέσα μου, ένας ανεμόμυλος συναισθημάτων, που ανακατεύονταν σαν σε μίξερ: μια πλημμύρα απογοήτευσης για αυτόν τον νέο άνθρωπο, σαστιμάρα και απορία για το πώς ή τι μπορεί να σκεφτόταν, χίλια δυο. Κυρίως όμως ανακάτωμα. Και προβλήματα με το στομάχι μου, που ποτέ δεν ήταν πολύ γερό.

Ήταν 2004. Η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

16 Νοε 2012

Για ένα άλλο Πολυτεχνείο

Με αφορμή το άγριο ξύλο και τους τραυματισμούς με τους οποίους ξεκίνησε ο εορτασμός της επετείου του Πολυτεχνείου, θα έλεγα ότι αν θέλουμε (ειλικρινά όμως) να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία που λέγεται «μεταπολίτευση» και τις παθογένειές της, θα πρέπει, όσο περίεργο κι αν ακουστεί, το Πολυτεχνείο να πάψει να γιορτάζεται. Ή μάλλον να πάψει να γιορτάζεται όπως ξέραμε μέχρι σήμερα. Δηλαδή με «αγωνιστικές» πορείες και νοσταλγικές, θορυβώδεις φιέστες που καταλήγουν σε γροθιές, ύβρεις και μολότοφ. Διότι, μεταξύ άλλων, η επέτειος, με τον τρόπο αυτό που επιμένουμε να γιορτάζεται, αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό δούρειο ίππο της διατήρησης και παντοκρατορίας των κομματικών «νεολαιών» στα ελληνικά πανεπιστήμια. Λειτουργεί σαν πανηγυρική υπενθύμιση της ανύπαρκτης σήμερα ή ορθότερα εκφυλισμένης πολιτικής (μάλλον παραπολιτικής), «αγωνιστικής» τους υπόστασης, βάσει της οποίας διαιωνίζονται οι γηπεδικού τύπου αντιπαραθέσεις τους και η μεσαιωνικού τύπου διαπλοκή τους με άλλες πανεπιστημιακές εξουσίες, φατρίες, συντεχνίες. Αν θέλουμε να λέμε ότι τελειώσαμε με τη μεταπολίτευση και τα κοινωνικοπολιτικά συμπαρομαρτούντα της, ότι πήγαμε παρακάτω, όπου κι αν μπορεί να εντοπίζεται ή να οδηγεί αυτό το παρακάτω, καλό θα ήταν να τελειώσουμε με τη γιορτή αυτή όπως την ξέρουμε. Και να τη δούμε αλλιώς.

Πώς αλλιώς; Με χαμηλών τόνων, επί της ουσίας, χωρίς φανατισμούς και «πολιτικές» κορόνες συζητήσεις, προβολές φιλμ και ντοκιμαντέρ, χαμηλού προφίλ εκδηλώσεις χωρίς «επαναστατικά» κρεσέντο, στα σχολεία. Οι οποίες θα εστιάζουν στην επταετή δικτατορία και το Πολυτεχνείο ως κορυφαίο παράδειγμα του πώς μπορούν και πρέπει οι ζωντανές, φρέσκες, ανάλαφρες υπάρξεις που λέγονται μαθητές ή φοιτητές, να γίνονται η αιχμή του δόρατος όταν πρέπει, όταν επιβάλλεται να γυρίσει μια βαριά πλην φριχτή σελίδα μια χώρα, ένας ολόκληρος λαός. Διότι αυτά τα παιδιά είχαν και έχουν τα λιγότερα δυνατά χρέη σε ένα πάντα στυγνό, τοκογλυφικό παρόν, που κρατάει όλους τους άλλους, τους μεγαλύτερους, δέσμιούς του, δέσμιους ατελείωτων «υποχρεώσεων» ή «ευθυνών».

Τη θέση των σημερινών βαρυφορτωμένων με συνθήματα πανό θα πρέπει να πάρει μια πιο ώριμη, πιο κατασταλαγμένη, πιο ψύχραιμη – εφόσον θεωρούμε την ελληνική δημοκρατία γερά εγκαθιδρυμένη, εφόσον πιστεύουμε ότι δε χρειάζεται πορείες και βροντοφωναγμένα συνθήματα για να αποδείξει την ευρωστία της – θεώρηση εκείνων των γεγονότων, που να μη σε κάνει να νομίζεις ότι η δικτατορία έπεσε μόλις χθες. Αλλά που θα τα εντάσσει, με τρόπο χαμηλόφωνο πλην ουσιώδη, σεμνό και βαθυστόχαστο, στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό τους περίβλημα, αναδεικνύοντάς τα σε εφαλτήριο δημιουργικού προβληματισμού και όχι «πολιτικών» τραμπουκισμών. Δίνοντας πατήματα για αναστοχασμό, όχι καρεκλοπόλεμο. Μπορούμε;

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

13 Νοε 2012

To κοροϊδάκι της δεσποινίδας

Όπως εύκολα θα μπορούσε κανείς να είχε προβλέψει σύσσωμος ο πολιτικομιντιακός κόσμος επιδίδεται αυτές τις μέρες σε πυρετώδεις συζητήσεις επί συζητήσεων γύρω από την «ανέντιμη» στάση των Ευρωπαίων που παρότι στη χρεοκοπημένη πλην τίμια Ελλάδα ψηφίσαμε, έστω με τρεις ψήφους διαφορά (που κανείς στοιχειωδώς νοήμων άνθρωπος εκτός Ελλάδος μετά από όλα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια και τις θηριώδεις παλινωδίες δεν θα έπαιρνε ούτε για ένα λεπτό σαν «εγγύηση» ότι η Ελλάδα προτίθεται να μεταρρυθμιστεί), τα μέτρα μας, δε μας δίνουν τη δόση μας. Έχουμε σα να λέμε έναν ακόμη γύρο μικροπολιτικής και μικροδημοσιογραφίας (τα δίδυμα που κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό τη χώρα αυτή στο σκέπτεσθαι και πράττειν της), κατά τον οποίο πολιτικοί και τηλεδημοσιογράφοι αλλά και μεγαλοδιασκεδαστές τύπου Λάκη Λαζόπουλου, που δυστυχώς σαν opinion leaders διαμορφώνουν κατά μεγάλο μέρος την κοινή γνώμη, αναλώνονται και θα εξακολουθήσουν να αναλώνονται σε ατελείωτα απελπισμένα, αντιευρωπαϊκά «γιατί» («μα γιατί μας καθυστερούν τη δόση», «τι παιχνίδια μας παίζουν άραγε οι Ευρωπαίοι», κοκ).

Δυστυχώς οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν ήταν ποτέ παιχνιδιάρηδες. Απλώς ψάχνουν τρόπους να σώσουν μια νομισματική ένωση που θα είχε μεγάλο πρόβλημα από μια ενδεχόμενη έξοδο ακόμη και της κακομοίρας της Ελλάδας από αυτή. Και από κάποια στιγμή και ύστερα η διατήρηση της κατεστραμμένης αυτής χώρας στη νομισματική ζωή θα αρχίζει να κοστίζει περισσότερο από την έξοδό της από την ευρωπαϊκή νομισματική «οικογένεια». Μια στιγμή που ίσως και να έχει φτάσει. Ή να πλησιάζει. Αλλά πέραν αυτής, πέραν της καθαρά νομισματικής ή μη επιβίωσης της χώρας σαν μέλους της ευρωζώνης, τα προβλήματα πάνε πολύ βαθύτερα. Φτάνουν μέχρι τις ολοκληρωτικού τύπου γραφειοκρατικές υποδομές της, την ανικανότητά της να ανοιχτεί επιχειρηματικά, πολιτισμικά, μορφωτικά ή όπως αλλιώς θέλετε στην υπόλοιπη Ευρώπη και την υπόλοιπη υφήλιο παραδειγματιζόμενη, ξεπερνώντας την εκ γενετής εσωστρέφεια και αυτοαπομόνωσή της. Παραμερίζοντας το σιδηρούν παραπέτασμα από το οποίο γλίτωσε στην περίφημη μεταπολεμική «μοιρασιά» της Γιάλτας αλλά εφηύρε και έστησε η ίδια για να απομονωθεί πίσω του και να κοροϊδεύει με την ησυχία της τους «κουτόφραγκους», τα «αμερικανάκια», όλους τους άλλους λαούς που έτρωγαν βελανίδια όταν οι μακρινοί μας «πρόγονοι» μεγαλουργούσαν (για να μας δημιουργήσουν έκτοτε ατελείωτα, αξεδιάλυτα συμπλέγματα κατωτεροανωτερότητας).

Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικομιντιακοί ταγοί της μονάκριβης πατρίδας ως συνήθως αγκαλιάζουν το αγαπημένο τους δέντρο των επιδερμικών, πανικόβλητων, πυροτεχνηματικού τύπου «αναλύσεων» της τελευταίας στιγμής αντί να βλέπουν το προβληματικό δάσος ολόγυρα. Δηλαδή μια χώρα κρεμάμενη επί τρία χρόνια από το γκρεμό της χρεοκοπίας, της οικονομικής, κοινωνικής, ανθρωπιστικής καταστροφής, που παρ' όλη την τραγική, ανθρωποκτόνο πραγματικότητα που την έχει τυλίξει αδυνατεί να αλλάξει στο παραμικρό. Μια χώρα που απ’ όπου κι αν προσπάθησε ή προσπαθεί να πιάσει τον εαυτό της για να τον βελτιώσει ή να τον αναμορφώσει ματώνει το ίδιο λεπτό, μπαλώνει πρόχειρα όπως-όπως την πληγή που άνοιξε και αιμορραγεί ακατάσχετα και πάει παρακάτω, αναζητώντας ανθεκτικότερα σε παρεμβάσεις μέρη του πολύπαθου κορμιού της. Εγκλωβισμένη σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της ελάχιστης δυνατής ζημίας.

Ποια η δεσποινίδα και ποιο το κοροϊδάκι, στην περίπτωσή μας; Νομίζω και στους δυο ρόλους πρωταγωνιστεί η Ελλάδα, με τους Ευρωπαίους να παρακολουθούν μια χώρα σε σχιζοφρένεια.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

9 Νοε 2012

Για να ξανασηκωθείς, πρέπει πρώτα να πέσεις

Η σύγχρονη Ελλάδα γεννήθηκε ως ένα project των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής της Ελληνικής Επανάστασης. Χάρη σ’ αυτές και την παρέμβασή τους πέτυχε η Επανάσταση και δημιουργήθηκε το ελληνικό έθνος-κράτος. Αν δεν είχαν ενδιαφερθεί και παρέμβει σήμερα θα αποτελούσαμε μέρος της Τουρκίας και ανοίγοντας μια τηλεόραση, θα βλέπαμε τούρκικα σίριαλ (μάλλον περισσότερα τούρκικα σίριαλ). Οι λόγοι της καλής τους πράξης καθαρά γεωπολιτικοί, λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της νεοδημιουργηθείσας χώρας και όχι εξαιτίας του βαρύτιμου παρελθόντος της όπως πολλοί θα ήθελαν και εξακολουθούν να πιστεύουν. Βέβαια, το project Ελλάδα έκτοτε δεν πήγε και πολύ καλά, παρά τα δάνεια που αφειδώς έρεαν. Αποτυχημένοι πόλεμοι με τους γείτονες Τούρκους (όπως του 1897) και υπερφιλόδοξες εκστρατείες, δικτατορίες, από του Μεταξά μέχρι των Συνταγματαρχών, χρεοκοπίες (από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη το 1893 μέχρι τον ΓΑΠ στο Καστελόριζο το 2010), «εθνικοί διχασμοί», εμφύλιοι πόλεμοι ήδη από την εποχή της Επανάστασης μέχρι και μεταπολεμικά, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, χίλια δυο.

Από το 1974 και μετά όμως και, κυρίως, από το 1981 η Ελλάδα, μέλος πια της ΕΟΚ τότε ή της ΕΕ όπως την ξέρουμε σήμερα είχε επιτέλους την ευκαιρία, στη μακρότερη περίοδο ειρήνης και ευημερίας που γνώρισε από γεννήσεώς της, να ορθοποδήσει. Να γίνει σωστό και σοβαρό έθνος-κράτος. Άλλωστε, δεν της έλειπε τίποτα. Διέθετε άφθονο ήλιο και οι άνεμοι σάρωναν τα αμέτρητα νησιά της, θα μπορούσε να είχε αναδειχθεί σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Ή, εκμεταλλευόμενη την προαναφερθείσα βαρύτιμη πολιτιστική της κληρονομιά, να είχε εξελιχθεί σε ένα πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο κέντρο πολιτισμού, τεχνών, γραμμάτων (όμως τη στιγμή που γράφονται αυτά το πλησιέστερό μου πανεπιστήμιο, το ΑΠΘ, έχει γεμίσει ποντίκια λόγω απεργίας των εργολαβικών υπαλλήλων στην καθαριότητά του και της «περιφρούρησής» της από «αριστερές» φοιτητικές παρατάξεις). Η χώρα θα μπορούσε να είχε πορευτεί διαφορετικά, πολύ διαφορετικά, εκμεταλλευόμενη ό, τι άλλο μπορεί να βάλει κανείς με τη φαντασία του (και δυστυχώς μόνο μ’ αυτή).

Τα δάνεια, τα «πακέτα στήριξης», έρεαν ξανά. Η Ελλάδα των τελευταίων τριάντα ετών προικοδοτήθηκε, όπως συνέβαινε από τη γέννησή της, με τεράστια χρηματικά ποσά προκειμένου να πατήσει στα πόδια της, να αποκτήσει γερές, στέρεες βάσεις, να πάρει μπροστά. Αφήνοντας πίσω της όλα όσα την κρατούσαν πίσω. Αντί γι’ αυτό, όμως, έγινε η ευρωπαϊκή χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία καφέ-μπαρ, κομμωτηρίων, προποτζίδικων ανά κάτοικο. Η ευρωπαϊκή χώρα με τις ασχημότερες και καταθλιπτικότερες τσιμεντουπόλεις κάτω από τις οποίες θάφτηκε, μπαζώθηκε η μακρόχρονη και ενδιαφέρουσα ιστορία τους, η ιστορία της ίδιας της ελληνικής γης, των «αρχαίων ημών προγόνων» και όσων ακολούθησαν, μέχρι την Αντιπαροχή.

Με λίγα λόγια, το πράγμα δεν πήγε. Τα χρήματα που δόθηκαν κατασπαταλήθηκαν, άγνωστο πώς, από ποιους και για τι είδους σκοπούς. Και τα χρόνια πέρασαν, για πολλούς κατοίκους της σαν μέσα σε ένα τρελό υπερκαταναλωτικό όνειρο. Φτάνοντας αισίως στο 2012. Και αυτή τη στιγμή, βρισκόμενη στο χείλος του γκρεμού, η χώρα έχει γαντζωθεί από τον μεγάλο κουμπαρά που λέγεται ΕΕ – που έχει αντικαταστήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις που την δημιούργησαν σαν προτεκτοράτο τους τον 19ο αιώνα – προκειμένου να μην γκρεμιστεί.

Βρίσκεται γαντζωμένη με τρία δάχτυλα, ή τρεις ψήφους, που ήταν η διαφορά όσων υπερψήφισαν το νέο «Μνημόνιο» από όλους τους άλλους. Όλοι ξέρουν ή, αν δεν ξέρουν, διαισθάνονται ότι μια ολόκληρη χώρα κρεμασμένη από έναν γκρεμό που μόνη της, χωρίς να τη σπρώξει κανείς βρέθηκε και επέμενε να βρίσκεται κρεμάμενη από γεννήσεώς της, δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ, γαντζωμένη με τρία μόλις δάχτυλα. Κάποια στιγμή θα πέσει. Και θα πρέπει να πέσει. Μήπως και συνέλθουν οι κάτοικοί της από την αδράνεια, το λήθαργο που τους έχει τυλίξει – μοιάζουν να περιμένουν να τελειώσει ένα κακό όνειρο για να συνεχίσουν στο προηγούμενο, υπερκαταναλωτικό όνειρο που τόσο απολάμβαναν – και συνειδητοποιήσουν που βρίσκονται, από πού έρχονται, τι προκλήσεις έχουν μπροστά τους. Μήπως και επιτέλους ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά, όπως οι παλιές μονοκατοικίες από τις μπουλντόζες των εργολάβων που τσιμεντοποίησαν την Ελλάδα, ένα πολιτικό σύστημα γέννημα θρέμμα διεφθαρμένων, σαθρών, ξεχειλωμένων κοινωνικών δεσμών. Ένα πολιτικό σύστημα ξεκάθαρα ευνοιοκρατικό και φτηνά δημαγωγικό.

Ναι, η χώρα πρέπει να πέσει. Αν είναι να ξανασηκωθεί.

* Η φωτογραφία είναι του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη της Stereosis

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

1 Νοε 2012

Πάρε κόσμε!

Η περιοχή που βλέπετε υπό νορμάλ συνθήκες είναι εντελώς άδεια, εγκαταλελειμμένη. Δεν βλέπεις ούτε ένα αυτοκίνητο ή άνθρωπο, μόνο που και που κανένα πιτσιρίκι να μαθαίνει οδήγηση. Σήμερα το πρωί όμως άνοιξε ένα "bazaar" που για τρεις μέρες θα ξεπουλάει το στοκ της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Lidl με τιμές από ένα έως δεκαπέντε ευρώ. Και συνέρευσαν χιλιάδες κόσμου. Για την ακρίβεια, συρρέουν λεπτό το λεπτό χιλιάδες κόσμου: μανάδες με παιδιά στην αγκαλιά, νεαροί άνδρες, κοπέλες, μεγαλύτεροι. Είμαστε στην κυριολεξία αποκλεισμένοι, καθώς έχουν κλείσει οι γύρω δρόμοι, φράκαρε μέχρι και ένα περιπολικό της αστυνομίας που έσπευσε φιλοδοξώντας να βάλει κάποια τάξη στα πράγματα. Κάποια στιγμή, έπεσα πάνω σε κάποιον που κουβαλούσε μια κιθάρα που θα βρήκε σε τιμή ευκαιρίας και μάλλον κινέζικης προέλευσης. Είδα μεσόκοπες γυναίκες κολλημένες με τεράστια καρότσια γεμάτα συσκευασμένα φτηνοπράγματα στις λάσπες. Είδα, άκουσα, πολλά. 

Λαϊκό προσκύνημα στον ναό του "φτηνού" που ξεστοκάρει, την εποχή αυτή της φτωχοποίησής μας. Μια εποχή που λέξεις όπως παζάρι (ή bazaar στο πιο νεοελληνικό δήθεν του), "φτηνό", στοκ, "ευκαιρία", ξεπούλημα, μαγνητίζουν τα πλήθη, τρέχουν από στόμα σε στόμα με ανείπωτες ταχύτητες. Γιατί μέσα στην απελπισία η παραμικρή παρηγοριά, η παραμικρή διέξοδος έστω για λίγο, έστω και παροδικά από το γκρίζο της χρεοκοπίας, ακόμα και "μαϊμού", ακόμα και ύποπτης προέλευσης, θα ταξιδέψει σε όλη την πόλη βρίσκοντας ανθρώπους έτοιμους για την εικονική απόδραση. Ανθρώπους που δεν θα απεργήσουν γιατί οι περισσότεροι δεν έχουν δουλειά, που δεν θα κατέβουν να διαδηλώσουν γιατί νιώθουν παραδόξως μόνοι σε μια εξαιρετικά μαζική κοινωνία, αλλά που θα δημιουργήσουν το αδιαχώρητο για να μη χάσουν την ελπίδα. Έστω κι αν αυτή θα τη βρουν σε ένα ράφι του Lidl, μισοτιμής. Ελλάδα, 2012. Καλό μήνα.

δημοσιεύτηκε στο free press Parallaxi εδώ

Όταν το φυσικό "ντεκόρ" ζωντανεύει

Περισσότεροι από σαράντα νεκροί, μια σχεδόν Ελλάδα (πάνω από οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι) χωρίς ρεύμα στις ανατολικές ΗΠΑ και τον Καναδά από την επέλαση του κυκλώνα Sandy. Ανυπολόγιστες οι ζημιές από πτώσεις δέντρων, πλημμύρες, πυρκαγιές, αλλά και οι επιπτώσεις στην οικονομία και βεβαίως την πολιτική, μιας και βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και οι δυο προεδρικοί υποψήφιοι, όταν κάπως ηρεμήσουν τα πνεύματα κι αρχίσουν να αποτραβιούνται τα νερά, θα κοιτάξουν το δίχως άλλο να «αξιοποιήσουν», καθένας για λογαριασμό του, τη μανία της φύσης.

Μια φυσική καταστροφή λειτουργεί καθαρτικά. Μας υπενθυμίζει, στο ανθρώπινο είδος, ότι το αναντικατάστατο στήριγμα των σημερινών κοινωνιών, το προαιώνιο, πραγματικό τους θεμέλιο κάτω από τα φαντασιακά τους ερείσματα παραμένει η φύση. Όσο κι αν προσπαθήσαμε ή φιλοδοξήσαμε, ακολουθώντας έναν από τους φιλοσοφικούς θεμελιωτές της νεωτερικότητας, τον Descartes, να γίνουμε «αφέντες και κτήτορες» της φύσης. Όσο κι αν τη σνομπάρουμε ή τη θέλουμε, τη φτωχή αυτή συγγενή του σημερινού, ζαλισμένου από τις κατακτήσεις της τεχνικής και της επιστήμης πολιτισμού, μονάχα σαν διακριτικό, άφωνο, ψυχοχαλαρωτικό ντεκόρ στην κυριακάτικη εκδρομή.

Κάθε ανθρώπινος πολιτισμός διατηρούσε τη δική του ιδιαίτερη, ξεχωριστή και καθαρά φαντασιακή σχέση με τη φύση. Σε κάποιους χρησίμευσε ως ανεξάντλητη πρώτη ύλη για μύθους γύρω από τα μυστήρια της ζωής, του θανάτου ή του έρωτα, τα ατελείωτα μονοπάτια των ανθρώπινων παθών. Για άλλους, ήταν η προνομιακή κατοικία θεοτήτων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, που αντάμειβαν ή τιμωρούσαν τους αδιόρθωτους ανθρώπους για τις σκέψεις ή τις πράξεις τους, κρατώντας κάποιες βασικές ηθικές ισορροπίες.

Η σχέση του σημερινού πολιτισμού μαζί της; Ενός πολιτισμού που δεν πιστεύει σε μάγους ή νύμφες, μύθους ή φριχτούς, εκδικητικούς θεούς; Μπορεί, νομίζω, να συνοψιστεί στα μπαζωμένα ρέματα της Αθήνας ή άλλων ελληνικών πόλεων, στα «φαγωμένα» βουνά, στα μολυσμένα ποτάμια, στις μαυρισμένες από καυσαέρια πικροδάφνες των εθνικών δρόμων. Πρόκειται για μια σχέση αναγκαστικής συνύπαρξης με ένα πολλές φορές «γραφικό» αλλά ολοζώντανο ντεκόρ. Που κάποια στιγμή θα μας καταπιεί αν συνεχίσουμε να το θεωρούμε ντεκόρ.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ