29 Δεκ 2011

Mια βραδιά στο λούκι



Μουσική, ξανά. Γιατί η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Kαι η Κρίση, που ζούμε, τις θέλει τις μουσικές της. Μουσικές χαρούμενες, τις έχουμε ανάγκη. Πήρα το πολυαγαπημένο (το τραγουδούσα θα έλεγα μια ολόκληρη δεκαετία, αυτή του '90, ξεκινώντας ήδη από τα τέλη της προηγούμενης) ‘Μια βραδιά στο λούκι’ των αδερφών Κατσιμίχα, του ‘φόρεσα’ έναν ρυθμό κάντρι που νομίζω του πάει πολύ – καθότι ‘ανάλαφρο’ το κομμάτι, παρότι ακούγεται σαν μπαλάντα – και ιδού ένα πρώτο αποτέλεσμα, με μπόλικο ενοχλητικό τρακ λόγω κάμερας. Ανεβάζω την πρώτη λήψη με μια 'σπιτική' κάμερα όπως βγήκε, κι ας είχα καιρό να το παίξω το κομμάτι (και καμιά εικοσαριά χρόνια να παίξω αρμόνιο). Καμιά φορά δε χρειάζεται να 'ναι όλα τέλεια. Αρκεί να νιώθουμε. Και όπως το ένιωσα, μου βγήκε. Εδώ το πρωτότυπο, όπως πρωτακούστηκε στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας του 1982. Ας σημειωθεί ότι ο ιδρωμένος κύριος που βλέπετε να διευθύνει την ορχήστρα που παίζει αυτές τις υπέροχες μουσικές, είναι ο Μάνος Χατζιδάκης. Αλλά και τι ωραίο το σκηνικό: ρομαντικό χωρίς να γίνεται σαχλό ή μελό, σεμνό και λαϊκό χωρίς να καταντά 'λαϊκό' με την άσχημη χροιά που απέκτησε από τότε η λέξη, φτάνοντας στις μέρες μας να σημαίνει το φτηνιάρικο, το κακόγουστο. Βλέποντάς το, αυτό το τόσο μακρινό ημερολογιακά αλλά ψυχικά τόσο οικείο βιντεάκι, αναρωτιέμαι, τι έγινε έκτοτε. Τι στο καλό μπορεί να πήγε στραβά. Πώς άραγε να φτάσαμε από τους αδερφούς Κατσιμίχα στα πανομοιότυπα κατσαμπάκια της σημερινής 'σόου μπιζ'. Από τον Βαγγέλη Γερμανό, που μια χρονιά πριν τους Αγώνες της Κέρκυρας είχε βγάλει τα θρυλικά 'Μπαράκια', στον Βαγγέλη Βενιζέλο. Από τους όμορφους, καλαίσθητους αυτούς Αγώνες στα 'ριάλιτι' τύπου fame story. Όπως και να 'χει, καλή ακρόαση.

Aποστάσεις

Αυτές τις μέρες με επισκέφτηκαν η μητέρα μου κι η αδερφή μου από την Αθήνα, πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Και που, κάποια στιγμή, αποφάσισα να την αφήσω για τη Θεσσαλονίκη. Έχοντας ζήσει και στις δυο πόλεις, έχοντας γυρίσει και στις δυο πόλεις, μου αρέσει καμιά φορά να συγκρίνω. Θα έλεγα, ότι εν συγκρίσει με τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα οι αποστάσεις είναι μεγαλύτερες. Και αυτό κουράζει. Να διευκρινίσω, δεν εννοώ τις αποστάσεις που χρειάζεται να διανύσει κανείς για να βρεθεί από ένα σημείο της πόλης σε κάποιο άλλο. Γι' αυτές μπορεί να βοηθάει και το μετρό. Μιλάω για τις αποστάσεις μεταξύ των ανθρώπων. Αποστάσεις, που δεν μπορεί κανένα μετρό, κινούμενο υπογείως, να εκμηδενίσει. Όταν περπατάς στη Θεσσαλονίκη, νιώθεις τους ανθρώπους πιο κοντά σου. Παρότι η πόλη δεν διαθέτει μετρό. Καμιά φορά υπερβολικά, ενοχλητικά - για ένα παιδί της Αθήνας όπως ο γράφων - κοντά. Αλλά κοντά. Στην πρωτεύουσα, έχω την εντύπωση ότι όσο δεν τηρούν τις αποστάσεις όταν οδηγούν, τα εκατομμύρια ανθρώπων της που σαν ακούραστα μυρμήγκια μπολιάζουν με τις ανάσες τους τα σπλάχνα της, όσο στριμώχνονται με τα αυτοκίνητά τους για να κερδίσουν την τελευταία σπιθαμή ασφάλτου, τόσο τις τηρούν όταν μένουν γυμνοί, απροστάτευτοι από τα λαμαρινένια τους καβούκια: όταν απλώς συνυπάρχουν με τους άλλους, απογυμνωμένους κι αυτούς από προστατευτικά τζάμια, χωρίς ενδιάμεσες λαμαρίνες και αναγκαστικά κινούμενοι με ταχύτητες χαμηλότερες. Τότε, οι αποστάσεις τηρούνται ευλαβικά. Σαν να τηρείται ένας άγραφος κώδικας κυκλοφορίας. Ή, μάλλον, ένας άγραφος κώδικας αδιαφορίας.

26 Δεκ 2011

2011: μια χρονιά, τρία αδυσώπητα χτυπήματα

Η φετινή χρονιά κλείνει με τρεις μεγάλες απώλειες, από τον χώρο της πολιτικής, αλλά και της θρησκείας. Τρία πραγματικά μεγάλα χτυπήματα. Χτύπημα πρώτο: η ποινική δίωξη στον πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης Βασίλη Παπαγεωργόπουλο. Επειδή βρέθηκαν μετά τη δημαρχία του να λείπουν καμιά πενηνταριά εκατομμύρια ευρώ από τα ταμεία του δήμου. Και κάποιοι κακοί λένε ότι μαζί με συνεργάτες του τα καταχράστηκαν. Σα δε ντρεπόμαστε λιγάκι, λέω εγώ. Να κατηγορούμε έναν τέτοιον άνθρωπο για τέτοια πράγματα. Καταρχάς και μόνο ότι τον πρώην δήμαρχο τον λένε Βασίλη θα έπρεπε να είχε κλείσει εξαρχής όλα τα κακά στόματα. Διότι, ως γνωστόν, όλοι οι Βασίληδες είναι εξ ορισμού καλοί (μέχρι χαζομάρας, πολλές φορές). Με αποκορύφωμα τον Άγιο Βασίλη. Θα μπορούσε ποτέ κανείς να κατηγορήσει τον Άγιο Βασίλη για ξέπλυμα 'βρώμικου' χρήματος μέσα από το μοίρασμα των δώρων; Είναι δυνατόν ένας σχεδόν Άγιος (τρεις συνεχόμενες τετραετίες δήμαρχος) Βασίλης να έκανε όλα αυτά που του καταλογίζουν;

Χτύπημα δεύτερο: ο θάνατος του Κιμ Γιονγκ Ιλ, ηγέτη της Βόρειας Κορέας και εκπροσώπου του κομμουνισμού επί της γης. Ένας θάνατος που βύθισε σε ειλικρινές και βαρύ πένθος εκατομμύρια συμπατριώτες του. Μικρή παρηγοριά, ότι θα τον διαδεχτεί στην εξουσία (ως θεάνθρωπος στη θέση του θεανθρώπου) ο γιος του, που σιγά σιγά θα αγαπηθεί κι αυτός από τον λαό, όπως κι ο μπαμπάς του. Η αλήθεια, η απώλεια αυτή δεν ξέρει κανείς με βεβαιότητα αν ανήκει στον χώρο της πολιτικής ή της θρησκείας. Ο κομμουνισμός μοιάζει λιγάκι με θρησκεία μασκαρεμένη, για λόγους καθαρά συγκυριακούς, σε πολιτικό σύστημα. Αλλά όπως και να 'χει, αυτό το μπέρδεμα δίνει την πάσα για να περάσουμε στο επόμενο μεγάλο χτύπημα που επιφύλασσε η χρονιά με το κλείσιμό της.

Χτύπημα τρίτο: η σύλληψη του σεβάσμιου γέροντα Εφραίμ για το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου. Εδώ, έχουμε να κάνουμε καθαρά με τον χώρο της θρησκείας. Ή μήπως έχει και λίγο άρωμα πολιτικής η όλη υπόθεση; Δεν χωρά αμφιβολία ότι, όπως δήλωσε και ένας άλλος σεβάσμιος Γέρων, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, η σύλληψη του ηγούμενου Εφραίμ, ανήμερα Χριστούγεννα, την ώρα που γονατιστός προσευχόταν στο σεμνό του κελί για τη σωτηρία των ψυχών μας, ενείχε έναν δυνατό και ταπεινωτικό συμβολισμό. Οι δυνάμεις του σκότους, του 666, του 114, όλων όσων έχουν απομακρυνθεί από την αγκαλιά της εκκλησίας μας και δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, επέλεξαν αυτή τη μέρα για να στεναχωρήσουν τον γεροντάκο και να του αποσυντονίσουν το σάκχαρο. Οι σκοπιμότητες δεν κρύβονται.

Μετά απ' όλα αυτά, δεν μένει παρά να ευχηθούμε: Καλή Χρονιά σε όλους!

23 Δεκ 2011

Kάλαντα (τι άλλο;)



Μέρα που είναι (αύριο) είπα να σας παίξω τα κάλαντα, έτσι, για να ευθυμήσουμε λιγάκι. Κι αν δεν έχετε τα πολλά λεφτά να δώσετε (όχι σε μένα, καλέ, για τα κάλαντα λέω, αύριο) μη στεναχωριέστε (εντελώς μεταξύ μας, ούτε εγώ έχω). Εναλλακτικά, όλο και κάποιο χριστουγεννιάτικο γλύκισμα μπορείτε να ετοιμάσετε έστω και τελευταία στιγμή και μ' αυτό να τηρήσετε τις παραδόσεις, κερνώντας όλους όσους σας είπαμε φέτος τα κάλαντα. Ξέρετε, όπως γινόταν και παλιά, πριν την παντοκρατορία του χρήματος. Ή απλώς - και ακόμα καλύτερα - με την αγάπη σας. Καλές γιορτές εύχομαι σε όλους, αν όχι με πολλά λεφτά, σίγουρα με πολλή αγάπη. Και κοντά στα αγαπημένα σας πρόσωπα.

19 Δεκ 2011

Για τον Χάβελ

Αυτές τις μέρες έφυγε από τη ζωή ο Βάτσλαβ Χάβελ. Ο Χάβελ, πρώτος Πρόεδρος της μετακομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας και θεατρικός συγγραφέας, γνωστός για την αντικαθεστωτική του δράση επί 'υπαρκτού σοσιαλισμού' (όπου και φυλακίστηκε), ήταν ένας από τους ήρωες της νεότητάς μου. Εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του '90, που ήταν ακόμη νωπή η πτώση του Τείχους και όσα αυτή σήμαινε, προκαλώντας ζωντανούς προβληματισμούς (και όχι όπως σήμερα, που αποτελεί ένα ξερό 'ιστορικό γεγονός'), ο Χάβελ αντιπροσώπευε για μένα μια ανθρώπινη, 'βελούδινη' όπως την έλεγαν τότε, μετάβαση από μια απανθρωπιά σε μιαν άλλη. Από την απανθρωπιά του 'υπαρκτού σοσιαλισμού' στην απανθρωπιά του καπιταλισμού. Ο πρώτος, σε 'σκοτώνει' δια του αυταρχισμού. Ο δεύτερος, δια της 'ελευθερίας'. Ποιας ελευθερίας; Να επιλέξεις το μαντρί σου σαν 'πειθήνιο μέλος μιας αγέλης καταναλωτών', όπως θα 'λεγε κι ο Χάβελ. Είχα τότε, στα είκοσί μου, αγοράσει και δυο του βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Παρατηρητής, τα Εν αρχή ην ο Λόγος και Από τη φυλακή στην Προεδρία, από τα οποία θα ήθελα να σας μεταφέρω κάποιες σκέψεις του, επίκαιρες και σήμερα. Ιδίως σήμερα.

Καταρχάς, αναρωτιέται τι σημαίνει σοσιαλισμός (ή τι σήμαινε σοσιαλισμός για κάποιον που ζούσε, όπως ο ίδιος μέχρι το 1989, στην 'σοσιαλιστική' Τσεχοσλοβακία):
Τι είναι, πράγματι, ο σοσιαλισμός; Στην πατρίδα μας, όπου μιλούμε για σοσιαλιστικούς σιδηροδρόμους, για σοσιαλιστικό εμπόριο, για σοσιαλίστρια μητέρα, για σοσιαλιστική ποίηση, αυτή η λέξη δε σημαίνει τίποτε άλλο από την νομιμοφροσύνη απέναντι στην κυβέρνηση.
Και για τον 'υπαρκτό σοσιαλισμό':
Ο όρος 'υπαρκτός', τον οποίο επινόησε για τον 'σοσιαλισμό' του το συγκεκριμένο καθεστώς (εννοείται της Τσεχοσλοβακίας - Γεράσιμος), δείχνει ακριβώς ότι στο σύστημα αυτό δεν υπάρχει θέση για μια κατηγορία ανθρώπων: τους ονειροπόλους.
Εν συνεχεία (πρόκειται για μια συνέντευξη με την οποία ξεκινά το Από τη φυλακή στην Προεδρία) εξηγούσε πώς ο ίδιος εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του σοσιαλιστή, με την 'ηθική' έννοια του ανθρώπου που συμπαθεί τους καταπιεσμένους, τους ταπεινωμένους, και αντιτίθεται 'στα άδικα πλεονεκτήματα, στα κληρονομικά προνόμια, στην κοινωνική αδικία'. Παρότι δεν θα τον περιέγραφε, πια, μ' αυτή τη λέξη. Ποιο ήταν όμως το πολιτικό όραμα του Χάβελ για την μετακομμουνιστική Τσεχοσολοβακία (Τσεχία αργότερα); Ιδού πώς το περιγράφει στην Πρωτοχρονιάτικη Ομιλία του σαν Πρόεδρος, το 1990 (με αυτή κλείνει το Εν αρχή ην ο λόγος) - και πόσο επίκαιρο, αλήθεια, σήμερα:
Ίσως ρωτήσετε, ποια είναι η δημοκρατία που ονειρεύομαι. Θα σας απαντήσω: ονειρεύομαι μια ανεξάρτητη, ελεύθερη, πολυφωνική, οικονομικά αναπτυγμένη και κοινωνικά δίκαιη δημοκρατία, δηλαδή μια ανθρώπινη δημοκρατία, που υπηρετεί τους ανθρώπους και έχει πρόσωπο να ζητήσει από τους ανθρώπους να την υπηρετούν. Ονειρεύομαι μια δημοκρατία σκεπτόμενων ανθρώπων. Χωρίς αυτούς δεν μπορεί να λυθεί κανένα από τα προβλήματά μας, είτε οικονομικό είναι αυτό, είτε οικολογικό, είτε κοινωνικό ή πολιτικό.
Όραμα, βασισμένο στην εξής πεποίθηση:
Είναι καιρός να μάθουμε πως η πολιτική δεν είναι μόνο η τέχνη του εφικτού, δηλαδή η τέχνη των μυστικών συμφωνιών, των ελιγμών και των υπολογισμών, αλλά μπορεί επίσης να είναι η τέχνη του ανέφικτου: η τέχνη να κάνουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας καλύτερο.
Τι προβλήματα όμως, τι προσκόμματα βρήκε να το περιμένουν το όραμα του Χάβελ; Γιατί δεν το είδαμε να πραγματοποιείται; Νομίζω δίνει ο ίδιος την εξήγηση, 'άθελά του':
Πίστευα πάντοτε, και εξακολουθώ να πιστεύω σήμερα, ότι η πηγή όλων των προβλημάτων που υπάρχουν γύρω μας είναι η ηθική κρίση της κοινωνίας και ότι καμία άλλη κρίση - οικονομική, πολιτική ή οικολογική - δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αν πρώτα η κοινωνία δεν ξεπεράσει την ηθική της κρίση. Και το κύριο στοιχείο της ηθικής κρίσης είναι η ιδεολογία της μικροαστικής καταναλωτικής αδιαφορίας και της παραίτησης από τα κοινά, με την οποία έχει ποτιστεί τόσο βαθιά η κοινωνία μας.
Επιτρέψτε μου να κλείσω με μια του φράση που σαν να ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας στους μαύρους καιρούς που ζούμε, όμηροι των οικονομικών δεικτών, του φάσματος μιας χρεοκοπίας που επικρέμεται σαν μόνιμος μπαμπούλας πάνω απ' τα κεφάλια μιας ολόκληρης κοινωνίας παραδομένης στα φαντάσματα που κάποιοι θέλουν να της επιβάλλουν:
Κάτω από το φως της ημέρας, πρέπει να φτάσει κανείς ως το βαθύτερο σημείο του πηγαδιού για να δει τα αστέρια...

16 Δεκ 2011

Νύχτωσε νύχτα



Όπως έλεγα σε μια προηγούμενη ανάρτηση, σκεφτόμουν τις μέρες αυτές της Κρίσης να τις περάσω μουσικά περισσότερο παρά μπροστά στην τηλεόραση ή οποιοδήποτε άλλο μέσο αποβλάκωσης (και πλέον τρομοκράτησης). Αγόρασα λοιπόν ένα αρμόνιο, που έπαιζα και παλιότερα, βρήκα και κάτι ξεχασμένες, μισοδιαλυμένες παρτιτούρες, κι αυτές από τα παλιά. Και ιδού ένα πρώτο αποτέλεσμα (ανεβάζω το βιντεάκι που με τράβηξα μέσω ΥouΤube, καθότι αν περίμενα από τον Βlogger να το ανεβάσει, πραγματικά θα... νύχτωνε η νύχτα). Παρακαλώ για την επιείκειά σας, καθώς είχα πολλά πολλά χρόνια να παίξω (από τότε που το άφησα μεσολάβησαν σπουδές, δουλειές, χίλια δυο πράγματα) και δεν έχει ούτε μια βδομάδα που προσπαθώ, πάνω στο καινούργιο αρμόνιο, να 'ξεσκουριάσω' (και έχω πολύ δρόμο ακόμα). Επέλεξα αυτό το κομμάτι, των αδερφών Κατσιμίχα, γιατί μας έρχεται από κάποιες πιο ευαίσθητες εποχές, που ακόμα γράφονταν τέτοιες μελωδίες: μελωδίες που η ψυχή τις έχει τόσο ανάγκη αυτές τις δύσκολες, τις πεζές, τις μίζερες μέρες που ζούμε. Η μουσική έχει γίνει, σ' αυτές τις συνθήκες, μια διέξοδος, προσωπική, για μένα. Θα έλεγα να βρούμε ο καθένας μια δική του πριν να 'ναι πολύ αργά, πριν μας πάρουν εντελώς από κάτω τα σενάρια, οι προβλέψεις, οι καταστροφολογίες. Καλή ακρόαση. Και καλές διεξόδους, εύχομαι.

13 Δεκ 2011

Φέρε δω τον ναργιλέ

Πριν κάμποσο καιρό βγαίναμε μερικές φορές με συναδέλφους από μια δουλειά από την οποία πρόσφατα έφυγα στη νυχτερινή Αθήνα και κατηφορίζαμε προς του Ψυρρή, σαββατόβραδα. Κάτι που μου έκανε εντύπωση περπατώντας στο πολύχρωμο πλήθος, ήταν οι ναργιλέδες. Νέοι γέροι και παιδιά - κυρίως νέοι και παιδιά, οι γέροι είχαν πάει πια για ύπνο ή έβλεπαν τα 'τούρκικά' τους στην τηλεόραση - μαζεμένοι μεγάλες παρέες σε τραπεζάκια στριμώχνονταν ποιος θα πρωτοπάρει τον καλό τον ναργιλέ για το τραπεζάκι του (στη φωτογραφία δυο νεαρές χαρούμενες που εξασφάλισαν τον ναργιλέ τους για να περάσουν όμορφα τη βραδιά τους). Πρέπει να 'ναι καινούργια μόδα ή εν πάση περιπτώσει εγώ τώρα την ανακάλυψα (οπότε αυτό την κάνει καινούργια - για μένα). Και με εφοδιάζει με ένα ακόμη τεκμήριο αυτού που αποκαλώ εξανατολισμό της Ελλάδας. Χρόνια - τι χρόνια, αιώνες - διχασμένη η χώρα ανάμεσα σ' Ανατολή και Δύση, με το ένα πόδι εδώ και τ' άλλο εκεί, επιτέλους φαίνεται να αποφάσισε που ανήκει. Ανήκει στην Ανατολή.

Θες κι άλλα τεκμήρια; Δεν έχεις παρά να ακούσεις τα λαϊκά άσματα που παίζουν σε οιοδήποτε παρακμιακό ή σχεδόν παρακμιακό καφέ-μπαράκι σέβεται τον εαυτό του και την πελατεία του: τσιφτετέλια σε big band εκτέλεση ή για σόλο φωνή με συνοδεία εγχόρδων. Πάντα στην ίδια διακριτική-ενοχλητική ένταση που στην επαρχία όπου ζω (πες τη και Θεσσαλονίκη) τη συναντάς ακόμη και σε ζαχαροπλαστεία. Πας να φας μια πάστα, βρε αδερφέ και ακούς από τα μεγάφωνα 'μαχαιριά μεσ' στην καρδιά μου 'ριξες θα φύγω, άσπλαχνη είσαι και σκληρή, τον καημό μου πνίγω' (δεν πολυκάνει ομοιοκαταληξία αλλά συμπυκνώνει το ηθικό δίδαγμα και ύφος αυτών των ασμάτων). Θες κι άλλες αποδείξεις του προς ανατολάς προσανατολισμού των ελληνοσυμπατριωτών; Δες τα 'τούρκικα', με τα οποία μεγαλώνουν γενιές και γενιές σιριαλόβιων Ελλήνων κάθε ηλικίας, βάζοντας στις τηλεορασοζωές τους νέες, λατρεμένες μορφές πρωταγωνιστών όπως ο Ονούρ ή η παρτενέρ του, η Πτιφούρ.

Και, φυσικά, το κάπνισμα, μια ακόμη συνήθεια που θυμίζει Ανατολή - στη Δύση δεν ξέρω αν το 'χετε ακούσει αλλά το 'χουν ψιλοκόψει, το θεωρούν δείγμα αντικοινωνικής, περιθωριακής συμπεριφοράς. Συνήθως καπνίζουν μόνο κάτι εξαθλιωμένοι τύποι που μοιάζουν με Έλληνες ή είναι Έλληνες. Το πατροπαράδοτο και αλεξίσφαιρο σε απαγορεύσεις και κυβερνητικές ρυθμίσεις κάπνισμα προδίδει τον σαφή προσανατολισμό του βασανισμένου αυτού λαού. Από τσιγάρο μέχρι ναργιλέ, από σιγκαρίλος μέχρι πουράκλες τύπου Μπιγκ Μακ (όχι, δεν τις βρίσκετε στα Μακ Ντόναλντς, εννοώ τύπου Μάκη Ψωμιάδη), ο Έλλην φουμάρει αρειμανίως. Και σιχτιρίζει (άλλη ανατολίτικη βρισιά, να μην ξεχνιόμαστε) τους παλιοευρωπαίους που του 'καναν τη ζωή κόλαση.

9 Δεκ 2011

Ανασύνταξη

Οι γραμμές αυτές φεύγουν από το πληκτρολόγιο στην οθόνη υπό τους ήχους φλάουτων και (ίσως) κλαρινέτων από το Γ' Πρόγραμμα. Αυτές τις μέρες, όλη σχεδόν την εβδομάδα, την πέρασα χτυπημένος από μια ίωση που καθώς είχα χρόνια να αρρωστήσω, μου έδωσε και κατάλαβα. Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ή μάλλον καλών, πολλών καλών. Με τον πυρετό, δεν άντεχα ανοιχτή τηλεόραση κοντά μου, έτσι έχει μείνει μέρες κλειστή. Και όχι μόνο δε μου έλειψε, αλλά εν τη απουσία της, είδα η ζωή μου να αποκτά μια άλλη ποιότητα. Μια άλλη χροιά. Σαν να άλλαξε η ροή, η υφή του χρόνου που κυλάει. Ίσως επειδή γινόταν κι αυτή - η τηλεόραση - όλο και χειρότερη. Όσο αυτή η Κρίση γινόταν πιο βαθιά, τόσο η ιδιωτική ιδίως τηλεόραση γινόταν πιο ρηχή. Με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς από που να ξεφύγει, το σκοτάδι της χρεοκοπημένης έξω πραγματικότητας ή το τηλεοπτικό απόλυτο σκοτάδι, όπως λεγόταν κι ένα τηλεπαιχνίδι που έβαζε ανθρώπους να εξευτελίζονται για να γελάμε οι υπόλοιποι και να πάρει ένας απ’ αυτούς κάποιο παραδάκι.

Με κλειστή λοιπόν την τηλεόραση και σχετικά κλειστό το κομπιούτερ - καθότι δεν είμαι μόνος σπίτι - κάπως ηρέμησαν οι σκέψεις μου, ξεπέρασα την μόνιμη, ενσωματωμένη ταραχή του τηλεθεατή που αποχωρίστηκε το αγαπημένο του ναρκωτικό. Και ανασυντάσσομαι. Χθες, καθώς έβγαζα ό, τι μελωδίες μπορείς να φανταστείς από το παιδικό πιανάκι της κόρης μου, εντυπωσιάζοντας τη γυναίκα μου (έχω αυτό που λένε 'μουσικό αυτί', παρότι ποτέ δεν κατάλαβα τι νόημα έχει αυτή η φράση, μικρός νόμιζα ότι παίζει το αυτί μας κάποια δική του μουσική που το ξεχωρίζει από άλλα αυτιά), σκέφτηκα να πάω να αγοράσω ένα αρμόνιο και να αρχίσω με τις παλιές μου παρτιτούρες (μου άρεσε και έπαιζα αρκετά παλιά) αλλά και καινούργιες, να παίζω στην οικογένεια μελωδίες. Νομίζω δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερο απ' το να μεγαλώνουν παιδιά σε ένα σπίτι με μουσική, κόντρα στην έξω 'κακοκαιρία'. Και αυτό σκέφτομαι να κάνω. Όταν ξεσκουριάσω, ίσως ανεβάσω και κάποια μου μελωδία στο blog, θα δούμε.

Μια άλλη αλλαγή που θα 'θελα να δω θα ήταν να μπούμε ο ένας λίγο περισσότερο στη ζωή του άλλου, με τους γείτονες. Είμαστε μια γειτονιά νέων ως επί το πλείστον ανθρώπων με πολύ μικρά παιδιά στην ίδια ηλικία κι όμως, δε βλεπόμαστε, δεν πολυμιλιόμαστε, δεν επικοινωνούμε. Και το κυριότερο; Δεν ξέρω γιατί. Ζούμε την Κρίση αυτή ταμπουρωμένοι στα διαμερίσματά μας πίσω από τις κουρτίνες, οχυρωμένοι στα αυτοκίνητα μας πίσω από τα τζάμια τους. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός στον ίδιο όροφο της πολυκατοικίας ζούσαν άλλες δυο οικογένειες. Παρότι δεν ήταν άνθρωποι με τους οποίους οι γονείς μου θα έκαναν παρέα, περνούσαμε, τα παιδιά, αρκετές ώρες στα σπίτια του ενός ή του άλλου, υπήρχε μια 'πολιτική' ανοιχτών πορτών και αλληλοεξυπηρέτησης. Οι ώρες αυτές με τη συντροφιά γειτόνων που παρότι διαφορετικού στυλ ο καθένας ήταν πάντα έτοιμοι και πρόθυμοι να φιλοξενήσουν τα παιδάκια του διπλανού που κάτι του έτυχε ή να τους μαγειρέψουν έγιναν ζεστές αναμνήσεις, μιας εποχής χωρίς αχρείαστα τείχη μεταξύ των ανθρώπων. Σήμερα που χρειαζόμαστε, στη γειτονιά, όσο ποτέ ο ένας τον άλλο, δε λέμε μια καλημέρα, αλλά με αμηχανία στρέφουμε το κεφάλι στη θέα των γειτόνων, χωρίς να ξέρουμε γιατί. Δεν ξέρουμε τι μας χωρίζει, αλλά κάνουμε σαν να μας χωρίζουν πολλά. Ξέρουμε ότι πολλά μας ενώνουν, αλλά δεν θέλουμε να τα βλέπουμε. Και, με το μικρό μου το μυαλό, δεν καταλαβαίνω γιατί.

6 Δεκ 2011

Μια ανεξήγητη επέτειος

Με διαδηλώσεις και πορείες σε πολλές πόλεις της χώρας, μαθητές, φοιτητές και εκπαιδευτικοί τιμούν τη συμπλήρωση τριών χρόνων από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Στην Αθήνα, μαθητές και φοιτητές θα συγκεντρωθούν το μεσημέρι στα Προπύλαια, ενώ στις 6 το απόγευμα προγραμματίζεται συγκέντρωση αντεξουσιαστών.

Στην περυσινή επέτειο, οι μαθητές σε διάφορα σχολεία της χώρας απέκλεισαν συμβολικά δρόμους στις γειτονιές τους, ενώ ακολούθησαν πορείες.

Επί ποδός βρίσκονται 5.000 αστυνομικοί για την αποφυγή επεισοδίων.

Λόγω των διαδηλώσεων, στις 17:00 θα κλείσει ο σταθμός του μετρό στο Πανεπιστήμιο και στις 18:00 ο σταθμός στο Σύνταγμα.


Τα παραπάνω από τις σημερινές εφημερίδες. Για μια επέτειο που πραγματικά αδυνατώ να καταλάβω πώς και γιατί προέκυψε. Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος ήταν ένα παιδί όπως πολλά άλλα της ηλικίας του, που του άρεσε να κάνει βόλτες στην Αθήνα. Κάποια στιγμή βρέθηκε στο - εντελώς - λάθος μέρος τη λάθος ώρα και, από το όπλο ενός θερμοκέφαλου, βρήκε το θάνατο. Το ότι τα Εξάρχεια - το λάθος μέρος που λέγαμε - έχουν τις τελευταίες δεκαετίες υποβαθμιστεί σε στέκι τοξικομανών, "αντιεξουσιαστών", περιθωριακών κάθε είδους που προκαλούν συχνά πυκνά επεμβάσεις ή επιχειρήσεις "σκούπα" της αστυνομίας, το ξέρουν κι οι πέτρες. Το ότι ένας δεκαπεντάχρονος βρέθηκε εκεί και είχε την κατάληξη που είχε ήταν πραγματικά κάτι θλιβερό. Κάτι τραγικό για την οικογένειά του.

Αλλά από εκεί και πέρα: ως τι έγινε "ήρωας" ο Αλέξης; Τίνος πράγματος αποτελεί σύμβολο; Μήπως "αντίστασης" σε μια θεωρούμενη ως αδίστακτη αστυνομοκρατία, που στα ματωμένα της χέρια θεωρείται ότι βρίσκουν το θάνατο αθώα παιδιά; Και η οποία - αστυνομία - αποτελεί εφεξής τον "ιδεολογικό" αντίπαλο, τον "απέναντι" κάθε γυμνασιόπαιδου ή λυκειόπαιδου; Το να μεγαλώνουν μαθητές Γυμνασίων ή Λυκείων, μια ολόκληρη γενιά εφήβων ή και επόμενες, με έναν τέτοιον "ήρωα", του οποίου ο θάνατος έχει κατ' αυτόν τον τρόπο συμβολοποιηθεί, αποτελεί νομίζω αναμφισβήτητη ένδειξη μιας κοινωνίας άρρωστης, ανεξέλικτης, "κολλημένης".

Μιλάμε για την κοινωνία την ελληνική, η οποία πασχίζει, παλεύει να βγει από κολλήματα, παθογένειες, ιδεοληψίες της μεταπολίτευσης ή, ακόμα παλιότερα, του Εμφυλίου, να κλείσει ανοιχτές πληγές που την σημάδεψαν, που δεν της επέτρεψαν να εξελιχθεί. Μια κοινωνία που αντί να πάει - επιτέλους! - παρακάτω βλέποντας ότι έχει καταντήσει κατακερματισμένη, ημιδιαλυμένη, δημιουργεί φρέσκα φαντάσματα, καινούργιους διχασμούς, νέας κοπής "καλούς" και "κακούς". Γιατί; Για να έχουν οι μελλοντικές γενιές
τα ολόδικά τους "πατήματα" εύκολης ανυπακοής ή "αντίστασης", κούφιας, ανέξοδης "αμφισβήτησης", σαν αυτή που κανείς βλέπει στην Ελλάδα από συνδικαλιστές ή άλλους αυτόκλητους "φίλους του λαού"; Νομίζω το τελευταίο που χρειάζεται η Ελλάδα είναι περισσότερη "επανάσταση", περισσότερα "επαναστατικά" σύμβολα. Τι χρειάζεται; Να ξαναβρεί την χαμένη της αξιοπρέπεια, οι κάτοικοί της να καταφέρουν να ανακαλύψουν όσα τους συνδέουν, όσα τους εμπνέουν, σαν συμπολίτες και όχι μέλη του ενός ή του άλλου στρατοπέδου. Και μια τέτοια επέτειος, ένα νέο Πολυτεχνείο, δεν βοηθά. Μα καθόλου.

3 Δεκ 2011

Μια Παγκόσμια Ημέρα σε αναζήτηση νοήματος

Σήμερα, 3 Δεκεμβρίου, είναι η Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία. Στο δημοσίευμα που θα οδηγηθείτε, πατώντας στον παραπάνω σύνδεσμο, θα δείτε και την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων (ΕΛΕΠΑΠ) όπου κάποτε παραλίγο να εργαστώ (είχα περάσει από μια συνέντευξη, αλλά δεν είχε συνέχεια) καθώς με ενδιέφεραν αυτού του είδους ‘περιθωριακές’ εργασίες. Τι εννοώ με το ‘περιθωριακές’; Εννοώ ότι αφορούν άτομα του κοινωνικού περιθωρίου. Δηλαδή ΑΜΕΑ. Γιατί του κοινωνικού περιθωρίου; Εδώ θα σας διηγηθώ μια μικρή ιστορία. Όταν για κάποια χρόνια στο παρελθόν έμενα και σπούδαζα στην Αγγλία, ζούσα σε μια πολύ μικρή, επαρχιακή κωμόπολη. Τόσο μικρή, που όλη κι όλη είχε έναν κεντρικό δρόμο με λογιών καταστήματα όπου κυκλοφορούσε ο κόσμος. Όταν λοιπόν πρωτοβρέθηκα εκεί, ένα πράγμα μου έκανε πριν απ’ όλα εντύπωση: έβλεπα σχεδόν παντού, στο σούπερ μάρκετ, το πάρκο της, τους δρόμους, τα φαρδιά πεζοδρόμια, ανθρώπους σε καροτσάκια, αμαξίδια. Τόσους πολλούς – συγκριτικά με ό, τι είχαν συνηθίσει τα μάτια μου – που αρχικά αδυνατούσα να καταλάβω τι γινόταν. ‘Μα καλά’, είχα σκεφτεί, ‘πώς βρέθηκαν τόσοι άνθρωποι με αναπηρία σε αυτή την πόλη;’ Και απορούσα. Μέχρι που άρχισα να προσέχω καλύτερα. Και είδα ότι παντού υπήρχαν ράμπες πρόσβασης για καροτσάκια ή αμαξίδια (και όταν λέμε παντού εννοούμε παντού), όπως και σχετικές πινακίδες που διευκόλυναν την κυκλοφορία ή τη στάθμευση (αν επρόκειτο για αυτοκίνητα) για αυτούς τους ανθρώπους. Αυτό που άρχισα τότε, σιγά-σιγά, να αντιλαμβάνομαι ήταν ότι δεν ήταν ασυνήθιστα πολλοί αυτοί οι άνθρωποι στη συγκεκριμένη πόλη. Απλώς, μπορούσαν να κυκλοφορήσουν. Να κάνουν τα ψώνια τους ή τις δουλειές τους, να πάνε τη βόλτα τους. Κάτι που δεν ίσχυε και εξακολουθεί να μην ισχύει στην χώρα απ’ την οποία προερχόμουν, την Ελλάδα. Το διαπίστωσα και ο ίδιος κυκλοφορώντας – πιο σωστά: φιλοδοξώντας να κυκλοφορήσω – τα τελευταία χρόνια με καροτσάκι, όχι αναπηρικό αλλά παιδικό, σε στενά, σπασμένα πεζοδρόμια, κλειστές από αυτοκίνητα διαβάσεις πεζών, να ψωνίσω σε καταστήματα χωρίς ειδικές ράμπες, να παρκάρω σε σούπερ μάρκετ όπου ο κάθε περαστικός παρκάρει στις θέσεις για ανάπηρους (όχι, αγαπητέ, η βλακεία δεν είναι αναπηρία) ή για οικογένειες με καρότσια για να βρίσκεται ακριβώς έξω από την είσοδο και να μη χρειάζεται να περπατήσει. Αν κάποια στιγμή επιτραπεί σε αυτούς τους ανθρώπους να ζήσουν, να κυκλοφορήσουν, να βγουν από το περιθώριο, από την κοινωνική αφάνεια, θα έχει και νόημα μια τέτοια μέρα. Μέχρι τότε, δεν ξέρω.

2 Δεκ 2011

Τα αυτονόητα

Σκηνή πρώτη, στο ταχυδρομείο. Η μητέρα (και γυναίκα μου) με το οχτώ μηνών μωρό περιμένει, με το καροτσάκι, στην ουρά. Η ουρά μεγάλη, έχει φτάσει μέχρι έξω από το ταχυδρομείο – και κάνει και κρύο. Αφού έχουν περάσει είκοσι λεπτά αναμονής στο κρύο, χωρίς κανένας να έχει ενδιαφερθεί να της παραχωρήσει προτεραιότητα ή να βοηθήσει κάπως την κατάσταση, ένας ηλικιωμένος κύριος ‘εκρήγνυται’: την παίρνει από το χέρι και, με ‘τσαμπουκά’, την πηγαίνει στα γκισέ, παρακάμπτοντας τους υπόλοιπους που περίμεναν. Και ‘τα σέρνει’ στις υπαλλήλους πίσω από τα μαγικά παραθυράκια. Οι υπάλληλοι δυο, γυναίκες. Η μια, η μεγαλύτερη, αδιάφορη, ‘αλεξίσφαιρη’ μετά από χρόνια στην ίδια, σκοροφαγωμένη θέση. Έχει δει και έχει ακούσει πολλά, σιγά μη χαλάσει το δημοσιοϋπαλληλικό της νιρβάνα για μια με ένα καροτσάκι. Η άλλη, νεότερη, καινούργια στη δουλειά και λιγότερο αδιάφορη, απολογητικά αλλά άψυχα λέει ότι δεν την πρόσεξε. Αν δεν βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός, ο ‘τρελός’, ακόμα θα περίμενε, με το μωρό, στην τεράστια ουρά. Τα αυτονόητα.

Σκηνή δεύτερη, με την παιδίατρο. Έρχεται συχνά πυκνά στο σπίτι – ή πάμε κι εμείς στο ιατρείο – για να εξετάσει τα παιδιά για κρυωματάκια, ιώσεις και διάφορα που τυχαίνουν στις μικρές ηλικίες και χρειάζονται φροντίδα. Κάθε φορά που έρχεται – σημειωτέον ότι μένει πολύ κοντά, γειτόνισσα είναι, οπότε δεν διανύει και καμία μεγάλη απόσταση – ζητάει ένα σεβαστό ποσό ως αμοιβή (χωρίς απόδειξη) ακόμα και για τα δέκα λεπτά που θα χρειαστούν να ‘ακούσει’ ένα παιδί που βήχει και να βεβαιώσει ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό κρύωμα, συστήνοντας κάποιες εισπνοές ή οτιδήποτε θα το βοηθήσει. Πάντα, με το (τσουχτερό) αζημίωτο. Η γυναίκα αυτή (η παιδίατρος) είναι, ειρήσθω εν παρόδω, μια γυναίκα μόνη, χωρίς υποχρεώσεις. Αλλά ζητάει, μαζεύει χρήματα ακόμα και για μια ‘επίσκεψη’ των δέκα λεπτών σε τακτικούς της πελάτες, με χίλιες δυο υποχρεώσεις. Και κάπου εδώ αρχίζω να ονειροπολώ. Μπορεί να υπήρχε μια εποχή στην ίδια αυτή χώρα που ιδίως οι παιδίατροι και ιδίως σε δύσκολες συγκυρίες, όπως η σημερινή, έβλεπαν παιδιά χωρίς κάθε φορά να ζητάνε χρήματα από τους γονείς-πελάτες. Ίσως επειδή – πράγμα όχι και τόσο δύσκολο – είχαν αναπτύξει μια πιο ανθρώπινη σχέση μαζί τους, μια σχέση στοιχειωδώς φιλική, βοηθώντας τους να μεγαλώσουν γερά τα παιδιά τους σε μια ελληνική κοινωνία που δεν είχε επιτρέψει στο χρήμα να τρυπώσει παντού. Τα αυτονόητα;

Σκηνή τρίτη, στο σούπερ μάρκετ. Έχω κάνει τα ψώνια της ημέρας και πληρώνω, συν γυναιξί και τέκνοις, στο ταμείο, όταν μια ευτραφής κυρία εμφανίζεται και αρχίζει να φωνάζει την πινακίδα του αυτοκινήτου μας. Απορώ γιατί να το κάνει αυτό, της κάνω σινιάλο να περιμένει και, έχοντας σε λιγάκι πληρώσει, με τις σακούλες στα χέρια, βγαίνουμε έξω. Βλέπω ότι είχα παρκάρει το αυτοκίνητο δίπλα στο δικό της (όχι κολλητά, απλώς δίπλα, σε προκαθορισμένες θέσεις πάρκινγκ) και ότι λόγω της σαφώς ευτραφούς κατασκευής της δεν χωρούσε, δυσκολευόταν να ανοίξει την πόρτα της για να μπει στο δικό της αυτοκίνητο (σημειωτέον, έχει μαζί της κι ένα συμπαθέστατο αγοράκι, που φαίνεται να ’ναι εγγονός της). Αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει και της ζητάω, ευγενικά, να περιμένει λίγο για να ξεπαρκάρουμε, καθότι έχουμε μαζί και το μωρό, που πρέπει πριν απ’ όλα να βολευτεί. Η απάντησή της; ‘Εσύ είσαι μωρός.’ Μένω με το στόμα ανοιχτό, καθώς λέει κι άλλα, λίγο έως πολύ ακατανόητα, χωρίς την παραμικρή αφορμή εκ μέρους μου, πέραν του ότι είχα παρκάρει δίπλα της και τη δυσκόλεψα στο άνοιγμα της πόρτας της. Την κοιτάζω, δεν ξέρω τι να της πω. Τα αυτονόητα; Και ποια ειν’ αυτά;

30 Νοε 2011

Για έναν νέο πατριωτισμό

Αφορμή γι’ αυτή την ανάρτηση το άκουσμα της είδησης ότι ξεκινά ξανά η παραγωγή του θρυλικού PONY, του πρώτου και μοναδικού ‘ελληνικού’ αυτοκινήτου. Το ‘ελληνικού’ εντός εισαγωγικών, καθώς στηρίζεται στην τεχνογνωσία άλλων χωρών για τον κινητήρα και τα μηχανικά του μέρη. Παρότι η εταιρία, η ΝΑΜCΟ, έχει δουλέψει και σχέδια ενός ελληνικού κινητήρα. Η νέα γενιά PONY προορίζεται για κυκλοφορία εντός Ελλάδας αλλά και για εξαγωγές σε χώρες που έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον. Επιτέλους, θα έλεγε κανείς, μια παραγωγική προσπάθεια στην Ελλάδα. Ή μήπως… όχι; Θυμάμαι, στη δεκαετία του ’80, όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες γενιές PONY, ήταν αντικείμενο κοροϊδίας από πολλούς λόγω της παρωχημένης τους αισθητικής. Παρωχημένης πάντα εν συγκρίσει με τα εισαγόμενα μοντέλα αυτοκινήτων με τις φουσκωμένες λαμαρίνες και τις στρογγυλές καμπύλες, από χώρες με μακροχρόνια παράδοση στην αυτοκινητοβιομηχανία και όχι νεοφώτιστες, όπως η Ελλάδα. Θεωρείτο περίπου αν όχι εντελώς γραφικός, όποιος αγόραζε και οδηγούσε ένα PONY.

Η αλήθεια, όντως το αυτοκίνητο υστερούσε από πλευράς εμφάνισης απέναντι στα ευρωπαϊκά ή ιαπωνικά μοντέλα που προτιμούνται στην Ελλάδα. Πράγμα φυσικό, όταν μια χώρα έχει μείνει εντελώς έξω από τον ανταγωνισμό και επιχειρεί να κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα σε έναν τόσο δυναμικά αναπτυσσόμενο κλάδο, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει ή να ξαναξεκινήσει, όπως συμβαίνει σήμερα, που ξαναμπαίνει μπροστά η γραμμή παραγωγής του PONY. Μια κίνηση που θα δημιουργήσει εκατοντάδες θέσεις εργασίας στην βαριά χτυπημένη από την αποβιομηχάνιση και ανεργία Μακεδονία. Και το σημαντικότερο; Θέσεις εργασίας όχι στην πώληση υπηρεσιών όπως συμβαίνει συνήθως στην ελληνική οικονομία, αλλά στην παραγωγή αυτοκινήτων. Πράγμα που με φέρνει στον λαβύρινθο της ψυχολογίας του νεοέλληνα: απ’ τη μια δεν κουραζόμαστε να ‘γκρινιάζουμε’ ότι ζούμε σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, που εισάγει ακόμα και αγροτικά προϊόντα τα οποία θα έπρεπε να εξάγει. Μια ‘κλειστή’ δηλαδή οικονομία στην οποία ως επί το πλείστον πουλάμε ο ένας υπηρεσίες στον άλλο και η οποία στηρίζεται στον εξωτερικό δανεισμό για να εξακολουθήσει να υπάρχει. Κάπως έτσι, άλλωστε, φτάσαμε ως τα σήμερα και την ‘έκτη’ ή την ‘έβδομη δόση’ που περιμένουμε ως μάνα εξ ουρανού, για να μην γυρίσει η Ελλάδα στη δεκαετία του ’50.

Απ’ την άλλη, όμως, δεν κουραζόμαστε να ‘σνομπάρουμε’, να κοροϊδεύουμε τα ελληνικά προϊόντα όπως τα θρυλικά PONY, να επιδιδόμαστε στο εθνικό σπορ του ‘χαβαλέ’ σε βάρος τους γελώντας με τα ‘χάλια μας’. Και φυσικά να μην τα προτιμάμε. Ποιος θα αγοράσει ένα PONY κι ας κοστίζει μόλις 7.000 ευρώ τη στιγμή που μπορεί να βρει πολύ πιο φιγουράτα (αλλά και πιο ακριβά) εισαγόμενα μοντέλα; Εδώ ακριβώς, νομίζω, παίζεται το παιχνίδι της εξόδου της Ελλάδας από τη μιζέρια που έχει γίνει δεύτερη φύση της. Θα μπορούσαμε συγκεκριμένα να μιλήσουμε για έναν νέο πατριωτισμό, έναν πραγματικό πατριωτισμό, όχι των παρελάσεων και των σημαιοστολισμών. Αλλά της πραγματικής, έμπρακτης αγάπης γι’ αυτή τη χώρα. Και της ειλικρινούς πρόθεσης να συνδράμουν όλοι της οι πολίτες για να ξεκολλήσει από τον ρόλο του γκαρσονιού της Ευρώπης και της υπόλοιπης υφηλίου που τόσο ‘επάξια’ παίζει τόσα χρόνια. Να βγει από το περιθώριο. Στηρίζοντάς την στην πράξη κι όχι κρεμώντας μια σημαία στο μπαλκόνι κάθε 28η Οκτωβρίου ή 25η Μαρτίου. Μπορούμε;

29 Νοε 2011

Στη σκιά του 'πατερούλη'

Άραγε πώς είναι να ’σαι νεαρή κοπέλα και ο πατέρας σου να στέλνει το πρώτο σου αμόρε, που δεν ‘εγκρίνει’, στη... Σιβηρία για δέκα χρόνια; Όταν η μητέρα σου έχει ήδη αυτοκτονήσει; Και εκατομμύρια άλλοι οδηγούνται από τον άνθρωπο αυτόν που σε παίζει στην αγκαλιά του γεμίζοντάς σε φιλιά στην εξαθλίωση, την εξορία, τον θάνατο; Κάπως έτσι ξεκίνησε η ζωή της μοναχοκόρης του Ιωσήφ Στάλιν, Σβετλάνα, που μόλις πέθανε σε ηλικία 85 ετών. Μια ζωή, στην ΕΣΣΔ, κάτω από τις φτερούγες του ‘ατσαλένιου’ Στάλιν (αυτό σήμαινε, αυτό σηματοδοτούσε στη γλώσσα τους το προσωνύμιο ‘Στάλιν’), ετεροκαθορισμένη ευθύς εξαρχής και προορισμένη για μεγάλες περιδινήσεις. Αφού σπούδασε Ιστορία (η ίδια προτιμούσε τη Λογοτεχνία αλλά δεν άρεσε η επιλογή στον πατέρα της) άρχισε να εργάζεται σαν δασκάλα. Μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1953 και ύστερα από λογιών περιπέτειες αναζήτησε, το 1967, πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ, όπου και έγινε δεκτή. Εδώ βλέπετε τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε εισερχόμενη στη νέα της πατρίδα, προσπαθώντας να ‘ξεκαθαρίσει’ τη στάση της, την προέλευσή της, την ίδια την προσωπικότητά της.

Το ότι η πολυαγαπημένη κόρη του ισχυρότερου άνδρα (γνωστού και ως ‘πατερούλη’ τον καιρό της παντοδυναμίας του) της άλλοτε πανίσχυρης ΕΣΣΔ κατέφυγε στις ΗΠΑ για να ζήσει μια ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μακριά από τα μέρη που γεννήθηκε και τον βασανισμένο λαό τους, συμβολίζει, ενσαρκώνει, εικονογραφεί από μόνο του και με πολύ δυνατό τρόπο ένα δράμα για γερά νεύρα που παίχτηκε σε πολλές πράξεις τον περασμένο αιώνα – ένα δράμα που λεγόταν ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’. Ίσως το μεγαλύτερο πολιτικοκοινωνικό πείραμα στην σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία, για να δοκιμαστεί στην ‘πράξη’ μια ιδεολογία του προπερασμένου αιώνα, του 19ου – ή ακόμα παλιότερη αν θυμηθούμε τον Γράκχο Μπαμπέφ την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και την ‘Κοινωνία των Ίσων’ του. Μια ιδεολογία ισότητας, δικαιοσύνης, ανθρωπιάς, που, στην ‘εφαρμογή’ της, εξέθρεψε χειρότερες ανισότητες, αδικίες, βαναυσότητες, απ’ αυτές που γεννήθηκε να καταπολεμήσει. Αναμενόμενα, όλα αυτά, όταν χρησιμοποιούνται ζωντανά πειραματόζωα και μάλιστα του εντελώς απρόβλεπτου και ανεξέλεγκτου είδους ‘άνθρωπος’ για ένα τόσο φιλόδοξο, τόσο μεγαλεπήβολο, τόσο απόλυτο στις επιδιώξεις και στις προς τεκμηρίωση υποθέσεις του πείραμα.

Μετά την είσοδό της στις ΗΠΑ η Σβετλάνα, ζωντανή και ‘επώνυμη’ απόδειξη της οικτρής αποτυχίας του αντίπαλου δέους του δυτικού καταναλωτικού τρόπου ζωής – και αρκετά χρόνια πριν την οριστική πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που σήμανε την τελειωτική, πανηγυρική νίκη του καταναλωτισμού, του καζινοκαπιταλισμού όπως εξελίχθηκε, απέναντι στο ατελείωτο γκρι του υπερφιλόδοξου αντιπάλου του –, χρησιμοποιήθηκε ως προπαγανδιστικό όπλο από τις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του περίφημου Ψυχρού Πολέμου. Έφτασε μέχρι και να γραφτεί στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αφήνοντας οριστικά πίσω της το παρελθόν της. Στη συνέχεια παντρεύτηκε, έκανε τα παιδιά της, προσπάθησε να βρει εντός της κάποιες χαμένες ισορροπίες απέναντι στον δυσανάλογα, έξω από τα ανθρώπινα μέτρα ή εν πάση περιπτώσει τα δικά της μέτρα, δυσερμήνευτο πατέρα της. Παρέμενε όμως κυνηγημένη. Στοιχειωμένη από ένα φάντασμα που είχε σφραγίσει τα παιδικά της χρόνια, την εφηβεία της, που την είχε καταδικάσει σε μια διαφορετική, πολύ διαφορετική ζωή – πολυτάραχη αλλά και απολύτως προκαθορισμένη – απ’ αυτή που θα ζούσε αν, όπως έλεγε η ίδια, η μητέρα της είχε παντρευτεί έναν ξυλουργό. Άφησε πίσω της, με το θάνατό της, δυο κόρες. Η μια ζει στo Portland του Oregon ως Chrese Evans και προσεγγίστηκε χθες από το Associated Press, αλλά δε θέλησε να μιλήσει για τη μητέρα της. Η άλλη μελετά ένα ηφαίστειο, κάπου στην Ανατολική Σιβηρία.

ΥΓ: Η φωτογραφία της και οι πληροφορίες γύρω από τη ζωή της από σχετικό δημοσίευμα των New York Times, εδώ.

27 Νοε 2011

Γιορτινά Χριστούγεννα

Μια δυο αναρτήσεις νωρίτερα ‘γκρίνιαζα’ για τα σκοτεινά Χριστούγεννα που βλέπω ολούθε. Αυτές όμως τις ημέρες κάτι άλλαξε. Για αρχή, ο δήμος (Θεσσαλονίκης) υπό την καθοδήγηση του κυρ Γιάννη του Μπουτάρη και μετά από σύμφωνο συνεργασίας που υπέγραψαν λέει ο δήμος και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο (να και μια συμφωνία σε αυτή τη χώρα των ‘δεν υπογράφω’, ‘δεν συγκυβερνώ’, ‘δεν συναινώ’, των ‘δεν’ γενικώς) θα μετατρέψει την πλατεία Αριστοτέλους σε χριστουγεννιάτικο θεματικό πάρκο: θα τοποθετηθεί φωτεινό πλωτό δέντρο αστεριών μέσα στη θάλασσα, συστοιχία τεσσάρων δέντρων, παγοδρόμιο, τρενάκι, καρουζέλ, δημιουργικό εργαστήριο, ταχυδρομικό κουτί για τα γράμματα των παιδιών προς τον Άγιο Βασίλη και άλλα. Επιπλέον, σήμερα είδα, βρισκόμενος εκεί, ότι στα λουτρά Λαγκαδά (σε απόσταση 20 λεπτών από την πόλη μια υπέροχη δεντρόφυτη έκταση με γήπεδα, λουτρά βεβαίως, παιδικές χαρές, απέραντες εκτάσεις για περπάτημα ή ποδήλατο) ετοιμάζεται άλλο ένα χριστουγεννιάτικο χωριό με λούνα παρκ, σπιτάκια, γλυκά σε ένα θεσπέσιο φυσικό περιβάλλον. Ευπρόσδεκτες εκπλήξεις και οι δυο, ιδίως για έναν γονιό πολύ μικρών παιδιών όπως ο γράφων – αλλά και για τον οποιονδήποτε δεν ‘σνομπάρει’ το παιδί που ποτέ δε μεγάλωσε μέσα του. Εμπρός λοιπόν με βήμα ταχύ για γιορτινά, φωτεινά και όχι σκοτεινά Χριστούγεννα. Εντός ή εκτός πόλης. Αλλά πάντα με παιδικά βλέμματα. Και, κυρίως, με συνεργασίες, συμφωνίες: τις χρειαζόμαστε όσο ποτέ. Και όχι μόνο στις γιορτές.

25 Νοε 2011

Όταν ο πολιτισμός κατεβάζει ρολά…

Με κάποιο σοκ είδα σήμερα ξεφυλλίζοντας διαδικτυακά τις εφημερίδες, ότι μετά από 32 χρόνια αδιάλειπτου δημιουργικού ‘παρών’ η Πειραματική Σκηνή της ‘Τέχνης’, η αναμφίβολα σημαντικότερη από άποψης ποιότητας θεατρική σκηνή της Θεσσαλονίκης, κατεβάζει ρολά. Η Πειραματική Σκηνή της ‘Τέχνης’ ήταν μια απ’ αυτές τις ψηφίδες πολιτισμού που εξακολουθούσαν με ‘πείσμα’ να ‘αναπνέουν’ δημιουργώντας, προσφέροντας, ακόμα και υπό συνθήκες πολιτιστικής ασφυξίας. Ήταν μια απ’ αυτές τις νησίδες ανήσυχων ανθρώπων που επέμεναν να μοιράζονται και να μοιράζουν απλόχερα την τέχνη τους στη Θεσσαλονίκη του Άνθιμου, του ‘Πανίκα’ (Παναγιώτη Ψωμιάδη), του ‘ατσαλάκωτου’ αιωνίου δημάρχου Παπαγεωργόπουλου, των ακμαζόντων μπουζουξίδικων που εξέφραζαν ακέραια, ατόφια την αισθητική των προυχόντων και αξιωματούχων της πόλης που, σε άρρηκτη ψηφοθηρική συμμαχία με τα πιο λούμπεν λαϊκά της στρώματα, κατάφεραν αυτή τους την αισθητική να την επιβάλλουν στην πόλη. Μια Θεσσαλονίκη που αφέθηκε να κατρακυλήσει, αργά αλλά σταθερά, στη θρησκοληψία, στην ακαλαισθησία, στη μαζική ‘διασκέδαση’, παραδινόμενη άνευ όρων στην οργανωμένη αυτή επίθεση.

Αυτό που επιβεβαιώνεται με το κλείσιμο αυτής της ιστορικής, στον χώρο του ελεύθερου, ποιοτικού θεάτρου προσπάθειας; Από τη στιγμή που ο πολιτισμός δεν υπήρξε ποτέ η πρώτη προτεραιότητα, θα καταστεί και η πρώτη απώλεια σε μια στιγμή κρίσης. Ακόμη και στους πολυτιμότερους, τους σπανιότερους εκφραστές του. Δεν θα μπορούσα παρά να κλείσω αυτό το σύντομο αποχαιρετιστήριο σημείωμα με τα λόγια του ιδρυτή και καλλιτεχνικού της διευθυντή Νικηφόρου Παπανδρέου:

…κατανοούμε απολύτως ότι η οξύτατη οικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα έχει μειώσει δραστικά τις δυνατότητες της Πολιτείας να στηρίζει τον σύγχρονο πολιτισμό. Και δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι στερήσεις και οι θυσίες που ζητούνται από τον ελληνικό λαό κάνουν να φαίνεται σε πολλούς πολυτέλεια η καλλιτεχνική δημιουργία και πρόκληση το αίτημα για την ενίσχυσή της. Ωστόσο, έχουμε την πεποίθηση ότι, ακριβώς σε εποχές κρίσης και ψυχικής καθίζησης, η τέχνη (μιλούμε γενικά, όχι ειδικά για τη δική μας περίπτωση) αποκτά ζωτική σημασία, μας δίνει μια ανάσα, μας βοηθάει να μη βουλιάξουμε ψυχικά, μας παρακινεί να στοχαστούμε με νηφαλιότητα, ενώ παράλληλα ενισχύει την κοινωνική συνοχή - αυτό ισχύει για τον πολιτισμό γενικά, και ιδιαίτερα για το θέατρο, που είναι κατεξοχήν τέχνη συλλογική, τέχνη της κοινότητας.
Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, το να κλείνουν θέατρα αποτελεί σύμπτωμα παρακμής και επιδεινώνει τη γενικευμένη κρίση, οικονομική, κοινωνική, ηθική, που περνάει η χώρα. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς…

24 Νοε 2011

Όχι στα σκοτεινά Χριστούγεννα!

Όταν έχεις μικρά παιδάκια, σε μια ηλικία που αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα Χριστούγεννα, αρχίζεις, μαζί τους, να τα καταλαβαίνεις κι εσύ. Και να θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια, τις οικογενειακές αυτές ημέρες των δώρων, με τα κάλαντα, τα γλυκίσματα, τον Αϊ Βασίλη και την τόσο μαγική, για ένα παιδί, χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. Μαζί με τα παιδιά της οικογένειας αρχίζεις κι εσύ να ανακαλύπτεις ξανά τα πραγματικά, τα παιδικά Χριστούγεννα, μετά από χρόνια αδιάφορων, ‘ενήλικων’ χριστουγεννιάτικων επισκέψεων σε φιλικά σπίτια, βαριεστημένων Πρωτοχρονιών, απρόθυμης διεκπεραίωσης των εορταστικών υποχρεώσεων με τρεχάλες της τελευταίας στιγμής. Φέτος, στολίσαμε ένα δεντράκι με χειροποίητα, ‘οικολογικά’ στολίδια, που ψήθηκαν στον… φούρνο. Ένα δεντράκι, που μαζί με τα παιδικά μάτια το χαίρομαι κι εγώ. Το χαίρομαι διπλά, καθώς σπάει το σκοτεινό κλίμα της εποχής, των ημερών, περνώντας μια αίσθηση ανεμελιάς, χριστουγεννιάτικης, γιορτινής ζεστασιάς. Πρόσεξα, όμως, ότι σε όλη τη γειτονιά κανείς δεν έχει ακόμα στολίσει, κι ας είμαστε μόλις έναν μήνα πριν τα Χριστούγεννα. Κι ας είναι η γειτονιά γεμάτη οικογένειες με παιδάκια. Η πόλη, το ίδιο. Σκοτεινή κι αστόλιστη. Πρώτη φορά, τόσο κοντά στα Χριστούγεννα. Κι ας χρειάζεται όσο ποτέ μια νότα χαράς, μια γεύση γιορτών, αυτή η καταθλιμμένη χώρα. Αυτά τα Χριστούγεννα, όπως κάθε Χριστούγεννα, δεν πρέπει να ’ναι σκοτεινά. Στολίστε, φωτίστε και, κυρίως, γίνετε ξανά παιδιά...

21 Νοε 2011

Κάτω

Το Κάτω είναι ένα σπονδυλωτό βιβλίο, το οποίο, αν και αφηγείται βίους γυναικών, δεν απευθύνεται μόνο στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Η πλοκή του εκτυλίσσεται στα ορεινά κάποιου νησιού, σ’ ένα ερειπωμένο χωριό που παλεύει να αναστηθεί με τις άοκνες προσπάθειες μιας εκ των ηρωίδων. Σ’ αυτό τον τόπο συμπλέκονται οι μικρές ιστορίες, κάθετα και οριζόντια στο χώρο και το χρόνο, γυναικών που ταλανίζονται από σύγχρονα πρακτικά αλλά και υπαρξιακά αδιέξοδα, όπως και γυναικών που δεν βρίσκονται πια στη ζωή.

Η αφήγηση διατρέχει δυο αιώνες ιστορίας, επικεντρώνεται, ωστόσο, σε ένα παρόν που έχει έντονη την οσμή της παρακμής, ηθικής-οικονομικής-πολιτικής. Στο τέλος του βιβλίου, λυτρωτικός φυσάει ο άνεμος μιας Κρίσης που ξεθεμελιώνει όλες τις σιγουριές και τις μικρές ζωές και φέρνει τα πάνω κάτω. Στο κατώφλι των άδηλων αλλαγών που κυοφορούνται, οι ηρωίδες θα κληθούν να αναλάβουν μέσα στον μικρόκοσμό τους έναν ουσιαστικότερο ρόλο, αποκτώντας μια πιο ενσυνείδητη φωνή ως άτομα, αλλά και ως πολίτες.

Τα παραπάνω από το οπισθόφυλλο του δεύτερου βιβλίου, ενός μυθιστορήματος αυτή τη φορά, της γυναίκας μου που πέρσι, με το πρώτο της, μια συλλογή διηγημάτων, ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού ‘Διαβάζω'. Μια υποψηφιότητα που όσο να 'ναι άνοιξε κάπως τον δύσκολο δρόμο της συγγραφής, σε μια χώρα που ο συγγραφέας θεωρείται χομπίστας κι όχι επαγγελματίας, καθώς δεν μπορεί να ζήσει από την πένα του - ζούνε άλλοι απ' αυτήν, εξόν από τον ίδιο. Ένα μυθιστόρημα που, παρότι η πλοκή του ‘περιορίζεται’ σε ένα νησί των αμέριμνων, καλοκαιρινών διακοπών, αγγίζει ολόκληρη τη σημερινή Ελλάδα της Κρίσης, μέσα από μια διαχρονική ματιά στις ζωές γυναικών, όπως τις ορίζουν οι κινητήριες δυνάμεις των συγκυριών, των ανθρώπινων αδυναμιών, αλλά και το κρυφό μεγαλείο της αναπαλλοτρίωτης ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν την Κρίση σε καιρούς ασυννέφιαστους, ανύποπτους, αλλά βλέπει τα μελλούμενα και προφητικά τα ψαχουλεύει, κομμάτι κομμάτι, πασχίζοντας να δει διέξοδο. Καλοτάξιδο εύχομαι.

17 Νοε 2011

Εκεί Πολυτεχνείο

Δεν έχω ασχοληθεί ξανά με την επέτειο αυτή, για τον απλούστατο λόγο ότι ήμουν πολύ μικρός, σχεδόν αγέννητος, όταν "έγινε" το Πολυτεχνείο. Το μόνο που θυμάμαι, μια φιλόλογος που ήταν στην κατάληψη της Νομικής στο Γυμνάσιο, μια συμπαθέστατη κοπέλα που μας έλεγε "τα μπαρτσακλά της", καλά να ’ναι όπου να ’ναι. Σε μια από τις πρώτες επετείους, των αρχών της δεκαετίας του ’80, είχε καλέσει στο σχολείο έναν φίλο της, που ήταν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Μας πήραν, τα "μπαρτσακλά", μας πήγαν στο γυμναστήριο, μας κάθισαν κάτω και κουβεντιάσαμε. Και ήταν όμορφη η αίσθηση να βρίσκεσαι τόσο κοντά με δυο τέτοιους ανθρώπους, να βρίσκεσαι, χρονικά, τόσο κοντά – ακόμα – σε μια τέτοια ημέρα.

Ήταν μια εποχή πριν την έλευση της ιδιωτικής σκουπιδοτηλεόρασης, πριν πολλά. Δεν μ’ αρέσει να εξιδανικεύω το παρελθόν, να ξεπλένω τις όποιες "αμαρτίες" του, αλλά τότε δεν περνούσαμε την περισσότερη μέρα μας μπροστά από οθόνες. Kάναμε κι άλλα πράγματα. Σαν παιδί έπαιζα, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, στο δρόμο μπροστά από το πατρικό μου, που σήμερα έχει γίνει πεζόδρομος αλλά με τόσα αυτοκίνητα πάνω του που δεν μπορείς όχι να τρέξεις, ούτε να καλοπερπατήσεις. Όλοι έχουν από ένα αυτοκίνητο τουλάχιστον. Αλλά δεν ξέρουν που να πάνε, πώς να ξεφύγουν. Τότε δεν ήταν τόσα πολλά τα αυτοκίνητα στην Αθήνα, αλλά η διαφυγή ήταν σαφώς ευκολότερη. Δεν υπήρχε και το ίντερνετ, αυτό το υπέροχο εργαλείο που σε κάνει να περνάς μίζερες, μοναχικές ώρες καμπουριαστός μπροστά από ένα κομπιούτερ, όπως καλή ώρα δακτυλογραφώντας αυτές τις γραμμές. Δεν υπήρχαν ούτε κινητά, για να βρίσκεσαι εύκολα με τους φίλους σου. Όμως θυμάμαι να βρισκόμασταν ευκολότερα. Με τον παλιότερό μου φίλο, έχουμε πάνω από χρόνο να βρεθούμε. Ανά πάσα στιγμή μπορούμε βλέπετε να στείλουμε μηνυματάκι από το κινητό για κάποια χρόνια πολλά. Αλλά δεν φεύγει ποτέ αυτό το ρημαδομήνυμα, δεν έμαθα και ποτέ να πληκτρολογώ μηνύματα σ’ αυτή την ανόητη μικροσυσκευή που, σαν φούρνος μικροκυμάτων, μαγειρεύει γρήγορες, "εύκολες" ανθρώπινες επαφές.

Τι θέλω να πω, με όλη αυτή τη "γκρίνια"; Το Πολυτεχνείο, η ζωντανή αυτή γενιά που πήρε τη ζωή της στα χέρια και κλείστηκε μαζί της πίσω από κάγκελα με πανό και συνθήματα, αφήνοντάς την εκεί σε κάποιες περιπτώσεις, δεν είναι σήμερα εδώ. Το "Εδώ Πολυτεχνείο", δεν παίζει. Το Πολυτεχνείο ήταν εκεί, μαζί με όλα όσα το πλαισίωναν. Καιρός να δούμε το δικό μας εδώ και τι στο καλό θα κάνουμε μ’ αυτό. Δεν χρειάζεται να κλειστούμε σε κανένα Πολυτεχνείο, αν θέλουμε να δηλώσουμε "παρών". Μπορούμε, για αρχή, να βγούμε από τα σπίτια μας.

15 Νοε 2011

Η άνοδος των ασήμαντων

Σε αυτό το blog δεν σας έχω συνηθίσει σε προσωπικές ιστορίες. Παρότι προσωπικό ημερολόγιο, έχω προτιμήσει να μιλάω για την επικαιρότητα με τρόπο ανοιχτό, δημοσιογραφικό. Σήμερα όμως θα κάνω μια εξαίρεση. Θα διηγηθώ μια προσωπική εμπειρία, πριν μερικούς μήνες. Εργαζόμουν σε μια δουλειά από την οποία παραιτήθηκα πρόσφατα, εξαιτίας εμπειριών όπως η συγκεκριμένη. Πριν περίπου ένα χρόνο, σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο, είχε προγραμματιστεί μια εκδήλωση. Καθώς είχα κάπως ενεργό ρόλο σε αυτή, είχα καθήκον να κάθομαι μαζί με άλλους σε μια εξέδρα, απ’ την οποία θα εκφωνούνταν κάποιες ομιλίες. Κεντρικός ομιλητής; Ο Άδωνις Γεωργιάδης, οικογενειακός φίλος της εργοδοσίας. Όπως αντιλαμβάνεστε, η προγραμματισμένη παρουσία του στην εκδήλωση αυτή ως κεντρικού ομιλητή είχε προκαλέσει σάλο στους εργαζόμενους και συζητιούνταν για μέρες, με τρόπο μάλλον αρνητικό. Κανείς όμως δεν έλαβε το θάρρος να πει ή να κάνει κάτι, έξω από τα συναδελφικά ‘πηγαδάκια’. Όσοι τυχόν εργάζεστε ή έχετε εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα, αντιλαμβάνεστε το γιατί. Ο ‘εργασιακός μεσαίωνας’ για τον οποίο ακούμε συχνά από τα μέσα ενημέρωσης δεν αποτελεί μόνο μια κάπως θλιβερή μεταφορά, αλλά και μια θλιβερή πραγματικότητα για πολλούς ανθρώπους. Φτάσαμε, λοιπόν, στη μέρα της εκδήλωσης. Περιμένοντας, στην εξέδρα, στις θέσεις μας, τον κεντρικό ομιλητή, όσοι είχαμε αυτόν τον ρόλο. Ο οποίος κάποια στιγμή κατέφθασε. Και δεν ήταν αυτό που θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Αυτό που είδα να ανεβαίνει στο πόντιουμ για να κάνει την ομιλία του, δεν ήταν ο τηλεοπτικός Άδωνις. Ήταν ένας μετρίου αναστήματος ανθρωπάκος, που δεν θα του έριχνα δεύτερη – ούτε πρώτη, εδώ που τα λέμε – ματιά αν τον έβλεπα στον δρόμο. Όμως κάτι μέσα μου, κάτι που το ένιωθα δυσάρεστο, ξένο, αλλά αναπόφευκτο, με πίεζε να τον κοιτάξω, να του δώσω σημασία, να τον ακούσω. Αυτό το κάτι ήταν ο τηλεθεατής εντός μου, που είχε σχεδόν δίπλα του, με σάρκα και οστά τον Άδωνι Γεωργιάδη: ένα μιντιακό κατασκεύασμα που χρόνια τώρα παρελαύνει από τηλεπαράθυρα, στρογγυλά τραπέζια, γίνεται θέμα συζητήσεων, αντεγκλήσεων, το στόμα αυτό με τη δυνατή, ορμητική φωνή που δύσκολα μπορεί να του σταθεί απέναντι ο οιοσδήποτε. Παρ' όλα αυτά, κάτι βαθύτερα μέσα μου, με έκανε ταυτόχρονα να νιώθω άσχημα. Πολύ άσχημα. Από τη στιγμή που ανέβηκε στο μικρόφωνο και άρχισε να μιλάει, άρχισα, αργά αλλά σταθερά, να χάνω την επαφή μου με την υπόλοιπη αίθουσα. Άρχισα να βυθίζομαι στον εαυτό μου. Και, καθώς βυθιζόμουν, είδα τη ζωή μου να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Με είδα μαθητή του δημοτικού σχολείου, θυμήθηκα την Ελλάδα όπως ήταν τότε, φαντάστηκα και τον συνομήλικό μου Άδωνι μικρό, μαθητή κι αυτόν. Προσπαθούσα, βήμα-βήμα, εποχή την εποχή, παρακολουθώντας τα χρόνια να περνούν νοητά εμπρός μου, να καταλάβω, να εντοπίσω, τι μπορεί να πήγε τόσο στραβά, τόσο λάθος, από τότε μέχρι και σήμερα, ώστε να φτάσω να ζω αυτό που εκείνες τις στιγμές ζούσα. Με απανωτά φλας μπακ, κατέβαλα απελπισμένες προσπάθειες να βγάλω άκρη. Να συνειδητοποιήσω πώς και γιατί αυτός ο νευρώδης ανθρωπάκος ήταν, είχε φτάσει να γίνει ο αναμφισβήτητα σημαντικός εκείνης της βραδιάς και εγώ, μαζί με άλλους αξιόλογους συναδέλφους πίσω του, οι αναμφίβολα ασήμαντοι. Και ύστερα, αφού πέρασε αρκετή ώρα, κάπως σαν καταπραϋντικό έκανα μια σκέψη: ότι ζούμε σε μια εποχή ανόδου της ασημαντότητας. Και, μαζί της, ανόδου των ασήμαντων. Ο άνθρωπος αυτός, πριν λίγες μέρες έγινε υφυπουργός.

12 Νοε 2011

Αντριλίκια

Από όλα όσα ζήσαμε τις τελευταίες δυο εβδομάδες, μια με το θνησιγενές δημοψήφισμα και μια με τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την εκλογή νέου πρωθυπουργού και κυβέρνησης, ένα μου έμεινε. Κάποιες συμπεριφορές θα έλεγα εξόχως αποκαλυπτικές, που έβγαλαν στην επιφάνεια λύματα τα οποία κυκλοφορούν ανενόχλητα στους υπονόμους των μεγάλων ελληνικών πολιτικών κομμάτων, αλλά σπανίως βγαίνουν στην επιφάνεια. Μόνον σε δραματικές στιγμές, σε συγκυρίες εξαιρετικής έντασης, σε απίθανες περιστάσεις που τα νεύρα τεντώνονται και τα προσχήματα παραγκωνίζονται, τους επιτρέπεται να ‘σκάσουν μύτη’. Τότε και μόνο τότε ο ‘σοσιαλιστικός προοδευτισμός’ της βιτρίνας αφήνει για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα τη σκηνή στα οθωμανικά και βυζαντινά τρωκτικά των υπογείων του πολιτικού πολυκαταστήματος που εν προκειμένω λέγεται ΠΑΣΟΚ. Ιδίως όταν οι γυναίκες του κόμματος – συγνώμη, κινήματος – τολμήσουν το ασύλληπτο (ασύλληπτο για όσους τις θεωρούν, ‘παραδοσιακά’, domestic animals, μη πολιτικά ζώα, που δεν θα έπρεπε να έχουν δημόσια παρουσία και άποψη): τολμήσουν να αρθρώσουν δικό τους λόγο και, μάλιστα, σε στιγμές που οι άνδρες ‘σύντροφοί’ τους σιωπούν. Τότε, οι τελευταίοι θα σταθούν ανήμποροι να εμποδίσουν να φτάσουν μέχρι τα χείλη τους όσα σιγόβραζαν εντός. Mιλώντας στην ‘καλύτερη’ περίπτωση για ‘καλτσοδέτες’ ή, στη χειρότερη, καταφερόμενοι με βαρύτερους χαρακτηρισμούς εναντίον γυναικών που έσπασαν τον ιδεότυπο της ‘κοπέλας’ η οποία ομορφαίνει με τη διακριτική παρουσία της ένα κατά τα άλλα ανδροκρατούμενο πολιτικό τοπίο (αλλά μέχρι εκεί) και μίλησαν. Πήραν πρωτοβουλίες. Άνοιξαν συζητήσεις. Άλλαξαν ισορροπίες. Ατόπημα ασυγχώρητο, διότι δεν συνάδει με το στερεότυπο της γυναίκας πολιτικού ως απαραίτητου συμπληρώματος για λόγους ‘διαφυλετικής δικαιοσύνης’ στα ψηφοδέλτια των κομμάτων που, άπαξ και εκλεγεί, οφείλει να σιωπά, αιωνίως ευγνώμων για την απόδρασή της από το πατροπαράδοτο habitat της, το σπίτι της ή τα παιδιά της. Αυτό που συνέβη, με άλλα λόγια, ήταν κάτι ανήκουστο. Κάτι εξωπραγματικό. Γι’ αυτό και, ‘δικαιολογημένα’, κάποια κατά τα άλλα ‘προοδευτικά’ στελέχη του ΠΑΣΟΚ βγήκαν από τα ρούχα τους. Δείχνοντας τοις πάσι ότι κάτω απ’ όλα, κάτω από το ‘κεντροαριστερό’ πασοκικό τους περίβλημα, παραμένουν ανεξέλικτοι – και ανεξέλεγκτοι, όταν ανέβει το αίμα στο κεφάλι – Bαλκάνιοι χωριάτες.

11 Νοε 2011

Μια πολλαπλώς μεταβατική κυβέρνηση

Μια βραδυφλεγής ανησυχία στην Ελλάδα αυτές τις μέρες δεν έχει να κάνει με το αν θα καταφέρει η κυβέρνηση Παπαδήμου να σηκώσει τη χώρα από το καναβάτσο που την έχουν ρίξει οι διεθνείς 'οίκοι αξιολόγησης', οι 'δυνατοί' της ΕΕ αλλά και οι ίδιες της οι 'αμαρτίες' του παρελθόντος. Έχει περισσότερο να κάνει με το τι είδους επιλογές θα έχουν οι Έλληνες στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου - αν και όπως φτάσουμε έως εκεί. Άραγε, μετά από όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία δυο χρόνια, το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα που οδήγησε και στην οικονομική χρεοκοπία της χώρας, έλαβε το 'μήνυμα'; Η κατάρρευση της Ελλάδας ήταν, τελικά, αρκετά δυνατό ηλεκτροσόκ για τους Έλληνες πολιτικούς προκειμένου να αλλάξουν; Και να ανακτήσουν την επαφή τους με την πραγματικότητα - την πραγματικότητα όχι των πολιτικών γραφείων ή του καφενείου της Βουλής;

Το ότι βλέπουμε αυτές τις μέρες κάποιους εξ αυτών να χαίρονται ή ακόμα και να θριαμβολογούν με ανακούφιση για την 'ανταρσία' πενήντα βουλευτών του ΠΑΣΟΚ έναντι της υποψηφιότητας Πετσάλνικου για την πρωθυπουργία αυτής της κυβέρνησης - μια 'ανταρσία' που τελικά οδήγησε στην επιλογή Παπαδήμου - ως τρανή απόδειξη ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα γιατρεύτηκε από την όποια 'ίωση' ενδεχομένως πέρασε και μπορεί ξανά προς τη δόξα να τραβήξει, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Φοβάμαι ότι αν στο δρόμο προς τη 19η του Φλεβάρη δεν προκύψει κάποια πρωτοβουλία 'από τα κάτω', από τους ίδιους τους πολίτες της χώρας, οι Έλληνες πολιτικοί απλώς θα επιβεβαιώσουν τον Δαρβίνο σαν και πολιτικό διανοητή: θα εξακολουθήσουν να προσαρμόζονται διαρκώς καλύτερα σε ένα διαρκώς πιο 'εχθρικό' περιβάλλον, αλλάζοντας κάποια εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, που θα τους επιτρέψουν να σταθούν όρθιοι στη μάχη για επιβίωση. Χωρίς ποτέ να αλλάξουν πραγματικά.

Σε αυτό το αδιέξοδο - σε αντίθεση με ό, τι παπαγαλίζουν διάφοροι υποτίθεται ‘σκεπτόμενοι’ πολιτικοί σε τηλεπαράθυρα, ασφαλώς και αντιμετωπίζουν αδιέξοδα οι δημοκρατίες, όπως κάθε υγιές, δυναμικό, ζωντανό πολίτευμα - η απάντηση είναι μια: περισσότερη, βαθύτερη, ριζικότερη δημοκρατία. Μια δημοκρατία του δήμου, των πολιτών, όχι των πολιτικών. Μπορούμε να την επιδιώξουμε; Αν όχι, μας περιμένει ένα ακόμη ‘λευκό’ - στην καλύτερη περίπτωση, αυτή που θα πάμε δηλαδή να ψηφίσουμε - στις εκλογές αυτές της 19ης Φλεβάρη.

Και κάτι ακόμη, που εν μέρει αναιρεί αλλά εν όλω συναιρεί τα παραπάνω. Μακάρι αυτή η κυβέρνηση να αποδειχτεί όχημα διαφυγής από το πολιτικό κατεστημένο που σκιαγράφησα πιο πάνω και μετάβασης σε μια άλλη πολιτική πραγματικότητα, έναν άλλο πολιτικό πολιτισμό. Να αποδειχτεί, δηλαδή, πραγματικά και πολλαπλώς μεταβατική.

6 Νοε 2011

Mια θνησιγενής δημοκρατία

‘Έλληνες, σας ευχαριστούμε’. Ο 40χρονος Νικολά Ντεµοράν, διευθυντής της γαλλικής εφηµερίδας 'Liberation', σε συνέντευξή του στο 'Βήμα της Κυριακής' τάσσεται σαφώς υπέρ της απόφασης Παπανδρέου για δηµοψήφισµα και ευχαριστεί τους Έλληνες που θύμισαν, στους λαούς της Ευρώπης, ότι εκτός από την ευρωζώνη, εκτός από τις χρηματαγορές, υπάρχει και κάτι που λέγεται δημοκρατία. ‘Εµείς στη “Liberation”’, λέει, ‘ερµηνεύσαµε την ως τώρα στάση του ελληνικού λαού ως αντίδραση στη διακυβέρνηση της χώρας από τους τεχνοκράτες της Ευρώπης και του ∆ΝΤ. Γιατί κάποια στιγµή πρέπει επιτέλους να µπορεί να αποφασίζει ο ίδιος ο λαός για την τύχη του.’

Για τον κύριο Ντεμοράν ‘η κύρια αρετή του ακυρωµένου πλέον δηµοψηφίσµατος είναι ότι µας υπενθυµίζει πως δεν µπορούµε να αναβάλλουµε αιωνίως την εφαρµογή της δηµοκρατίας, η οποία είναι το µόνο µέσον για να ξεπεράσουµε την κρίση. Η δηµοκρατία δεν αποτελεί κίνδυνο. Το δηµοψήφισµα αυτό δεν θα διεξαχθεί, αλλά θα έχει θέσει µε τρόπο θορυβώδη το ερώτηµα τι είναι δηµοκρατία.' Και απευθύνει το εξής μήνυμα στους Έλληνες: 'είστε πρωτοπόροι στην κρίση αυτή και υφίστασθε πρώτοι τις πιο τραγικές συνέπειές της. Είστε οι πρώτοι που θέτετε το ερώτηµα τι σηµαίνει δηµοκρατία και οι πρώτοι που δίνετε την απάντηση. Και γι’ αυτό σας ευχαριστούµε. Σας ευχαριστούµε πολύ!’.

Νομίζω ο κύριος Ντεμοράν ξέρει πολύ καλά, όπως οφείλει να ξέρει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος στην εποχή μας, ότι καπιταλισμός και δημοκρατία δεν κάνουν, ποτέ δεν έκαναν, καλή παρέα. Και ότι όταν συγκρούονται, όπως με τόσο έντονο τρόπο στην ελληνική κρίση με την αφορμή του δημοψηφίσματος, οφείλουν, όσοι πιστεύουν περισσότερο στη δημοκρατία απ’ ό, τι στον σύγχρονο αφηνιασμένο καπιταλισμό, να πάρουν και το μέρος της. Κάτι που, κατά τρόπο τραγικό, δεν έπραξε κανείς στην Ελλάδα: τόσο τηλεδημοσιογράφοι σε τηλεπαράθυρα όσο και πολιτικοί από όλα σχεδόν τα κόμματα την εβδομάδα που πέρασε καθόρισαν τη συνολική στάση του ελληνικού λαού καταφερόμενοι, με οργισμένες φωνές, από το πρωί μέχρι το βράδυ εναντίον του ‘απονενοημένου διαβήματος’ που λεγόταν δημοψήφισμα. Σαφώς και το δημοψήφισμα αυτό θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει. Σαφώς και το timing, δηλαδή, δεν ήταν και το καλύτερο. Η δημοκρατία, αν θέλετε, μπήκε κάπως αργά στο παιχνίδι. Θα ήταν, όμως, αυτό το δημοψήφισμα, μια δημοκρατική διέξοδος για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, που έχει επιτρέψει στο ΔΝΤ να μπαίνει με τα τσαρούχια, θα έλεγε κανείς, σε ευρωπαϊκές χώρες, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τους λαούς και τις κυβερνήσεις τους. Και βάζοντας σε ακόμη πιο δεύτερη μοίρα, όπως δείχνει ο τρόπος που συμπεριφέρθηκαν στις Κάννες Σαρκοζί και Μέρκελ στον Έλληνα πρωθυπουργό - με συμπαραστάτες και ενθουσιώδεις χειροκροτητές ολόκληρο το πολιτικομιντιακό σύστημα της Ελλάδας -, αυτό που λέμε δημοκρατία. Άραγε, χρειαζόταν ο κύριος Ντεμοράν για να μας υπενθυμίσει ότι, παρότι ζούμε στον τόπο που γεννήθηκε η δημοκρατία και δη η άμεση δημοκρατία, έχουμε ξεχάσει τι μπορεί να σημαίνει; Προφανώς και ναι.

2 Νοε 2011

Για το δημοψήφισμα και κάποιες σκέψεις για το 'μετά'

Νομίζω ότι από προχθές ζούμε, στην Ελλάδα, ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Απ' τη μια σύσσωμη η αντιπολίτευση και αμέτρητοι απλοί πολίτες εδώ και δυο χρόνια χαλάνε τον κόσμο διαμαρτυρόμενοι για τα μνημόνια, την Τρόικα, το ένα, το άλλο, σε σημείο η χώρα να κλυδωνίζεται, οδηγώντας πολλούς στη μετανάστευση. Απ' την άλλη μόλις ο Γιώργος Παπανδρέου τους είπε 'ορίστε, αποφασίστε μόνοι σας τι θέλετε', με το σκεπτικό ότι όπως παραδέχεται και η αντιπολίτευση όσα μας προτείνουν οι Βρυξέλλες είναι δεδομένα, ανεξαρτήτως ποια κυβέρνηση έχουμε, ξαναχαλάνε τον κόσμο. Και 'κούρεμα' δεν θέλουν και να αποφασίσουν μόνοι τους τι θέλουν δεν θέλουν. Τώρα μάλιστα θυμήθηκαν ότι δεν είναι... 'ειδικοί' οι Έλληνες πολίτες να αποφασίσουν για ένα τέτοιο ζήτημα ('ναι ή όχι στο κούρεμα και όσα αυτό φέρνει'). Αλλά, μέχρι χθες, μια χαρά είχαν αποφασίσει (μέχρι χθες ήταν 'ειδικοί' άραγε;) ότι το 'κούρεμα' ή οτιδήποτε άλλο ήταν λάθος, εξου και οι απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις, μούντζες έξω από το Κοινοβούλιο και όσα άλλα.

Να διευκρινίσω το αυτονόητο: δεν τα λέω αυτά υπερασπιζόμενος την κυβέρνηση Παπανδρέου, άλλωστε ποτέ στην ζωή μου δεν υπήρξα ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ. Απλώς έχω την εδραιωμένη πεποίθηση ότι η οιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στη θέση της δεν θα έκανε κάτι τραγικά διαφορετικό. Σε αυτήν την κυβέρνηση έπεσε ο κλήρος να χειριστεί την χρεοκοπία μιας ολόκληρης χώρας και έχει να αντιμετωπίσει έναν αλλοπρόσαλο (ως συνήθως) λαό και μια αντιπολίτευση που ακόμα και τώρα λειτουργεί αντιπολιτευτικά, θεωρώντας ότι αυτή η κατά τα άλλα τέλεια χώρα, που όλα αυτά τα χρόνια λειτουργούσε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, χρεοκόπησε λόγω του... ΠΑΣΟΚ και των πολιτικών Παπανδρέου. Ήρθε νομίζω η ώρα, επιτέλους, να σοβαρευτούμε. Και να αναλάβουμε την ευθύνη των εαυτών μας, των κυβερνήσεών μας, της χώρας.

Και κάποιες σκέψεις για το 'μετά' αυτού του φαντασματικού δημοψηφίσματος: βλέποντας αυτή την εβδομάδα οργισμένες ομιλούσες κεφαλές σε τηλεπαράθυρα να δικάζουν, να καταδικάζουν, να ανησυχούν, να κινδυνολογούν, να εσχατολογούν, να ιδρώνουν και να ξεϊδρώνουν με ρυθμούς πολυβόλου, ένιωσα, όσο ποτέ πριν, θλίψη γι’ αυτή τη χώρα. Βλέποντας πολιτικούς όλων των κομμάτων να αρχίζουν μόνον τώρα, δειλά δειλά και κάτω από την απίστευτη πίεση των απρόσμενων περιστάσεων, να αρθρώνουν έναν λόγο όχι εντελώς κούφιο, όχι πέρα για πέρα ανούσιο, συνειδητοποίησα την τραγική μικρότητα του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας: με χτύπησε κατάμουτρα, σα χαστούκι. Παλιότερα, όταν ζούσα για ένα διάστημα της ζωής μου στην Αγγλία, είχα μια φίλη, Ελληνίδα, που δίσταζε να επιστρέψει: έλεγε ότι στην Ελλάδα δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Είχε δίκιο. Δεν προλαβαίνεις, διότι δεν σ’ αφήνουν τα οργισμένα τηλεπαράθυρα. Δεν προλαβαίνεις, διότι σου αδειάζουν από τα μέσα προς τα έξω το κεφάλι από σκέψεις αοριστολόγοι πολιτικοί, που ακούγοντάς τους χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας, των γύρω σου, του ίδιου σου του εαυτού αν δεν προσέξεις. Βλέποντας τις ομιλούσες τηλεοπτικές κεφαλές των ημερών στοχευμένες κατευθείαν στο να μην αφήσουν κανέναν να προλάβει να σκεφτεί ήρεμα, συντεταγμένα, βλέποντας πολιτικούς μόνον σήμερα να επιτρέπουν στον λόγο τους να παρεισφρήσει λίγη, τόση δα ουσία κατ’ εξαίρεση θα έλεγε κανείς, λόγω των απίθανων συνθηκών (για να επιστρέψουν στην αοριστολογία φαντάζομαι με την επαναφορά στην ‘ομαλότητα’), με έζωσαν μαύρες σκέψεις. Παρότι φύσει αισιόδοξος, βλέπω τα περιθώρια να στενεύουν. Όχι λόγω της τραγικής κατάστασης της χώρας, της κρίσης αυτής καθεαυτής. Αλλά εξαιτίας της ανελέητης εξορίας της νηφάλιας, ψύχραιμης, συγκροτημένης σκέψης που τόσο απαιτείται, ιδίως σε τέτοιες περιστάσεις. Και της αντικατάστασής της από άναρθρες κραυγές σε στιγμές που, ιδίως δημόσια πρόσωπα, τηλεοπτικά η πολιτικά, θα έπρεπε να ζυγίζουν, να μετράνε δυο και τρεις φορές κάθε λέξη πριν βγει απ’ το στόμα τους. Αντί όμως αυτού του ζυγισμένου, σταθμισμένου, ισορροπημένου λόγου βλέπεις μια νευρωσική έκφραση, έναν λόγο τρικυμιώδη, ασυνάρτητο. Ας ελπίσουμε ότι έστω και την ύστατη στιγμή κάποιοι, κάπου, κάπως, θα αναλογιστούν τις ευθύνες τους.

31 Οκτ 2011

Ω, ουάου, ω ουάου, ω ουάου

Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις του Στιβ Τζομπς, σύμφωνα με την αδερφή του, όπως τις μετέφερε στα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης. Θα μπορούσαν να είναι και οι τελευταίες λέξεις μιας ανθρωπότητας που έχει αναγάγει την τεχνολογία σε απόλυτη αξία και τους ανθρώπους της σε απόλυτα ινδάλματα. Μέχρι και τα τέλη του περασμένου αιώνα – μέχρι και το 1989, σημειολογικά – ο δυτικός τουλάχιστον πολιτισμός χαρακτηριζόταν από μια σύγκρουση ιδεών, κοσμοαντιλήψεων, οραμάτων, που τον δίχαζαν, τον ενέπνεαν, τον έκαναν εν πάση περιπτώσει να παρουσιάζει ένα κάποιο ενδιαφέρον σαν πολιτισμός. Από την πτώση του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ και δώθε οι ιδεολογικές διαμάχες παραχώρησαν τη θέση τους σε διαμάχες εταιριών κατασκευής κινητών τηλεφώνων, ηλεκτρονικών υπολογιστών, αυτοκινήτων, τηλεοράσεων πλάσμα, για το ποιος θα ‘βγει μπροστά’. Η οραματική, καινοτόμος, ρηξικέλευθη σκέψη που γέννησε ιδεολογίες, πολιτικά, κοινωνικά, μουσικά, καλλιτεχνικά κινήματα, έδωσε τη θέση της στην οραματική, καινοτόμο, ρηξικέλευθη τεχνολογία. Και τέθηκε οριστικά και αμετάκλητα στις υπηρεσίες της. Είκοσι δυο χρόνια καλπάζοντος καπιταλισμού, που έμεινε μόνος, χωρίς αντιπάλους, σε ένα ρινγκ να καμαρώνει τους κοιλιακούς του, άφησαν την ανθρωπότητα μόνη σε έναν ωκεανό ηλεκτρονικών συσκευών με όλo και πιο χοντρά βιβλιάρια οδηγιών. Ο ανθρώπινος λόγος περνάει, διηθίζεται μέσα από λογιών ηλεκτρονικά κυκλώματα, καλώδια, οθόνες, πληκτρολόγια, για να καταλήξει, απαλλαγμένος από ενοχλητικά κομμάτια ζωντανής σκέψης, να ρέει υγρός, ελεύθερος, εξυμνώντας τα μέσα που του επιτρέπουν να υπάρχει και τους κατασκευαστές τους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων Apple, στη Νέα Υόρκη, εξακολουθούν να θυμίζουν μικρούς βωμούς. Εκατομμύρια ανθρώπων που οι ζωές τους άλλαξαν από ένα κινητό τηλέφωνο καταρρέουν συναισθηματικά μπροστά στη φωτογραφία του ιδρυτή της Apple. Στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού, του υστερικού πλέον καπιταλισμού, η τεχνολογία έχει γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία μετά το τέλος των ιδεολογιών, η κυρίαρχη μονοθεϊστική θρησκεία μετά την κρίση των θρησκειών. Και ο μακαρίτης ήταν ένας από τους προφήτες της.

30 Οκτ 2011

Σοκ και δέος

Οι παρελάσεις, μαθητικές και στρατιωτικές, αποτελούν έναν ανόητο, στρατοκρατικό θεσμό, κατάλοιπο περασμένων εποχών. Παρ’ όλα αυτά, με τα χρόνια οι Έλληνες τις αγκάλιασαν, τις δέχτηκαν σαν κομμάτι της καθημερινότητάς τους, μετατρέποντάς τις σε μια χρυσή ευκαιρία να καμαρώνουν σαν γονείς τα βλαστάρια τους με φωτογραφικές μηχανές στα χέρια ή να χαζεύουν τις ‘ένοπλες δυνάμεις’ τους γεμάτοι εθνική υπερηφάνεια. Φέτος, όμως, αυτό το ανάλαφρο, ‘οικογενειακό’ κλίμα διαταράχτηκε από εκδηλώσεις οργής απέναντι στους ‘επίσημους’. Και ήταν κάτι το αναμενόμενο. Οι ‘επίσημοι’ αποτέλεσαν ‘κόκκινο πανί’ για απογοητευμένους, πληγωμένους από τα πρωτοφανή μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης και την όλη πορεία της χώρας πολίτες. Όπως συμβαίνει σε καθημερινή σχεδόν βάση με γιαουρτώματα ή αποδοκιμασίες όπου βρεθεί εκπρόσωπος της κυβέρνησης ή του πολιτικού συστήματος εν τω συνόλω του. Αυτό που δεν ήταν τόσο αναμενόμενο ήταν οι αντιδράσεις των ‘επισήμων’. Δηλαδή των παριστάμενων στις παρελάσεις πολιτικών. Έδειξαν να θίγονται, μέχρι και να σοκάρονται, από όσα συνέβησαν. Και αυτό διότι στην αντίληψή τους κάποιοι θεσμοί, κάποιες τελετές, κάποια σύμβολα, θα έπρεπε να παραμένουν στο απυρόβλητο ακόμη και υπό τις δυσκολότερες συνθήκες κρίσης, ακόμη και σε μια υπό κατάρρευση χώρα. Προφανώς βάζουν το ιδεατό έθνος που λέγεται Ελλάδα και τις παρωχημένες, μιλιταριστικές μορφές εορτασμού των επετείων του, πάνω από την πραγματική χώρα με το ίδιο όνομα. Και αυτή τους η στάση πραγματικά προκαλεί εντύπωση: ότι δηλαδή σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης όπου σύνορα, εθνικές μυθοπλασίες, πατριωτικά ιδεώδη, περνάνε σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας την πρωτοκαθεδρία στην ανεμπόδιστη, διασυνοριακή ανταλλαγή ιδεών, τεχνολογιών, απόψεων, οι Έλληνες πολιτικοί, ακόμη και οι ‘προοδευτικοί’ ανάμεσά τους, δείχνουν να έχουν τόσο ψηλά τη φαντασιακή κατασκευή που λέγεται ‘πατρίδα’ και κάποια θεμελιακά τελετουργικά της όπως οι επετειακές μαθητικές ή στρατιωτικές παρελάσεις. Ψηλότερα ακόμη και από τους πραγματικούς κατοίκους αυτής της μυθοποιημένης πατρίδας που, δυσαρεστημένοι με τις πολιτικές τους ελίτ, ‘χάλασαν’ τις φετινές παρελάσεις. Oι αντιδράσεις τους καταμαρτυρούν ότι πολλοί εξ αυτών έχουν χάσει την επαφή τους με μια ελληνική κοινωνία που, παρά τις γνωστές παθογένειες και αγκυλώσεις της, τρέχει. Ζει στην εποχή της: στην εποχή του διαδικτύου, των νέων τεχνολογιών, της παγκοσμιοποιημένης γνώσης, της ρέουσας, γρήγορης πληροφόρησης, της αμφισβήτησης ιδεολογημάτων, στεγανών, ταμπού. Ή, με άλλα λόγια, ότι τους έχει ξεπεράσει, ότι τους έχει αφήσει πίσω η αμείλικτη πραγματικότητα. Γι’ αυτό και πιο ενοχλητικό από το ‘χάλασμα’ των παρελάσεων, πιο ενοχλητικό από το ότι εξακολουθούν να γίνονται στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις σε μια ευρωπαϊκή χώρα εν έτει 2011, ήταν το σοκ και δέος των αιφνιδιασμένων εθνοπατέρων της χώρας αυτής από τα όσα συνέβησαν στις φετινές παρελάσεις. Διότι έδειξε ότι βρίσκονται εκτός τόπου και, κυρίως, εκτός χρόνου.

28 Οκτ 2011

‘Κουρεμένοι’ αλλά με τα ίδια μυαλά

‘Kούρεμα’, λοιπόν. Σα να λέμε, φτηνά τη γλιτώσαμε. Και προς το παρόν δε χρεοκοπεί η χώρα. Ή έτσι λέμε. Άραγε τι μαθήματα πήραν οι Έλληνες φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού; Τι σκέφτηκαν γινόμενοι ο περίγελος της υφηλίου; Τι αναρωτήθηκαν βλέποντας ένα ολόκληρο μοντέλο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η χώρα τους τα τελευταία 40 χρόνια να αποτυγχάνει οικτρά; Τι ένιωσαν βλέποντας παθογένειες, αγκυλώσεις δεκαετιών που κακοφόρμιζαν να τους στρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου, να οδηγούν σε κοινωνική διάλυση, σε μαρμαροπόλεμο στο κέντρο της πρωτεύουσας, σε κύματα μετανάστευσης; Πολύ φοβάμαι ότι δεν πήραν κανένα απολύτως μάθημα, ότι δεν σκέφτηκαν, δεν αναρωτήθηκαν, δεν ένιωσαν το παραμικρό. Αλλά, αντιθέτως, κάποιοι αυτές τις μέρες θα θριαμβολογούν μέσα τους, που για μια ακόμη φορά οι πολιτικάρες μας κορόιδεψαν επιτυχώς τους κουτόφραγκους της ΕΕ για να συνεχίσουν να μας δανείζουν. Αν μάλιστα την πετύχουν οι εθνοπατέρες (και οι ευρωπατέρες) τη διατύπωση στο νέο μνημόνιο και δε φανεί η αυστηρή επιτήρηση σαν αυστηρή επιτήρηση, η κηδεμονία σαν κηδεμονία (άσχημη λέξη η κηδεμονία, θέλει προσοχή), πάλι, σε ένα-δυο χρόνια, τους ίδιους πολιτικούς θα καμαρώνουν, τα ίδια κόμματα θα ψηφίζουν, που τους γλίτωσαν από τα χειρότερα, πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες στα συνεταιράκια των Βρυξελλών.  Άλλωστε, ο ίδιος ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ Καρατζαφέρης, εκφράζοντας ατόφιο το λαϊκό αίσθημα, ‘παραδέχτηκε’ την υπουργάρα Οικονομικών Βενιζέλο ότι μπορεί, ο κερατάς, ‘να πουλήσει άμμο σε Βεδουίνους, ψυγεία σε Εσκιμώους’ (υπάρχει μεγαλύτερη καταξίωση για Έλληνα πολιτικό;). Και, με αυτό το σκεπτικό, ο ίδιος λαός που σήμερα τους γιαουρτώνει όχι μόνο θα τους ξαναψηφίσει στις επόμενες εκλογές, αλλά θα τους βγάλει και το καπέλο που κατάφεραν να ξελασπώσουν τη χώρα ‘δουλεύοντας’ τους χαζοβιόληδες Ευρωπαίους. Εθνικά υπερήφανος, που έχει τέτοιους μάγκες να κυβερνούν. Κατάφεραν, οι παικταράδες, να ξεγελάσουν τους κομπλεξικούς – διότι ως γνωστόν όταν αυτοί σκαρφάλωναν στα δέντρα για βελανίδια εμείς, cool από τα γεννοφάσκια μας, φιλοσοφούσαμε αραχτοί κάτω από ελαιόδεντρα – πλην ματσωμένους λαούς της βορειοδυτικής Ευρώπης για να συνεχίσουν να βάζουν το χέρι στην τσέπη. Τα κορόιδα.

26 Οκτ 2011

Mακρυνίτσα

Επειδή βαρέθηκα να ακούω για ‘κουρέματα’, χρεοκοπίες και άλλα… ευχάριστα, απέδρασα για πολύ λίγες μέρες στο φθινοπωρινό, μυστηριακό Πήλιο. Οι άνθρωποι εκεί, σε έναν άλλο κόσμο: ίσως τελούν υπό τη νοητή προστασία των μυθικών Κενταύρων, ίσως η απαράμιλλη φυσική ομορφιά τους έχει δια παντός αιχμαλωτίσει στους δικούς της κόσμους, όπου δε χωράνε μιζέριες, άγχη, σενάρια. Όπως και να ’χει, αφήνοντας το Βόλο ζωσμένο στα πρωινά σύννεφα, ανεβαίνοντας μέχρι την Πορταριά και περπατώντας στη γειτονική Μακρυνίτσα, απ’ όπου έρχονται και οι φωτογραφίες, νιώθεις ότι αφήνεις τα εγκόσμια και τα προβλήματά τους πίσω. Τα καλύτερα, εννοείται, έμειναν εκτός κάμερας. Αλλά κι αυτά τα ολίγα στιγμιότυπα ενός μαγικού βουνού, ενός χωριού σκαρφαλωμένου σε μια του πλαγιά που κοιτά αφ’ υψηλού τον Παγασητικό, βάλσαμο.

Περιδιαβαίνοντας.

Λουλουδάτο παράθυρο.

Πίσω από τα σύννεφα, ο Βόλος.

Σπίτια του χωριού καθρεφτίζονται στον καθρέφτη της φύσης: μια λιμνούλα στρωμένη πλατανόφυλλα.

Μακρυνιτσιότισσα γάτα.

25 Οκτ 2011

'Ανθρωπιστές' πολλών ταχυτήτων

Με αφορμή όσα κοσμογονικά συμβαίνουν στην Λιβύη αυτόν τον καιρό, εντύπωση μου κάνει το πόσο θίχτηκαν κάποιοι στην Ελλάδα (θίχτηκαν τα 'ανθρωπιστικά' τους αισθήματα, θα έλεγε κανείς) από τον πραγματικά απάνθρωπο θάνατο ενός αιμοσταγούς παράφρονα δικτάτορα, όπως ο Μουαμάρ Καντάφι. Θεώρησαν τα όσα υπέστη ο πρώην 'ισχυρός άνδρας' της Λιβύης σημάδια επιστροφής σε μια προνεωτερική βαρβαρότητα, που δεν αρμόζει στον πολιτισμένο πλανήτη μας, που δεν εκφράζει την εποχή μας. Ενώ την ίδια στιγμή, όχι στη μακρινή Λιβύη αλλά δίπλα στην πόρτα τους, φαινόμενα όπως:

α) ο μαρμαροπόλεμος στο κέντρο της Αθήνας,

β) το καθημερινό ανελέητο λυντσάρισμα - που περιλαμβάνει βρίσιμο, γιαούρτωμα ή 'απλώς' ξύλο - δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών (και όχι δικτατόρων) κάθε κόμματος, απόχρωσης, κοπής, που όλοι μαζί δεν φτάνουν τον Καντάφι ούτε στο μικρό του νυχάκι στην εγκληματική του φυσιογνωμία, σε παραφροσύνη, σε διαφθορά, σε μονομανία, σε εκμετάλλευση ενός ολόκληρου λαού,

γ) ο κουκουλοφορισμός, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της προπολιτικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα,

τους αφήνουν παγερά αδιάφορους. Και τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα, που τόσο βασανίστηκαν από τον απαίσιο θάνατο ενός τρομερού δικτάτορα, άθικτα. Έχω την εντύπωση, με όλα αυτά, ότι είμαστε ένας λαός, πώς να το πω, ολίγον τι ανισόρροπος. Λαός με επιλεκτική μνήμη, με επιλεκτικές ευαισθησίες, με εξαρτημένα αντανακλαστικά. Και με εντελώς λάθος διεθνείς 'φίλους' ή 'στρατηγικούς συμμάχους', όπως ο μακαρίτης o Καντάφι. Ή ο 'Ρουμάνος ηγέτης' (έτσι τον έλεγαν, στα αλησμόνητα 80ς, τα δελτία ειδήσεων όταν τον επισκεπτόταν ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού) Νικολάε Τσαουσέσκου. Ή (στα 90ς) ο 'αδερφός Σέρβος' Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Όλοι τους βρήκαν τραγικό τέλος. Και όλοι τους βρήκαν στην Ελλάδα έναν αξιόπιστο σύμμαχο.

20 Οκτ 2011

Πολύπλευρες απώλειες

Σε κάθε πόλεμο υπάρχουν παράπλευρες απώλειες. Σε έναν άτυπο εμφύλιο πόλεμο, όπως αυτός που ζει η Ελλάδα αυτές τις δύσκολες μέρες, υπάρχουν πολύπλευρες απώλειες: απώλειες από την κάθε πλευρά. Σήμερα ήταν ένας οικοδόμος του ΠΑΜΕ, από την πλευρά δηλαδή του εργατικού ‘λαϊκού κινήματος’, που πέθανε από ανακοπή στο Σύνταγμα. Την προπερασμένη άνοιξη ήταν τρεις σε μια τράπεζα στη Σταδίου. Κάηκαν ζωντανοί. Αυτοί ήταν από την πλευρά των εργαζομένων που έτυχε να εργάζονται σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή: ήταν δηλαδή από την πλευρά των ‘άσχετων’. Ενδιάμεσα συνάντησαν το θάνατο και διάφοροι αστυνομικοί, που τους έλαχαν τα ‘αμαρτωλά’ Εξάρχεια για τις βάρδιες τους. Αυτοί ήταν από την πλευρά των ‘μπάτσων’, των μισητών ‘μαντρόσκυλων’ του ‘συστήματος’. Πριν περίπου τρία χρόνια πυροβολήθηκε και πέθανε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, ένας δεκαπεντάχρονος. Αυτός ήταν από την πλευρά των, ας πούμε, ‘αμφισβητιών’ νεαρών, που στο ένα τους, το βίαιο άκρο, μπορεί κάποιοι να πετάξουν μια βόμβα μολότοφ και στο άλλο, το πιο συνηθισμένο, να οργανώσουν καταλήψεις σε κάποιο σχολείο. Το τραγικό, με όλες αυτές τις πολύπλευρες απώλειες, ήταν ότι δεν ήταν πολύπλευρες. Διότι δεν υπήρχαν, ούτε υπάρχουν, πλευρές. Ήταν σκέτες απώλειες, ‘σκέτοι’ θάνατοι. Θάνατοι ανθρώπων όπως εσύ, όπως εγώ. Διότι σε αυτά τα δύσκολα χρόνια μιζέριας, εξαθλίωσης που ζούμε, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε. Όλοι στην ίδια πλευρά είμαστε: του χαμένου. Αλλά όταν βράζεις στο ίδιο καζάνι με τόσο πολύ κόσμο, όταν βλέπεις τριγύρω τόσο συνωστισμό, δεν το θες. Δεν σου αρέσει. Θες να βράζεις σε ένα δικό σου, ολόδικό σου καζάνι: στο ατομικό σου καζάνι. Και να βλέπεις τον κάθε άλλον να βράζει στο δικό του. Και αν εκεί, στο καζάνι του, τον βρει κάποια στιγμή ο θάνατος, ήταν επειδή διάλεξε λάθος ‘πλευρά’. Ή τον διάλεξε η λάθος ‘πλευρά’.