Σκηνή πρώτη, στο ταχυδρομείο. Η μητέρα (και γυναίκα μου) με το οχτώ μηνών μωρό περιμένει, με το καροτσάκι, στην ουρά. Η ουρά μεγάλη, έχει φτάσει μέχρι έξω από το ταχυδρομείο – και κάνει και κρύο. Αφού έχουν περάσει είκοσι λεπτά αναμονής στο κρύο, χωρίς κανένας να έχει ενδιαφερθεί να της παραχωρήσει προτεραιότητα ή να βοηθήσει κάπως την κατάσταση, ένας ηλικιωμένος κύριος ‘εκρήγνυται’: την παίρνει από το χέρι και, με ‘τσαμπουκά’, την πηγαίνει στα γκισέ, παρακάμπτοντας τους υπόλοιπους που περίμεναν. Και ‘τα σέρνει’ στις υπαλλήλους πίσω από τα μαγικά παραθυράκια. Οι υπάλληλοι δυο, γυναίκες. Η μια, η μεγαλύτερη, αδιάφορη, ‘αλεξίσφαιρη’ μετά από χρόνια στην ίδια, σκοροφαγωμένη θέση. Έχει δει και έχει ακούσει πολλά, σιγά μη χαλάσει το δημοσιοϋπαλληλικό της νιρβάνα για μια με ένα καροτσάκι. Η άλλη, νεότερη, καινούργια στη δουλειά και λιγότερο αδιάφορη, απολογητικά αλλά άψυχα λέει ότι δεν την πρόσεξε. Αν δεν βρισκόταν ο άνθρωπος αυτός, ο ‘τρελός’, ακόμα θα περίμενε, με το μωρό, στην τεράστια ουρά. Τα αυτονόητα.
Σκηνή δεύτερη, με την παιδίατρο. Έρχεται συχνά πυκνά στο σπίτι – ή πάμε κι εμείς στο ιατρείο – για να εξετάσει τα παιδιά για κρυωματάκια, ιώσεις και διάφορα που τυχαίνουν στις μικρές ηλικίες και χρειάζονται φροντίδα. Κάθε φορά που έρχεται – σημειωτέον ότι μένει πολύ κοντά, γειτόνισσα είναι, οπότε δεν διανύει και καμία μεγάλη απόσταση – ζητάει ένα σεβαστό ποσό ως αμοιβή (χωρίς απόδειξη) ακόμα και για τα δέκα λεπτά που θα χρειαστούν να ‘ακούσει’ ένα παιδί που βήχει και να βεβαιώσει ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό κρύωμα, συστήνοντας κάποιες εισπνοές ή οτιδήποτε θα το βοηθήσει. Πάντα, με το (τσουχτερό) αζημίωτο. Η γυναίκα αυτή (η παιδίατρος) είναι, ειρήσθω εν παρόδω, μια γυναίκα μόνη, χωρίς υποχρεώσεις. Αλλά ζητάει, μαζεύει χρήματα ακόμα και για μια ‘επίσκεψη’ των δέκα λεπτών σε τακτικούς της πελάτες, με χίλιες δυο υποχρεώσεις. Και κάπου εδώ αρχίζω να ονειροπολώ. Μπορεί να υπήρχε μια εποχή στην ίδια αυτή χώρα που ιδίως οι παιδίατροι και ιδίως σε δύσκολες συγκυρίες, όπως η σημερινή, έβλεπαν παιδιά χωρίς κάθε φορά να ζητάνε χρήματα από τους γονείς-πελάτες. Ίσως επειδή – πράγμα όχι και τόσο δύσκολο – είχαν αναπτύξει μια πιο ανθρώπινη σχέση μαζί τους, μια σχέση στοιχειωδώς φιλική, βοηθώντας τους να μεγαλώσουν γερά τα παιδιά τους σε μια ελληνική κοινωνία που δεν είχε επιτρέψει στο χρήμα να τρυπώσει παντού. Τα αυτονόητα;
Σκηνή τρίτη, στο σούπερ μάρκετ. Έχω κάνει τα ψώνια της ημέρας και πληρώνω, συν γυναιξί και τέκνοις, στο ταμείο, όταν μια ευτραφής κυρία εμφανίζεται και αρχίζει να φωνάζει την πινακίδα του αυτοκινήτου μας. Απορώ γιατί να το κάνει αυτό, της κάνω σινιάλο να περιμένει και, έχοντας σε λιγάκι πληρώσει, με τις σακούλες στα χέρια, βγαίνουμε έξω. Βλέπω ότι είχα παρκάρει το αυτοκίνητο δίπλα στο δικό της (όχι κολλητά, απλώς δίπλα, σε προκαθορισμένες θέσεις πάρκινγκ) και ότι λόγω της σαφώς ευτραφούς κατασκευής της δεν χωρούσε, δυσκολευόταν να ανοίξει την πόρτα της για να μπει στο δικό της αυτοκίνητο (σημειωτέον, έχει μαζί της κι ένα συμπαθέστατο αγοράκι, που φαίνεται να ’ναι εγγονός της). Αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει και της ζητάω, ευγενικά, να περιμένει λίγο για να ξεπαρκάρουμε, καθότι έχουμε μαζί και το μωρό, που πρέπει πριν απ’ όλα να βολευτεί. Η απάντησή της; ‘Εσύ είσαι μωρός.’ Μένω με το στόμα ανοιχτό, καθώς λέει κι άλλα, λίγο έως πολύ ακατανόητα, χωρίς την παραμικρή αφορμή εκ μέρους μου, πέραν του ότι είχα παρκάρει δίπλα της και τη δυσκόλεψα στο άνοιγμα της πόρτας της. Την κοιτάζω, δεν ξέρω τι να της πω. Τα αυτονόητα; Και ποια ειν’ αυτά;
Σκηνή δεύτερη, με την παιδίατρο. Έρχεται συχνά πυκνά στο σπίτι – ή πάμε κι εμείς στο ιατρείο – για να εξετάσει τα παιδιά για κρυωματάκια, ιώσεις και διάφορα που τυχαίνουν στις μικρές ηλικίες και χρειάζονται φροντίδα. Κάθε φορά που έρχεται – σημειωτέον ότι μένει πολύ κοντά, γειτόνισσα είναι, οπότε δεν διανύει και καμία μεγάλη απόσταση – ζητάει ένα σεβαστό ποσό ως αμοιβή (χωρίς απόδειξη) ακόμα και για τα δέκα λεπτά που θα χρειαστούν να ‘ακούσει’ ένα παιδί που βήχει και να βεβαιώσει ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό κρύωμα, συστήνοντας κάποιες εισπνοές ή οτιδήποτε θα το βοηθήσει. Πάντα, με το (τσουχτερό) αζημίωτο. Η γυναίκα αυτή (η παιδίατρος) είναι, ειρήσθω εν παρόδω, μια γυναίκα μόνη, χωρίς υποχρεώσεις. Αλλά ζητάει, μαζεύει χρήματα ακόμα και για μια ‘επίσκεψη’ των δέκα λεπτών σε τακτικούς της πελάτες, με χίλιες δυο υποχρεώσεις. Και κάπου εδώ αρχίζω να ονειροπολώ. Μπορεί να υπήρχε μια εποχή στην ίδια αυτή χώρα που ιδίως οι παιδίατροι και ιδίως σε δύσκολες συγκυρίες, όπως η σημερινή, έβλεπαν παιδιά χωρίς κάθε φορά να ζητάνε χρήματα από τους γονείς-πελάτες. Ίσως επειδή – πράγμα όχι και τόσο δύσκολο – είχαν αναπτύξει μια πιο ανθρώπινη σχέση μαζί τους, μια σχέση στοιχειωδώς φιλική, βοηθώντας τους να μεγαλώσουν γερά τα παιδιά τους σε μια ελληνική κοινωνία που δεν είχε επιτρέψει στο χρήμα να τρυπώσει παντού. Τα αυτονόητα;
Σκηνή τρίτη, στο σούπερ μάρκετ. Έχω κάνει τα ψώνια της ημέρας και πληρώνω, συν γυναιξί και τέκνοις, στο ταμείο, όταν μια ευτραφής κυρία εμφανίζεται και αρχίζει να φωνάζει την πινακίδα του αυτοκινήτου μας. Απορώ γιατί να το κάνει αυτό, της κάνω σινιάλο να περιμένει και, έχοντας σε λιγάκι πληρώσει, με τις σακούλες στα χέρια, βγαίνουμε έξω. Βλέπω ότι είχα παρκάρει το αυτοκίνητο δίπλα στο δικό της (όχι κολλητά, απλώς δίπλα, σε προκαθορισμένες θέσεις πάρκινγκ) και ότι λόγω της σαφώς ευτραφούς κατασκευής της δεν χωρούσε, δυσκολευόταν να ανοίξει την πόρτα της για να μπει στο δικό της αυτοκίνητο (σημειωτέον, έχει μαζί της κι ένα συμπαθέστατο αγοράκι, που φαίνεται να ’ναι εγγονός της). Αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει και της ζητάω, ευγενικά, να περιμένει λίγο για να ξεπαρκάρουμε, καθότι έχουμε μαζί και το μωρό, που πρέπει πριν απ’ όλα να βολευτεί. Η απάντησή της; ‘Εσύ είσαι μωρός.’ Μένω με το στόμα ανοιχτό, καθώς λέει κι άλλα, λίγο έως πολύ ακατανόητα, χωρίς την παραμικρή αφορμή εκ μέρους μου, πέραν του ότι είχα παρκάρει δίπλα της και τη δυσκόλεψα στο άνοιγμα της πόρτας της. Την κοιτάζω, δεν ξέρω τι να της πω. Τα αυτονόητα; Και ποια ειν’ αυτά;
6 σχόλια:
δυστυχώς εχουμε πέσει σέ πολύ χαμηλά επίπεδα βαρβαρότητας ,η αγένεια , η απάτη , η βία ,η ανεντιμότητα καί η μοχθηρία εχουν καταντήσει νά είναι τά πάθη πού κυριαρχούν στήν καθημερινότητά μας .
Common sense is not that common...
Δεν ξέρω βρε παιδιά αλλά κάτι πάει πολύ λάθος εκεί έξω...
εγω με το 5 μηνων ησυχο μωρο μου στο καροτσάκι περίμενα κανονικά στην ουρα μου στο ταχυδρομείο! Αλλά ως εγγυο μου ετυχε σε υπηρεσία μια σεκιουριτού να με πάρει απ το χερι μόλις με είδε στην είσοδο και να με πάει η ίδια κατευθείαν στο γκισε.
Ως προς τη γιατρό, τις υποχρεωσεις της οποίας δε γνωρίζεις , διαφωνω μόνο (κ σφόδρα)με τα μαυρα, γιατι το τίποτε που έχει το παιδάκι, αυτη πρέπει να το διαφοροδιαγνώσει από χίλια πράγματα που εκανε πολυ χρόνο απλήρωτη κ πολύ κοπο κακοπληρωμενη για να τα έχει υπόψη ,κ να σου πει σε 2 λεπτά, ειναι τιποτε, οκ. Αλλιώς πηγαινε στη γειτονισσα που ξερει απο παιδια να σου φτιαξει ένα ματζουνι!
Ανώνυμε το να μην είναι σχεδόν κανένας παιδίατρος, την εποχή αυτή που εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες στριμωγμένες τα βγάζουν πέρα με έναν ή με κανένα μισθό, συμβεβλημένος με το Δημόσιο (ΟΠΑΔ) ή όποιο άλλο ταμείο επειδή 'δεν τους συμφέρει', το θεωρώ απλώς απαράδεκτο. Και καθαρά αντικοινωνική συμπεριφορά, με τη βαθύτερη σημασία της. Στη γειτονιά υπάρχει ΜΟΝΟ ένας παιδίατρος (αλλά νεογνολόγος, για πολύ μικρά μωρά) που παίρνει 'μόνο' είκοσι ευρώ την επίσκεψη δεχόμενος πληρωμές μέσω ταμείου. Ένα μόνο κορόϊδο, δηλαδή (για τους άλλους παιδίατρους). Όπως θεωρώ αντικοινωνική συμπεριφροά να πρέπει κάθε φορά να
πληρώνεις ακόμα και για την πολλοστή επίσκεψη του παιδίατρου μέσα σε μια εβδομάδα (που ακολουθεί προηγούμενες, δεν γίνεται δηλαδή διάγνωση). Νόμιζα ότι η ιατρική και δη η παιδιατρική ήταν λειτούργημα (και, πίστεψέ με, ξέρω ανθρώπους σε απομονωμένες επαρχίες που το επιτελούν) και όχι πρωτίστως προσοδοφόρο επάγγελμα.
(Να προσθέσω και ότι η ανεξήγητη επιθετικότητα που 'βγαίνει' στο τελείωμα του σχολίου σου επιβεβαιώνει, δυστυχώς, τον προβληματισμό του ποστ...)
και που είσαι ακόμα. ο ένας τον άλλο θα αρχίσουμε να τρώμε
Δημοσίευση σχολίου