21 Ιουλ 2014

Για τα 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στη ΝΕΡΙΤ

Υπάρχει αυτή η φράση, ότι η Ελλάδα είναι η χώρα του υπαρκτού σουρεαλισμού, παραλλαγή του πώς ήταν γνωστά τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πριν την πτώση του Τείχους. Η αλήθεια, από εκείνο τον Νοέμβρη του 1989 και δώθε, ο σοσιαλισμός, υπαρκτός ή μη, μπορεί να μη γνώρισε μεγάλες δόξες, αλλά ο σουρεαλισμός άπλωσε.

Μια το internet που έφερε τους ανθρώπους τόσο κοντά που δε χρειάζεται πια να βρεθούν από πραγματικά κοντά, μια οι ιδεολογίες του άλλοτε που πολτοποιήθηκαν κάτω από τόνους καταναλωτικών μπιχλιμπιδιών, σε σημείο η μόνη ιδεολογία που έμεινε ζωντανή να ’ναι αυτή του «ευ ζην» (στο πιο ποιητικό του, της καλοπέρασης στο λιγότερο κολακευτικό), μια η παντοκρατορία του «σέξι» ως αισθητικής επιταγής (ακάλυπτης), ήρθαν τα πάνω κάτω και τα κάτω, έπεσαν ακόμα παρακάτω. Στη δε μοντέρνα Ελλάδα, που πάντα βρισκόταν στην πρωτοπορία των καλλιτεχνικών ρευμάτων τέτοιου τύπου, όπως ο σουρεαλισμός, όπου η τέχνη του παραλόγου συναντά τη ζωή εκεί που περιμένεις ζωή σκέτη, γίνεται το έλα να δεις (αν θες να βλέπεις τέτοια).

Κατά σατανική σύμπτωση, αυτό το καλοκαίρι συμπληρώνονται και 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Και η ΝΕΡΙΤ κάνει ένα διήμερο αφιέρωμα. Στα 40 χρόνια (επαναλαμβάνουμε) από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η ΝΕΡΙΤ.

Όπως συνήθως συμβαίνει με τον σουρεαλισμό, δεν ξέρεις πώς να το εκλάβεις το έργο του καλλιτέχνη. Η πρώτη ματιά ξαφνιάζει. Βλέπεις πράγματα ασύνδετα μεταξύ τους. Δες έναν Dali ή έναν Magritte και θα καταλάβεις. Εν προκειμένω ένα κανάλι γέννημα-θρέμμα ενός μη δημοκρατικού καθεστώτος και μιας «πράξης νομοθετικού περιεχομένου» που έκλεισε εν μια νυκτί τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση, να διαφημίζει το διήμερο αφιέρωμά του, από το οποίο παρελαύνουν όλες οι γνωστές μορφές της 40ετούς αυτής δημοκρατίας, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (όχι αυτόν του Play Station, του θείου του) μέχρι τη Μελίνα Μερκούρη. Σαν να λέμε από την παλαιάς κοπής, μαυρόασπρη Δεξιά μέχρι την Technicolor πασοκική «Αλλαγή».

Ένα χαρακτηριστικό του σουρεαλισμού, ότι σε αφοπλίζει. Αδυνατείς να εντάξεις όσα βλέπεις μπροστά σου στα γνώριμά σου καλούπια. Και μένεις να κοιτάς, απορώντας. Κάπως όπως κοιτάς το αφιέρωμα της ΝΕΡΙΤ και πασχίζεις να καταλάβεις, τι στο καλό μπορεί να θέλει να σου πει ο καλλιτέχνης. Αν μη τι άλλο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ήξερες τι είχες απέναντί σου. Αλλά και με τη Μελίνα Μερκούρη και την πασοκική λεγεώνα της «Αλλαγής», τα πράγματα τα είχες ολοκάθαρα μπροστά στα μάτια σου. Και έλεγες θα κάνω το ένα ή το άλλο, θα τραβήξω κατά κει ή θα πάω παραπέρα. Εδώ όμως τα πράγματα, τα νερά, βαθαίνουν. Μαυρίζουν. Όσο καλό κολύμπι κι αν ξέρεις, κάπου πελαγώνεις. Έχεις χάσει όχι μόνο το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια σου, έχει φύγει το οτιδήποτε. Ούτε καν μπορείς να δεις, από κάτω.  Υπάρχεις μόνο στον αφρό, στην επιφάνεια. Και μένεις να παρακολουθείς, τα τρέιλερ του αφιερώματος στα 40 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη ΝΕΡΙΤ ανάμεσα σε διαφημίσεις του «Πρώτου Θέματος». Στο αφιέρωμα, σου λέει το τρέιλερ, θα ακούσεις για τα ξερονήσια και τους πολιτικούς κρατούμενους. Και εύχεσαι, βλαστημώντας, να είχες κι εσύ ένα ρημάδι ξερονήσι να συρθείς πάνω του να ξαποστάσεις. Να βρεις τη στεριά σου.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

15 Ιουλ 2014

Η συκιά

Κάτω από τη σχεδόν εκατονταετή συκιά. Ήρθε μαζί με τον προπάππου τον δάσκαλο, την προγιαγιά και τη γιαγιά από τα απέναντι παράλια, μ' εκείνη την μεγάλη ανθρώπινη πλημμυρίδα του '22. Μάλλον μαζί δεν ήρθε αλλά φυτεύτηκε, μετά από πολύ λίγο, στον κήπο του μικρού πέτρινου σπιτιού, του μετέπειτα «εξοχικού» κάπου στην Εύβοια, στο μέρος που ξεβράστηκαν, για να το κάνουν πατρίδα. Μανία που την είχαν, να φυτεύουν αυτοί οι άνθρωποι! Γέμισαν τον κήπο δέντρα: λεμονιές, συκιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές, νεραντζιές, μια ελιά, μια βερικοκιά, ροδιά, χώρια οι τριανταφυλλιές που πάνε χρόνια, τώρα, που σταμάτησαν να μπουμπουκιάζουν. Σαν για να ριζώσουν οι ίδιοι, έσκαβαν τα χώματα κι έριχναν το σπόρο τους.

Που να φαντάζονταν, ότι κοντά ενενήντα και βάλε χρόνια μετά κάτω από τη μεγάλη τη συκιά που σαν κάνει Αύγουστο ακόμα χαρίζει, γεμάτη γλύκα, τα σύκα της, θα ξεφύτρωνε ένας περίεργος απόγονος. Που σε τίποτα δε χρησιμεύει, παρά μοναχά δανείζεται wi-fi από τη γειτόνισσα, μια μάντρα απόσταση, και κάθεται με ένα μίνι λάπτοπ σε ένα πλαστικό πτυσσόμενο τραπεζάκι που αρνείται να στεριώσει καλά πάνω στο χώμα. Και εδώ που τα λέμε, με το δίκιο του. «Μα δεν είναι γι' αυτές τις δουλειές ο κήπος, παιδάκι μου» θα 'λεγε η γιαγιά και θα 'πιανε με την τσουγκράνα να μαζέψει τα πεσμένα σύκα και να ισιώσει, να στρώσει τα τούβλινα μονοπατάκια που πήγαιναν φιδωτά στο κάθε δέντρο, για να κάνουν έναν κύκλο γύρω του που γέμιζε νερά σαν ερχόταν η ώρα του ποτίσματος.

Η γιαγιά όμως, δεν είναι πια εδώ. Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια που λείπει από τον κήπο. Τα τουβλάκια, όσα έμειναν από δαύτα, ατάκτως ερριμμένα κάτω από τη μεγάλη συκιά, σαν για να βρουν εκεί ένα τελευταίο καταφύγιο, πριν την οριστική εξαφάνιση. Η ίδια η συκιά χρόνο με το χρόνο όλο και χαμηλώνει, σαν κάτι να ψάχνει, ανήσυχη. Ίσως να βλέπει τον κήπο ασκούπιστο, ασυγύριστο, εν τη απουσία της γιαγιάς και να απορεί, τι να συνέβη.

* γράφτηκε για το thegreekcloud

12 Ιουλ 2014

Όχι, δεν είναι μόνο μπάλα

Θα πει κανείς ότι δεν μιλάμε παρά για είκοσι δυο παίκτες, μια μπάλα και δυο τέρματα. Μακάρι να ήταν έτσι. Αλλά πρόκειται - αν μιλάμε για το 7-1 της Γερμανίας επί της Βραζιλίας - για μια φτωχή χώρα, κόντρα σε μια οικονομική υπερδύναμη. Έντεκα παίκτες-αντιπρόσωποι μιας χώρας με χίλια δυο οικονομικά, κοινωνικά, ανθρωπιστικά προβλήματα κόντρα σε μια γιγάντια ποδοσφαιρική βιομηχανία που λέγεται Bayern Μονάχου, από την οποία προέρχεται η πλειονότητα της γερμανικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.

Μια μάχη άνιση, γιατί όπως σε όλα τα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή έτσι και στη μπάλα δεν φτάνει μονάχα το όποιο ταλέντο. Παρά την ψευδαίσθηση, στην οποία ίσως και να οφείλεται η ελκυστικότητα του ποδοσφαίρου στα πλήθη, ότι σε ένα γήπεδο όλα μπορούν να συμβούν. Έξω και πριν από το γήπεδο χρειάζεται χρήμα, απαιτούνται υποδομές, εγκαταστάσεις, ανέσεις κι ένας ολόκληρος τρόπος ζωής που θα σου επιτρέψει και θα σε ενθαρρύνει να ξετυλίξεις τα όποια ταλέντα σου που οι Βραζιλιάνοι δεν διαθέτουν ούτε σαν ποδοσφαιριστές, ούτε βεβαίως σαν χώρα. Μια χώρα, που φιλοξένησε ένα Μουντιάλ το οποίο θα αφήσει την πολυεθνική που λέγεται FIFA ακόμα πλουσιότερη και τη διοργανώτρια Βραζιλία ακόμα πιο φτωχή και με περισσότερα ανθρωπιστικά προβλήματα, μαζί με μια εθνική κατάθλιψη για την ταπεινωτική ποδοσφαιρική ήττα από τους εκτελεστές τους Γερμανούς.

Τελικά, ίσως αυτό ακριβώς να ’ναι και το μεγάλο μυστικό, το μαγικό φίλτρο που κάνει το ποδόσφαιρο τόσο δημοφιλές, μαγνητίζοντας δισεκατομμύρια βλέμματα ανά τον πλανήτη: στα ενενήντα αυτά λεπτά που διαρκεί ένας αγώνας τα ξεχνάμε, τα διαγράφουμε όλα αυτά, τις ανισότητες, την ένδεια, τα λογιών κοινωνικά προβλήματα, από τον υποσιτισμό και την παιδική πορνεία μέχρι την εγκληματικότητα και το εμπόριο ναρκωτικών στις βραζιλιάνικες φτωχογειτονιές για να χτίσουμε μια ψευδαίσθηση, μεγάλη όσο ένα στάδιο ολυμπιακών διαστάσεων ότι πάνω στο καταπράσινο γρασίδι, μέσα σε ένα στάδιο γεμάτο από ένα χαρούμενο, πολύχρωμο πλήθος αυτοί οι είκοσι δυο άνθρωποι αναμετρώνται επί ίσοις όροις, έχοντας κλείσει απ’ έξω όλα, μα όλα τα άλλα. Δεν εξηγείται αλλιώς, πρέπει να ’ναι αυτό που στην ψυχολογία ονομάζεται άρνηση.
* γράφτηκε για την Parallaxi

10 Ιουλ 2014

Το πρώτο μπάνιο

Στο πρώτο μπάνιο ξανοίξου, εκεί που δεν φτάνουν φωνές και παραφωνίες της ακτής κι άφησε το νερό, να σε παρασύρει - να σε παρασύρει στο παρελθόν. Άκου τη θάλασσα καθώς σπάει μαλακά, ευγενικά πάνω στο κορμί σου και τον αέρα που σφυρίζει στ’ αυτιά σου, φαλτσάροντας στα βρεγμένα σου μαλλιά. Έχουν να σου πουν πολλά. Ρίξε στο νερό κι αγαπημένα πρόσωπα που σ’ αυτά ή σ’ άλλα, συγγενικά νερά βαφτίσατε φιλίες, παρέες κι έρωτες, χτίσατε με μαστοριά και όρεξη καλοκαίρια ολόκληρα, ξέροντας ότι με την πρώτη στάλα φθινοπωρινής μελαγχολίας θα έπαιρναν ήσυχα-ήσυχα κι αδιαμαρτύρητα τη θέση τους σ’ ένα απ’ τα πολλά, ξεχαρβαλωμένα πια συρτάρια της μνήμης . Ένα απ’ αυτά τα καλοκαιρινά συρτάρια με τα ξεβαμμένα αλλά ακόμα ζωντανά πρασινογάλαζα χρώματα της θάλασσας, στην πρόσοψή τους. Άνοιξε δειλά-δειλά τα πιο παλιά απ’ αυτά, τα παιδικά, τα εφηβικά και άφησε, ανοίγοντας, να ακουστούν ξανά για λίγο οι φωνές, να ξαναζήσουν τα πρώτα άγουρα, αμήχανα, απελπιστικά φλερτ.

Άμα θες μπορείς, πριν ξαναβγείς στην ακτή και στην πραγματικότητα που περιμένει στεγνή κι ασάλευτη, πριν τη σκληρή σου προσεδάφιση, να πας και λίγο παρακάτω. Για να δεις πώς θα βαφτούν γύρω σου τα νερά πορτοκαλιά, ολοκόκκινα σχεδόν - θέαμα πραγματικά μοναδικό - στα δειλινά της ζωής σου. Να ξαναφέρεις μπροστά σου εκείνα τα τελευταία μπάνια της νιότης που μοιάζουν πια τόσο απόμακρα αλλά και μ’ έναν δικό τους, περίεργο τρόπο χτεσινά, λίγο πριν μπεις στη μεγάλη αυτή ευθεία του ανθρώπινου βίου που έπρεπε να δεις στα σοβαρά τι θα κάνεις με σένα, να εξορίσεις αμείλικτα τα άμυαλα καλοκαίρια που απορημένα σ’ έβλεπαν, χωρίς να ξέρουν το λόγο, να τ’ αποδιώχνεις σε τόπους μακρινούς για ν’ αφοσιωθείς στα φθινόπωρά σου και τους χειμώνες σου συγκεντρωμένος κι απερίσπαστος. Ποτέ δεν έμαθαν, ποτέ δεν τους είπες. Αλλά πάντα θα το περιμένουν εκείνο το αντάμωμα, σαν και πρώτα, όποτε το θελήσεις. Όμως, κάπου εδώ, ήρθε η ώρα να βγεις. Πρέπει.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

1 Ιουλ 2014

Μετά το Μουντιάλ

Μετά το Μουντιάλ, εκατομμύρια Βραζιλιάνοι θα επιστρέψουν στα παραγκόσπιτά τους με την ανάμνηση μιας ποδοσφαιρικής φιέστας που τους άφησε το ίδιο ή και περισσότερο φτωχούς, αλλά «πλουσιότερους» κατά μερικά γήπεδα. Και το γήπεδο, δυστυχώς, αποτελεί μια τραγικά μονοθεματική κατασκευή. Όταν βρέχει, δεν μπορεί να σε στεγάσει. Όταν πεινάς, δεν μπορεί να σε ταΐσει. Όταν κρυώνεις, δεν μπορεί να σε ζεστάνει.

Μετά το Μουντιάλ, κάποιοι παίκτες, έχοντας δείξει σε ανθρώπους μεγάλων ομάδων τις ικανότητές τους στο τρέξιμο, στο κλότσημα της μπάλας, στην επικράτηση επί των αντιπάλων, θα πολλαπλασιάσουν τις ήδη διόλου ευκαταφρόνητες ατομικές περιουσίες τους, υπογράφοντας «χρυσά» συμβόλαια εκατομμυρίων ευρώ.

Μετά το Μουντιάλ, κάποιες εταιρείες στοιχημάτων θα έχουν και αυτές πολλαπλασιάσει τα κέρδη τους από κερδισμένα ή χαμένα παιχνίδια, γκολ, σκόρερ, όλα όσα συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των ανά τον πλανήτη τζογαδόρων, που οι πιο έμπειροι απ’ αυτούς θα βγουν, και οι ίδιοι, πολλαπλώς ωφελημένοι από τη μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση.

Μήπως όμως η ίδια η φράση «μετά το Μουντιάλ» δεν στέκει; Μήπως δεν υπήρξε ποτέ ούτε πριν, ούτε μετά; Ζούμε άλλωστε στην εποχή του τώρα. Ενός τώρα που προσπαθούμε να το τραβήξουμε όσο περισσότερο γίνεται, να το τεντώσουμε για να διαρκέσει όσο το δυνατόν πιο πολύ για να μη βλέπουμε παραέξω , να ξεχαστεί το παρελθόν, να σβηστεί από τον ορίζοντα ένα μέλλον που αγχώνει. Και στην περίπτωση του Μουντιάλ, καταφέραμε αυτό το τώρα να διαρκέσει έναν ολόκληρο μήνα. «Μετά» βλέπουμε.

* γράφτηκε για το thegreekcloud