30 Ιαν 2012

Έρωτας στα Τείχη

Σάλος επικρατεί τελευταία στο ελληνικό διαδίκτυο για μια τουρκική κινηματογραφική υπερπαραγωγή, ονόματι Άλωση 1453, γύρω από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Λέγεται ότι η ταινία στοίχισε περισσότερα από 17 εκατομμύρια δολάρια και, τα γυρίσματα, κράτησαν περισσότερα από τρία χρόνια. Αναμένεται να προκαλέσει αίσθηση, καθώς παρουσιάζει τους Τούρκους κυρίαρχους του γνωστού τότε κόσμου και τους Έλληνες να σκύβουν υποτακτικά το κεφάλι μπροστά στην τουρκική υπεροπλία. Η ταινία θα βγει στις αίθουσες τον Φεβρουάριο του 2012 σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ έχει ήδη προβληθεί στην Τουρκία. Στην Ελλάδα, δεν έχει ακόμα γίνει γνωστό ποια εταιρεία θα αναλάβει τη διανομή της και ποιος τηλεοπτικός σταθμός θα αγοράσει τα πολυπόθητα δικαιώματα προβολής της στο φιλοθεάμον κοινό.

Για σταθείτε όμως. Αν κοιτάξουμε την ταινία από πιο κοντά, μαθαίνουμε ότι πέρα από το πολεμικό κομμάτι που αναμένεται να καθηλώσει τους θεατές, κύριο θέμα της είναι και ο έρωτας του Ουλούμπατλί Χασάν-Ιμπραήμ Τσελικιόλ, του θρυλικού Οθωμανού στρατιώτη που ανέβηκε πρώτος στα τείχη της Πόλης, με την Ερά, την κόρη του Ουρβανού την οποία ερωτεύεται και ο Ιουστιανιάνης, αρχηγός των Γενουατών υπερασπιστών της Πόλης. Εδώ η ταινία αρχίζει να αποκτά σαφώς άλλη χροιά. Θα μπορούσε να εισαχθεί στην Ελλάδα και να προβληθεί στους κινηματογράφους σαν Έρωτας στα Τείχη και έμφαση στους τρεις πρωταγωνιστές: τον Τσε (συντομογραφία στο εξής του Ουλούμπατλί Χασάν-Ιμπραήμ Τσελικιόλ), την Ερά και τον Ιουστινιάνη. Άλλωστε υπάρχει έτοιμο κοινό στην Ελλάδα, εθισμένο θα λέγαμε σε τουρκικά ρομάνς. Για όσους μάλιστα δεν κρατιούνται και θέλουν να ξέρουν τι συνέβη, ποιος από τους δυο άνδρες κέρδισε την Ερά, ορίστε λίγο περισσότερο στόρι: η Ερά, μήλον της έριδος μεταξύ των δυο, βρίσκεται πέραν πάσης αμφιβολίας σε εσωτερικό διχασμό.

Ο Τσε (Ουλούμπατλί Χασάν-Ιμπραήμ Τσελικιόλ για να μην ξεχνιόμαστε) είναι ωραίο παιδί και τυπάς, ιδίως αν τον δεις πάνω στο άλογο, με τη στολή και χωρίς να καμπουριάζει. Αλλά έχει λίγο ανώμαλα γούστα στο κρεβάτι (και την καρέκλα, το πάτωμα, το πλυσταριό ή όπου αλλού φτάνει πρώτος εκτός από τα Τείχη). Και αυτό την Ερά τη βάζει σε σκέψεις, καθότι κοπέλα μαζεμένη και κάπως από άλλο ανέκδοτο. Απ’ την άλλη, ο Ιουστινιάνης είναι αναμφίβολα καλό παιδί και με τρόπους, αλλά λίγο ξενέρωτος βρε παιδί μου, άσε που μυρίζουν και οι μπότες του. Η Ερά, βεβαίως, του αρέσει πολύ του Ιουστινιάνη και τη βγάζει βόλτες στον ωραίο Γαλατά, που ως γνωστόν είχε παραχωρηθεί από τον βυζαντινό αυτοκράτορα στους Γενουάτες για τις εμπορικές τους ανάγκες. Εκεί τρώνε καμιά παστίλλα (ποικιλία γλυκών που φτιαχνόταν συνήθως με βρασμένο σιτάρι και μέλι ή με κοπανισμένους ξηρούς καρπούς και μέλι ή με σουσάμι και μέλι), ή κανένα κοπτόν (κάτι ανάλογο του τουρκικού μπακλαβά). Και, σκεπτόμενη τον μπακλαβά, η Ερά, εκεί που περπατά αλαμπρατσέτο με τον τρυφερό αλλά κάπως άνοστο Ιουστινιάνη, αφήνει τον νου της να πετάξει για λίγο στον πιο μπρούτο αλλά περιπετειώδη Τσε, που της υπόσχεται bungee jumping από τα Τείχη και άλλα προχωρημένα για την εποχή, που ο κακόμοιρος ο Ιουστινιάνης δεν τα ξέρει και τα φοβάται. Τι θα γίνει τελικά; Ποιον θα διαλέξει η γοητευτική αλλά μπερδεμένη Ερά; Θα την κερδίσει ο γλυκομίλητος, ευγενικός Ιουστινιάνης ή ο Τσε, υποσχόμενος αξέχαστες περιπέτειες εντός, εκτός και επί των τειχών; Η συνέχεια επί της οθόνης…

28 Ιαν 2012

Alt Ctrl Del

Στο ιντερσίτι, κατεβαίνοντας Αθήνα. Πιάνω κουβέντα στο εστιατόριο με έναν κακοντυμένο άντρα, λίγο μεγαλύτερό μου. Αναπληρωτής καθηγητής μαθηματικών, συστήνεται. Σαν μαθηματικός, έχει κάνει τους λογαριασμούς του, τακτικά, συγυρισμένα. Τα έχει όλα στο κεφάλι του σε αριθμούς, ολοστρόγγυλους αριθμούς: τα €900 ευρώ που παίρνει, τα €400 που τρώει σε μετακινήσεις για να πάει από εκεί που ζει στην πόλη που εργάζεται, τα υπόλοιπα που πληρώνει στην εφορία, τα έξοδα για το παιδί του που δεν μπορεί να φέρει βόλτα. €3.500 το μήνα θα παίρνει σε ένα σχολείο στην Αγγλία όπου ετοιμάζεται να μεταναστεύσει, από το χωριό του στη Λάρισα. Έψαξε μέσω ίντερνετ και πολλά σχολεία του έκαναν προσφορές, διάλεξε ένα και φεύγει. Στην αρχή μόνος σε ένα φτηνό νοικιαζόμενο δωματιάκι, να στρώσει το δρόμο για να ακολουθήσει η οικογένεια. Long-term; Τον ρωτάω, αγγλικά, για να τον μπάσω, σιγά-σιγά, στη νέα του γλώσσα που τον περιμένει για να πάρει τη θέση της παλιάς, της εγκαταλειμμένης, μητρικής. Ναι, μου απαντά, long-term, φεύγει με εισιτήριο χωρίς επιστροφή σε μια χώρα που δεν της αρέσουν οι επιστροφές, μια χώρα που προτιμά να σε διώχνει μια κι έξω.

Alt Ctrl Del, πέρασμα σε νέα εργασία:

Στην Αθήνα πια, σε reunion με παλιούς συμμαθητές. Κρασιά, γέλια, πειράγματα, πέφτουν σαν γέφυρες στον χρόνο, σαν για να γεμίσουν, να μπαλώσουν τα κενά που άφησαν πίσω τους περνώντας, τα χρόνια. Ένας συμμαθητής, ρωτά, «εσύ που είσαι», «που εργάζεσαι», με τη σειρά τους ομοτράπεζους. Πλησιάζει, μέσα από τις απαντήσεις των άλλων, έρχεται η σειρά μου. Και νιώθω το κολάρο στο πουκάμισο να σφίγγει, τα χέρια να ιδρώνουν, την καρέκλα να μην με βολεύει, σαν να μίκρυνε ξαφνικά: και μαζί της σαν να μικραίνω κι εγώ, να με εγκαταλείπουν οι δυνάμεις μου, να με παρατάνε μόνο κι έρημο οι λέξεις, τραβώντας γι’ αλλού. Πώς να εξηγήσω μια παραίτηση, μια δουλειά που δεν «έβγαινε», δυο πόλεις, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που με πέταγαν η μια στην άλλη; Πώς να περιγράψω μια ολόκληρη πορεία είκοσι πέντε χρόνων, μια και δυο φυγές απ’ την Ελλάδα και επιστροφές στην αφιλόξενη, προδοτική, τραχιά, αλλά οικεία αγκαλιά της, με δυο τρεις φωναχτές φράσεις για να φτάσουν, σαν μπάλες του μπιλιάρδου, με απανωτές καραμπόλες, στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού που υπομονετικά, ατάραχος, περιμένει ο ανύποπτος συμμαθητής, σαν ένας εγκάρδιος, μα συνάμα ακλόνητος ανακριτής;

Alt Ctrl Del, πέρασμα σε νέα εργασία:

Στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, ούτε εκατό μέτρα από εκεί που γεννήθηκα και μεγάλωσα, καθόμαστε σε ένα από τα καφέ που ξεφυτρώνουν το ένα πίσω από το άλλο. Μια πλατεία που στο πέρασμα των χρόνων έγινε ένα τεράστιο στέκι για πεινασμένους: σουβλάκια, fast food, πιτσαρίες, κρεπερί και καφέ, πολλά καφέ, εκτόπισαν τα μαγαζάκια του μεροκάματου που θυμάμαι από παλιότερες εποχές της. Εκεί που ήταν ένα σιδερωτήριο, να σου η κρεπερί. Ένα μεγάλο κατάστημα με νεωτερισμούς και είδη προικός, που λέγανε τότε, έγινε υπερμοντέρνα πιτσαρία. Περνώντας βλέπω οικογένειες βυθισμένες σε τεράστιες πίτσες σερβιρισμένες πάνω σε ολοστρόγγυλες ξυλένιες τάβλες με τέσσερα τυριά – ούτε τρία, ούτε πέντε αλλά, για κάποιον άγνωστο λόγο που μόνον οι θεοί της πίτσας γνωρίζουν, τέσσερα, πάντα τέσσερα. Παραγγέλνουμε, στο περιποιημένο καφέ, ένα πιάτο λουκουμάδες και μια ζεστή σοκολάτα. Μια ευγενέστατη, δροσερή και γλυκιά σερβιτόρα, μας γεμίζει τα ποτήρια νερό όποτε νιώσει ότι διψάμε. Και περιμένει, διακριτικά, λίγο παραπέρα απ’ το τραπέζι. Πιάνουμε ψιλοκουβεντούλα για το πόσο ωραίο, ρομαντικού στυλ έχουν φτιάξει το καφέ, τι ωραίες οι καρέκλες, τι νόστιμοι οι καναπέδες στο εσωτερικό, τι ωραίες λιχουδιές στα ολόφωτα μενού όπως μπαίνεις, να κάποια στιγμή και ο λογαριασμός: €10 οι λουκουμάδες και η σοκολάτα. Όχι, δεν είναι αυτή η πλατεία που άφησα φεύγοντας πριν χρόνια, δεν πρέπει να ’ναι και η Αθήνα που από το ’95 άφησα πίσω μου σαν μια πόλη άχαρη αλλά ζεστή, ασυμμάζευτη αλλά διαπραγματεύσιμη.

Alt Ctrl Del, πέρασμα σε νέα εργασία.

27 Ιαν 2012

Ό, τι προαιρείστε για τον Σεραφείμ

Διακόπτω την κανονική ροή του blog για μια έκκληση. Ο επί 31 χρόνια διευθυντής της "Ελευθεροτυπίας", στην οποία, προφανώς, παρότι διευθυντής, έπαιρνε όλα αυτά τα χρόνια ψίχουλα που του πέταγε η εκμεταλλεύτρια εργοδοσία, με εκπομπή εν συνεχεία στην κρατική τηλεόραση, όπου και εκεί (προφανώς) θα του έδιναν πενταροδεκάρες, δήλωσε, μετά τη σύλληψή του για χρέη 135.000 ευρώ στο Δημόσιο, ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι άνεργος. Στο βαριά χτυπημένο από την ανεργία Παλαιό Ψυχικό όπου ζει ο κύριος Φυντανίδης και, συγκεκριμένα, στην εφορία του, υπέβαλε παρ' όλα αυτά αίτηση υπαγωγής του σε διαδικασία ρύθμισης και κατέβαλε, όπως δήλωσε, το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ ως πρώτη δόση. Χρήματα που του δάνεισαν φίλοι του, καθώς κατά δήλωσή του βρίσκεται σε άσχημη οικονομική κατάσταση. Ο συνήγορός του Αλέξης Κούγιας, που παρά την άσχημη οικονομική κατάσταση του πελάτη του πιθανώς του συμπαραστέκεται ανθρώπινα και αφιλοκερδώς, συμπλήρωσε ότι την ημέρα που ο πελάτης του συνελήφθη - κοίταξε να δεις τώρα τι παιχνίδια παίζει η άτιμη η μοίρα! - του είχε γίνει πρόταση για μια δουλίτσα, που με τα χίλια ζόρια βρέθηκε, καθώς και κάποιας ηλικίας ο άνθρωπός μας. Συγκεκριμένα, του είχε προταθεί να αναλάβει πρόεδρος της ΕΡΤ. Όμως, η μαύρη του η τύχη θέλησε αλλιώς και ο συνάνθρωπός μας βρέθηκε πίσω από τα κάγκελα, με τη διαδικασία του αυτόφωρου. Γι' αυτό, σας παρακαλώ, από το υστέρημά σας, ό, τι προαιρείστε θα πιάσει τόπο, να βοηθήσουμε έναν άνεργο χτυπημένο από τη μοίρα να ορθοποδήσει. Σας το ζητάω σαν άνεργος ο ίδιος, συναισθανόμενος τις δύσκολες ώρες που περνά ο Σεραφείμ.

26 Ιαν 2012

Γερνάω, μαμά

Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά ζούμε σε μια χώρα γερόντων. Και γυρίζουμε γύρω τους, τους γυροφέρνουμε, όπως τα μυγαράκια το γάλα. Ένας, πέθανε ύστερα από χτύπημα από μηχανάκι που δεν τον είδε καθώς διέσχιζε, με σκούρα ρούχα σε ώρα που είχε πέσει το σκοτάδι, έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, χωρίς το ειδικό φωσφορίζον γιλέκο που σε όλη τη γη, σε όλα τα κινηματογραφικά συνεργεία, φοράνε μέχρι και οι τελευταίας διαλογής βοηθοί. Διάσημος στο εξωτερικό, λατρεμένος από πολλούς συναδέλφους του, που όμως φοράνε σαν σωστοί επαγγελματίες τα γιλέκα τους ή ό, τι άλλο χρειάζεται όταν δουλεύουν. Όχι όμως ο δικός μας. Ο δικός μας, ήταν αντικομφορμιστής, ιδεολόγος. Μέχρι θανάτου. Ευτυχώς, ο νεαρός και η κοπέλα που επέβαιναν στο μηχανάκι, γλίτωσαν χωρίς κάποιον σπουδαίο τραυματισμό. Ένας άλλος γέροντας, ποιητής, για χρόνια πολλά κατεστημένο στη Θεσσαλονίκη και διάσημος για τις κακίες του, αρνήθηκε να πάρει ένα βραβείο. Και έγινε αντικείμενο αντικρουόμενων σχολίων, υμνητικών και επικριτικών, χωρίς κανείς να κάτσει να πολυσκεφτεί, γιατί τόσος θόρυβος. Ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος ήταν που έκανε κάτι τέτοιο. Και, εν τέλει, η «επαναστατική» του αυτή πράξη δεν άφησε, πίσω της, ούτε καν λίγο καπνό. Δεν άφησε τίποτα. Ίσως διότι δεν ήταν παρά ένα αντίγραφο «υπερήφανης άρνησης ανεξάρτητου διανοουμένου στην εξουσία», το «όχι» του συνταξιούχου ποιητή σε ένα υπουργείο μόνο κατ' όνομα «Πολιτισμού», μιας ξεφτισμένης κυβέρνησης μιας κουρελιασμένης χώρας. Ένας τρίτος γέρων, πρώην διευθυντής μεγάλης εφημερίδας που μόλις έκλεισε και μέχρι τα βαθιά γεράματα στην επικαιρότητα και την «πιάτσα» με εκπομπή στην κρατική τηλεόραση, από την οποία θρηνούσε για τη δυστυχία των νέων που στερούνται ευκαιριών στην Ελλάδα, βρέθηκε να χρωστάει κάποιες δεκάδες χιλιάδες ευρώ στο δημόσιο και συνελήφθη. Μαζί με όσους άλλους συλλαμβάνονται και αφήνονται ελεύθεροι, μόλις κλείσουν οι προβολείς της δημοσιότητας, για να συνεχίσουν τη ζωή τους μεταμελημένοι, σκληραγωγημένοι από ένα ή δυο εικοσιτετράωρα σε κάποιο κρατητήριο. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι μαζί με όλους τους γέροντες πρωταγωνιστές της μικρής μας ζωής στην Ελλάδα, γερνάμε, πρόωρα και όλοι οι υπόλοιποι. Γερνάμε, μαζί τους.

25 Ιαν 2012

Ένας έντεχνος θάνατος, μια πεζή συγκυρία

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που μόλις βρήκε το θάνατο σε ένα δυστύχημα που μοιάζει βγαλμένο από ταινία ιταλικού νεορεαλισμού, από διερχόμενη βέσπα που κατάφερε εν ώρα γυρίσματος να κόψει το νήμα της ζωής του, γύριζε ταινίες που εκτυλίσσονταν σε έναν δικό του, άχρονο χρόνο, ολότελα άλλον απ’ αυτόν που ξέρει και εμπιστεύεται το ελληνικό κινηματογραφικό κοινό. Ίσως γι' αυτό πολλοί δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν, να μπουν σε αυτόν τον αγγελοπουλικό χρόνο, αφήνοντας έξω από την κινηματογραφική αίθουσα την βιαστική, ασθμαίνουσα πραγματικότητά τους. Ο εσωτερικός κόσμος του Αγγελόπουλου, όπως αναπαρίσταται στην κινηματογραφία του, δεν έχει, δεν είχε από καταβολής του, καμία σχέση με τον λαχανιασμένο εξωτερικό κόσμο στον οποίον ζούσαν και ακόμη περισσότερο βιώνουν σήμερα, στην αιώνια αυτή στιγμή της Κρίσης, οι συμπατριώτες του. Και επειδή στην νεότερη Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ μια φιλόξενη για την τέχνη - την τέχνη την κινηματογραφική και όχι μόνο - περιρρέουσα κουλτούρα, αλλά μονάχα μια υποκουλτούρα της ευκολίας, της ατάκας, του χαβαλέ, όπως αποκρυσταλλώνεται και σε πάμπολλες σημερινές δημιουργίες του ελληνικού σινεμά, ο Αγγελόπουλος παρέμενε ο μεγάλος δημιουργός εκτός των τειχών της γενέτειράς του, που, εντός τους, είχε μόνον λίγους πραγματικούς, ειλικρινείς θαυμαστές της τέχνης του. Σήμερα, όμως, σύσσωμο το πανελλήνιο διαγκωνίζεται για να τον θρηνήσει, να κλέψει λίγη από τη δόξα του θανάτου του. Ναι, δόξα. Διότι ο θάνατος ενός ανθρώπου που, με κάθε τίμημα, σε κάθε στροφή της ζωής - και είχε πολλές η μεταπολιτευτική Ελλάδα -, ακολούθησε μια δική του, και μάλιστα έντεχνη, πορεία και όχι αυτή που θα επέβαλλαν, αν τις άφηνε, οι περιστάσεις, είναι ένδοξος. Περήφανος. Αντίθετα με τις περίτεχνα βουρκωμένες μοιρολογίστρες που τον περικυκλώνουν, κόντρα στον φωναχτό θρήνο από όσους σπεύδουν, πάνω από το άψυχο κορμί του σκηνοθέτη, να διαλαλήσουν την απώλεια. Με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς με τι να προβληματιστεί, σε τι να σταθεί, συλλογισμένος, περισσότερο: στον θάνατο ενός μεγάλου ανθρώπου που έζησε και πέθανε έντεχνα, κινηματογραφικά, βυθισμένος στην τέχνη του; Ή στην αμετροέπεια κάποιων που στριμώχνονται γύρω από τον θάνατο αυτόν βυθισμένοι σε καιροσκοπικές σκοπιμότητες;

16 Ιαν 2012

Γιατί χρειαζόμαστε τη χρεοκοπία

Δεν μ' αρέσει να κινδυνολογώ, αλλά δεν πάμε καλά. Όχι μόνο επειδή σημερινά δημοσιεύματα κάνουν λόγο για χρεοκοπία της Ελλάδας σε 70 μέρες με συγκεκριμένη ισοτιμία της δραχμής έναντι ευρώ στις 1.530 δραχμές. Η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ, πριν μια δεκαετία, ήταν σαν να έπαιρνε κάποιος έναν ρακένδυτο και ξυπόλητο και, αντί να τον πλύνει και να του φορέσει ένα ζευγάρι παπούτσια, να τον πέρασε μια ακριβή, όπως απεδείχθη, κολόνια και να τον έμπασε, χωρίς άλλες διατυπώσεις, σ' αυτό το ακριβό κλαμπ που λέγεται ευρωζώνη. Τι εννοώ ακριβό; Μόλις γύρισα από το σούπερ μάρκετ και βλέπω ότι, μεταξύ άλλων, για μια εξάδα αυγά πλήρωσα 3,65 ευρώ, δηλαδή αρκετά πάνω από 1.000 ‘παλιές’ δραχμές. Για έξι αυγά! Για τρία ρολά χαρτί κουζίνας, 3,30 ευρώ, δηλαδή ξανά πάνω από ένα 'παλιό' χιλιάρικο. Για χαρτί κουζίνας! Και ας μην πιάσω τα παιδικά. Πλήρωσα, για ένα πακετάκι με 27 βρεφικές πάνες, 10,76 ευρώ, δηλαδή πάνω από 3.000 δραχμές. Από εκεί και πέρα, μπορεί κανείς να φανταστεί πώς θα μεταλλαχθεί αυτή η καθημερινότητα, με μια χρεοκοπία με την ισοτιμία που προανέφερα.

Κάτι όμως που εξίσου ενοχλεί, πέραν της εξωπραγματικής, ασύλληπτης αυτής ακρίβειας; Απαξιωτικές, μειωτικές, αντικοινωνικές συμπεριφορές απέναντι στον ταλαίπωρο καταναλωτή σε εστιατόρια, καφέ, χώρους 'διασκέδασης'. Χθες πήγαμε οικογενειακώς (ο γράφων, η γυναίκα του και δυο μικρά παιδάκια) μια εκδρομή και φάγαμε, το μεσημέρι, σε ένα χωριό του νομού Πέλλας, σε ένα ωραιότατο, 'γκουρμέ' εστιατόριο που βρίσκεται εκεί. Χατζιδάκις στα μεγάφωνα, νοστιμότατες γεύσεις στα πιάτα, πολιτισμένο περιβάλλον, παρότι χωμένο το ρεστοράν στα στενά του μικρού χωριού. Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε και όταν τελειώσαμε, ήρθε και ο λογαριασμός, στα σαράντα οκτώ ευρώ. Άφησα λοιπόν ένα πενηντάρικο και περίμενα τα ρέστα. Και περίμενα. Και περίμενα. Μη έχοντας την πολυτέλεια να περιμένω πολύ, μια και τα νεότερα μέλη της οικογένειας έκαναν σαν παιδάκια τα δικά τους, άφησα το εκβιασμένο πουρμπουάρ των δυο ευρώ και φύγαμε. Αλλά μου έμεινε αυτή η αντιμετώπιση. Και μου χάλασε όλη την καλή εντύπωση που είχα σχηματίσει γι' αυτό το καλαίσθητο εστιατόριο. Συμπέρασμα; Όσο σκληρό κι αν ακουστεί, μια χρεοκοπία μας αξίζει από τη στιγμή  που έχουμε ήδη χρεοκοπήσει κοινωνικά.

Κάτω για το 'Κάτω'

Επειδή αν δεν παινέσεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει και αν δεν παινέσεις τη σύζυγο θα πέσει και πανδόφλα, να σας ενημερώσω ότι αύριο κατεβαίνω κάτω στην Αθήνα για το Κάτω. Τι είναι το Κάτω; Έχω ξαναγράψει δυο λογάκια γι' αυτό, πρόκειται για το καινούργιο βιβλίο της γυναίκας μου που με αυτή την αφορμή (ότι έχει δηλαδή δυο βιβλία στο ενεργητικό της) και για να με πικάρει με αποκαλεί συγγραφέα του ενός βιβλίου (ναι κυρία μου αλλά ένα έστω ταπεινό βιβλιαράκι για τον Κορνήλιο Καστοριάδη ισοδυναμεί με πολλά που θα δεις εκεί έξω και εν πάση περιπτώσει άσε μας τώρα). Ενώ αυτή, με τα δυο, θεωρείται κομπλέ. Εν πάση περιπτώσει, δεν της κρατώ κακία και επειδή όπως πάω την πανδόφλα δεν τη γλιτώνω ούτως ή άλλως, να πω ότι το βιβλίο θα παρουσιαστεί αύριο Τρίτη 17/1 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης στο art bar "Ποιήματα και εγκλήματα", Αγίας Ειρήνης 17 (μεταξύ Αθηνάς και Αιόλου) στο Μοναστηράκι, στις 8:30 μ.μ. από τον δημοσιογράφο Προκόπη Δούκα και την φιλόλογο Έλενα Τσαγκαράκη. Αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Μαργαρίτα Βαρλάμου. Μια και θα μείνω μια δυο μερούλες στην Αθήνα, θα χαρώ πολύ να δω κι όσους από εσάς θα το θέλατε από κοντά ή, όσους ντρέπεστε, από μακριά. Εννοείται, όσοι θέλετε έρχεστε και στην παρουσίαση. Θα 'ναι ωραία νομίζω.

12 Ιαν 2012

Tzoumakas for president

Με μεγάλη χαρά έμαθα σήμερα από τις εφημερίδες ότι ο Στέφανος Τζουμάκας θα είναι υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Χάρηκα γιατί τον πάω τον Στέφανο. Είναι λαϊκό, ντόμπρο παιδί που τα λέει στα ίσα. Χωρίς πολλά πολλά. Αδιάψευστος μάρτυρας, εκτός από τη φωτογραφία με τη μουστάκα, το βιογραφικό του. Μόλις τρεις σειρές, από την επίσημη ιστοσελίδα του:
Γεννήθηκα στην Ήπειρο και κατάγομαι από εργατική και αγροτική οικογένεια.
Σπούδασα Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία.
Είμαι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας.
Λίγα λόγια και σταράτα, όχι σαν κάτι άλλους. Παιδί ταπεινής καταγωγής, που κατάφερε όμως και σπούδασε. Υπηρέτησε και τη στρατιωτική του θητεία, πράγμα όντως αξιομνημόνευτο για Έλληνα πολιτικό ακόμα και σε ένα βιογραφικό τριών αράδων. Και, με τον τίμιο ιδρώτα του, έγινε δικηγόρος στον Άρειο Πάγο. Aν όμως περιοριζόμασταν σε αυτό το λιτό βιογραφικό, θα τον αδικούσαμε τον Στέφανο. Και αυτό γιατί εκτενέστερη από το βιογραφικό του είναι η αντιστασιακή του δράση κατά τη διάρκεια της επταετίας. Μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε ότι ήταν μέλος της επιτροπής ΝΟΜΙΚΗΣ στην ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ (τα κεφαλαία δικά του). Και άλλα, πολλά. Συλλήψεις, βασανιστήρια, παρανομία. Σε βαθμό, να αναρωτιέσαι τι χρωστάμε σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την επταετία να μας βασανίζουν ακόμη οι βασανισμένοι της εποχής εκείνης με τα πολιτικά τους απωθημένα. Τέλος πάντων, ξέφυγα. Και κακώς μιλάω έτσι για έναν συνάδελφο blogger. Ναι, ο Στέφανος έχει και blog για να εκθέτει πιο ελεύθερα τις απόψεις του. Ένα blog στο οποίο εκτός από τον ίδιο βλέπουμε και τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Νόαμ Τσόμσκι, γιατί ο Στέφανος means business. Δεν είναι παίξε γέλασε. Ή είμαστε ιδεολόγοι ή δεν είμαστε. Βέβαια, κάνει λάθος το ένα και μοναδικό βιβλίο του Καστοριάδη στο οποίο παραπέμπει στο blog. To βιβλίο δεν λέγεται 'Είμαστε η Ιστορία μας', Στέφανε. Λέγεται (έχει υπότιτλο σωστότερα) 'Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας'. Αυτό το 'υπεύθυνοι' το έφαγε η μαρμάγκα ρε συ Στέφανε αλλά έχει σημασία, κάνει όλη τη διαφορά. Kαταλαβαίνεις, νομίζω. Βέβαια, θα μου πεις, ποιος είμαι εγώ να μιλώ έτσι σ’ έναν Σοσιαλιστή με σίγμα κεφαλαίο, όπως δηλώνει ο Στέφανος στο blog του. Και ποιος είμαι, να τα βάλω με τους ασυγκράτητους Σοσιαλιστές του:

Οι Σοσιαλιστές δεν προτείνουν τη ραθυμία και την κοινωνική χαλάρωση. Οι Σοσιαλιστές δεν προτείνουν την υπονόμευση της θέλησης του ανθρώπου για δημιουργική εργασία, κέρδος και αποταμίευση, αλλά επιδιώκουν και συνθήκες για δικαίωμα στην εργασία, στην ίση αμοιβή για ίση εργασία, στην εγγύηση της ζωής και την ασφάλιση της. Η θέση των Σοσιαλιστών είναι ότι ο ατομικισμός πρέπει να αντικατασταθεί με το προσωπικό αίσθημα ευθύνης του κάθε πολίτη, ο αλτρουισμός και ο εθελοντισμός με την θεσμικά κατοχυρωμένη κοινωνική αλληλεγγύη.

Αμφιβολία δε χωρά. Με τον Στέφανο Τζουμάκα - λαϊκό παλικάρι του μόχθου από την υπερήφανη Ήπειρο, αγωνιστή του Πολυτεχνείου, intellectual (σχεδόν, εδώ θέλει δουλίτσα ακόμα), Σοσιαλιστή - θα γιομίσει η τσανάκα.

10 Ιαν 2012

How to Steal a Million

Δεν ξέρω, πραγματικά, τι ήταν πιο κωμικό στην διάρρηξη που σημειώθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη, με θύματά της έναν Πικάσο (έργο που αποτέλεσε το 1949 δωρεά του καλλιτέχνη προς τον ελληνικό λαό σαν τιμητική προσφορά για την γενναία αντίστασή του κατά την διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, δηλαδή, δυστυχώς, ένας πραγματικά ιστορικός πίνακας), έναν Μοντριάν και ένα σχέδιο του Γκουλιέλμο Κάτσια. Μήπως το ότι τα κλαπέντα έργα ήταν μέρος της έκθεσης «Στα άδυτα της Εθνικής Πινακοθήκης», τα οποία αποδείχτηκαν όχι και τόσο άδυτα για τους διαρρήκτες; Μήπως το ότι ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Παπουτσής σε ρόλο «δημοσιογραφικό» χαρακτήρισε «ανύπαρκτους» τους κανόνες ασφαλείας της Εθνικής Πινακοθήκης, ακολουθώντας μια παράλογη αλλά συνηθισμένη τακτική που παρατηρείται τελευταία, δηλαδή υπουργοί να καταγγέλλουν ολιγωρίες στον τομέα ευθύνης τον δικό τους ή άλλων υπουργείων σαν να πρόκειται για απλούς πολίτες σε δημοσιογραφική αποστολή και όχι υπουργούς; Όχι, ούτε αυτό ήταν το πιο κωμικό, παρότι πλησίασε. Το πιο κωμικό ήταν ότι, όπως λέει το ρεπορτάζ, οι διαρρήκτες απενεργοποιούσαν αλλεπάλληλα τον συναγερμό κατά τη διάρκεια της νύχτας, με σκοπό να παραπλανήσουν τον φύλακα, το οποίο βεβαίως και πέτυχαν, καταφέρνοντας εν τέλει να μπουν ανενόχλητοι και να κάνουν τη «δουλειά» τους. Πρόκειται ίσως για το παλαιότερο κινηματογραφικό κόλπο για κλοπή έργων τέχνης, με πλήθος ταινιών όπου έχει πρωταγωνιστήσει. Η πρώτη φορά ίσως που το συναντήσαμε, ήταν στην ταινία How to Steal a Million του 1966, με την Όντρεϊ Χέπμπορν και τον Πίτερ Ο’ Τουλ. Οι διαρρήκτες, απεδείχθησαν σινεφίλ. Ο φύλακας, κουμπούρας.

8 Ιαν 2012

Δακτυλογράφοι των ονείρων μας

Κλείνοντας πέντε χρόνια που φλυαρώ σ' αυτό το blog, σκέφτηκα να ετοιμάσω μια ανάρτηση επετειακή. Μια ανάρτηση που να συνοψίζει, να αντανακλά, τα χρόνια που πέρασα στα λεγόμενα social media, συμμετέχοντας, τόσο σ' αυτό εδώ το blog όσο και αλλού σε εκατοντάδες συζητήσεις, επί παντός επιστητού. Μίλησα, όλον αυτό τον καιρό, με αμέτρητους ανθρώπους, πίσω κι αυτοί από έναν υπολογιστή, ανταλλάξαμε απόψεις, συμφωνήσαμε, διαφωνήσαμε, διαπληκτιστήκαμε, θυμώσαμε, γελάσαμε, συγκινηθήκαμε. Βρήκα, διαδικτυακά, συνομιλητές αξιομνημόνευτους, ενδιαφέροντες, που δεν θα είχα τη δυνατότητα να συναντήσω έξω, έφτασα μέχρι και να συνομιλήσω με έναν ήρωα των παιδικών μου χρόνων, τον 'Παραμυθά' της παλιάς κρατικής τηλεόρασης. Αλλά και με ανθρώπους από μακρινές χώρες απ' όλο τον πλανήτη, με παρόμοιες, όμως, μ' εμένα ανησυχίες, όλων των ηλικιών και προελεύσεων: συγγραφείς, καλλιτέχνες, ανθρώπους του μόχθου, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες. Ένα πραγματικά απέραντο ψηφιδωτό προσώπων, προσωπικοτήτων, χαρακτήρων, ενδιαφερόντων. Με έναν ακατανίκητα ελκυστικό κοινό παρανομαστή: την κριτική σκέψη, την αμφισβήτηση της έξω πραγματικότητας στις αγκυλώσεις της, το ρηξικέλευθο πνεύμα, την πολλές φορές αγωνιώδη, οραματική αναζήτηση μιας καλύτερης, ωριμότερης, αξιοπρεπέστερης ανθρώπινης κατάστασης. Εγχείρημα συναρπαστικό, εμπνευσμένο, ευγενές. Στέκομαι όμως λιγάκι και αναρωτιέμαι. Aν φτάσαμε να ζούμε μια πραγματικότητα δυο ταχυτήτων. Ή, αν θέλετε, δυο παράλληλες πραγματικότητες: αυτή του ίντερνετ όπως μόλις τη σκιαγράφησα - μια κάπως πλασματική, ιδεατή πραγματικότητα - και αυτή έξω, που έχει μείνει τραγικά ίδια όταν κλείνουμε τους υπολογιστές. Στέκομαι λιγάκι και στοχάζομαι αν γίναμε δακτυλογράφοι των ονείρων μας...

Όταν ο πολιτισμός κατεβάζει ρολά…

Κλειστά παραμένουν τα ελληνικά μουσεία τα σαββατοκύριακα για όσους θελήσουν να τα επισκεφτούν. Όπως κλειστά ήταν το τριήμερο των Θεοφανείων. Για μια ακόμη φορά η παντοδύναμη νεοελληνική γραφειοκρατία νίκησε, τούτη τη φορά, τον πολιτισμό. Οι εργαζόμενοι που δεν τα βρήκαν με την ηγεσία του ΥΠΠΟ για τις αμοιβές τους πέραν του πενθήμερου, μια Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού που αργεί να βγει και τα μουσεία λειτουργούν, όπως και όλες οι άλλες δημόσιες υπηρεσίες, πενθήμερο. Τα μουσεία, όμως, σε αντίθεση με το πώς το σκέφτονται στο ΥΠΠΟ, δεν είναι δημόσιες υπηρεσίες. Δεν είναι εφορίες. Δεν είναι ‘βολικές’ αποθήκες ανθρώπων, όπως φαίνεται να τα θεωρεί η ελληνική πολιτεία όταν μετατάσσει μαζικά σε αυτά προϊσταμένους αμαξοστοιχιών των… πρώην ΗΣΑΠ. Τα μουσεία είναι σύγχρονες κιβωτοί πολιτισμού, που εντός τους φυλάσσονται, ανέγγιχτες από το πέρασμα των αιώνων, από οικονομικές ή κοινωνικές κρίσεις σαν τη σημερινή, οι υψηλότερες στιγμές της ανθρωπότητας, οι αρτιότερες δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος. Και οι εργαζόμενοι σε αυτά δεν είναι απλοί δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά πολιτισμικοί λειτουργοί. Τι λένε άραγε οι ίδιοι;

Μετά την αδυναμία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και των αρμοδίων υπηρεσιών ΤΑΠ (Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων) να βρουν τρόπο καταβολής της αμοιβής, σύμφωνα με το νέο μισθολόγιο, για την πέραν του πενθημέρου εργασία των αρχαιοφυλάκων, είμαστε αναγκασμένοι να εφαρμόσουμε άμεσα πενθήμερη εργασία.
Με άλλα λόγια, το ελληνικό κράτος δεν έχει να πληρώσει τους εργαζόμενους στα μουσεία για εργασία πέραν της πενθήμερης. Οι εργαζόμενοι, από την πλευρά τους, δεν είναι πρόθυμοι να εργάζονται τα σαββατοκύριακα χωρίς πληρωμή. Μια μέση λύση σε αυτό το αδιέξοδο θα ήταν να μειωθεί, προσωρινά, μέχρι να βρεθούν τα αναγκαία χρήματα, το ωράριο εργασίας τους τις καθημερινές, ώστε να εξασφαλιστούν πληρωτέες ώρες εργασίας τα σαββατοκύριακα, που ο περισσότερος κόσμος θα βρει τον χρόνο να επισκεφτεί κάποιο μουσείο. Όμως, στο σημείο αυτό έρχεται, πιστή στο ραντεβού, αμείλικτη η υπενθύμιση: στην Ελλάδα ζούμε. Μέσες λύσεις, δεν υπάρχουν. Ή, αν υπάρχουν, δεν τις θέλουμε, καθότι είμαστε των… άκρων, ιδίως σε ζητήματα εργασιακά. Ιδίως σε αυτή την άγρια συγκυρία. Ιδίως όταν μιλάμε για ‘δημοσίους υπαλλήλους’. Ακόμα και αν μιλάμε για τον πολιτισμό, τη διαφύλαξη και διαιώνισή του. Και μάλιστα σε μια χώρα που ο πολιτισμός αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο αξιοπρέπειας, το τελευταίο της ‘χαρτί’ σε μια για τα καλά χαμένη παρτίδα – σε μια χαμένη, χρεοκοπημένη πατρίδα.

5 Ιαν 2012

Το τρίτο στεφάνι

Μόλις επέστρεψα από την πρεμιέρα, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, της παράστασης «Το τρίτο στεφάνι», βασισμένης στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή. Μια παράσταση εξαιρετική, που παρακολουθούσε κανείς με αμείωτο ενδιαφέρον και προσήλωση, παρόλη της την ασυνήθιστα μεγάλη διάρκεια - τέσσερις ώρες. Δεν μπορώ να την κρίνω εν σχέσει με το ίδιο το μυθιστόρημα, καθότι δεν θυμάμαι αν το έχω διαβάσει. Ακολουθώντας την πάγια τακτική μου με αρκετούς συγγραφείς, έχω διαβάσει άλλα βιβλία του Κώστα Ταχτσή - «Η γιαγιά μου η Αθήνα», «Τα ρέστα» - αλλά πιθανότατα όχι «Το τρίτο στεφάνι». Όπως έχω για παράδειγμα διαβάσει διάφορα του Τζορτζ Όργουελ αλλά όχι το «1984». Και αυτό γιατί πιστεύω ότι πολλές φορές «βρίσκουμε» έναν συγγραφέα καλύτερα και ευκρινέστερα στα λιγότερο γνωστά του βιβλία και όχι στο ένα και μοναδικό με το οποίο έγινε γνωστός, ενίοτε για λόγους ανεξάρτητους της συγγραφικής του θέλησης, λόγους δηλαδή συγκυριακούς.

Το συγκεκριμένο έγινε μπεστ σέλερ γιατί αποτύπωνε την ελληνική μικροαστική αλλά και μεσοαστική κοινωνική πραγματικότητα των αρχών και μέσων του περασμένου αιώνα με τρόπο εξαιρετικά γλαφυρό και αφτιασίδωτο, σαν μια λογοτεχνική ακτινογραφία θα έλεγε κανείς, επικεντρώνοντας σε δυο γυναικείους χαρακτήρες, τη Νίνα και την Εκάβη, πραγματικά κομβικούς στα πλαίσια σκιαγράφησης της πραγματικότητας αυτής - μιας πραγματικότητας πολλές φορές προδοτικής, σκληρής, ωμής, αλλά και βαθιά ανθρώπινης. Γι' αυτό και θεωρώ «Το τρίτο στεφάνι» επίκαιρο ιδίως σήμερα, που η ελληνική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με τις βαθύτερές της βεβαιότητες με τρόπο, όπως και στο παρελθόν στο οποίο μας μεταφέρει το μυθιστόρημα, σκληρό. Είχα την επιπλέον ευτυχία να παίζει στην παράσταση μια πρώτη μου ξαδέρφη, ηθοποιός - και θεωρώ, όχι επειδή είμαστε συγγενείς και την αγαπάω, ότι απέδωσε εξαιρετικά τους περισσότερους από έναν ρόλους που είχε αναλάβει -, η οποία μας εξασφάλισε, εμένα και της γυναίκας μου που συνόδευε, δυο προσκλήσεις στη δεύτερη σειρά καθισμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι μπόρεσα να παρακολουθήσω την απαιτητική αυτή παράσταση από καλή θέση και σε πολύ καλή τιμή (δωρεάν). :)

Αλλά να προσθέσω ότι εκτός από την ξαδέρφη μου ήταν καλοδουλεμένοι και καλοπαιγμένοι όλοι οι - ουκ ολίγοι -  δεύτεροι ρόλοι, πράγμα σημαντικότατο για μια τόσο μεγάλης διάρκειας παράσταση, που δε θα μπορούσε να «κρατήσει» και να στηριχτεί μόνο στους δυο-τρεις βασικούς. Μια εξαιρετική ομαδική δουλειά δηλαδή, που θα βλέπουμε από σήμερα και για έναν μήνα στη Θεσσαλονίκη σε έναν χώρο-στολίδι, όπως το Μέγαρο Μουσικής. Μοναδική μου ένσταση - για να μην θεωρηθεί ότι κάνω την… αγιογραφία της θεατρικής αυτής μεταφοράς ενός τόσο σημαντικού σταθμού της νεοελληνικής λογοτεχνίας -, το κάπως υπερβολικό φινάλε, που παρουσίαζε σαν τραγικό πρόσωπο και δραματική κατακλείδα της παράστασης τον ίδιο τον Ταχτσή, ‘τρικ’ που θα έλεγα εκβίαζε συγκινησιακά το κοινό χωρίς να χρειάζεται. Εύχομαι καλή επιτυχία - που βεβαίως την έχει ήδη - και καλή συνέχεια σε όλους τους καλούς ηθοποιούς αυτής της εξαιρετικής προσπάθειας.

1 Ιαν 2012

Ξωτικά, καλικάντζαροι, χόμπιτ και άλλα καλόκαρδα δαιμόνια

Από μικρό με συνάρπαζαν αυτά τα πλασματάκια που λέμε καλικάντζαρους ή ξωτικά ή, στον σημερινό κινηματογράφο του φανταστικού, με το καινούργιο τους ονοματάκι, χόμπιτ. Και αυτό γιατί ξέφευγαν από τους κόσμους των μεγάλων, με τις ασφυκτικές τους κοινωνικές πιέσεις και συμβάσεις, ανοίγοντας ένα παράθυρο, ένα τοσοδούλικο παραθυράκι, σ’ έναν άλλον κόσμο, απροσδόκητο, απροσδιόριστο, ανεξερεύνητο. Και, κυρίως, ατακτοποίητο. Μπορεί η εμφάνισή τους να μην τα κολακεύει ιδιαίτερα (εδώ, εδώ κι εδώ θα δείτε μερικά που βρήκα στο διαδίκτυο – προσοχή, το τρίτο μπορεί να το δείτε και στην πραγματικότητα). Αλλά δεν θέλουν το κακό των ανθρώπων, ούτε και θα 'πρεπε να τα περιφρονούμε ή να τα αποφεύγουμε. Οι Καλικάντζαροι, τα Καλκατζόνια, οι Σκαλαπούνταροι, οι Τζόγιες, οι Κωλοβελόνηδες, οι Μαντρακούκοι, ή όπως αλλιώς μπορεί να τους ξέρουμε, μπορεί να 'ναι λίγο πειραχτήρια, ανακατωσούρηδες, κακομούτσουνοι, κακά τα ψέματα. Αλλά πώς να τους κρατήσει κανείς κακία; Πώς να μην τους συμπαθήσει κατά βάθος; Χωρίς τις αφεντιές τους, η ζωή θα ‘ταν μονοκόμματη, μονοσήμαντη, μονόχνοτη, το δίχως άλλο. Και ευθυγραμμισμένη, τόσο, που να καταντά πνιγερή, ανιαρή, άχρωμη. Κάπως σαν τη σημερινή μας την πραγματικότητα, που, ύστερα από τρεχαλητό αιώνων για να ξεφύγει, σαν παραδοσιακή, νευρωτική νοικοκυρά, από λογιών δαιμόνια που απειλούσαν να της χαλάσουν το τακτοποιημένο, συγυρισμένο της σπιτικό, έφτασε να ασφυκτιά κάτω από το βάρος της πολιτικής ορθότητας αλλά και σαθρότητας, της πολιτιστικής νωθρότητας, της οικονομικής λιτότητας, της κοινωνικής χλιαρότητας, αλλά και κάποιων αυστηρά καθορισμένων ‘πρέπει’ ή και ‘θέλω’, που καταπιέζουν, αλλοτριώνουν. Εύχομαι η χρονιά που μόλις μπήκε να 'ναι γεμάτη από δαύτους, τους στραβοπόδαρους, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες πειραχτήριδες, για να κάνουν άνω κάτω πολλές καλοστημένες ζωές, σπάζοντας τη μονοτονία και τη μιζέρια που φέρνει. Καλή χρονιά! Και μη φοβάστε τους καλικάντζαρους!