30 Απρ 2013

Στο τρένο

Ένα ταξίδι με το τρένο σου προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία να ιδωθείς, να μιλήσεις με ανθρώπους τυχαία ριγμένους στο ίδιο βαγόνι μ’ εσένα και να ανοίξετε, για λιγάκι, ο ένας στον άλλο παράθυρα και πόρτες στις ζωές σας. Δισταχτικά στην αρχή, ευκολότερα όσο κυλά η ώρα.

Στο ένα ταξίδι, αυτό του  πηγαιμού, συνταξιδιώτισσα μια νεαρή  γυναίκα γύρω στα τριάντα. Η καταγωγή της από κάποιο πανέμορφο νησί, αλλά η ίδια ζούσε στην Αθήνα με το φίλο της. Είχε σπουδάσει κάτι καινοτόμο και εφαρμοσμένο που σε κάποια άλλη χώρα, με βιομηχανικές υποδομές, θα της είχε εξασφαλίσει βέβαιη επαγγελματική αποκατάσταση. Στην Ελλάδα όμως, τη σημερινή Ελλάδα, άνεργη. Σκέφτονταν με το φίλο της να φύγουν για την Ολλανδία, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ο πατέρας, στο νησί, είχε μια οικογενειακή επιχείρηση που τους μήνες του τουρισμού θα έβγαζε αρκετό χρήμα, αλλά δεν ήθελε να γυρίσει εκεί, να φτιάξει την οικογένειά της και τη ζωή της σε ένα μέρος κολλημένο σε έναν άχρονο, στάσιμο χρόνο (όπως ολόκληρη η ελληνική επαρχία), ζώντας από τις πρόσκαιρες υπηρεσίες της τουριστικής περιόδου, μεγαλώνοντας τα παιδιά της ανάμεσα σε ψησταριές, καφέ, συνοικιακά κουτσομπολιά. Γι’ αυτό και ο ξενιτεμός φάνταζε σαν μοναδική λύση απέναντι στον τοίχο που η ίδια και ο σύντροφός της, στα τριάντα τους, συνάντησαν. Τοίχος αδιαπέραστος, αδυσώπητος, χωρίς ανοίγματα που να σου επιτρέπουν να δεις τι μπορεί να κρύβεται πίσω του, παραπέρα.
Στο άλλο ταξίδι, αυτό της  επιστροφής, συνταξιδιώτισσα μια  άλλη νεαρή γυναίκα, γύρω στα τριάντα  πέντε, καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Με μισθό ψαλιδισμένο στα σύνορα της επιβίωσης, της ανέχειας. Είχε γυρίσει διάφορα μέρη της Ελλάδας διδάσκοντας σε λογιών σχολεία και τώρα επέστρεφε στον τόπο της για να περάσει μαζί με τους δικούς της το Πάσχα. Οι συχνές μετακινήσεις από τον έναν τόπο στον άλλον λόγω της δουλειάς της, ο πενιχρός της μισθός, οι μικρές επαρχιακές κοινωνίες που καμιά φορά, αν ξεχωρίζεις, αν ξεφεύγεις από τα μίζερα, προκατασκευασμένα χαρακώματα που σε θέλουν χωμένο  σε βάζουν στο μάτι, σε περιθωριοποιούν, δεν της είχαν επιτρέψει να χτίσει μια ζωή όπως μπορεί να την ήθελε. Παρ’  όλα αυτά, παρέδιδε μαθήματα, και εκτός τάξης. Εκεί, στο κουπέ του intercity. Μαθήματα αξιοπρέπειας, ανθρωπιάς. Κουβαλούσε σακούλες γεμάτες πράγματα σε πασχαλινές συσκευασίες για τους δικούς της και, στη ροή του ταξιδιού, οι σακούλες άρχισαν  να ανοίγουν, να σκίζονται περιτυλίγματα, να ξετυλίγονται κόκκινες, γιορτινές κορδέλες για να προσφέρει: χειροποίητα κουλουράκια, ψωμί μοσχοβολιστό, σοκολατάκια, τριαντάφυλλα. Σε παιδιά και μεγάλους. Χέρια απλώνονταν, έπαιρναν. Ο μικρός, ταπεινός  χώρος του κουπέ ζεστάθηκε από τη διαρροή ανθρωπιάς που άρχισε να τον γεμίζει. Οι καρδιές άρχισαν να λιώνουν. Οι πάγοι να σπάζουν.
Σε μια χώρα που της  αρέσει να ασχολείται με Λαζόπουλους, Καμμένους, Τράγκες, με τις διαφημίσεις του Jumbo, αν ξύσεις την σαπισμένη επιφάνεια της παρακμής θα βρεις από κάτω έναν ζωντανό οργανισμό. Με κύτταρα, ανθρώπινες υπάρξεις που κάθε μέρα δίνουν τους δικούς τους αγώνες ενάντια στα κύματα της εξαθλίωσης, αφήνοντας τα ολόδικά τους, ανεξίτηλα χνάρια. Και που σπρώχνουν κι εσένα, που ανυποψίαστος ταξιδεύεις σε ράγες την Ελλάδα να πας παρακάτω μαζί τους. Καλύτερα, ομορφότερα, ανθρωπινότερα. Αφήνοντας το μάτι να γλιστρήσει από το παράθυρο έξω για να χαρεί το πράσινο της άνοιξης που σμίγει με τα χιόνια που λιώνουν στην καρδιά, παραχωρώντας τη θέση τους στα αγριολούλουδα της ελπίδας, που έκαναν να ξεπεταχτούν κάτι τέτοιοι άνθρωποι. Πλούσιοι.
γράφτηκε για το φρι πρες Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

24 Απρ 2013

Nοσταλγοί



Σάλος από δημοσκόπηση  μεγάλης εφημερίδας, επ’ αφορμή της συμπλήρωσης 46 χρόνων από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, στην οποία 30% των ερωτηθέντων είπε ότι επί επταετίας τα πράγματα ήταν καλύτερα απ’ ό, τι σήμερα. Βέβαια, αν καλοκοιτάξουμε, το ίδιο το ερώτημα της δημοσκόπησης προδιαθέτει, καθοδηγεί:  «Σε λίγες μέρες θα έχουμε 21η Απριλίου. Ορισμένοι λένε ότι στη δικτατορία ήταν καλύτερα τα πράγματα από ό, τι σήμερα. Εσείς προσωπικά συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την άποψη αυτή;» Ερώτημα απαράδεκτο από μόνο του, ανόητο, ανιστόρητο και άκρως υπαινικτικό. Ένα ερώτημα-διαπίστωση που καθοδηγεί τον ερωτώμενο να «σκοτώσει» μέσα του τη δημοκρατία, να αποδεχτεί τη χρεοκοπία όχι μόνο την οικονομική αλλά και την πολιτική του νεότερου ελληνικού κράτους και να νοσταλγήσει χωρίς δισταγμούς τη δικτατορία. Καθοδηγούμενος, όπως έχει συνηθίσει να καθοδηγείται σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς από opinion leaders τύπου και επιπέδου Χάρρυ Κλυνν ή Λάκη Λαζόπουλου, από πολιτικάντηδες τύπου Παύλου Χαϊκάλη. Τυχοδιώκτες λαοπατέρες, που έχουν πείσει τους τηλεθεατές ή τους διαδικτυακούς ανορθόγραφους σχολιαστές τους ότι έχουμε, στην Ελλάδα, μια ιδιότυπη χούντα «δοσίλογων». 
Λαοπατέρες που βρήκαν και κάνουν, αναμφίβολα. Η ασταμάτητη ανεργία, η μαζική εξαθλίωση, τα διογκούμενα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά αδιέξοδα έφεραν για κερασάκι μια ιδιόμορφη, αλλά βαθιά διαβρωτική φασιστοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Έβγαλαν στην επιφάνεια έναν μαινόμενο και σίγουρο για τα δίκαιά του όχλο που κυνηγά με διαδικτυακές κρεμάλες και κατάρες τους «δοσίλογους» που θεωρεί υπεύθυνους για την δική του παρακμή. Μια άμορφη μάζα ανθρώπων που εκλέγει λούμπεν νεοναζί στο Κοινοβούλιο, που αναδεύει τον φραπέ της στους φτηνούς πλαστικούς καναπέδες με τις άνετες μαξιλάρες  κάποιου παρακμιακού καφέ ακούγοντας καψουροτράγουδα και βρίζοντας, ορκιζόμενη εκδίκηση. Γιατί δεν μπορεί, τρία χρόνια τώρα, να κάνει τίποτα περισσότερο. Γιατί δεν ξέρει, δεν έμαθε ποτέ να κάνει κάτι περισσότερο.
Ζουν, όλοι αυτοί οι οργισμένοι, σε μια χώρα που έχει υποστεί μια τραγική αποβιομηχάνιση, μια πραγματική οικονομική καθίζηση και προσπαθεί – ακόμα! – να καλύψει τα θεόρατα χάσματα στα θεμέλια της οικονομίας της ανοίγοντας κομμωτήρια, γυράδικα, ζαχαροπλαστεία, καφέ-μπαρ, βρακάδικα με σέξι εσώρουχα. Αρνείται αυτή η κοινωνία  να δει την πραγματικότητα, όπως έκανε χρόνια τώρα. Κι ας μετρούσε ανάποδα το χρονόμετρο. Το οποίο χρονόμετρο, κάποια στιγμή πριν τρία χρόνια στο γραφικό Καστελόριζο, μηδένισε. Και αντί να κάτσει αυτή η κοινωνία να σκεφτεί τι της συνέβη και να ανασκουμπωθεί, να σοβαρευτεί,  πήρε μια κατηφόρα χωρίς τελειωμό. Παραδομένη σε ιεροκήρυκες μίσους που της εμφύσησαν, εκμεταλλευόμενοι το χαμηλό μορφωτικό της επίπεδο, μια νοοτροπία «θύματος» των απανταχού Κακών, εντός και εκτός ΕΕ, που έχουν βάλει στόχο να μας εξοντώσουν σαν λαό για να μας εκδικηθούν, που όλα αυτά τα χρόνια τρώγαμε με χρυσές κουτάλες χωρίς να παράγουμε. Και κάπου εδώ, αφού τρία χρόνια ακούει, αυτό το μαινόμενο, εξαθλιωμένο, ανιστόρητο πλήθος από όλους αυτούς τους «φίλους του λαού» που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια με στεντόρειες φωνές ότι ούτε επί επταετίας δεν γίνονταν αυτά, δεν θέλει και πολύ για να απαντήσει στον δημοσκόπο ότι ναι, τότε ήταν καλύτερα τα πράγματα. Και είναι τυχερός ο οργισμένος αυτός όχλος. Γιατί δεν ζει ο Σπύρος Μουστακλής ή ο Αλέκος Παναγούλης. Να του ρίξουν μια κλωτσιά.

γράφτηκε για το φρι πρες Parallaxi και ανέβηκε εδώ

14 Απρ 2013

Εύκολα και γρήγορα

Βλέπω σε ένα μικρό βίντεο που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο τα εξεγερμένα κορίτσια, φοιτήτριες, του ΤΕΙ Πατρών. Κλείδωσαν σε μια αίθουσα συνεδριάσεων  τους καθηγητές τους και τον πρόεδρο του ιδρύματος και του επιτίθενται φραστικά, σε κακά, φτωχά ελληνικά, απ’ αυτά που δυστυχώς χαρακτηρίζουν πολλούς εικοσάρηδες. Φαντάζεται κανείς ακούγοντας τι θα γινόταν, αν επιχειρούσαν να πουν όσα ακούγονται στο βίντεο και γραπτώς, με πόσες ανορθογραφίες θα διανθίζονταν τα – δίκαια ή άδικα, δεν εξετάζεται αυτό – αιτήματά τους.

Τα παιδιά αυτά, φοιτητές στα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας, αντιπροσωπεύουν  μια γενιά που μεγάλωσε στην αγκαλιά της τεχνολογίας. Ενηλικιώθηκαν με γρήγορο ίντερνετ, «έξυπνα» κινητά, δορυφορική τηλεόραση, υπερσύγχρονα αυτοκίνητα με GPS και Bluetooth, iPod, ταμπλέτες. Το μότο της τεχνολογίας, ο δούρειος ίππος της στην εκπόρθηση των ζωών μας, των ζωών τους;  Μπορεί να συμπυκνωθεί σε δυο λεξούλες: εύκολα και γρήγορα. Όλα τα προϊόντα υψηλών τεχνολογικών προδιαγραφών αυτό τάζουν, σε αυτό στηρίζονται για να κατακτήσουν ακόμα και τον πιο «δύσκολο» καταναλωτή.  Προσφέρουν τη μοναδική δυνατότητα να κάνεις όλο και πιο εύκολα, όλο και πιο γρήγορα, το οτιδήποτε: να στείλεις ένα μήνυμα από το κινητό, να σερφάρεις στο διαδίκτυο, να περάσεις σε χρόνο μηδέν ένα  καινούργιο τραγούδι στο iPod, να γράψεις μια εργασία για το τάδε ή δείνα πανεπιστημιακό μάθημα με copy paste από τη Wikipedia ή κάποιο site. Εύκολα. Γρήγορα. Με το πάτημα ενός κουμπιού.

Στην αντίπερα όχθη, το μότο της Παιδείας σε οποιοδήποτε επίπεδο, από το δημοτικό σχολείο μέχρι τις πανεπιστημιακές σχολές, ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων και παραμένει το ακριβώς ανάποδο: δύσκολα και αργά. Η μάθηση απαιτεί κόπο, η εκ-παίδευση  σου ζητά να παιδευτείς, να ιδρώσεις, να κουραστείς, να σκύψεις πάνω από βιβλία, να πονοκεφαλιάσεις, να προβληματιστείς. Χωρίς βιασύνες. Μοναχικά. Άχαρα. Διδάσκεσαι ότι τίποτα, και πάνω απ’ όλα η γνώση, δεν κατακτιέται άκοπα, ανέξοδα, στο πόδι. Κάθε κατάκτηση στον χώρο της γνώσης προϋποθέτει μια μεγάλη αναμέτρηση με τον ίδιο σου τον εαυτό, με τα μέχρι τότε εσωτερικά σου σύνορα, με τους όποιους φόβους σου, την υπομονή και την επιμονή σου.

Και εδώ έρχεται ξεκάθαρη και απαστράπτουσα, η αντίθεση μεταξύ δυο αντίπαλων κόσμων: του κόσμου του εύκολου και γρήγορου στον οποίο γεννήθηκαν και απολαμβάνουν μέχρι το μεδούλι αυτά τα παιδιά, τον κόσμο της ήσσονος προσπάθειας που σε προστάζει, παρατάσσοντας έναν ολόκληρο στρατό από gadgets, να «αράξεις» και να τον αφήσεις να σου κάνει τη ζωή εύκολη, τεμπέλικη, ραχατλίδικη. Και του κόσμου της Παιδείας, που περιμένει να αφήσεις στην άκρη το «έξυπνο» υπερδραστήριο κινητό σου  και να ακούσεις δια ζώσης και με μεγάλη ταπεινότητα και προσοχή τον καθηγητή σου, να κάνεις στην άκρη το λάπτοπ με τον αυτόματο διορθωτή κειμένου για να μάθεις να μιλάς και να γράφεις σωστά ελληνικά, να αφήσεις το iPod  και να ανοίξεις έναν Καζαντζάκη, έναν Σεφέρη, έναν Παπαδιαμάντη. Ένας κόσμος, που σε καλεί να κάνεις την επανάστασή σου. Γιατί η μεγαλύτερη επανάσταση, στην εποχή του εύκολου και γρήγορου, είναι ακριβώς  η Παιδεία.

γράφτηκε για τo φρι πρες Parallaxi και ανέβηκε εδώ

10 Απρ 2013

Αμηχανία

Σε μια πόλη που τα φέρνει – όπως ολόκληρη η Ελλάδα – δύσκολα βόλτα με το παρόν της η συντήρηση των μνημείων του παρελθόντος αποτελεί πολλές φορές δύσκολη υπόθεση. Καταλήγει, στις χειρότερες περιπτώσεις, μια δυσβάσταχτη πολυτέλεια. Ακόμη κι αν μιλάμε για μνημεία της πολύ πρόσφατης, νωπής νεοελληνικής ιστορίας. Πόσο δε, όταν ακόμα δεν έχει απαντηθεί το μεγάλο ερώτημα αν κάποια γεγονότα ανήκουν στη νεότερη ελληνική ιστορία. Και, αν ναι, πώς θα μπορούσαν να αφομοιωθούν σ’ αυτή.

Μιλάω βεβαίως για το εβραϊκό παρελθόν της Θεσσαλονίκης, που ρημάζει ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο. Και δεν πρόκειται για ένα ασυννέφιαστο, ανώδυνο παρελθόν. Αλλά ένα παρελθόν βαθιά τραυματικό, μιας και μιλάμε για τη μεγαλύτερη θηριωδία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: τον μαζικό αφανισμό, με τη χρήση για πρώτη φορά της σύγχρονης επιστήμης, βιομηχανίας, τεχνολογίας, για έναν τέτοιο σκοπό, έξι εκατομμυρίων ανθρώπων. Ανάμεσά τους, σχεδόν όλων των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Μια μαύρη τρύπα – το «Ολοκαύτωμα» – στην καρδιά του 20ου αιώνα που χάσκει γεμάτη ενοχλητικά ερωτηματικά για το ανθρώπινο γένος, που κατά τα άλλα θριαμβολογεί για τα τεχνικά του επιτεύγματα.

Πριν λίγο καιρό συμπληρώθηκαν και 100 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης. Μιας πόλης που έγινε, στο πέρασμα των αιώνων, μωσαϊκό πολιτισμών: δημιουργικό σταυροδρόμι Εβραίων, Τούρκων, Ελλήνων, πόσων άλλων που υπήρξαν ζωντανά της κύτταρα, που τη μπόλιασαν με την παρουσία τους με τρόπο αξεπέραστο, καταγεγραμμένο ανεξίτηλα σε κάθε της στενό. Αλλά που γιόρτασε αυτή την επέτειο μισαλλόδοξα, με στρατοκρατικές εκδηλώσεις και αναχρονιστικές, υπερπατριωτικές κορώνες. Εσωστρεφής, χαράζοντας με τρόπο εντελώς άτοπο και άστοχο σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης αυστηρές, αδιαπέραστες γραμμές ανάμεσα στους ελευθερωτές και όλους τους άλλους. Παρότι αυτούς τους άλλους τους βλέπεις, τους οσφραίνεσαι, τους νιώθεις σε κάθε της γωνιά, όσο κι αν τους ξορκίσεις με ατελείωτες παρελάσεις, παραδοσιακές φορεσιές και king size σημαίες.

«Στοά Σαούλ» βλέπουμε στην παρατημένη, ξεφλουδισμένη πρόσοψη. Και μια πόλη που δεν θέλει να ξέρει. Ένας ολόκληρος λαός, που δεν έχει αποφασίσει αν η γενοκτονία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αποτελεί κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας του. Και στέκει αμήχανος – τουλάχιστον – μπροστά στο πολυπολιτισμικό παρελθόν του.

γράφτηκε για το φρι πρες Parallaxi και αναρτήθηκε εδώ

7 Απρ 2013

Στη λίμνη

Όταν επισκέπτεσαι την Καστοριά η παραλίμνια αυτή grande dame σε βάζει σε έναν δικό της, ολόδικό της κόσμο: απόμακρο και φιλόξενο μαζί, μυστηριακό και συνάμα γαληνευτικό. Σαν να μπαίνεις σε ένα επίγειο σύννεφο. Βγαίνοντας, λοιπόν, από τους νεφελώδεις κόσμους της λίμνης και της πολιτείας στις όχθες της για να επιστρέψω σιγά σιγά στον ασυννέφιαστο ουρανό της καθημερινότητας, σκέφτηκα να αναρτήσω κάποιες φωτογραφίες, ανάμικτες με σκέψεις. Καταρχήν και μετά τη φιλοξενία σε ένα παλιό αρχοντικό, σε εντυπωσιάζει με το που πατάς το πόδι σου σε αυτό το από πέτρα και ξύλο παρελθόν, το σχεδόν μαγικό μείγμα καλαισθησίας και λειτουργικότητας, ιδίως αν προέρχεσαι από ένα μοντέρνο στενόχωρο διαμέρισμα: ντουλάπια και ντουλαπάκια χωνευτά σε βαθείς πέτρινους τοίχους, που κάνουν απίστευτη εξοικονόμηση χώρου και την ίδια στιγμή φέρνουν ένα εξαίσιο αισθητικό αποτέλεσμα. Ή κρεβάτια με ενσωματωμένο (και ξυλόγλυπτο) καθρέφτη, που σου δίνουν τη μοναδική ευκαιρία να έχεις ένα ολόσωμο πορτραίτο σου με το που σηκώνεσαι το πρωί (αν βεβαίως το θες!). Αλλά και ξύλινα πατζούρια εντελώς αόρατα εκ πρώτης όψεως και επίσης χωνευτά στα παράθυρα, που ανεβοκατεβαίνουν συρτά με έναν ολόδικό τους μηχανισμό. Και απίστευτα αρχιτεκτονήματα, όπως το παρακάτω, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι είδους άνθρωποι θα μπορούσαν πραγματικά να κατοικούν σε ένα τέτοιο υπέροχα εξωπραγματικό δημιούργημα...
 

Ή αυτό το κτίσμα-κένταυρος: μισό πέτρα, μισό ξύλο...

 
Περπατάς τα λιθόστρωτα ανάμεσά τους και αναρωτιέσαι, τι να πρωτοκοιτάξεις και πόσο να προβληματιστείς με τη σύγκριση με την αισθητική του σήμερα.


Χώρια που κάθε τόσο, όλο και σε κάποιο άνοιγμα που βλέπει στη λίμνη θα πέφτεις, μη ξέροντας αν πρέπει να προδώσεις την ανθρώπινη δομημένη ομορφιά εντός πόλης για τη φυσική εκτός.


Μέσα σε όλα αυτά ακόμα και η θρησκεία βρήκε έναν διακριτικό τρόπο να ενταχθεί. Στη μεταβυζαντινή της βερσιόν, όπως μας πληροφορεί η πινακίδα στην είσοδο του ναού.

 
Ο οποίος παρότι ευμεγέθης δε θυμίζει σε τίποτα τις ακαλαίσθητες σύγχρονες εκκλησίες.


Σε μια ανοιξοφθινοπωριάτικη ατμόσφαιρα, είχες δυο εποχές σε μία. Απ' τη μια η σκοτεινιασμένη σήμερα το πρωί λίμνη...


... κι ακριβώς πλάι της η άνοιξη να επιμένει...

 
..γιατί όπως και να 'χει μπορούμε για λιγάκι (ή και περισσότερο) να ξεχαστούμε, να κλείσουμε τηλεοράσεις και λάπτοπ, να ξεχυθούμε όπου μας κάνει κέφι βρίσκοντας στην πορεία τα υπόλοιπα και να πιούμε κι ένα ποτηράκι. Στην υγειά σας!