29 Μαρ 2008

Σα δε ντρέπονται... να σχολιάζουν



Aκολουθούν μερικοί χαρακτηριστικοί τύποι, που σχολιάζουν στα blogs:

Ο συμφωνικός: όχι, δεν πρόκειται για θαυμαστή του Μπετόβεν. Αλλά γι’ αυτόν που θα σχολιάσει μια ανάρτηση δηλώνοντας ότι «συμφωνεί απόλυτα και επαυξάνει». Καλά κάνει, αλλά πιο ενδιαφέρον θα είχε αν διαφωνούσε, δε νομίζετε;

Ο αντιρρησίας: το εντελώς αντίθετο του προηγούμενου. Σε κάθε ανάρτηση που θα σχολιάσει θα αρπαχτεί από κάπου, προκειμένου να διαφωνήσει. Ασχέτως αν στο δρόμο έχασε το νόημα της ανάρτησης ή αν δε μπήκε καν στον κόπο να το ψάξει. Διαφωνία για τη διαφωνία: αυτή υπήρξε ανέκαθεν η αρχή του, μην του το χαλάμε.

Ο γλυκούλης ή μάλλον η γλυκούλα: συναντιέται συνήθως σε γυναικεία blogs όπου μπαίνουν διάφορες κυρίες που ανταλλάσουν μεταξύ τους διαδικτυακά φιλάκια, αγκαλίτσες, λουλουδάκια, χαδάκια και άλλα συναφή. Give me a break!

Ο θαυμαστής: θα δηλώσει σχολιάζοντας πόσο θαυμάζει την ευστροφία, την ευγλωττία, τη λεβεντιά βρε παιδί μου του διαχειριστή ενός blog. Όχι άλλο κάρβουνο!

Ο ακατανόητος: τι ήθελε να πει ο ποιητής; Το σχόλιό του απαιτεί ΠΟΛΥ χρόνο προκειμένου να βγει - που δε θα βγει - νόημα. Αφού δε μας παίζει, γιατί να τον παίξουμε;

Ο φιλαράκος: με αδικαιολόγητη οικειότητα μας προσφωνεί «φιλαράκι», «μεγάλο» ή «μικρό», «αρχηγό» ή ό, τι άλλο. Ή μας βρίζει αν του τα χαλάσουμε. Καλά αυτά, αλλά μας ήξερε κι από χτες;

Ο ελάτε κι από δω: αφήνει σχόλια σε διάφορα δημοφιλή blogs με κυρίως σκοπό όχι να πει κάτι αλλά να προσελκύσει επισκέπτες και στο δικό του. Όχι, δεν ερχόμαστε που να σκάσεις!

Ο άνθρωπός σου: πάλι σε γυναικεία blogs, προσεγγίζει μόνες και διαθέσιμες γυναίκες και… ό, τι ήθελε προκύψει. Προσφέρει τον στιβαρό του ώμο προς συμπαράσταση, για να γείρουν και να σκεφτούν, αν τελικά το blogging άξιζε τον κόπο, με τόσους πέφτουλες. Η σύγχρονη, διαδικτυακή εκδοχή του Στάθη Ψάλτη από ταινίες όπως «Πάμε ν’ αγαπηθούμε, darling;».

Ο λόγιος: σχολίαζει προκειμένου να αποδείξει ότι ανακάλυψε την Αμερική πριν τον Κολόμβο, ότι ήξερε πριν από μας, για μας. Αποδεικνύοντάς μας ότι όσα σκεφτόμαστε τα είχαν πει πριν από μας ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς φτιάχνοντας τανκς. Ας ειν’ καλά το Google.

Ο κολλιτσίδας: για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο το blog μας του έκανε κλικ και σπεύδει να σχολιάσει κάθε ανάρτηση, ανεξαρτήτως αν έχει κάτι να πει. Υπομονή, κάποια στιγμή θα βαρεθεί.

26 Μαρ 2008

42 μ.Τ.



Βρισκόμαστε στο σωτήριον έτος 42 μ.Τ. Δηλαδή στο έτος 42 μετά Τηλεoράσεως, μετά τη γέννηση μιας σύγχρονης θεάς η λατρεία της οποίας, άλλαξε άρδην την ανθρώπινη ιστορία. Πρόκειται για μια επιστροφή στην ειδωλολατρία; Ποιος ξέρει. Πάντως, οι πιστοί της αριθμούν πλέον δισεκατομμύρια, απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη. Ας μείνουμε όμως στην Ελλάδα, στην οποία επίσης έχει εκατομμύρια φανατικών πιστών. Η πρώτη εμφάνιση της θεάς στην Ελλάδα έγινε το 1966. Από τότε, διαρκώς περισσότεροι συμπατριώτες μας προσηλυτίζονται στη λατρεία της. Σήμερα, σχεδόν κάθε Έλληνας έχει τουλάχιστον ένα άγαλμα της θεάς στην κατοικία του κι αρκετοί πιο θρησκευόμενοι, έχουν και περισσότερα. Η λατρεία της γίνεται καθημερινά και πλέον, όπως έδειξαν πρόσφατες έρευνες, οι Έλληνες περνάμε πάνω από τέσσερις ώρες κάθε μέρα μπροστά της. Μάλιστα, κάποιοι φανατικοί πιστοί, την αφήνουν ανοιχτή ακόμα κι όταν δέχονται επισκέψεις από φίλους και συγγενείς, ίσως επιθυμώντας να προσηλυτίσουν και τους επισκέπτες τους στη λατρεμένη τους θεά. Αλλά εκτός από τις κατοικίες, η λατρεία συνεχίζεται και σε μπαράκια, καφενεία, σουβλατζίδικα, καφετερίες, πρακτορεία τυχερών παιχνιδιών, αίθουσες αναμονής ιατρείων και άλλους δημόσιους χώρους. Τα είδωλα της θεάς και οι βωμοί της, βρίσκονται πλέον παντού. Τα καλοκαίρια μάλιστα η λατρεία λόγω ζέστης γίνεται υπαίθρια, σε αυλές, σε πλατείες και όπου μαζεύονται άνθρωποι για να φάνε ή να πιούν ένα ποτό. Στα χωριά πάλι, οι άνθρωποι στα καφενεία, στα οποία παλιά, προ Τηλεοράσεως, χάλαγε ο κόσμος από κουβέντες, καβγάδες και γέλια, πλέον σιωπούν, έχοντας μείνει αποσβολωμένοι εμπρός στη δύναμη της θεάς. Άραγε, πως να ζούσαν οι άνθρωποι προ Τηλεοράσεως; Δε θα μπορούσα να σας πω, μια και γεννήθηκα το 4 μ.Τ. Από διηγήσεις μόνο, έχω ακούσει κάποια πράγματα. Στα χωρία, διηγούνται οι παλιοί, με τα πρώτα κρύα του χειμώνα άρχιζαν τα νυχτέρια. Μαζεύονταν δηλαδή οι γυναίκες στα σπίτια, δίπλα στο τζάκι κι έλεγαν τα δικά τους, διηγούνταν ιστορίες, παραμύθια, αστεία. Όπως και οι άντρες, που δεν έμοιαζαν καθόλου με τους ανέκφραστους και σιωπηλούς θαμώνες των καφενείων της μετά Τηλεοράσεως εποχής. Μαζεύονταν κι αυτοί στα καφενεία για να κουβεντιάσουν, να πουν πως πέρασαν τη μέρα τους. Όμως όχι μόνο στα χωρία αλλά και αλλού, οι άνθρωποι έβγαιναν τα απογεύματα ή το βραδάκι για περιπάτους, πήγαιναν στις ταβέρνες, στα θέατρα ή στους κινηματογράφους, αλλά και επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους. Ή προτιμούσαν να περάσουν μια ήσυχη βραδιά, ανοίγοντας κάποιο βιβλίο ή κουβεντιάζοντας με τους δικούς τους. Πόσο διαφορετικά από σήμερα, που οι ανθρώπινες φωνές, τα γέλια ή οι κραυγές που ακούγονται από τα διαμερίσματα τα βράδια δεν προέρχονται πια από ανθρώπους, αλλά από τη θεά.

23 Μαρ 2008

Zωή σε δόσεις



Η κρίση που αυτόν τον καιρό πλήττει τις διεθνείς αγορές ξεκίνησε πέρσι το καλοκαίρι, από τις ΗΠΑ και την αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων, τα οποία προσφέρονταν απλόχερα, με σχεδόν μηδενικές προκαταβολές και αρχικά ελκυστικά επιτόκια. Σας θύμισε κάτι αυτό; Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στην Ευρώπη υπάρχει μια χώρα, η Ελλάδα, η καθημερινότητα των κατοίκων της οποίας χαρακτηρίζεται, χρόνια τώρα, από μια κάλπικη ευμάρεια. Επικρατούν μια επιδεικτική καλοπέραση κι ένας καταναλωτικός οργασμός που στηρίζονται, σε τρομακτικά μεγάλη έκταση, όχι σε κάποια ραγδαία αύξηση των εισοδημάτων των Ελλήνων, αλλά σε διαφόρων ειδών δάνεια. Με την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης πριν λίγα χρόνια, τα «εύκολα» δάνεια έγιναν για πολλούς Έλληνες μια λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας προς την ευζωία. Πέραν των προαναφερθέντων στεγαστικών δανείων, τα δημοφιλέστατα καταναλωτικά δάνεια προσέφεραν τη δυνατότητα σε πολλούς συμπατριώτες μας που δεν ήθελαν να δείξουν ότι υστερούν, να αγοράσουν πανάκριβα ρούχα, gadgets και άλλα καταναλωτικά αγαθά. Παρότι τα εισοδήματά τους ουδέποτε θα τους επέτρεπαν, αν δεν δανείζονταν, τέτοιου ύψους αγορές. Ας μην ξεχνάμε ότι ως λαός ποτέ δε μας άρεσε να δείχνουμε «κακομοίρηδες». Κάποιες φορές προτιμάμε να καταχρεωθούμε, παρά να νιώσουμε ότι υστερούμε σε σχέση με «κολλητούς», συγγενείς και γείτονες. Μετά και από την εποχή του χρηματιστηρίου, κατά την οποία κάποιοι απέκτησαν εύκολα χρήματα και μπήκαν, μαζί με πολλούς περισσότερους σε ένα εξπρές ασταμάτητης κατανάλωσης, ζούμε ακόμη στην Ελλάδα σε μια κεκτημένη υπερβολική ταχύτητα. Θέλουμε να παντρευτούμε αλλά δεν υπάρχουν χρήματα στην τράπεζα; Ας πάρουμε ένα από τα λεγόμενα «γαμοδάνεια». Αλλιώς, πως θα κάναμε άσπονδους φίλους, συγγενείς που μπορεί κάποια στιγμή να μας μπήκαν και στη μύτη και κουτσομπόληδες συναδέλφους να σκάσουν από ζήλεια; Βλέπουμε να παρκάρουν στα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια και να τρέχουν στα σακατεμένα οδοστρώματα της Ελλάδας μας πανάκριβα SUV, που μας κάνουν να τρώμε τους γιακάδες μας από ζήλια; Θα σπεύσουμε στην πλησιέστερη αντιπροσωπεία για να πάρουμε ένα «εύκολα», με έντοκες ή άτοκες δόσεις και με την ελάχιστη ή και χωρίς προκαταβολή, προκειμένου να νιώσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται την απόλαυση που χαρίζει η οδήγηση ενός πανάκριβου τζιπ. Και να δείξουμε και στους άλλους που θα κοιτάνε μασουλώντας ό, τι βρήκαν μπροστά τους από ζήλια, ότι έχουμε παρά με ουρά. Αμ πως! Έτσι θα τους αφήναμε; Τι κι αν διαπιστώσουμε ότι για να κινηθεί και να συντηρηθεί αυτό το… θηρίο μας κοστίζει μια περιουσία; Τι κι αν δεν έχουμε ιδέα πως θα πληρώσουμε ΚΙ ΑΥΤΕΣ τις δόσεις κάθε μήνα; Τι κι αν όταν έρχεται το τέλος του μήνα δεν τα βγάζουμε πέρα; Ωχ αδερφέ, ποιος σκάει, σήμερα να ’μαστε καλά κι αύριο, ποιος νοιάζεται. Άλλωστε, πλησιάζει πια και το καλοκαιράκι. Τι κι αν βρισκόμαστε ήδη καταχρεωμένοι με πιστωτικές κάρτες και διάφορες δόσεις που καθημερινά πασχίζουμε να πληρώσουμε; Να μην πάρουμε κι ένα από τα λεγόμενα «διακοποδάνεια» να πάμε σ’ ένα ωραίο μέρος να επιδείξουμε τα ακριβά μας ρούχα, το καινούργιο μας κινητό και το αστραφτερό μας σούπερ τζιπ; Κι αν μέχρι το τέλος των διακοπών, των όποιων διακοπών, διαπιστώσουμε ότι δε μας έμεινε… φράγκο; Δε βαριέστε. Από Σεπτέμβρη, κάτι θα σκαρφιστούμε, για να συνεχίσουμε στο όνειρο. Όσο για το ενδεχόμενο να επέλθει η χρηματοπιστωτική κατάρρευση που από χρόνια καθίσταται διαρκώς πιθανότερη για την Ελλάδα; Άραγε, θα μπορούσε ποτέ να σπάσει η φούσκα στην οποία ζουν εκατομμύρια δανειολήπτες, τόσο «νοικοκυραίοι» όσο και κάποιοι απλώς φιγουρατζήδες; (Αν και δύσκολα πλέον ξεχωρίζουν οι μεν απ’ τους δε.) Προσωπικά, θα έλεγα πως θα μπορούσε, αν δεν πατήσουμε επειγόντως... φρένο.

Περί ελληνικότητας



Βλέπω στις τηλεοράσεις και σε παρέες (< ισπαν. pareja) διάφορες κουβέντες (< λατιν. conventus) περί «ελληνικότητας», για όσα μας ξεχωρίζουν από άλλους λαούς. Για πράγματα όπως η λεβεντιά (< λεβέντης < τουρκ. levend), η μπέσα (< αλβ. besë), η ντομπροσύνη (< ντόμπρος < αρχ. σλαβ. dobr) και η καπατσοσύνη (< καπάτσος < ιταλ. capace) μας. Αλλά και ο χαβαλές (< τουρκ. havale), όταν γούσταρουμε (< ιταλ. gustare). Πίνοντας ας πούμε τον καφέ (< γαλλ. café < τουρκ. kahve < αραβ. kahva) μας σε κάποια καφετερία (< ιταλ. cafeteria) ή απολαμβάνοντας τα ουζάκια (< ιταλ. uso) και τα μεζεδάκια (< τουρκ. meze) μας σε κάποιο μαγαζί (< αραβ. machazin), μπορεί να μας έρθει να κάνουμε ένα χουνέρι (< τουρκ. hüner) στο γκαρσόνι (< γαλλ. garçon) που μας σερβίρει (< γαλλ. servir) ή να φλερτάρουμε (< φλερτ < αγγλ. flirt) μια νόστιμη κοπέλα (< μσν. κοπέλα < ιταλ. coppella). Ή να ξεκινήσουμε κάποιο τσαμπουκά (< τουρκ. çabuka) κάνοντας το μάγκα (< λατιν. mango), ξανά για χαβαλέ (< τουρκ. havale). Διότι μας αρέσει να τα περνάμε φίνα (< μσν. φίνος < ιταλ. fino), χωρίς πολύ στρες (< αγγλ. stress). Καλή η δουλειά, αλλά σε ποιον δεν αρέσει και λίγο αραλίκι (< τουρκ. aralik); Ή λίγη τζάμπα (< τουρκ. caba) καλοπέραση; Ωραίοι και καρντάσηδες (< τουρκ. kardaş) λοιπόν κι οι άλλοι λαοί, αλλά οι Έλληνες μοναδικοί. Άλλωστε πόσοι, στην ίδια τους τη χώρα ζητάνε τον καφέ (< γαλλ. café < τουρκ. kahve < αραβ. kahva) τους ελληνικό;

20 Μαρ 2008

Γιατί δεν... ανοίγουν βιβλίο οι Έλληνες;



Σύμφωνα με την Πανελλήνια Έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς του 2004 της VPRC – την πιο πρόσφατη που βρήκα –, δυο στους τρεις νεοέλληνες δεν άνοιξαν... βιβλίο εκείνη τη χρονιά. Δηλαδή, 65,8% των συμπολιτών μας, έναντι 61,1% που είχε καταγραφεί από την ίδια έρευνα το 1998. Και δε νομίζω ότι από τότε μέχρι σήμερα θα άλλαξαν και πολύ αυτά το ποσοστά. Πολύ φοβάμαι μάλιστα, αν κρίνω και από την αύξηση των ποσοστών των «αδιάβαστων» από το 1998 έως το 2004, ότι μπορεί και να αυξήθηκαν. Κατά την ίδια έρευνα, το 39% των συμπατριωτών μας δεν ανοίγει ποτέ εφημερίδα, το 62% δεν πήγε ούτε μια φορά στον κινηματογράφο επί ένα έτος, το 83% δεν πήγε καθόλου στο θέατρο, το 84% δεν επισκέφτηκε ούτε μια φορά κάποιον αρχαιολογικό χώρο, το 89% δεν πήγε ούτε μια φορά σε κάποιο από τα μουσεία ή τις πινακοθήκες της χώρας, το 90% δεν παρακολούθησε ούτε μια συναυλία και το 96,4% δεν παρακολούθησε ούτε μια φορά παράσταση μπαλέτου. Αλλά ας μην επεκταθώ σε αυτά. Ας μείνω στο ζήτημα του βιβλίου, παρά το ότι κι αυτά τα άλλα ποσοστά αντικαθρεφτίζουν, νομίζω, το πολιτιστικό έλλειμμα της σύγχρονης Ελλάδας. Ένα πολιτιστικό έλλειμμα που φαίνεται στο ότι κομμωτήρια, σουβλατζίδικα, καφετέριες μετά ταβλιού και διασκεδαστήρια κάθε είδους – μπουζουξίδικα, clubs, μπαράκια – ανθούν, ενώ μουσεία, χώροι πολιτισμού και βιβλιοπωλεία μάλλον δεν βρίσκονται και στην καλύτερή τους φάση. Επιστρέφοντας στο βιβλίο θυμήθηκα, ειρήσθω εν παρόδω, κι εκείνη τη διαφήμιση πριν λίγα χρόνια, με το συμπαθέστατο Θανάση Βέγγο, που είχε βαλθεί ο άνθρωπος να παροτρύνει τους τηλεθεατές να προτιμήσουν, για αλλαγή, ένα βιβλίο για δώρο. Ασχέτως του ότι αυτό το δώρο μπορεί να… μην ανοιχτεί ποτέ. (Αν κρίνω από τα προαναφερθέντα ποσοστά, ένα βιβλίο που θα προσφέρουμε ή θα πάρουμε ως δώρο μπορεί κάλλιστα να παραμείνει κλειστό, μαζεύοντας σκόνη σε κάποιο ράφι.) Η διαφήμιση αυτή ήταν περίπου σα να μας πρότεινε, όσο θελκτικότερα γινόταν, ένα πικρό κι άνοστο στη γεύση, αλλά αναγκαίο φάρμακο. Ή κάποιο απίθανο, εξωτικό φρούτο που θ’ άλλαζε την καθημερινότητά μας. Αναρωτήθηκα επιπλέον σε ποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα προέκυπτε η ανάγκη μιας τηλεοπτικής διαφήμισης, που προσπαθεί να πείσει τους τηλεθεατές να προτιμήσουν για δώρα στις γιορτές ή άλλες περιστάσεις, βιβλία. Ας επιστρέψω όμως στην έρευνα και στους λόγους που δεν ανοίγουμε βιβλία στη χώρα μας. Ο σημαντικότερος λόγος που δηλώθηκε ήταν η «έλλειψη χρόνου», για το 51,5% των… αδιάβαστων. Αναρωτιέμαι ΠΩΣ θα έβρισκαν ποτέ οι νεοέλληνες το χρόνο για βιβλία, όταν – όπως έδειξαν άλλες έρευνες, της AGB – βλέπουν τηλεόραση πάνω από τέσσερις ώρες καθημερινά. Αλλά ακόμα κι όσοι έκλεισαν τις τηλεοράσεις κι ανοίγουν βιβλία, άραγε ενδιαφέρονται ας πούμε για βιβλία σκέψης ή προβληματισμού; Μάλλον όχι και τόσο, αφού η πιο εύπεπτη, πολλές φορές, ελληνική λογοτεχνία αναδεικνύεται... αδιαμφισβήτητη πρωταθλήτρια μεταξύ των «διαβασμένων», με 65,5% των προτιμήσεων. Άρα κι αυτό το μικρό ποσοστό ανθρώπων που ανοίγουν βιβλία, μάλλον προτιμούν αρκετές φορές κάποια που δεν θα τους παιδέψουν και πολύ.

14 Μαρ 2008

Τι σημαίνει αριστερά στην Ελλάδα;

Αριστερά στην Ελλάδα για πολλούς σημαίνει Παπαρήγα και Τσίπρας. Σημαίνει λέμε όχι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ξεχνώντας ότι πολλές από τις ιατρικές ανακαλύψεις που μας χαρίζουν μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, θαυμαστά επιστημονικά επιτεύγματα για τα οποία μαθαίνουμε μέσω των εφημερίδων ή του internet και στη χώρα μας και μεγάλο μέρος επιστημονικής έρευνας αιχμής, προέρχονται παγκοσμίως από πανεπιστήμια που στην Ελλάδα θα λέγαμε «ιδιωτικά». Δηλαδή πανεπιστήμια απελευθερωμένα από τον καθηλωτικό κρατικό εναγκαλισμό, από ΔΟΑΤΑΠ, διαφθορά και αναξιοκρατία. Και στηρίζοντας φοιτητές που διαδηλώνουν υπέρ της διαιώνισης μιας κρατικοδίαιτης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με αποκλειστικό γνώμονα τα προσωπικά τους συμφέροντα. Γυρίζοντας έτσι τις πλάτες τους στο μέλλον. Μάλλον και κάποιοι κύριοι της «αριστεράς» ασύστολα επιθυμούν να μένει στάσιμη η επιστημονική έρευνα και να παραμένουν ανεξέλικτες οι νέες τεχνολογίες στην Ελλάδα, προκειμένου να κάνουν αυτοί τα βηματάκια τους «μπροστά», σε εκλογικά ποσοστά. Κερδίζοντας ψήφους ανθρώπων που κρατούνται στο σκοτάδι μέσα από τη συνεχή, καθημερινή επανάληψη των ίδιων, αναχρονιστικών ιδεολογημάτων από τηλεοράσεις και εφημερίδες. Και μάλιστα από διαρκώς νεότερους εκπροσώπους της αγοραίας και μιντιακής αυτής ρητορικής, όπως ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.

Αριστερά στην Ελλάδα σημαίνει επίσης άκρατο αντιαμερικανισμό. Όχι ότι οι Αμερικανοί είναι αγγελούδια. Αλλά ας μη χρησιμοποιούμε επιλεκτικά τα βέλη μας. Ας κοιτάξουμε και ανατολικά. Η Ρωσία θεωρείται, λόγω ορθοδοξίας, «παραδοσιακή» σύμμαχος της Ελλάδας και φίλη χώρα. Και μέσα στον άκρατο αντιαμερικανισμό, τα όσα συμβαίνουν εκεί περνάνε απαρατήρητα στην Ελλάδα. Πράγματα όπως η βάναυση παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η τραγική έλλειψη ελευθερίας έκφρασης, οι φυλακίσεις, οι δολοφονίες δημοσιογράφων, η απουσία δημοκρατίας και η εκλογή διαδόχων στο θρόνο του προέδρου χωρίς αληθινές εκλογές, η αδίστακτη εμπλοκή στα εσωτερικά γειτονικών χωρών και η στυγνή καταπίεση μειονοτήτων παραμένουν απαρατήρητα και ασχολίαστα στην Ελλάδα, διότι προτιμάμε να ασχοληθούμε με το Γκουαντάναμο. Αλλά και διότι τα «αριστερά» μας κόμματα δυσκολεύονται ακόμα να απογαλακτιστούν από τη μητέρα Ρωσία. Ξεχνάμε έτσι ότι υπάρχουν χώρες για τα Γκουαντάναμο των οποίων δεν μαθαίνουμε, διότι δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού. Αλλά ακόμα κι αν ήταν - όπως είναι για άλλους - στην Ελλάδα αλληθωρίζουμε.

Αριστερά στην Ελλάδα σημαίνει υποστηρίζουμε εμμέσως πλην σαφώς τους κουκουλοφόρους και εναντιωνόμαστε στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Ξεχνώντας ότι το πανεπιστημιακό άσυλο συνιστά κατάλοιπο περασμένων εποχών, χωροφυλάκων και δικτατοριών. Και ότι πλέον κάποιοι το καταχρώνται προκειμένου να εκτονωθούν όπως και όπου νομίζουν. Ας απομακρυνόμαστε έτσι από ανθρώπους, που μπορούν να εκφράσουν με επιχειρήματα και όχι με λοστούς, με προβληματισμούς και όχι με βρισιές την αντίθεσή τους σε όσα τους δυσαρεστούν. Δημιουργικά, όχι καταστρεπτικά. Άραγε, τυχαία είναι αυτή η συμπαράσταση στους κουκουλοφόρους; Μήπως και η ίδια η «αριστερά» αδυνατεί να διατυπώσει συγκροτημένο πολιτικό λόγο; Μπορούν τα κόμματα της «αριστεράς» να διατυπώσουν θετικές προτάσεις και πειστικά επιχειρήματα; Διαθέτουν οραματική σκέψη; Μήπως έχουν περιοριστεί στο να παίζουν, με τη σειρά τους, το ρόλο των κουκουλοφόρων του κατεστημένου πολιτικού μας γίγνεσθαι, με τα άλλα κόμματα στο ρόλο των χωροφυλάκων; Κι εμάς τους υπόλοιπους απαθείς κομπάρσους;

Αριστερά στην Ελλάδα σημαίνει δεν μιλάμε και δεν οργανώνουμε διαδηλώσεις ενάντια στο νέφος ή στις βιομηχανίες που μολύνουν. Ενάντια στη διαφθορά, την αναξιοκρατία και την ανεργία. Ενάντια στο πολιτιστικό μας έλλειμμα, στο ότι μουσεία και βιβλιοπωλεία φυτοζωούν ενώ ανθούν σουβλατζίδικα και κομμωτήρια. Ενάντια στην ερήμωση και την εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου. Ενάντια στην άθλια κατάσταση των δρόμων, που κοστίζει τόσες ανθρώπινες ζωές σε δυστυχήματα και στα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, στα οποία ακόμα κι όταν δεν έχουν καταληφθεί από αυτοκίνητα, βαδίζουμε με δυσκολία. Ενάντια στην επέλαση της ακροδεξιάς, της ξενοφοβίας και του άκρατου εθνικισμού και την καθημερινή σκανδαλώδη προβολή τους από τηλεπαράθυρα που στάζουν μισαλλοδοξία και φανατισμό. Ενάντια σε μεσημεριανές εκπομπές, τηλεπαιχνίδια και σκανδαλοθηρικά έντυπα που αποχαυνώνουν ανελέητα τους νεοέλληνες. Ενάντια στο ναρκωτικό της ξέφρενης, μαζικής κατανάλωσης στο οποίο εθιστήκαμε, έχοντας σχεδόν μετατραπεί σε αυτοματοποιημένα ανθρωποειδή που καταναλώνουν νευρωτικά, αποκοιμούνται εμπρός στην τηλεόραση, αγχώνονται μήπως και τσαλακώσουν το καινούργιο τους αυτοκίνητο καβαλώντας πεζοδρόμια και «σερφάρουν» σε πορνοσελίδες του internet. Αλλά και ενάντια στους εμπόρους αυτού του ναρκωτικού που κατ’ ευφημισμό τους λέμε τράπεζες, οι οποίοι με διαρκώς «ευκολότερα» καταναλωτικά δάνεια και πιο «συμφέρουσες» πιστωτικές κάρτες φροντίζουν ώστε να μην ξεφύγουμε ποτέ από την εξάρτησή μας. Ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των ανθρώπων, που βρίσκουν καταφύγιο απ' όλα αυτά στα μαξιλάρια και τους καναπέδες τους. Ενάντια στην κατάντια της ελληνικής οικονομίας που παραμένει αγροτική και της επιστημονικής έρευνας, της διανόησης και της επιχειρηματικότητας που παραμένουν στάσιμες. Ενάντια στο ότι σήμερα μόλις το 6% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην Ελλάδα προέρχεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Δεν μιλάμε γι’ αυτά διότι τα θεωρούμε ίσως «μικροπροβλήματα» της καθημερινότητας. Αλλά και διότι μας απασχολούν άλλα, «μεγάλα» ζητήματα, όπως ο αντιαμερικανισμός μας και η συμπαράσταση στους κουκουλοφόρους και στους νέους με γερασμένες απόψεις, όπως οι φοιτητές που κοιτούν τα κατεστημένα τους συμφέροντα.

Αριστερά στην Ελλάδα σημαίνει ότι αν τολμήσει κανείς να εκφραστεί επικριτικά για τους «αδερφούς» μας Σέρβους ή τους «φίλους» Ρώσους, είναι φιλοαμερικανός. (Κι αν επιμένει, μάλλον θα ’ναι πράκτορας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.) Διότι δεν είμαστε μόνο «αριστεροί», αλλά και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αριστερά στην Ελλάδα σημαίνει ότι αν δεν είμαστε ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, είμαστε «δεξιοί» και υπέρ της πλουτοκρατίας. Ότι αν ενοχλούμαστε από τους κουκουλοφόρους και την καταστρεπτική κατάχρηση του πανεπιστημιακού ασύλου, είμαστε «συντηρητικοί». Ότι αν αντιμιλήσουμε στους φοιτητές που κοιτούν τη βολή τους, είμαστε όλα τα προαναφερθέντα. Ότι αν δεν είσαι μ’ εμάς, είσαι με τους άλλους. Να σας χαίρονται οι ψηφοφόροι σας, κυρίες και κύριοι της «αριστεράς».


12 Μαρ 2008

Ας μιμηθούμε την Πορτογαλία



Η τιμή του πετρελαίου αγγίζει αυτόν τον καιρό τα 110 δολάρια τα βαρέλι. Και η αύξηση αυτή του κόστους του πρώτου παγκοσμίως σε κατανάλωση ορυκτού καυσίμου, τα αποθέματα του οποίου εξαντλούνται, έχει επιπτώσεις που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, τόσο στην καθημερινότητά μας όσο και ευρύτερες. Καιρός λοιπόν να αρχίσουμε να γυρίζουμε την πλάτη στο πετρέλαιο. Αν το πράξουμε, θα φανούμε συνεπείς και ως προς τους σχετικούς ενεργειακούς στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον η ενίσχυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και η ταυτόχρονη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων συνιστά μια από τις βασικές προτεραιότητές της για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Για περιβαλλοντικούς, όσο και για οικονομικούς λόγους. Καλό θα ήταν λοιπόν να αρχίσουμε και στην Ελλάδα με μεγαλύτερη συνέπεια να στρεφόμαστε στις ΑΠΕ. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε η χώρα με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια στην Ευρώπη. Άρα, θα μπορούσαμε να κατέχουμε και την πρώτη θέση στην παραγωγή ενέργειας από φωτοβολταϊκά συστήματα - συστήματα δηλαδή που μετατρέπουν την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρική. Παρ’ όλα αυτά, η παραγωγή ενέργειας από τον ήλιο παραμένει σε πολύ χαμηλά ποσοστά στη χώρα μας και βρισκόμαστε πολύ πίσω από χώρες με πολύ μικρότερη ηλιοφάνεια, όπως η Γερμανία και η Αυστρία. Όμως, πέραν της ηλιακής ενέργειας, τόσο η αιολική ενέργεια όσο και η γεωθερμική – δηλαδή η θερμική ενέργεια που προέρχεται από το εσωτερικό της γης και εμφανίζεται με τη μορφή θερμού νερού ή ατμού - θα μπορούσαν τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα πολλά νησιά μας, να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας σε τεράστιες ποσότητες. Αν αυτά φαίνονται δύσκολα ή ανεφάρμοστα, για κάποιους δεν ήταν και τόσο. Μια χώρα συγκρίσιμη με την Ελλάδα σε έκταση, πληθυσμό και κλιματολογικές συνθήκες, η οποία βρέχεται επίσης από θάλασσα, σήμερα ανήκει στους πρωτοπόρους στις ΑΠΕ. Μιλάω για την Πορτογαλία, που έθεσε και επιτυγχάνει υψηλούς ενεργειακούς στόχους. Οι Πορτογάλοι στοχεύουν να παράγουν το 45% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στη χώρα τους από ΑΠΕ ως το 2010. Ήδη, το 40,7% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, ενώ αυτόν τον καιρό αρχίζει να λειτουργεί στην Πορτογαλία και ο μεγαλύτερος σταθμός ηλιακής ενέργειας στον κόσμο. Ο υπουργός Οικονομίας και Καινοτομιών της Πορτογαλίας δήλωσε μάλιστα ότι ως το 2020 το ποσοστό που προανέφερα θα βρίσκεται μεταξύ 55% και 60%. Αυτά βέβαια ανήκουν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας για τη χώρα μας, που παραμένει «κολλημένη» με το πετρέλαιο και τον λιγνίτη. Σήμερα, μόλις το 6% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην Ελλάδα προέρχεται από ΑΠΕ. Συνεπώς, ο στόχος του 20% που έχει θέσει η ΕΕ ως το 2010 φαντάζει τουλάχιστον μακρινός.

11 Μαρ 2008

Το σπαθί μου, Ειρήνη!

To Κέντρο Πολιτισμού Δήμου Θεσσαλονίκης εγκαινιάστηκε, όπως φαίνεται και στη φωτογραφία που ακολουθεί, από τον δήμαρχο της πόλης πριν από δυόμισι περίπου χρόνια, των Οκτώβριο του 2006.




Βρίσκεται στην Τούμπα, δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Βλέποντάς τα και τα δυο μαζί, απ' τη μια το κτίριο αυτό κι απ' την άλλη το γήπεδο, σχηματίζεται η εικόνα μιας κάποιας αντίθεσης: πολιτισμός απ’ τη μια, ποδόσφαιρο απ’ την άλλη. Οι αντιθέσεις όμως δεν σταματούν εκεί. Ενώ το γήπεδο μια ή δυο φορές κάθε εβδομάδα γεμίζει ανθρώπους, κυρίως νέους που συρρέουν εκεί κατά χιλιάδες για να παρακολουθήσουν τους αγώνες της ομάδας τους, το Κέντρο Πολιτισμού παραμένει νεκρό. Περνάω σχεδόν καθημερινά απ’ έξω κι αντικρίζω ό, τι βλέπετε στην ακόλουθη φωτογραφία. Ένα κτίριο χωρίς ανθρώπους. 




Ένα οικοδόμημα που δε δίνει σημεία ζωής και που μοιάζει κλειστό. Ας μη γελιέμαι όμως, διότι ζωή υπάρχει γύρω του. Ιδίως κάθε Τετάρτη, που στήνονται οι πάγκοι της λαϊκής αγοράς της περιοχής, γεμίζουν τα πεζοδρόμια πέριξ του κτιρίου από μικροπωλητές που απλώνουν τις πραμάτειες τους – ρούχα, μικροαντικείμενα, κάθε λογής αγαθά – και ανθρώπους που χαζεύουν ή αγοράζουν. Αυτό κρατά μέχρι το μεσημέρι, όταν αρχίζουν σιγά-σιγά να μαζεύονται οι πάγκοι και ν' αραιώνουν οι άνθρωποι. Ώσπου μένουν μόνον τα άφθονα, κάθε λογής σκουπίδια που άφησαν να τους πέσουν. Μέχρι την επόμενη Τετάρτη. Η περίπτωση αυτού του κτιρίου μου αφήνει την εντύπωση ότι είτε αυτή η πόλη δεν έχει πλέον πολιτισμό – ενδεχόμενο σκανδαλώδες και ασύλληπτο για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο – ή αν έχει ότι το εν λόγω κτίριο για κάποιον λόγο δεν κατάφερε να αντιπροσωπεύσει αυτόν τον πολιτισμό και να τον στεγάσει. Ή αν τον στέγασε, δεν κατάφερε να τραβήξει την προσοχή και το ενδιαφέρον των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης. Αυτό το μοναχικό κτίριο, που μοιάζει σαν κάποιο γιγάντιο χέρι να το απόθεσε εκεί παρατώντας το ορφανό, χωρίς να νοιαστεί έκτοτε για την τύχη του, μου αφήνει, κάθε φορά που διασχίζω την οδό Γρηγορίου Λαμπράκη επί της οποίας βρίσκεται, μια απορία, ανάμικτη με μελαγχολία. Απορία για πως και γιατί στήθηκε εκεί, μένοντας έρημο κι εγκαταλειμμένο από τα εγκαίνια και ύστερα. Μνημείο σ’ έναν ανύπαρκτο πολιτισμό ή στην χρόνια αδιαφορία κάποιων απέναντι στον πολιτισμό της δεύτερης σε μέγεθος πόλης της Ελλάδας. Μιας πόλης που υπήρξε πατρίδα μεγάλων λογοτεχνών, καλλιτεχνών και δημιουργών κάθε είδους. Αλλά και μελαγχολία, διότι αυτό το δίχως ζωή, απονεκρωμένο και απονευρωμένο κτίριο λέγεται «Κέντρο Πολιτισμού».


 

H περίπτωσή του μου θύμισε λιγάκι την αξέχαστη ταινία Ένας ήρως με παντούφλες, με το Βασίλη Λογοθετίδη να παίζει το στρατηγό Λάμπρο Δεκαβάλα, που του στήνουν άγαλμα. Το οποίο, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων δεν στήθηκε για να τον τιμήσουν. (Άλλωστε, όπως λέγεται και στην ταινία, ήρωες και ελιές θρούμπες έβγαζε ανέκαθεν σε αφθονία αυτός ο τόπος.) Αλλά για να κατασπαραχθούν κονδύλια και να «φάνε» κάποιοι ημέτεροι.

6 Μαρ 2008

Συλλαλητήρια



Αν δεν κάνω λάθος έχουν οργανωθεί για σήμερα δυο συλλαλητήρια στη Θεσσαλονίκη για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Με αφορμή λοιπόν αυτές τις δυο εκδηλώσεις, αναρωτήθηκα πότε ήταν η τελευταία φορά που οργανώθηκε ένα συλλαλητήριο ενάντια στο νέφος ή στις βιομηχανίες που μολύνουν. Ενάντια στη διαφθορά, την αναξιοκρατία και την ανεργία. Αναρωτήθηκα πότε μας ανησύχησε το πολιτιστικό μας έλλειμμα, το ότι μουσεία και βιβλιοπωλεία φυτοζωούν ενώ ανθούν σουβλατζίδικα και κομμωτήρια. Προσπάθησα να θυμηθώ πότε οργανώθηκε η τελευταία διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην ερήμωση και την εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου. Ή ως οδηγοί πότε διαμαρτυρηθήκαμε για την άθλια κατάσταση των δρόμων, που κοστίζει τόσες ανθρώπινες ζωές σε δυστυχήματα και ως πεζοί για τα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, στα οποία ακόμα κι όταν δεν έχουν καταληφθεί από αυτοκίνητα, βαδίζουμε με δυσκολία. Πότε έγινε η τελευταία διαδήλωση ενάντια στην επέλαση της ακροδεξιάς, της ξενοφοβίας και του άκρατου εθνικισμού και την καθημερινή σκανδαλώδη προβολή τους από τηλεπαράθυρα που στάζουν μισαλλοδοξία και φανατισμό. Ενάντια σε μεσημεριανές εκπομπές, τηλεπαιχνίδια και σκανδαλοθηρικά έντυπα που μας αποχαυνώνουν ανελέητα. Έσκασα, αλλά δεν κατάφερα να θυμηθώ πότε διαμαρτυρηθήκαμε ενάντια στο ναρκωτικό της ξέφρενης, μαζικής κατανάλωσης στο οποίο εθιστήκαμε οι Έλληνες, έχοντας σχεδόν μετατραπεί σε αυτοματοποιημένα ανθρωποειδή που καταναλώνουν νευρωτικά, αποκοιμούνται εμπρός στην τηλεόραση, αγχώνονται μήπως και τσαλακώσουν το καινούργιο τους αυτοκίνητο καβαλώντας πεζοδρόμια και «σερφάρουν» σε πορνοσελίδες του internet. Ακόμα, προσπάθησα να θυμηθώ πότε ήταν που διαμαρτυρηθήκαμε ενάντια στους εμπόρους αυτού του ναρκωτικού που κατ’ ευφημισμό τους λέμε τράπεζες, οι οποίοι με διαρκώς «ευκολότερα» καταναλωτικά δάνεια και πιο «συμφέρουσες» πιστωτικές κάρτες φροντίζουν ώστε να μην ξεφύγουμε ποτέ από την εξάρτησή μας. Πότε μας προβλημάτισε η αμερικανοποίηση της νέας γενιάς μας που αναφωνεί «ουάου» χαρούμενη και η ιδιωτικοποίηση των ανθρώπων, που βρίσκουν καταφύγιο απ' όλα αυτά στα μαξιλάρια και τους καναπέδες τους. Πότε βγήκαμε στους δρόμους για την κατάντια της ελληνικής οικονομίας που παραμένει αγροτική και της επιστημονικής έρευνας, της διανόησης και της επιχειρηματικότητας που παραμένουν στάσιμες. Όσο για το... μήλον της Έριδος; Δυο αχαΐρευτοι λαοί, έλεγε ο Βασίλης Ραφαηλίδης, μη έχοντας επιτεύγματα - επιστημονικά, τεχνολογικά, πολιτιστικά - του παρόντος να επιδείξουν, τσακώνονται για τα ένδοξα τοπωνύμια του παρελθόντος, στη μαύρη αγορά των ονομάτων. Οι γείτονες θέλουν το όνομα για τους ίδιους, θλιβερούς λόγους που εμείς δεν τους το δίνουμε. Διότι δεν έχουν τίποτα άλλο στο οποίο να επενδύσουν. Τίποτα άλλο για το οποίο να παινευτούν και να τους ξεσηκώσει, πλην του «ένδοξου» παρελθόντος. Φοβάμαι κι εμείς το ίδιο.

2 Μαρ 2008

Η εποχή των εικόνων



There’s no business like show business: πρώτοι ίσως, γύρω στα μέσα του περασμένου αιώνα είδαν πόση αλήθεια έκρυβε και κρύβει αυτή η ρήση, δυο Γερμανοί διανοητές, οι Theodor Adorno και Max Horkheimer. Αναφέρθηκαν προφητικά στη βιομηχανία του θεάματος που είχε ήδη, στη δεκαετία του '40, αποδειχτεί αποδοτικότατο και άρα αναγκαίο εξάρτημα χειραγώγησης των μαζών. Πριν απ’ αυτούς, είχε πει ο Μαρξ ότι η ιστορία συνήθως επαναλαμβάνεται δυο φορές, την πρώτη ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα. Έτσι, θα έλεγα ότι και στον σύγχρονο, εικονικό πολιτισμό μας ό,τι βιώσαμε σήμερα ως τραγωδία θα το δούμε αύριο ξαπλωμένοι στους καναπέδες μας ως φάρσα, ως ένα ακόμη show – αρκετές φορές με τη μορφή τηλεοπτικής «είδησης» – στην τηλεόραση. Και όπως συνήθως συμβαίνει με τις φάρσες θα γελάσουμε, θα ξεχαστούμε λιγάκι αλλά δύσκολα θα προβληματιστούμε. Απλώς θα ζήσουμε μερικές στιγμές ανέμελης λήθης και χαλάρωσης. Επίσης τον περασμένο αιώνα στη Γαλλία, ο Guy Debord μίλησε για τις «κοινωνίες του θεάματος», στις οποίες κυριαρχούν η εικόνα και το φαίνεσθαι και ο Jean Baudrilliard αναφέρθηκε στην κυριαρχία, στη σύγχρονη εποχή, του αντίγραφου και της μίμησης σε βάρος του κάθε φορά πρωτότυπου. Έφτασε μάλιστα να πει ότι πραγματικό πλέον δεν υπάρχει, εφόσον επικράτησαν τελειωτικά τα πιστά του αντίγραφα, σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δράσης. Εικονική είναι αναμφίβολα η σημερινή Δύση και εικονικός ο ίδιος μας ο πολιτισμός, υπό την έννοια ότι η πρωτοκαθεδρία δεν ανήκει στον εικονογράφο άνθρωπο, αλλά στην ίδια την εικόνα. Αν βρίσκονταν και σήμερα, όπως στο Βυζάντιο αντιμέτωποι εικονολάτρες με εικονομάχους η επικράτηση των πρώτων θα ήταν νομίζω εξασφαλισμένη. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει εθιστεί στο να ζει μέσα από τα μέσα που αναπαράγουν και προβάλλουν εικόνες. Όπως η τηλεόραση, που αντιπροσωπεύει νομίζω των κυρίαρχο της εποχής των εικόνων μια και σε αντίθεση με άλλα μέσα – εφημερίδες, περιοδικά, internet – γεννήθηκε ακριβώς προκειμένου να εικονογραφήσει τις ζωές μας και να μας τις παρουσιάσει ως εικονογραφημένο show. Οι σύγχρονοι εικονολάτρες θα επικρατούσαν σε μια νοητή αντιπαράθεση γύρω από τις τηλεοπτικές και άλλες εικόνες διότι στη διαμάχη αυτή δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο όσα απεικονίζουν οι εικόνες. Πλέον οι ίδιες οι εικόνες έχουν αγιοποιηθεί και λατρεύονται, ανεξαρτήτως του τι απεικονίζουν. Ακόμα και τα γραπτά στις παλιότερες αλλά και τις νέες μορφές τους, όπως οι αναρτήσεις στα blogs, φοβάμαι – όσο ανοίκειο κι αν ακούγεται αυτό – ότι ως εικόνα γίνονται αντιληπτά. Δύσκολα δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος, του οποίου τα οπτικά νεύρα έχουν εθιστεί στο να ερεθίζονται βλέποντας δεκάδες, εκατοντάδες εικόνες καθημερινά, μπορεί νομίζω να βυθιστεί σε ένα μυθιστόρημα. Κι εξίσου δύσκολα αντιλαμβάνεται τα βαθύτερα νοήματα και τις λεπτότερες πτυχές όσων λέγονται σε μια ανάρτηση. Την οποία θα αντιληφθεί πρωτίστως ως εικόνα και δευτερευόντως ως γραπτό ερέθισμα προς σκέψη. Κάθε ανάρτηση συνεπώς παλεύει, νομίζω, να φέρει ξανά τον γραπτό λόγο στο προσκήνιο και να αποκαταστήσει το χαμένο κύρος του ως οπτικό και διανοητικό ερέθισμα. Το αν θα τα καταφέρει στο χέρι μας βρίσκεται και για την ακρίβεια, στα πληκτρολόγιά μας.