28 Οκτ 2012

Για τη σύλληψη Βαξεβάνη. Ψύχραιμα.

Τη στιγμή που όλοι χάνουν την ψυχραιμία τους είναι μεγάλη η πρόκληση να προσπαθήσεις να κρατήσεις τη δική σου. Και να μην παρασυρθείς με το ρεύμα. Σήμερα ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης συνελήφθη βάσει του νόμου περί προσωπικών δεδομένων για τη δημοσιοποίηση της «λίστας Λαγκάρντ». Φρόντισε ο ίδιος να ανακοινώσει τη σύλληψή του μέσω του Twitter, λέγοντας: «Μπαίνουν στο σπίτι με εισαγγελέα τώρα. Με συλλαμβάνουν. Διαδώστε.» Ταυτόχρονα δήλωνε σε ραδιοφωνικό σταθμό: «την 28η Οκτωβρίου μπούκαραν σαν ταγματασφαλίτες, το 2012, για να με συλλάβουν, το δημοσιογράφο που αποκαλύπτει την αλήθεια.»

Να πω καταρχάς ότι βρίσκω τουλάχιστον επιπόλαιη και λαϊκιστική όλη αυτή την κατοχική φρασεολογία που υιοθέτησε ο δημοσιογράφος και που έχει επικρατήσει τελευταία, με «δοσίλογους», «γερμανοτσολιάδες», «ταγματασφαλίτες» και άλλες σκοτεινές μορφές της νεοελληνικής ιστορίας να παρελαύνουν και να χρησιμοποιούνται απερίσκεπτα και ανέξοδα, με την παραμικρή σχεδόν αφορμή. Προκαλώντας ένα κλίμα πώρωσης και φανατισμού που δεν νομίζω ότι εξυπηρετεί κανέναν και τίποτα, πέραν όσων θα ήθελαν να συντηρείται ένα τέτοιο κλίμα για τους δικούς τους λόγους και σκοπούς.
 
Εν συνεχεία: αυτή η λίστα δόθηκε στον τότε υπουργό Οικονομικών για να βοηθήσει στο έργο της φορολόγησης αυτών ή άλλων προσώπων, από τη στιγμή που μπορεί να θεωρήθηκε ότι έστελναν μεγάλα χρηματικά ποσά στην Ελβετία ή αλλού προκειμένου να μη φορολογηθούν επί των πραγματικών τους εισοδημάτων. Αν τώρα ο υπουργός, το ΣΔΟΕ, ή όποιοι αρμόδιοι έπεσε στα χέρια τους αυτή τη λίστα δεν την εκμεταλλεύτηκαν όπως έπρεπε, είναι ένα ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί την ελληνική Βουλή ή την ελληνική Δικαιοσύνη, εφόσον κάτι τέτοιο χρειαστεί. Ενδεχομένως και τα ΜΜΕ όσον αφορά στην αμέλεια εκ μέρους των υπευθύνων αν υπήρξε, αλλά όχι για να φέρουν στο επίκεντρο της προσοχής και να δακτυλοδείξουν τους «κλέφτες» ή «προδότες του έθνους» που θεωρείται ότι κρύβονται στη λίστα - γιατί κάπως έτσι παρουσιάστηκε - και την υπονοούμενη διαπλοκή τους με τους πολιτικούς που την είχαν στα χέρια τους.
 
Δεν είναι, νομίζω, παράνομο να μετακινεί κανείς τα χρήματά του όπου και όπως νομίζει, από μια χώρα σε άλλη. Ομολογώ ανερυθρίαστα ότι και εγώ, αν είχα κάποια χρήματα στην τράπεζα, θα τα είχα στείλει στο εξωτερικό υπό τις παρούσες συνθήκες. Ούτε τον καθιστά αυτό κλέφτη ή προδότη. Οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί τόσος θόρυβος και προς τι οι δραματικοί τόνοι. Μπορούν βεβαίως όλα αυτά να εξηγηθούν στα πλαίσια της κορύφωσης ενός ιδιόμορφου «επαναστατικού» πυρετού και φανατισμού που κυριαρχεί εδώ και κάποιο καιρό, στα πλαίσια του οποίου αναζητούνται αγωνιωδώς ένοχοι, προδότες, κλέφτες για να σταλούν στην γκιλοτίνα. Λες και αυτό θα έλυνε τίποτα. Ή αντί να κοιτάμε τι μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι οι πολίτες για να γυρίσουμε σελίδα στη χώρα μας. Η κατάσταση θυμίζει λίγο Γαλλική Επανάσταση μόνο που πήγαμε, οι Έλληνες, απευθείας στη φάση της «Τρομοκρατίας» και του διψασμένου για αίμα αγράμματου όχλου που την ακολούθησε, χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως επανάσταση.
 
Εν τέλει: μπράβο στον Κώστα Βαξεβάνη που έβγαλε στη δημοσιότητα μια λίστα με νοικοκυρές, κοσμηματοπώλες, εφοπλιστές που έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι τα είχαμε επίσης βγάλει από τις τράπεζες αλλά τα κρύβαμε σπίτια μας, υπό το φόβο της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος. Μπράβο του, εφόσον θεώρησε ότι αυτή του η πράξη χαστουκίζει ένα διεφθαρμένο κράτος και φορολογικό σύστημα κατάμουτρα, πράγμα που προσωπικά δεν συμμερίζομαι σαν άποψη. Ή ότι αποκαλύπτει ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί μεροληπτικά, συλλαμβάνοντας τον ίδιο για παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων ενώ αφήνει ελεύθερους κάποιους άλλους που ο ίδιος «αποκαλύπτει». Συμπέρασμα που ούτε αυτό συμμερίζομαι, μια και πιστεύω ότι με το να παραβαίνεις τον νόμο και να συλλαμβάνεσαι, δεν κάνεις τίποτα παραπάνω από αυτό, ακόμα και σε μια εποχή κοινωνικοπολιτικής κρίσης. Γι’ αυτό και δεν τον θεωρώ ήρωα, όπως φαίνεται να κάνουν πολλοί άλλοι, ούτε με συγκινεί το είδος «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας που υπηρετεί, απέναντι στην οποία, από εποχής Τριανταφυλλόπουλου, παραμένω εξαιρετικά καχύποπτος. Μιας δημοσιογραφίας, η οποία παίζει το παιχνίδι της στο γήπεδο του λαϊκισμού, των υψηλών, «επαναστατικών» τόνων, των «ταγματασφαλιτών» και των «διαδώστε». Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω.

26 Οκτ 2012

Eπετειακόν

Λόγω των ημερών έκανα μια μικρή, διαδικτυακή έρευνα για τον Ιωάννη Μεταξά, φτάνοντας μέχρι το site γύρω από το πρόσωπό του που έφτιαξε η 73χρονη σήμερα εγγονή του, για να μάθω λίγο καλύτερα τον κύριο "Όχι". Είδα πολλά, πράγματα που δεν γνώριζα, άλλα που γνώριζα αλλά είχα ξεχάσει και αρκετά, που είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον τόσο ως προς τον ίδιο όσο και ως προς την εποχή. Κυρίως όμως εξεπλάγην δυσάρεστα. Από την παιδεία του, που χαρακτήριζε άλλωστε αρκετούς Έλληνες πολιτικούς μέχρι περίπου και τη δεκαετία του '80, που άρχισε να ξεφτίζει το πράγμα. Κάπου εκεί ήταν που μπήκαμε στην ασυνάρτητη εποχή μας, που ζητήματα παιδείας και πολιτισμού δεν βρίσκονται στην κορυφή της λίστας - περισσότερο βρίσκουμε εκεί άλλες λίστες, όπως τη "λίστα Λαγκάρντ", δείγματα του πόσο χαμηλά έχει πέσει η δημόσια μας ζωή. Πλέον οι αντιπαραθέσεις μεταξύ πολιτικών αντιπάλων γίνονται ακολουθώντας τους νόμους της ζούγκλας, με βρυχηθμούς, γρυλίσματα, απειλές και χειρονομίες. Και με όρους ανθρωποφαγίας και αλληλοεξόντωσης, ακόμα και "δι' ασήμαντον αφορμήν".

Λέω ότι εξεπλάγην δυσάρεστα γιατί είδα ότι ένας δικτάτορας, που επί των ημερών του γίνονταν βασανιστήρια και στέλνονταν σε εξορίες οι ανεπιθύμητοι, ήταν πιο πολιτισμένος και καλλιεργημένος από τους σημερινούς δημοκράτες πολιτικούς: από τον πρόεδρο της Βουλής που βγάζει πρώτα τα παντελόνια του όταν ξεντύνεται μέχρι τον επιχειρηματία πρώην υπουργό Οικονομικών κύριο Παπακωνσταντίνου που έλεγε προχθές, με καμάρι, ότι βγήκε από την πολιτική φτωχότερος απ' ό, τι μπήκε σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα, αυτό το απολύτως αυτονόητο άλλων εποχών. Από τον Ευάγγελο Βενιζέλο που σαρκάζει και κοχλάζει με ασυγκράτητο, τυφλό θυμό όταν του αντιμιλάνε μέχρι τον κυβερνητικό μας εκπρόσωπο και πρώην δημοσιογράφο του ΤΕMPO TV κύριο Σίμο Κεδίκογλου, που σε τηλεοπτικό στρογγυλό τραπέζι περιέγραφε, περιχαρής για την ανακάλυψή του και τη ρητορική του δεινότητα, τη βία της Χρυσής Αυγής ως "πολιτική βία που πρέπει όλοι απερίφραστα να καταδικάσουμε".

Δυστυχώς ο έρωτας, ο βήχας και η έλλειψη πολιτισμού δεν κρύβονται. Ιδίως όταν γίνονται, έστω στιγμιαία, έστω πρόχειρα και "επετειακά", καταθλιπτικές συγκρίσεις με άλλες εποχές, όχι τόσο μακρινές χρονικά αλλά πολύ μακρινές πνευματικά, ηθικά, από τη σημερινή. Ας γίνει αυτή η επέτειος του "Όχι" η απαρχή ενός νέου, μεγάλου "Όχι" στη συνέχιση της κατρακύλας. Και ας μην μας έχει στείλει ακόμα κάποιο τελεσίγραφο, ζητώντας την πλήρη παράδοσή μας.

18 Οκτ 2012

Τα χρόνια της Ομόνοιας

Ναι, σαν σήμερα ήταν. Που ξεκίνησε η χρυσή εποποιία του ΠΑΣΟΚ. Θυμάμαι ακόμα, σα να μην πέρασαν από τότε τριάντα και χρόνια, κάτι φωσφορούχα πράσινα, έντονα πράσινα, βραχιολάκια και κολιεδάκια, που πουλούσαν πλανόδιοι σ’ εμάς, τα παιδιά, για να μη μείνουμε εκτός κλίματος, έξω απ’ τους πανηγυρισμούς. Γιατί οι πανηγυρισμοί ήταν ατελείωτοι. Άνθρωποι που ζούσαν επιτέλους το όνειρο της κατάργησης της δεξιοκρατίας, που για πρώτη φορά στη ζωή τους γεύονταν μια πρωτόγνωρη ελευθερία κοινωνικών φρονημάτων. Η χώρα είχε, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική της ιστορία, μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Και μάλιστα με το έμπα της δεκαετίας του ’80, μιας δεκαετίας αφθονίας και ευημερίας, μιας δεκαετίας της Ομόνοιας. Γιατί ήταν συχνοί οι πανηγυρισμοί στην ιστορική πλατεία, εκείνα τα χορταστικά σε συγκινήσεις χρόνια. Το ’81, το ’85 που ξαναβγήκε το ΠΑΣΟΚ – αν και θυμάμαι ο πατέρας μου, που μάλλον κάτι περισσότερο ήξερε από μένα, δεν ήθελε να ξαναπάμε όμως εγώ, που με τίποτα δεν θα έχανα το πανηγύρι επέμενα – , το ’87 που η εθνική μπάσκετ πήρε το πανευρωπαϊκό. Εποχές που κατεβαίνοντας να γιορτάσεις στην Ομόνοια συναντούσες φίλους και γνωστούς και γινόσασταν όλοι μια μεγάλη, πανηγυρίζουσα παρέα. Είτε η Αθήνα ήταν τότε πιο μικρή, είτε ο κοσμάκης πιο ενθουσιώδης. Ή απλώς όλοι ήμασταν κάπως πιο αφελείς. Και έτοιμοι. Για όλα. Χωρίς αναστολές ή περιττές ντροπές. Γιατί με μια σοσιαλιστική κυβέρνηση να κρατάει τα ιδεολογικά μπόσικα μπορούσες, άνευ τύψεων και δεύτερων σκέψεων, να αφεθείς στις πιο χαμηλές, τις πιο ανόητές σου επιθυμίες και να αφοσιωθείς, ψυχή τε και σώματι, στο κυνήγι τους. Γι’ αυτό και η Ελλάδα έμοιαζε ένα μεγάλο, ανεκμετάλλευτο, παρθένο λούνα παρκ που έμενε κλειδωμένο μέχρι εκείνη την αξέχαστη μέρα του Οκτώβρη του ’81 που ήρθε ο Αντρέας, με τα μαγικά κλειδιά της Αλλαγής, και το άνοιξε. Κι εκεί να ήσουν από μια μεριά να έβλεπες τι έγινε. Μικροί μεγάλοι ξεχυθήκαμε να γευτούμε όσα μέχρι τότε είχαμε ή νομίζαμε ότι είχαμε στερηθεί. Ήταν η δεκαετία που στη γειτονιά άνοιγαν τα πρώτα φαστφουντάδικα, που μαγευόμασταν από τις ταινίες του Σπίλμπεργκ αλλά και από τις μεγάλες σοσιαλιστικές μορφές του ΠΑΣΟΚ όπως η «Μελίνα» που λατρεύονταν παλλαϊκά, εκφράζοντας, ενσαρκώνοντας το αστείρευτο μεγαλείο της μοναδικής ελληνικής ψυχής που ανέτειλε μέσα από τα πλαστικά σημαιάκια και τους θούριους. Ναι, τότε τέθηκαν οι στέρεες βάσεις, μπήκαν τα απαραίτητα θεμέλια για όσα θα ακολουθούσαν. Και όταν με το έβγα της μεθυστικής αυτής δεκαετίας μας ήρθε το «βρώμικο ‘89» και αποκαλύψεις για σκάνδαλα, αμέτρητα σκάνδαλα, μας προέκυψε η Μιμή και τα γυμνά πρωτοσέλιδα της Αυριανής, ο Κοσκωτάς, η ιδιωτική τηλεόραση, η πτώση του Τείχους και το λιώσιμο των πάγων μεταξύ «Αριστεράς» και «Δεξιάς», τα πράγματα έμπαιναν σε μια σειρά, όπως περίπου την ξέρετε και σήμερα. Και βέβαια, με τα χρόνια, το λούνα παρκ ρήμαξε. Αλλά ακόμα το χαιρόμαστε, σαν να ’ναι η πρώτη μέρα.  

12 Οκτ 2012

Στο χυτήριο του μέλλοντός μας

Πρέπει να ήταν φθινόπωρο του 1988, που είχαμε πάει με ένα φίλο μου να δούμε τον "Τελευταίο Πειρασμό" στο Ετουάλ, στην Καλλιθέα. Απ' έξω χαμός, "θεούσοι" και "θεούσες" κραδαίνοντας σταυρούς διαμαρτύρονταν ούτε μας ενδιέφερε για τι. Η διαφήμιση που της είχαν κάνει της ταινίας ήταν τέτοια, που τρελαμένοι από λαχτάρα να τη δούμε, στριμωχτήκαμε στα πλήθη περιμένοντας να βρούμε μια θέση στον ήλιο, ή μάλλον στο σκοτάδι της αίθουσας προβολής για να δούμε, να μη μείνουμε, βρε αδερφέ, έξω απ’ το πανηγύρι. Γιατί πανηγύρι ήταν αυτό που είχε στηθεί έξω απ’ το σινεμά, ένα παραθρησκευτικό πανηγύρι σαν αυτά τα καλοκαιρινά που πάει κανείς να αγοράσει φτηνά βρακιά, να φάει χαλβά Φαρσάλων, να χαζέψει το πήγαινε-έλα του ιδρωμένου κοσμάκη. Τελικά, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε τα δυο τελευταία καθίσματα της αίθουσας, ακριανά στην πρώτη σειρά. Τι θυμάμαι; Περάσαμε δυο ώρες με τα κεφάλια πίσω κοιτώντας σχεδόν τον ουρανό για να βλέπουμε, μια και η οθόνη τεράστια και η απόστασή μας απ’ αυτή, μηδενική. Για την ταινία, δεν έχω άποψη, δεν τη θυμάμαι. Δεν έχει και σημασία, εδώ που τα λέμε. Ο Χριστός και τα θεία πάθη υπήρξαν πηγή έμπνευσης για αμέτρητους συγγραφείς και καλλιτέχνες στην ανθρώπινη ιστορία, «αιρετικούς» ή μη.

Παρομοίως, δεν έχω άποψη για τη θεατρική παράσταση που ανεβάζει ο εξαίρετος θεατρικός ηθοποιός Λαέρτης Βασιλείου στο θέατρο Χυτήριο. Όχι μόνο επειδή δεν την έχω δει, αλλά δεν ξέρω καν το στόρι. Ξέρω μόνο ότι αναβλήθηκε λέει η πρεμιέρα της επειδή κάποιοι «θεούσοι» και «θεούσες» διαμαρτύρονταν έξω απ’ το θέατρο επειδή θίγονταν τα χριστιανικά τους ιδεώδη. Και εδώ βλέπω, μέσα σ' όλες τις κραυγαλέες ομοιότητες, μια κεφαλαιώδη διαφορά με το 1988. Τότε, η ταινία προβαλλόταν κανονικά, έκανε μάλιστα λόγω της διαφήμισης που έλεγα τεράστιες εισπράξεις. Παρά τις διαμαρτυρίες. Τώρα, η παράσταση ακυρώθηκε. Σήμερα,σε αντίθεση με τότε, οι «πιστοί» έχουν στο πλευρό τους έναν μικρό στρατό από «φουσκωτούς» που αναλαμβάνουν το πιο «δυναμικό» κομμάτι της διαμαρτυρίας. Μιλάω βέβαια για τους βουλευτές (!) και άλλα μέλη της Χρυσής Αυγής, μιας ακραίας, παραπολιτικής οργάνωσης, που κατάφερε να εκπροσωπείται στο ελληνικό Κοινοβούλιο και να παρεμβαίνει «δυναμικά», όπως λένε οι ίδιοι, σε περιπτώσεις που «προσβάλλεται το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων» – πάλι όπως λένε οι ίδιοι.

Από το 1988 έχουν περάσει – καθίστε να μετρήσω – 24 χρόνια. Είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ένα παιδί που θα είχε γεννηθεί τότε, σήμερα μπορεί να εργάζεται, να κάνει ένα μεταπτυχιακό, να υπηρετεί τη θητεία του, χίλια δυο. Και όμως, έχω την εντύπωση ότι ζούμε όχι στο 2012 αλλά πολύ πριν ακόμα και από το 1988, ότι έχουμε επιστρέψει σε χρόνια που φοβόσουν να μιλήσεις ανοιχτά για όσα έπρεπε κανείς να μιλήσει ανοιχτά, που δεν ήξερες πώς και από πού θα σου έρθει η επόμενη «ρουκέτα» μισαλλοδοξίας και φανατισμού και με ποιον τρόπο να προφυλαχθείς, χωρίς ο ίδιος να έχεις κάνει κάτι. Εποχές εμφυλίου, ή μετεμφυλιακές. Εποχές δικτατορίας, που ο πατέρας μου έπρεπε, στο δρόμο για τη δουλειά του, να κρατάει την εφημερίδα διπλωμένη προς τα μέσα, για να μη φαίνεται ο τίτλος. Η πρεμιέρα της ταινίας αναβλήθηκε για απόψε, στις 11 το βράδυ. Από τις 6 το απόγευμα, λέει, θα πάνε απ' έξω από το θέατρο καλλιτεχνικά σωματεία για να την περιφρουρήσουν. Όχι οι απλοί πολίτες. Δεν είναι ότι φοβούνται, όπως τότε στη δικτατορία. Απλά θα περιμένουν μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης ή του κομπιούτερ τους να δουν τι θα γίνει. Γιατί δεν έχουμε δικτατορία, αλλά δημοκρατία. Αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Όπερ σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να παλέψεις για τίποτα, να διεκδικήσεις τίποτα, να υψώσεις το ανάστημά σου απέναντι σε ό, τι σε προσβάλλει. Όλα τα κάνουν κάποιοι άλλοι, που σε αντιπροσωπεύουν. Ιδίως στα δύσκολα. Σε σημείο οι μόνοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι που θα βρεθούν εκεί απόψε να είναι αυτοί της Χρυσής Αυγής. Και οι μόνοι απλοί πολίτες κάποιοι που θα ψάλλουν «Τη Υπερμάχω».

11 Οκτ 2012

Μια "εύκολη και γρήγορη"... ραπτομηχανή



Ιδού και μια διαφήμιση ραπτομηχανής (!) με σαφή σεξουαλικά υπονοούμενα. Μια «προκλητική» γυναίκα πλησιάζει αινιγματικά και γονατίζει μπροστά σε έναν άνδρα συνάδελφό της. Όποιος παρακολουθεί ωθείται να φανταστεί, από το βλέμμα της γυναίκας, το ύφος του άνδρα και το όλο σκηνικό, ότι θα του κατεβάσει το φερμουάρ του παντελονιού και θα ακολουθήσoυν τα σχετικά. Όμως αυτή εν τέλει του φτιάχνει το στρίφωμα του παντελονιού, εκστομίζοντας την πολυσήμαντη ατάκα «σ' έφτιαξα για τώρα... αλλά πρέπει να το τελειώσουμε στο σπίτι μου...».

Οι διαφημίσεις προδίδουν νομίζω πολλά για το που βρίσκεται και πώς πορεύεται - ή πώς θέλει να πορευτεί - μια κοινωνία. Αποκαλύπτουν τις πιο μύχιες σκέψεις και ανάγκες της, τα «θέλω» και τα «πρέπει» της. Και αυτό γιατί κάθε διαφήμιση είναι προσεκτικά, με χειρουργική ακρίβεια δημιουργημένη και μελετημένη, ώστε  να «κερδίσει» όσο το δυνατόν ταχύτερα το κοινό της, να πουλήσει το προϊόν της όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά και αβίαστα.

Δεν ήμουν ποτέ «πουριτανός» ούτε σεμνότυφος αλλά θεωρώ ότι ζούμε μια πρωτοφανή, άνευ προηγουμένου επέλαση μιας «σέξι» φτήνιας, κυρίως μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που καθρεφτίζουν άλλωστε την ευρύτερη κοινωνία. Μια σαρωτική εμπορευματοποίηση του ερωτισμού και των ερωτικών ενστίκτων, με αποκλειστικό στόχο την προσέλκυση μεγάλων κοινών, εν προκειμένω πελατών, και κατ’ επέκταση το εύκολο, «φτηνό» κέρδος. Μια επίθεση, που δεν άφησε αλώβητη ούτε καν τη «θρυλική» ραπτομηχανή Singer. Και η οποία σε κάνει να αναρωτιέσαι, αν εχουμε φτάσει σε μια εποχή που για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα και σκοπιμότητες, ακόμα και μιας... ταπεινής ραπτομηχανής, θα χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατό μέσο, χωρίς τις παραμικρές ηθικές αναστολές. Ιδίως αν πρόκειται να «πιάσει» το κοινό από χαμηλά...

10 Οκτ 2012

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας. Δείγμα πολιτισμού;

«Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Οκτωβρίου, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για τα ψυχικά νοσήματα», μαθαίνουμε.

Έχοντας εργαστεί και ζήσει, στα πλαίσια της δουλειάς μου, για μερικούς μήνες σε ίδρυμα για άτομα με νοητική στέρηση και ψυχικές ασθένειες – να διευκρινίσω ότι πολλά τέτοια ιδρύματα λειτουργούν ως ταυτόχρονα γηροκομεία, ψυχιατρεία και ιδρύματα για άτομα με νοητική αναπηρία, τρία σε ένα – έχω να πω ότι στις σημερινές, πολιτισμένες κοινωνίες, η ποινή του θανάτου δια της ρίψης στον Καιάδα που επέβαλλαν οι σκληροί, απολίτιστοι Σπαρτιάτες σε όσους γεννιούνταν διαφορετικοί, έχει πλέον μετατραπεί μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια «προόδου», σε ποινή ισόβιας κάθειρξης σε ευαγή ιδρύματα. Ιδρύματα όπου «φιλοξενούνται» σχιζοφρενείς μαζί με άτομα με αυτισμό ή με σύνδρομο Down, έχοντας σαν παρέα ανθρώπους με καθαρή νοητική στέρηση (χωρίς δηλαδή κάποια ψυχική πάθηση) ή απλά κοινωνικά απόβλητους: όλοι οι «καλοί» χωράνε, ιδίως αν δεν νοιάζεται κανείς γι’ αυτούς, και πρώτοι απ’ όλους οι δικοί τους.

Τα προβλήματα, απ’ όσο είδα ιδίοις όμμασι, πολλά: προσωπικό ανειδίκευτο, ακατάλληλο και πλήρως «ιδρυματοποιημένο» – η δουλειά σε ένα τέτοιο ίδρυμα αποτελεί για πολλούς το πλησιέστερο υποκατάστατο της εξασφάλισης στο δημόσιο, νιώθουν και λειτουργούν σαν δημόσιοι υπάλληλοι με όλα τα αρνητικά που αυτό συμπεριλαμβάνει, όπως η απέχθεια για κάθε είδους αλλαγές ή εκσυγχρονισμούς –, διοικήσεις άσχετες ή με τα εντελώς δικά τους συμφέροντα – πολύ συχνά τέτοιοι χώροι γίνονται πεδία παιχνιδιών εξουσίας και σκοπιμοτήτων, στις «πλάτες» των τροφίμων και εν ονόματί τους –, αδιάφορους ή εγκληματικά αμελείς (αν δεν μιλάμε και για περιπτώσεις σεξουαλικής ή άλλης κακοποίησης από βρεφική ηλικία) γονείς και συγγενείς, που «πετάνε» σε αυτά τα ιδρύματα τα παιδιά τους, τα αδέρφια τους, τα ανίψια τους, εκτός αν έχουν συμφέρον να τα κρατήσουν σπίτι για να εισπράττουν επιδόματα.

Όσον αφορά το προσωπικό, επειδή οι συνθήκες τόσο από άποψης απολαβών όσο και γενικότερα – φαντάζεστε τι εννοώ – δεν είναι και οι καλύτερες, τα ιδρύματα αυτά δύσκολα θα προσελκύσουν το απαιτούμενο εξειδικευμένο προσωπικό. Με συνέπεια να μαζεύουν σαν προσωπικό κάθε καρυδιάς – ανειδίκευτο – καρύδι, που δεν γνωρίζει πώς να χειριστεί, πώς να αντιμετωπίσει, τους τροφίμους: άνθρωποι, περισσότερο γυναίκες, μέτριας μόρφωσης που πιστεύουν ακράδαντα ότι με μοναδικό όπλο την «αγάπη» όλα θα λυθούν, όλα θα βρουν το δρόμο τους. Αντιμετωπίζοντας, βολικά για τις ίδιες, τους τροφίμους που φροντίζουν σαν μωρά (στο ίδρυμα που ο ίδιος εργάστηκα έτσι τους αποκαλούσαν) χωρίς ιδιαίτερες ανθρώπινες ανάγκες, πέραν αυτών ενός βρέφους. Ακόμα και άτομα με ελαφρότερης μορφής στέρηση, νέα παιδιά με αυτό που θα λέγαμε ψυχοκοινωνικά προβλήματα, θύματα περισσότερο κακών γονιών και ατυχιών στη ζωή τους τσουβαλιάζονται και ιδρυματοποιούνται ακόμα και αν διαμένουν σε «σπίτια στην κοινότητα» ή σε άλλους χώρους εκτός ιδρυμάτων, εξαιτίας, ξανά, του ανειδίκευτου, ανυποψίαστου προσωπικού, που μπορεί κι αυτά να τα αντιμετωπίζει σαν υπερμεγέθη βρέφη ή απλώς να μην ξέρει τι να κάνει.

Όσον αφορά τις διοικήσεις, βρίσκονται σε έναν διαρκή αγώνα δρόμου για εξεύρεση πόρων με κύριο αντίπαλο ένα αδιάφορο, απρόσωπο, ανάλγητο κράτος αλλά πολλές φορές και γονείς και συγγενείς που αρνούνται να συνεργαστούν ή να βοηθήσουν, έχοντας τα χίλια δυο δικά τους προβλήματα. Υπό αυτές τις συνθήκες οικονομικής λιμοκτονίας, οι δυνατότητες ακόμα και της πιο υγιούς και φιλόδοξης διοίκησης σε ένα τέτοιο ίδρυμα παραμένουν, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς, περιορισμένες, εξαναγκάζοντάς την απλώς να προσπαθεί να μην ισχύει το «κάθε πέρσι και καλύτερα». Αν βεβαίως μιλάμε για διοικήσεις που ενδιαφέρονται πραγματικά για αυτούς τους ανθρώπους και όχι με τις δικές τους μικροπολιτικές επιδιώξεις, που πολλές φορές βλέπουν ένα τέτοιο ίδρυμα απλώς και μόνο ως σκαλοπάτι για κάτι «ψηλότερο».

Αν τώρα έρθουμε στους γονείς και τους λοιπούς οικείους, μιλάμε για ανθρώπους που πολλές φορές αδυνατούν να βοηθήσουν τα ίδια τους τα παιδιά ή ευθύνονται οι ίδιοι κατά μεγάλο μέρος για την κατάστασή τους. Και στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά της λύσης. Περιπτώσεις δηλαδή παιδιών με ήπιας μορφής νοητική στέρηση που εξαιτίας της έπεσαν θύματα γονεϊκής εκμετάλλευσης (οικονομικής, σεξουαλικής ή άλλης) με συνέπεια η κατάστασή τους να χειροτερέψει ή να συνοδευτεί από κάποια ψυχική πάθηση ή βαριά ψυχολογικά προβλήματα (και από εκεί και πέρα αυτοτραυματισμούς και άλλα που επιβαρύνουν την υγεία τους και δυσκολεύουν την αντιμετώπισή τους). Υπάρχουν βέβαια και οι γονείς που πραγματικά αγαπάνε τα παιδιά τους και ενδιαφέρονται, ψάχνουν απελπισμένα πώς να τα βοηθήσουν, αλλά βρίσκονται και νιώθουν μόνοι απέναντι στο προαναφερθέν ανύπαρκτο έως εντελώς αδιάφορο κράτος και μια επίσης αδιάφορη έως ρατσιστική, απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό, κοινωνία.

Πάντα πίστευα ότι ο πολιτισμός μιας κοινωνίας αντανακλάται στο πώς φέρεται σε αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, στους «πιο αδύναμους κρίκους» της. Εκεί φαίνεται κατά πόσον αυτή η κοινωνία ακολουθεί στενές, εργαλειακές λογικές ή βαθύτερες, ουσιαστικότερες, ανθρώπινες. Και νομίζω μπορεί ο καθένας να βγάλει ως προς αυτό τα συμπεράσματά του, από τα δείγματα που μέχρι σήμερα έχουμε.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ