30 Νοε 2011

Για έναν νέο πατριωτισμό

Αφορμή γι’ αυτή την ανάρτηση το άκουσμα της είδησης ότι ξεκινά ξανά η παραγωγή του θρυλικού PONY, του πρώτου και μοναδικού ‘ελληνικού’ αυτοκινήτου. Το ‘ελληνικού’ εντός εισαγωγικών, καθώς στηρίζεται στην τεχνογνωσία άλλων χωρών για τον κινητήρα και τα μηχανικά του μέρη. Παρότι η εταιρία, η ΝΑΜCΟ, έχει δουλέψει και σχέδια ενός ελληνικού κινητήρα. Η νέα γενιά PONY προορίζεται για κυκλοφορία εντός Ελλάδας αλλά και για εξαγωγές σε χώρες που έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον. Επιτέλους, θα έλεγε κανείς, μια παραγωγική προσπάθεια στην Ελλάδα. Ή μήπως… όχι; Θυμάμαι, στη δεκαετία του ’80, όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες γενιές PONY, ήταν αντικείμενο κοροϊδίας από πολλούς λόγω της παρωχημένης τους αισθητικής. Παρωχημένης πάντα εν συγκρίσει με τα εισαγόμενα μοντέλα αυτοκινήτων με τις φουσκωμένες λαμαρίνες και τις στρογγυλές καμπύλες, από χώρες με μακροχρόνια παράδοση στην αυτοκινητοβιομηχανία και όχι νεοφώτιστες, όπως η Ελλάδα. Θεωρείτο περίπου αν όχι εντελώς γραφικός, όποιος αγόραζε και οδηγούσε ένα PONY.

Η αλήθεια, όντως το αυτοκίνητο υστερούσε από πλευράς εμφάνισης απέναντι στα ευρωπαϊκά ή ιαπωνικά μοντέλα που προτιμούνται στην Ελλάδα. Πράγμα φυσικό, όταν μια χώρα έχει μείνει εντελώς έξω από τον ανταγωνισμό και επιχειρεί να κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα σε έναν τόσο δυναμικά αναπτυσσόμενο κλάδο, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει ή να ξαναξεκινήσει, όπως συμβαίνει σήμερα, που ξαναμπαίνει μπροστά η γραμμή παραγωγής του PONY. Μια κίνηση που θα δημιουργήσει εκατοντάδες θέσεις εργασίας στην βαριά χτυπημένη από την αποβιομηχάνιση και ανεργία Μακεδονία. Και το σημαντικότερο; Θέσεις εργασίας όχι στην πώληση υπηρεσιών όπως συμβαίνει συνήθως στην ελληνική οικονομία, αλλά στην παραγωγή αυτοκινήτων. Πράγμα που με φέρνει στον λαβύρινθο της ψυχολογίας του νεοέλληνα: απ’ τη μια δεν κουραζόμαστε να ‘γκρινιάζουμε’ ότι ζούμε σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, που εισάγει ακόμα και αγροτικά προϊόντα τα οποία θα έπρεπε να εξάγει. Μια ‘κλειστή’ δηλαδή οικονομία στην οποία ως επί το πλείστον πουλάμε ο ένας υπηρεσίες στον άλλο και η οποία στηρίζεται στον εξωτερικό δανεισμό για να εξακολουθήσει να υπάρχει. Κάπως έτσι, άλλωστε, φτάσαμε ως τα σήμερα και την ‘έκτη’ ή την ‘έβδομη δόση’ που περιμένουμε ως μάνα εξ ουρανού, για να μην γυρίσει η Ελλάδα στη δεκαετία του ’50.

Απ’ την άλλη, όμως, δεν κουραζόμαστε να ‘σνομπάρουμε’, να κοροϊδεύουμε τα ελληνικά προϊόντα όπως τα θρυλικά PONY, να επιδιδόμαστε στο εθνικό σπορ του ‘χαβαλέ’ σε βάρος τους γελώντας με τα ‘χάλια μας’. Και φυσικά να μην τα προτιμάμε. Ποιος θα αγοράσει ένα PONY κι ας κοστίζει μόλις 7.000 ευρώ τη στιγμή που μπορεί να βρει πολύ πιο φιγουράτα (αλλά και πιο ακριβά) εισαγόμενα μοντέλα; Εδώ ακριβώς, νομίζω, παίζεται το παιχνίδι της εξόδου της Ελλάδας από τη μιζέρια που έχει γίνει δεύτερη φύση της. Θα μπορούσαμε συγκεκριμένα να μιλήσουμε για έναν νέο πατριωτισμό, έναν πραγματικό πατριωτισμό, όχι των παρελάσεων και των σημαιοστολισμών. Αλλά της πραγματικής, έμπρακτης αγάπης γι’ αυτή τη χώρα. Και της ειλικρινούς πρόθεσης να συνδράμουν όλοι της οι πολίτες για να ξεκολλήσει από τον ρόλο του γκαρσονιού της Ευρώπης και της υπόλοιπης υφηλίου που τόσο ‘επάξια’ παίζει τόσα χρόνια. Να βγει από το περιθώριο. Στηρίζοντάς την στην πράξη κι όχι κρεμώντας μια σημαία στο μπαλκόνι κάθε 28η Οκτωβρίου ή 25η Μαρτίου. Μπορούμε;

29 Νοε 2011

Στη σκιά του 'πατερούλη'

Άραγε πώς είναι να ’σαι νεαρή κοπέλα και ο πατέρας σου να στέλνει το πρώτο σου αμόρε, που δεν ‘εγκρίνει’, στη... Σιβηρία για δέκα χρόνια; Όταν η μητέρα σου έχει ήδη αυτοκτονήσει; Και εκατομμύρια άλλοι οδηγούνται από τον άνθρωπο αυτόν που σε παίζει στην αγκαλιά του γεμίζοντάς σε φιλιά στην εξαθλίωση, την εξορία, τον θάνατο; Κάπως έτσι ξεκίνησε η ζωή της μοναχοκόρης του Ιωσήφ Στάλιν, Σβετλάνα, που μόλις πέθανε σε ηλικία 85 ετών. Μια ζωή, στην ΕΣΣΔ, κάτω από τις φτερούγες του ‘ατσαλένιου’ Στάλιν (αυτό σήμαινε, αυτό σηματοδοτούσε στη γλώσσα τους το προσωνύμιο ‘Στάλιν’), ετεροκαθορισμένη ευθύς εξαρχής και προορισμένη για μεγάλες περιδινήσεις. Αφού σπούδασε Ιστορία (η ίδια προτιμούσε τη Λογοτεχνία αλλά δεν άρεσε η επιλογή στον πατέρα της) άρχισε να εργάζεται σαν δασκάλα. Μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1953 και ύστερα από λογιών περιπέτειες αναζήτησε, το 1967, πολιτικό άσυλο στις ΗΠΑ, όπου και έγινε δεκτή. Εδώ βλέπετε τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε εισερχόμενη στη νέα της πατρίδα, προσπαθώντας να ‘ξεκαθαρίσει’ τη στάση της, την προέλευσή της, την ίδια την προσωπικότητά της.

Το ότι η πολυαγαπημένη κόρη του ισχυρότερου άνδρα (γνωστού και ως ‘πατερούλη’ τον καιρό της παντοδυναμίας του) της άλλοτε πανίσχυρης ΕΣΣΔ κατέφυγε στις ΗΠΑ για να ζήσει μια ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μακριά από τα μέρη που γεννήθηκε και τον βασανισμένο λαό τους, συμβολίζει, ενσαρκώνει, εικονογραφεί από μόνο του και με πολύ δυνατό τρόπο ένα δράμα για γερά νεύρα που παίχτηκε σε πολλές πράξεις τον περασμένο αιώνα – ένα δράμα που λεγόταν ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’. Ίσως το μεγαλύτερο πολιτικοκοινωνικό πείραμα στην σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία, για να δοκιμαστεί στην ‘πράξη’ μια ιδεολογία του προπερασμένου αιώνα, του 19ου – ή ακόμα παλιότερη αν θυμηθούμε τον Γράκχο Μπαμπέφ την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και την ‘Κοινωνία των Ίσων’ του. Μια ιδεολογία ισότητας, δικαιοσύνης, ανθρωπιάς, που, στην ‘εφαρμογή’ της, εξέθρεψε χειρότερες ανισότητες, αδικίες, βαναυσότητες, απ’ αυτές που γεννήθηκε να καταπολεμήσει. Αναμενόμενα, όλα αυτά, όταν χρησιμοποιούνται ζωντανά πειραματόζωα και μάλιστα του εντελώς απρόβλεπτου και ανεξέλεγκτου είδους ‘άνθρωπος’ για ένα τόσο φιλόδοξο, τόσο μεγαλεπήβολο, τόσο απόλυτο στις επιδιώξεις και στις προς τεκμηρίωση υποθέσεις του πείραμα.

Μετά την είσοδό της στις ΗΠΑ η Σβετλάνα, ζωντανή και ‘επώνυμη’ απόδειξη της οικτρής αποτυχίας του αντίπαλου δέους του δυτικού καταναλωτικού τρόπου ζωής – και αρκετά χρόνια πριν την οριστική πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που σήμανε την τελειωτική, πανηγυρική νίκη του καταναλωτισμού, του καζινοκαπιταλισμού όπως εξελίχθηκε, απέναντι στο ατελείωτο γκρι του υπερφιλόδοξου αντιπάλου του –, χρησιμοποιήθηκε ως προπαγανδιστικό όπλο από τις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια του περίφημου Ψυχρού Πολέμου. Έφτασε μέχρι και να γραφτεί στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αφήνοντας οριστικά πίσω της το παρελθόν της. Στη συνέχεια παντρεύτηκε, έκανε τα παιδιά της, προσπάθησε να βρει εντός της κάποιες χαμένες ισορροπίες απέναντι στον δυσανάλογα, έξω από τα ανθρώπινα μέτρα ή εν πάση περιπτώσει τα δικά της μέτρα, δυσερμήνευτο πατέρα της. Παρέμενε όμως κυνηγημένη. Στοιχειωμένη από ένα φάντασμα που είχε σφραγίσει τα παιδικά της χρόνια, την εφηβεία της, που την είχε καταδικάσει σε μια διαφορετική, πολύ διαφορετική ζωή – πολυτάραχη αλλά και απολύτως προκαθορισμένη – απ’ αυτή που θα ζούσε αν, όπως έλεγε η ίδια, η μητέρα της είχε παντρευτεί έναν ξυλουργό. Άφησε πίσω της, με το θάνατό της, δυο κόρες. Η μια ζει στo Portland του Oregon ως Chrese Evans και προσεγγίστηκε χθες από το Associated Press, αλλά δε θέλησε να μιλήσει για τη μητέρα της. Η άλλη μελετά ένα ηφαίστειο, κάπου στην Ανατολική Σιβηρία.

ΥΓ: Η φωτογραφία της και οι πληροφορίες γύρω από τη ζωή της από σχετικό δημοσίευμα των New York Times, εδώ.

27 Νοε 2011

Γιορτινά Χριστούγεννα

Μια δυο αναρτήσεις νωρίτερα ‘γκρίνιαζα’ για τα σκοτεινά Χριστούγεννα που βλέπω ολούθε. Αυτές όμως τις ημέρες κάτι άλλαξε. Για αρχή, ο δήμος (Θεσσαλονίκης) υπό την καθοδήγηση του κυρ Γιάννη του Μπουτάρη και μετά από σύμφωνο συνεργασίας που υπέγραψαν λέει ο δήμος και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο (να και μια συμφωνία σε αυτή τη χώρα των ‘δεν υπογράφω’, ‘δεν συγκυβερνώ’, ‘δεν συναινώ’, των ‘δεν’ γενικώς) θα μετατρέψει την πλατεία Αριστοτέλους σε χριστουγεννιάτικο θεματικό πάρκο: θα τοποθετηθεί φωτεινό πλωτό δέντρο αστεριών μέσα στη θάλασσα, συστοιχία τεσσάρων δέντρων, παγοδρόμιο, τρενάκι, καρουζέλ, δημιουργικό εργαστήριο, ταχυδρομικό κουτί για τα γράμματα των παιδιών προς τον Άγιο Βασίλη και άλλα. Επιπλέον, σήμερα είδα, βρισκόμενος εκεί, ότι στα λουτρά Λαγκαδά (σε απόσταση 20 λεπτών από την πόλη μια υπέροχη δεντρόφυτη έκταση με γήπεδα, λουτρά βεβαίως, παιδικές χαρές, απέραντες εκτάσεις για περπάτημα ή ποδήλατο) ετοιμάζεται άλλο ένα χριστουγεννιάτικο χωριό με λούνα παρκ, σπιτάκια, γλυκά σε ένα θεσπέσιο φυσικό περιβάλλον. Ευπρόσδεκτες εκπλήξεις και οι δυο, ιδίως για έναν γονιό πολύ μικρών παιδιών όπως ο γράφων – αλλά και για τον οποιονδήποτε δεν ‘σνομπάρει’ το παιδί που ποτέ δε μεγάλωσε μέσα του. Εμπρός λοιπόν με βήμα ταχύ για γιορτινά, φωτεινά και όχι σκοτεινά Χριστούγεννα. Εντός ή εκτός πόλης. Αλλά πάντα με παιδικά βλέμματα. Και, κυρίως, με συνεργασίες, συμφωνίες: τις χρειαζόμαστε όσο ποτέ. Και όχι μόνο στις γιορτές.

25 Νοε 2011

Όταν ο πολιτισμός κατεβάζει ρολά…

Με κάποιο σοκ είδα σήμερα ξεφυλλίζοντας διαδικτυακά τις εφημερίδες, ότι μετά από 32 χρόνια αδιάλειπτου δημιουργικού ‘παρών’ η Πειραματική Σκηνή της ‘Τέχνης’, η αναμφίβολα σημαντικότερη από άποψης ποιότητας θεατρική σκηνή της Θεσσαλονίκης, κατεβάζει ρολά. Η Πειραματική Σκηνή της ‘Τέχνης’ ήταν μια απ’ αυτές τις ψηφίδες πολιτισμού που εξακολουθούσαν με ‘πείσμα’ να ‘αναπνέουν’ δημιουργώντας, προσφέροντας, ακόμα και υπό συνθήκες πολιτιστικής ασφυξίας. Ήταν μια απ’ αυτές τις νησίδες ανήσυχων ανθρώπων που επέμεναν να μοιράζονται και να μοιράζουν απλόχερα την τέχνη τους στη Θεσσαλονίκη του Άνθιμου, του ‘Πανίκα’ (Παναγιώτη Ψωμιάδη), του ‘ατσαλάκωτου’ αιωνίου δημάρχου Παπαγεωργόπουλου, των ακμαζόντων μπουζουξίδικων που εξέφραζαν ακέραια, ατόφια την αισθητική των προυχόντων και αξιωματούχων της πόλης που, σε άρρηκτη ψηφοθηρική συμμαχία με τα πιο λούμπεν λαϊκά της στρώματα, κατάφεραν αυτή τους την αισθητική να την επιβάλλουν στην πόλη. Μια Θεσσαλονίκη που αφέθηκε να κατρακυλήσει, αργά αλλά σταθερά, στη θρησκοληψία, στην ακαλαισθησία, στη μαζική ‘διασκέδαση’, παραδινόμενη άνευ όρων στην οργανωμένη αυτή επίθεση.

Αυτό που επιβεβαιώνεται με το κλείσιμο αυτής της ιστορικής, στον χώρο του ελεύθερου, ποιοτικού θεάτρου προσπάθειας; Από τη στιγμή που ο πολιτισμός δεν υπήρξε ποτέ η πρώτη προτεραιότητα, θα καταστεί και η πρώτη απώλεια σε μια στιγμή κρίσης. Ακόμη και στους πολυτιμότερους, τους σπανιότερους εκφραστές του. Δεν θα μπορούσα παρά να κλείσω αυτό το σύντομο αποχαιρετιστήριο σημείωμα με τα λόγια του ιδρυτή και καλλιτεχνικού της διευθυντή Νικηφόρου Παπανδρέου:

…κατανοούμε απολύτως ότι η οξύτατη οικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα έχει μειώσει δραστικά τις δυνατότητες της Πολιτείας να στηρίζει τον σύγχρονο πολιτισμό. Και δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι στερήσεις και οι θυσίες που ζητούνται από τον ελληνικό λαό κάνουν να φαίνεται σε πολλούς πολυτέλεια η καλλιτεχνική δημιουργία και πρόκληση το αίτημα για την ενίσχυσή της. Ωστόσο, έχουμε την πεποίθηση ότι, ακριβώς σε εποχές κρίσης και ψυχικής καθίζησης, η τέχνη (μιλούμε γενικά, όχι ειδικά για τη δική μας περίπτωση) αποκτά ζωτική σημασία, μας δίνει μια ανάσα, μας βοηθάει να μη βουλιάξουμε ψυχικά, μας παρακινεί να στοχαστούμε με νηφαλιότητα, ενώ παράλληλα ενισχύει την κοινωνική συνοχή - αυτό ισχύει για τον πολιτισμό γενικά, και ιδιαίτερα για το θέατρο, που είναι κατεξοχήν τέχνη συλλογική, τέχνη της κοινότητας.
Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι, ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία, το να κλείνουν θέατρα αποτελεί σύμπτωμα παρακμής και επιδεινώνει τη γενικευμένη κρίση, οικονομική, κοινωνική, ηθική, που περνάει η χώρα. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς…

24 Νοε 2011

Όχι στα σκοτεινά Χριστούγεννα!

Όταν έχεις μικρά παιδάκια, σε μια ηλικία που αρχίζουν να καταλαβαίνουν τα Χριστούγεννα, αρχίζεις, μαζί τους, να τα καταλαβαίνεις κι εσύ. Και να θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια, τις οικογενειακές αυτές ημέρες των δώρων, με τα κάλαντα, τα γλυκίσματα, τον Αϊ Βασίλη και την τόσο μαγική, για ένα παιδί, χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. Μαζί με τα παιδιά της οικογένειας αρχίζεις κι εσύ να ανακαλύπτεις ξανά τα πραγματικά, τα παιδικά Χριστούγεννα, μετά από χρόνια αδιάφορων, ‘ενήλικων’ χριστουγεννιάτικων επισκέψεων σε φιλικά σπίτια, βαριεστημένων Πρωτοχρονιών, απρόθυμης διεκπεραίωσης των εορταστικών υποχρεώσεων με τρεχάλες της τελευταίας στιγμής. Φέτος, στολίσαμε ένα δεντράκι με χειροποίητα, ‘οικολογικά’ στολίδια, που ψήθηκαν στον… φούρνο. Ένα δεντράκι, που μαζί με τα παιδικά μάτια το χαίρομαι κι εγώ. Το χαίρομαι διπλά, καθώς σπάει το σκοτεινό κλίμα της εποχής, των ημερών, περνώντας μια αίσθηση ανεμελιάς, χριστουγεννιάτικης, γιορτινής ζεστασιάς. Πρόσεξα, όμως, ότι σε όλη τη γειτονιά κανείς δεν έχει ακόμα στολίσει, κι ας είμαστε μόλις έναν μήνα πριν τα Χριστούγεννα. Κι ας είναι η γειτονιά γεμάτη οικογένειες με παιδάκια. Η πόλη, το ίδιο. Σκοτεινή κι αστόλιστη. Πρώτη φορά, τόσο κοντά στα Χριστούγεννα. Κι ας χρειάζεται όσο ποτέ μια νότα χαράς, μια γεύση γιορτών, αυτή η καταθλιμμένη χώρα. Αυτά τα Χριστούγεννα, όπως κάθε Χριστούγεννα, δεν πρέπει να ’ναι σκοτεινά. Στολίστε, φωτίστε και, κυρίως, γίνετε ξανά παιδιά...

21 Νοε 2011

Κάτω

Το Κάτω είναι ένα σπονδυλωτό βιβλίο, το οποίο, αν και αφηγείται βίους γυναικών, δεν απευθύνεται μόνο στο γυναικείο αναγνωστικό κοινό. Η πλοκή του εκτυλίσσεται στα ορεινά κάποιου νησιού, σ’ ένα ερειπωμένο χωριό που παλεύει να αναστηθεί με τις άοκνες προσπάθειες μιας εκ των ηρωίδων. Σ’ αυτό τον τόπο συμπλέκονται οι μικρές ιστορίες, κάθετα και οριζόντια στο χώρο και το χρόνο, γυναικών που ταλανίζονται από σύγχρονα πρακτικά αλλά και υπαρξιακά αδιέξοδα, όπως και γυναικών που δεν βρίσκονται πια στη ζωή.

Η αφήγηση διατρέχει δυο αιώνες ιστορίας, επικεντρώνεται, ωστόσο, σε ένα παρόν που έχει έντονη την οσμή της παρακμής, ηθικής-οικονομικής-πολιτικής. Στο τέλος του βιβλίου, λυτρωτικός φυσάει ο άνεμος μιας Κρίσης που ξεθεμελιώνει όλες τις σιγουριές και τις μικρές ζωές και φέρνει τα πάνω κάτω. Στο κατώφλι των άδηλων αλλαγών που κυοφορούνται, οι ηρωίδες θα κληθούν να αναλάβουν μέσα στον μικρόκοσμό τους έναν ουσιαστικότερο ρόλο, αποκτώντας μια πιο ενσυνείδητη φωνή ως άτομα, αλλά και ως πολίτες.

Τα παραπάνω από το οπισθόφυλλο του δεύτερου βιβλίου, ενός μυθιστορήματος αυτή τη φορά, της γυναίκας μου που πέρσι, με το πρώτο της, μια συλλογή διηγημάτων, ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού ‘Διαβάζω'. Μια υποψηφιότητα που όσο να 'ναι άνοιξε κάπως τον δύσκολο δρόμο της συγγραφής, σε μια χώρα που ο συγγραφέας θεωρείται χομπίστας κι όχι επαγγελματίας, καθώς δεν μπορεί να ζήσει από την πένα του - ζούνε άλλοι απ' αυτήν, εξόν από τον ίδιο. Ένα μυθιστόρημα που, παρότι η πλοκή του ‘περιορίζεται’ σε ένα νησί των αμέριμνων, καλοκαιρινών διακοπών, αγγίζει ολόκληρη τη σημερινή Ελλάδα της Κρίσης, μέσα από μια διαχρονική ματιά στις ζωές γυναικών, όπως τις ορίζουν οι κινητήριες δυνάμεις των συγκυριών, των ανθρώπινων αδυναμιών, αλλά και το κρυφό μεγαλείο της αναπαλλοτρίωτης ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν την Κρίση σε καιρούς ασυννέφιαστους, ανύποπτους, αλλά βλέπει τα μελλούμενα και προφητικά τα ψαχουλεύει, κομμάτι κομμάτι, πασχίζοντας να δει διέξοδο. Καλοτάξιδο εύχομαι.

17 Νοε 2011

Εκεί Πολυτεχνείο

Δεν έχω ασχοληθεί ξανά με την επέτειο αυτή, για τον απλούστατο λόγο ότι ήμουν πολύ μικρός, σχεδόν αγέννητος, όταν "έγινε" το Πολυτεχνείο. Το μόνο που θυμάμαι, μια φιλόλογος που ήταν στην κατάληψη της Νομικής στο Γυμνάσιο, μια συμπαθέστατη κοπέλα που μας έλεγε "τα μπαρτσακλά της", καλά να ’ναι όπου να ’ναι. Σε μια από τις πρώτες επετείους, των αρχών της δεκαετίας του ’80, είχε καλέσει στο σχολείο έναν φίλο της, που ήταν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Μας πήραν, τα "μπαρτσακλά", μας πήγαν στο γυμναστήριο, μας κάθισαν κάτω και κουβεντιάσαμε. Και ήταν όμορφη η αίσθηση να βρίσκεσαι τόσο κοντά με δυο τέτοιους ανθρώπους, να βρίσκεσαι, χρονικά, τόσο κοντά – ακόμα – σε μια τέτοια ημέρα.

Ήταν μια εποχή πριν την έλευση της ιδιωτικής σκουπιδοτηλεόρασης, πριν πολλά. Δεν μ’ αρέσει να εξιδανικεύω το παρελθόν, να ξεπλένω τις όποιες "αμαρτίες" του, αλλά τότε δεν περνούσαμε την περισσότερη μέρα μας μπροστά από οθόνες. Kάναμε κι άλλα πράγματα. Σαν παιδί έπαιζα, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, στο δρόμο μπροστά από το πατρικό μου, που σήμερα έχει γίνει πεζόδρομος αλλά με τόσα αυτοκίνητα πάνω του που δεν μπορείς όχι να τρέξεις, ούτε να καλοπερπατήσεις. Όλοι έχουν από ένα αυτοκίνητο τουλάχιστον. Αλλά δεν ξέρουν που να πάνε, πώς να ξεφύγουν. Τότε δεν ήταν τόσα πολλά τα αυτοκίνητα στην Αθήνα, αλλά η διαφυγή ήταν σαφώς ευκολότερη. Δεν υπήρχε και το ίντερνετ, αυτό το υπέροχο εργαλείο που σε κάνει να περνάς μίζερες, μοναχικές ώρες καμπουριαστός μπροστά από ένα κομπιούτερ, όπως καλή ώρα δακτυλογραφώντας αυτές τις γραμμές. Δεν υπήρχαν ούτε κινητά, για να βρίσκεσαι εύκολα με τους φίλους σου. Όμως θυμάμαι να βρισκόμασταν ευκολότερα. Με τον παλιότερό μου φίλο, έχουμε πάνω από χρόνο να βρεθούμε. Ανά πάσα στιγμή μπορούμε βλέπετε να στείλουμε μηνυματάκι από το κινητό για κάποια χρόνια πολλά. Αλλά δεν φεύγει ποτέ αυτό το ρημαδομήνυμα, δεν έμαθα και ποτέ να πληκτρολογώ μηνύματα σ’ αυτή την ανόητη μικροσυσκευή που, σαν φούρνος μικροκυμάτων, μαγειρεύει γρήγορες, "εύκολες" ανθρώπινες επαφές.

Τι θέλω να πω, με όλη αυτή τη "γκρίνια"; Το Πολυτεχνείο, η ζωντανή αυτή γενιά που πήρε τη ζωή της στα χέρια και κλείστηκε μαζί της πίσω από κάγκελα με πανό και συνθήματα, αφήνοντάς την εκεί σε κάποιες περιπτώσεις, δεν είναι σήμερα εδώ. Το "Εδώ Πολυτεχνείο", δεν παίζει. Το Πολυτεχνείο ήταν εκεί, μαζί με όλα όσα το πλαισίωναν. Καιρός να δούμε το δικό μας εδώ και τι στο καλό θα κάνουμε μ’ αυτό. Δεν χρειάζεται να κλειστούμε σε κανένα Πολυτεχνείο, αν θέλουμε να δηλώσουμε "παρών". Μπορούμε, για αρχή, να βγούμε από τα σπίτια μας.

15 Νοε 2011

Η άνοδος των ασήμαντων

Σε αυτό το blog δεν σας έχω συνηθίσει σε προσωπικές ιστορίες. Παρότι προσωπικό ημερολόγιο, έχω προτιμήσει να μιλάω για την επικαιρότητα με τρόπο ανοιχτό, δημοσιογραφικό. Σήμερα όμως θα κάνω μια εξαίρεση. Θα διηγηθώ μια προσωπική εμπειρία, πριν μερικούς μήνες. Εργαζόμουν σε μια δουλειά από την οποία παραιτήθηκα πρόσφατα, εξαιτίας εμπειριών όπως η συγκεκριμένη. Πριν περίπου ένα χρόνο, σε κεντρικό αθηναϊκό ξενοδοχείο, είχε προγραμματιστεί μια εκδήλωση. Καθώς είχα κάπως ενεργό ρόλο σε αυτή, είχα καθήκον να κάθομαι μαζί με άλλους σε μια εξέδρα, απ’ την οποία θα εκφωνούνταν κάποιες ομιλίες. Κεντρικός ομιλητής; Ο Άδωνις Γεωργιάδης, οικογενειακός φίλος της εργοδοσίας. Όπως αντιλαμβάνεστε, η προγραμματισμένη παρουσία του στην εκδήλωση αυτή ως κεντρικού ομιλητή είχε προκαλέσει σάλο στους εργαζόμενους και συζητιούνταν για μέρες, με τρόπο μάλλον αρνητικό. Κανείς όμως δεν έλαβε το θάρρος να πει ή να κάνει κάτι, έξω από τα συναδελφικά ‘πηγαδάκια’. Όσοι τυχόν εργάζεστε ή έχετε εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα, αντιλαμβάνεστε το γιατί. Ο ‘εργασιακός μεσαίωνας’ για τον οποίο ακούμε συχνά από τα μέσα ενημέρωσης δεν αποτελεί μόνο μια κάπως θλιβερή μεταφορά, αλλά και μια θλιβερή πραγματικότητα για πολλούς ανθρώπους. Φτάσαμε, λοιπόν, στη μέρα της εκδήλωσης. Περιμένοντας, στην εξέδρα, στις θέσεις μας, τον κεντρικό ομιλητή, όσοι είχαμε αυτόν τον ρόλο. Ο οποίος κάποια στιγμή κατέφθασε. Και δεν ήταν αυτό που θα μπορούσε κανείς να περιμένει. Αυτό που είδα να ανεβαίνει στο πόντιουμ για να κάνει την ομιλία του, δεν ήταν ο τηλεοπτικός Άδωνις. Ήταν ένας μετρίου αναστήματος ανθρωπάκος, που δεν θα του έριχνα δεύτερη – ούτε πρώτη, εδώ που τα λέμε – ματιά αν τον έβλεπα στον δρόμο. Όμως κάτι μέσα μου, κάτι που το ένιωθα δυσάρεστο, ξένο, αλλά αναπόφευκτο, με πίεζε να τον κοιτάξω, να του δώσω σημασία, να τον ακούσω. Αυτό το κάτι ήταν ο τηλεθεατής εντός μου, που είχε σχεδόν δίπλα του, με σάρκα και οστά τον Άδωνι Γεωργιάδη: ένα μιντιακό κατασκεύασμα που χρόνια τώρα παρελαύνει από τηλεπαράθυρα, στρογγυλά τραπέζια, γίνεται θέμα συζητήσεων, αντεγκλήσεων, το στόμα αυτό με τη δυνατή, ορμητική φωνή που δύσκολα μπορεί να του σταθεί απέναντι ο οιοσδήποτε. Παρ' όλα αυτά, κάτι βαθύτερα μέσα μου, με έκανε ταυτόχρονα να νιώθω άσχημα. Πολύ άσχημα. Από τη στιγμή που ανέβηκε στο μικρόφωνο και άρχισε να μιλάει, άρχισα, αργά αλλά σταθερά, να χάνω την επαφή μου με την υπόλοιπη αίθουσα. Άρχισα να βυθίζομαι στον εαυτό μου. Και, καθώς βυθιζόμουν, είδα τη ζωή μου να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Με είδα μαθητή του δημοτικού σχολείου, θυμήθηκα την Ελλάδα όπως ήταν τότε, φαντάστηκα και τον συνομήλικό μου Άδωνι μικρό, μαθητή κι αυτόν. Προσπαθούσα, βήμα-βήμα, εποχή την εποχή, παρακολουθώντας τα χρόνια να περνούν νοητά εμπρός μου, να καταλάβω, να εντοπίσω, τι μπορεί να πήγε τόσο στραβά, τόσο λάθος, από τότε μέχρι και σήμερα, ώστε να φτάσω να ζω αυτό που εκείνες τις στιγμές ζούσα. Με απανωτά φλας μπακ, κατέβαλα απελπισμένες προσπάθειες να βγάλω άκρη. Να συνειδητοποιήσω πώς και γιατί αυτός ο νευρώδης ανθρωπάκος ήταν, είχε φτάσει να γίνει ο αναμφισβήτητα σημαντικός εκείνης της βραδιάς και εγώ, μαζί με άλλους αξιόλογους συναδέλφους πίσω του, οι αναμφίβολα ασήμαντοι. Και ύστερα, αφού πέρασε αρκετή ώρα, κάπως σαν καταπραϋντικό έκανα μια σκέψη: ότι ζούμε σε μια εποχή ανόδου της ασημαντότητας. Και, μαζί της, ανόδου των ασήμαντων. Ο άνθρωπος αυτός, πριν λίγες μέρες έγινε υφυπουργός.

12 Νοε 2011

Αντριλίκια

Από όλα όσα ζήσαμε τις τελευταίες δυο εβδομάδες, μια με το θνησιγενές δημοψήφισμα και μια με τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις για την εκλογή νέου πρωθυπουργού και κυβέρνησης, ένα μου έμεινε. Κάποιες συμπεριφορές θα έλεγα εξόχως αποκαλυπτικές, που έβγαλαν στην επιφάνεια λύματα τα οποία κυκλοφορούν ανενόχλητα στους υπονόμους των μεγάλων ελληνικών πολιτικών κομμάτων, αλλά σπανίως βγαίνουν στην επιφάνεια. Μόνον σε δραματικές στιγμές, σε συγκυρίες εξαιρετικής έντασης, σε απίθανες περιστάσεις που τα νεύρα τεντώνονται και τα προσχήματα παραγκωνίζονται, τους επιτρέπεται να ‘σκάσουν μύτη’. Τότε και μόνο τότε ο ‘σοσιαλιστικός προοδευτισμός’ της βιτρίνας αφήνει για μερικά κρίσιμα δευτερόλεπτα τη σκηνή στα οθωμανικά και βυζαντινά τρωκτικά των υπογείων του πολιτικού πολυκαταστήματος που εν προκειμένω λέγεται ΠΑΣΟΚ. Ιδίως όταν οι γυναίκες του κόμματος – συγνώμη, κινήματος – τολμήσουν το ασύλληπτο (ασύλληπτο για όσους τις θεωρούν, ‘παραδοσιακά’, domestic animals, μη πολιτικά ζώα, που δεν θα έπρεπε να έχουν δημόσια παρουσία και άποψη): τολμήσουν να αρθρώσουν δικό τους λόγο και, μάλιστα, σε στιγμές που οι άνδρες ‘σύντροφοί’ τους σιωπούν. Τότε, οι τελευταίοι θα σταθούν ανήμποροι να εμποδίσουν να φτάσουν μέχρι τα χείλη τους όσα σιγόβραζαν εντός. Mιλώντας στην ‘καλύτερη’ περίπτωση για ‘καλτσοδέτες’ ή, στη χειρότερη, καταφερόμενοι με βαρύτερους χαρακτηρισμούς εναντίον γυναικών που έσπασαν τον ιδεότυπο της ‘κοπέλας’ η οποία ομορφαίνει με τη διακριτική παρουσία της ένα κατά τα άλλα ανδροκρατούμενο πολιτικό τοπίο (αλλά μέχρι εκεί) και μίλησαν. Πήραν πρωτοβουλίες. Άνοιξαν συζητήσεις. Άλλαξαν ισορροπίες. Ατόπημα ασυγχώρητο, διότι δεν συνάδει με το στερεότυπο της γυναίκας πολιτικού ως απαραίτητου συμπληρώματος για λόγους ‘διαφυλετικής δικαιοσύνης’ στα ψηφοδέλτια των κομμάτων που, άπαξ και εκλεγεί, οφείλει να σιωπά, αιωνίως ευγνώμων για την απόδρασή της από το πατροπαράδοτο habitat της, το σπίτι της ή τα παιδιά της. Αυτό που συνέβη, με άλλα λόγια, ήταν κάτι ανήκουστο. Κάτι εξωπραγματικό. Γι’ αυτό και, ‘δικαιολογημένα’, κάποια κατά τα άλλα ‘προοδευτικά’ στελέχη του ΠΑΣΟΚ βγήκαν από τα ρούχα τους. Δείχνοντας τοις πάσι ότι κάτω απ’ όλα, κάτω από το ‘κεντροαριστερό’ πασοκικό τους περίβλημα, παραμένουν ανεξέλικτοι – και ανεξέλεγκτοι, όταν ανέβει το αίμα στο κεφάλι – Bαλκάνιοι χωριάτες.

11 Νοε 2011

Μια πολλαπλώς μεταβατική κυβέρνηση

Μια βραδυφλεγής ανησυχία στην Ελλάδα αυτές τις μέρες δεν έχει να κάνει με το αν θα καταφέρει η κυβέρνηση Παπαδήμου να σηκώσει τη χώρα από το καναβάτσο που την έχουν ρίξει οι διεθνείς 'οίκοι αξιολόγησης', οι 'δυνατοί' της ΕΕ αλλά και οι ίδιες της οι 'αμαρτίες' του παρελθόντος. Έχει περισσότερο να κάνει με το τι είδους επιλογές θα έχουν οι Έλληνες στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου - αν και όπως φτάσουμε έως εκεί. Άραγε, μετά από όλα όσα ζήσαμε τα τελευταία δυο χρόνια, το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα που οδήγησε και στην οικονομική χρεοκοπία της χώρας, έλαβε το 'μήνυμα'; Η κατάρρευση της Ελλάδας ήταν, τελικά, αρκετά δυνατό ηλεκτροσόκ για τους Έλληνες πολιτικούς προκειμένου να αλλάξουν; Και να ανακτήσουν την επαφή τους με την πραγματικότητα - την πραγματικότητα όχι των πολιτικών γραφείων ή του καφενείου της Βουλής;

Το ότι βλέπουμε αυτές τις μέρες κάποιους εξ αυτών να χαίρονται ή ακόμα και να θριαμβολογούν με ανακούφιση για την 'ανταρσία' πενήντα βουλευτών του ΠΑΣΟΚ έναντι της υποψηφιότητας Πετσάλνικου για την πρωθυπουργία αυτής της κυβέρνησης - μια 'ανταρσία' που τελικά οδήγησε στην επιλογή Παπαδήμου - ως τρανή απόδειξη ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα γιατρεύτηκε από την όποια 'ίωση' ενδεχομένως πέρασε και μπορεί ξανά προς τη δόξα να τραβήξει, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Φοβάμαι ότι αν στο δρόμο προς τη 19η του Φλεβάρη δεν προκύψει κάποια πρωτοβουλία 'από τα κάτω', από τους ίδιους τους πολίτες της χώρας, οι Έλληνες πολιτικοί απλώς θα επιβεβαιώσουν τον Δαρβίνο σαν και πολιτικό διανοητή: θα εξακολουθήσουν να προσαρμόζονται διαρκώς καλύτερα σε ένα διαρκώς πιο 'εχθρικό' περιβάλλον, αλλάζοντας κάποια εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, που θα τους επιτρέψουν να σταθούν όρθιοι στη μάχη για επιβίωση. Χωρίς ποτέ να αλλάξουν πραγματικά.

Σε αυτό το αδιέξοδο - σε αντίθεση με ό, τι παπαγαλίζουν διάφοροι υποτίθεται ‘σκεπτόμενοι’ πολιτικοί σε τηλεπαράθυρα, ασφαλώς και αντιμετωπίζουν αδιέξοδα οι δημοκρατίες, όπως κάθε υγιές, δυναμικό, ζωντανό πολίτευμα - η απάντηση είναι μια: περισσότερη, βαθύτερη, ριζικότερη δημοκρατία. Μια δημοκρατία του δήμου, των πολιτών, όχι των πολιτικών. Μπορούμε να την επιδιώξουμε; Αν όχι, μας περιμένει ένα ακόμη ‘λευκό’ - στην καλύτερη περίπτωση, αυτή που θα πάμε δηλαδή να ψηφίσουμε - στις εκλογές αυτές της 19ης Φλεβάρη.

Και κάτι ακόμη, που εν μέρει αναιρεί αλλά εν όλω συναιρεί τα παραπάνω. Μακάρι αυτή η κυβέρνηση να αποδειχτεί όχημα διαφυγής από το πολιτικό κατεστημένο που σκιαγράφησα πιο πάνω και μετάβασης σε μια άλλη πολιτική πραγματικότητα, έναν άλλο πολιτικό πολιτισμό. Να αποδειχτεί, δηλαδή, πραγματικά και πολλαπλώς μεταβατική.

6 Νοε 2011

Mια θνησιγενής δημοκρατία

‘Έλληνες, σας ευχαριστούμε’. Ο 40χρονος Νικολά Ντεµοράν, διευθυντής της γαλλικής εφηµερίδας 'Liberation', σε συνέντευξή του στο 'Βήμα της Κυριακής' τάσσεται σαφώς υπέρ της απόφασης Παπανδρέου για δηµοψήφισµα και ευχαριστεί τους Έλληνες που θύμισαν, στους λαούς της Ευρώπης, ότι εκτός από την ευρωζώνη, εκτός από τις χρηματαγορές, υπάρχει και κάτι που λέγεται δημοκρατία. ‘Εµείς στη “Liberation”’, λέει, ‘ερµηνεύσαµε την ως τώρα στάση του ελληνικού λαού ως αντίδραση στη διακυβέρνηση της χώρας από τους τεχνοκράτες της Ευρώπης και του ∆ΝΤ. Γιατί κάποια στιγµή πρέπει επιτέλους να µπορεί να αποφασίζει ο ίδιος ο λαός για την τύχη του.’

Για τον κύριο Ντεμοράν ‘η κύρια αρετή του ακυρωµένου πλέον δηµοψηφίσµατος είναι ότι µας υπενθυµίζει πως δεν µπορούµε να αναβάλλουµε αιωνίως την εφαρµογή της δηµοκρατίας, η οποία είναι το µόνο µέσον για να ξεπεράσουµε την κρίση. Η δηµοκρατία δεν αποτελεί κίνδυνο. Το δηµοψήφισµα αυτό δεν θα διεξαχθεί, αλλά θα έχει θέσει µε τρόπο θορυβώδη το ερώτηµα τι είναι δηµοκρατία.' Και απευθύνει το εξής μήνυμα στους Έλληνες: 'είστε πρωτοπόροι στην κρίση αυτή και υφίστασθε πρώτοι τις πιο τραγικές συνέπειές της. Είστε οι πρώτοι που θέτετε το ερώτηµα τι σηµαίνει δηµοκρατία και οι πρώτοι που δίνετε την απάντηση. Και γι’ αυτό σας ευχαριστούµε. Σας ευχαριστούµε πολύ!’.

Νομίζω ο κύριος Ντεμοράν ξέρει πολύ καλά, όπως οφείλει να ξέρει κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος στην εποχή μας, ότι καπιταλισμός και δημοκρατία δεν κάνουν, ποτέ δεν έκαναν, καλή παρέα. Και ότι όταν συγκρούονται, όπως με τόσο έντονο τρόπο στην ελληνική κρίση με την αφορμή του δημοψηφίσματος, οφείλουν, όσοι πιστεύουν περισσότερο στη δημοκρατία απ’ ό, τι στον σύγχρονο αφηνιασμένο καπιταλισμό, να πάρουν και το μέρος της. Κάτι που, κατά τρόπο τραγικό, δεν έπραξε κανείς στην Ελλάδα: τόσο τηλεδημοσιογράφοι σε τηλεπαράθυρα όσο και πολιτικοί από όλα σχεδόν τα κόμματα την εβδομάδα που πέρασε καθόρισαν τη συνολική στάση του ελληνικού λαού καταφερόμενοι, με οργισμένες φωνές, από το πρωί μέχρι το βράδυ εναντίον του ‘απονενοημένου διαβήματος’ που λεγόταν δημοψήφισμα. Σαφώς και το δημοψήφισμα αυτό θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει. Σαφώς και το timing, δηλαδή, δεν ήταν και το καλύτερο. Η δημοκρατία, αν θέλετε, μπήκε κάπως αργά στο παιχνίδι. Θα ήταν, όμως, αυτό το δημοψήφισμα, μια δημοκρατική διέξοδος για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει περιέλθει σε αδιέξοδο, που έχει επιτρέψει στο ΔΝΤ να μπαίνει με τα τσαρούχια, θα έλεγε κανείς, σε ευρωπαϊκές χώρες, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τους λαούς και τις κυβερνήσεις τους. Και βάζοντας σε ακόμη πιο δεύτερη μοίρα, όπως δείχνει ο τρόπος που συμπεριφέρθηκαν στις Κάννες Σαρκοζί και Μέρκελ στον Έλληνα πρωθυπουργό - με συμπαραστάτες και ενθουσιώδεις χειροκροτητές ολόκληρο το πολιτικομιντιακό σύστημα της Ελλάδας -, αυτό που λέμε δημοκρατία. Άραγε, χρειαζόταν ο κύριος Ντεμοράν για να μας υπενθυμίσει ότι, παρότι ζούμε στον τόπο που γεννήθηκε η δημοκρατία και δη η άμεση δημοκρατία, έχουμε ξεχάσει τι μπορεί να σημαίνει; Προφανώς και ναι.

2 Νοε 2011

Για το δημοψήφισμα και κάποιες σκέψεις για το 'μετά'

Νομίζω ότι από προχθές ζούμε, στην Ελλάδα, ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Απ' τη μια σύσσωμη η αντιπολίτευση και αμέτρητοι απλοί πολίτες εδώ και δυο χρόνια χαλάνε τον κόσμο διαμαρτυρόμενοι για τα μνημόνια, την Τρόικα, το ένα, το άλλο, σε σημείο η χώρα να κλυδωνίζεται, οδηγώντας πολλούς στη μετανάστευση. Απ' την άλλη μόλις ο Γιώργος Παπανδρέου τους είπε 'ορίστε, αποφασίστε μόνοι σας τι θέλετε', με το σκεπτικό ότι όπως παραδέχεται και η αντιπολίτευση όσα μας προτείνουν οι Βρυξέλλες είναι δεδομένα, ανεξαρτήτως ποια κυβέρνηση έχουμε, ξαναχαλάνε τον κόσμο. Και 'κούρεμα' δεν θέλουν και να αποφασίσουν μόνοι τους τι θέλουν δεν θέλουν. Τώρα μάλιστα θυμήθηκαν ότι δεν είναι... 'ειδικοί' οι Έλληνες πολίτες να αποφασίσουν για ένα τέτοιο ζήτημα ('ναι ή όχι στο κούρεμα και όσα αυτό φέρνει'). Αλλά, μέχρι χθες, μια χαρά είχαν αποφασίσει (μέχρι χθες ήταν 'ειδικοί' άραγε;) ότι το 'κούρεμα' ή οτιδήποτε άλλο ήταν λάθος, εξου και οι απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις, μούντζες έξω από το Κοινοβούλιο και όσα άλλα.

Να διευκρινίσω το αυτονόητο: δεν τα λέω αυτά υπερασπιζόμενος την κυβέρνηση Παπανδρέου, άλλωστε ποτέ στην ζωή μου δεν υπήρξα ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ. Απλώς έχω την εδραιωμένη πεποίθηση ότι η οιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στη θέση της δεν θα έκανε κάτι τραγικά διαφορετικό. Σε αυτήν την κυβέρνηση έπεσε ο κλήρος να χειριστεί την χρεοκοπία μιας ολόκληρης χώρας και έχει να αντιμετωπίσει έναν αλλοπρόσαλο (ως συνήθως) λαό και μια αντιπολίτευση που ακόμα και τώρα λειτουργεί αντιπολιτευτικά, θεωρώντας ότι αυτή η κατά τα άλλα τέλεια χώρα, που όλα αυτά τα χρόνια λειτουργούσε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, χρεοκόπησε λόγω του... ΠΑΣΟΚ και των πολιτικών Παπανδρέου. Ήρθε νομίζω η ώρα, επιτέλους, να σοβαρευτούμε. Και να αναλάβουμε την ευθύνη των εαυτών μας, των κυβερνήσεών μας, της χώρας.

Και κάποιες σκέψεις για το 'μετά' αυτού του φαντασματικού δημοψηφίσματος: βλέποντας αυτή την εβδομάδα οργισμένες ομιλούσες κεφαλές σε τηλεπαράθυρα να δικάζουν, να καταδικάζουν, να ανησυχούν, να κινδυνολογούν, να εσχατολογούν, να ιδρώνουν και να ξεϊδρώνουν με ρυθμούς πολυβόλου, ένιωσα, όσο ποτέ πριν, θλίψη γι’ αυτή τη χώρα. Βλέποντας πολιτικούς όλων των κομμάτων να αρχίζουν μόνον τώρα, δειλά δειλά και κάτω από την απίστευτη πίεση των απρόσμενων περιστάσεων, να αρθρώνουν έναν λόγο όχι εντελώς κούφιο, όχι πέρα για πέρα ανούσιο, συνειδητοποίησα την τραγική μικρότητα του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας: με χτύπησε κατάμουτρα, σα χαστούκι. Παλιότερα, όταν ζούσα για ένα διάστημα της ζωής μου στην Αγγλία, είχα μια φίλη, Ελληνίδα, που δίσταζε να επιστρέψει: έλεγε ότι στην Ελλάδα δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς. Είχε δίκιο. Δεν προλαβαίνεις, διότι δεν σ’ αφήνουν τα οργισμένα τηλεπαράθυρα. Δεν προλαβαίνεις, διότι σου αδειάζουν από τα μέσα προς τα έξω το κεφάλι από σκέψεις αοριστολόγοι πολιτικοί, που ακούγοντάς τους χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας, των γύρω σου, του ίδιου σου του εαυτού αν δεν προσέξεις. Βλέποντας τις ομιλούσες τηλεοπτικές κεφαλές των ημερών στοχευμένες κατευθείαν στο να μην αφήσουν κανέναν να προλάβει να σκεφτεί ήρεμα, συντεταγμένα, βλέποντας πολιτικούς μόνον σήμερα να επιτρέπουν στον λόγο τους να παρεισφρήσει λίγη, τόση δα ουσία κατ’ εξαίρεση θα έλεγε κανείς, λόγω των απίθανων συνθηκών (για να επιστρέψουν στην αοριστολογία φαντάζομαι με την επαναφορά στην ‘ομαλότητα’), με έζωσαν μαύρες σκέψεις. Παρότι φύσει αισιόδοξος, βλέπω τα περιθώρια να στενεύουν. Όχι λόγω της τραγικής κατάστασης της χώρας, της κρίσης αυτής καθεαυτής. Αλλά εξαιτίας της ανελέητης εξορίας της νηφάλιας, ψύχραιμης, συγκροτημένης σκέψης που τόσο απαιτείται, ιδίως σε τέτοιες περιστάσεις. Και της αντικατάστασής της από άναρθρες κραυγές σε στιγμές που, ιδίως δημόσια πρόσωπα, τηλεοπτικά η πολιτικά, θα έπρεπε να ζυγίζουν, να μετράνε δυο και τρεις φορές κάθε λέξη πριν βγει απ’ το στόμα τους. Αντί όμως αυτού του ζυγισμένου, σταθμισμένου, ισορροπημένου λόγου βλέπεις μια νευρωσική έκφραση, έναν λόγο τρικυμιώδη, ασυνάρτητο. Ας ελπίσουμε ότι έστω και την ύστατη στιγμή κάποιοι, κάπου, κάπως, θα αναλογιστούν τις ευθύνες τους.