Αφορμή γι’ αυτή την ανάρτηση το άκουσμα της είδησης ότι ξεκινά ξανά η παραγωγή του θρυλικού PONY, του πρώτου και μοναδικού ‘ελληνικού’ αυτοκινήτου. Το ‘ελληνικού’ εντός εισαγωγικών, καθώς στηρίζεται στην τεχνογνωσία άλλων χωρών για τον κινητήρα και τα μηχανικά του μέρη. Παρότι η εταιρία, η ΝΑΜCΟ, έχει δουλέψει και σχέδια ενός ελληνικού κινητήρα. Η νέα γενιά PONY προορίζεται για κυκλοφορία εντός Ελλάδας αλλά και για εξαγωγές σε χώρες που έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον. Επιτέλους, θα έλεγε κανείς, μια παραγωγική προσπάθεια στην Ελλάδα. Ή μήπως… όχι; Θυμάμαι, στη δεκαετία του ’80, όταν κυκλοφόρησαν οι πρώτες γενιές PONY, ήταν αντικείμενο κοροϊδίας από πολλούς λόγω της παρωχημένης τους αισθητικής. Παρωχημένης πάντα εν συγκρίσει με τα εισαγόμενα μοντέλα αυτοκινήτων με τις φουσκωμένες λαμαρίνες και τις στρογγυλές καμπύλες, από χώρες με μακροχρόνια παράδοση στην αυτοκινητοβιομηχανία και όχι νεοφώτιστες, όπως η Ελλάδα. Θεωρείτο περίπου αν όχι εντελώς γραφικός, όποιος αγόραζε και οδηγούσε ένα PONY.
Η αλήθεια, όντως το αυτοκίνητο υστερούσε από πλευράς εμφάνισης απέναντι στα ευρωπαϊκά ή ιαπωνικά μοντέλα που προτιμούνται στην Ελλάδα. Πράγμα φυσικό, όταν μια χώρα έχει μείνει εντελώς έξω από τον ανταγωνισμό και επιχειρεί να κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα σε έναν τόσο δυναμικά αναπτυσσόμενο κλάδο, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει ή να ξαναξεκινήσει, όπως συμβαίνει σήμερα, που ξαναμπαίνει μπροστά η γραμμή παραγωγής του PONY. Μια κίνηση που θα δημιουργήσει εκατοντάδες θέσεις εργασίας στην βαριά χτυπημένη από την αποβιομηχάνιση και ανεργία Μακεδονία. Και το σημαντικότερο; Θέσεις εργασίας όχι στην πώληση υπηρεσιών όπως συμβαίνει συνήθως στην ελληνική οικονομία, αλλά στην παραγωγή αυτοκινήτων. Πράγμα που με φέρνει στον λαβύρινθο της ψυχολογίας του νεοέλληνα: απ’ τη μια δεν κουραζόμαστε να ‘γκρινιάζουμε’ ότι ζούμε σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, που εισάγει ακόμα και αγροτικά προϊόντα τα οποία θα έπρεπε να εξάγει. Μια ‘κλειστή’ δηλαδή οικονομία στην οποία ως επί το πλείστον πουλάμε ο ένας υπηρεσίες στον άλλο και η οποία στηρίζεται στον εξωτερικό δανεισμό για να εξακολουθήσει να υπάρχει. Κάπως έτσι, άλλωστε, φτάσαμε ως τα σήμερα και την ‘έκτη’ ή την ‘έβδομη δόση’ που περιμένουμε ως μάνα εξ ουρανού, για να μην γυρίσει η Ελλάδα στη δεκαετία του ’50.
Απ’ την άλλη, όμως, δεν κουραζόμαστε να ‘σνομπάρουμε’, να κοροϊδεύουμε τα ελληνικά προϊόντα όπως τα θρυλικά PONY, να επιδιδόμαστε στο εθνικό σπορ του ‘χαβαλέ’ σε βάρος τους γελώντας με τα ‘χάλια μας’. Και φυσικά να μην τα προτιμάμε. Ποιος θα αγοράσει ένα PONY κι ας κοστίζει μόλις 7.000 ευρώ τη στιγμή που μπορεί να βρει πολύ πιο φιγουράτα (αλλά και πιο ακριβά) εισαγόμενα μοντέλα; Εδώ ακριβώς, νομίζω, παίζεται το παιχνίδι της εξόδου της Ελλάδας από τη μιζέρια που έχει γίνει δεύτερη φύση της. Θα μπορούσαμε συγκεκριμένα να μιλήσουμε για έναν νέο πατριωτισμό, έναν πραγματικό πατριωτισμό, όχι των παρελάσεων και των σημαιοστολισμών. Αλλά της πραγματικής, έμπρακτης αγάπης γι’ αυτή τη χώρα. Και της ειλικρινούς πρόθεσης να συνδράμουν όλοι της οι πολίτες για να ξεκολλήσει από τον ρόλο του γκαρσονιού της Ευρώπης και της υπόλοιπης υφηλίου που τόσο ‘επάξια’ παίζει τόσα χρόνια. Να βγει από το περιθώριο. Στηρίζοντάς την στην πράξη κι όχι κρεμώντας μια σημαία στο μπαλκόνι κάθε 28η Οκτωβρίου ή 25η Μαρτίου. Μπορούμε;
Η αλήθεια, όντως το αυτοκίνητο υστερούσε από πλευράς εμφάνισης απέναντι στα ευρωπαϊκά ή ιαπωνικά μοντέλα που προτιμούνται στην Ελλάδα. Πράγμα φυσικό, όταν μια χώρα έχει μείνει εντελώς έξω από τον ανταγωνισμό και επιχειρεί να κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα σε έναν τόσο δυναμικά αναπτυσσόμενο κλάδο, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία. Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει ή να ξαναξεκινήσει, όπως συμβαίνει σήμερα, που ξαναμπαίνει μπροστά η γραμμή παραγωγής του PONY. Μια κίνηση που θα δημιουργήσει εκατοντάδες θέσεις εργασίας στην βαριά χτυπημένη από την αποβιομηχάνιση και ανεργία Μακεδονία. Και το σημαντικότερο; Θέσεις εργασίας όχι στην πώληση υπηρεσιών όπως συμβαίνει συνήθως στην ελληνική οικονομία, αλλά στην παραγωγή αυτοκινήτων. Πράγμα που με φέρνει στον λαβύρινθο της ψυχολογίας του νεοέλληνα: απ’ τη μια δεν κουραζόμαστε να ‘γκρινιάζουμε’ ότι ζούμε σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, που εισάγει ακόμα και αγροτικά προϊόντα τα οποία θα έπρεπε να εξάγει. Μια ‘κλειστή’ δηλαδή οικονομία στην οποία ως επί το πλείστον πουλάμε ο ένας υπηρεσίες στον άλλο και η οποία στηρίζεται στον εξωτερικό δανεισμό για να εξακολουθήσει να υπάρχει. Κάπως έτσι, άλλωστε, φτάσαμε ως τα σήμερα και την ‘έκτη’ ή την ‘έβδομη δόση’ που περιμένουμε ως μάνα εξ ουρανού, για να μην γυρίσει η Ελλάδα στη δεκαετία του ’50.
Απ’ την άλλη, όμως, δεν κουραζόμαστε να ‘σνομπάρουμε’, να κοροϊδεύουμε τα ελληνικά προϊόντα όπως τα θρυλικά PONY, να επιδιδόμαστε στο εθνικό σπορ του ‘χαβαλέ’ σε βάρος τους γελώντας με τα ‘χάλια μας’. Και φυσικά να μην τα προτιμάμε. Ποιος θα αγοράσει ένα PONY κι ας κοστίζει μόλις 7.000 ευρώ τη στιγμή που μπορεί να βρει πολύ πιο φιγουράτα (αλλά και πιο ακριβά) εισαγόμενα μοντέλα; Εδώ ακριβώς, νομίζω, παίζεται το παιχνίδι της εξόδου της Ελλάδας από τη μιζέρια που έχει γίνει δεύτερη φύση της. Θα μπορούσαμε συγκεκριμένα να μιλήσουμε για έναν νέο πατριωτισμό, έναν πραγματικό πατριωτισμό, όχι των παρελάσεων και των σημαιοστολισμών. Αλλά της πραγματικής, έμπρακτης αγάπης γι’ αυτή τη χώρα. Και της ειλικρινούς πρόθεσης να συνδράμουν όλοι της οι πολίτες για να ξεκολλήσει από τον ρόλο του γκαρσονιού της Ευρώπης και της υπόλοιπης υφηλίου που τόσο ‘επάξια’ παίζει τόσα χρόνια. Να βγει από το περιθώριο. Στηρίζοντάς την στην πράξη κι όχι κρεμώντας μια σημαία στο μπαλκόνι κάθε 28η Οκτωβρίου ή 25η Μαρτίου. Μπορούμε;
9 σχόλια:
Και ποιος μας εμποδίζει, Γεράσιμε, να συνδυάσουμε τα δύο; Αν μη τι άλλο, να είμαστε αυτό που δείχνουμε, Έλληνες στο φρόνημα αλλά και στην πρακτική σκέψη και την έμπνευση που σε άλλες εποχές μας ανέδειξε. Διότι σίγουρα το να προβάλλουμε την "ετικέτα" χωρίς να έχουμε το ανάλογο περιεχόμενο μας αδικεί και μας εκθέτει.
Μας εμποδίζουν νομίζω τα συμπλέγματα ανωτεροκατωτερότητας που κουβαλάει ο νεοέλληνας. Απ' τη μια νιώθει κομπλεξικά απέναντι στους υπόλοιπους Ευρωπαίους και απ' την άλλη κορδώνεται σαν απόγονος των Αρχαίων. Αλλά κατ' ουσίαν δεν αγαπάει ούτε την ίδια την πατρίδα του, ίσως διότι, χαμένος στα συμπλέγματά του, στερείται κι ο ίδιος αυτοεκτίμησης. Θεωρεί εκ προοιμίου τα ελληνικά προϊόντα 'σκάρτα' (αφού βγαίνουν από ελληνικά χέρια), την ελληνική επιχειρηματικότητα 'βρώμικη' υπόθεση αφού λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα και την ελληνική οικονομία το πιο... σύντομο ανέκδοτο. Ενώ όλη την υπόλοιπη ώρα 'γκρινιάζει', που δεν παράγουμε τίποτα σαν χώρα. Σχιζοφρενική κατάσταση.
Έτσι ακριβώς.
Ο πατριωτισμός του γηπέδου και των γαλανόλευκων πατσαβουριών από το LIDL αν έχεις τον θεό σου, είναι για την χωματερή.
Η τελευταία παράγραφος του ποστ σου δίνει τον ορθό ορισμό του πατριωτισμού.
Κοιτάς να κινείσαι έτσι, ώστε να προκόψει ο τόπος σου!
pølse κατ' αρχάς να σ' ευχαριστήσω διότι στο δικό σου blog πρωτοείδα την είδηση. Απ' την άλλη κάπως με προβληματίζει ότι μόνο ένας άνθρωπος όπως εσύ που ζει εκτός Ελλάδας, είδε τα πράγματα πιο καθαρά και ακομπλεξάριστα, 'έβγαλε' προς τα έξω την είδηση και δε φοβάται να μιλήσει και για πατριωτισμό. Στην Ελλάδα τα πράγματα έχουν μπερδευτεί. Πάνω στα ήδη υπάρχοντα συμπλέγματα και τον χαβαλέ, ήρθε και προστέθηκε ο τυχοδιωκτικός, πυροβολημένος 'πατριωτισμός' τύπου ΛΑΟΣ και μας έκανε σαλάτα. Με πάντα παρούσα την αμηχανία ή την 'χιουμοριστική' αδιαφορία απέναντι στην όποια παραγωγική προσπάθεια ('αυτοκινητοβιομηχανία' στην Ελλάδα; Χαχαχαχα). 'Καλή' η πλάκα και ο χαβαλές, αλλά μήπως κάποια στιγμή να σοβαρευόμασταν;
Πλάκα-πλάκα, όταν έμαθα ότι ετοιμάζονται να ξαναβγούν τα Pony χάρηκα! Ευχαρίστως θα έπαιρνα ένα. Νομίζω πως πολλοί θα έπαιρναν ένα τέτοιο ηρωικό κουβαδάκι.
Εάν, φυσικά, η Εθνική Τράπεζα δεήσει να δώσει δάνειο στην εταιρεία για να αρχίσει την παραγωγή.
Eγώ περιμένω το ηλεκτροκίνητο. :)
Νομίζω πως στις αρχές του 20ού αιώνα είχε παραχθεί ένα ελληνικό αυτοκίνητο στην Ερμούπολη.
Για φαντάσου, αντί για Συριανές χαλβαδόπιτες ή τα λουκούμια να είχαμε σήμερα τα ξακουστά Συριανά αυτοκίνητα. :)
Ναι, στην Ερμούπολη οι εργάτες των ναυπηγείων Νεωρίου είχανε φτιάξει ένα αυτοκίνητο (με εισαγόμενο κινητήρα, εννοείται) το οποίο έμεινε στα προσχέδια. Ήταν ένα μεγάλο όχημα τριών όγκων. Αλλά νομίζω πως το είχαν φτιάξει καπου στη δεκαετία του '60 ή '70. Έχω δει φωτογραφία του έγχρωμη.
Δημοσίευση σχολίου