29 Απρ 2009

H Eλλάδα σβήνει το τσιγάρο;


Από 1ης Ιουλίου θα απαγορεύεται λέει το κάπνισμα σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους, με το παραπάνω σύνθημα – του έβαλα κι ένα ερωτηματικό γιατί, μην ξεχνάμε, στην Ελλάδα βρισκόμαστε. Άντε να δούμε. Προσωπικά, ως μη καπνιστής που ενοχλούμαι από τον καπνό τσιγάρων ακόμη και σε ανοιχτούς χώρους όπως στάσεις μέσων μαζικής μεταφοράς και αποβάθρες σιδηροδρομικών σταθμών, περιμένω με ανυπομονησία την ώρα και τη στιγμή που θα μπορώ να πάω να πιω τον καφέ μου και να διαβάσω την εφημερίδα μου σε ένα άκαπνο περιβάλλον. Αλλά και τη στιγμή που θα μπορέσω να απολαύσω το φαγητό και το κρασάκι μου σε μια ταβέρνα που δε θα… καπνίζει ή σε ένα εστιατόριο που δε θα ψάχνω ακριανό τραπέζι για να αποφύγω τους αιωρούμενους καπνούς. Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί καπνίζουν οι άνθρωποι. Χθες περίμενα στην αποβάθρα του Σταθμού Λαρίσης να προαγοράσω ένα εισιτήριο και παρατηρούσα όσους περίμεναν μαζί μου: νέα παιδιά, αγορία και κορίτσια, αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία άνδρες και γυναίκες, στη συντριπτική πλειοψηφία τους με ένα κοινό: το τσιγάρο στο χέρι. Όλοι ασχολούνταν με τους αναπτήρες και τα τσιγάρα τους, με το πώς θα ανάψουν το επόμενο και πώς θα απαλλαγούν από το προηγούμενο. Και έχοντας την κακή συνήθεια να στριμώχνονται στην είσοδο του χώρου όπου εκδίδονται τα εισιτήρια – εντός του οποίου απαγορεύεται το κάπνισμα –, με συνέπεια όποιος μπαίνει ή βγαίνει να αναγκάζεται να περάσει μέσα από σύννεφα καπνών τσιγάρων. Βεβαίως, μια και βρίσκομαι στον σιδηροδρομικό σταθμό, να πω ότι το 'καλύτερο' αρχίζει με την επιβίβαση στο τρένο. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι καπνιστές που, παρότι το κάπνισμα έχει πια απαγορευτεί εδώ και χρόνια στα τρένα, θα ρωτάνε τους ελεγκτές αν επιτρέπεται στο κυλικείο, πότε απαγορεύτηκε, αν προλαβαίνουν ένα στα γρήγορα σε μια στάθμευση και άλλα τέτοια. Οι πιο φανατικοί θα σπεύσουν με μελετημένες κινήσεις, όταν σταματήσουν να κυκλοφορούν οι ελεγκτές, να καπνίσουν στη ζούλα στους χώρους μεταξύ των βαγονιών ή στις τουαλέτες. Ανησυχώντας, σα μικρά παιδιά, μην τυχόν και τους τσακώσει ο… δάσκαλος, δηλαδή ο ελεγκτής, επί τω έργω. Αυτούς τους ανθρώπους, επειδή αρκετές φορές έχω εισπνεύσει, ταξιδεύοντας, τον παράνομο καπνό τους και βρέθηκα στα όρια να τους πω κάποια κουβέντα, αποφάσισα να τους βλέπω ως junkies, ως τοξικομανείς εξαρτημένους από τη νικοτίνη, που δε μπορούν χωρίς τη δόση τους. Και απλώς να τους λυπάμαι.

Έχω την άποψη ότι καλό θα ήταν, με αφορμή την επικείμενη απαγόρευση, οι εν Ελλάδι καπνιστές να αναθεωρήσουν τη σχέση τους με το τσιγάρο. Να επανεξετάσουν τους λόγους για τους οποίους καπνίζουν, να ξανακοιτάξουν τα οφέλη αν το περιορίσουν ή το κόψουν, να ακούσουν, από τον κοινωνικό τους περίγυρο, τις φωνές όσων δεν καπνίζουν και να επηρεαστούν. Δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Έχουν αντιθέτως να κερδίσουν μια ζωή με λιγότερες εξαρτήσεις, υγιεινότερη, καθαρότερη. Ας το σκεφτούν. Όπως και να 'χει το πράγμα, ελπίζω να μην καταντήσουν, όπως οι φανατικοί των τρένων, να περιμένουν σε καφέ, εστιατόρια, ταβέρνες, τη στιγμή που δεν κυκλοφορούν οι σερβιτόροι για να κρυφοανάψουν ένα τσιγάρο ή να κάνουν ουρά στις τουαλέτες.

28 Απρ 2009

Μια σχέση πάθους


Με την πρόσφατη μείωση των τελών ταξινόμησης, που ευνόησε ιδίως τις αγορές ακριβότερων αυτοκινήτων, πολλοί βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα: οι πωλήσεις αυτοκινήτων, ιδίως των ακριβότερων, όχι μόνο 'ξεκόλλησαν' απ' τη στασιμότητα που τις είχε καταδικάσει η οικονομική κρίση αλλά αυξήθηκαν ραγδαία. Τι κι αν μας επισημαίνεται από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μπαρόζο ότι η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας έχει καταντήσει η χειρότερη στην Ευρώπη και ότι ως χώρα κινδυνεύουμε με πτώχευση; Τι κι αν καθημερινά αυξάνονται η ανεργία, η απογοήτευση από τους αδρανείς, λογάδες πολιτικούς μας, τα κρούσματα βίας κάθε μορφής; Τι κι αν οι προοπτικές διαγράφονται δυσοίωνες ακόμη και για την ίδια τη 'βαριά' μας βιομηχανία, τον τουρισμό, που προβλέπεται αισθητά μειωμένος το καλοκαίρι που μας έρχεται; 'Βρήκα ευκαιρία να πάρω τζιπ' σκέφτηκαν πολλοί, κι αυτό τα λέει όλα. Ελλείψει άλλων ενασχολήσεων, ελλείψει ουσιαστικότερων ενδιαφερόντων που θα μπορούσαν να γεμίζουν τη ζωή του, ο Νεοέλληνας εξελίσσεται διαρκώς περισσότερο σε φετιχιστή των τεσσάρων τροχών, με τους οποίους έχει αναπτύξει μια σχέση πάθους. Γυαλιστερές λαμαρίνες, τροφαντά ζαντολάστιχα, πλουσιοπάροχος εσωτερικός διάκοσμος, πολλά άλογα κάτω από το καπό και… φύγαμε. Και με την πρώτη ευκαιρία, επίσκεψη στα πάτρια εδάφη, δηλαδή στο χωριό καταγωγής του, στην ιδανική περίπτωση Πάσχα που θα 'ναι κι οι συγχωριανοί στις αυλές να ψήνουν ή καλοκαίρι, για να καμαρώσουν όσο γίνεται περισσότεροι το καινούργιο του απόκτημα να παρελαύνει στα στενά δρομάκια. Τι κι αν σιγά-σιγά αρχίσουν να συσσωρεύονται και να προστίθενται σε όλα τα άλλα οικονομικά του προβλήματα τα έξοδα συντήρησης του λαμαρινένιου έτερου ημίσεως; Σέρβις, τέλη κυκλοφορίας, βενζίνες, ασφάλιστρα, δόσεις ενδεχομένως; Ο μέσος Νεοέλλην ζει για το σήμερα. Τον απασχολεί σήμερα πώς θα αποκτήσει το αστραφτερό του έτερον ήμισυ. Αύριο, βλέπουμε τι κάνουμε...

27 Απρ 2009

Κατοχές και κατοχές



Έχω αυτές τις μέρες στα χέρια μου και ξεφυλλίζω το Ημερολόγιο Κατοχής του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που εκτός από πολιτικός, διακρίθηκε περισσότερο θα έλεγα ως παραγωγικότατος πνευματικός δημιουργός. Περιγράφει, στις σελίδες του Ημερολογίου του, συναντήσεις, γεύματα, σχεδιασμούς, διπλωματικούς χειρισμούς, κρίσιμες επαφές με Βρετανούς, Αμερικανούς, Σοβιετικούς, κατά τα χρόνια της εξορίας της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όσο η Ελλάδα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, στο Κάιρο της Αιγύπτου. Πολλά και ενδιαφέροντα εξιστορεί, που αφήνουν αρκετά διδάγματα και για τη σημερινή πολιτική ζωή. Θα ήθελα να σταθώ σε ένα σημείο ιδιαίτερα, όπου λέει χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στις συνεννοήσεις μεταξύ Φιλελεύθερων και Κομμουνιστών στο Κάιρο, προκειμένου να σχηματιστεί μια κυβέρνηση που θα τους περιελάμβανε όλους, σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η περαιτέρω πολιτική πολυδιάσπαση της Ελλάδας, που θα οδηγούσε εν τέλει στον Eμφύλιο: ‘Στην προτελευταία συνάντησή μου με τον Βενιζέλο [τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ηγετική φυσιογνωμία των Φιλελεύθερων] άκουσα από τα χείλη του τη φράση: “Αν πάω εγώ να συναντήσω τον Μπακιρτζή [αντιπρόσωπο του ΕΑΜ], δεν μπορεί να μην επηρεασθεί και να μη συνεννοηθούμε”!’ Και σχολιάζει, ο παλαιότερα Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κανελλόπουλος, τη φράση αυτή ως εξής: ‘Δεν χωράνε στα μυαλά των πιο πολλών γενικεύσεις και έννοιες. Όλα τα ανάγουν σε πρόσωπα ή σε σύμβολα του παρελθόντος. Και με τέτοια τραγική ανεπάρκεια κοινωνιολογικής σκέψης τάσσονται ν’ αντιμετωπίσουν υπεύθυνα τις πιο πολύπλοκες και πιο σημαντικές στιγμές που πέρασε ποτέ η ζωή της Ελλάδος και της Ευρώπης’ (η έμφαση δική μου).

Ορμώμενος από το παραπάνω απόσπασμα, θα έλεγα ότι και οι σημερινοί μας πολιτικοί, ακόμη και οι γνωστοί κληρονόμοι βαρύγδουπων πολιτικών ονομάτων ή ιδίως αυτοί, με παρόμοια τραγική ανεπάρκεια πολιτικής και κοινωνιολογικής σκέψης πορεύονται. Αδυνατούν να συναρμολογήσουν αφηρημένες σκέψεις, να διατυπώσουν βαθυστόχαστες κρίσεις και φυσικά να παρουσιάσουν πνευματικό έργο συγκρίσιμο με αυτό ενός Κανελλόπουλου. Διότι ούτε την απαιτούμενη πνευματική κατάρτιση διαθέτουν, ούτε το επίσης απαραίτητο ηθικό ανάστημα, ούτε θα έλεγα και την ψυχραιμία να σταθούν έξω από τις περιστάσεις της στιγμής για να διατυπώσουν κρίσεις και απόψεις διαχρονικές. Προκαλεί αν μη τι άλλο θλίψη η διαπίστωση ότι, αν και πέρασαν περισσότερα από εξήντα χρόνια από τις ημέρες εκείνες που η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, εν μέσω Β' Παγκοσμίου Πολέμου και υπό συνθήκες γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα, η σημερινή κυβέρνηση, παρότι ούτε Γερμανούς στρατιώτες έχει να αντιμετωπίσει ούτε και να αποτρέψει έναν καταστρεπτικό εμφύλιο πόλεμο που πλησιάζει απειλητικά, παλεύει κι αυτή να πατήσει στα πόδια της. Αν και βρισκόμαστε εδώ και δεκαετίες σε καιρό ειρήνης και τα πάθη του εμφυλίου πολέμου έχουν από καιρό κατασιγαστεί, οι βραχύσωμοι πνευματικά πολιτικοί μας φαίνονται να αδυνατούν να αρθούν στο ύψος των εκάστοτε περιστάσεων. Και εξακολουθούν να κινούνται στα στενά πλαίσια προσωπικών αντιδικιών, συμπαθειών και αντιπαθειών, ανίκανοι να αρθρώσουν έναν άλλο λόγο, αξιοπρεπή, συγκροτημένο, στέρεο. Τότε η Ελλάδα βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή. Σήμερα μοιάζει να βρίσκεται, για μια ακόμη φορά, υπό την κατοχή κοντόφθαλμων, περιορισμένων δυνατοτήτων πολιτικών.

26 Απρ 2009

Επί του καναπέως



Ταξιδεύοντας, τα τελευταία χρόνια, ανά την Ελλάδα, βλέπω σε παραθαλάσσια χωριά αλλά και ορεινές πόλεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, σε μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και επαρχιακές κωμοπόλεις, που κατά τα άλλα διέφεραν και εξακολουθούν να διαφέρουν μεταξύ τους στην ιστορική τους πορεία αλλά και σε ρυμοτομία, ανθρωπογεωγραφία, παραδόσεις, ήθη και έθιμα, ένα όλο και πιο κοινό γνώρισμα, στη φυσιογνωμία τους: τον υπαίθριο καναπέ. Καφετέριες, καφέ και μπαράκια παραθαλάσσια ή σε πλαγιές βουνών, μαγαζάκια χωμένα σε στενά ή κεντρικά ζαχαροπλαστεία σε μεγάλες πλατείες γέμισαν κάθε διαθέσιμο χώρο με καναπέδες με αναπαυτικές μαξιλάρες, που περιμένουν να στρογγυλοκαθίσουν επάνω τους ραχατλήδες πελάτες. Οι πανταχού παρόντες αυτοί καναπέδες προσκαλούν, περιμένουν τα νωθρά σώματα ντόπιων ή επισκεπτών να σωριαστούν, να απλωθούν επάνω τους για να απολαύσουν, οι κάτοχοι των ξαπλωμένων κορμιών, αμέριμνοι τον φραπέ ή το χυμό τους. Μοιάζει σαν οι καναπέδες των σαλονιών των νεοελλήνων, αυτοί οι ίδιοι καναπέδες χυμένοι στους οποίους λούζονται τα βράδια οι ένοικοι των διαμερισμάτων από το σπασμωδικό φως της τηλεόρασης, να αναπαράχθηκαν, να βγήκαν από τους τέσσερις τοίχους και να γέμισαν με τον διόλου ευκαταφρόνητο όγκο τους κάθε πεζόδρομο, πεζοδρόμιο, πλατεία και στενό των ελληνικών πόλεων. Από τη Χαλκίδα μέχρι τη Φλώρινα, από τα Γιάννενα μέχρι το Βόλο, από τα Χανιά μέχρι την Αλεξανδρούπολη, αλλά και στα δεκάδες μικρότερα νησιά μας, μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις παραδίδονται αμαχητί στην επέλαση του υπαίθριου, χειραφετημένου από τον εγκλωβισμό του στο στενάχωρο διαμέρισμα, καναπέ. Ολόκληρη η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, μια κοινωνία που φαίνεται να βαριέται, που της αρέσει να καπνίζει αραχτή, να σκοτώνει το χρόνο της χαζεύοντας περιοδικά ή την κίνηση των περαστικών σε πεζόδρομους ή πεζοδρόμια, βρήκε νομίζω άξαφνα το λάβαρό της, το πιστότερο σύμβολο της ανατολίτικης ραθυμίας της, στους φιλόξενους αυτούς υπαίθριους καναπέδες.

Οι ιδιαιτερότητες, τα τοπικά χρώματα κι αρώματα, οι ξεχωριστές χάρες των ελληνικών πόλεων σα να χάνονται σταδιακά ανάμεσα στις μαξιλάρες, σα να βουλιάζουν κάτω από το βάρος ευτραφών ή και καλογυμνασμένων – όπως επιτάσσει η μόδα – θαμώνων κεντρικών καφέ και μπαρακίων που σπεύδουν, στις εξόδους τους, να καταλάβουν τους καναπέδες πριν προλάβουν άλλοι, επιδεξιότεροι εραστές της ξάπλας, φανατικότεροι θαυμαστές του αράγματος. Και όλα αυτά μου φαίνονται αδιάψευστα τεκμήρια μιας ιδιάζουσας, παραλυτικής παρακμής που αγκαλιάζει σύγκορμη τη σημερινή Ελλάδα, σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς της. Μιας παρακμής που, πολύ φοβάμαι, ήρθε για να μείνει, για κάμποσο καιρό. Διότι, όπως και να το κάνουμε, δύσκολα σηκώνεται κανείς από τον καναπέ.

24 Απρ 2009

Όχι άλλους εκπροσώπους της εκκλησίας στα τηλεοπτικά πάνελ!



Ως γνωστόν, στην ελληνική κοινωνία η εκκλησία διαδραματίζει κεντρικό ρόλο ως διαμορφωτής συνειδήσεων, απόψεων, στάσεων. Για να το πω πιο λιανά, ‘θεούσοι’ και ‘θεούσες’ εξακολουθούν να υπάρχουν, οι θρησκευτικοί γάμοι καλά κρατούν ως θεσμός και νέες γενιές ελληνόπουλων μεγαλώνουν κι αυτές με τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Ιδίως στην επαρχία, η εκκλησία κατέχει πρωτεύουσα θέση στη ζωή των ανθρώπων ως ο χώρος εντός του οποίου ζυμώνονται στις πεποιθήσεις τους γενιές ανθρώπων ολόκληρες με το προζύμι που λέγεται πίστη, αποκτώντας για το υπόλοιπο της ζωής τους ένα σταθερό σημείο αναφοράς και καταφύγιο για τα ‘δύσκολα’.


Γνωστά όλα αυτά και κατανοητά, δεδομένου ότι στην Ελλάδα ακόμη δεν έχει επιτευχθεί η εκκοσμίκευση, η ξεκάθαρη δηλαδή επικράτηση του μη θρησκευτικού, ρασιοναλιστικού τρόπου σκέψης έναντι του θρησκευτικού δογματισμού. Ούτε έχει ακόμη γίνει χωρισμός εκκλησίας και κράτους ως εξουσιών, με τη διαπλοκή τους να διαιωνίζεται, θυμίζοντας άλλες, προνεωτερικές εποχές. Πέραν όλων αυτών όμως, εξακολουθεί να μου προκαλεί κατάπληξη η συνεχής αναζωογόνηση αυτής της τάξης πραγμάτων από την τηλεόραση, με έναν πολύ χαρακτηριστικό τρόπο. Παρακολουθούσα πριν λίγο στην κρατική τηλεόραση μια συζήτηση για την κλωνοποίηση, με δυο καλεσμένους: έναν επιστήμονα του χώρου και έναν… παπά. Και φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κληρικό καλεσμένο σε τηλεοπτική συζήτηση. Πολλές φορές έχω δει ιερωμένους καλεσμένους σε πάνελ να μιλάνε επί παντός επιστητού, ως ‘εκπρόσωποι της εκκλησίας’. Ακόμα και σε μια εκπομπή, πριν λίγο καιρό, γύρω από τη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη, ενός κατ’ εξοχήν επικριτικού απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία στοχαστή, ως μιας ξενωτικής ανθρώπινης επινόησης που σκοπό έχει – και τα καταφέρνει μια χαρά – να αποξενώσει την ανθρωπότητα από την ίδια της τη δημιουργικότητα, είδα μεταξύ των καλεσμένων στο πάνελ και έναν… ‘εκπρόσωπο της εκκλησίας’.

Τίθεται λοιπόν βροντερό το ερώτημα: Γιατί, κυρίες και κύριοι δημοσιογράφοι της τηλεόρασης, θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει η άποψη της εκκλησίας επί παντός επιστητού; Για ποιο λόγο υποχρεούμαστε να ακούμε τις απόψεις διαφόρων κληρικών για κάθε είδους κοινωνικά, επιστημονικά, ηθικά ζητήματα και όχι κοινωνιολόγων, επιστημόνων, φιλοσόφων ενδεχομένως; Υποθέτω ότι μια έτοιμη απάντηση που θα εισέπραττα από κάποιους τηλεδημοσιογράφους θα ήταν η εξής: ‘Μα, κύριε, δεδομένης της αυξημένης θρησκοληψίας των Ελλήνων είμαστε κι εμείς αναγκασμένοι να περιλαμβάνουμε κληρικούς στα διάφορα πάνελ, για να εκφράζουν τις απόψεις πολλών συμπατριωτών μας που βρίσκονται κοντά στην εκκλησία’. Έχοντας εισπράξει αυτή την απάντηση, θα τους ξαναρωτούσα: δηλαδή ο ρόλος σας ως μέσων μαζικής ενημέρωσης αλλά ΚΑΙ διαμόρφωσης της κοινής γνώμης περιορίζεται στο να καθρεφτίζετε πιστά την ελληνική κοινωνία στις πιο αναχρονιστικές, παραδοσιακές της δομές μέσα από τη σύνθεση των διαφόρων πάνελ; Σκεφτήκατε ποτέ – θα τους έλεγα – ότι πλέον, λόγω πληθώρας παραγόντων – σπουδές στο εξωτερικό, επιρροές νέων μέσων όπως το internet – πολλές νεότερες γενιές Ελλήνων δεν ταιριάζουν στον ανθρωπότυπο του καλού Χριστιανού, ότι καλώς ή κακώς η εκκοσμίκευση έχει αρχίσει να κάνει τα πρώτα της δειλά βήματα και στη χώρα μας; Και ότι λειτουργώντας όπως λειτουργείτε δεν αντικατοπτρίζετε απλώς, όπως θέλετε να πιστεύετε, το ψηφιδωτό απόψεων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά δημιουργείτε, διαμορφώνετε οι ίδιοι μια εικόνα της όπως εσείς τη φαντάζεστε; Όπως εσείς θα τη θέλατε; Κατ’ αυτόν τον τρόπο – θα επέμενα και θα τους έλεγα – δεν παρέχετε ‘αντικειμενική’ ενημέρωση, κυρίες και κύριοι της τηλεόρασης, αλλά λειτουργείτε ως δύναμη οπισθοδρόμησης, όταν επιμένετε να παρουσιάζετε ως έγκυρους προσκεκλημένους στις τηλεοπτικές συζητήσεις ‘εκπροσώπους της εκκλησίας’.

Αυτά περίπου θα είχα να τους πω, αλλά δεν μπορώ να ξέρω αν και κατά πόσον θα αντιλαμβάνονταν τη συλλογιστική μου. Οπότε, μένω με την απορία...

23 Απρ 2009

Μεταξύ ζωής και θανάτου



Τρεις δικογραφίες – των υποθέσεων Siemens, Βατοπεδίου και Παυλίδη – βρίσκονται στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων. Με άλλα λόγια η Δικαιοσύνη καλείται, για μια ακόμη φορά, να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά. Συμπληρώνοντας την καταθλιπτική εικόνα μιας κυβέρνησης η οποία, όποτε στριμώχνεται και καλείται να λογοδοτήσει, παραπέμπει, δια του πρωθυπουργού και των μεγαλύτερων ή μικρότερων στελεχών της, στην πανταχού παρούσα Δικαιοσύνη. Διαβεβαιώνοντας ‘καθησυχαστικά’ κάθε ενδιαφερόμενο ότι το τάδε ζήτημα ή η δείνα υπόθεση έχουν πάρει το δρόμο προς τους εισαγγελείς και τα δικαστήρια. Όμως αυτή την τακτική, το βιαστικό σκούπισμα των υποθέσεων και την εναπόθεσή τους στο φαράσι που λέγεται Δικαιοσύνη, τη βρίσκω κάθε άλλο παρά καθησυχαστική. Θα την έλεγα, αντιθέτως, άκρως ανησυχητική. Διότι το γεγονός ότι οι κυβερνώντες την Ελλάδα δηλώνουν ανικανότητα όχι μόνο να καταπολεμήσουν τη διαφθορά στους κύκλους του κόμματός τους και της ίδιας της κυβέρνησης αλλά και να αποφανθούν περί του τι μέλλει γενέσθαι, αφήνοντας στη Δικαιοσύνη το ρόλο του ρυθμιστή της πολιτικής επικαιρότητας, προκαλεί τεράστια ερωτηματικά. Ερωτηματικά τόσο ως προς τις δυνατότητες και τις ικανότητές τους ως κυβερνώντων, όσο και ως προς τη δική τους πιθανή εμπλοκή, βαρύτερη ή ελαφρύτερη, στον φαύλο κύκλο της πολιτικοοικονομικής διαπλοκής που έχει ‘αναδειχθεί’ σε ταφόπετρα της σημερινής πολιτικής ζωής.

Νομίζω ότι αυτός ο φαύλος κύκλος διαπλοκής, διαφθοράς και ανικανότητας άνοιξε καταρχάς λόγω μιας εσφαλμένης αντίληψης πολλών υψηλόβαθμων ‘στελεχών’ του χώρου περί του τι εστί πολιτική. Γι’ αυτούς ο πολιτικός, ιδίως όταν βρίσκεται σε κυβερνητική θέση, έχει ευθύνες ανάλογες με έναν manager, με έναν διαχειριστή. Οφείλει δηλαδή να διαχειρίζεται υποθέσεις, προβλήματα, ζητήματα. Και μέχρι εκεί. Όμως η πολιτική, ιδίως στην κυβερνώσα μορφή της, θα έπρεπε να σημαίνει πολλά περισσότερα. Θα έπρεπε να θεωρείται συνώνυμη με τη διαμόρφωση του κυβερνητικού, κομματικού, μικροπολιτικού τοπίου με βάση ορισμένα διαχρονικά και αναλλοίωτα κριτήρια ήθους, αξιοπρέπειας, αξιοκρατίας. Κριτήρια τα οποία ο πολιτικός οφείλει να θέτει ως σημείο εκκίνησης τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους γύρω του και να κινείται βάσει αυτής της πυξίδας. Φιλοδοξώντας να καταφέρει η πυξίδα αυτή να καταστεί κοινή για όλους όσους κινούνται ή φιλοδοξούν να μπουν στην πολιτική, σε κάθε βαθμίδα της. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι, σε αντίθεση με έναν manager, ο πολιτικός αποτελεί – θα έπρεπε να αποτελεί – παράδειγμα προς μίμηση για τους απλούς πολίτες.

Δυστυχώς όμως, όπως έχει διαμορφωθεί η σημερινή κατάσταση, οι πολιτικοί, τόσο του κυβερνώντος κόμματος όσο και της μείζονος αντιπολίτευσης, μοιάζουν περισσότερο με managers και μάλιστα με κακούς, διεφθαρμένους managers. Και αδυνατούν να βγουν από αυτόν τον ρόλο για έναν και μοναδικό απλούστατο λόγο: ότι βρίσκονται προ τετελεσμένου γεγονότος. Μπαίνουν δηλαδή σε ένα παιχνίδι που έχει προ πολλού ξεκινήσει με τους λάθος κανόνες και ως καινούργιοι παίκτες ακολουθούν ευλαβικά τις οδηγίες των παλαιότερων προκειμένου να τα βγάλουν πέρα. Διότι παρθενογένεση δεν υπάρχει στην πολιτική. Υπάρχει μόνο γρήγορος θάνατος, όταν δεν ακολουθείται η πεπατημένη. Και υποψιάζομαι ότι πολλοί νέοι, ιδίως, πολιτικοί βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δίλημμα: αυτό μεταξύ της πολιτικής τους επιβίωσης απ’ τη μια και του πολιτικού τους θανάτου απ’ την άλλη. Αλήθεια, εσείς τι θα επιλέγατε στη θέση τους;

22 Απρ 2009

Πάμε στον Άδωνι για καφέ



Έκανα σήμερα μια μικρή βόλτα στη γειτονιά που μεγάλωσα. Ποια η γειτονιά; Η πλατεία της Νέας Σμύρνης. Το πατρικό μου σπίτι δεν απείχε παρά δυο τετράγωνα απ’ αυτήν. Πρόκειται για μια πλατεία, τις μεταμορφώσεις της οποίας παρακολουθώ από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι και σήμερα. Περπατώντας, έπαιξα ένα μικρό παιχνίδι. Προσπάθησα να θυμηθώ όσα περισσότερα μπορούσα από τα παλιά καταστήματα που έδωσαν με τον καιρό τη θέση τους στα τρία κυρίαρχα σήμερα είδη μαγαζιών. Τι είδους καταστήματα κυριαρχούν στην πλατεία τη σήμερον ημέρα; Τα ρουχάδικα, τα φαγάδικα και τα καφέ με τους γνωστούς καναπέδες σε πεζόδρομους και πεζοδρόμια – συν κάποια καταστήματα οπτικών. Εκεί λοιπόν που παλιά ήταν ένα σιδερωτήριο, είδα ένα κατάστημα ρούχων, ιταλικής προέλευσης παρακαλώ. Σε έναν άλλο δρόμο της πλατείας, ένα παιχνιδάδικο είχε μετατραπεί σε κατάστημα ρούχων κι αυτό. Ένα μικρό ψιλικατζίδικο είχε μεταμορφωθεί σε στιλάτο καφέ, με τους θαμώνες απ’ έξω να καπνίζουν τα πούρα τους και να πίνουν τους τελευταίας μόδας καφέδες τους στους αναπαυτικούς του καναπέδες. Εκεί που ήταν μια παλιά πιτσαρία, έχουμε τώρα Starbucks. Στο κεντρικό σημείο στην πλατεία όπου πωλούνταν τα περίφημα ψητά κοτόπουλα, ρούχα και οπτικά. Παραπέρα τα είδη προικός δεν υπάρχουν πια, έγιναν μαντέψτε τι: κατάστημα με ρούχα. Όπως κι ένα παλιό σινεμά που έκλεισε πριν αρκετά χρόνια, μην αντέχοντας στην επίθεση των γυναικείων ρούχων. Περπατώντας, σκέφτηκα ότι η ποικιλία σε καταστήματα, επαγγέλματα, που έβλεπε κανείς επί της πλατείας, έδωσε τη θέση της στην ομοιομορφία. Και με προεξάρχουσα τη νοοτροπία του προκάτ: προκατασκευασμένα, τυποποιημένα ρούχα για όλα τα «γούστα», έτοιμος, δυνατός καφές για να πάρουν οι καταναλωτές δυνάμεις για νέα ψώνια, έτοιμο φαγητό για να μπουκωθούν όταν, αποκαμωμένοι πια από το shopping, σωριαστούν στις καρέκλες των φαστφουντάδικων. Σαν να πλαστικοποιήθηκε ολόκληρη η πλατεία, σαν να τυλίχθηκε από μια πλαστική μεμβράνη που δεν αφήνει τίποτα πλέον να ξεχωρίζει, να διαφέρει, να χαλάει τη συνταγή. Ποια συνταγή; Μα τη συνταγή της καταναλωτικής λαίλαπας, της υποκουλτούρας της μαζικής κατανάλωσης που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά της. Και της αποξένωσης. Γιατί βλέπετε δεν άλλαξαν μόνο τα καταστήματα. Άλλαξαν και οι άνθρωποι. Πλέον δεν ξεχωρίζουν από τα πρόσωπα, αλλά από τη μάρκα γυαλιών ηλίου που φοράνε, χειμώνα καλοκαίρι, βρέξει χιονίσει. Όσες φορές περπάτησα στην πλατεία δε συνάντησα ούτε έναν γνωστό. Ή ίσως και να συνάντησα, αλλά δεν τους γνώρισα κρυμμένους πίσω από τα αδιαπέραστα γυαλιά τους. Πλέον, οι μόνοι με τους οποίους πιάνω κουβέντα όταν κάνω βόλτα, γιατί ούτε γυαλιά ηλίου φοράνε και σε κοιτούν και στα μάτια, είναι οι μαύροι πλανόδιοι πωλητές. Με απλωμένες τις πραμάτειες τους κατάχαμα, έτοιμοι όχι μόνο να πουλήσουν αλλά και να μιλήσουν με τα λιγοστά ελληνικά τους, στην αμίλητη αυτή, βουβή πλατεία, αποτελούν τη φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα της αλαλίας. Οι ανοιχτόκαρδοι, ομιλητικοί αυτοί Αφρικανοί με τα γελαστά μάτια αποτελούν τη μόνη όαση ανθρωπιάς στην έρημο της κρυόκωλης πλατείας. Οι υπόλοιποι, λευκοί της περιπατητές απλώς σε προσπερνάνε αδιάφοροι και ψυχροί. Ελπίζω, κάποια στιγμή, η πλατεία να ξαναβρεί τη χαμένη της προσωπικότητα και ζεστασιά, την ανθρώπινή της υπόσταση, όπως την ξέρω και τη θυμάμαι.


ΥΓ: Για όσους πιθανώς δεν ξέρουν, το ποστ τιτλοφορήθηκε από το γνωστό τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη με τη φωνή της Άλκηστης Πρωτοψάλτη, που μπορεί να αναφέρεται σε ένα από τα παλιά καφέ της.

20 Απρ 2009

Πάσχα στα Ζαγοροχώρια

Άρτι αφιχθείς από τις ολιγοήμερες πασχαλινές διακοπές μου στα αγαπημένα από προηγούμενες διαμονές Ζαγοροχώρια, έφερα μαζί μου μερικές χαρακτηριστικές νομίζω φωτογραφίες της άνοιξης στα βουνά.


Σκυλοκατάληψη στον ξενώνα που μέναμε. Συγνώμη, μήπως θα μπορούσα να καθίσω κι εγώ ο άνθρωπος;


Ασυνήθιστη εμφανισιακά εκκλησία έξω από τα Κάτω Πεδινά.


Τα πανταχού παρόντα μωβ λουλούδια.


Άποψη των ελληνοαλβανικών συνόρων από το στρατιωτικό παρατηρητήριο της Μολυβδοσκέπαστης, ενός χωριού πολύ κοντά στα σύνορα. Στο βάθος, τα αλβανικά βουνά.


Ξανά στο στρατιωτικό παρατηρητήριο των συνόρων στη Μολυβδοσκέπαστη, μια εκκλησούλα.


Όμορφη η φύση στη Μολυβδοσκέπαστη. Χωμένο το χωριό στα βουνά, αλλά και πνιγμένο στο πράσινο.


Ανεξίτηλα τα σημάδια της εγκατάλειψης σε παλιό σπίτι στο Καπέσοβο.


Στο Δίκορφο, ένα πολύ όμορφο χωριό. Στο βάθος τα χιονισμένα βουνά.


Ξανά στο Δίκορφο. Απάτητο, την ημέρα εκείνη τουλάχιστον, από τις φυλές των τουριστών - τους 'τι θα φάμε', τους 'που θα φάμε' και τους 'πάμε να παίξουμε τάβλι δίπλα στο ποτάμι' (τρεις χαρακτηριστικές κουβέντες που άκουγα) - το ήρεμο, ξαπλωμένο στις δυο βουνοκορφές χωριό παραδόθηκε στο φακό μου.



Δίκορφο, παραδομένο στη ματιά του φωτογραφικού ξεναγού σας Γεράσιμου.



Μου άρεσε το σμίξιμο του βουνού, της φύσης με τη σεμνή ανθρώπινη παρουσία.


Και μια τελευταία φωτογραφική ματιά στο Δίκορφο.

15 Απρ 2009

Τι κοινό έχουν Ομπάμα, Σαρκοζί και… Άδωνις Γεωργιάδης;


H απάντηση χωρά σε μια μόνο λέξη: storytelling – στα ελληνικά, η τέχνη της αφήγησης. Και οι τρεις έχουν αποδειχτεί μάστορες στην πανάρχαια αυτή τέχνη, την οποία, όπως εξηγεί σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο Κριστιάν Σαλμόν, συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου, χρησιμοποιούν επικοινωνιολόγοι και πολιτικοί για να μας… παραμυθιάζουν. Ως γνωστόν, οι πολίτες σήμερα αντιμετωπίζουμε τους πολιτικούς με κυνισμό, γιατί τους νιώθουμε μακριά μας. Έχουμε την πεποίθηση ότι οι πολιτικοί κατοικούν σε γυάλινους πύργους από τους οποίους εκτοξεύουν συνθήματα, υποσχέσεις, ευχολόγια. Η τέχνη της αφήγησης προσφέρεται για να γεφυρωθεί με ιδανικό τρόπο αυτό το χάσμα μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Επιπλέον, κατακλυζόμαστε καθημερινά από πληθώρα μηνυμάτων που μεταδίδονται αδιάκοπα από περιοδικά, εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση και internet, ελάχιστα από τα οποία θα φτάσουν στους τελικούς αποδέκτες τους. Ποια θα τα καταφέρουν; Αυτά που δεν απευθύνονται στη λογική, αλλά στο συναίσθημα και στην καρδιά. Αφηγούμενοι λοιπόν ιστορίες όχι μόνο βρίσκουν, οι σύγχρονοι πολιτικοί, τους αποδέκτες τους ψηφοφόρους αλλά καταφέρνουν κάτι ακόμη δυσκολότερο σε μια εποχή που τα ΜΜΕ συνεχώς πληθαίνουν, με την κάλυψη της επικαιρότητας να ακολουθεί ολοένα ταχύτερους ρυθμούς: αποκτούν τον έλεγχο της ημερήσιας διάταξης – της ατζέντας – των παντοδύναμων ΜΜΕ. Η αφήγηση ως στρατηγική πολιτικής επικοινωνίας έχει δυο μορφές:

Πρώτον, μπορεί να πάρει τη μορφή διήγησης, σε δημόσιες εμφανίσεις ή συνεντεύξεις ενός πολιτικού κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας ιστοριών απλών, καθημερινών ανθρώπων. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Ομπάμα με μεγάλη μαεστρία στην προεκλογική κούρσα του για τον Λευκό Οίκο. Σχεδόν σε κάθε του δημόσια εμφάνιση διηγούνταν, με τα ονόματά τους, πότε την ιστορία ενός εργάτη από το Κεντάκι, πότε μιας εργαζόμενης μητέρας από το Νέο Μεξικό, πότε μιας φτωχής συνταξιούχου από το Οχάιο και πολλές άλλες ιστορίες πραγματικών, συγκεκριμένων ανθρώπων. Στήνοντας την προεκλογική του καμπάνια με τέτοιες ιστορίες έδειξε με τον πιο πειστικό τρόπο ότι βρίσκεται κοντά στους απλούς πολίτες, ότι γνωρίζει εκ των έσω και αφουγκράζεται τα προβλήματα και τις ανάγκες τους. Με τα γνωστά σαρωτικά αποτελέσματα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.

Δεύτερον, το storytelling μπορεί να σημαίνει αφηγηματοποίηση περιόδων της ζωής του πολιτικού, τη μετατροπή τους δηλαδή σε ένα σίριαλ με το πιστό κοινό του. Αυτό ακριβώς έκανε στη Γαλλία ο Σαρκοζί με την άνοδό του, το 2007, στην προεδρία της γαλλικής Δημοκρατίας. Σκηνοθετώντας ένα σίριαλ με τον ίδιο κεντρικό πρωταγωνιστή και με επεισόδια τόσο από την προσωπική όσο και από τη δημόσια ζωή του, κατάφερε να ελέγξει την ημερήσια διάταξη όχι μόνο των γαλλικών αλλά και των διεθνών ΜΜΕ, τα οποία σχεδόν καθημερινά μεταδίδουν επεισόδια της σαπουνόπερας που ο ίδιος με το επιτελείο του επινόησαν. Πλέον, σε προεκλογικές μάχες χωρών όπως οι ΗΠΑ, για κορυφαία αξιώματα όπως αυτό του Προέδρου, νικητής στέφεται αυτός με την καλύτερη αφήγηση. Στη μάχη για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις τελευταίες εκλογές, η αφήγηση της Χίλαρι στηριζόταν στη νοσταλγία για την εποχή των Κλίντον και τη δεκαετία του ’90, αλλά και σε μια μάτσο κεντρική ηρωίδα με εμπειρία, αντοχή, επιδεξιότητα. Αυτή η αφήγηση με την ηρωίδα της δεν κατάφεραν να συναγωνιστούν την αντίπαλη αφήγηση του Ομπάμα, που στηριζόταν στην επιθυμία για αλλαγή με ενεργό συμμετοχή του πληθυσμού των ΗΠΑ, αλλά και σε έναν κεντρικό ήρωα με θηλυκά χαρακτηριστικά όπως η χαρισματικότητα, η δυνατότητα να γοητεύει, η αναζήτηση συμβιβαστικών και όχι συγκρουσιακών λύσεων, η κομψότητα έναντι της αντοχής, η υπόσχεση για αλλαγή έναντι της εμπειρίας. Με αυτή την επιτυχημένη αφήγηση επικράτησε ο Ομπάμα και του Μακέιν στη μάχη για την προεδρία. Ο τελευταίος ενσάρκωσε τον παλαιό ήρωα πολέμου που προσέφερε θυσίες στην πατρίδα. Εν αντιθέσει, ο Ομπάμα ήταν ένας πολυπρόσωπος ήρωας. Ενσάρκωσε στο πρόσωπό του τον πανεπιστημιακό, τον ακτιβιστή, τον ιδεαλιστή, τον άνθρωπο των συμβιβασμών, και πολλούς άλλους ανομοιογενείς μεταξύ τους χαρακτήρες, πετυχαίνοντας, σαν ένας πολυεπίπεδος καθρέφτης, κάθε Αμερικανός να αναγνωρίζει τον εαυτό του σε αυτόν.

Παρακολουθώντας χθες μια συνέντευξη και του «δικού μας» Αδώνιδος Γεωργιάδη στην τηλεόραση σε μια κουτσομπολίστικη εκπομπή, στην οποία ως συνήθως μιλούσε για τη λαμπερή του συμβία Ευγενία Μανωλίδου, λύνοντας ατελείωτες απορίες κοινού και παρουσιάστριας, αντιλήφθηκα ότι έχει κι αυτός στήσει ένα σίριαλ με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τη συμβία του. Επιτυγχάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τα ελληνικά ΜΜΕ – σατιρικές ή κουτσομπολίστικες τηλεοπτικές εκπομπές, περιοδικά, εφημερίδες, blogs – να ασχολούνται, επί καθημερινής σχεδόν βάσεως, με τους δυο τους: με το αν την Ευγενία την ενοχλεί η σάτιρα που έχει ως στόχο την ίδια και τον Άδωνι, με το αν ο Άδωνις θα την παντρευτεί με ανοιχτό ή κλειστό γάμο, με το πώς συνδυάζονται οι επαγγελματικές τους ζωές στη σχέση τους και χίλια δυο άλλα trivia της καθημερινότητας του ζεύγους. Εφαρμόζει δηλαδή με μεγάλη επιτυχία, μέχρι στιγμής, τη συνταγή του storytelling. Και προβλέπω, στο μέλλον, ακόμη μεγαλύτερη εξέλιξή του προς αυτή την κατεύθυνση: αν συνεχίσει έτσι, ο storyteller Άδωνις μπορεί να φτάσει πολύ ψηλά. Kαι όχι μόνο σε τηλεθέαση...

11 Απρ 2009

'Eξηγώντας' τα ανεξήγητα



Προσπαθώντας, εκ του προχείρου ομολογουμένως, να ‘εξηγήσω’ τα ανεξήγητα, θα ξεκινήσω από κάποια πράγματα που έχω ξαναπεί, γύρω από τις σύγχρονες κοινωνίες και την ανομία (anomie) που τις χαρακτηρίζει. Τι σημαίνει ανομία; Ο όρος αυτός πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην κοινωνιολογία από τον Émile Durkheim, έναν από τους ιδρυτές πατέρες της. Ο Durkheim υποστήριζε ότι, για να το πω απλά, είμαστε ευτυχισμένοι όταν οι επιθυμίες μας είναι ανάλογες των μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας για να τις ικανοποιήσουμε. Αν αφεθούν αχαλίνωτες, οι ανθρώπινες επιθυμίες δεν έχουν όρια και αυτό το γεγονός, δεδομένων των περιορισμένων μέσων υλοποίησής τους, μας κάνει δυστυχισμένους. Οι κοινωνίες αντιμετώπιζαν στο παρελθόν αυτό το πρόβλημα των ανεπίτευκτων στόχων περιορίζοντας τις ανθρώπινες επιθυμίες. Δημιουργούσαν δηλαδή ένα πλαίσιο κανόνων που ‘επέτρεπαν’ στους ανθρώπους να θέσουν μόνο τους στόχους και να έχουν τις επιθυμίες που είχαν ρεαλιστικές πιθανότητες υλοποίησης. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο πλαίσιο υπήρξε και η θρησκεία. Ο όρος ανομία περιγράφει μια κατάσταση όπου αυτό το πλαίσιο έχει καταρρεύσει και οι στόχοι υπερβαίνουν πλέον κατά πολύ τα μέσα επίτευξής τους. Αυτό ακριβώς συνέβη στις σύγχρονες κοινωνίες, στις οποίες μετά το ‘θάνατο του Θεού’ - για να χρησιμοποιήσω την περίφημη φράση του Nietzsche - η επιρροή της θρησκείας ως περιοριστικού πλαισίου για τις ανθρώπινες επιθυμίες μειώθηκε και επιπλέον η πάλαι ποτέ πανίσχυρη θρησκεία έμεινε αναντικατάστατη ως αυτού του είδους το πλαίσιο. Γι’ αυτό ζούμε νομίζω, εδώ και αρκετές δεκαετίες, μια κατάσταση που μπορεί να περιγραφεί με τον όρο αυτό. Στον εικοστό αιώνα, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Robert K. Merton χρησιμοποίησε τον όρο στα πλαίσια μιας θεωρίας για την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ο Merton έκανε μια διάκριση μεταξύ κοινωνικά καθορισμένων στόχων και θεσμικών μέσων επίτευξής τους. Οι κοινωνίες διαφέρουν ως προς την έμφαση που δίνουν είτε στους στόχους είτε στα μέσα. Κοινωνίες όπως οι σημερινές, που δίνουν μεγάλη έμφαση στους στόχους που οφείλουμε να επιτύχουμε αλλά όχι τόσο στα μέσα επίτευξής τους, δημιουργώντας έτσι ένα αγεφύρωτο και διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ στόχων και μέσων, ωθούν, σύμφωνα με τη θεωρία του Merton, τα άτομα-μέλη αυτών των κοινωνιών να χρησιμοποιήσουν τα πιο αποδοτικά μέσα επίτευξης των οποιωνδήποτε στόχων, ασχέτως από το αν αυτά είναι νόμιμα ή όχι.

Δημοφιλείς στόχοι προς επίτευξη που θέτουν οι σημερινές δυτικές κοινωνίες είναι η επαγγελματική επιτυχία, ο πλουτισμός και η απόκτηση οικονομικής δύναμης. Αν έρθουμε και στην Ελλάδα, ποιος δε θα ’θελε να έχει μια πολύ καλή δουλειά, να πηγαίνει σ’ αυτή με μια Porsche, να έχει το εξοχικό του μπροστά στη θάλασσα, ένα σκάφος να πηγαίνει στα ανοιχτά και πάει λέγοντας - ή μάλλον αγοράζοντας. Παρατηρούμε όμως ότι ενώ πολλοί θα ήθελαν να πετύχουν και να αποκτήσουν τα παραπάνω και πολλά περισσότερα, ελάχιστοι διαθέτουν τα μέσα. Παρ’ όλα αυτά στόχοι και επιθυμίες εξακολουθούν να εκτοξεύονται στα ύψη - εφόσον κεντρική θέση στο σημερινό καπιταλιστικό φαντασιακό κατέχει η φαντασιακή σημασία του να ‘γίνεις κάποιος’ με τζιπ, εξοχικό και σκάφος όσο γίνεται πιο γρήγορα και ανέξοδα - ενώ τα νόμιμα, θεσμικά μέσα επίτευξής τους για όσους βρίσκονται στο κυνήγι τους, καθίστανται όλο και πιο πενιχρά. Το χάσμα αυτό μεταξύ στόχων και μέσων δημιουργεί, φυσικά, στα άτομα-μέλη μιας κοινωνίας όπως η Ελλάδα και ιδίως στα νεότερα από αυτά, μεγάλο άγχος, καθώς βλέπουν να διευρύνεται καθημερινά η απόσταση μεταξύ όσων η κοινωνία τους έχει βάλει να ονειρεύονται - μια ιδανική δουλειά, ένα μεγάλο σπίτι, μια συναρπαστική ζωή - και των μέσων πραγματοποίησης των ονείρων τους. Το άγχος αυτό επιτείνεται όταν, όπως στην περίπτωση του νεαρού αυτόχειρα Δημήτρη, στη μέση μπαίνουν και συνομήλικοι, παρέες, καθηγητές, που για τους δικούς τους λόγους ο καθένας περιθωριοποιούν ακόμη περισσότερο ένα ήδη δυστυχισμένο και αγχωμένο άτομο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το βυθίζουν ακόμη βαθύτερα στα αδιέξοδά του, του δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση. Γιατί βλέπει ότι όχι μόνο η κοινωνία γενικά, αλλά και τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντός του δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ του τι θα ήθελε να πετύχει και των μέσων που διαθέτει για την επίτευξη των στόχων του. Αν προσθέσουμε και την αποπροσανατολιστική επιρροή των βιντεοπαιχνιδιών και των διαφόρων sites του internet, βλέπουμε πόσο δύσκολο γίνεται πλέον για κάποιον σαν τον Δημήτρη να βρει μια διέξοδο από αυτή την κατάσταση ακατανίκητου άγχους. Καταδικασμένος από την κοινωνία του να κυνηγάει ανεκπλήρωτους στόχους, περιθωριοποιημένος από τους συνομηλίκους του, αισθάνεται νομίζω όλο και πιο ανεπαρκής και αδύναμος. Και όσο πιο αδύναμος νιώθει, όσο περισσότερο αφήνεται να περιθωριοποιηθεί, τόσο περισσότερο μεγαλώνει μέσα του η φαντασίωση της παντοδυναμίας, ως ιδανικής μορφής εκδίκησης απέναντι σε μια κοινωνία και ένα άμεσο περιβάλλον που τον καταδίκασαν σε μια διογκούμενη ανικανότητα να αλλάξει τη ζωή του. Με τις συνέπειες που είδαμε στα χθεσινά δελτία ειδήσεων και τις εφημερίδες.

10 Απρ 2009

Η θυσία της ποίησης

Τελευταία έχουμε γίνει μάρτυρες μιας ιδιότυπης παραφιλολογικής διαμάχης στη Βουλή, μεταξύ ΛΑΟΣ και ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαφωνίες μαίνονται γύρω από τη λέξη ‘βία’ και το νόημά της στους στίχους ‘σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη’ του ‘Ύμνου εις την Ελευθερίαν’. Δεν μπορώ φυσικά να ξέρω πώς και γιατί τους ήρθε να εντάξουν τον εθνικό μας ύμνο στο μικροπολιτικό τους οπλοστάσιο. Βρίσκω όμως πολύ λάθος τη χρησιμοποίηση στίχων του εθνικού μας ύμνου για την εξυπηρέτηση πρόσκαιρων επιδιώξεων και συμφερόντων πολιτικών ή κομμάτων. Ιδίως όταν όλη αυτή η βίαιη, αυθαίρετη αρπαγή και οικειοποίηση λέξεων, στίχων, νοημάτων άλλων εποχών, αφορά στην υπεράσπιση της σύγχρονης, τυφλής αστικής βίας και στη δικαιολόγησή της. Νομίζω ότι δυστυχώς αυτή η διαμάχη αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό σημάδι της παρακμής στην οποία έχει βυθιστεί το πολιτικό μας σύστημα και τα πολιτικά μας κόμματα, δια των εκπροσώπων τους. Παρακμή, στην οποία τους συντροφεύουν πιστά και οι δημοσιογράφοι-τηλεαστέρες των δελτίων ειδήσεων της ιδιωτικής τηλεόρασης, ως οι καθιερωμένοι συνοδοιπόροι τους στην ισοπέδωση. Έβλεπα χαρακτηριστικά χθες το βράδυ τους διάσημους τηλεσχολιαστές του δελτίου ειδήσεων του MEGA να χαριεντίζονται με την υπόθεση αυτή, λέγοντας αυτάρεσκα ότι καιρό είχαμε να δούμε στη Βουλή τέτοιου είδους ‘λόγιες’ συζητήσεις. Και μη διστάζοντας να αναφερθούν, μέσα στην απύθμενη ανευθυνότητα και αβυθομέτρητη σύγχυση που τους χαρακτηρίζει, σε ονόματα από το παρελθόν όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ‘αναπολώντας’ με την ευκαιρία αυτή τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις μεγάλων πολιτικών του παρελθόντος όπως αυτοί οι δυο. Δε νομίζω, όμως, ότι άνθρωποι όπως ο Κανελλόπουλος ή ο Τσάτσος θα έπεφταν ποτέ τόσο χαμηλά, θα μπλέκονταν σε τέτοιου είδους καιροσκοπικές διαμάχες προσπαθώντας να ρίξουν νερό στο μύλο των κομματικών τους στοχεύσεων μέσα από την ποίηση. Παίρνοντας δηλαδή στίχους ποιητών του παρελθόντος για να αποδείξουν ότι να, καλά τα λέμε εμείς και το κόμμα μας, για να τεκμηριώσουν δηλαδή τα λεγόμενά τους. Διότι οι άνθρωποι αυτοί, με αξιόλογο και εκτενέστατο πνευματικό έργο οι ίδιοι, ως δημιουργοί δηλαδή και οι ίδιοι, σέβονταν – και δε θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς – το έργο άλλων δημιουργών του πνεύματος. Και δεν το (εξ)ευτέλιζαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως κάνουν αυτές τις μέρες με τον Διονύσιο Σολωμό Αλαβάνος και Καρατζαφέρης. Η σήψη όμως φαίνεται να μην αφήνει τίποτα αλώβητο στο πέρασμά της. Ούτε καν την ποίηση, την ευγενέστερη νομίζω έκφραση του ανθρωπίνου πνεύματος. Που τη βλέπουμε να θυσιάζεται κι αυτή στο βωμό της αδηφάγου ψηφοθηρίας των σημερινών εξαγριωμένων αλλά και εξαθλιωμένων πολιτικών και κομμάτων μας.

8 Απρ 2009

Μάνα live

Δελτίο ειδήσεων ΑΝΤ1, χθες το βράδυ. Ξεκινά φυσικά με ρεπορτάζ από την Ιταλία για το μεγάλο σεισμό και τον νεκρό Έλληνα φοιτητή. Με μεγάλα γράμματα στο κάτω μέρος της οθόνης ενημερωνόμαστε ότι: «ΛΑΘΗ ΤΩΝ ΣΩΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΡΓΕΙΩΝ ΣΤΟΙΧΙΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΦΟΙΤΗΤΗ». Η ετυμηγορία έχει ήδη βγει, ο παρουσιαστής ως διασωστολόγος ειδικός επί των απεγκλωβισμών (και επιχειρώντας προφανώς να απεγκλωβίσει το δελτίο ειδήσεων του σταθμού από τις χαμηλές τηλεθεάσεις) μας πληροφορεί ότι οι Ιταλοί έβγαλαν πολύ νωρίς τα βαριά μηχανήματα στα συντρίμμια των κτιρίων που κατέρρευσαν στη L’ Aquila. Αναρωτιέται μάλιστα φωναχτά μήπως τα ίδια τα μηχανήματα ευθύνονται για το θάνατο του φοιτητή. Και έχει καλεσμένο σε τηλεπαράθυρο έναν άνθρωπο της ΕΜΑΚ για να πει κι αυτός ότι ναι, δεν ξέρουν τι τους γίνεται οι Ιταλοί διασώστες και να τι πάθαμε.


Σκέφτομαι, χωρίς φυσικά να μπορώ να ξέρω αν έχει νόημα όλη αυτή η συζήτηση, ότι ακόμα και έτσι αν είχαν τα πράγματα, ακόμα και αν όντως ήταν λάθος να βγουν τόσο νωρίς οι μπουλντόζες στα συντρίμμια, ένα δελτίο ειδήσεων ΔΕΝ θα έπρεπε να ξεκινά με αυτό, τονίζοντάς το. Για πολλούς και διάφορους λόγους. Όπως η καλή γειτονία με την Ιταλία, ο σεβασμός στους νεκρούς από τον σεισμό, η έντιμη στάση απέναντι στους Ιταλούς διασώστες και τις προσπάθειές τους. Και κυρίως η εγκυρότητα στην πληροφόρηση που μας παρέχει το δελτίο, η οποία δεν μπορεί να στηρίζεται σε χοντράδες και χοντροκομμένες εικασίες. Και να έχει αυτές τις χοντράδες ως κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο κινείται.

Φάουλ δεύτερο του σεισμόπληκτου δελτίου: ο παρουσιαστής βγάζει στον αέρα τη μητέρα του χαμένου παιδιού. (Εννοείται ότι όλη αυτή την ώρα από την αρχή του δελτίου δεν έχουμε ακούσει κουβέντα για τους διακόσιους τόσους άλλους νεκρούς αφού στην Ελλάδα είμαστε, δηλαδή στο κέντρο του γνωστού κόσμου για τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων.) Στην αρχή ακούγεται πολύ αχνά, λόγω τεχνικών προβλημάτων. Ο παρουσιαστής τη βάζει να μιλά ξανά και ξανά για να διορθώσουν οι τεχνικοί τα προβλήματα στον ήχο και τελικά, ύστερα από αρκετή προσπάθεια, ακούγεται δυνατά η φωνή της. Φυσικά, η γυναίκα δεν έχει τίποτα να πει. Ούτε και ο παρουσιαστής, που φανερά «συντετριμμένος» – σαν παιδί που μόλις συνειδητοποίησε ότι αυτό που έκανε ήταν κακό και χαμηλώνει τα μάτια, χάνει τα λόγια του – της λέει ότι δεν θέλει να την ταλαιπωρήσει, παρότι αυτό ακριβώς έκανε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και την αφήνει επιτέλους στην ησυχία της, αφού της υποσχεθεί, σε μια on air επίδειξη άνευ λόγου φιλανθρωπίας, να τη βοηθήσει ο σταθμός. Σαν να μην υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες σε Ιταλία και Ελλάδα για κάθε είδους σεισμοπαθείς και να πρέπει η γυναίκα να περιμένει από τον ΑΝΤ1 να της παρέχει όποια βοήθεια χρειάζεται.

Aναρωτιέμαι, μετά απ’ όλα αυτά, τι ενημερωτικούς στόχους εξυπηρέτησε η ζωντανή συνομιλία με μια μητέρα που μόλις έχασε το παιδί της. Είχε κάποιο νόημα; Νόμιζαν οι υπεύθυνοι του σταθμού ότι ταλαιπωρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτή τη γυναίκα «ενημέρωναν»; Και τι είδους ενημέρωση προσέφεραν; Μήπως το ΕΣΡ θα έπρεπε να επιβάλλει περιορισμούς στις ζωντανές συνδέσεις με πρώτου βαθμού συγγενείς θυμάτων φυσικών καταστροφών, δυστυχημάτων, τρομοκρατικών ενεργειών; Μπας και γίνουν λίγο αξιοπρεπέστερα τα δελτία ειδήσεων των ιδιωτικών καναλιών;

7 Απρ 2009

Μια πρωτοβουλία για τη Δυτική Αττική


Με ιδιαίτερη χαρά σας παρουσιάζω σήμερα το περιοδικό 'Ο Δημοφών', που στο τελευταίο τεύχος του φιλοξενεί και ένα ποστ μου (εδώ το ποστ στην αρχική του μορφή). Τι είναι 'Ο Δημοφών'; Είναι το περιοδικό που εκδίδει ανά τρίμηνο ο 'Σύλλογος Ποιοτικής και Πολιτιστικής Αναβάθμισης Δυτικής Αττικής Ο ΔΗΜΟΦΩΝ', με σκοπούς την προώθηση της λύσης των τοπικών προβλημάτων της περιοχής της Δυτικής Αττικής, την ποιοτική-πολιτιστική αναβάθμισή της και την περιβαλλοντική-οικολογική προστασία της, που μπορούν να επιτευχθούν με την “απόδραση” των πολιτών από την αδράνεια και με τη συμμετοχή τους. Έτσι τα λένε στο site τους η ομάδα αυτή νέων ανθρώπων που ίδρυσε τον πολιτιστικό αυτό σύλλογο πριν δέκα χρόνια. Και νομίζω ότι αξίζει της προσοχής μας η προσπάθειά τους. Αξίζει, διότι πρόκειται μεταξύ άλλων για μια προσπάθεια που άνθισε στην από πολλές απόψεις 'ριγμένη' Δυτική Αττική. 'Ριγμένη' περιβαλλοντικά περισσότερο, με τις ευρύτατες και βαθύτατες συνέπειες που αυτό έχει για την ποιότητα ζωής των περίπου 150.000 ανθρώπων που ζουν σ' αυτήν. Εύχομαι, πραγματικά, η προσπάθεια του 'Δημοφώντα' να φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, να αλλάξει το πολιτιστικό τοπίο στη Δυτική Αττική. Kαι νιώθω μεγάλη ικανοποίηση που το blog μου τους φάνηκε χρήσιμο σε αυτά τα πλαίσια, της ποιοτικής και πολιτιστικής αναβάθμισης της πολλαπλά αδικημένης αυτής περιοχής της Αττικής, του κατά τα άλλα πιο ευνοημένου Νομού της Ελλάδας. Πάντα στη διάθεσή τους. :-)

3 Απρ 2009

Oι ορατοί αόρατοι

Ήμουνα σήμερα το πρωί στη Νέα Φιλαδέλφεια, για μια δουλειά. Επιστρέφοντας πήρα ένα λεωφορείο για το κέντρο της Αθήνας, που τερμάτιζε στη Χαλκοκονδύλη. Διασχίζοντας την Οδό Αχαρνών, περνώντας από άγνωστές μου γειτονιές και συνοικίες, όπως ο Άγιος Ελευθέριος, από δρόμoυς και πλατείες που ήξερα μόνο από λαϊκά τραγούδια, όπως η Πλατεία Βάθης, έβλεπα από το παράθυρο δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ανθρώπους όλων των φυλών, κάθε ηλικίας, αλλά με έναν κοινό παρανομαστή: το μεροκάματο που δεν έρχεται κι όλο το κυνηγάνε, την εξαθλίωση που τους χτυπά καθημερινά την πόρτα της ζωής τους, σαν επίμονος δοσατζής. Έτρεχαν σαν μυρμήγκια από δω κι από κει, στις δουλειές τους, στους αγαπημένους τους, ποιος ξέρει που αλλού. Μια κοπέλα πιθανότατα από τις Φιλιππίνες σε ένα μπαλκόνι παλιάς πολυκατοικίας επί της Αχαρνών, μιλούσε σε ένα τηλέφωνο, με το άλλο χέρι στο αυτί της για να αφήνει απ’ έξω τη φασαρία του δρόμου. Ίσως αυτή η κοπέλα να μιλούσε με τους δικούς της στη μακρινή της πατρίδα, περιγράφοντάς τους τη ζωή στην Ελλάδα, στην Οδό Αχαρνών. Άλλοι πάλι κάθονταν σε καφέ, περίμεναν στη σειρά έξω από στεγνοκαθαριστήρια για να πλύνουν τα ρούχα τους, παιδιά με σχιστά μάτια μπαινόβγαιναν βιαστικά και μόνα τους στο λεωφορείο.

Όλους αυτούς τους ανθρώπους δεν τους είχα δεί ποτέ στα δελτία ειδήσεων ή σε άλλες εκπομπές της τηλεόρασης. Δεν πρωταγωνιστούν στα δημοφιλή σίριαλ των καναλιών, δεν απασχολούν τις κουτσομπολίστικες εκπομπές, δεν ασχολούνται μαζί τους ούτε καν τα πρωινάδικα, που ως γνωστόν δεν τους ξεφεύγει τίποτα από πλευράς θεμάτων. Ούτε τους έχω δει ποτέ στις εφημερίδες ή στα blogs. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί απλώς δεν υπάρχουν για τα μέσα επικοινωνίας και ενημέρωσης, παλιά και νεότερα. Τους βλέπει κανείς μόνο άμα τύχει, άμα τον φέρει ο δρόμος του, να περάσει από τα μέρη τους. Αλλιώς παραμένουν ανύπαρκτοι.

Μάλιστα χωρίς να ξέρω γιατί, εκεί στο κάθισμα του λεωφορείου, καθώς έριχνα κλεφτές ματιές από το παράθυρο, κάπως τους ζήλεψα. Μου φάνηκε ότι αυτοί οι άνθρωποι, οι αγνοημένοι, οι αόρατοι για όλους «εμάς» τους υπόλοιπους, είχαν μια πιο αυθεντική ζωή. Δεν ανησυχούσαν για το πώς φαίνονται, αφού κανένας δεν τους έβλεπε. Μπορούσαν να πάνε οπουδήποτε αόρατοι, χωρίς να νιώθουν τα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων επάνω τους, γλιστρώντας σαν σκιές από λεωφορείο σε στάση και από στάση σε άλλο λεωφορείο. Δεν ανησυχούσαν για την κατηφόρα που έχει πάρει αυτή η χώρα, δεν τους έσκαγαν όλα αυτά που μας σκάνε κάθε μέρα και μας κάνουν να γκρινιάζουμε. Δεν ένιωθαν εργασιακά αδικημένοι από την αναξιοκρατία, δεν ήταν τσαντισμένοι που κάποιοι φίλοι τους με καλύτερο «μέσο» είχαν βρει καλύτερη δουλειά. Δεν ζήλευαν που κάποιοι γνωστοί τους θα πήγαιναν το σαββατοκύριακο στο τάδε βουνό ή στη δείνα θάλασσα ενώ αυτοί θα έμεναν στην πόλη. Δεν τους ενοχλούσαν οι μετανάστες που με τον ερχομό τους «μαγάρισαν» την μέχρι πριν μια-δυο δεκαετίες αγνή και παρθένα πατρίδα τους. Με μια λέξη, ήταν ελεύθεροι.

2 Απρ 2009

Βlogging: μια από τα ίδια;



Θέλω να ευχαριστήσω αυτόν που δημιούργησε το Διαδίκτυο κι αυτόν που δημιούργησε τα μπλογκ. Έδωσαν σε όλους μας την ευκαιρία να αποδείξουμε πως είμαστε εξίσου ανόητοι με αυτούς τους οποίους κατηγορούμε.

Τάδε έφη πιτσιρίκος με την αφορμή των τέταρτων γενεθλίων του (ως blogger). Και θέλω με τη σειρά μου να τον ευχαριστήσω για τη μεγάλη αυτή αλήθεια. Όσα βλέπουμε και κατακρίνουμε στην έξω ζωή, συμβαίνουν τα ίδια και χειρότερα – με ένα επίχρισμα διαδικτυακού εξυπνακισμού – στη μπλογκόσφαιρα.

Θέλουμε διαπλοκή, παρεούλες, κυκλωματάκια; Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε στα μεγάλα μπλογκομάγαζα ή στο buzz, τον διαδικτυακό αυτό τόπο υποτιθέμενης συγκέντρωσης και επιβράβευσης των καλύτερων posts από όλα τα ελληνικά blogs. Ο οποίος έχει αποικιστεί από παρεούλες που ψηφίζουν ο ένας τον άλλο, 'τσακώνονται', τα ξαναβρίσκουν και 'ξανατσακώνονται', αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια θέματα: η βαναυσότητα της αστυνομίας, η καταπάτηση των δικαιωμάτων μεταναστών, η κακοποίηση κρατουμένων, οι γραφικότητες ακροδεξιών πολιτικών, αποτελούν αγαπημένα ζητήματα προς ανάδειξη και συζήτηση ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι τελικής… πτώσεως της κεφαλής επί του πληκτρολογίου από ανία. Βλέπετε, δεν έχει περάσει από το μυαλό όλων αυτών των κολοσσών της σκέψης ότι μπορεί να μην έχουν και τόσο ενδιαφέρον όσα τους απασχολούν σε καθημερινή, ανελέητη επανάληψη.

Θέλουμε χαλάρωση ύστερα από μια κουραστική μέρα, λίγο βρισίδι να έρθουμε στα ίσια μας, ποδοσφαιροκουβέντα για να μην ξεχνιόμαστε, αριστεροσύνη της ευκολίας και των τσιτάτων, κάλπικο, α λα Google ξερολισμό; Στη μπλογκόσφαιρα όλα αυτά και πολλά περισσότερα μας βοηθούν να γίνουμε ακόμη χειρότεροι απ’ ό, τι ήμασταν πριν μπούμε στο internet. Μπορούμε να εκτονωθούμε ανωνύμως, να αποβλακωθούμε ανωνύμως, να χλευάσουμε ανωνύμως, να κοκορευτούμε ανωνύμως. Μπορούμε δηλαδή να ικανοποιήσουμε τη ματαιοδοξία μας εύκολα, γρήγορα, ανέξοδα και πάνω απ’ όλα ακίνδυνα.

Θέλουμε φίρμες, αστέρια της πίστας; Ονοματάρες που θα φέρουν κοσμάκη να σχολιάζει, να ποστάρει, να buzzάρει, να ασχολείται εν πάση περιπτώσει; Έχουμε τους επώνυμους bloggers. Όπως στην πολιτική εκεί έξω υπάρχουν οι λεγόμενοι δεινόσαυροι, στο blogging υπάρχουν οι κροκόδειλοι με τα κροκοδειλάκια τους. Επώνυμοι δηλαδή bloggers οι οποίοι, καιρό στο κουρμπέτι, απέκτησαν με τα χρόνια μια κουστωδία ανώνυμων θαυμαστών που τους ακολουθούν δαγκώνοντας όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει τον μάστερ. Χωρίς να ξεχνάμε και την άλλη κατηγορία πρώτων ονομάτων της πίστας: τους… προκάτ επώνυμους, που μας ήρθαν με ονοματεπώνυμο από την έξω ζωή και αμέσως απέκτησαν τους διαδικτυακούς τους πιστούς. Πιστούς, οι οποίοι μέχρι χτες μπορεί να τους έσερναν τα μύρια όσα από τα blogs τους, αλλά με το που οι real life επώνυμοι πάτησαν το πόδι τους στο καταγώγιο που λέγεται μπλογκόσφαιρα και τους καταδέχτηκαν, τα ξέχασαν όλα από τη συγκίνησή τους. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η εθνική οδός που λέγεται μπλογκόσφαιρα διαθέτει και τα άλφα ποιότητος μαγαζιά με τα μεγάλα ονόματα. Και με μαγαζάτορες που κάθε λίγο και λιγάκι παρουσιάζονται, οι ίδιοι και οι ίδιοι εδώ και χρόνια, στις εφημερίδες του έξω κόσμου ως οι 'bloggers'.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ευχαριστώ με τη σειρά μου τον Βρετανό εκείνο που δημιούργησε το world wide web και τη Google που μας χάρισε τα blogs. Πουθενά αλλού δε δίνεται η ευκαιρία να παρατηρήσει κανείς με την ησυχία του, εξάγοντας ό, τι είδους κοινωνιολογικά συμπεράσματα του κάνει κέφι, την παρανοϊκή ελληνική πραγματικότητα σε μια από τις αποκαλυπτικότερες εκφάνσεις της.

1 Απρ 2009

Απεργία; Όχι ευχαριστώ



Απάντηση στην ανατροπή εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων δίνουν τα εργατικά συνδικάτα με την 24ωρη γενική απεργία της Πέμπτης, στην οποία καλούνται να λάβουν μέρος εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, το Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες λέει το σημερινό ρεπορτάζ στο in.gr. Και συνεχίζει: το κύμα των απολύσεων, η καθιέρωση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, μαζί με τις ανατροπές στο ασφαλιστικό καθεστώς και των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και η πολιτική λιτότητας προκαλούν θύελλα αντιδράσεων και τα εργατικά συνδικάτα προειδοποιούν ότι οι κινητοποιήσεις θα κλιμακωθούν. Στην απεργία της Πέμπτης οι οργανωτές (ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ) εκτιμούν ότι η συμμετοχή θα είναι μαζική. Στην κινητοποίηση καλούνται να λάβουν μέρος οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες.

Μάλιστα. Δεν ξέρω για τους άλλους τομείς, αλλά στον ιδιωτικό που εργάζομαι εγώ όλα αυτά τα αγωνιστικά του ρεπορτάζ μοιάζουν λίγο με παιδικό παραμυθάκι, αλλά για μεγάλους. Και με κάποιους άλλους για πρωταγωνιστές. Διότι ξέρω ότι για μια ακόμη φορά δε με παίρνει να απεργήσω. Αλλά να, κάποιοι άλλοι απεργούν. Το σχετικό ρεπορτάζ το βλέπω όπως ας πούμε κάποιος που δεν έχει ταξιδέψει ποτέ του στο εξωτερικό ξεφυλλίζει ταξιδιωτικούς οδηγούς για εξωτικούς προορισμούς. Ξέρει ότι ποτέ δε θα βρεθεί εκεί, αλλά χορταίνει και μόνο από τις περιγραφές. Και είναι σα να πήγε. Έτσι κι εγώ, είναι σα να απήργησα.

Όσο για το στόρι του παραμυθιού; Ως συνήθως, αύριο απεργούν αυτοί που μπορούν να απεργήσουν: δημόσιοι υπάλληλοι ως επί το πλείστον, που με μια άδεια και από τη σημαία την Παρασκευή έχουν ένα ωραιότατο τετραήμερο για ξεκούραση, ένα παρατεταμένο γουίκεντ λίγο πριν το Πάσχα. Και πάλι ως συνήθως, αυτοί που θα έπρεπε να απεργήσουν, δεν θα απεργήσουν. Γι' αυτό και εξακολουθούν να γίνονται απεργίες. Με το παραπλανητικό πρόσχημα ότι αυτή τη φορά θα απεργήσουν αυτοί που θα έπρεπε να απεργήσουν. Και με το γνωστό αποτέλεσμα: δυο μέρες παραπάνω ξεκούραση - μια ημέρα 'αγωνιστικής' ξάπλας, μια με άδεια από τη σημαία - γι' αυτούς που τους παίρνει να πουν 'απεργώ'.

Προσωπικά, βρίσκομαι στη δεύτερη εβδομάδα εργασίας σε μια καινούργια εταιρεία, χωρίς βεβαίως να μου έχει γίνει ακόμη πρόσληψη ούτε και να προβλέπεται να πληρωθώ για το δεκαπενθήμερο. Και δεν διανοούμαι να απεργήσω για να μη βρεθώ στα χειρότερα, δηλαδή στην ανεργία, στην αγκαλιά της επίμονης αυτής ερωμένης κάθε ανθρώπου που προσπαθεί να κινηθεί αξιοκρατικά και αξιοπρεπώς στη σημερινή εργασιακή πραγματικότητα.