Έκανα σήμερα μια μικρή βόλτα στη γειτονιά που μεγάλωσα. Ποια η γειτονιά; Η πλατεία της Νέας Σμύρνης. Το πατρικό μου σπίτι δεν απείχε παρά δυο τετράγωνα απ’ αυτήν. Πρόκειται για μια πλατεία, τις μεταμορφώσεις της οποίας παρακολουθώ από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 μέχρι και σήμερα. Περπατώντας, έπαιξα ένα μικρό παιχνίδι. Προσπάθησα να θυμηθώ όσα περισσότερα μπορούσα από τα παλιά καταστήματα που έδωσαν με τον καιρό τη θέση τους στα τρία κυρίαρχα σήμερα είδη μαγαζιών. Τι είδους καταστήματα κυριαρχούν στην πλατεία τη σήμερον ημέρα; Τα ρουχάδικα, τα φαγάδικα και τα καφέ με τους γνωστούς καναπέδες σε πεζόδρομους και πεζοδρόμια – συν κάποια καταστήματα οπτικών. Εκεί λοιπόν που παλιά ήταν ένα σιδερωτήριο, είδα ένα κατάστημα ρούχων, ιταλικής προέλευσης παρακαλώ. Σε έναν άλλο δρόμο της πλατείας, ένα παιχνιδάδικο είχε μετατραπεί σε κατάστημα ρούχων κι αυτό. Ένα μικρό ψιλικατζίδικο είχε μεταμορφωθεί σε στιλάτο καφέ, με τους θαμώνες απ’ έξω να καπνίζουν τα πούρα τους και να πίνουν τους τελευταίας μόδας καφέδες τους στους αναπαυτικούς του καναπέδες. Εκεί που ήταν μια παλιά πιτσαρία, έχουμε τώρα Starbucks. Στο κεντρικό σημείο στην πλατεία όπου πωλούνταν τα περίφημα ψητά κοτόπουλα, ρούχα και οπτικά. Παραπέρα τα είδη προικός δεν υπάρχουν πια, έγιναν μαντέψτε τι: κατάστημα με ρούχα. Όπως κι ένα παλιό σινεμά που έκλεισε πριν αρκετά χρόνια, μην αντέχοντας στην επίθεση των γυναικείων ρούχων. Περπατώντας, σκέφτηκα ότι η ποικιλία σε καταστήματα, επαγγέλματα, που έβλεπε κανείς επί της πλατείας, έδωσε τη θέση της στην ομοιομορφία. Και με προεξάρχουσα τη νοοτροπία του προκάτ: προκατασκευασμένα, τυποποιημένα ρούχα για όλα τα «γούστα», έτοιμος, δυνατός καφές για να πάρουν οι καταναλωτές δυνάμεις για νέα ψώνια, έτοιμο φαγητό για να μπουκωθούν όταν, αποκαμωμένοι πια από το shopping, σωριαστούν στις καρέκλες των φαστφουντάδικων. Σαν να πλαστικοποιήθηκε ολόκληρη η πλατεία, σαν να τυλίχθηκε από μια πλαστική μεμβράνη που δεν αφήνει τίποτα πλέον να ξεχωρίζει, να διαφέρει, να χαλάει τη συνταγή. Ποια συνταγή; Μα τη συνταγή της καταναλωτικής λαίλαπας, της υποκουλτούρας της μαζικής κατανάλωσης που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά της. Και της αποξένωσης. Γιατί βλέπετε δεν άλλαξαν μόνο τα καταστήματα. Άλλαξαν και οι άνθρωποι. Πλέον δεν ξεχωρίζουν από τα πρόσωπα, αλλά από τη μάρκα γυαλιών ηλίου που φοράνε, χειμώνα καλοκαίρι, βρέξει χιονίσει. Όσες φορές περπάτησα στην πλατεία δε συνάντησα ούτε έναν γνωστό. Ή ίσως και να συνάντησα, αλλά δεν τους γνώρισα κρυμμένους πίσω από τα αδιαπέραστα γυαλιά τους. Πλέον, οι μόνοι με τους οποίους πιάνω κουβέντα όταν κάνω βόλτα, γιατί ούτε γυαλιά ηλίου φοράνε και σε κοιτούν και στα μάτια, είναι οι μαύροι πλανόδιοι πωλητές. Με απλωμένες τις πραμάτειες τους κατάχαμα, έτοιμοι όχι μόνο να πουλήσουν αλλά και να μιλήσουν με τα λιγοστά ελληνικά τους, στην αμίλητη αυτή, βουβή πλατεία, αποτελούν τη φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα της αλαλίας. Οι ανοιχτόκαρδοι, ομιλητικοί αυτοί Αφρικανοί με τα γελαστά μάτια αποτελούν τη μόνη όαση ανθρωπιάς στην έρημο της κρυόκωλης πλατείας. Οι υπόλοιποι, λευκοί της περιπατητές απλώς σε προσπερνάνε αδιάφοροι και ψυχροί. Ελπίζω, κάποια στιγμή, η πλατεία να ξαναβρεί τη χαμένη της προσωπικότητα και ζεστασιά, την ανθρώπινή της υπόσταση, όπως την ξέρω και τη θυμάμαι.
ΥΓ: Για όσους πιθανώς δεν ξέρουν, το ποστ τιτλοφορήθηκε από το γνωστό τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη με τη φωνή της Άλκηστης Πρωτοψάλτη, που μπορεί να αναφέρεται σε ένα από τα παλιά καφέ της.
7 σχόλια:
Και είχα την εντύπωση ότι το τραγούδι αναφέρεται στον Αδωνη του Ζωγράφου.
Aθεόφοβε λες να έπεσα έξω; Δεν τον ξέρω αυτόν τον άλλο Άδωνη. Όπως και να 'χει, θα το διορθώσω στο ποστ. Θα βάλω ένα 'μπορεί'...:-)
Κοίτα πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Κι εγώ μεγάλωσα πολύ κοντά στην Πλατεία (μια είναι η πλατεία για τους Νεοσμυρνιώτες). Επειδή είμαι λίγο μεγαλύτερος από σένα Γεράσιμε, θυμάμαι κι άλλα μαγαζιά που έσβησαν με τα χρόνια: Το φούρνο που έγινε κατάστημα ενδυμάτων για εύσωμες κυρίες (χοντρές άπαπα δεν είναι πολιτικά ορθό) το γαλατάδικο που έγινε κι αυτό μαγαζί με ρούχα, το μπακάλικο με τα τσουβάλια με χύμα όσπρια, το κρασοπωλείο (και τα δύο προηγούμενα καταστήματα πουλάνε τώρα εσώρουχα). Περπατάω στην γειτονιά που μεγάλωσα και δεν αναγνωρίζω παρά ελάχιστα σημεία αναφοράς. Ο κόσμος άλλαξε ή γέρασα εγώ; Δεν ξέρω αν είναι η νοσταλγία της παιδικής ηλικίας αλλά μου φαίνεται πολύ χειρότερη η σημερινή Νέα Σμύρνη.
Φλύαρε δε νομίζω ότι νοσταλγούμε απλώς, αλλά ότι όντως έχει γίνει χειρότερη η Νέα Σμύρνη από πολλές απόψεις: περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα καταστήματα που μοιάζουν καταθλιπτικά μεταξύ τους, 'κρυόκωλοι' κάτοικοι και πολλά άλλα...
Πολύ φοβάμαι ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω και παρασέρνει ότι αδύναμο βρει στο πέρασμά του. Το έχω νιώσει αυτό το συναίσθημα του "ακρωτηριασμού". Σε κάποια οδό της Αθήνας κατέβαινα στο υπόγειο ενός αρχοντικού για να αγοράσω κρασί για τον παππού από το βαρέλι του κυρ Μήτσου, τώρα στη θέση του βρίσκεται γνωστό σούπερ μάρκετ. Σε μια επίσκεψη μου στην επαρχία η γωνία του πεζοδρομίου που υπήρχε το περίπτερο απ΄ το οποίο αγόραζα περιοδικά και παγωτά από παιδάκι τώρα είναι κενή, έχουν τοποθετήσει και καινούργιες πλάκες, ούτε ένα μικρό σημάδι, άμα θέλουν όλα τέλεια τα διορθώνουν...
Λοιπον. Ο Αδωνις (το καφε) ήταν στην πλατεια Κολωνακίου. Ειχε μεγάλη ιστορια. Εξαρτάται ομως που μένει ο καθενας ή που εχει μεγαλωσει. Οπως λοιπον καταλαβαινετε γι αυτους που μενουν στην Αθηνα (κέντρο) μία ειναι η πλατεία........
Ο Άδωνις ήταν,είναι και θα είναι στην πλατεία της Ν.Σμύρνης με τη διαφορά ότι πρέπει να σηκώσετε το βλέμα σας ψηλά.....
Δημοσίευση σχολίου