30 Απρ 2010

Βγενόπουλος όπως... Berlusconi;

Όλα παίζονται. Κάποιοι εικάζουν ότι η Ελλάδα προετοιμάζεται για τον δικό της Berlusconi, που θα ακούει στο όνομα Βγενόπουλος και ο οποίος, επικεφαλής ενός πολιτικού σχηματισμού διάσωσης της χώρας από την πολυδιάστατη χρεωκοπία της – χρεωκοπία οικονομική, πολιτική, κοινωνική – θα πάρει το τιμόνι στα χέρια του. Η αλήθεια είναι ότι τα μεταπολιτευτικά κόμματα δεν φαίνονται ικανά να διαχειριστούν όσα έρχονται, όσα έχουν ήδη έρθει. Οι ρητορικές τους παραμένουν απροσάρμοστες στα νέα δεδομένα, οι μηχανισμοί τους έχουν φθαρεί από την πολλή χρήση, τα στελέχη τους το ίδιο. Η σχέση τους με τους ψηφοφόρους θυμίζει παντρεμένο ζευγάρι που με το πέρασμα των χρόνων, των δεκαετιών, έχουν βαρεθεί ο ένας να βλέπει το πρόσωπο του άλλου, γνωρίζει ο ένας εκ των προτέρων την παραμικρή κίνηση του άλλου – και το αρχικό πάθος που υπήρχε μεταξύ τους έχει οριστικά χαθεί. Βλέποντας τον Έλληνα Berlusconi να εμφανίζεται όλο και συχνότερα στα ΜΜΕ δηλώνοντας σε όλους τους τόνους, επιμένοντας ότι δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική, σκέφτομαι ότι αν είναι να κάνει την κίνησή του, ας την κάνει τώρα. Αν το διαφορετικό πρόσωπο της μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής της χώρας αυτής που γέννησε τη δημοκρατία αλλά την έδωσε έκτοτε για υιοθεσία από άλλες, πλουσιότερες χώρες, πρόκειται να είναι αυτό ενός επιχειρηματία, ενός επαγγελματία του χρήματος, ομολογώ χωρίς κανέναν φόβο και πάθος ότι το προτιμώ. Τον προτιμώ από τους επαγγελματίες της κομματοκρατούμενης πολιτικής, από τους ελέω επιθέτου ‘ηγέτες’, από τους ανεπάγγελτους κομματανθρώπους, από τους φωνακλάδες δημεγέρτες και εθναμύντορες.

29 Απρ 2010

Όχι άλλη ‘πολιτική ευθύνη’

Μέχρι σήμερα νόμιζα ότι η χωρίς νόημα αυτή φράση εκστομιζόταν από πολιτικούς για να ‘δικαιολογηθούν’ για σκάνδαλα που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας. Και για να ξεκαθαρίζομαι ως προς το τι εννοώ: το να δηλώνει ένας πολιτικός ότι αναλαμβάνει την ‘πολιτική ευθύνη’ για οτιδήποτε, σημαίνει βεβαίως ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τυχόν κακούς χειρισμούς που έγιναν όσο ο ίδιος ήταν υπουργός, υφυπουργός ή εν πάση περιπτώσει κατείχε κάποιο δημόσιο αξίωμα με ευθύνες. Όταν όμως δεν μιλάμε πλέον για απλώς ατυχείς χειρισμούς αλλά για αξιόποινες πράξεις που τιμωρούνται – μάλλον ΔΕΝ τιμωρούνται, στην Ελλάδα τουλάχιστον – με διαφόρων ειδών ποινές και κρίνονται όχι σε δημοσιογραφικά πηγαδάκια ως χειρισμοί αλλά στα δικαστήρια ως αδικήματα, αλλάζει το πράγμα. Και η ‘πολιτική ευθύνη’ χάνει το νόημά της, από τη στιγμή που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση και για αποφυγή της πραγματικής, ουσιαστικής ευθύνης που φέρει ο οιοσδήποτε πολιτικός για οποιοδήποτε σκάνδαλο.

Σήμερα, μαθαίνω ότι με επιστολή τους από τη φυλακή οι Πόλα Ρούπα, Νίκος Μαζιώτης και Κώστας Γουρνάς αναλαμβάνουν λέει και αυτοί όχι την ευθύνη αλλά την ‘πολιτική ευθύνη’ για τη συμμετοχή τους στον Επαναστατικό Αγώνα. Με άλλα λόγια, μας λένε ότι για τις καταστροφές δημόσιας περιουσίας, πιθανώς και τον θάνατο του 15χρονου αγοριού από τη βόμβα που πριν λίγο καιρό έσκασε στα χέρια του και ποιος ξέρει πόσα ακόμα άστοχα, τυφλά ‘χτυπήματα’, φέρουν όχι την πραγματική ευθύνη, αλλά μια ευθύνη ‘πολιτική’. Δηλαδή βάσει της ιδεολογίας τους έκριναν ότι δικαιολογούνται όσα έκαναν στα πλαίσια της διάδοσης των ιδεών τους, του περάσματος μηνυμάτων στο ‘αντίπαλο στρατόπεδο’ ή ποιος ξέρει τι άλλο, γι’ αυτό και δεν μπορεί να τους καταλογιστεί παρά η ‘πολιτική’ ευθύνη για τα εγκλήματά τους. Νομίζω ότι όταν η ευθυνοφοβία αυτού του είδους διαχέεται από τους πρώτους διδάξαντες πολιτικούς και στους τρομοκράτες, έχουμε πρόβλημα. Διότι πλέον βλέπουμε ότι και οι υποτίθεται ‘εναλλακτικοί’ στον τρόπο σκέψης και δράσης αυτοί άνθρωποι διακατέχονται από παρόμοια νοοτροπία με τους ‘αντιπάλους τους’, πολιτικούς. Και βάζουν μπροστά μια λέξη πασπαρτού, την ‘πολιτική’, για να δικαιολογήσουν πράξεις όχι απλώς αξιόποινες, αλλά και στερούμενες νοήματος.

27 Απρ 2010

H κρίση του iPhone


Εντύπωση μου έχει κάνει τελευταία, ιδίως με το δεδομένο της υποτιθέμενης κρίσης και λιτότητας που έρχεται, η ευρεία διάδοση του πανάκριβου αυτού τηλεφώνου στην Ελλάδα. Συνάδελφοι στη δουλειά, γνωστοί, άνθρωποι διάφοροι με τους οποίους έρχομαι καθημερινά σε επαφή, κάποια στιγμή, εκεί που μιλάμε, θα βγάλουν από μια τσάντα ή τσέπη, σε λαστιχένιο προστατευτικό περίβλημα για να προστατεύσουν την περιουσία τους από ατυχείς πτώσεις και τυχόν τραυματισμούς, ένα iPhone. Παιδιά πολύ μικρής ηλικίας αλλά και μεγαλύτεροι, εργαζόμενοι και μη, όλοι με το iPhone τους. Και όλοι μα όλοι στη σχετική ερώτηση απαντάνε ότι τους χρειάζεται το τηλέφωνο αυτό για τη δουλειά τους, τη διασκέδασή τους ή δεν ξέρω τι άλλο. Μιλάμε για μια συσκευή με μεγάλο κόστος όχι μόνο αγοράς αλλά και συντήρησης, δηλαδή με διόλου ευκαταφρόνητα πάγια έξοδα να επιβαρύνουν τον κάτοχό της. Και η οποία, κατά την ταπεινή μου άποψη, χρησιμεύει μόνο σε κάποιον ο οποίος εργάζεται αυστηρά στο χώρο των Η/Υ, χρειάζεται να μπορεί ανά πάσα στιγμή να έχει πρόσβαση στο internet και εν γένει εξαρτάται από αυτό η δουλειά του. Αυτό δεν νομίζω ότι ισχύει για όλους τους γνωστούς μου που κυκλοφορούν με ένα iPhone ανά χείρας. Όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά προκαλεί και απορία η αγορά ενός τόσο ακριβού gadget – γιατί για gadget πρόκειται και όχι για ‘εργαλείο’ όπως το παρουσιάζουν οι κάτοχοί του – σε μια τέτοια περίοδο κρίσης. Με το ελληνικό κράτος να παλεύει να σωθεί από την πτώχευση, με το ΔΝΤ και την ΕΕ να περιμένουν τη λήψη σκληρών μέτρων για να το βοηθήσουν να αποφύγει το μοιραίο, το να βλέπει κανείς τους γνωστούς του να έχουν αγοράσει και να κουβαλάνε ως είδος πρώτης ανάγκης το iPhone δίνει νέο νόημα στη φράση των ημερών: ‘να ζούμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας’. Το να ζούμε σύμφωνα με τις δυνατότητές μας απαιτεί την ανάκτηση ενός μέτρου στο πώς ζούμε, ενός μέτρου που με την επέλαση του lifestyle ως ντιρεκτίβας, ως νόρμας που καθορίζει τον τρόπο ζωής μας, έχει από καιρό χαθεί. Για να ξαναβρεθεί αυτό το χαμένο μέτρο απαιτείται η ριζική αναθεώρηση των αναγκών μας. Και η συνειδητοποίηση ότι το iPhone ΔΕΝ αποτελεί βασική μας ανάγκη. Αλλά μόνο ένα ακόμη gadget στον ωκεανό gadgets με τα οποία βομβαρδιζόμαστε επί καθημερινής βάσεως από διαφημίσεις, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και άλλους καλοθελητές.

25 Απρ 2010

Mια 'διεθνής' έκθεση και παχιά λόγια...

Tο σαββατοκύριακο που μας πέρασε βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί λέγεται ‘Διεθνής’ αυτή η έκθεση. Καταρχάς, καμία έκθεση βιβλίων ελληνικών - γραμμένων δηλαδή στην ελληνική γλώσσα και όχι ας πούμε στην αγγλική - δε θα μπορούσε ποτέ να είναι διεθνής. Και αυτό γιατί είτε μας αρέσει είτε όχι τα ελληνικά δεν αποτελούν διεθνή γλώσσα: μιλιούνται μόνο από Έλληνες. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση οι διοργανωτές κοτσάρουν μια τιμώμενη χώρα (φέτος ήταν η Κίνα, τι πρωτότυπη επιλογή!), καλούν μερικούς συγγραφείς της στο Ελλάντα και ορίστε μια ‘διεθνής’, δηλαδή όχι μόνο με Έλληνες συγγραφείς, έκθεση! Όπως και όλες τις άλλες χρονιές, έτσι και φέτος η έκθεση ήταν μια πολύ καλή αφορμή για να ανέβουν από την Αθήνα για ένα τριήμερο ανανέωσης των στρατηγικών τους γνωριμιών διάφοροι βιβλιάνθρωποι που ως επί το πλείστον ήδη γνωρίζονται μεταξύ τους, να τα πουν και να περάσουν μερικές μέρες αλληλοκολακείας, χαριεντίσματος και ανταλλαγής κουτσομπολιών: συγγραφείς, εκδότες, παρατρεχάμενοι, καμαρώνουν εαυτούς και αλλήλους στην ετήσια αυτή ‘διεθνή’ τους συγκέντρωση και περνάνε καλά. Όσο για τους ανυποψίαστους επισκέπτες, βιβλία δεν πολυαγοράζουν γιατί τα βρίσκουν πολύ φτηνότερα σε διάφορα bazaar, γι’ αυτό και μένουν να χαζεύουν τους διάφορους βιβλιανθρώπους στις εκθεσιακές εκδηλώσεις να λένε ο ένας καλά λόγια για τα βιβλία του άλλου. Και για να δέσει καλύτερα το γλυκό όπως αρέσει σε κάποιους, ήρθαν φέτος οι εξωπραγματικές δηλώσεις του υπουργού Πολιτισμού: «Πιστεύω βαθιά ότι η Θεσσαλονίκη μπορεί να πρωταγωνιστεί στον πολιτισμό και ότι ο πολιτισμός μπορεί να γίνει πηγή ανάπτυξης για την πόλη. Αν οι φορείς της πόλης με την αρωγή του υπουργείου μας καταφέρουν να αναπτύξουν συνέργειες και διαμορφώσουν μια ενιαία στρατηγική στη Θεσσαλονίκη, θα έχει γίνει το καθοριστικό βήμα για την ανάδειξή της σε πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων», είπε ο κύριος Γερουλάνος. Χαρακτήρισα τις δηλώσεις του εξωπραγματικές, διότι ο κύριος αυτός με την ευγενή φυσιογνωμία δεν φαίνεται δυστυχώς να έχει επαφή με την πραγματικότητα. Τη στιγμή που το Κέντρο Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης είναι κλινικά νεκρό (οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του), επιβεβαιώνοντας την υποψία ότι δημιουργήθηκε περισσότερο για λόγους απορρόφησης κονδυλίων παρά για οτιδήποτε άλλο, τη στιγμή που και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης πνέει τα λοίσθια (αλλά και η Εθνική Λυρική Σκηνή στην Αθήνα φαίνεται να πηγαίνει για κλείσιμο), ο υπουργός Πολιτισμού ‘πιστεύει βαθιά’ ότι η Θεσσαλονίκη ‘μπορεί να πρωταγωνιστεί στον πολιτισμό’ και να αναδειχθεί ‘σε πολιτιστικό κέντρο των Βαλκανίων’. Μιλάμε για μια πόλη που τα τελευταία χρόνια έχει πάρει έναν πολιτικοκοινωνικό και πολιτιστικό κατήφορο δίχως τελειωμό, αφημένη σε χέρια δημοσίων αρχόντων που την έχουν κυριολεκτικά εγκαταλείψει στην τύχη της, αφοσιωμένοι στις προσωπικές τους φιλοδοξίες, όπως η τριάδα Άνθιμος-Παπαγεωργόπουλος-Ψωμιάδης, που κατά τα δύο τρίτα της εκλέγεται από τους ίδιους τους Θεσσαλονικείς - και αυτό λέει πολλά για το πόσο βαθιές ρίζες έχει αυτό το πολιτιστικό ‘χαμήλωμα’ της πόλης. Αποτελεί νομίζω τουλάχιστον ντροπή, για έναν άνθρωπο που θέλει να ονομάζεται υπουργός Πολιτισμού, να κλείνει τα μάτια μπροστά σε όλα αυτά για να κάνει αυτού του είδους τις ‘ροζ’ δηλώσεις. Αλλά απ’ ό, τι φαίνεται, όπως η διεθνής αυτή έκθεση δεν είναι πραγματικά διεθνής, έτσι και ο υπουργός Πολιτισμού δεν είναι αυτό που φαίνεται.

22 Απρ 2010

Βουρ για τις παραλίες

Οι απεσταλμένοι του ΔΝΤ ήρθαν, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις μιλάνε για στρατιές ανέργων που έρχονται, για χίλια δυο δεινά που μας περιμένουν. Από παντού εκπέμπεται ένα μήνυμα: τα ψέματα τελείωσαν, ήρθε η ώρα να πληρώσουμε τον λογαριασμό για χρόνια και χρόνια δανεικής καλοπέρασης. Και όμως, κάθε μέρα βλέπω τους ας τους πούμε συμπολίτες μου - στην Αθήνα έχει χάσει λίγο το νόημά της η λέξη -, τους συνοδοιπόρους στη σκληρή μάχη επιβίωσης που φαίνεται να έρχεται, να παρκάρουν τα τεράστια τους τζιποειδή το ίδιο άτσαλα, να πετάνε τα μισοτελειωμένα τους τσιγάρα το ίδιο αδιάφορα, να μιλάνε στα κινητά τους το ίδιο ανόητα, να ανεβαίνουν με τα μηχανάκια τους στα πεζοδρόμια το ίδιο βιαστικά, να αποφεύγουν τα βλέμματα των άλλων το ίδιο επιδέξια. Εξακολουθούν, εν ολίγοις, να ζουν εγκλωβισμένοι στη σαπουνόφουσκα του lifestyle που εδώ και κανα δυο δεκαετίες έχει καταπιεί κάθε τους κύτταρο. Γυαλιά ηλίου στυλάτα, κορμιά χτισμένα και μαυρισμένα, μαλλιά άψογα χτενισμένα και ψεκασμένα, κοριτσίστικα μάτια ωραιότατα βαμμένα αλλά με ανέκφραστο, απλανές βλέμμα, κινητά με οθόνη αφής, αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια και οδηγούς που με το ένα χέρι μιλάνε στα προαναφερθέντα κινητά, τύποι που χαζεύουν κάτω από αθλητικές εφημερίδες κρεμασμένες στα περίπτερα, νεαροί αραχτοί σε καφετέριες με φραπέδες και ατελείωτα τσιγάρα. Η χώρα αυτή, όπως όλα δείχνουν, παραμένει τραγικά ανεξέλικτη σε στάσεις, συμπεριφορές, νοοτροπίες, πεποιθήσεις. Και δυστυχώς όχι μόνο ανεξέλικτη αλλά και με έναν νέας κοπής μηδενισμό να διαποτίζει τη νεολαία της, έναν μηδενισμό που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Αφού όλα πάνε κατά διαόλου, σκέφτεται ο νέος, γιατί να κουραστώ για να μάθω να μιλάω και να γράφω ελληνικά που δε θυμίζουν παιδί δημοτικού σχολείου; Γιατί να ασχοληθώ με οτιδήποτε εκτός από την εξωτερική μου εμφάνιση, που φαίνεται να είναι και η μόνη που μετρά για μια καλή δουλειά αν βρεθεί και το ανάλογο μέσο; Γιατί να κάνω το παραμικρό για να αλλάξω όσα βλέπω που δε μου αρέσουν από τη στιγμή που εδώ και χρόνια έχω την καλύτερη δικαιολογία - την πανθομολογούμενη κοινωνικοπολιτική χρεωκοπία της Ελλάδας που πλέον έγινε και οικονομική - για να μην κάνω απολύτως τίποτα; Αν δεν μπορείς να αποφύγεις έναν βιασμό, λένε, απόλαυσέ τον. Και όλοι φαίνονται να ακολουθούν αυτήν ακριβώς τη βολική συνταγή: απολαμβάνουν τον βιασμό της ανθρωπινότητάς τους από το αδυσώπητο lifestyle, από όλα όσα οι ίδιοι επέτρεψαν να κουρελιάσουν την αξιοπρέπειά τους. Αφού βαδίζουμε προς το αναπόφευκτο, ας καθίσουμε να το απολαύσουμε όπως ξέρουμε: με φραπεδιά - καλοκαιράκι έρχεται άλλωστε -, τσιγαράκι και χαζοκουβέντα. Και ας αφήσουμε τους απεσταλμένους του ΔΝΤ ή της ΕΕ να ψάχνουν να βρουν πώς θα μας αλλάξουν, να 'πήξουν' ψάχνοντας λύσεις, μέτρα, προτάσεις...

21 Απρ 2010

Στο τρένο

Στο τρένο κυριαρχεί ο λόγος των ανθρώπων σε επτά διηγήματα: ιστορίες επιβατών που ταξιδεύουν, παίρνουν αποφάσεις, ερωτεύονται, απελπίζονται, θυμούνται, σιωπούν ή εξομολογούνται. Ο άνθρωπος και οι διαδρομές του στο χώρο και το χρόνο. Και στο τελευταίο, όγδοο διήγημα το ίδιο το τρένο σε πρώτο πρόσωπο μιλάει για τις δικές του ιστορίες, ζητώντας να μνημειωθεί ο λόγος του λίγο πριν αποσυρθεί στο νεκροταφείο της σκουριάς και της λήθης.

Από τη Δώρα Κασκάλη, μια συγγραφέα που μας έρχεται από τη Θεσσαλονίκη, η πρώτη συλλογή διηγημάτων της όπως τα περιγράφει η ίδια με τα παραπάνω λόγια, που καιρό τώρα περίμεναν τη σειρά τους για τα βιβλιοπωλεία ανάμεσα σε πολλά άλλα γραπτά που βγαίνουν απ' τα χέρια της και χώνονται σε συρτάρια, στριμώχνονται πρόχειρα σε βιβλιοθήκες, ξεχνιούνται στα πιο απίθανα μέρη. Καλοτάξιδα εύχομαι να 'ναι στο πρώτο τους και μεγάλο αυτό ταξίδι. Είθε να πέσουν σε καλά χέρια.

14 Απρ 2010

Πούλα με



Σκέφτηκα να αναρτήσω το παραπάνω βίντεο χωρίς λόγια. Αλλά ύστερα θυμήθηκα ότι μεγάλωσα στη δεκαετία του ’80 και του ’90, σε μια Ελλάδα που σύσσωμη προετοιμαζόταν για τη λαίλαπα νεοπλουτισμού, κωλοπαιδισμού, δηθενισμού, μεγαλοαπατεωνισμού που θα ακολουθούσε. Και οι Πυξ Λαξ ήταν μια τόση δα, δειλή αχτίδα που τρεμόπαιζε μέσα στα σκοτάδια που πύκνωναν από παντού. Ήταν τότε, τα χρόνια εκείνα που άρχισε να σβήνει η φλόγα μιας αυθεντικότητας που είχε μάθει, προκειμένου να επιβιώσει, να κρύβεται στα πιο απίθανα μέρη: σε ταλαιπωρημένα ταβερνάκια, σε παλιές μονοκατοικίες που γίνονταν πολυκατοικίες με πυλωτή παρακαλώ, στα καλοκαιρινά βράδια που έπαιζαν την αιωνιότητα στα ζεστά τους δάχτυλα. Αργόσβησε η φλόγα αυτή, για να δώσει τη θέση της σε μια διογκούμενη φτήνια, που βρήκε τις κρυψώνες της παλιάς αυθεντικότητας και ρίζωσε εκεί και σε χίλια δυο ακόμη λαγούμια. Τότε υπήρχαν ακόμη λόγια με νόημα, όπως υπήρχαν και μουσικές που έσπαγαν τη μονοτονία της πλαστικοποίησης που ανελέητη είχε ξεκινήσει, τυλίγοντας με μια ζελατίνα που έφερνε ασφυξία τα πιο ζωντανά όνειρα, τα πιο δημιουργικά ξυπνήματα. Κάπου εκεί, τέλη της δεκαετίας του ’80, άνοιξαν τα πρώτα fast food, βγήκαν τα πρώτα τεύχη του ΚΛΙΚ, εγκαινιάζοντας θριαμβευτικά την εποχή του lifestyle: μια εποχή που θέλησε να μας μάθει πώς να ζούμε σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας, ξεχνώντας όμως στην πορεία να ζούμε. Κάπου τότε σήκωσε και τα στόρια η ιδιωτική τηλεόραση, άνοιξαν τα μαγαζάκια της που το ένα ανταγωνίζονταν το άλλο σε παραγωγή ευπώλητης ευτέλειας για να αποτελειώσει, να ισοπεδώσει ό, τι εξακολουθούσε να μένει όρθιο. Και οι μουσικές αυτές έπαιζαν παρ’ όλα αυτά, κόντρα στο πνεύμα των καιρών, κόντρα σε όλο και περισσότερα. Μέχρι που μια καρδιά, μια ψυχή δεν άντεξε άλλο. Καλό σου ταξίδι, Μάνο.

12 Απρ 2010

Άνεργος ή δυστυχής;

Τα τελευταία έξι χρόνια (από τότε δηλαδή που βλακωδώς γύρισα στην Ελλάδα από το εξωτερικό και τις εκεί σπουδές) έχω αλλάξει έξι δουλειές. Από τις δυο έφυγα, από τις δυο απολύθηκα, στη μια συνέβη κάτι ενδιάμεσο (ο εργοδότης δεν μπορούσε να με πληρώνει) και πλέον βρίσκομαι στην έκτη, από την οποία σκέφτομαι να φύγω διότι - και αυτό μου συμβαίνει για πρώτη φορά σε δουλειά - με κάνει δυστυχισμένο. Έχω αναλάβει καθήκοντα που αναλογούν σε δυο ή τρεις ανθρώπους και απαιτούν καθημερινές υπερωρίες, με αποδοχές που δεν έχουν καμία σχέση με τον όγκο αυτό δουλειάς. Οι συνάδελφοι, αλλοτριωμένοι από τις κακές συνθήκες εργασίας και τις χαμηλές αποδοχές κοιτάνε ο καθένας το τομάρι του, με συνέπεια να μην υπάρχει καν μια ανθρώπινη επικοινωνία μεταξύ μας, πέραν του ‘καλημέρα’ πηγαίνοντας και του ‘καλό απόγευμα’ φεύγοντας. Έχω αρχίσει να κάνω κάποιες επαφές με άλλους υποψήφιους εργοδότες ώστε να προετοιμάσω τη διάδοχη κατάσταση, αλλά ασχέτως αυτού και του αν τελικά θα μπορέσω να εξασφαλίσω ένα δίχτυ ασφαλείας με τη μορφή μιας επόμενης απασχόλησης πριν υποβάλλω την παραίτησή μου, καθημερινά με απασχολεί το εξής δίλημμα: καλύτερα χωρίς δουλειά ή σε μια δουλειά από την κόλαση; Καλύτερα άνεργος ή δυστυχής εργαζόμενος; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δύσκολες, ιδίως όταν εκτός από την αφεντιά μου έχω και μια γυναίκα και ένα παιδί που περιμένουν από εμένα. Αλλά σε αυτή τη ζωή νομίζω ότι πρέπει, όταν το νιώθουμε, να κάνουμε κάποιες υπερβάσεις. Παρά τα όσα άλλα θα έπρεπε, υποτίθεται, να συνυπολογιστούν για να πάρουμε μια απόφαση ‘ψύχραιμα’. Και αυτό διότι ακόμη και σε αυτή τη δύσκολη εποχή δουλειές βρίσκονται, αλλά η ψυχική μας υγεία, η προσωπική μας ισορροπία αλλά και η ισορροπημένη σχέση με όσους μας νοιάζονται και τους νοιαζόμαστε δύσκολα ξαναβρίσκονται αν κλονιστούν. Αυτό τουλάχιστον πιστεύω. Και μπορεί να κάνω λάθος. Κάνω όμως;

11 Απρ 2010

Απρίλη ψεύτη

Τέλειωσαν τα ψέματα. Αυτός ο Απρίλης θα κρίνει αν τελικά θα σωθούμε και πώς θα σωθούμε από την πτώχευση, μόνοι μας ή με τη βοήθεια του ΔΝΤ, της ΕΕ ή όποιου άλλου ‘σωτήρα’. Αλλά κανείς δεν αγωνιά πραγματικά, διότι ως ιστορικός λαός απογόνων ένδοξων προγόνων, κάπως θα σωθούμε για μια ακόμη φορά από την αυτοκαταστροφική μας μανία. Έστω και με προσφυγή στο ΔΝΤ. Οπότε, πάμε παρακάτω. Αναγνωρίστηκαν λέει τα πτυχία των αποφοίτων κολεγίων, που έχουν πλέον και αυτοί πρόσβαση στο ελληνικό όνειρο: τον διορισμό στο δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ. Γεννάται με την ιστορική αυτή απόφαση μια καινούργια, ολοκαίνουργια γενιά δημοσίων υπαλλήλων-κολλεγιοπαίδων, που αναμφίβολα θα δώσει νέα ζωή στο εθνικό μας νεκροταφείο ονείρων, το δημόσιο. Φτάνει να μη βαρέσει κανόνι ο εργοδότης τους, το ελληνικό κράτος. Λίγο παραδίπλα από την Ελλάδα και το εθνικό της όνειρο της δημοσιοϋπαλληλικής ραστώνης, στην Τουρκία, ένας ‘πεφωτισμένος’ Τούρκος αξιωματούχος πρότεινε να μειώσουμε, Ελλάδα και Τουρκία, τις εξοπλιστικές μας δαπάνες. Ξεχνά ή δεν γνωρίζει όμως ότι οι δικοί μας τουλάχιστον δανειστές κάπου πρέπει να πουλάνε τα οπλικά τους συστήματα, έστω και αν οι αγοραστές αποδεικνυόμαστε κακοπληρωτές. Πρωταπριλιάτικη λοιπόν η πρόταση του γείτονα, αλλά έχει τη χάρη της παρ’ όλα αυτά. Τέλειωσαν τα ψέματα και για τους εκδρομείς του φετινού Απρίλη. Τα Τέμπη ξανακλείνουν μέχρι νεωτέρας κινητής ή ακίνητης εορτής. Πρωταπριλιάτικο ήταν το άνοιγμα της οιονεί εθνικής οδού, πρωταπριλιάτικη η ίδια η εθνική της μιας λωρίδας ανά κατεύθυνση. Τέρμα τα ψέματα και με τους ανά την Ελλάδα δήμους, που με τον ‘Καλλικράτη’ συνενώνονται σε μεγαλύτερους. Στον πολύ λίγο χρόνο που απομένει μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου θα πρέπει οι υποψήφιοι να σπεύσουν να αναβαθμίσουν τον κύκλο στρατηγικών γνωριμιών τους, ώστε όταν έρθει η ώρα της κάλπης να μπορέσουν να θέσουν υποψηφιότητες για ακόμα μεγαλύτερες μπίζνες. Τελικά, αυτός ο Απρίλης αποδείχθηκε αληθινότερος από ποτέ.

9 Απρ 2010

Αεροπλάνο ή τρένο;

Δέκα λόγοι για τους οποίους προτιμώ το αεροπλάνο από το τρένο για τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, που για διάφορους λόγους κάνω συχνά:

1. Στο αεροπλάνο, αν και διαρκεί μόλις πενήντα λεπτά η πτήση, σου προσφέρουν καραμέλες, πορτοκαλάδα ή καφέ και γλυκάκι. Στο τρένο παρότι ταξιδεύεις για πέντε ώρες δεν σου προσφέρεται τίποτα, εκτός αν είσαι στην πρώτη θέση οπότε έχεις έναν δωρεάν καφέ και γλυκάκι της συμφοράς (τον παλιό ‘καλό’ καιρό και εφημερίδα).

2. Στο αεροπλάνο όσο πετάς χαζεύεις τις αεροσυνοδούς που πάνε κι έρχονται χαμογελώντας. Στο τρένο, αντιθέτως, αναγκάζεσαι να βλέπεις έναν κακομούτσουνο ελεγκτή που πάει κι έρχεται γκρινιάζοντας.

3. Στο αεροπλάνο οι επιβάτες φέρονται ευγενικά μέχρι να έρθει η ώρα να κατέβουν. Τότε αρχίζουν στα μουλωχτά κάποια σπρωξιματάκια και οι ευγένειες εξατμίζονται ολοκληρωτικά με την αναχώρηση από το αεροδρόμιο. Στο τρένο οι επιβάτες φέρονται γαϊδουρινά από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, με κορύφωση του δράματος, όταν πια φτάσει το τρένο στον προορισμό του, τον καυγά στην πιάτσα των ταξί για το ποιος πρωτοπερίμενε.

4. Πριν το ταξίδι με το αεροπλάνο μπορείς να ψωνίσεις από τα αφορολόγητα σοκολάτες, ποτά, διάφορα πράγματα σε τιμές πολύ χαμηλές. Στο τρένο ό, τι κι αν πάρεις εκτός από το νερό το πληρώνεις πολύ πάνω από την πραγματική του τιμή.

5. Αν ταξιδεύεις μέρα, από το αεροπλάνο χαζεύεις την Ελλάδα από ψηλά που φαίνεται όμορφη (όσο πιο ψηλά, τόσο ομορφότερη…). Αντίστοιχα από το τρένο αναγκάζεσαι να βλέπεις περνώντας τις άσχημες, κακοφτιαγμένες ελληνικές πόλεις όχι από ψηλά αλλά από… πρώτο χέρι.

6. Στο τρένο αναγκάζεσαι να στριμωχτείς από τις ογκώδεις αποσκευές που κουβαλάνε μέσα στα βαγόνια επιβάτες που δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει σκευοφόρος. Στο αεροπλάνο έχουν αναγκαστεί να τις παραδώσουν στο check-in οπότε θέλοντας και μη τις αποχωρίστηκαν.

7. Για να ταξιδέψεις με το τρένο πρέπει να πας στον απαίσιο σταθμό Λαρίσης ή στον λιγότερο απαίσιο Σταθμό Θεσσαλονίκης και να αγοράσεις εισιτήριο. Ενώ με το αεροπλάνο ταξιδεύεις μόνο με την ταυτότητά σου έχοντας κλείσει θέση μέσω internet.

8. Όταν ανεβαίνεις και κατεβαίνεις από το αεροπλάνο σε καλωσορίζουν και σε αποχαιρετούν χαμογελαστές αεροσυνοδοί. Στο τρένο, σε καλωσορίζει και σε αποχαιρετά η μυρωδιά της τουαλέτας που βρίσκεται δίπλα στις πόρτες.

9. Μετά από πέντες ώρες ταξίδι με το τρένο βγαίνεις πιασμένος από τα άβολα καθίσματα. Ενώ μετά το ταξίδι με το αεροπλάνo παραμένεις ανάλαφρος σαν πουλάκι.

10. Στο αεροπλάνο δεν επιτρέπεται η χρήση κινητών. Στο τρένο δυστυχώς επιτρέπεται, με αποτέλεσμα μετά από κάθε ταξίδι το κεφάλι σου να κουδουνίζει.

6 Απρ 2010

Ζώου μπίζνες

Μια show business που απευθύνεται στα πιο ζωώδη μας ένστικτα, που θέλει το κοινό της να αποτελείται από κοπάδια άβουλων ζωντανών, εθισμένων σε χαμηλού επιπέδου θεάματα: σκυλοπόπ γλεντάκια από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, κουτσομπολιό, σοφτ πορνό όλες τις ώρες της ημέρας. Μια τηλεόραση ολοκληρωτική, που σου βρίσκει δουλειά (συνήθως μοντέλου, τραγουδίστριας ή τραγουδιστή), σε παντρεύει, σου πληρώνει τα χρέη, σου φτιάχνει το σπίτι, σου μαγειρεύει, σου δείχνει πώς να διασκεδάσεις, κάνοντάς σε μέρος μιας μεγάλης παρέας που όλη μέρα κουβεντιάζει ασημαντότητες, χορεύοντας και τραγουδώντας στο ρυθμό ελαφρολαϊκών σκουπιδοτράγουδων. Μια τηλεόραση που σκεπάζει με τις τεράστιες, προστατευτικές της φτερούγες κάθε πτυχή της ζωής των τηλεθεατών της. Και διαθέτει έναν στρατό ‘αστεριών’ που δεν διαθέτουν τίποτα άξιο λόγου – πρόκειται για ανθρώπους αμόρφωτους ως επί το πλείστον, ακαλλιέργητους, αβαθείς – πέραν του ότι εμφανίζονται σε αυτή. Στα πάνελ των πρωινών εκπομπών της Μεγάλης Παρασκευής, οι κυρίες εμφανίστηκαν με μαύρα σούπερ μίνι. Αφού τέτοια μέρα δε μπορούμε να δείξουμε και στήθος και μπούτι, ας δείξουμε λίγο έξτρα μπούτι, ντυμένο – ή ορθότερα γδυμένο – στα μαύρα. Οι κύριοι, με βαρύγδουπο, σοφιστικέ ύφος ερμήνευαν, ανέλυαν, εξέταζαν, σχολίαζαν τα ασήμαντα που γίνονται σημαντικά, έψαχναν να βρουν γιατί ο τάδε ‘επώνυμος’ δάγκωσε το αυτί του δείνα ‘επώνυμου’, αν χωρίζει το ένα ή το άλλο ‘επώνυμο’ ζεύγος και ούτω καθ’εξής. Και όλη αυτή η παρέα διαρκώς μεγαλώνει, οι παρεούλες των επαγγελματιών ασημαντολόγων εξαπλώνονται από κανάλι σε κανάλι, από εκπομπή σε εκπομπή, καταπίνοντας στο πέρασμά τους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αρχές και αξίες που δεν άντεξαν στο πέρασμα της τιποτολογίας. There is no business like show business, λένε οι Αμερικανοί, οι εφευρέτες της. Και όμως, υπάρχει κάτι που μοιάζει με τη βιομηχανία της διασκέδασης, με τη showbiz: η νεοελληνική συνοικιακή βιοτεχνία της διασκέδασης, που μιμείται σχολαστικά τα αμερικανικά σόου παράγοντας πιστά αντίγραφα - κατασκευάσματα κακόγουστα, φτηνά, άψυχα, όπως κάθε προϊόν ‘μαϊμού ’ - προς μαζική κατανάλωση. Διαμορφώνοντας μια ολόδική μας, ελληνικότατη ζώου μπιζ.