30 Απρ 2014

Με ανοιχτά μικρόφωνα

Τελικός κυπέλλου Ελλάδος, μεταξύ ΠΑΟ και ΠΑΟΚ. Λες άντε να δω λιγάκι μια και όλοι θα μιλάνε γι’ αυτό, μη μείνω έξω απ’ τις κουβέντες στο δρόμο ή στο σούπερ μάρκετ. Και κάθεσαι να δεις. Όχι βεβαίως το θέαμα εντός αγωνιστικού χώρου. Άλλωστε η λέξη θέαμα δεν το περιγράφει ακριβώς:  στο ελληνικό ποδόσφαιρο οι παίκτες μοιάζουν να κυνηγούν να κλωτσήσουν όχι τη μπάλα, αλλά τον αντίπαλο. Το όλο πράγμα θυμίζει περισσότερο ράγκμπι ή κάποιο άλλο επιθετικό, βίαιο σπορ και όχι ποδόσφαιρο όπως μπορεί να το δεις σε άλλες χώρες. Γι’ αυτό και η καλύτερη εξήγηση, όταν λες ότι δεν παρακολουθείς το ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν είναι να πεις ότι δεν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, αλλά ότι μπορεί και να είσαι ή να ήσουν, κάποτε – και γι’ αυτό ακριβώς αρνείσαι να δεις αυτό το έξαλλο ανθρωποκυνηγητό.

Από τη στιγμή που όσα βλέπεις δεν λένε κάτι, η προσοχή πάει στην περιγραφή. Και εκεί κάπου, μένεις με το στόμα ανοιχτό. Από τα όσα ακούς από τους δημοσιογράφους του καναλιού – του ΣΚΑΪ – που βρίσκονταν μπροστά στα μικρόφωνα. Πιθανότατα σε μια φιλόδοξη απόπειρα να μιμηθούν διάσημους συναδέλφους τους του εξωτερικού προσπαθούσαν, αντί απλώς να κάνουν τη δουλειά τους, να περιγράφουν δηλαδή αυτά που έβλεπαν, να πουν, να δώσουν το κάτι παραπάνω. Και να έχουν ένα άνετο, large στυλ στην πορεία. Όπως όταν αναφέρονταν σε κάποιους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού που πειράζονταν στον πάγκο της ομάδας ως «τα νεαρά τσογλάνια» (ούτως ώστε και όσα νεαρά παιδιά πιθανώς παρακολουθούσαν να μυηθούν στις πεζοδρομιακές εκφράσεις της ελληνικής με αυτό τον ωραίο, «επαγγελματικό» τρόπο από ακριβοπληρωμένους επαγγελματίες δημοσιογράφους). Ή όταν τελειώνοντας ο αγώνας, κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών του νικητή που ένας ξένος παίκτης είχε μαζί του και την οκτάχρονη (τόσο φαινόταν) ξανθή κορούλα του, έλεγαν αυτοί που έκαναν την περιγραφή στον συνάδελφό τους που είχε αναλάβει τα ρεπορτάζ από τον αγωνιστικό χώρο, «απέτυχες χαρακτηριστικά να πάρεις συνέντευξη από τη μικρή». Για να απαντήσει αυτός, με ανάλογη άνεση, «θα της πάρω συνέντευξη όταν μεγαλώσει» και να ανταπαντήσουν αυτοί μέσα σε γελάκια «ναι, σιγά μη γυρίσει να κοιτάξει εσένα όταν μεγαλώσει». Κουβέντες επιπέδου, στην καλύτερη περίπτωση, συνοικιακού καφενέ που σερβίρονταν από ένα μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο ως περιγραφή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα από επαγγελματίες.

Το όλο σκηνικό θύμιζε απογευματινά δελτία ειδήσεων. Αυτά τα καθημερινά, στα οποία αντί απλώς – όπως γίνεται παντού στην υφήλιο – να παρουσιάζονται και να μεταδίδονται οι ειδήσεις πρέπει κάθε είδηση, ιδίως αυτές που αφορούν στη δύσκολη, επώδυνη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας, να παρουσιάζεται σε διαλογικό στυλ. Μέσα σε ένα κάδρο ομιλούντων κεφαλών όπου ο καθένας οφείλει να διαφωτίσει το τηλεοπτικό κοινό με την άποψή του «διαφωνώντας» ή συμπληρώνοντας τον άλλο. Πράγμα που έχει ως συνέπεια να ναυαγεί η αρχική ταλαίπωρη είδηση σε μια θάλασσα σχολίων, γνωμών, κουτσομπολιών που δυστυχώς πολλές φορές διαμορφώνει μέσα από την καθημερινή της παρουσία και την άποψη του τηλεθεατή που παρακολουθεί, κατευθύνει τις σκέψεις του, χειραγωγεί.

Προφανώς τόσο οι αθλητικοί συντάκτες του ιδιωτικού καναλιού – και εδώ δεν μπορεί κανείς να μην κάνει την καταθλιπτική σύγκριση, ιδίως σε μεταδόσεις στίβου, με τις ωραίες, αξιοπρεπείς, πραγματικά επαγγελματικές μεταδόσεις των συναδέλφων τους της μακαρίτισσας ΕΡΤ, που μπορούσες να καθίσεις να παρακολουθήσεις με τα παιδιά σου άφοβα – όσο και οι άλλοι των δελτίων ειδήσεων πιστεύουν ότι ένα καλογυαλισμένο κουστούμι και μια γραβάτα τους καθιστούν αυτομάτως επαγγελματίες. Και ότι από εκεί και πέρα δεν χρειάζεται να κάνουν τη δουλειά τους – μετάδοση ενός αθλητικού γεγονότος ή ειδήσεων – αλλά να ξεδιπλώσουν τις ασυμμάζευτες προσωπικότητές τους, να χαρίσουν σε όσους τους παρακολουθούν ένα αξέχαστο θέαμα χτισμένο γύρω τους – πάνω τους. Εν κατακλείδι, το ότι μια χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση ηθικά, αισθητικά, αξιακά, όπως θέλει κανείς το λέει και το διαπραγματεύεται, μπορείς να το δεις ακόμα και σε μια ολιγόλεπτη περιγραφή – τόσο θα αντέξεις – ενός απλού ποδοσφαιρικού αγώνα.

*γράφτηκε για την Parallaxi

29 Απρ 2014

Ιστορικά βοσκοτόπια

Πριν λίγο καιρό έτυχε να βρεθώ σε έναν από τους ιστορικότερους και συγκινητικότερους, θα έλεγε κανείς, φυσικούς χώρους-μνημεία της Αθήνας. Ένα μέρος που προσφέρεται για έναν μακρύ, στοχαστικό περίπατο. Εκεί που γεννήθηκε η δημοκρατία, που έκανε τα πρώτα της βήματα ως αληθινά συμμετοχική και άμεση. Για να φτάσει μέχρι τις μέρες μας, μέχρις εμάς, ξεπουπουλιασμένη, «αντιπροσωπευτική». Μιλάω βεβαίως για το λόφο της Πνύκας, όπου γίνονταν οι συνελεύσεις της περίφημης αθηναϊκής Εκκλησίας του Δήμου.

Είναι απ’ αυτά τα μέρη η Πνύκα τα περίεργα, που σε ταξιδεύουν. Κατά τον 5οπ.Χ. αιώνα μέχρι και 43.000 Αθηναίοι  πολίτες, λέει, μπορεί να συγκεντρώνονταν, να ανέβαιναν μέχρι εκεί για να πάρουν τις αποφάσεις τους για τα κοινά.  Ή να ακούσουν τον Περικλή ή τον Δημοσθένη να αγορεύουν. 

Σήμερα, τα πράγματα όπως διαπίστωσα, είχαν κάπως διαφορετικά. Αγριολούλουδα εξακολουθούσαν βεβαίως να φύονται όπου έπεφτε το βλέμμα, όπως θα γίνονταν και τότε. Και Αθηναίοι πολίτες υπήρχαν στον ιστορικό λόφο, που δεν έκαναν αμεσοδημοκρατικές  συνελεύσεις αλλά απολάμβαναν τη θέα στην Ακρόπολη και την Αθήνα στα πόδια τους. Μόνο που δεν ήσαν μόνοι. Κάποιοι, είχαν πάρει μαζί και τα σκυλιά τους. Για να τρέξουν, να κάνουν τις ανάγκες τους, να βοσκήσουν.

Κάποιοι απορροφημένοι θα έλεγε κανείς από τα χόμπι τους, κλεισμένοι στους ιδιωτικούς τους κόσμους, που δυσκολεύονταν πιθανότατα να δουν παραέξω τι γίνεται - να δουν, καταρχάς, που βρίσκονταν. Κατηφορίζοντας το λόφο, σκεφτόμουν ότι την επόμενη φορά που θα ανοίξει η όποια συζήτηση για την κρίση σήμερα πολιτικής και δημοκρατίας, τους πολιτικούς, όλα αυτά για τα οποία δεν κουραζόμαστε να γκρινιάζουμε, καλό θα ήταν να άνοιγε από τους σημερινούς πολίτες και πώς μπορεί αυτοί να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους - την πόλη, τη χώρα τους. Όσο βλέπουν.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

22 Απρ 2014

Αναζητώντας τη χαμένη χώρα

Γυρίζεις πασχαλιάτικα την Ελλάδα με το αυτοκίνητο σε αναζήτηση όχι του χαμένου χρόνου του Προυστ αλλά της χαμένης ομορφιάς της χώρας. Θαμμένης κάτω από τόνους κακόγουστων καφετεριών, επαρχιακών club σε χτυπητά φλούο χρώματα που κάπου, πρέπει, παρ’ όλα αυτά να ’χει βρει το καταφύγιό της.

Σταματάς για βενζίνη σε ένα επαρχιακό πρατήριο του νομού Φλωρίνης. Στο ράδιο το αναγεννημένο Τρίτο με εκείνες τις θείες μελωδίες που προσπαθούν να πιάσουν το άπιαστο, να συλλάβουν το ασύλληπτο, κάποιου Μπαχ, δοξασμένου προγόνου της Άνγκελα Μέρκελ, πριν η χώρα του και ολόκληρη η Ευρώπη παραδοθούν στην παντοκρατορία της «οικονομίας», των χρηματαγορών, των spreads, του χρήματος ως ύψιστης προτεραιότητας, υπέρτατης αξίας στη ζωή της Γηραιάς Ηπείρου. Και, βγαίνοντας, σου επιτίθενται από κάποια αόρατα μεγάφωνα, εγκατεστημένα στις αντλίες, αγνώστου προέλευσης και ταυτότητος σκυλοάσματα, στη διαπασών. Και σε συνεφέρουν. Ή  το ανάποδο, σχεδόν σε κατεδαφίζουν. Το βέβαιο, ότι σου φωνάζουν, σε αυτή την υψηλή ένταση, για το πολιτιστικό έλλειμμα αυτής της μικρής, πανέμορφης χώρας, που σε περιμένει, σου στήνει καρτέρι, στα πιο απρόσμενα σημεία. Για να σε αιφνιδιάσει, να σε πιάσει στον ύπνο, να σε πιάσει στον Μπαχ σου ή ό, τι άλλο είχες επιστρατεύσει ως μέσο διαφυγής από αυτές τις εφιαλτικές, εκκωφαντικές αντλίες.

Πας σε έναν από τους όλο και λιγότερους ξενώνες που έμειναν μετά την ερήμωση, τα τελευταία χρόνια, των εγχώριων τουριστικών προορισμών λόγω της κρίσης, με τον μουτρωμένο ιδιοκτήτη. Μουτρωμένο, γιατί έπαψαν να του έρχονται δημόσιοι υπάλληλοι και άλλοι ευυπόληπτοι πολίτες που τις καλές εποχές, του γέμιζαν τα δωμάτια. Ένας από τους αμέτρητους ξενώνες που σηκώθηκαν με χρήματα της ΕΕ, με τα περίφημα Leader, για να μαραζώσουν μέσα σε πολύ λίγα χρόνια κάτω από το βάρος καταρχάς της ανύπαρκτης κατάρτισης των ιδιοκτητών τους, που νόμιζαν ότι χτίζοντας με δανεικά χρήματα μια ωραία, πέτρινη, «παραδοσιακή» ή «βιολογική» βιτρίνα γύρω τους, χωρίς την παραμικρή εξειδίκευση σε αυτό που λέμε τουρισμό, λειτουργώντας τους ωραιότατους ξενώνες τους όπως μια οικογενειακή ταβέρνα, θα έδεναν για τα καλά τον γάιδαρο. Και  που τώρα έμειναν να αναρωτιούνται, τι στο καλό πήγε στραβά. Όπως συχνά συνέβαινε και  συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα τα ζεστά, ευρωπαϊκά χρήματα έπεσαν, οι ξενώνες σηκώθηκαν και από εκεί και πέρα έμειναν ανέλεγκτοι για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν, τις προδιαγραφές που θα τηρούσαν, το αν θα μετατρέπονταν σε έναν υπέροχο, πετρόχτιστο, πνιγμένο στο πράσινο καφενέ όπου ο ιδιοκτήτης μαζί με την παλιοπαρέα θα περνούσαν τις μέρες τους καπνίζοντας, πίνοντας τσίπουρα και διώχνοντας πελάτες που μπορεί να ’θελαν κάτι παραπάνω.

Φτάνεις, στην αναζήτηση, μέχρι την άκρη της χώρας και σκέφτεσαι κοιτώντας το κτίσμα της φωτογραφίας στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών, το στερνό του χωριού, σχεδόν πάνω στα σύνορα με την ΠΓΔΜ, ότι η ανοικοδόμηση, η αναγέννηση αυτού του έρημου τόπου θα μπορούσε ή θα ’πρεπε να αρχίσει από τη χαμένη αισθητική. Από τα εξαφανισμένα στην ομίχλη της πλασματικής ευμάρειας, τα ναυαγισμένα στην παχύρευστη μάζα ενός πολιτισμού πασαλείμματος, προχειρότητας, βιτρίνας, που έφτασε και σκαρφάλωσε μέχρι τις κορυφές των βουνών στα όρια της χώρας, αυτονόητα.

*γράφτηκε για το thegreekcloud

16 Απρ 2014

Στη χώρα του Αγίου Φωτός

Βγήκε ο Νίκος Δήμου που δεν είναι και μεγάλη μου συμπάθεια αλλά εν προκειμένω έχει ένα point, και μίλησε για όλη αυτή την (κατ' εμέ) μεγαλομανή, θρησκόληπτη φαιδρότητα που λέγεται άφιξη Αγίου Φωτός αεροπορικώς και απευθείας από την "πηγή" (τα Ιεροσόλυμα ή όπου αλλού) στη χώρα, με τιμές αρχηγού κράτους. Και αντί να ανοίξει μια συζήτηση αν εν καιρώ μιας τέτοιας τρομερής κρίσης στο βιοτικό επίπεδο αυτού του ταλαίπωρου λαού χρειάζονται όλα αυτά, αν αυτό που πραγματικά μας λείπει σαν λαού αυτή τη στιγμή είναι το original Άγιο Φως να ανάβουμε τις λαμπάδες μας το οποίο θα εισάγουμε με το αζημίωτο, άρχισαν διάφορες, ατελείωτες συζητήσεις γύρω από ένα και μοναδικό μέγα ζήτημα: αν ο Νίκος Δήμου είναι στέλεχος ή απλός υποστηρικτής του ανερχόμενου, δημοσκοπικά, Ποταμιού.

Εμφανίστηκε και ο κατά τα άλλα "προοδευτικός" και "κεντροαριστερός" ιδρυτής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης για να "πάρει αποστάσεις" και να πει ότι δεν είναι σωστό, να παίζουμε με το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού. Και άλλοι συνάδελφοί του, τηλεδημοσιογράφοι, να πουν ότι πασχαλιάτικα ο Δήμου προκαλεί κ.α. αυτού του είδους. Κανένας, ο παραμικρός προβληματισμός γύρω από τη θρησκομανή αμετροέπεια του νεοελληνικού κράτους (ένα κράτος που τα δικαστήριά του δικάζουν κάτω από εικόνες της Παναγίας και οι κυβερνήσεις του ορκίζονται χαμηλοβλεπούσες μπροστά σε δεσπότες) που εξακολουθεί και βασιλεύει, ακόμα και σε μια τέτοια συγκυρία χρεοκοπίας της χώρας. Ή γύρω από το αδιαίρετο κράτους-εκκλησίας και τις προβληματικές του παραφυάδες, όπως η εν λόγω φιέστα. Τι θλιβερή χώρα ρε παιδιά.

14 Απρ 2014

Πολιτική ντεκαφεϊνέ

Πριν λίγες μέρες έτυχε να δω μια τηλεοπτική συζήτηση γύρω από την περίφημη υποκλαπείσα συνομιλία μεταξύ Τάκη Μπαλτάκου και Ηλία Κασιδιάρη, που οδήγησε στην παραίτηση του πρώτου από γ.γ. της κυβέρνησης και σε έναν πολιτικό σεισμό, λόγω των σκιών που άφηνε η μεταξύ τους κουβέντα για κυβερνητικές παρεμβάσεις στη λειτουργία της Δικαιοσύνης.

Όλοι οι συμμετέχοντες στη συζήτηση είχαν, ο καθένας, την άποψή του που υποστήριζαν με θέρμη, καμιά φορά περισσότερο απ΄ ό, τι απαιτεί ένας πολιτισμένος διάλογος, κατά τα νεοελληνικά πρότυπα της δυνατότερης φωνής ως ύστατο επιχείρημα. Όλοι, πλην ενός. Ο εκπρόσωπος του «Ποταμιού» αρνούνταν πεισματικά να εκφράσει μια συγκεκριμένη άποψη επί του θέματος. Σε σημείο, οι υπόλοιποι συμμετέχοντες και ο συντονιστής της συζήτησης σε ένα σώμα, μια φωνή, ενωμένοι, να προσπαθούν να τον πείσουν να τους πει, τέλος πάντων, την άποψή του. Με αποτέλεσμα μετά από αρκετά «παρακάλια», εκνευρισμένος σχεδόν από το στενό μαρκάρισμα εκ μέρους όλων των υπολοίπων, να εκστομίσει ο άνθρωπος μια κοινοτοπία. 

Κάπως έτσι φοβάμαι ότι μπορεί να συνοψιστεί η όλη στάση, η όλη πόζα ορθότερα – διότι περί πόζας πρόκειται – του «Ποταμιού», μέχρι και σήμερα: η απουσία άποψης, ως άποψη. Ένα κόμμα δίχως σαφή ιδεολογική κατεύθυνση ή ταυτότητα, που όχι μόνον αποδέχεται αυτό του το έλλειμμα αλλά το κάνει σημαία του. Μια μπύρα, χωρίς αλκοόλ. Ένας καφές ντεκαφεϊνέ. Που πλασάρονται ως αξιότερα, γνησιότερα, σημαντικότερα από τα πρωτότυπα.

Σαφώς και ζούμε, ιδίως από τον φοβερό εκείνο Νοέμβρη του ’89 που κατέρρευσε με πάταγο το Τείχος του Βερολίνου και μαζί του τα τελευταία υπολείμματα του αντίπαλου δέους του καπιταλισμού, του λεγόμενου υπαρκτού – γα κάποιους ανύπαρκτου – σοσιαλισμού, τον μακρύ, ατελείωτο θάνατο των ιδεολογιών. Για την ακρίβεια, τον εξίσου μακρύ θρίαμβο μιας και μοναδικής ιδεολογίας, αυτής του κέρδους. Που έχει μετατρέψει την παγκόσμια οικονομία σε πλανητικό καζίνο.

Σαφώς και θα μπορούσε να συμφωνήσει κανείς με τον Κορνήλιο Καστοριάδη ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελείωσε το 404 π.Χ. με τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου  και την παράδοση της (γεωγραφικής περιοχής της) Ελλάδας σε πάσης φύσεως κατακτητές. Που όλοι μαζί δεν κατάφεραν να την ισοπεδώσουν πολιτικά, κοινωνικά, αισθητικά στο βαθμό που το κατόρθωσαν οι νεοέλληνες. Και ότι στην Ελλάδα, τα έχουμε πάρει κάπως ανάποδα τα πράγματα: αντιμετωπίζουμε το εθνικό μας σπορ, το ποδόσφαιρο σαν πολιτική και την πολιτική σαν ποδόσφαιρο.

Οι ήττες, με άλλα λόγια, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και εντός συνόρων ήταν και παραμένουν πολλαπλές. Οι ιδεολογίες του περασμένου και του προπερασμένου αιώνα, μας άφησαν χρόνους. Και η ανθρωπότητα ζαλισμένη ψάχνει να βρει τις άκρες της στη δίνη ενός εκτροχιασμένου παγκόσμιου καπιταλισμού. Με την πολιτική πολλές φορές είτε να ποδοσφαιροποιείται είτε να πέφτει σε επίπεδο κουτσομπολιού, μηχανορραφιών, διαπλοκής και συμφεροντοκρατίας.

Άραγε η διέξοδος απ’ όλα αυτά θα έρθει γεμίζοντας ένα σακίδιο με έτοιμη αναγνωρισιμότητα από τηλεοπτικές εκπομπές που έκαναν το πρόσωπό μας γνωστό στο πανελλήνιο, συγκεντρώνοντας ένα καστ υποψηφίων με κοινό χαρακτηριστικό την απουσία ιδεολογικοπολιτικού στίγματος σαν να επρόκειτο όχι για εκλογές αλλά κάποιου είδους καλλιστεία, φτιάχνοντας και ένα ωραίο, φωτογενές σηματάκι για το κόμμα μας και βαδίζοντας αγέρωχοι, ανεμίζοντας το λάβαρο του τίποτα ως  ιδανική εναλλακτική στην περιρρέουσα κρίση των ιδεολογιών, των πολιτικών σχηματισμών και κομμάτων, της ίδιας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της πολιτικής; 

*γράφτηκε για το thegreekcloud εδώ

11 Απρ 2014

Εσείς τι θα ψηφίσετε;

Είσαι κοινωνικός επιστήμονας. Και λες, δεν περνάω από μια από τις μεγάλες, γνωστές εταιρείες δημοσκοπήσεων να δω αν θέλουν κανέναν ερευνητή, τώρα που βρισκόμαστε και σε προεκλογική περίοδο; Ο κύριος στο τηλέφωνο ευγενέστατος. Σου λέει πέρνα, μέχρι το βράδυ εδώ θα είμαστε. Και πας.
Βρίσκεσαι σε μια από τις λεγόμενες υποβαθμισμένες συνοικίες του κέντρου των Αθηνών. Ψάχνεις την οδό, τη βρίσκεις σχετικά γρήγορα, κεντρικότατος ο δρόμος. Αλλά πουθενά, παρότι βρίσκεσαι έξω ακριβώς από τη διεύθυνση που σου έδωσαν, η εταιρεία. Πουθενά τα διακριτικά της, μια έστω ταμπελίτσα να προδίδει την ύπαρξή της. Αφού έχεις φάει αρκετά λεπτά ψάχνοντας με τα μάτια ένας γέροντας από λίγο πιο πέρα, βλέποντάς σε να περπατάς πάνω κάτω κοιτώντας, σε ρωτά αν ψάχνεις κάτι. Ναι, του λες, την τάδε εταιρεία. «Α», λέει, «βλέπεις αυτό το υπόγειο;» «Κατεβαίνεις, στο τέρμα του διαδρόμου αριστερά η τάδε πόρτα». Και κάνεις ό, τι σου είπε, εξακολουθώντας να μη βλέπεις πουθενά τα διακριτικά της εταιρείας – το παραμικρό. Ακολουθώντας τις οδηγίες του γέροντα, διασχίζοντας έναν διάδρομο με χλωμό κιτρινωπό φωτισμό φτάνεις μπροστά σε μια μεγάλη, παλιά ξύλινη πόρτα. Απόλυτη  ησυχία. Τίποτα δεν προδίδει το θέαμα που περιμένει ανοίγοντας: ένας μεγάλος χώρος με νέους, γέρους και παιδιά – άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών, από νεαρούς μέχρι ώριμες γυναίκες – που μιλάνε όλοι μαζί μπροστά σε λάπτοπ, καθισμένοι σε μεγάλα τραπέζια, ρωτώντας τους ανθρώπους στην άλλη άκρη της γραμμής, τι θα ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές.
Ρωτώντας έναν εξ αυτών, που σε είδε να μπαίνεις, κατευθύνεσαι στον άνθρωπο που είχατε μιλήσει από το τηλέφωνο. Ένας τύπος χαρούμενος, φιλικός, με διάθεση χαλαρή, παρόλη τη φασαρία γύρω του. Σου λέει ότι αυτή τη στιγμή δεν έχουν ανάγκη από κάτι περισσότερο, μόνο «ερευνητές». Δηλαδή ανθρώπους να παίρνουν τηλέφωνα ψηφοφόρους ρωτώντας πώς θα ψηφίσουν στις εκλογές που ζυγώνουν. Η αμοιβή, γύρω στα τρία ευρώ την ώρα με αμφίβολο ΙΚΑ και καθυστέρηση, στο ξεκαθαρίζει (εδώ σοβαρεύει), δυο με τρεις μήνες στις πληρωμές. «Και τώρα είναι καλά», σου λέει, «πριν ήταν χειρότερα». Άσε που «όλη η αγορά έτσι είναι».
Για πρόσληψη ούτε λόγος, η δουλειά πάει ανάλογα με τη ζήτηση. «Κάνεις τίποτα το απόγευμα;» ρωτά με το χαλαρό του ύφος, μπας και περάσεις να πάρεις μερικές δεκάδες τηλέφωνα, όπως θα πήγαινες για καφέ με έναν παλιόφιλο.  Βλέποντάς σε σκεφτικό, σου λέει «άμα θες, πάρε με εσύ ή μπορεί να σε πάρω κι εγώ». «Αλλά με απόκρυψη, να το θυμάσαι, να το σηκώσεις άμα δεις απόκρυψη».
Στην επιστροφή, παρατηρείς στα μέσα μεταφοράς τους ανθρώπους γύρω σου. Κοπέλες δακτυλογραφούν σε κινητά με προσήλωση, νεαροί αστειεύονται, κάποιοι χασμουριούνται. Ίσως να σκέφτονται τι θα ψηφίσουν στις εκλογές. Ίσως πάλι και όχι. Κι εσύ, αναρωτιέσαι τι διαφορά θα κάνει, σε όλα αυτά που είδες η ψήφος στο ένα ή το άλλο κόμμα, από τα παλιά ή τα πολλά καινούργια. Το μόνο που ξέρεις, ότι την επόμενη φορά που θα σου τηλεφωνήσει μια ευγενική φωνή από κάποια εταιρεία δημοσκοπήσεων για να σε ρωτήσει τι θα ψηφίσεις, θα νιώσεις ένα σφίξιμο στο στομάχι. Σαν αυτό που αισθάνθηκες ανεβαίνοντας, με αργά βήματα, τα σκαλιά του υπογείου.
*γράφτηκε για την Parallaxi εδώ 

5 Απρ 2014

Περί εξόδου στις αγορές και άλλων ασπιρινών

Η Ελλάδα λέει επιστρέφει στις αγορές. Πριν πανηγυρίσουμε για το μέγα αυτό γεγονός - που απλώς σημαίνει δανεισμό από τους παλιούς καλούς μας δανειστές και όχι την Τρόικα - καλό θα ήταν να ρίξουμε μια ματιά να δούμε αν αυτά τα τέσσερα βασανισμένα χρόνια άλλαξε κάτι. Αν άλλαξε κάτι στα πρόσωπα που μας κυβερνούν - στον τρόπο σκέψης ή τις νοοτροπίες τους -, στην πραγματικότητά μας (προς το καλύτερο), στον δικό μας τρόπο σκέψης και φέρεσθαι. Μια τέτοια ματιά, ακόμη και η πιο πρόχειρη, θα δείξει μια χώρα ακριβώς όπως ήταν το 2009 από την άποψη του οικονομικού μοντέλου που ακολουθείται, το οποίο μπορεί να συνοψιστεί στο τρίπτυχο κομμωτήριο-καφέ-σουβλάκι. Με έναν ισχυρό τέταρτο παίκτη που γέννησε η κρίση, τους φούρνους και ίσως έναν ακόμη: τα... μαγαζιά περιποίησης νυχιού. Με τα ίδια κυβερνώντα πρόσωπα και κόμματα, εμπλουτισμένα με καινούργιους φανατικούς και κατακερματισμένα σε ακόμη περισσότερα κινήματα, κόμματα και αποκόμματα τα οποία επιδίδονται μετά τεράστιας ορέξεως στο πατροπαράδοτο νεοελληνικό σπορ του αλληλοφαγώματος, των ύβρεων και των αλληλοκατηγοριών. Με guest star ένα νεοναζιστικό μόρφωμα που λέγεται Χρυσή Αυγή, το οποίο αντανακλά επαξίως αυτήν ακριβώς την κατάρρευση του κληρονομημένου κομματικού συστήματος. 

Και επειδή κάποιοι βρίσκουν διέξοδο από αυτές τις ομολογουμένως δυσάρεστες διαπιστώσεις ανοίγοντας το πλάνο και μιλώντας για μια πανευρωπαϊκή κρίση που έπληξε κυρίως τον ευρωπαϊκό νότο, ας δούμε αυτή την ειδησούλα: "Έρχεται αύξηση στους λογαριασμούς της ΔΕΗ λόγω φωτοβολταϊκών". Όπου "στόχος είναι να εξαλειφθεί το συσσωρευμένο έλλειμμα του ειδικού λογαριασμού ΑΠΕ, που σήμερα, μαζί με το τρέχον, ξεπερνά τα 500 εκατομμύρια ευρώ". Σαν να λέμε μια χώρα, η Ελλάδα, με τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια της Ευρώπης που θα μπορούσε να πρωτοπορεί στις ΑΠΕ, ιδίως τον ήλιο και χάρις στα αμέτρητα νησιά της τον άνεμο, αντιμετώπισε τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας - το μεγαλύτερο ενεργειακό στοίχημα του 21ου αιώνα - με τη συνήθη της τσαπατσουλιά. Παραμένοντας πεισματωδώς ενεργειακά προσκολλημένη στον άνθρακα και το λιγνίτη ή σερβίροντας το φυσικό αέριο ως... ΑΠΕ για τους γνωστούς, πανάρχαιους λόγους προστασίας συντεχνιών και συμφερόντων. Με τα εξίσου συνήθη αποτελέσματα: να καλούνται οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος να πληρώσουν το λογαριασμό της εγκληματικής προχειρότητας. Την ίδια στιγμή που μια άλλη χώρα του ευρωπαϊκού νότου με την οποία μας αρέσει να συγκρινόμαστε, η Πορτογαλία, έφτασε να παράγει πάνω από το 70% του ηλεκτρικού της ρεύματος από ΑΠΕ

Φοβάμαι εν κατακλείδι ότι η επιστροφή στις αγορές ούτε θα τη σώσει τη χώρα από όλα αυτά (αντιθέτως μπορεί να οδηγήσει, λαμβανόμενη και προβαλλόμενη ως τεράστια κατάκτηση της κυβέρνησης και της οικονομίας, σε μεγαλύτερο πισωγύρισμα) ούτε θα σταθεί ικανή να την ταρακουνήσει ώστε κάποια στιγμή να επιστρέψει όχι στους παλιούς της δανειστές, αλλά σε μια οικονομία παραγωγική, υγιή, χειραφετημένη από την καθ' έξιν εξυπηρέτηση ολιγαρχιών, συμφερόντων, συντεχνιών. Με το βλέμμα και τη σκέψη στο μέλλον και όχι σε ένα άθλιο, χρεοκοπημένο παρελθόν και τους πρωταγωνιστές του που εξακολουθούν και σήμερα να μεσουρανούν.

2 Απρ 2014

Στα κρατητήρια του χρόνου

Σωφρονιστικοί υπάλληλοι των φυλακών Νιγρίτας Σερρών και Μαλανδρίνου όπως και αστυνομικοί διώκονται ποινικά για το κακούργημα του βασανισμού μέχρι θανάτου του Αλβανού κρατούμενου Ιλία Καρέλι. Ο Καρέλι ήταν ο κρατούμενος που προ ημερών μαχαίρωσε, οδηγώντας τον στο θάνατο, τον υπαρχιφύλακα Γιώργο Τσιρώνη για τον οποίο κυκλοφορεί μια επιστολή κρατουμένων των φυλακών Νιγρίτας που τον καταγγέλλει ως βασανιστή. Κανείς βεβαίως δεν μπορεί να γνωρίζει, «κατόπιν εορτής» τι αληθεύει και τι όχι σε τέτοιες καταγγελίες. Και, σίγουρα, ένας νεκρός υπαρχιφύλακας δεν μπορεί να μας μιλήσει, να μας πει. Αλλά ο τρόπος που – σύμφωνα με τον ιατροδικαστή που εξέτασε τη σορό του – ξυλοκοπήθηκε αγρίως μέχρι θανάτου με κλομπ και βασανίστηκε με ηλεκτροσόκ ο Καρέλι δείχνει ότι στις ελληνικές φυλακές, ασχέτως του βίου και της πολιτείας του νεκρού πλέον Τσιρώνη, λειτουργεί ένας συμπαγής, συγκροτημένος μηχανισμός βασανιστηρίων. Βασανιστηρίων βάρβαρων, ξυλοδαρμών και ηλεκτροσόκ, που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, που νομίζαμε στην Ελλάδα του 21ου αιώνα ότι τις είχαμε αφήσει για τα καλά πίσω μας. Και πρακτικών που είχαμε μείνει με την εντύπωση ότι αποτελούσαν πλέον μελανές σελίδες στα βιβλία της νεοελληνικής ιστορίας, φρικώδη ενθυμήματα περιόδων που συντηρούσαμε στην ιστορική μνήμη για να μας θυμίζουν πόσο χαμηλά, μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, εναντίον ενός άλλου ανθρώπου. Πόσο άγρια μπορούν να ξεπηδήσουν, καταπιεσμένα από αιώνες πολιτισμού και κοινωνικών συμβάσεων, αρχέγονα ένστικτα δείχνοντας το προαιώνιο, αποκρουστικό τους πρόσωπο.

Παράλληλα με αυτόν τον μηχανισμό οργανωμένων βασανισμών, ένας άλλος μηχανισμός φαίνεται να βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία στις ελληνικές φυλακές: αυτός της αυτοδικίας. Ο μηχανισμός της ωμής, τυφλής, σαρκοβόρας εκδίκησης που αγνοεί επιδεικτικά την οργανωμένη κοινωνία τριγύρω της, θεσμούς και νομοθετήματα, και επικεντρώνεται στο πρόσωπο του θύματός της. Δυο μηχανισμοί,  που στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτούργησαν συνδυαστικά, σε αγαστή συνεργασία. Και αποτελούν όνειδος για μια κοινωνία που θέλει να λέει ότι έχει, στο δικαιϊκό  της σύστημα, προχωρήσει πέραν του Μωσαϊκού Νόμου, του οδόντα αντί οδόντος, του οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Ότι έχει επικρατήσει στα χειρότερα, στα πιο τυφλά ένστικτα που για αιώνες οδήγησαν την ανθρωπότητα σε ανείπωτες αιματοχυσίες, τα έχει τιθασεύσει και έχει ασφαλτοστρώσει τον δρόμο προς ένα ανθρωπινότερο αύριο.

Ίσως το χειρότερο με όλα αυτά που συμβαίνουν στα σκοτεινά, απόμερα, δύσοσμα υπόγεια της ελληνικής κοινωνίας που λέγονται φυλακές, να μην είναι τα ίδια τα τεκταινόμενα σε αυτές. Αλλά η πλήρης, ολοκληρωτική, ανελέητη αδιαφορία όσων βρίσκονται μακριά τους, που ούτε τους – μας – ενδιαφέρει τι γίνεται σ’ αυτά, ούτε θέλουμε να ξέρουμε. Ή στις χειρότερες των περιπτώσεων, αντλούμε μια κρυφή χαρά απ’ όσα ανείπωτα λαμβάνουν χώρα εκεί, καταπιεσμένοι και οι ίδιοι από τις υποχρεώσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, εξίσου ένοχοι με τους βασανιστές-εκδικητές που δρουν ανεξέλεγκτοι στα ανήλιαγα υπόγεια της κοινωνίας μας, από τη στιγμή που και οι μεν και οι δε βυθιζόμαστε στα ίδια σκοτάδια: αυτοί στα σκοτάδια των φυλακών και όσα γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες και όλοι οι υπόλοιποι στα σκοτάδια της ηθελημένης άγνοιας, κλείνοντας τα μάτια μπροστά σε εγκλήματα-φαντάσματα που μας έρχονται από πολλούς αιώνες πίσω στην ανθρώπινη ιστορία.

*γράφτηκε για την Parallaxi εδώ