Γυρίζεις πασχαλιάτικα την Ελλάδα με το αυτοκίνητο σε αναζήτηση όχι του χαμένου χρόνου του Προυστ αλλά της χαμένης ομορφιάς της χώρας. Θαμμένης κάτω από τόνους κακόγουστων καφετεριών, επαρχιακών club σε χτυπητά φλούο χρώματα που κάπου, πρέπει, παρ’ όλα αυτά να ’χει βρει το καταφύγιό της.
Σταματάς για βενζίνη σε ένα επαρχιακό πρατήριο του νομού Φλωρίνης. Στο ράδιο το αναγεννημένο Τρίτο με εκείνες τις θείες μελωδίες που προσπαθούν να πιάσουν το άπιαστο, να συλλάβουν το ασύλληπτο, κάποιου Μπαχ, δοξασμένου προγόνου της Άνγκελα Μέρκελ, πριν η χώρα του και ολόκληρη η Ευρώπη παραδοθούν στην παντοκρατορία της «οικονομίας», των χρηματαγορών, των spreads, του χρήματος ως ύψιστης προτεραιότητας, υπέρτατης αξίας στη ζωή της Γηραιάς Ηπείρου. Και, βγαίνοντας, σου επιτίθενται από κάποια αόρατα μεγάφωνα, εγκατεστημένα στις αντλίες, αγνώστου προέλευσης και ταυτότητος σκυλοάσματα, στη διαπασών. Και σε συνεφέρουν. Ή το ανάποδο, σχεδόν σε κατεδαφίζουν. Το βέβαιο, ότι σου φωνάζουν, σε αυτή την υψηλή ένταση, για το πολιτιστικό έλλειμμα αυτής της μικρής, πανέμορφης χώρας, που σε περιμένει, σου στήνει καρτέρι, στα πιο απρόσμενα σημεία. Για να σε αιφνιδιάσει, να σε πιάσει στον ύπνο, να σε πιάσει στον Μπαχ σου ή ό, τι άλλο είχες επιστρατεύσει ως μέσο διαφυγής από αυτές τις εφιαλτικές, εκκωφαντικές αντλίες.
Πας σε έναν από τους όλο και λιγότερους ξενώνες που έμειναν μετά την ερήμωση, τα τελευταία χρόνια, των εγχώριων τουριστικών προορισμών λόγω της κρίσης, με τον μουτρωμένο ιδιοκτήτη. Μουτρωμένο, γιατί έπαψαν να του έρχονται δημόσιοι υπάλληλοι και άλλοι ευυπόληπτοι πολίτες που τις καλές εποχές, του γέμιζαν τα δωμάτια. Ένας από τους αμέτρητους ξενώνες που σηκώθηκαν με χρήματα της ΕΕ, με τα περίφημα Leader, για να μαραζώσουν μέσα σε πολύ λίγα χρόνια κάτω από το βάρος καταρχάς της ανύπαρκτης κατάρτισης των ιδιοκτητών τους, που νόμιζαν ότι χτίζοντας με δανεικά χρήματα μια ωραία, πέτρινη, «παραδοσιακή» ή «βιολογική» βιτρίνα γύρω τους, χωρίς την παραμικρή εξειδίκευση σε αυτό που λέμε τουρισμό, λειτουργώντας τους ωραιότατους ξενώνες τους όπως μια οικογενειακή ταβέρνα, θα έδεναν για τα καλά τον γάιδαρο. Και που τώρα έμειναν να αναρωτιούνται, τι στο καλό πήγε στραβά. Όπως συχνά συνέβαινε και συμβαίνει σ’ αυτή τη χώρα τα ζεστά, ευρωπαϊκά χρήματα έπεσαν, οι ξενώνες σηκώθηκαν και από εκεί και πέρα έμειναν ανέλεγκτοι για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν, τις προδιαγραφές που θα τηρούσαν, το αν θα μετατρέπονταν σε έναν υπέροχο, πετρόχτιστο, πνιγμένο στο πράσινο καφενέ όπου ο ιδιοκτήτης μαζί με την παλιοπαρέα θα περνούσαν τις μέρες τους καπνίζοντας, πίνοντας τσίπουρα και διώχνοντας πελάτες που μπορεί να ’θελαν κάτι παραπάνω.
Φτάνεις, στην αναζήτηση, μέχρι την άκρη της χώρας και σκέφτεσαι κοιτώντας το κτίσμα της φωτογραφίας στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών, το στερνό του χωριού, σχεδόν πάνω στα σύνορα με την ΠΓΔΜ, ότι η ανοικοδόμηση, η αναγέννηση αυτού του έρημου τόπου θα μπορούσε ή θα ’πρεπε να αρχίσει από τη χαμένη αισθητική. Από τα εξαφανισμένα στην ομίχλη της πλασματικής ευμάρειας, τα ναυαγισμένα στην παχύρευστη μάζα ενός πολιτισμού πασαλείμματος, προχειρότητας, βιτρίνας, που έφτασε και σκαρφάλωσε μέχρι τις κορυφές των βουνών στα όρια της χώρας, αυτονόητα.
*γράφτηκε για το thegreekcloud
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου