10 Σεπ 2010

Όλα για το χρήμα;

Μόλις κυκλοφόρησε η ‘πολυαναμενόμενη’ αυτοβιογραφία της Νατάσα Κάμπους, του κοριτσιού - 22 ετών σήμερα - που σε ηλικία μόλις 10 ετών απήχθη από έναν ψυχικά διαταραγμένο άνδρα που την κράτησε για οκτώ ολόκληρα χρόνια φυλακισμένη σε ένα υπόγειο στη Βιέννη. Έχοντας ήδη περάσει από την τηλεόραση ως παρουσιάστρια, η Νατάσα κάνει τώρα το ντεμπούτο της ως συγγραφέας, με την κυκλοφορία του ιστορικού των όσων υπέστη υπό τον τίτλο «3.096 ημέρες». Και με κάνει να αναρωτιέμαι για ποιο λόγο, πραγματικά για ποιο λόγο, κάποιος που τράβηξε όσα αυτή η πολύπαθη κοπέλα, θα προχωρούσε σε κάτι τέτοιο. Ως γνωστόν, ζούμε σε μια εποχή που η διασημότητα, το να γίνει κανείς ‘αναγνωρίσιμος’, έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη, απόλυτη αξία, ελλείψει βαθύτερων, συμπαγέστερων αξιών. Γι’ αυτό ίσως και δεν φαίνεται περίεργο το ότι η δεσποινίδα Κάμπους ‘εκμεταλλεύτηκε’ τη μεγάλη δημοσιότητα που πήρε η τραγική προσωπική της ιστορία για να πάρει μια εκπομπή στην τηλεόραση, πραγματοποιώντας το όνειρό της να γίνει δημοσιογράφος. Δεν φαίνεται περίεργο, αν και θα έπρεπε. Το ότι το ‘μικρόβιο’ αυτό της αναγνωρισιμότητας, πιθανώς και της απόκτησης εύκολου και ‘γρήγορου’ χρήματος έγινε τόσο ισχυρό ώστε να ‘μολύνει’ ακόμα και αυτή την πολύπαθη Νατάσα Κάμπους, μου προκαλεί προσωπικά προβληματισμό. Και λέει νομίζω πολλά για το τι είδους αξίες έχουν σήμερα αφεθεί να κυριαρχούν και να ποδηγετούν τους νέους κυρίως ανθρώπους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξιστόρηση των όσων πέρασε η δεσποινίδα Κάμπους στα χέρια του ανθρώπου που την κρατούσε στο υπόγειό του για οκτώ βασανισμένα χρόνια, θα γίνει μπεστ σέλερ. Άλλωστε, πάντα προκαλεί ένα ιδιαίτερο, σαδιστικό ενδιαφέρον η εξιστόρηση του ανθρώπινου πόνου, ιδίως αν συνδυάζεται με ‘γαργαλιστικά’ σεξουαλικά υπονοούμενα, όπως σε αυτή την περίπτωση. Αναρωτιέμαι, εν τέλει, τι σκοπό εξυπηρετεί αυτή η έκδοση, πέραν της αύξησης της προσωπικής περιουσίας της δεσποινίδας Κάμπους και της αναγνωρισιμότητάς της. Ίσως η ίδια να ξέρει καλύτερα. Ίσως πάλι και όχι.

8 Σεπ 2010

Μια αντι-ανάρτηση

Οι διακοπές τελείωσαν εδώ και καιρό. Έχουν ήδη γίνει ανάμνηση, παίρνοντας τη θέση τους στο slideshow με ετικέτα ‘καλοκαιρινές διακοπές’ που θα παίζει τις σκοτεινές μέρες του χειμώνα. Ο Σεπτέμβρης ήρθε, με κλειστή την τηλεόραση, που στην φάση αυτή την ενδιάμεση μεταξύ των καλοκαιρινών επαναλήψεων και της ‘καινούργιας’ σεζόν – εντός εισαγωγικών το καινούργιας διότι στην τηλεόραση η ανακύκλωση των ίδιων και των ίδιων υλικών σερβίρεται ως δημιουργική μαγειρική – δεν βλέπεται. Και χωρίς πολύ ίντερνετ που και αυτό κάπως το βαρέθηκα, μια που και αυτό χρησιμοποιεί πολλές φορές τα ίδια, δοκιμασμένα δομικά υλικά ακόμη και για τις πιο πετυχημένες συνταγές του. Όσο περισσότερο κρατάω τις οθόνες μου κλειστές, τόσο περισσότερο σκέφτομαι ότι το να περνάς ένα σκανδαλωδώς μεγάλο μέρος της ζωής σου μπροστά σε οθόνες, δεν είναι και το καλύτερο. Όπως και να το κάνουμε. Αποφάσισα ότι δεν χρειάζομαι άλλες πληροφορίες, από αυτές που τόσο επίμονα γεννά το ίντερνετ. Αποφάσισα ακόμη ότι δεν χρειάζομαι πάνω από μια φορά την εβδομάδα να μαθαίνω τι γίνεται στην Ελλάδα και την υφήλιο, ανοίγοντας κάποια ιντερνετική εφημερίδα. Και ότι μπορώ να αρχίσω να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στην οικογένειά μου, στους παλιούς μου γνώριμους που λέγονται βιβλία – από καιρό ξέχασα την απόλαυση που μπορεί να σου προσφέρει ένα φρεσκοτυπωμένο βιβλίο –, αλλά και σε κάποιους άλλους παλιούς γνώριμους, που λέγονται άνθρωποι. Άνθρωποι από αυτούς τους συνηθισμένους, τους καθημερινούς, που συναντά κανείς στη γειτονιά του, στο δρόμο, στα πάρκα. Και που μερικές φορές δεν τους βλέπει καν, από τη στιγμή που το μάτι του έχει συνηθίσει, έχει εθιστεί στο φως της οθόνης. Ένα φως που όταν σβήσει, σκοτεινιάζουν όλα. Και όταν παραμένει σβηστό καιρό, αρχίζει κανείς, όπως σε μια ξαφνική διακοπή ρεύματος, να συνειδητοποιεί κάποια πράγματα. Ίδωμεν…