21 Ιαν 2013

Συγγνώμη, Αυγουστίνε

Είναι μεγάλο το σοκ όταν έρχεσαι στην Ελλάδα από μια χώρα όπως η Κύπρος όπου η αστυνομία, οργανωμένη - όπως και ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός - στα βρετανικά πρότυπα λειτουργεί επαγγελματικά, έχοντας μια ουδέτερη, αχρωμάτιστη από πολιτικές ή παραπολιτικές συνιστώσες, σχέση με τον πολίτη. Όπως σε άλλες, πιο τυχερές στη νεότερη ιστορία τους από την Ελλάδα ευρωπαϊκές χώρες, όπου ποτέ δεν υπήρξαν ο "φόβος του χωροφύλακα", σκοτεινές εποχές παρακράτους, μαγκουροφόρων και πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, αδιαφάνεια στη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, σκάνδαλα, χρονίζουσα ατιμωρησία και μια κουλτούρα εμφυλιοπολεμική, τυφλής βίας και μαζικών καταστροφών.
 
Είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν, έχοντας ένα μόλις μήνα στη χώρα αυτή, πέφτεις θύμα άγριου, ομαδικού ξυλοδαρμού από αστυνομικούς - οικογενειάρχες, σου δήλωσαν εκ των υστέρων για να τους λυπηθείς - που ξέσπασαν πάνω σου ύστερα από μια ακόμη ημέρα ανταλλαγής ύβρεων με "γνωστούς αγνώστους", ύστερα από 40 χρόνια μιας μεταπολίτευσης που κληρονόμησε, ατόφιες, τις παθογένειες των προδικτατορικών εποχών. Και που αδυνατώντας να τις αντιμετωπίσει καταπρόσωπο θέλησε να τις παραχώσει βιαστικά κάτω από το χαλί μιας ξέφρενης καταναλωτικής ευδαιμονίας, μιας ψευτοευημερίας βασισμένης σε ευρωπαϊκά "πακέτα στήριξης". Νομίζοντας ότι θα τις εξαφάνιζε.
 
Ο Αυγουστίνος Δημητρίου, Κύπριος σπουδαστής που μετά το βάναυσο ξυλοδαρμό του από Έλληνες αστυνομικούς εξακολουθεί να κουβαλάει τα ψυχικά τραύματα ενός ανθρώπου μεγαλωμένου σε μια εντελώς διαφορετική κοινωνία με λιγότερες κληρονομημένες παθογένειες, μαζί με αναπάντητα λογικά ερωτήματα που δεν θα απαντηθούν ποτέ, σήμερα δεν θα νιώθει πολύ δικαιωμένος. Για την ακρίβεια, δεν θα νιώθει καθόλου δικαιωμένος. Ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα μιας βαθιά άρρωστης κοινωνίας που κάθε 17 Νοέμβρη, ημέρα του φοβερού, αναίτιου και απρόκλητου ξυλοδαρμού του μαζεύεται γύρω από το τοτέμ του Πολυτεχνείου όχι για να θυμηθεί τους φοιτητές που έριξαν μια χούντα αλλά για να γιορτάσει τον εμφύλιο που συνεχίζεται, τα πάθη που βράζουν ασίγαστα, την κουλτούρα βίας και (αυτο)καταστροφής που εξακολουθεί να τη διαποτίζει, τον χρόνο που μοιάζει να σταμάτησε και δεν την αφήνει να πάει παρακάτω, αντιμετωπίζοντας επιτέλους τα φαντάσματά της.
 
Η αθώωση των έξι αστυνομικών που σακάτεψαν στο ξύλο τον Αυγουστίνο δεν ήταν παρά μια ακόμη έκφανση, κατά σατανική σύμπτωση 50 ακριβώς χρόνια μετά τη δολοφονία από παρακρατικούς του Γρηγόρη Λαμπράκη στην ίδια πόλη, της παραδοσιακής αλληλοκάλυψης μεταξύ δικαιοσύνης, αστυνομίας και πολιτικής ηγεσίας στη χώρα. Αλληλοκάλυψης που αποτελεί χαρακτηριστικό κομμάτι της τραγικής εμφυλιοπολεμικής κληρονομιάς που η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία νόμιζε ότι θα έθαβε για πάντα κάτω από τόνους νεοπλουτίστικης χρυσόσκονης. Συγγνώμη, Αυγουστίνε.

γράφτηκε για το φρι πρες Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

14 Ιαν 2013

The show must go on

Πλέον δεν φτάνουν οι κατευθυνόμενοι κουκουλοφόροι με τις βαριοπούλες τους να κομματιάζουν τα μαρμάρινα σκαλιά της «Μεγάλης Βρετανίας» για να μαζευτεί κάθε νοικοκυραίος στον πάγκο του. Ούτε όλα τα άλλα ειδικά εφέ που κατά καιρούς επιστρατεύονται. Ποιος δε θυμάται - ποιος ξεχνά, αλήθεια! - τους νεκρούς της Μαρφίν, άνοιξη του '10, ακριβώς τη στιγμή που μια πραγματική λαϊκή έκρηξη, στη μεγαλύτερη πορεία διαμαρτυρίας της μεταπολίτευσης, απειλούσε να τινάξει στον αέρα τις απαιτούμενες, για το ξετύλιγμα της μαζικής εξαθλίωσης που μόλις ξεκινούσε, ισορροπίες; Ένα σοκ που ήταν αρκετό για να τραβηχτούν τα νερά που απειλούσαν να εισβάλλουν  και να πλημμυρίσουν το καράβι ενός χρεοκοπημένου πολιτικού και μιντιακού κατεστημένου.

Σήμερα, κοντά τρία χρόνια από εκείνη την τραγική άνοιξη, εκκενώνονται οι υπό κατάληψη βίλες της Αθήνας για να ενεργοποιηθούν, σε πρώτη φάση, τα αντανακλαστικά κάθε νομοταγή πολίτη εναντίον των παραβατικών συμπεριφορών. Και, σε δεύτερη φάση, ενορχηστρωμένα, γκαζάκια απ’ άκρη σ’ άκρη της Αθήνας. Ο νομοταγής πολίτης έχει πλέον ξεχάσει το ρεύμα που κοντεύει να του κόψει η ΔΕΗ. Ξαφνικά, παρακολουθώντας τα όλα αυτά με κομμένη την ανάσα, σαν να ζεσταίνεται από την καταιγιστική δράση που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Και ξεχνά ότι έχει μείνει και χωρίς θέρμανση. Ή ότι είναι άνεργος. Τι είναι η ανεργία μπροστά σε ένα γκαζάκι στην είσοδο της πολυκατοικίας του Γιώργου Οικονομέα αλήθεια; Τίποτα, ένα τίποτα είναι. Ένα τίποτα είμαστε για τους «σωτήρες μας» όσοι έχουμε απομείνει σ’ αυτή τη χώρα. Μια χειραγωγούμενη μάζα που θα παρακολουθήσει αδιαμαρτύρητα ό, τι παράσταση ανέβει στον πολιτικομιντιακό μπερντέ.
Σε τρίτη φάση, τρομακτικά καλάσνικοφ γαζώνουν τα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος «με στόχο το γραφείο του πρωθυπουργού», διαλαλεί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Η παράσταση έχει γυρίσει σε σπαγγέτι γουέστερν. Ξεκίνησε, ως επιχείρηση «καθαρές βίλες». Οι βίλες εκκενώθηκαν από τους άπλυτους για να ακολουθήσει  ο τηλεσταρ Σπύρος Σούλης που με φτηνές ταπετσαρίες και καφετεριακούς καναπέδες θα τους ξαναδώσει ζωή για να στεγάσουν άνεργες οικογένειες των Αθηνών. Με το δεξί. Συνεχίστηκε ως «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», με διάφορους ημιαγράμματους τηλεδημοσιογράφους να βομβαρδίζονται ανηλεώς με γκαζάκια αλλά, σκληροί και πιστοί στο καθήκον να εμφανίζονται την επόμενη μέρα ατάραχοι. Για να πουν ότι η δημοσιογραφία δεν τρομοκρατείται. Και κλείνει ως σπαγγέτι γουέστερν ή «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», με σκοτεινές φυσιογνωμίες της νύχτας να γαζώνουν τα γραφεία της ΝΔ στοχεύοντας τον πρωθυπουργό. Καθηλώνοντας πλέον τον νομοταγή πολίτη στο κάθισμά του μέχρι να σιγουρευτεί ότι ο καλός σερίφης του δεν κινδυνεύει. Και η παράσταση συνεχίζεται, μην το κουνήσετε από τις θέσεις σας.

12 Ιαν 2013

Sex on the beach

Σάλος σε Ελλάδα και Αγγλία από εκπομπή του βρετανικού Channel 4 γύρω από τις σεξουαλικές περιπέτειες νεαρών Βρετανών στον Κάβο της Κέρκυρας. Καταρχάς, για να ξέρουμε για τι μιλάμε, δεν αποκαλούν τυχαία οι Άγγλοι το συγκεκριμένο κανάλι Channel Four-nication, από το fornication που σημαίνει συνουσία. Πρόκειται για κάτι σαν το δικό μας Star, αλλά πολύ πιο «μπροστά». Ανοίγει το δρόμο για την τηλεοπτική ισοπέδωση, που πιστά ακολουθούν οι εν Ελλάδι μιμητές του. Όπως ο κερκυραϊκός Κάβος ακολουθεί το ζακυνθινό Λαγανά και την κρητική Χερσόνησο σαν σεξοπροορισμός. Σαν ένας τουριστικός προορισμός για χιλιάδες διψασμένους για όργια Βρετανούς κυρίως τουρίστες, που καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες αλκοόλ προσπαθούν να ξεπεράσουν κάθε όριο στην πραγματοποίηση των σεξουαλικών τους φαντασιώσεων.

Το πρόβλημα έχει δυο πρόσωπα. Απ’ τη μία, στην Αγγλία , τη χώρα προέλευσης των σεξόπαιδων, υπάρχει η γνωστή booze culture. Η κουλτούρα δηλαδή να μεθάς μέχρι λιποθυμίας, προκειμένου να ξεπεράσεις κάθε αναστολή και να επιδοθείς εν συνεχεία σε σεξουαλικά ανδραγαθήματα. Μια κουλτούρα ενδεικτική μιας νεολαίας ισοπεδωμένης, αλλά και κοινωνικά καταπιεσμένης, που αναζητά διεξόδους από τα αδιέξοδά της στα άκρα. Τα κάθε είδους άκρα. Δοκιμάζοντας τις αντοχές της. Αντοχές σωματικές, ηθικές. Μια νέα γενιά που φαίνεται στριμωγμένη στα σκοινιά από μια κοινωνία που την πιέζει να καταφέρει όλο και πιο νωρίς όλο και πιο πολλά και που, από ένα σημείο και πέρα, τα χάνει. Και παραδίνεται στο τίποτα.

Απ’ την άλλη, η χώρα υποδοχής. Η Ελλάδα. Έλληνες γιατροί στον Κάβο περιποιούνται τους απρόσεχτους και τραυματίες. Το μέρος προσφέρεται σαν ένα τεράστιο κρεβάτι, στο οποίο οι αφηνιασμένοι νεαροί και νεαρές μπορούν να επιδοθούν σε πράγματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να κάνουν στην πατρίδα τους. Στον Κάβο δεν υπάρχουν περιορισμοί στην κατανάλωση αλκοόλ ή το ωράριο κλεισίματος των μπαρ και κλαμπ, ούτε και στο πώς κυκλοφορείς ή τι κάνεις στο δρόμο, σε δημόσια θέα. Υποψιάζεται κανείς ότι οι ντόπιοι επαγγελματίες του τουρισμού θα τρίβουν τα χέρια τους από τα χρήματα που αφειδώς ρέουν στις ταμειακές μηχανές τους με τους ίδιους ιλιγγιώδεις ρυθμούς που ρέει το φτηνό αλκοόλ στα λαρύγγια των Βρετανών. Και θα κοιτάζουν αλλού όταν αρχίζουν οι συνέπειες των φτηνών ποτών.

Το ερώτημα που ανοίγεται, είναι αυτός ο τουρισμός που θέλουμε στη χώρα; Πεινασμένα για κραιπάλες βρετανόπουλα που βρήκαν στην Ελλάδα έναν ονειρεμένο σεξουαλικό παράδεισο χωρίς περιορισμούς, δίχως νόμους; Είναι αυτή η χώρα που θέλουμε; Ένας διεθνής προορισμός για νεαρούς και νεαρές απ’ όλη την υφήλιο που θα κάνουν στην Ελλάδα ό, τι δεν μπορούν – λόγω αυστηρότερης νομοθεσίας, στενότερης κοινωνικής επιτήρησης, ισχυρότερων τιμωρητικών μηχανισμών – στις χώρες καταγωγής τους; Eίναι τα οικονομικά της Ελλάδας τόσο τραγικά ώστε να βγαίνει κάθε καλοκαίρι στο κλαρί, εκπορνεύοντας τις φυσικές ομορφιές της; Θυσιάζοντας τα μαγευτικότερα νησιά της με τις παραλίες τους στο βωμό του φτηνού, μεθυσμένου σεξ;

γράφτηκε για το free press Parallaxi και αναρτήθηκε εδώ

10 Ιαν 2013

H μάχη της βίλας

Μια μάχη που μαίνεται σε δρόμους και ιστορικά κτίρια της πρωτεύουσας αυτές τις μέρες. Απ’ τη μια, «αντιεξουσιαστές». Νεαροί και νεαρές ντυμένοι κατά κανόνα στα μαύρα που περνάνε τις ώρες τους σε εξαθλιωμένα παλιά κτίρια. Απ’ την άλλη, το ελληνικό κράτος.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πολυετείς αυτές καταλήψεις δεν ήταν το μείζον πρόβλημα της χώρας σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία. Ούτε ότι ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη μας έτυχε φανατικός θαυμαστής της Μαρίας Κάλλας και σοκαρισμένος, μόλις ανακάλυψε την κατάντια του πατρικού της, έπραξε τα δέοντα. Μπορούν, λοιπόν, να παρουσιαστούν διάφορες εικασίες για τη σκοπιμότητα αυτών των δυναμικών παρεμβάσεων «απελευθέρωσης» των υπό κατάληψη κτιρίων από την αστυνομία.

Ο πιο προφανής, αντιπερισπασμός. Αλλαγή της ατζέντας, απόσπαση της προσοχής των πολιτών από την οπερέτα της λίστα Λαγκάρντ, μια οπερέτα δηλωτική του αποτελματωμένου πολιτικού μας συστήματος. Με θλιβερούς πρωταγωνιστές πολιτικούς που προσπαθούν, γαντζωμένοι από τα τελευταία υπολείμματα «αξιοπρέπειας» που τους απέμειναν, να επιρρίψουν ευθύνες ο ένας στον άλλο ή σε μη πολιτικά πρόσωπα για τη μη αξιοποίηση από την ελληνική πολιτεία μιας λίστας μεγαλοκαταθετών σε τράπεζες του εξωτερικού. Ενδεικτική, όλη αυτή η κατάσταση και οι απέλπιδες προσπάθειες κουκουλώματος της σκανδαλώδους, για μεγάλο χρονικό διάστημα, απραξίας τους, της σαπίλας και βαθιάς, συγκλονιστικής διαφθοράς ενός ολόκληρου πολιτικού κατεστημένου.

Μια άλλη πιθανότητα, να γίνονται όλα αυτά εκ μέρους των κυβερνώντων κομμάτων για να «αποκαλυφθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ, να φανεί στις πλατιές μάζες των ψηφοφόρων του στις τελευταίες εκλογές ότι παραμένει ένα κόμμα που, κεκαλυμμένα αλλά ουσιαστικά, υποστηρίζει τέτοιου είδους καταλήψεις που όπως και να τις δει κανείς ανήκουν στην επικράτεια της παρανομίας ή έστω των αντικοινωνικών συμπεριφορών. Λες και όλοι αυτοί που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές το έκαναν συνεπαρμένοι από την (εντελώς θολή και ρευστή) ιδεολογική του ατζέντα και όχι σαν τη μόνη στοιχειωδώς βιώσιμη εναλλακτική στις μισητές κυβερνήσεις των μνημονίων και τα δυο πρώην μεγάλα κόμματα πίσω απ’ αυτές.

Θα μπορούσε κανείς, ακολουθώντας ένα κάπως πιο «προχωρημένο» σενάριο, να υποθέσει και ότι αυτή η κυβέρνηση περιμένει, γνωρίζοντας τι έρχεται, κοινωνικές αναταραχές στη βαθιά πληγωμένη από την κρίση πρωτεύουσα και φροντίζει να εξουδετερώσει πιθανές εστίες οργάνωσης ανταρτοπόλεμου στα στενά του ιστορικού κέντρου, επιχειρώντας, μέσω της αστυνομίας, στις υπό κατάληψη βίλες. Στο προχωρημένο στάδιο κοινωνικοπολιτικής αποσύνθεσης και αβεβαιότητας που έχει φτάσει η χώρα, ούτε αυτό το ενδεχόμενο θα μπορούσε να αποκλειστεί.

Ασχέτως όλων αυτών, αποτελεί ντροπή το γεγονός ότι το σπίτι στο οποίο έζησε η Μαρία Κάλλας, μια από τις λίγες προσωπικότητες που μεταπολεμικά έκαναν αυτή τη χώρα γνωστή εκτός των συνόρων της μέσα από την τέχνη τους, είχε όλα αυτά τα χρόνια μετατραπεί σε στέκι επαγγελματιών επαναστατών. Γιατί η λεηλασία ενός δημόσιου χώρου και ακόμα περισσότερο ενός ιστορικού κτιρίου που κλείνει εντός του μνήμες τόσο σπάνιες, τόσο ιδιαίτερες, δεν αποτελεί ιδεολογική στάση. Ούτε επαναστατική πράξη. Αλλά σύμπτωμα μιας άσχημα χρεοκοπημένης κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, που εξορίζει τους καλύτερούς της στη λήθη και που ο πολιτισμός της και οι ελάχιστοι πραγματικοί, αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές του βρίσκονταν πάντα, αν όχι υπό κατάληψη, υπό αμείλικτη εγκατάλειψη.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

5 Ιαν 2013

Aνακαλύπτοντας τη λούμπεν επιχειρηματικότητα

Σίγουρα δεν συμβαίνει κάθε μέρα ένας πρώην εργοδότης σου να κατηγορείται για κακουργηματική πράξη σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου, που επισύρει ποινή μέχρι και ισόβιας κάθειρξης.

Το πρώτο πράγμα που νιώθεις με μια τέτοια είδηση, ιδίως αν παραιτήθηκες μην αντέχοντας ένα ασίγαστα εχθρικό εργασιακό περιβάλλον που κάθε μέρα σε απέβαλλε, σαν ξένο σώμα; Ασφαλώς μια δικαίωση για την επιλογή σου να προτιμήσεις την ανεργία από μια ισοπεδωτική, ηθικά και ψυχικά, δουλειά. Απόφαση δύσκολη και με βαρύ τίμημα: την καθημερινότητα της ανεργίας, της απελπισμένης αποστολής βιογραφικών, της αυτοεξορίας από την κοινωνία ή τουλάχιστο από αυτό το μεγάλο και κομβικό κομμάτι της που λέγεται εργασία. Με επακόλουθο μια καθημερινή ψυχολογική μάχη με τον ίδιο σου τον εαυτό – μια μάχη που κοπάζει κάθε βράδυ που πέφτεις να κοιμηθείς και ξαναρχίζει φρέσκια κάθε πρωί – ενάντια στην αίσθηση απαξίωσης, την απογοήτευση, σε αμέτρητα αναπάντητα ερωτήματα που αναβλύζουν ανελέητα, ζητώντας απαντήσεις που δεν υπάρχουν.

Εν συνεχεία, βάζοντας στην άκρη τα ουκ ολίγα συναισθήματα – και νικώντας τον ζωντανό πειρασμό να διηγηθείς καταστάσεις που βίωσες σε αυτή τη δουλειά, τις οποίες πλέον είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να διερευνήσει και όχι δική σου να αναπαράγεις –, αναρωτιέσαι γιατί έπρεπε να φτάσει η χώρα σου στη χρεοκοπία, την εποπτεία από μια Τρόικα, στο διεθνή διασυρμό, στην από χίλιες πλευρές εξαθλίωση των κατοίκων της, σε έναν πάτο δίχως προηγούμενο για να «ανακαλυφθεί», να έρθει επιτέλους στο φως η λούμπεν επιχειρηματικότητα που αποτέλεσε σήμα κατατεθέν της όλα αυτά τα χρόνια. Κακοί εργοδότες που εκμεταλλεύονταν αμείλικτα τους εργαζόμενούς τους, που χρωστούσαν στο Δημόσιο ή απλώς το έκλεβαν, που εμφάνιζαν μια παραπλανητική βιτρίνα πίσω από την οποία κρυβόταν ένας εφιάλτης που μόνο εργαζόμενοι που είχαν πέσει στα δίχτυα τους γνώριζαν. Αλλά και διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί που με το αζημίωτο έκαναν τα στραβά μάτια ή και κάτι περισσότερο προκειμένου να πάει παρακάτω, να τσουλήσει το τρενάκι του εύκολου, παρακμιακού, ανθρωποβόρου πλουτισμού, καταβροχθίζοντας αξίες, ιδανικά, ανθρώπινες ζωές στο διάβα του.

Η μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν μια φτωχή, πεινασμένη, αξιακά ελλειμματική χώρα, δίχως θεσμικά ή άλλα δίχτυα ασφαλείας – μια ανοχύρωτη πόλη – από την οποία πέρασε σαν τυφώνας, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του ο καπιταλισμός της μαζικής κατανάλωσης. Δημιουργώντας στην πορεία πυλώνες – κάπως σαν αυτούς που περνάει τα καλώδιά της η ΔΕΗ – που εγγυούνταν τη διαιώνισή του και τη διάχυσή του ακόμα και στις πιο απόμερες γωνιές της: αμέτρητους νεόπλουτους που παρέλαυναν με τις αμαξάρες τους στους ρημαγμένους δρόμους της επιδεικνύοντας τη ζηλευτή κοινωνική τους επιτυχία, βασισμένη κατά κανόνα στην προαναφερθείσα παρακμιακή επιχειρηματικότητα. Αλλά και νέες αξίες όπως αυτή του εύκολου, άκοπου χρηματιστηριακού κέρδους. Επιπλέον, καινούργιες μεγάλες ιδέες όπως αυτή της αθλητικής υπεροχής με τις μεθυστικές επιτυχίες Ελλήνων αθλητών σε διεθνείς διοργανώσεις (εργαστηριακά κατασκευασμένες όπως φάνηκε εκ των υστέρων), ήρθαν να συμπληρώσουν το παζλ, να δώσουν ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στο πρωινό όνειρο λίγο πριν το ξημέρωμα της κρίσης.

Εν τέλει, υπάρχει απ’ τη μια η ηθική ικανοποίηση που, έστω και σήμερα, εργοδότες όπως ο εν λόγω αλλά και πολλοί άλλοι έρχονται αντιμέτωποι με τις «αμαρτίες τους» και καλούνται να πληρώσουν. Αλλά, απ’ την άλλη, αναρωτιέσαι γιατί έπρεπε να φτάσουμε μέχρι εδώ για να αλλάξουμε – ή να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε – ρότα. Και αν αυτή η αλλαγή πορείας έχει άραγε περάσει σαν ηθική επιταγή στη νεοελληνική κοινωνία. Ή απλώς αποτελεί ένα επίπονο και αναπόφευκτο στάδιο, μια στενωπό από την οποία πρέπει να περάσει αυτή η κοινωνία προκειμένου, κάποια στιγμή, να επιστρέψει πανηγυρικά στα παλιά καλά χρόνια.
 
γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ