26 Ιαν 2014

To κυνήγι



Χαμός αυτό τον καιρό στην κατά τα άλλα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας Άρτα. Αφορμή; Ένας δάσκαλος σε ένα δημοτικό σχολείο που κατηγορείται ότι έβαζε άλλους μαθητές να χτυπούν συμμαθητή τους. Ένα περιστατικό, που κάνει το γύρο των ΜΜΕ και κουβεντιάζεται ανά την Ελλάδα. Η μιντιακή προβολή του, καθώς και η συνολική καταδίκη της στάσης των συναδέλφων του δασκάλου που έσπευσαν να τον υπερασπιστούν, μου έφεραν στο νου μια εξαιρετική δανέζικη ταινία. 
Η ταινία κινείται γύρω από τον Lucas, έναν παιδαγωγό σε ένα νηπιαγωγείο που κατηγορείται από ένα κοριτσάκι, κόρη του καλύτερού του φίλου, το οποίο μπέρδεψε μια ανάλογη φωτογραφία που του είχε δείξει ο μεγαλύτερος αδερφός του με την πραγματικότητα, ότι της έδειξε τα γεννητικά του όργανα. Αμέσως ο Lucas καλείται από τους ανωτέρους του να δώσει εξηγήσεις και παρότι αρνείται κατηγορηματικά ότι θα έκανε κάτι τέτοιο και το κοριτσάκι στα όσα το ίδιο λέει δείχνει εμφανώς μπερδεμένο, η καταδίκη του από πλευράς της κοινότητας στην οποία ζει και η απομόνωσή του, είναι αμείλικτη. Σκαλί σκαλί η ζωή του καταστρέφεται, αποσυντίθεται, γίνεται τόσο ο ίδιος όσο και δικοί του άνθρωποι στόχος βιαιοτήτων, εμφανίζονται κι άλλα παιδάκια που λένε ότι τα κακοποίησε στο υπόγειο του σπιτιού του (παρότι το σπίτι του δεν είχε ποτέ υπόγειο) και ο κατήφορος, δεν έχει τελειωμό. 
Χαρακτήρισα την ταινία εξαιρετική γιατί ανατέμνει, μέσα από την ιστορία του Lucas, μια κοινωνία βαθιά ενοχική, με χίλια δυο δικά της συμπλέγματα, συμπλέγματα ανεπάρκειας απέναντι ιδίως στα νεότερα μέλη της, που εξαιτίας τους αντιδρά σπασμωδικά, τυφλά, στην παραμικρή υπόνοια ότι μπορεί να βλάφτηκε ένα παιδί. Μια κοινωνία μη υγιής, που προκειμένου να αναπληρώσει διάφορα καθαρά δικά της ελλείμματα δαιμονοποιεί, ρίχνει στην κοινωνική πυρά έναν άνθρωπο σαν για να ξορκίσει τις δικές της φοβίες, τις δικές της ενοχές, τις δικές της ανασφάλειες. Δεν θέλω να πω, με όλα αυτά, ότι ο δάσκαλος της Άρτας είναι αθώος - ό, τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Απλώς, ότι τέτοια περιστατικά και η αντιμετώπισή τους από τα ΜΜΕ και τον κοινωνικό περίγυρο μπορεί κάποιες φορές να λένε πολλά περισσότερα για την ίδια την κοινωνία, παρά για τον κάθε συγκεκριμένο δάσκαλο.

18 Ιαν 2014

Γυρίζοντας στο σήμερα

Απαγόρευση καπνίσματος στην Ελλάδα. Μια σαπουνόπερα όχι όπως τα γνωστά «τούρκικα» αλλά αμιγώς ελληνικής παραγωγής. Με άγνωστο μέχρι στιγμής αριθμό επεισοδίων και μεγάλο, εντυπωσιακό καστ θεριακλήδων. Και μια ακόμη αντικαπνιστική εγκύκλιο να φεύγει αυτό τον καιρό από το υπουργείο Υγείας προς άπαντες τους «αρμόδιους φορείς», για να εφαρμοστεί μια ανεφάρμοστη νομοθεσία.

Ελλείψει δημοτικών αστυνομικών που δεν υφίστανται πλέον, το βάρος των ελέγχων θα πέσει σε «κλιμάκια ελέγχου» διαφόρων ανά τη χώρα υγειονομικών υπηρεσιών. Και το έργο, συνεχίζεται. Ένα έργο που ξεκίνησε πριν αρκετά χρόνια, με την Ελλάδα που «έσβηνε το τσιγάρο». Και πέρασε μια περίοδο ακμής με υποτιθέμενους ελεγκτικούς μηχανισμούς που θα απλώνονταν στη χώρα, μέτρα περιορισμού των καπνιζόντων μέχρι και στους ναούς αυτούς του νεοελληνικού πολιτισμού που λέγονται κέντρα διασκέδασης, με φουτουριστικές διαχωριστικές κατασκευές. Μια περίοδος όπου πραγματικά θαμπώνονταν κανείς από τις εξαγγελίες, τις λεπτομέρειες στις οποίες έφταναν τα λαμβανόμενα μέτρα, τις προσεκτικές διατυπώσεις της νομοθεσίας, τους μικρούς στρατούς φροντισμένων ελεγκτών. Αλλά που ύστερα από τη σύντομη αυτή λάμψη, ήρθε η κατάπτωση. Αργά αλλά με βαριά, καθοριστικά βήματα τα κρυμμένα τασάκια ξαναβγήκαν στην επιφάνεια, οι έλεγχοι ατόνησαν μέχρι που μας άφησαν χρόνους, οι καπνιστές με φρέσκια όρεξη ανακατέλαβαν, μετά από ένα πολύ σύντομο διάλειμμα εφαρμογής του νόμου, τους δημόσιους χώρους. Πανηγυρικά και άνευ ιδιαίτερης φασαρίας. 

Το χειρότερο με όλα αυτά; Ανήκουν, σύσσωμα, σε έναν χρόνο τετελεσμένο. Παρελθόντα. Ένα κράτος, που λειτουργεί με χρονοβόρες στην εφαρμογή τους, βαρετές και αλλεπάλληλες εγκυκλίους. Μια χώρα, οι πολίτες της οποίας περιμένουν από εγκυκλίους. Και ύστερα τα κλιμάκια. Τα πρόστιμα, τους καβγάδες. Τους συνδέσμους εστιατόρων, ιδιοκτητών καφέ ή όποιους άλλους να φωνάξουν στα ΜΜΕ ότι αν εφαρμοστεί η αντικαπνιστική νομοθεσία οι επιχειρήσεις τους θα μαραθούν. Παρότι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ΗΠΑ και Αυστραλία θα βρει κανείς και κράτη που λειτουργούν. Νόμους που εφαρμόζονται. Πολίτες που δεν περιμένουν κλιμάκια και πρόστιμα. Επαγγελματίες, εστιάτορες, ιδιοκτήτες καφέ ή μπαρ που κι αυτοί ως πολίτες σέβονται τους νόμους που ψηφίζονται από τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους – ιδίως όταν αφορούν στη δημόσια υγεία. Χωρίς να παίρνουν την όποια δυσάρεστη νομοθεσία στα χέρια τους, για να την ξανασερβίρουν σαν εξωτικό κοκτέιλ: πασπαλισμένη με εκφράσεις και δάκρυα απόγνωσης, εμπλουτισμένη με κραυγές διαμαρτυρίας, διανθισμένη με σενάρια καταστροφής.

Μια υπόθεση του χθες – η αντικαπνιστική νομοθεσία – που με κάθε της επανάκαμψη σαν να μας γυρίζει ακόμα πιο πίσω, σ’ ένα παρωχημένο προχθές. Μια χώρα – η Ελλάδα – σ’ ένα δύσκολο μεταίχμιο, μεταξύ ενός ανεξάντλητου παρελθόντος κι ενός παρόντος που όλο και φεύγει μπροστά. Και, στη μέση, όσοι, καπνιστές ή μη, θα ήθελαν να γυρίσουν τα ρολόγια τους στο σήμερα. Και ξέρουν ότι αν δεν βάλουν κι αυτοί ένα χεράκι, δεν θα τα γυρίσει καμία εγκύκλιος, κανένα κλιμάκιο ή βλοσυρός ελεγκτής για λογαριασμό τους. 

*γράφτηκε για την Parallaxi εδώ