Με αφορμή τα όσα συνέβησαν πρόσφατα στην έκθεση Art Athina και τις σχετικές συζητήσεις περί λογοκρισίας στην τέχνη, μερικές σκόρπιες σκέψεις. Νομίζω ότι στη ζωγραφική τουλάχιστον, τα πράγματα άλλαξαν ανεπανόρθωτα όταν στράφηκε από την απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας στην απεικόνιση του εσωτερικού κόσμου του καλλιτέχνη. Η στροφή αυτή έγινε αναγκαία με την εφεύρεση της φωτογραφίας και άλλων, ακριβέστερων μέσων απεικόνισης του εξωτερικού μας κόσμου. Έτσι, η ζωγραφική αναγκάστηκε να γίνει εσωστρεφής, προ(σ)καλώντας μας να ενδιαφερθούμε περισσότερο για το 'τι ήθελε να πει ο καλλιτέχνης' (δηλαδή για τον ίδιο τον καλλιτέχνη) και λιγότερο για το τι απεικονίζει το έργο του. Αυτή την κρίσιμη στην ιστορία της ζωγραφικής καμπή θα την έλεγα και αξιολογική, γιατί μετατοπίζει το θεμελιακό, για την αξιολόγηση ενός έργου, κέντρο βάρους από την απεικονιστική ικανότητα του ζωγράφου (όπως ίσχυε σε γενικές γραμμές μέχρι και τον 190 αιώνα) στην έκφραση του εσωτερικού του κόσμου ως ανθρώπου, που αποκτά αξία μεγαλύτερη από την οποιαδήποτε απεικονιστική ικανότητά του. Συνέπεια αυτής της καμπής ήταν - όπως λέει και ο Rorty στο παρακάτω απόσπασμα - να απομονωθεί ο κόσμος της τέχνης, για πρώτη φορά στην ιστορία της, από τον πολιτισμό στον οποίο ανήκει προκειμένου να εκφράσει ατόφιο τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού, χωρίς οφειλές ή υποχρεώσεις απέναντι στον πολιτισμό στον οποίο γεννήθηκε (σε τεράστια αντίθεση, π.χ., με την Αναγεννησιακή Ευρώπη, και τους 'στρατευμένους' στην υπηρεσία εύπορων πατρόνων καλλιτέχνες). Το ερώτημα που γεννάται σήμερα στον ανυποψίαστο έως και αδιάφορο πλέον άνθρωπο είναι το εξής: "γιατί πρέπει να με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της ψυχοθεραπείας του τάδε ή του δείνα δημιουργού όπως αποτυπώνεται στον καμβά του;". Μπορεί δηλαδή να αναρωτηθεί κανείς αν αξίζει τον κόπο η προσπάθεια να ανακαλύψει τις βαθύτατα εσωτερικές προθέσεις του δημιουργού ενός εκ πρώτης όψεως ακατανόητου (ως μέσου απεικόνισης) έργου. Και πού χαράζεται το όριο μεταξύ ψυχικής έφρασης - ατόφιας, χωρίς αμφιβολία, και αυθεντικής - όπως τη βλέπουμε στον καμβά και "τέχνης". Μήπως τελικά πρόκειται καθαρά για ζήτημα αυθαίρετου ορισμού, ανάλογα με τις δημόσιες σχέσεις του κάθε καλλιτέχνη και τις δυνατότητες που αυτές του παρέχουν προκειμένου να αναγνωριστεί η δουλειά του "αντικειμενικά" ως τέχνη; Τελικά, υπάρχει "αντικειμενικά" τέχνη και ξεκάθαρο κριτήριο για το τι συνιστά τέχνη και όχι απλά μέσο ψυχοθεραπείας για τον δημιουργό του; Ίσως μόνον ο χρόνος - και όχι το χρηματικό ποσό που πληρώσαμε για να το αποκτήσουμε - μπορεί να δώσει την απάντηση.
Κλείνοντας, δίνω το λόγο - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνώ, ιδίως με τον Καστοριάδη - σε δύο στοχαστές: ο πρώτος, ο Αμερικανός Richard Rorty που "έφυγε" πριν λίγες μέρες (8 Ιουνίου), είχε πει σε μια συνέντευξη: " Έχω αυτή την αόριστη αίσθηση ότι ο κόσμος της τέχνης έχει απομονωθεί τόσο από ο,τιδήποτε άλλο στο σύμπαν ώστε είτε ανήκεις σε αυτόν είτε στον υπόλοιπο κόσμο - κανείς δεν έχει το χρόνο να ανήκει και στους δύο". Ολόκληρη η συνέντευξη στην εξής διεύθυνση: http://www.lacan.com/perfume/rorty.htm.
Ο δεύτερος, ο "δικός μας" Κορνήλιος Καστοριάδης, που φέτος συμπληρώνονται δέκα χρόνια από το θάνατό του, είχε πει σχετικά: "Πρόσφατα, ήμουν στη Νέα Υόρκη και μου είπαν ότι υπάρχουν – δεν θυμάμαι ακριβώς τώρα – 2.000 με 4.000 γκαλερί στο Μανχάταν. Δεν νομίζω ότι τον καιρό του Da Vinci υπήρχαν 2.000 γκαλερί στο Μιλάνο· για την ακρίβεια, δεν νομίζω ότι υπήρχε έστω και μία. Η σύγκριση είναι, βέβαια, άδικη, αλλά μπορεί να ρωτήσει κανείς, τι πουλάνε αυτές οι 2.000 γκαλερί στο Μανχάταν; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όταν μία εποχή δεν έχει μεγάλους ανθρώπους, ή μεγάλα έργα, τα εφευρίσκει. Αυτό ισχύει για την τωρινή περίοδο και σίγουρα ίσχυε και για την Αλεξανδρινή" (‘The Crisis of Culture and the State’ στο Philosophy, Politics, Autonomy, μετάφ./επιμ. David Ames Curtis, Νέα Υόρκη, Oxford University Press, 1991, σελ. 224). Και συνεχίζει: "H μεγάλη, δημιουργική, μοντέρνα τέχνη είχε ουσιαστικά τελειώσει το 1930 – βέβαια, με κάποιες εξαιρέσεις. Στην μουσική, ο Schönberg, ο Webern, και ο Berg είχαν εφεύρει την ατονική και σειριακή [serial] μουσική πριν το 1914…. ο Dada και ο σουρεαλισμός υπήρχαν ήδη το 1920. Και αν επρόκειτο να ξεκινήσω την ακόλουθη λίστα, Proust, Kafka, Joyce… θα μου λέγατε παρακαλώ πώς θα συνεχίζατε;" (στο ίδιο, σελ. 225). Υποστηρίζει ότι "δεν μπορούμε να κοροϊδευόμαστε ότι είναι δυνατόν να συγκριθεί ό,τι έχει παραχθεί τα τελευταία σαράντα χρόνια με τον τον Bach, τον Mozart, τον Beethoven, τον Wagner ή τον Van Eyck, τον Velasquez, τον Rembrandt ή τον Brunelleschi, τον Michelangelo ή τον Picasso, τον Frank Lloyd Wright, τον Rimbaud ή τον Rilke. Και καθώς αυτό το γεγονός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, όχι μόνον εφευρίσκονται φανταστικές μεγαλοφυίες, αλλά καταστράφηκε και η κριτική λειτουργία" (στο ίδιο, σελ. 225).