Τη στιγμή που όλοι χάνουν την ψυχραιμία τους είναι μεγάλη η πρόκληση να
προσπαθήσεις να κρατήσεις τη δική σου. Και να μην παρασυρθείς με το ρεύμα.
Σήμερα ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης συνελήφθη βάσει του νόμου περί
προσωπικών δεδομένων για τη δημοσιοποίηση της «λίστας Λαγκάρντ». Φρόντισε ο
ίδιος να ανακοινώσει τη σύλληψή του μέσω του Twitter, λέγοντας: «Μπαίνουν στο σπίτι με
εισαγγελέα τώρα. Με συλλαμβάνουν. Διαδώστε.» Ταυτόχρονα δήλωνε σε ραδιοφωνικό
σταθμό: «την 28η Οκτωβρίου μπούκαραν σαν ταγματασφαλίτες, το 2012, για να με
συλλάβουν, το δημοσιογράφο που αποκαλύπτει την αλήθεια.»
Να πω καταρχάς ότι
βρίσκω τουλάχιστον επιπόλαιη και λαϊκιστική όλη αυτή την κατοχική φρασεολογία
που υιοθέτησε ο δημοσιογράφος και που έχει επικρατήσει τελευταία, με
«δοσίλογους», «γερμανοτσολιάδες», «ταγματασφαλίτες» και άλλες σκοτεινές μορφές
της νεοελληνικής ιστορίας να παρελαύνουν και να χρησιμοποιούνται απερίσκεπτα
και ανέξοδα, με την παραμικρή σχεδόν αφορμή. Προκαλώντας ένα κλίμα πώρωσης και
φανατισμού που δεν νομίζω ότι εξυπηρετεί κανέναν και τίποτα, πέραν όσων θα
ήθελαν να συντηρείται ένα τέτοιο κλίμα για τους δικούς τους λόγους και σκοπούς.
Εν συνεχεία: αυτή η λίστα δόθηκε στον τότε υπουργό Οικονομικών για να βοηθήσει
στο έργο της φορολόγησης αυτών ή άλλων προσώπων, από τη στιγμή που μπορεί να
θεωρήθηκε ότι έστελναν μεγάλα χρηματικά ποσά στην Ελβετία ή αλλού προκειμένου
να μη φορολογηθούν επί των πραγματικών τους εισοδημάτων. Αν τώρα ο υπουργός, το
ΣΔΟΕ, ή όποιοι αρμόδιοι έπεσε στα χέρια τους αυτή τη λίστα δεν την
εκμεταλλεύτηκαν όπως έπρεπε, είναι ένα ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί την
ελληνική Βουλή ή την ελληνική Δικαιοσύνη, εφόσον κάτι τέτοιο χρειαστεί.
Ενδεχομένως και τα ΜΜΕ όσον αφορά στην αμέλεια εκ μέρους των υπευθύνων αν
υπήρξε, αλλά όχι για να φέρουν στο επίκεντρο της προσοχής και να δακτυλοδείξουν
τους «κλέφτες» ή «προδότες του έθνους» που θεωρείται ότι κρύβονται στη λίστα -
γιατί κάπως έτσι παρουσιάστηκε - και την υπονοούμενη διαπλοκή τους με τους
πολιτικούς που την είχαν στα χέρια τους.
Δεν είναι, νομίζω, παράνομο να μετακινεί
κανείς τα χρήματά του όπου και όπως νομίζει, από μια χώρα σε άλλη. Ομολογώ
ανερυθρίαστα ότι και εγώ, αν είχα κάποια χρήματα στην τράπεζα, θα τα είχα
στείλει στο εξωτερικό υπό τις παρούσες συνθήκες. Ούτε τον καθιστά αυτό κλέφτη ή
προδότη. Οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί τόσος θόρυβος και προς τι οι δραματικοί
τόνοι. Μπορούν βεβαίως όλα αυτά να εξηγηθούν στα πλαίσια της κορύφωσης ενός
ιδιόμορφου «επαναστατικού» πυρετού και φανατισμού που κυριαρχεί εδώ και κάποιο
καιρό, στα πλαίσια του οποίου αναζητούνται αγωνιωδώς ένοχοι, προδότες, κλέφτες
για να σταλούν στην γκιλοτίνα. Λες και αυτό θα έλυνε τίποτα. Ή αντί να κοιτάμε
τι μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι οι πολίτες για να γυρίσουμε σελίδα στη χώρα
μας. Η κατάσταση θυμίζει λίγο Γαλλική Επανάσταση μόνο που πήγαμε, οι Έλληνες,
απευθείας στη φάση της «Τρομοκρατίας» και του διψασμένου για αίμα αγράμματου
όχλου που την ακολούθησε, χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως επανάσταση.
Εν τέλει: μπράβο στον Κώστα Βαξεβάνη που
έβγαλε στη δημοσιότητα μια λίστα με νοικοκυρές, κοσμηματοπώλες, εφοπλιστές που
έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι τα είχαμε επίσης
βγάλει από τις τράπεζες αλλά τα κρύβαμε σπίτια μας, υπό το φόβο της κατάρρευσης
του τραπεζικού συστήματος. Μπράβο του, εφόσον θεώρησε ότι αυτή του η πράξη
χαστουκίζει ένα διεφθαρμένο κράτος και φορολογικό σύστημα κατάμουτρα, πράγμα
που προσωπικά δεν συμμερίζομαι σαν άποψη. Ή ότι αποκαλύπτει ότι η Δικαιοσύνη
λειτουργεί μεροληπτικά, συλλαμβάνοντας τον ίδιο για παράβαση του νόμου περί
προσωπικών δεδομένων ενώ αφήνει ελεύθερους κάποιους άλλους που ο ίδιος
«αποκαλύπτει». Συμπέρασμα που ούτε αυτό συμμερίζομαι, μια και πιστεύω ότι με το
να παραβαίνεις τον νόμο και να συλλαμβάνεσαι, δεν κάνεις τίποτα παραπάνω από
αυτό, ακόμα και σε μια εποχή κοινωνικοπολιτικής κρίσης. Γι’ αυτό και δεν τον
θεωρώ ήρωα, όπως φαίνεται να κάνουν πολλοί άλλοι, ούτε με συγκινεί το είδος
«αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας που υπηρετεί, απέναντι στην οποία, από εποχής
Τριανταφυλλόπουλου, παραμένω εξαιρετικά καχύποπτος. Μιας δημοσιογραφίας, η
οποία παίζει το παιχνίδι της στο γήπεδο του λαϊκισμού, των υψηλών, «επαναστατικών»
τόνων, των «ταγματασφαλιτών» και των «διαδώστε». Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω.