Δυο χρόνια πριν, ο Γιάννης Μπουτάρης εκλεγόταν δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Στο πρόσωπό του πολλοί είδαν τον θρίαμβο, επιτέλους, σε αυτό τον σκληροτράχηλο τόπο, του καινούργιου, του διαφορετικού, του ελπιδοφόρου απέναντι στις γνωστές δυνάμεις που ευθύνονται για την οπισθοδρόμηση της χώρας εν τω συνόλω της. Η νίκη ήταν νίκη ενάντια στην αλαζονεία του κατεστημένου, μια αλαζονεία που ενσαρκώθηκε αποκαλυπτικά στη δήλωση του αυστηρού, αυταρχικού μητροπολίτη της πόλης ότι όσο ζούσε, δημαρχιακό αξίωμα ο Μπουτάρης δεν θα αποκτούσε.
Η συνέχεια, άκρως διαφωτιστική για όποιον αναρωτιέται τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε. Ή γιατί αποτυγχάνουν εν τη γενέσει τους οι μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη χώρα τόσο σε τοπικό, αυτοδιοικητικό επίπεδο όσο και συνολικότερα. Ερώτημα αν μη τι άλλο επίκαιρο, μια και απ’ αυτό κρίνεται κυριολεκτικά η επιβίωσή της σε αυτή την απίθανα δύσκολη συγκυρία. Όποτε ο νεοεκλεγείς δήμαρχος προσπάθησε να κάνει πράξη τα πιστεύω του για τα οποία εκλέχτηκε, έπεφτε πάνω σε τοίχο: τις παλιές καραβάνες συνδικαλιστές στο δήμο που τον περίμεναν και περιμένουν σε κάθε γωνιά για «συμβολικές καταλήψεις» και τραμπουκισμούς, ακόμα και εντός των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου. Ή το υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης που αγνοώντας τον επιδεικτικά διοργάνωσε τις δικές του αναμνηστικές φιέστες με στολές (και νοοτροπίες) εποχής στην πόλη, με την επέτειο των 100 χρόνων από την απελευθέρωσή της. Ή τον Μίκη Θεοδωράκη, το ΚΚΕ και άλλους λαϊκούς ταγούς που επέμειναν και κέρδισαν, παρά τις αντιρρήσεις του, να χρησιμοποιήσουν την κεντρική πλατεία της πόλης για δικούς τους σκοπούς.
Αντιθέτως, όταν ο νεοεκλεγείς δήμαρχος θέλησε να μιλήσει για τα πιστεύω του και όχι να τα κάνει πράξη, ο τοίχος απεδείχθη μαλακότερος. Ίσως επειδή Καμπουράκης και Οικονομέας στο μεγάλο κανάλι πάντα θα θέλουν κάποιον «γραφικό», κάποιον «διαφορετικό» για να παίξει λεκτικό πινγκ-πονγκ με τους καλεσμένους τους, να κάνει έξω φρενών τον Άδωνη Γεωργιάδη, να ταράξει τα πρωινά, χουζουρλίδικα τηλεοπτικά νερά – χάριν, πάντα, της τηλεθέασης και του να έρθει κόσμος στο τηλετσίρκο. Αλλά και στα δελτία ειδήσεων, πρέπει να σπάσει η μονοτονία με κάτι πραγματικά καινούργιο, ένα θέαμα κάπως πιο προχωρημένο, αλλιώτικο βρε αδερφέ. Εξ ου και τον καλούν για να πει πράγματα που θα κάνουν τις νοικοκυρές και τους νοικοκύρηδες που παρακολουθούν να γουρλώσουν τα μάτια, έχοντας ήδη κατηγοριοποιήσει τον δήμαρχο ως «αυτός ο περίεργος με το σκουλαρίκι» ή έχοντάς τον στριμώξει σε κάποιο ανάλογο κουτάκι προκειμένου να πάνε παρακάτω αμέριμνοι. Ο τηλεοπτικός τοίχος απεδείχθη ανεκτικότερος επειδή όλοι τους ξέρουν ότι στην Ελλάδα τα λόγια χτίζουν ανώγεια και κατώγεια, ότι μπορεί να ακουστούν σε ντοκιμαντέρ, αποκαλυπτικά ρεπορτάζ, δελτία ειδήσεων, τα πιο εξωφρενικά, ανατρεπτικά, πρωτοποριακά πράγματα αλλά δεν θα έχουν την ισχύ να επηρεάσουν στο παραμικρό την περιρρέουσα ελληνική πραγματικότητα. Γιατί αυτή, όπως κάθε πραγματικότητα, αλλάζει με πράξεις. Όχι με λόγια.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο προσπάθησε ο Γιάννης Μπουτάρης. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να του καταλογίσει ότι απέτυχε. Μπορεί όμως να του καταλογιστεί ότι εν αγνοία του παίζει τον ρόλο του «τρελού του χωριού» στα τηλεοπτικά σόου που λέγονται δελτία ειδήσεων ή «ενημερωτικές εκπομπές». Αλλά, αν το καλοσκεφτούμε, ούτε και γι’ αυτό φταίει. Γιατί δεν είναι αυτός «τρελός». Απλώς όλοι οι υπόλοιποι επιμένουν να ζουν σε ένα παρελθόν που περνιέται για παρόν. Και εκεί, ακριβώς, εντοπίζεται το μεγάλο στοίχημα κάθε μεταρρυθμιστικής απόπειρας στη χώρα: στο να αναστραφεί το βέλος του χρόνου. Να συνειδητοποιηθεί, από ένα όσο γίνεται μεγαλύτερο και κρισιμότερο κομμάτι του πληθυσμού, ότι δεν ζουν όλοι οι άλλοι, οι εκτός συνόρων, σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Απλώς οι εντός συνόρων επιλέξαμε να κουρνιάσουμε σε ένα φιλόξενο παρελθόν στο οποίο βρήκαμε μια ζεστή, βολική φωλιά για να αντιμετωπίσουμε τον δύσκολο, αμείλικτο αντίπαλο που λέγεται 21ος αιώνας. Και στο χέρι μας είναι να ανασκουμπωθούμε. Για να καταστήσουμε «γραφικούς» τους πραγματικά γραφικούς. Και όχι όσους ξεγλιστρούν από τη φωλιά. Γιατί αυτό, τουλάχιστον, το πέτυχε ο Μπουτάρης. Να κάνει τη φωλιά κάπως πιο ορατή…
γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ
1 σχόλιο:
Αχ, βρε Γεράσιμε μου! Για ποια μεταρρύθμιση μιλάμε στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας! Την κύρια ευθύνη της μεταρρύθμισης φέρει η Κεντρική Εξουσία, η οποία έχει και τη δυνατότητα να εισάγει νόμους προς ψήφιση. Τα περιθώρια των δημοτικών αρχόντων για μεταρρυθμίσεις είναι περιορισμένα, δυστυχώς.
Δημοσίευση σχολίου