21 Μαΐ 2013

Οι δυο ΣΥΡΙΖΑ

Πολλοί στην Ελλάδα εκπλήσσονται αυτό τον καιρό με την ακτινοβολία και τη δημοφιλία του Αλέξη Τσίπρα εκτός των ελληνικών συνόρων. Βλέπουν με ανοιχτό στόμα τις συναντήσεις του με τον Oliver Stone και τον Slavoj Žižek, ο οποίος έφθασε μέχρι και να πει, αστειευόμενος, ότι για όποιον δεν του αρέσει ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα εισιτήριο πρώτης θέσης χωρίς επιστροφή για το… Γκουλάγκ. Όμως γιατί ο Stone αποκάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα «ελπίδα της Ελλάδας» και υποστήριξε ότι μπορεί να κάνει τη διαφορά όχι μόνον στην Ελλάδα, όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά και στον πλανήτη; Γιατί ο Žižek θεωρεί τον ΣΥΡΙΖA «φωτεινό φάρο» στη σημερινή Ευρώπη; 

Απλώς γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διπλή υπόσταση. Υπάρχουν δυο. Υπάρχει ο ΣΥΡΙΖΑ ο εκτός συνόρων, ένα αριστερό κόμμα που προέρχεται από την ισοπεδωμένη από τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά παιχνίδια Ελλάδα. Ένα μικρό δημοσκοπικά κόμμα που γιγαντώθηκε μέσα από την κρίση και το οποίο μάχεται, ηρωικά, ενάντια στον σημερινό καζινοκαπιταλισμό. Άκρως συμβολικό και «κινηματογραφικό» όλο αυτό, χωρίς αμφιβολία: ένα τέτοιο κόμμα από την εξαθλιωμένη από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των διεθνών «οίκων αξιολόγησης» Ελλάδα να προσπαθεί να τα βάλει, σαν ποντίκι που βρυχάται, με τον σύγχρονο εκτροχιασμένο καπιταλισμό του εύκολου κέρδους, των χρηματιστηρίων-καζίνο, του τοκογλυφικού τζόγου σε βάρος ολόκληρων εθνών-κρατών. Αυτός είναι, μέσες άκρες, ο ένας ΣΥΡΙΖΑ και αυτή η αφήγηση εντός της οποίας αναδεικνύεται σαν κόμμα σε παγκόσμια ελπίδα και ο αρχηγός του, ο Αλέξης Τσίπρας, σε αγαπημένο παιδί διαφόρων «προοδευτικών» διασημοτήτων. 

Και υπάρχει και ο άλλος ΣΥΡΙΖΑ, αυτός που ξέρουμε στην Ελλάδα. Ένα βαθιά λαϊκιστικό κόμμα με χίλιες δυο αγκυλώσεις, που μια ωραία πρωία και χωρίς να έχει κάτι άλλο να παρουσιάσει του έπεσε λόγω συγκυριών το «αντιμνημονιακό» μπαλάκι φουσκώνοντας αναπάντεχα τα εκλογικά ποσοστά του. Και ασκεί αντιπολίτευση με «χαρτί» την προσκόλληση σε ένα παρελθόν το οποίο, εν πολλοίς, έφτασε τη χώρα έως το σημείο να διασύρεται παγκοσμίως σαν χώρα «των τεμπέληδων», της διαφθοράς, της ατελείωτης, εφιαλτικής γραφειοκρατίας, της πελατειακής κομματοκρατίας, της αδυναμίας να προχωρήσει παρακάτω, να ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα βγαίνοντας από το σιδηρούν παραπέτασμα πίσω από το οποίο μέχρι σήμερα κρυβόταν. Ένα κόμμα που - ίσως παρά τη θέλησή του - φαίνεται να παλεύει με νύχια και με δόντια να μην αλλάξει τίποτα, σε μια χώρα που πρέπει να αλλάξουν σχεδόν τα πάντα. 

Όλη αυτή η κατάσταση θυμίζει το πώς αντιμετωπίζονταν στην Ευρώπη στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα το κομμουνιστικό κόμμα της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ και τα άλλα κομμουνιστικά κόμματα των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών-δορυφόρων της. Για πάρα πολλούς Αριστερούς της Γηραιάς Ηπείρου αντιπροσώπευαν μια κορυφαία εναλλακτική στον καπιταλισμό και ήταν αντικείμενα απύθμενου θαυμασμού, αποκλειστικοί φορείς της ελπίδας για ένα καλύτερο, ανθρωπινότερο μέλλον για την ανθρωπότητα, τόσο τα κόμματα όσο και τα αντίστοιχα καθεστώτα. Μέχρι που άρχισαν, σιγά-σιγά, να γίνονται γνωστές οι θηριωδίες του σταλινισμού, η καταπάτηση και απουσία στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών εντός αυτών των καθεστώτων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας, όλα όσα γνωρίζουμε σήμερα. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, πολλοί θαυμαστές τους στη Δύση αρνούνταν πεισματικά να πιστέψουν ότι το όνειρο γινόταν εφιάλτης μέχρι τελευταίας στιγμής, μέχρι που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου και αναγκάστηκαν να δουν την αλήθεια που έτρεχε μπροστά στα μάτια τους, με τη μορφή χιλιάδων ανατολικογερμανών που έμπαιναν, λυτρωμένοι, στο δυτικό Βερολίνο. 

Δεν θα μπορούσε, βεβαίως, ούτε για μια στιγμή να υποστηριχθεί ότι έχει την παραμικρή σχέση ο ΣΥΡΙΖΑ με όλα αυτά, με τον σταλινισμό, τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και τα δράματά τους. Ασφαλώς και δεν έχει. Ξαναφέρνει όμως στο προσκήνιο την «παραδοσιακή» δυσκολία της Αριστεράς να περάσει από τη μεθυστική θεωρία στην πεζή πράξη, να διανύσει το τεράστιο χάσμα από μια ιδεολογία ισότητας, δικαιοσύνης, ανθρωπιάς που στην «εφαρμογή» της εξέθρεψε χειρότερες ανισότητες, αδικίες, βαναυσότητες απ’ αυτές που γεννήθηκε να καταπολεμήσει στην πολυσύνθετη, πολυπρόσωπη, αντιφατική πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Και, μέχρι να το καταφέρει, κανείς δεν μπορεί να μεμφθεί αν κρατά τις όποιες επιφυλάξεις του.

* γράφτηκε για το φρι πρες Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

19 Μαΐ 2013

Μια έκθεση βιβλίου

Μόλις έκανα ένα πέρασμα από τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Συγκομιδή, το περίφημο δοκίμιο του Ζ.Ζ.Ρουσσώ "Περί επιστημών και τεχνών" με το οποίο πήρε μέρος και κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν εν έτει 1750 απαντώντας στο ερώτημα του διαγωνισμού, αν "η πρόοδος των τεχνών και των επιστημών συνέβαλε στη διαφθορά ή στη βελτίωση των ηθών" αρνητικά. Υποστηρίζοντας ότι "οι επιστήμες, τα γράμματα και οι τέχνες απλώνουν γιρλάντες με άνθη στις σιδερένιες αλυσίδες που συνθλίβουν τους ανθρώπους, πνίγουν μέσα τους το αίσθημα της αρχέγονης ελευθερίας με την οποία φαίνονταν να έχουν γεννηθεί, τους κάνουν να αγαπήσουν τη σκλαβιά και τους μετατρέπουν σε ό, τι ονομάζουμε πολιτισμένους λαούς". Και ανοίγοντας έναν ολόκληρο κύκλο φιλοσοφικού προβληματισμού για τους αιώνες που ακολούθησαν γύρω από τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον Διαφωτισμό του οποίου υπήρξε μια από τις μεγάλες και πολύ ιδιαίτερες φυσιογνωμίες, τον ίδιο τον σύγχρονο άνθρωπο. Προβληματισμό που μας καταδιώκει ακόμη, αμείλικτα, ιδίως μετά τις φρικαλεότητες του 20ου αιώνα, τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα γκούλαγκ.

Με τον Ρουσσώ ανά χείρας έκανα τις βόλτες μου στην έκθεση, πέφτοντας κάποια στιγμή πάνω σε μια παρουσίαση ενός βιβλίου του Θανάση Χειμωνά. Συζητούσε ο ίδιος με έναν κύριο από ένα περιοδικό ονόματι "Soul" και από κάτω, από το κοινό, παρενέβαινε και τον "ανέκρινε" ο Μένης Κουμανταρέας που καθόταν στην πρώτη σειρά καθισμάτων. Στάθηκα λίγο και παρακολούθησα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ακούγοντας ήταν πόσες φορές αναφέρθηκαν στον "συγγραφέα". Ο συγγραφέας εκείνο, ο συγγραφέας το άλλο, ο συγγραφέας εκεί, ο συγγραφέας παραπέρα. Να πω, ειρήσθω εν παρόδω, ότι ο Θανάσης Χειμωνάς μου είναι συμπαθέστατος. Φαίνεται ωραίος τύπος, με το χιουμοράκι του, μια χαρά παιδί. Αλλά όσο στεκόμουν  εκεί και τους παρακολουθούσα, μου φάνηκε πολύ "συγγραφέας", μιλούσε πολύ δηλαδή αυτός και άλλοι με μικρόφωνα ανά χείρας για τον ίδιο ως συγγραφέα (αν μπορεί να ζήσει από τα βιβλία του, σε ποιους απευθύνονται τα βιβλία του και άλλα τινά). Πράγμα που με έκανε να αναρωτηθώ αν ο Όργουελ ή ο Κάφκα (δυο αγαπημένοι) θα είχαν στη διάρκεια της ζωής τους αναφερθεί στους εαυτούς τους ως συγγραφείς όσες φορές το έκανε ο Θανάσης στη μια αυτή ώρα.

Άδικη η σύγκριση, βεβαίως. Και ο Θανάσης ήταν απλώς μια αφορμή για αυτές τις σκέψεις. Αλλά αναρωτιέμαι, για να το πω κάπως χοντρά, αν το παρακουράζουμε. Αναρωτιέμαι, τι από όλα αυτά θα αντέξει στον αμείλικτο, που δεν καταλαβαίνει από παρουσιάσεις και μικρόφωνα χρόνο. Και αν γνωρίζοντας κατά βάθος πολύ καλά ότι δεν θα αντέξουμε, αναλωνόμαστε σε γιρλάντες και άνθη, που θα 'λεγε και ο Ρουσσώ. Αν έχοντας επίγνωση ότι ζούμε σε μια εποχή που πολύ λίγα θα αφήσει πίσω της, κοιτάμε τουλάχιστον να το διασκεδάσουμε. Και, σε αυτό το κλίμα, μια μπυρίτσα θα την έπινα με τον Θανάση. Αλλά όχι ως "συγγραφέα".

1 Μαΐ 2013

Το Πάσχα στο συρτάρι

Αυτό το Πάσχα κρύβει μιαν άλλη αλήθεια. Διαχέει μιαν άλλη αίσθηση. Ίσως επειδή, τρία χρόνια τώρα, μάθαμε τι σημαίνει Γολγοθάς. Και μόνον σαν ανέβεις έναν Γολγοθά, με τον ολόδικό σου σταυρό στην πλάτη, μπορείς να χαρείς πραγματικά την Ανάσταση. Κι ας αργεί. Κι ας μην αχνοφαίνεται πουθενά.

Αυτό το καλοκαιριάτικο, μαγιάτικο Πάσχα δεν είναι το φτηνό, εύκολο, λοβοτομημένο Πάσχα του Jumbo. Η φτήνια μας τελείωσε, γιατί δεν ήταν παρά το άλλο πρόσωπο της δανεικής ευζωίας, το ίδιο άδειο, το ίδιο βουβό, το ίδιο ανόητο. Δεν είναι ούτε το χλιδάτο, ξέγνοιαστο Πάσχα της καταναλωτικής belle epoque από την οποία μόλις βγήκαμε χορτασμένοι, αλλά και στερημένοι μαζί. Στερημένοι αξίες, ιδανικά, ανθρώπινα πρόσωπα χωρίς γυαλιά ηλίου, δήθεν ύφος, ζελεδαρισμένα μαλλιά. Πρόσωπα που να μπορούν να σου μιλήσουν και να τους μιλήσεις.

Αυτό το ασυνήθιστο Πάσχα προσιδιάζει περισσότερο στα Πάσχα των παιδικών χρόνων, όπου όλα κρατούσαν ακόμα το νόημά τους, κάποιο νόημα εν πάση περιπτώσει. Έστω και ξεφτισμένο. Πριν την επέλαση του σημερινού τυποποιημένου, πλαστικού, ανοργασμικού ανθρωπότυπου. Όταν δεν ήταν γεμάτα τα ουζερί Μεγάλη Παρασκευή βράδυ, όταν οι άνθρωποι έβαφαν αυγά, έφτιαχναν κουλουράκια και τσουρέκια μονάχοι, όταν υπήρχε ένα δέος. Όχι μόνον απέναντι στα θεία, αλλά και στους ανθρώπους, στη φύση. Ένα δέος που σε έφερνε στα μέτρα σου, τα ανθρώπινα, που ταπείνωνε και σε εξύψωνε, με μια μονάχα κίνηση.

Στα δικά μου παιδικά συρτάρια, κάθονται αναμνήσεις από τον μεγάλο κήπο όπου έρχονταν φίλοι των γονέων. Και εμείς, τα μικρά, μετά την νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας μπορούσαμε την Κυριακή να χαρούμε τη φρέσκια μας ζωή, γιορτάζοντας την άνοιξη ολόγυρα. Δεν ξέρω τι πραγματικά έχει μείνει απ' αυτά ή τι μπορεί να κρύβουν άλλα παιδικά ή εφηβικά συρτάρια, αλλά αυτό το Πάσχα σα να μας γυρίζει κάπου πίσω. Σεμνά. Γλυκά. Αθόρυβα. Αλλά τόσο σοφά.