17 Μαρ 2007

Βιβλία και blogs

Διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον όλο και περισσότερα blogs, και πραγματικά απολαμβάνω το καθένα ξεχωριστά. Στο τέλος όμως κλείνοντας το κομπιούτερ, δεν μου έχει μείνει το παραμικρό, σε τεράστια αντίθεση με την τόσο γεμάτη αίσθηση που έχω κλείνοντας ένα ωραίο βιβλίο - αίσθηση που διαρκεί μάλιστα. Παρά το ότι διαβάζοντας blogs μπορεί να γελάσω και να βρω συναρπαστικά πράγματα, το μόνο που μένει αργότερα είναι η ζαλάδα από την οθόνη. Όσο για τη δυνατότητα επικοινωνίας που προσφέρουν τα blogs, διαβάζοντας ένα ενδιαφέρον βιβλίο νιώθω και ότι ταυτόχρονα επικοινωνώ, και μάλιστα σε βάθος, με τον συγγραφέα. Άραγε θα μπορέσουν ποτέ τα blogs να συγκριθούν με την ανάγνωση ενός βιβλίου;

22 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Όχι, γιατί είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η επικοινωνία που νιώθεις στο βιβλίο είναι με τον ίδιο σου τον εαυτό κ έτσι πρέπει, πάει να πει είσαι καλός αναγνώστης.

Τα μπλογκ είναι σύντομα κ γρήγορα κ περιλαμβάνουν κ άλλους ανθρώπους. Προσωπικά κρατάω τη δροσιά κ την ελαφράδα τους, αλλά έχω πάρει κ πολυ πιο ουσιαστικά πράγματα. Πχ. το μπλογκ του Δήμου, αλλά κ πολλά άλλα, είναι το κάτι παραπάνω.

Ωχ, πολλά έγραψα...

gerasimos είπε...

Εντάξει, δεν θα διαφωνήσω ως προς το ότι είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Αλλά και τα δύο διαβάζονται...άρα όχι και τόσο διαφορετικά! Επίσης, πιστεύω ότι συγγραφείς και αναγνώστες επικοινωνούν σε βάθος μέσω των βιβλίων. Κάθε βιβλίο γράφεται - πρέπει να γράφεται - ως χέρι επικοινωνίας που απλώνει ο συγγραφέας προς τους αναγνώστες.

Ανώνυμος είπε...

Ναι έχεις δίκιο στο θέμα βιβλίο.Κ αυτή η επικοινωνία με το συγγραφέα είναι μαγική.Θέλω να πιστεύω ότι δεν τη νιώθουμε μόνο οι αναγνώστες αλλά κ οι ίδιοι οι δημιουργοί.

Επίσης γράφεις πολύ ωραία κ καθαρά.

gerasimos είπε...

Χμμ...αυτό το τελευταίο μήπως ήταν backhanded compliment?

Ανώνυμος είπε...

Όχι, με παρεξήγησες!
Αλήθεια γράφεις ωραία κ απλά. Σπανίως μένω συγκεντρωμένη σε ένα κείμενο αν δεν είναι γραμμένο με οικονομία κ καθαρότητα σκέψης. Τα δικά σου τα διάβασα απνευστί!

gerasimos είπε...

:-) ΟΚ, ευχαριστώ.

Ανώνυμος είπε...

Ίσως μεταξύ άλλων παίζει ρόλο και η αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει τα κείμενα και την επικοινωνία στα blog...

Ένα βιβλίο, είτε λογοτεχνικό είτε όχι, οικοδομεί έναν ολόκληρο κόσμο και σε καλεί να βυθιστείς μέσα του.

Τα blog μοιάζουν περισσότερο με σκόρπιες εικόνες, στιγμές και κομμάτια σκέψεων.
Το "χέρι επικοινωνίας" που απλώνουμε μοιάζει μένει κάπως μετέωρο.
Βέβαια υπάρχει η δυνατότητα διαλόγου, αλλά κι αυτή ακόμα βρίσκει εμπόδια στον χαρακτήρα του μέσου και αφήνει να νιώσουμε την αίσθηση ορίων της.

gerasimos είπε...

Ναι, όλα αυτά που ανέφερες σίγουρα καθιστούν τα βιβλία και τα blogs τόσο διαφορετικά μεταξύ τους ως μέσα επικοινωνίας.

Ανώνυμος είπε...

Πάντως, όπως γράφεις στο profile σου, η δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων και η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών είναι πολύ σημαντική και δυστυχώς λείπει.

Ίσως μέσω των blog δίνεται μια δυνατότητα να καλυφθεί λίγο αυτό το κενό...
Ας ελπίσουμε ότι θα μπορέσουμε να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε για να την αξιοποιήσουμε! :)

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
gerasimos είπε...

I_döda_vinkeln όπως τα blogs δεν θα αντικαταστήσουν ποτέ τα βιβλία, έτσι δεν μπορούν να συγκριθούν και με την 'ζωντανή' επικοινωνία. (Απείρως προτιμότερο να βγω με κάποιον για έναν καφέ και να τα πούμε από το να 'μιλάμε' επί ώρες μέσω blogs ή chat.)

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνούμε απόλυτα.
Η επικοινωνία μέσα από το internet έχει το δικό της ύφος και κανόνες, και θα συμφωνήσω ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με έναν "δια ζώσης διάλογο".

Ο διάλογος στα blog για παράδειγμα, με τα εναλλάξ σχόλια, δεν μοιάζει συνηθως "πραγματικός διάλογος".
Ίσως φταίει ότι ο λόγος "περιχαρακώνεται" κάπως από την διαδικασία που ακολουθείται και τη φόρμα που του αποδίδεται.

Προσωπικά τουλάχιστον, μένω συχνά με την αίσθηση ότι δεν καταφέρνουμε να μεταδώσουμε με τα διαδοχικά σχόλια αυτά που θέλαμε πραγματικά να πούμε.
Ίσως να φταίει και ο βαθμός εξοικείωσής μας με την μορφή αυτή επικοινωνίας κάπως. Ίσως με τον καιρό να προσαρμοζόμαστε καλύτερα στα δεδομένα της εδώ επικοινωνίας.

Πάντως ναι, είναι σίγουρο ότι δεν συγκρίνεται με τη ζωντανή επικοινωνία.
Αξιοποιούμε τη μερικότητά της όσο καλύτερα μπορούμε.

Ανώνυμος είπε...

Οταν διαβάζεις ένα βιβλίο έχεις την αίσθηση του όλου του συνόλου.Αυτο δε γίνεται όταν διαβάζουμε στην οθόνη.Ισως στο μέλλον αν ποτέ απο την α τάξη οι μαθητές καταφέρουν να διαβάζουν οθόνη κιόχι βιβλίο τότε οι άνθρωποι θα είναι σε θέση να διαβάζουν και να καταλαβαίνουν μέσα απο την οθόνη τους.

http://8848m.wordpress.com

IdentityCafe είπε...

χαιρομαι που αλλος ενας ανθρωπος που χρησιμοποιει τη λογικη του εναντια στην εκκωφαντικη συγχυση ολογυρα, συμμετεχει...


το σχολιο σου
"Zoros το ότι αμφισβητούν το Δαρβίνο έχει μια κάποια λογική, εφόσον το ότι υπάρχουν διαψεύδει τη θεωρία της εξέλιξης" με εκανε να γελασω πολυ...
welcome!
IC

gerasimos είπε...

:-) Να'σαι καλά!

Ανώνυμος είπε...

Συμφωνώ με το σχόλιό σου για την ουσία και την πηγή της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος.

Ένα από τα ελάχιστα ουσιαστικά πράγματα που ειπώθηκαν για ώρες.
Βλέπεις, δυστυχώς, η όλη συζήτηση περιορίστηκε σε στατιστικές θανάτων και νεφελώδεις σοφιστείες...

Καλό βράδυ!

gerasimos είπε...

Σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Καλό βράδυ και σ'εσένα!

christoforos είπε...

Προσωπικά δεν νομίζω ότι συγκρίνονται τα δύο αυτά πράγματα - μπλογκς και βιβλία. Εγώ βλέπω το μπλόγκινγκ ως την εφημερίδα μου, τον καθρέφτη της επικαιρότητας που ναι μεν είναι επίκαιρη (σε μπάζει σε ό,τι συμβαίνει εδώ και τώρα) αλλά αναπόφευκτα και προσωρινή (επίσης μόλις "κλείσω" την πόρτα, μένω με μια αίσθηση ζαλάδας, το ίδιο αίσθημα που είχα παλιότερα όταν έκλεινα την απογευματική - πολύ περισσότερο την κυριακάτικη - εφημερίδα μου).

gerasimos είπε...

Σε αυτήν ακριβώς την αίσθηση ζαλάδας αναφέρομαι και στο post, αν πρόσεξες.

christoforos είπε...

gerasimos said...

Σε αυτήν ακριβώς την αίσθηση ζαλάδας αναφέρομαι και στο post, αν πρόσεξες.
---
Ακριβώς, επειδή την πρόσεξα και μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σχολίασα..

Ανώνυμος είπε...

Γεωργίου Χολιαστού
ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ
(μονόπρακτο)




Copyright: PAu 2-001-963 Γιώργος Χολιαστός


Τόπος:Λος Άντζελες.
Χρόνος:1999.
Πρόσωπα: ορίννα,Αντρέ.

Νύχτα μέσα σ' ένα σταματημένο και κλειδωμένο ασανσέρ.Η Κορίννα κάθεται πάνω σ' ένα σκαμνί σε μια γωνία του ασανσέρ και ο Αντρέ στη διπλανή γωνία στο δάπεδο.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Έτσι θα μείνουμε όλη τη νύχτα εδώ-αμίλητοι;

ΑΝΤΡΕ
Αν το θέλεις ας γίνει έτσι.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Δεν το θέλω εγώ.Εσύ το θέλεις.Μήνες τώρα έχεις που δε μου μιλάς.

ΑΝΤΡΕ
Ναι.Έχεις δίκιο.Μα αυτό γινόταν έξω.Εκεί,με τους άλλους.Τώρα είμαστε μόνοι μας.Αν το θέλεις μπορούμε να μιλήσουμε.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι,το θέλω.Εκεί ήταν ο κόσμος.Η κίνηση.α φώτα.Η ζωή.Εδώ είναι νέκρα,σκοτάδι και θάνατος.Εδώ είμαστε
μόνοι εγώ κι εσύ.Κι η νύχτα αυτή είναι όλη η ζωή μας-είναι το δικαστήριο του μέλλοντός μας.Είναι η ίδια η αιωνιότητα.

ΑΝΤΡΕ
Αύριο πάλι όλα θα είναι ίδια.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ποτέ πια δε θα είναι ίδια.Δεν υπάρχει αύριο.Εδώ μέσα,στη φοβερήν αυτή ησυχία,είμαστε η μόνη πηγή ήχων.Ό,τι πούμε εμείς απόψε είναι τα μόνα λόγια που θ' ακουστούν πάνω στη γη.Η αλήθεια είναι τούτη η νύχτα,τούτο το κελλί,τούτη η ώρα.

ΑΝΤΡΕ
Ο ήλιος θα 'βγει αύριο το πρωί.Κι όταν έβγει ο επόπτης θα σηκωθεί από το κρεββάτι του,θα πιεί τον καφφέ του και στις εφτά η ώρα θα είναι εδώ και θα μας ανοίξει.Κάθε μέρα αυτό συμβαίνει και σε πολλούς άλλους.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Κι αν ακόμα γίνει όπως λες,όλα θα 'ναι πάλι διαφορετικά.Ένας άλλος επιστάτης,ένας άλλος ήλιος.Η νύχτα αυτή όλα θα τα καθαρίσει.Και αυτό που έγινε εξαιτίας σου ανάμεσά μας θέλει ένα ξεκαθάρισμα.
Ήτανε κάτι διαφορετικό.Ήτανε μια αλλαγή πέρα από τα συνηθισμένα.Σε ξέρω τέσσερα χρόνια.Μου μιλούσες, σου μιλούσα.Είχαμε μιαν επικοινωνία όπως όλοι οι γνωστοί άνθρωποι μεταξύ τους.Όποτε βλεπόμασταν μιλούσαμε,γελούσαμε..
Και ξαφνικά άρχισες να μην απαντάς στις καλημέρες και στις κουβέντες μου.Πάνε πέντε μήνες.έντε μήνες και δέκα μέρες.

ΑΝΤΡΕ
Και τι σε πείραξε που δε σου μιλούσα;'ρώθηκε ο εγωισμός σουΈλαττώθηκαν οι θαυμαστές σου κατά έναν;Τι;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Σου είπα,ήταν μια αλλαγή.Την παρατήρησα...

ΑΝΤΡΕ
Ας δούμε πώς μπορεί να βγούμε από εδώ μέσα και να μείνουν όλα όπως ήσαν.Να μείνουμε στην τωρινή ζωή μας.Πώς μπορεί ν' ανοίξει μία πόρτα χωρίς το κλειδί της;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Δεν μπορεί.

ΑΝΤΡΕ
(σηκώνεται και εξετάζει την κλειδαριά)
Αν είχα ένα εργαλείο κάτι θα κατάφερνα.Σε παρακαλώ μου δίνεις το σκαμνι σου;
(Η Κορρίνα του δίνει το σκαμνί,αυτός πατάει επάνω και εξετάζει την οροφή.Κατεβαίνει απογοητευμένος.Σκουπίζει το σκαμνί και της το δίνει.Κάθονται)
Πώς έγινε και άργησες τόσο πολύ κι εσύ;Άλλες φορές είμαι μόνος εδώ μέσα.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Έγινε.Όπως έγινε και σταμάτησε.

ΑΝΤΡΕ
Είσαι σίγουρη πως ο επιστάτης έχει φύγει;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι.Ήμουν η τελευταία.Νόμιζα..

ΑΝΤΡΕ
Σε είδασ πολλές να μιλάς μαζί του.Δε συζητήσατε ποτέ για την περίπτωση που κάποιος κλειστεί στο ασανσέρ;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Όχι.

(σιωπή)

ΑΝΤΡΕ
Λοιπόν θα μείνουμε εδώ για μιαν ολόκληρη νύχτα..

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι.Κι αυτό θα κάνει τη ζωή μου ν' αλλάξει.Όπως έχει αλλάξει δυο φορές ως τώρα χωρίς την αποψινή νύχτα.Κι αυτή εδώ,ό,τι και να γίνει ανάμεσά μας,θα είναι η μεγάλη αλλαγή Η γνώση που έρχεται κάποτε και που φέρνει την κατανόηση της ύπαρξης.Κάτι που δεν περίμενα να γίνει ποτέ.Μέσ σ' αυτό το ασανσέρ οι δυο
μας..ποιος θα το φανταζόταν;Μια γη έπρεπε να υπάρχει για τον καθένα μας καινα μη σμίγαμε ποτέ.Ή να μην είχαμε γεννηθεί.

ΑΝΤΡΕ
Κρυώνω..

ΚΟΡΙΝΝΑ
(τον κυττάζε,διστάζει,τον ξανακυττάζει,τέλος αποφασίζει.Βγάζει τη ζακέττα της και του την τείνει)
Πάρε.Εγώ δεν κρυώνω.

ΑΝΤΡΕ
(τρομοκρατημένος)
Όχι!Όχι!Δεν κρυώνω.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Τώρα είπες ότι κρυώνεις.

ΑΝΤΡΕ
(βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του)
Δεν κρυώνω.
(μαζεύεται όσο μπορεί στη γωνιά του.Η ορρίνα αποθέτει αμίλητη τη ζακέττα στην ποδιά της)
Να φορέσω τη ζακέττα σου! Για σκέψου..Φτάνει που είμαι κλεισμένος εδώ μέσα μαζί σου.Που αναπνέω τον ίδιο αέρα με σένα.Που έτσι και γυρίσω μόνο το κεφάλι μου το πρόσωπό σου θα 'βλεπα..

ΚΟΡΙΝΝΑ
Με σιχαίνεσαι λοιπόν;Με μισείς;Τι σου έκανα;Γιατί με αποφεύγεις;Γιατί όταν με βλέπεις αλλάζεις δρόμο;Ούτε ένα ρούχο μου δε θέλεις ν' ακουμπήσεις;

ΑΝΤΡΕ
Δε θέλω.Ναι,δε θέλω.Κράτα τη ζακέττα σου.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Άραγε αυτή η νύχτα θα μου μάθει την αιτία που σταμάτησες να μου μιλάς;..
Σε ξέρω τέσσερα χρόνια.Ερχόσουν στο σπίτι μου.Όλοι σ΄αγαπούσαμε. ουβεντιάζαμε,περνούσαμε τα βράδια μας με την παρέα σου,εσύ με τη δική μας.Υπήρχε μια περίοδος μάλιστα που κάθε βράδυ ήσουν εκεί.Κι αν δεν ερχόσουν μας έλειπες.Το γέλιο δεν έλειπε από την παρέα μας.Και ο πατέρας μου όσο ζούσε σ' εκτιμούσε
πολύ.Η μητέρα δεν ξέρει τι να πει που δεν μας έρχεσαι πια.Κι όταν ακόμα πιάσαμε δουλειά στο ίδιο εργοστάσιο,τίποτε δεν αλλαξε στις σχέσεις μου μαζί σου.Μάλιστα τώρα ήταν καλλίτερα.Και ξαφνικά,χωρίς αιτία,σταμάτησες να έρχεσαι στο σπίτι και σταμάτησες να μου μιλάς.Σου έλεγα καλημέρα κι εσύ μουρμούριζες κάτι κι απομακρυνόσουν βιαστικά.Στους άλλους μιλάς όπως πρώτα.Στ' αδέρφια μου το ίδιο.Μόνο σε μένα δε μιλάς.Όταν από μακριά με βλέπεις λοξοδρομείς για να μη συναντηθούμε.Κατάφερες αυτό που ήθελες-τώρα δε σου μιλώ ούτε εγώ.Έχω κι εγώ αξιοπρέπεια.
Μα όμως πόσο παράλογο μου μοιάζει αυτό που κάνω..Να διακόψω τις σχέσεις μου με κάποιον έτσι,επειδή αυτός με αποφεύγει χωρίς να ξέρω γιατί.Έμεινα ξάγρυπνη πολλές νύχτες ψάχνοντας να βρω την αιτία αυτής σου της συμπεριφοράς.Προσπαθούσα να βρω μήπως έκανα κάτι που σε πρόσβαλε,που σε πείραξε.Που σε
έθιξε.Γιατί είσαι εύθικτος.Δν πήγε πουθενά το μυαλό μου.Ποτέ δε σου μίλησα άσχημα.Σαν επισκέπτη του σπιτιου μας,σαν μεγαλύτερο,σαν φίλο ακόμα,σε σεβόμουνα πάντα.Ούτε με μια πράξη μου δε σε πρόσβαλα.Μήπως είπα κάτι κακό σε κάποιονε για σένα και το έμαθες;Ούτε αυτό συμβαίνει.Πρώτα γιατί δε συθζητώ για σένα
με τους άλλους.Και προσέχω τα λόγια μου όταμ μιλώ στο χώρο της δουλειάς,εδώ,στο εργοστάσιο,γιατί δε θα 'θελα να κάνω κάποιο λάθος και να τα χαλάσω μαζί σου.Η παρέα σου ήταν καλή,είσαι ευχάριστος,έξυπνος,και,είναι αλήθεια,ποτέ και συ δε μου φέρθηκες άσχημα.Ποτέ δε μου κακομίλησες,πάντα μου φερόσουν με ευγένεια,με κατανόηση,σαν ένας πατέρας ή σαν μεγαλύτερος αδερφός.Βέβαια δεν ήσουν
πατέρας ούτε αδερφός μου.Και θα μπορούσες να δείξεις μια δυσαρέσκεια κάποτε,θα μπορούσες σαν μμεγαλύτερος να μη με προσέχεις,να με μεταχειρίζεσαι σαν παιδί ακόμα.Όμως όχι.Πάντοτε ήσουν καλός μαζί μου.Και ευγενικός, αι περιποιητικός.Για να με πλησιάζεις κατέβαινες στην ηλικία μου.Το πρόσεξα πολλές φορές
αυτό.Δε στεκόσουν στο βάθρο του μεγάλου που απλά καταδέχεται να μιλήσει σε μια μικρή κοπέλλα,αλλά γινόσουν μικρός κι εσύ κοντά μου.Και το εκτιμούσα πολύ αυτό.Δεν είμαι παιδί όμως πια.Είμαι γυναίκα.Και-
τώρα μπορώ να στο πω-πολλές φορές ένιωθα να κολακεύεται αυτή η γυναίκα μέσα μου από τη συμπεριφορά σου.Γιατί αν και το φέριμό σου ήτανε πάντα το ίδιο, μεγαλώνοντας εγώ το δεχόμουν όπως ταίριαζε με την ηλικία μου.'Ετσι ένα κομπλιμέντο που,μικρή όταν ακόμα ήμουνα μου έλεγες,το δεχόμουνα με ένα γέλιο
παιδιάστικο,για να το ξεχάσω αμέσως μέσα στο παιχνίδι και τις άλλες παιδικές μου απασχολήσεις που πάντοτε με περίμεναν.Όμως εδώ κι ένα χρόνο το ίδιο αθώο κομπλιμέντο το 'επαιρνα,το έδενα,το κρατούσα και το νόημά του σκορπιζόταν σε όλο μου το κορμί χαρίζοντάς μου μια γλυκειάν ευχαρίστηση.Και δεν το ξεχνούσα
ώσπου να ακούσω το επόμενο κομπλιμέντο σου.Και ήσουνα πλούσιος σ΄αυτά. ι έδινες τόσα ώστε να μην ξεπεράσεις το όριο.Αλλιώς θα χάλαγες όλη τη ουσία,όλη την απόλαυση.ο ήξερες αυτό και το πρόσεχες πολύ.Πόσες τέτιες ωραίες στιγμές μου 'χες χαρίσει..Χωρίς ίσως να το υποπτεύεσαι,εγώ χρησιμοποιούσα τα λόγια σου
για να ευωχούμαι.Δεν τα έπαιρνα πια σαν λόγια μεγάλου σε μικρόν,παρά σαν λόγια άντρα σε γυναίκα.Και το καταλάβαινες αυτό καμμιά φορά και αμέσως άλλαζες κουβέντα ή στρεφόσουν σε άλλον,και,δείχνοντας πως με αγνοείς,συζητούσες μαζί του για άλλα θέματα.
Ντρεπόμουν τότε για ό,τι ένιωθα και πήγαινα στο δωμάτιό μου όπου,ανάμεσα στα γράμματα των βιβλίων μου μπαίνανε τα γράμματα του πιο καλού λόγου που μου είχες πει πριν λίγο.Κι αυτόν το λόγο τον κρατούσα σαν φυλαχτό.
Στην κοινωνία που ζούμε δεν υπάρχει χρόνος για περιττά λόγια.'Ολοι τρέχουν να προλάβουν-τι;-και δεν τους μένει καιρός να πουν παρά μόνο τα απαραίτητα για την μεταξύ τους ρηχήν επικοινωνία.Μόνο εσύ,ίσως γιατί ήρθες από αλλού,ίσως γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας σου,μόνο εσύ μπορούσες να λες τέτια όμορφα λόγια.Και
δεν ήτανε μόνο τα λόγια.Ήταν και τα μάτια σου.Γεμάτα θαυμασμό κάθε φορά,συμπλήρωναν τον καλό σου λόγο.Γεμάτα θαυμασμό και λαμπύρισμα.
Με ρώτησες γιατί μ' ένιαξε που σταμάτησες να μου μιλάς.Ίσως και να μου έλειψαν αυτά τα λόγια τα θαυμαστικά,αυτά τα φωτεινά βλέμματα.Που για σένα βέβαια δε σήμαιναν ίσως τίποτα,σε μένα όμως έδιναν κάτι που δε θα το βρω αλλού όσο και να ψάξω.
(μικρή σιωπή)
Θυμάμαι εκείνο το ροζ φουστάνι που πήγα κι αγόρασα για το χορό.Από την πρώτη στιγμή που το είδα δε μου άρεσε.Μα ήτανε το μόνο που βρήκα.Το αγόρασα,το φόρεσα,δεν μπορούσα όμως να το χωνέψω.Μου έμοιαζε ανυπόφορο.Ώσπου όταν με είδες να το φορώ -θυμάσαι;-μου είπες πως είναι όμορφο και πως μου πηγαίνει
θαυμάσια.Τότε το αγάπησα κι εγώ.
(χαμογελάει)
Θυμάμαι μια μέρα όταν είχα φτιάξει μια χάρτινη γιρλάντα και την είχα κρεμάσει γύρω από το λαιμό μου γυρίζοντας από το σχολείο.Όλοι με μάλωναν και με κορό"ιδευαν που έκανα τέτιες παιδιάστικες κουταμάρες,Εσύ είπες:"Τι ωραίο κολλιέ!Και πώς σου πηγαίνει!.."
Γιατί έχεις θυμώσει μαζί μου;

ΑΝΤΡΕ
(ονειροπόλα και σαν να μιλάει στον εαυτό του)
Το ροζ φουστάνι..μια πανδαισία..η χάρτινη γιρλάντα..Ποιος μπορεί να πει ότι ήρθε άσκοπα στον κόσμο όταν σε είδε να φοράς το ροζ εκείνο φουστάνι και την χάρτινη γιρλάντα στο λαιμό....Έξυπνος εγώ..για σκέψου..έξυπνος κι όμως πιασμένος σαν χαζή μύγα στο δίχτυ.Αρκετά έξυπνος για μνα μπορέσω να καταλάβω τι κρύβει μέσα του ένα άνθος'αρκετά έξυπνος για να καταλάβω πόσο αδύναμη είναι η
δύναμη..πόσο μικρό είναι το μεγάλο..πόσο το χλωρό ξερό..όμως πολύ κουτός ώστε να μη μπορέσω να μυρίσω το άνθος,να μη γνωρίσω τη δύναμη ή την αδυναμία,να μείνω έξω από κάθε μεγάλο ή μικρο.Πολύ κουτός για να ζήσω..για ανα υπάρξω..για να γεννηθώ λες..Μα πάλι πώς μπορεί να πει κανείς πως δεν έζησε όταν έχει
κρατήσει μέσα στο χέρι του το χέρι σου..

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι..η χειρομαντεία..Μου κράταγες το χέρι στο χέρι σου και διάβαζες τη μοίρα μου.Εγώ το είχα αφήσει μέσα στο δικό σου κι ένιωθα τόσο ελαφριά σαν να είχα ξεφορτωθεί όλο το βάρος μου κι όχι μόνο του χεριού μου.Κι όλο πράγματα που αρέσουν μου 'λεγες.Πόσο είμαι έξυπνη,πόσο είμαι όμορφηπόσο πολύ θα ζήσω.Μόνο λόγια όμορφα βγαίναν από το στόμα σου για μένα.Μου είπες ξάφνω πως αγαπω ένα νέο της ηλικίας μου.Σου είπα:"φυσικά της ηλικίας μου.Κανένα γέρο θ' αγαπούσα;"Ύστερα από αυτό τελείωσε γρήγορα η χειρομαντεία.

ΑΝΤΡΕ
Ω! Η ζωή! Η ζωή! Η ζωή μου! Γεμάτη αβεβαιότητα,κενό,φόβο πριν απ' όλα.
Μα από τότε που βρέθηκα σε τούτη τη χώρα βλέπω γύρω μου ανθρώπους που φόβος δεν ξέρουνε τι θα πει.Που ντροπή δεν ξέρουνε τι θα πει.Που δεν έχουν αισθήματα.Όλοι αντιδρούν ίδια σε κάθε ίδιο ερέθισμα.'Ολοι λένε τα ίδια λόγια σαν απάντηση στην ίδια ερώτηση.Αναρωτιέσαι αν είναι ζωντανά όντα ή ρομπότ,δημιουργήματα
κάποιου αργόσχολου μηχανικούΑφότου ήρθα εδώ προσπαθώ ν' ανακαλύψω σε κάποιον από αυτούς κάτι που να με κάνει να πω πως είναι άνθρωπος κι αυτός,όπως τόσοι που άφησα φεύγοντας από την πατρίδα.
Μάταια όμως.
Ωραία είναι να κυλάει έτσι η ζωή.Ήσυχη,προγραμματισμένη,με από πριν όλα γνωστά,με τις ανάγκες της όλες από καιρό καλυμμένες,με το θάνατο ένα ακόμα επεισόδιο,το τελευταίο της σειράς.
Είπα πως είναι ωραία τέτια ζωή.Όχι.Δεν εννοώ πως είναι ωραία για κείνους που τη ζούνε.Γιατί δεν τη ζουν.Για κείνους αυτό δεν είναι ζωή.Είναι ένα πρόγραμμα,μια κουρντισμένη παρέλαση όπου σαν στρατιώτες συμμετέχουν.
Ωραία είναι για κείνον που τη βλέπει απέξω.Που ζηλεύει.Που θα ήθελε να είναι ένας απ' αυτούς.Που θα ήθελε να είναι ένα τίποτε δηλαδή.Ή,που είναι το ίδιο,να ζει μηχανικά τη ζωή του χωρίς όλα εκείνα τα φοβερά συναισθήματα που κάνουν τη ζωή μια κολαση.
Ναι! Έρχονται φορές που θα το 'θελα κι εγώ.Θα ήθελα να είμαι ένα στρατιωτάκι ανάμεσα στα πλήθη ακείνα που βλέπω να περνάνε μπροστά μου αλύγιστα, άφοβα, αναίσχυντα άναίσθητα,βαδίζοντας άσκεφτα προς ένα άγνωστο τέρμα.Άγνωστο για μένα,τώρα,όχι γι αυτούς'αυτοί τίποτα δεν ξέρουν-τ ξέρουν όλα..Να βγω από ένα
εργοστάσιο δηλαδή στο οποίο θα μου έχουν δώσει μορφή και υπόσταση κι από κει θα προχωρώ όπως εκείνοι έχουν κανονίσει.
Άλλες φορές όμως τα βάζω με τον εαυτό μου που αφέθηκε να ζηλέψει τέτια ζωή.Όχι πως είμαι εγώ κάτι καλλίτερο από κείνους.Μακριά από μένα η αίσθηση αυτή.Δεν έχω κατηγόρια για κανέναν.Κι αν κάποιος παίρνει τις διπιστώσεις μου σαν κατηγόριες,το σφάλμα δεν είναι δικό μου.Όχι,δεν είμαι καλλίτερος απ'
αυτούς.Είμαι όμως γιαφορετικός.Κι όχι γιατί φτιάχτηκα εξαρχής έτσι,αλλά γιατί δεν έζησα σ' αυτή τη χώρα.Αν ζούσα εδώ,η ίδια πορεία θα περίμενε κι εμένα.Ίδιο ρομπότ θα ήμουνα κι εγώ τώρα.Μα έζησα αλλού.Δε με άδραξε η μηχανή στα γρανάζια της.Ελεύθερος ήμουνα και είμαι.Κανείς δε με έβαλε στο καλούπι να βγω
ρομπότ από κει.Κανείς δεν έβγαλε το φόβο από μέσα μου.Κανένας δε με έστιψε ώσπου να αποβάλω τα ανθρώπινα στοιχεία μου-τη ντροπή,τη σκέψη,το φόβο.Μακριά από μένα η πίστη στην παντοδυναμία του ανθρώπου.Μακριά από μένα η δήθεν νίκη του ανθρώπου πάνω στη φύση.Μακριά από μένα η νίκη του ανθρώπου πάνω στη μοίρα
του.Μακριά από μένα τέλος η ιδέα του ανθρώπου σαν του προνομιούχου όντος του ζωικού βασιλείου.Είναι το πιο δυστυχισμένο.
Και ήρθΑ εδώ.Και τα είδα όλα αυτά.Και βρέθηκα μόνος μέσα σε έναν άλλο κόσμο όπου κανένας δε με γνώριζε,κανένας δε με καταλάβαινε,κανένας δεν είχε κάτι κοινό με μένα.Ήρθα εδώ ένας άνθρωπος μέσα στα ρομπότ.Κάποια ανώτερη τεχνική βέβαια τα 'χει δημιουργήσει που έναα ηλίθιος θα υποκλίνονταν μπροστά της. Ούτε την ευτυχία να είμαι ένας ηλίθιος δεν έχω.Και η ενέργεια για να δρουν και να κινούνται όλα αυτά τα ρομπότ δεν είναι ο ηλεκτρισμός.Και για να μη σκουριάσουν δεν τ' αλείφουν με λάδι.Η δύναμη που τα κινεί είναι η εργασία.Και το συντηρητικό λάδι τους είναι το χρήμα.Θεέ μου! Πόσο χαρούμενη ήσουν όταν έκλεισες τα δεκάξη χρόνια σου!Όχι γιατί μεγάλωσες,όχι γιατί έγινες γυναίκα,αλλά γιατί θα μπορούσες να δουλέψεις πια.Γιατί θα νπορούσες να βγάλεις λεφτά.Όταν μιλούσες γι αυτά έλαμπες ολόκληρη από..από ευτυχία.Ναι,ήσουν ευτυχισμένη γιατί θα έβγαζες χρήματα.
Στη χώρα μου όταν τα κορίτσια γίνωνται δεκάξη,έχουν μια τρελλή παιδιάστικη χαρά γιατί θα βάλουν κοκκινάδι στα χείλη,γιατί θα τους επιτρέψουν να μείνουν έξω ως τις έξη το απόγευμα αντί ως τις πέντε,γιατί ο μπαμπάς θα τους πάρει καινούργια παπούτσια.Κι όταν θυμάμαι τη λάμψη στα μάτια σου όταν σου είπα πως θα σου έδινα τα μισά λεφτά αν θα κέρδιζα το λαχείο...ούτε ο Έρωτας δε λάμπει έτσι στα μάτια των κοριτσιών του τόπου μου.Άλλη ήπειρος,αλλος κόσμος.Άλλος πλανήτης.
Άγγιξα κάποιον από τους ανθρώπους του καινούργιου μου πλανητη.Sκληρό και κρύο ήταν η αίσθηση που αποκόμισα.Kύτταξα μέσα στα μάτια τους.Απλανή,ουδέτερα,ούτε του μίσους τη σπίθα δεν μπορούσαν να κρατήσουν.Άφοβοι στο περπάτημά τους,στις κινήσεις τους,στη ζωή τους.Τραβούν κατεπάνω στα εμπόδια και τα τσακίζουν. Δισταγμός,λέξη άγνωστη για κείνους.Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις,οι δηλώσεις και οι αναφορές τους,ακολουθούν η μια την άλλη προδιαγραμμένες.Ίδιοι όλοι τους αναμεταξύ τους.Σε ένα λαό τριακοσίων εκατομμυρίων! Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί!Αλλά δεν έχει νόημα να απαριθμήσω τις μηχανικές τους ενέργειες και ιδιότητες.Κύτταξε τον εαυτό σου.Θα τα δεις ακόμα και τώρα όλα αυτά.Μερικά ξεθωριασμένα.Γιατί έχεις αρχίσει να ξεφεύγεις πια από εκείνη την ακραία κατάσταση κα ν' αποκτάς συνείδηση,έστω επιοπόλαια ακόμα,έστω σχετική.Κι αυτή η διαφορά σου από κείνους,είναι έργο δικό μου.Εγώ σου χάρισα το δώρο αυτο.Εγώ σ' έκανα να ξεχωρίζεις λίγο έστω από τους άλλους.Και αυτό μπορείς να το διαπιστώσεις με την πρωταρχική σκέψη που σου έχω δώσει.
Έριξα μια ματιά γύρω μου Είδα τις μορφές των ατσάλινων ανθρωπόμορφων όντων,είδα την παντοδυναμία του χρήματος,είδα τη στερεμένη βρύση της ανθρωπιάςΕίδα το χάος στα μάτια τους.ίδα το Τίποτα πίσω από το μυαλό τους.Είδα το απελπισμένο κάθε προσπάθειας για να αλλάξω κάποιον απ' αυτούς.Είδα τη μοίρα του
κόσμου τούτου που κάποια σαδιστική μηχανή τον έφτιαξε,είδα τον άνθρωπο χαμ'ενον για πάντα και για 'όλα.Εσύ ήσουν η μόνη που προσφερόσουν για μια προσπάθεια ανθρωποποίησης.Ήσουνα κόρη μεταναστών αγνών και πρωτόγονων που είχανε κουβαλήσει από την πατρίδα τους ό,τι καλό μπόρεσαν να φορτώσουν στο καράβι που
τους έφερε εδώ.Κι αυτά τα λίγα καλά θα μπορούσαν να σου τα δώσουν κι εσένα.Μα εσύ γεννήθηκες εδώ.Και ό,τι ανθρώπινο σου δίνανε ανατρέφοντάς σε,έλυωνε σαν κερί κάτω από το βάρος της ατσάλινης νέας κοινωνίας σου.
Σιγά σιγά αλλά σταθερά οι μηχανικές στρατιές σε άλωσαν και οικειοποιήθηκαν όλα σου τα ανθρώπινα.Και η ψυχή σου πήρε κι εσένα τη μορφή του σώματός,του μεταλλικού σώματός τους. αι δεν ξεχώριζε μέσα σου ψυχή.Ζούσες όπως αυτοί.Αγαπούσες τα παιχνίδια τους,διάβαζες τα βιβλία τους,χανόσουν όλο και πιο
βαθιά στην απανθρωπιά της χώρας σου. ι είχες την ίδια άλογη αντίδραση σε καθε τι λογικό.Και πήρες το γέλιο το φριχτό που δεν είναι ούτε ξέσπασμα χαράς ούτε στοιχείο μιας ευχάριστης διάθεσης,αλλά απλή μηχανική πράξη που μπαίνει σε ενέργεια όταν πατηθεί το ανάλογο κουμπί.Έτσι,εμόρφαζες το γέλιο σε κάθε
συνάντησή σου με κάποιον,σε κ'άθε χωρισμό σου απ' αυτόν,σε κάθε σημείο της συζήτησης που η αμηχανία αλλιώς θα γέμιζε.
(στρέφει στην Κορίννα)
Αλλά,δυστυχισμένο πλάσμα,πώς θα έδειχνες τη χαρά σου;
(στρέφει πάλι εμπρός)
Εξοστράκισες τη ντροπή από τη ζωή σου.Κάθε ίχνος ευγένειας και τακτ το έβγαλες από μέσα σου.Κάθε είδος ευαισθησίας,λύπης,φόβου,τρόμου,ήταν άγνωστο για σένα.Και η ελευθερία η περίφημη της χώρας σου ήταν για σένα η ίδια η ύπαρξή σου.Ελευθερία να μην είσαι άνθρωπος-αυτή ήταν η ελευθερία σου.Αυτή ήσουν όταν σε γνώρισα.Είχες κάνει τα περισσότερα βήματα προς το χαμό κι ήσουν έτοιμη να κάνεις κι
όσα έμεναν ακόμα.Δεν κρατιόσουν.Κι ακόμα δεν κρατιέσαι.Θέλεις να ορμήσεις μπροστά.Να γίνεις ένα μεγάλο ρομπότ δικαιώνοντας τους κατασκευαστές σου.
Πότε μίλησες ναζί μου στον καιρο που σε γνωρίζω;Πότε έκατσες ν' ακούσεις τι είχα κι εγώ να σου πω και να μου πεις κι εσύ την άποψή σου;Πότε αντάλλαξες μαζί μου κά[ποιες λέξεις παραπάνω από όσες το πρόγραμμά σου σου επέτρεπε;Τέσσερα
χρόνια που σε γνωρίζω πότε μίλησες σοβαρά μαζί μου;Σου δόθηκαν πολλές ανθρώπινες ευκαιρίες μα τα ρομπότ τις εξουδετέρωσαν όλες.Όταν ένιωθες πως η συζήτηση άρχιζε να γίνεται δύσκολη για σένα,σηκωνόσουν κι έφευγες.Έτσι,αναπάντεχα,χωρίς καμμία πρόφαση,χωρίς καν να ζητάς τυπικά συγνώμη,χωρίς καμμιά αιτία,μόνο και μόνο επειδή το ρομποτικό σου μυαλό ήταν έτσι φτιαγμένο να κάνει.Και πότε πήγαινες κι
έπιρνες ένα ποτό από το ψυγείο,πότε πήγαινες κι άνοιγες την τηλεόραση,πότε πήγαινες στο δωμάτιό σου,ή έβγαινες έξω αφήνοντάς με με την ατελείωτη κουβέντα στα χείλια μου.Θα μπορούσες να μου πεις πως δεν είχες να πεις τίποτα με ένα μεγάλον άνθρωπο σαν και μένα,που τόσο αταίριαστες οι ηλικίες μας ήταν.Μα δε θα ήταν αλήθεια.Γιατί έκανες ώρες παρέα και συζητούσες με άλλους της ίδιας ηλικίας με μένα,που όμως ήσαν κι αυτοί ρομπότ.Ο λόγος λοιπόν δεν ήτανε αυτός.Μακάρι να ήτανε.Αυτό θα προϋπέθετε λογική,σκ'εψη,συνείδηση.Όχι.Τίποτα τέτιο.Γίνονταν επειδή και μόνο έτσι ήταν προσχεδιασμένο να γίνει από τους σοφούς του κόσμου σου που σε είχαν σχεδιάσει.Αν δε σταματούσε το ασανσέρ αυτό την ώρα που μας κατέβαζε,δε θα γινόταν η συζήτηση αυτή ανάμεσά μας.Μερικές φορές το απρόοπτο μπορεί να προβλέψει.Και που ήρθα στη χώρα σας και σε συνάντησα ήτανε
κάτι απρόβλεπτο.Μέσα στην ρομποτοποίησή τους και τελείως σίγουροι για τη δύναμή τους οι σοφοί σας δεν είχαν προβλέψει πως ο ανθρωπισμός ενός ξένου θα μπορούσε να κρατήσει άσβυστος επί πολύ ύστερα από τον ερχομό του εδώ και πολύ περισσότερο πως θα μπορούσε αυτός να επηρεάσει και άλλους.Φυσικά ο μηχανισμός σας είναι έτσι στημένος που από τη σύστασή του προβάλλει κάθε δυνατή αντίσταση
σε κάθε ανθρώπινο.Ως ένα σημείο όμως.Σκέφτηκα πως ο έρωτας,το πάθος,όσο κι αν είχε μαχανοποιηθεί,όσο κι αν είχε προσεχτεί η τυποποίησή του από τους επιστήμονές σας,πάντα,μέσα στην πολλαπλότητα των παραγόντων που το επηρεάζουν
και το δραστηριοποιούν,πάντα θα έμενε κάποιο μικρό άνοιγμα ,κάποιο μικρό σημείο που δε θα το είχαν προσέξει καλά ώστε να το απομονώσουν,να το αποκλείσουν κι αυτό. άποια μικρή τρυπούλα,κάποιο παραθυράκι θα τους διέφευγε.Κάποια διαρροή δε θα αντιλαμβάνονταν.Σε σένα τουλάχιστο,που δε σε είχαν φτιάζει εκείνοι από
την αρχή,αλλά τους παραδόθηκες αργότερα.
Και πέτυχα αλήθεια αυτό που έψαχνα να βρω.'ο αδύνατο σημείο σου ήτανε ίδιο με κείνο που έχουν όλες οι γυναίκες ποάνω στη γη-η φιλαρέσκεια,αυτή η βρώμικη και καταστροφική κατάσταση.Στην αρχή,στους πρώτους μήνες,ό,τι μηχανευόμουν για να σε κολακέψω κύλαγε πάνω σου χωρίς να σε αγγίξει καθόλου.Σαν όπως οι κύκνοι βουτάνε στο νερό και βγαίνουν άβροχοι ό.Έβρισκα κάτι κάθε φορά για να υμνήσω
πάνω σου.Τη μια κάποια από τις ομορφιές του σώματός σου,την άλλη κάποιο σου ελάττωμα που συ δεν το 'ξερες ή το περνούσες για προτέρημα,ύστερα κάποιο ρούχο σου ,κάποιο στολίδι έπειτα.Κίνδυνος να παρεξηγηθώ από τους άλλους που ήταν μπροστά δεν υπήρχε.Ούτε που καταλάναιναν τι έλεγα.Όπως εσύ στην αρχή.
Μα οι λέξεις αιωρούνταν στο ψυχρό δωμάτιο,ξαναγύριζαν σε μένα,με πλήγωναν σε κάθε άγγιγμά τους,μόνο στ' αυτιά σου δεν πλησίαζαν,μόνο το ρομποτικό σου μυαλό δεν μπορούσαν να προσπελάσουν.Σαν το άγριο ζαρκάδι ανύποπτη τριγύριζες ανάμεσά τους.Μα επέμενα.Κάτι μου 'λεγε πως θα πετύχω στο τέλος.Δοκιμασα να σου πω πως έχεις κρυφά πνευματικά χαρίσματα.Το ίδιο αποτέλεσμα.Άρχισα να βρίσκω υπέροχη κάθε γελοία σου πράξη,κάθε ρομποτένιον σου λόγο.Έπρεπε να τραβήξω την προσοχή σου.Αυτό θα ήτανε το πρώτο βήμα.
Μα συ χανόσουν.Πολλές φορές ερχόμουν στο σπίτι και δ σ' έβρισκα.Ήσουν πότε σε μια φίλη σου,πότε για ψώνια,πότε στο δωμάτιό σου,πότε στον κινηματογράφο. ι έπρεπε να κυνηγάω σαν λαχανιασμένο σκυλί τις ώρες για να σε πετύχω και μέσα σ' αυτό το μικρό χρονικό διάστημα να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις που θα
δικαιολογούσαν το κομπλιμέντο μου,ώστε αυτό να έρθει φυσικο και να μάθεις να το δέχεσαι ύστερα από μια διεργασία παρόμοια πάντοτε,ώστε να το συνηθίσεις.
Ήθελα να σε σώσω.Ήθελα να σε κάνω άνθρωπο.Ήθελα να νιώσεις το φόβο,την έλλειψη,την εγκατάλειψη,την απογοήτευση,την ερημία,τη φρίκη,τον πόνο,το φόβο τέλος,το πιο ανθρώπινο.Και ο χρόνος περνούσε.Οι εβδομάδες ..οι μήνες..τα χρόνια..και τίποτα δε φαινόταν ικανό να σε αλλάξει.
Ώσπου μια μέρα κάτι φάνηκε.Είδα ένα φως να ανάβει στα μάτια σου,που φώτισε το σύμπαν..Είχα έρθει στο σπίτι σου κι ήσουν έξω.Περίμενα.Ήρθες.Με χαιρέτησες με το ρομποτικό χαμόγελό σου.Πήγες στο δωμάτιό σου.Πήρες κάτι που ήθελες,βγήκες και διαυθύνθηκες π;λι προς την εξώπορτα."Πού πας;" σου
είπα. "Έξω",μου είπες,"θα πάω σινεμά με την Ινπώ".Και για να μου πεις αυτά είχες σταθεί για λίγο κοντά μου.
"Δε σε είδα καθόλου σήμερα.Κάτσε να σε δω λίγο",σου είπα.Μια λάμψη φώτισε το κρύο βλέμμα σου.Κατάλαβες.Έκανες να κάτσεις-εσύ που άλλοτε σε παρόμοια περίσταση ούτε που θ' άκουγες τι σου είχα ζητήσει-,ξαναπήγες να φύγεις,ξανακοντοστάθηκες.Τέλος έφυγες λέγοντας σιγά: "θα ξανάρθω".-ήγες αργά
προς την πόρτα.Ήταν η πρώτη φοράπου περπάταγες ανθρώπινα.Χωρίς εκείνη την ορμή και την άλογη αγερωχότητα που οδηγούσαν μέχρι τότε το βήμα σου.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Εκίνη την ημέρα,κείνη την ώρα,τότε σε είδα για πρώτη φορά.

ΑΝΤΡΕ
Τόσων χρόνων προσπάθεια είχε αποδώσει επιτέλους καρπούς.Τόσοι κόποι τότε φάνηκε πως δεν πήγαν χαμένοι.Ύστερα από δυο μέρες ήμουν σίγουρος πως σωστά είχα καταλάβει,πως είχες νιώσει.Ξανάρθα.Ήσουν στο δωμάτιό σου.Όταν έμαθες πως ήμουν εκεί ήρθες έξω και έκατσες αμίλητη στον καναπέ.Σε έβλεπα καθώς
κουβέντιαζες με τους άλλους,να στρώνεις επάνω σου μια μπλούζα φανταχτερή που πρώτη φορά την έβλεπα.Την είχες αγοράσει την προηγούμενη μέρα όπως έμαθα μετά.Περίμενες να τελειώσω τη συζήτηση και να στραφώ σε σένα.Περίμενες να σου δείξω το θαυμασμό μου για τη μπλούζα κι για το πόσο ωραία σου πήγαινε.Γύρισα
τέλος π[ρος το μέρος σου.Έδειξα χαρούμενη έκπληξη: "Καινούργια μπλούζα:;" "Ναι,σ' αρέσει;" "είναι υπέροχη!"
Και αμέσως μετά:"Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα βρισκόταν κάτι που να σε ομορφήνει περισσότερο.."Για πρώτη φορά είδα χαρά να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό σου.Α! Να μπορούσε έτσι ευτυχισμένα να γελάσει κανείς μόνο μια φορά στη ζωή του..Συνέχισα ύστερα από αυτό να σε επαινώ κάθε φορά που σ' έβλεπα.Αν και δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς λόγια υμνητικά για μια εμορφιά σαν τη δική σου,πολλές φορές δεν έβρισκα τι να σου πω. Χρησιμοποίησ για ένα διάστημα όσους επαίνους σου είχα πει ως τότε,όταν ακόμα ούτε καν άκουγες πως σου μιλούσα.Όλα
ηχούσαν σαν για πρώτη φορά στ' αυτιά σου που τώρα ήσαν ορθάνοιχτα κι ευαίσθητα για κάθε μου λόγο.Σιγά σιγά δε χρειάζονταν να σου μιλώ.Μια θαυμαστική ματιά μου,ένας θαυμαστικος μορφασμός μου ήταν αρκετός για να καταλάβεις.Και τόσο ακατανόητος για τους άλλους ώστε κανείς να μην υποθέσει πως κάτι μας συνέδεε.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Ναι.Είχα αρχίσει μιαν άλλη ζωή.
Ήμουν χαρούμενη και πρώτη φορά ένιωθα έτσι.
Κι αυτή ήταν η δεύτερη αλλαγή που ένιωσα στη ζωή μου.
Η πρώτη ήταν όταν από παιδί έγινα γυναίκα.
Θυμάμαι με νοσταλγία τα παιδικά μου χρόνια.Θυμάμαι τα τριαντάφυλλα.Όταν τ΄άγγιζα ήμουν τριαντάφυλλο κι εγώ.Όταν ήμουν δίπλα στα ζωάκια ήμουν κι εγώ ένα απ' αυτά..Κοντά στο ποταμάκι κυλούσα κι εγώ μαζί του και όταν ενύχτωνε χανόμουν μες στη νύχτα.Μόνο πουλί ποτέ δεν έγινα.Κι αυτό είναι το μέγα μου παράπονο από τα
παιδικά μου χρόνια.Και φωτιά έγινα,και αέρας,και βράχος απότομος και αιχμηρός.Χωρίς να το επιδιώκω-όλα γίνονταν αυτόματα.Ήμουν ένας ανύποπτος χαμαιλέων.Μονο που δεν πέταξα.Και τα πουλιά τ΄άγγιζα όταν ηταν
σκοτωμένα ή φυλακισμένα.
Και ξαφνικά,μέσα σε λίγες κιόλας μέρες όλα τέλειωσαν.;Όλα έγιναν απλά και γρήγορα και ας ήτανε τόσο βαθιά.Τα παιδικά μου όλα χάθηκαν πίσω από ένα τοίχο που ορθώθηκε μπροστά μου αδιαπέραστος.Και πίσω του,μαζί με τ΄αλλα χάθηκες και συ,ένα απ' όλα,ούτε καλλίτερο ούτε χειρότερο από όλα τ' άλλα.Γιατί
μέχρι τότε δεν σε έβλεπα παρά σαν κάτι από κείνα τα παιχνίδια μου που όπως τα κούρντιζα πήγαιναν.Ήταν τότε που εσύ είχες βαλθεί να με κάνεις άνθρωπο όπως λες.Μα πώς θα γινόταν άνθρωπος ένα παιδί διαχυμένο σε όλα;Και ο τοίχος στεκόταν εκεί ολοένα κρύβοντάς μου κάθε τι.Είχαν τελειώσει λοιπόν όλα;Αυτό ήτανε η
ζωή,αυτό ήτανε ό,τι μπορούσα να χαρώ με το κορμί μου;Ένα παιχνίδι με τα παιχνίδια,μια χαρά με τη χαρα και πάει;Εχτύπησα τον τοίχο με τα χέρια μου.Τον έγδαρα.Τον κλώτσησα.Τον πάλεψα για να τον γκρεμίσω.Εφώναζα:-Πάρτε αυτό τον τοίχο από μπροστά μου.Όποιος τον έχτισε εδώ ας τον γκρεμίσει.Ή ας με ξαναπάει στο άλλο του το μέρος.Εγώ ανήκω στην απο κει μεριά του.Ακούστε με.Γκρεμίστε τον τοίχο μου.Και κάθε φορά,μετά από κάθε τέτια πάλη, αποκαμωμένη, δαρμένη, άϋπνη, απογοητευμένη,έπεφτα στο χώμα.
Πόσος χρόνος πέρασε έτσι;Δε μετριέται με ανθρώπινα μέτρα.Και είχα αποφασίσει πως αυτή θα ήταν η ζωή μου από κει και πέρα.Ένας τοίχος και μια μοναξιά.
Τριγύριζα μέσα στο πλήθος των γύρω μου ανθρώπων σαν υπνωτισμένη από την επιροή τους επάνω μου.Και ν' αντιδράσω δεν μπορούσα στη δύναμη που με έκανε ένα μ' αυτούς.Για χρόνια πολλοί φίλοι των αδερφών μου και αργότερα πολλοί συμμαθητές μου από το κολέγιο ερχονταν στο σπίτι μου.Πολλά γόρια με πλησίαζαν.Μα κανένα ποτέ δε μου είπε πόσο όμορφη ήμουν.Κανένας τους δεν πρόσεξε
ποτέ άτι καινούργιο επ;νω μου.Το μόνο που κάνανε που και που,ήταν να μου προσφέρουν σφίγγοντάς την μέσα στη γροθιά τους και προτείνοντάς την μου κατάμουτρα σαν να θέλαν να με απηιλήσουν,μια πορτοκαλλάδα ή μια κόκα
κόλα.Και θαρρούσαν ότι έπρεπε εγώ να την πάρω ευχαριστώντας τους επειδή είχαν χαλάσει για μένα λεφτά για να αγοράσουν την πορτοκαλλάδα.ΛΚαι το μόνο περιστατικό μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που μου θύμισε πως
ήμουνα γυναίκα που μου θύμισε πως είμαι γυναίκα ήταν όταν ένας από αυτούς πλησίασε το πρόσωπό του μια μέρα κοντά στο δικό μου διατάζοντάς με:φίλησέ με!..
Δεν ένιωθα τίποτε από όλα αυτά.Καμμιά ζέστα δε με τύλιξε.Καμμιά γλύκα δε μ' έλυωσε,κανένα κουδούνισμα δεν ήχησε όμορφα στα αυτιά μου.
Και τότε ήρθες εσύ.Δηλαδή ήρθες εσύ για μένα-γιατί πάντοτε ήσουν κοντά μου αλλά εγώ,τυφλωμένη από τη βαναυσότητα των συναναστροφών μου δε σ' έβλεπα.Ή ίσως γιατί όπως λες,κι εγώ ήμουν ένα ρομπότ μέσα στα άλλα.Και τι άλλο μπορούσε να μου κρύβει για χρόνια κάτι τόσο φανερό και τόσο ωραίο;
Και ήρθες εσύ και γκρέμισες τον απαίσιο τοίχο που μου είχε στερήσει κάθε χαρά. και μου έδειξες τον καινούργιο μου κόσμο,γεμάτον με ανυποψίαστες πρωτόφαντες για μένα χαρές.Και όλα άλλαξαν από τότε μέσα μου και γύρω μου.Και πάλι όλη η γη έγινε δική μου.Απέραντοι κάμποι καταπράσινοι απλώνονταν μπροστά στα
κατάπληκτα μάτια μου.Ήτανε σαν να ήμουνα πάλι παιδί.Μα τώρα ένα παιδί με μάτια και χέρια και πόδια και κορμί δικά του που δεν ήτανε εξαρτήματα της φύσης γύρω,μα που ζητούσανε να παίξουνε τον δικό τους ρόλο μέσα στον καινούργιο κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά τους.Και αυτή η δεύτερη αλλαγή που έγινε σε μένα ήταν
υπέροχη.
Ξανάγινα ένα παιδί-ναι.Μα ένα παιδί που μόνο μέσα από ένα μαγικό γυαλί θεωρώντας την μπορούσε να ζει και να αιστάνεται τη νέα του γλυκειά πραγματικότητα.Και το μαγικό αυτό γυαλί ήσουν εσύ.
Εσύ που γκρέμισες τον τοίχο που μου έκρυβε τη χαρά,εσύ έγινες ένα κόκκινο πέπλο και με σκέπασες.Και μόνο κυττάζοντας μέσα από το πέπλο αυτό φαίνονταν όλα ωραία.
Γρήγορα κατάλαβα πως μακριά από σένα όλα ξαναγίνονταν μαύρα και ο τοίχος άρχιζε να υψώνεται και πάλι απειλητικός.
Μα κοντά σου και μέσα από σένα όλα ήταν απρόσμενα επιθυμητά και ωραία.
Όταν έβλεπα τα γλυκά κι ευγενικά σου μάτια να με κυττάζουν γεμάτα θαυμασμό που δεν προσπαθούσες καθόλου να κρύψεις,τότε κάθε τι καινούργιο μέσα μου ξυπνούσε και με αγωνία περίμενε κάποιον σου λόγο για να ευωχηθεί.
Όταν μου 'λεγες τα ωραία σου λόγια ολόκληρη συνεπαιρνόμουν από τη μουσική τους.
Δεν μπορούσα να δείξω τίποτε μπροστά σου.Κάτι πιο δυνατό από τη θέλησή μου με κράταγε να μη δείξω πόσο με ευχαριστούσαν όλα αυτά.
Πολλές φορές στη διάρκεια των συζητήσεών μας θα πρόσεξες πως με κάποια πρόφαση ζητούσα συγνώμη κι έφευγα γρήγορα.Πήγαινα στο δωμάτιό μου ,έκλεινα την πόρτα,και άφηνα τον εαυτό μου να ξεσπάσει σε μιαν άφωνη χαρά για να μην ακουστώ.
Ύψωνα τα χέρια μου κι ευχαριστούσα το θεό και τον παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ αυτή η χαρά.Μετά ερχόμουν όσο μπορούσα πιο γρήγορα στο μέρος όπου καθόσουν εσύ.Πόσο φοβόμουν μην πάρεις για αγένεια την απουσία μου!Ναι,εγώ που προτύτερα έφευγα από το δωμάτιο σαν να μην υπήρχε άλλος μέσα σ' αυτό,σαν να μην
υπήρχε κάποια κουβέντα που έτσι την άφηνα μετέωρη,εγώ,τώρα κρεμόμουν από τα χείλη σου.
Από την άλλη άρχισα να σε ντρέπωμαι.Έπαψα να φορώ τα κοντά παντελόνια που έδειχναν τους μηρούς μου ως επάνω και φορούσα ρούχα φαρδιά που δεν εφάρμοζαν πάνω μου.Μα τίποτα δεν άλλαξε στη στάση σου απέναντί μου.Το βλέμμα σου τρυπούσε το κορμί μου και όσα μου έλεγες για το κορμί μου δεν άλλαξαν.Ήταν σαν η ματιά σου να τρυπούσε τα ρούχα μου και να με έβλεπες γυμνή.Και αυτή η σκέψη π μου άρεσε και βάθαινε τη σημασία των λόγων σου κάθε φορά που αυτά λυτρωτικά ραίναν το μύρο τους επάνω μου.
"Πού θα σταματήσει;","Ως πού θα φτάσει;","Ως πότε;",αναρωτιόμουνα.Και ένας τρόμος με τύλιγε και μια δυστυχία μ' έζωνε στη σκέψη πως κάποτε θα 'παυες να μου λες πόσο όμορφη είμαι.Μα κάθε ενησυχία μου διαλύονταν όταν έφτανε το πρωί.Μια καινούργια μέρα άρχιζε,μια μέρα που κάποια από τις ώρες της θα σε
έφερνε κοντά μου πάλι.Και με την πρώτη ευκαιρία,που τώρα βοηθούσα κι εγώ να δημιουργηθεί,θα άκουγα παλι το γλυκό λόγο σου,θα ένιωθα πάλι να ηλεκτρίζωμαι από τον θαυμασμό που ξεχύνονταν από όλο το είναι σου για την ομορφιά μου.
Και όλα αυτά σταμάτησαν απότομα.
Έπαψες να έρχεσαι στο σπίτι.
Έπαψες να μου μιλάς.
Έπαψες να με χαιρετάς όταν με έβλεπες έξω.
Άλλαζες δρόμο όταν συναντιόμασταν.
Μετά από τη μεγάλη χαρά ήρθε η μεγάλη λύπη.Σιγά σιγά μα χωρίς οπισθοχώρηση το σκοτάδι έπεφτε σταθερά και σκέπαζε όλα γύρω.
Ήρθες κοντά μου,μου 'δειξες το φως και μ' έριξες στο σκοτάδι.
Ήρθες,μου 'φερες το πιο λαμπρό φόρεμα,κι όταν ντύθηκα μ' αυτό μου το ξέσχισες και με άφησες γυμνή.
Μου έδειξες την ευτυχία και την πήρες αμεσως από κοντά μου.
Μέσα στη γύρω ξερασιά νεράκι σε είχα δροσερό και στέρεψες.
Έτσι,χωρίς εξήγηση,χωρίς λόγο κανένα.
Αν ήξερα το γιατί,η λογική θα έντυνε,έστω επιφανειακά,λίγο από το χάος που άνοιξε η απουσία σου.
Ούτε αυτήν δε με αφήνεις να χρησιμοποιήσω.Γιατί;Και τι θα γίνω πια;Η τύχη μου ποια θα 'ναι;

ΑΝΤΡΕ
Ο προορισμός μου τελείωσε εδώ.Έπρεπε να σε βγάλω από αυτό τον συρφετό των ρομπότ.Έπρεπε να σου δώσω την αίσθηση.Έπρεπε να σε κάνω άνθρωπο.Έπρεπε μέσα σ' αυτή τη χώρα να σπείρω σπόρο ανθρώπινης ουσίας.Το κατάφερα.Αυτό είναι το τέλος της αποστολής μου.Δε με χρειάζεσαι πια.Δεν πρέπει να είμαι κοντά σου
πια.Αλλού είναι η θέση μου τώρα.Θυμάσαι τη μέρα που ήμασταν μέσ' στον κήπο σου και βλέπαμε κατάπληκτοι τα άνθη της πορτοκαλιάς μετά από τη βροχή;Και τα μυρίζαμε,και ο αέρας,υγρός και νοτισμένος βαριά με το άρωμά τους μας ζάλιζε καθώς τον αναπνέμε;

ΚΟΡΙΝΝΑ
Πώς να μη θυμάμαι;Ήταν η τελευταία φορά που ήρθες στο σπίτι.Ήταν η τελευταία φορά που μου μίλησες.

ΑΝΤΡΕ
Εκστατική κύτταζες τα καθαροπλυμένα νθάκια και μου είπες:"Ένα τέτιο ανθάκι είναι η ψυχή μου".
Δεν είχα να σου μάθω τίποτε άλλο πια.Ούτε περίμενα ν' ακούσω τίποτε κακλλίτερο από αυτό.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Αυτό ήτανε λοιπόν;Για να μου κάνεις ένα μαρτύριο τη ζωή μου με πλησίασες;Μου λείπουν τα λόγια που μου έλεγες.Τώρα οι μέρες μου περνάνε άχαρες,κρύες.Οι νύχτες μου είναι φριχτές κθώς ξέρω πως κανείς δε βρίσκεται κοντά μου να νιώσει τη βαθύτερη ουσία της ύπρξής μου,να τη ντύσει με όμορφα φορέματα και να τηνε
φέρει μπροστά μου ωραία όπως εσύ μόνο την έκανες κάποτε να είναι.
Ναι,θα αλλάξουν όλα απόψε.Θα με ξανακάνεις ευτυχισμένη.Δεν είναι η περιέργεια που με σπρώχνει να μάθω γιατί με απαρνήθηκες.Είναι η ελπίδα πως όλα θα ξαναγίνουν όπως πρώτα.Είναι η ελπίδα πως όσες μέρες πέρασα μακριά σου θα γίνουν από σήμερα ένας περασμένος εφιάλτης που θα τον ξεχάσω τελείως όταν θ' ακούσω πό το στόμα σου και πάλι λόγια θαυμασμού για ό,τι δικό μου.Την πρώτη
φορά που η ζεστή και σίγουρη φωνή σου θα βυθίσει μέσα μου για να με κυριέψει πάλι το νόημά της.Έλα να συνεχίσουμε τη ζωή μας από κει που την αφήσαμε.Έλα να νιώσουμε ό,τι ο κάθε άνθρωπος ποθεί να νιώθει.Έλα συ μοναδική μου μέσα στον κόσμο χαρά.Έλα και δώσε μου την ευτυχία που κανείς άλλος δεν μπορεί-δεν
ξέρει να μου δώσει.
Έλα πάλι στο σπίτι μας.'α δέντρα είναι πάλι ανθισμένα.Τα πορτοκάλια κάνουν πάλι την παράξενη συντροφιά τους με τα σταφύλια-εκείνα,προς το μέρος της κουζίνας-και σε περιμένουν κι αυτά να τα γέψεις.
Έλα πες μου πάλι εκείνα τα λόγια που με καίνε γλυκά.Ας γίνει η νύχτα η αποψινή μια καινούργια αρχή για την
παλιά μας συντροφιά που όσο δεν εκτιμούσα τότε τους θησαυρούς της τόσο τώρα τους αναζητώ.
Είναι άχαρα όλα γύρω αν κανένας δε με θαυμάζει.Αν δε με προσέχει κανείς.Αν δε με χαϊδεύει κανένα μάτι με τα χάδια της αφοσίωσης..
(χαμηλώνει τη φωνή της)
της αγάπης..της λατρείας..του πόθου.
(δυνατά και αποφασιστικά)
Ναι! Γιατί να μη το πω;Το ξέρω.Μ' αγαπάς.Με ποθείς.Με λατρεύεις.Κι εγώ θέλω να αρέσω.Να μ' αγαπάνε.Να με ποθούν.Δώσε μου τη χαρά που εσύ με έμαθες να χαίρωμαι..
(σταματέι να μιλά και περιμένει απάντηση κυττάζοντάς τον)

ΑΝΤΡΕ
Αν σε έμαθα τη χαρά δε στην έμαθα για να χαρείς μα για να σου λείψει.Αν σου γνώρισα της ευτυχίας τα ρίγη ήταν για να τα στερηθείς.Αν σου έφερα την ελπίδα ήταν για να σε παραδώσω στο φόβο.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Θεέ μου!

ΑΝΤΡΕ
Όλα της ζωής σου πρέπει να είναι δύστυχα.Πρέπει να ζητάς και να μη βρίσκεις.Πρέπει να νιώθεις και να μη σε νιώθουν.Πρέπει να τρέμεις μπροστά στο άγνωστο.Πρέπει το μέλλον σου να είναι ζοφερό.Πρέπει ολόκληρη να είσαι μια επιθυμία και να βρίσκεις την αδιαφορία.Σου έδωσ την αίσθηση για να αισθάνεσαι πόνο.Σου έδωσα τη γνώση για να ξέρεις πως δε θα έβρεις εκείνο
που ζητάς.Σου έδωσα ψυχή για να υποφέρεις.Σου έσπειρα τον πόθο για να σε σπαράζει απλήρωτος.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Γιατί δε με άφησες όπως ήμουν;Ένα ρομπότ;Γιατί αν ήτανε να με αφήσεις βουτηγμένη στον πόνο-γιατί να μου δώσεις την ανθρωπιά;Πώς θα ζήσω σε τέτια μια κόλαση σ' όλη μου τη ζωή;Από τις φλόγες της τυλιγμένη;Πώς χωρίς σταγόνα νερού για να σβ;τσω λίγη από τη δίψα που εσύ..εσύ μου άναψες;

ΑΝΤΡΕ
Είσαι άνθρωπος.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Νόμιζα πως μ' αγαπάς.Δε μ' αγαπάς λοιπόν καθόλου;

ΑΝΤΡΕ
Σ' αγαπώ.Είσαι το δημιούργημά μου.

ΚΟΡΙΝΝΑ
(θυμωμένα και ειρωνικά
Το δημιούργημά σου;Είσαι θεός λοιπόν;

ΑΝΤΡΕ
Ναι.Είμαι θεός.

ΚΟΡΙΝΝΑ
(σηκώνεται και φωνάζοντας όλο και δυνατότερα,υστερικά)
Ναι; Ναι; Λοιπόν είσαι θεός;Θα σου πω εγώ τι είσαι.
(κάνοντας εξαγριωμένη βόλτες μπροστά του)
Είσαι ένας γερο-σάτυρος.Αυτό είσαι! Ένας γεροπαραλυμένος.Με βρήκες μικρή και βάλθηκες να με τυλίξεις στα δίχτυα σου.Μπόρεσες να με κοροϊδέψεις κι θα κατάφερνες ό,τι είχες στο νου σου αν δε σε σταματούσε ο
φόβος για τις συνέπειες.Αυτό είσαι.Με βρήκες μικρή και νόστιμη και βάλθηκες με γλυκόλογα να με κάνεις να σ' αγαπήσω.Τα κατάφερςς.Μα για κάποιαν αιτία την τελευταία στιγμή έκανες πίσω.
Ένας γερο-σάτυρος! Ένας γερο-βρωμιάρης! Αυτό είσαι! Ένας ξεκούτης γέρος που του αρέσουν τα μικρά κοριτσάκια -ένας διεστραμμένος γέρος.
(ο Αντρέ μένει ακίνητος κυττάζοντας κάτω.Η Κορίννα ορμάει πάνω του,τον πιάνει από τα ρούχα του,τον ταρακουνάει,τον χτυπάει,τέλος τον ξαπλώνει κάτω)
Μ' ακούς ελεεινέ;Αυτό είσαι.Ένας παλιάνθρωπος.Ένας ετοιμόρροπος γέρος που μπορεί να σε κάνει καλά μια γυναίκα σαν και μένα.Μια οχιά είσαι,,να τι είσαι..
(Τα τελευταία λογια τα λέει όντας έτοιμη να του πατήσει με το πόδι της το κεφάλι του.Κατεβάζει σιγά σιγά το πόδι της δίπλα στο κεφάλι του)
Ναι..μια οχιά είσαι.Είσαι το φίδι.Όχι ο θεός.Μα την αλήθεια,έτσι σερνάμενος χάμου ίδιος μοιάζεις.Και σε σιχαίνομαι..Σε σιχαίνομαι όσο μπορεί άνθρωπος να σιχαθεί.Ένα σιχαμερό φίδι.Ένα γλοιώδες ερπετό.
(λέγοντας αυτα κάθεται στη γωνιά της πάλι.Σιωπή.Αυτός σηκώνεται και σιγά παίρνει πάλι τη θέση του)

ΑΝΤΡΕ
Ναι.Είμαι το φίδι,Αυτό είναι ο θεός.

ΚΟΡΙΝΝΑ
Όχι.Είσαι το φίδι μα ο θεός είναι άλλος.Και θα με πάρει από την κόλαση που εσύ με έριξες και θα με πάει
στον παράδεισο.Και συ θα μείνεις εκεί,σερνάμενος στο χώμα και γλοιώδης.

ΑΝΤΡΕ
Παράδεισος ήταν η ρομποτική σου ζωή.Δε χαίρεσαι που τώρα έχεις ψυχή-που έγινες άνθρωπος;

ΚΟΡΙΝΝΑ
(αλλάζοντας απόφαση,προκλητικά μέχρι χυδαία)
Κι αν έχω ψυχή όμως εχω και σάρκα.
(σηκώνεται και γονατίζει δίπλα του)
Και αυτή η σάρκα έχει το σχήμα που σου αρέσει.'Τόσες φορές μου το' 'δειξες.Τόσες φορές μου το είπες.Τη σάρκα αυτή την ποθεις.Θέλεις να τη χαρείς.Γιατί κι εσύ,θεός ή φίδι,είσαι κι εσύ από σάρκα που διψάει έρωτα.
(τον αγγίζει,σκυβει προσπαθώντας να τον δει στα μάτια )
Θυμήσου πόσες φορές με πόθησες,πόσες φορές ευχήθηκες να ήμουν δική σου.Πόσες φορές μ' έγδυσες με τα μάτια σου.Τώρα ήρθε η ώρα να γίνουν αλήθεια όλα όσα φανταζόσουν με την πιο τρελλή σου φαντασία.Γύρνα τα μάτια σου και δες με έτσι φλεγόμενη.Άπλωσε τα χέρια σου και πιάσε με.Άγγιξέ με.Μίλα μου πάλι.Και πες
μου πόσο είμαι ωραία.Και μη μιλήσεις για τα πόδια,το στήθος,το κορμί μου,όπως φανταζόσουν πως είναι.
(αρχίζει να γδύνεται)
Δικά σου όλα τώρα είναι ζωντανά.Και ούτε που χρειάζεται να με ξεντύσεις.Όλα μου τα ρούχα τα αποθέτω μπροστά στα πόδια σου.Και πώνω τους γυμνό θα ξαπλώσω το κορμί μου.Δικό σου.
(βγάζει και το τελευταίο της ρούχο και το απιθώνει μπροστά του.Ύστερα ξαπλώνει πάνω στα ρούχα που έβγαλε ,τον πιάνει από το χέρι και προσπαθεί να τον φέρει κοντά της )
Έλα.Να μου πεις μονάχα έστω πως είμαι ωραία.Πες το μου.Δες με.Αγκάλιασέ με.Νιώσε με και ύστερα πες μου πως αυτό που ένιωσες ήτανε ωραίο.

ΑΝΤΡΕ
(σηκώνεται και αποφασιστικός και ήρεμος τηνε βοηθάει να σηκωθεί και τηνε ντύνει)
Χίλιες στιγμές κι αν ζήσεις σαν και τούτη,πάλι την άρνηση θε ν' αντικρύσεις. ανείς ποτέ δε θα σου δώσει ό,τι σου 'δωσα.Δυστυχισμένη θα κυλά η ζωή σου κι ποτέ ικανοποιηση δε θα 'βρεις.Κι οταν στο τέλος φτάσεις του μακρινού σου ταξειδιού,μέσα στο σκεβρωμένο το κορμί σου η ίδια φωτιά θα λαμπαδιάζει
άσβυστη κι ακοίμητη στον αιώνα.Είναι η φωτιά που εγώ μέσα σου έχω ανάψει.Για να μη χαθεί.Για να υπάρχει δίνοντας τη ζέστα της στον κόσμο να κινείται.Για να γεννοβολάει αστέρια και ήλιους και φεγγάρια και σύμπαντα.Για να πλάθει φίδια θεούς κι ανθρώπους.Κι ακόμα-μην τρομάζεις-για να φτιάχνει ρομπότ.Γιια
να φτιάχνει κήπους,εργοστάσια και ασανσέρ που σταματάνε κρατώντας μέσα τους φυλακισμένους πλάστη και πλάσμα,δυο δυστυχισμένα όντα χαμένα μέσα στου σύμπαντος μιαν άκρη
(λέγοντας αυτά την έχει ντύσει και την καθίζει στο σκαμνί της.Ύστερα κάθεται κι αυτός στη γωνιά του)
Ας κάτσουμε πάλι όπως ήμασταν πρώτα.Είπαμε πολλά.Τώρα ξέρεις.
Χώθηκες πιο βαθιά στη δυστυχία.Λίγο ακόμα και θα υποταχτείς τέλεια.Ας ησυχάσουμε τώρα.Όλα είναι περιττά όπως και όλα είναι απαραίτητα.Τα υπηρετήσαμε και τα δυο.Κανένας δεν μπορεί να μας ψέξει για
ανεπάρκεια.Και ας ακολουθήσει καθένας το δρόμο του.Εγώ τρέχοντας προς το τέλος κι εσύ να περπατάς δυστυχισμένη και λιγότερο ελπίζοντας κάθε καινούργια σου μέρα.
(σιωπή)
ΚΟΡΙΝΝΑ
(βγάζει από την τσέπη της ένα κλειδί)
Πάμε να φύγουμε από δω.Εγώ σταμάτησα το ασανσέρ.
(Ο Αντρέ δεν ξαφνιάζεται.Σηκώνεται και ετοιμάζεται να βγει ενώ η Κορίννα πηγαίνει και ανοίγει την πόρτα του ασανσέρ.Ο Αντρέ βγαίνει τραβώντας προς την έξοδο του κτιρίου.Η Κορίννα βγαίνει πίσω του.Με όση δύναμη μπορεί να συγκεντρώσει του φωνάζει)
Στάσου!
(ο Αντρέ κοντοστέκεται.Στρέφει προς αυτήν.Ικετευτικά)
Πες μου κάτι..κι ας μην το πιστεύεις.

(ο Αντρέ ξαναστρέφει εμπρός και αρχίζει να περπατά ώσπου να πάψουν να ακούγωνται τα βήματά του.Η
Κορίννα απλώνει το χέρι προς αυτόν σαν για να κρατηθεί από κάτι.Κάνει κάτι να πει,δεν το λέει.Κατεβάζει το χέρι απελπισμένη.Γονατίζει και σκύβει το κεφάλι ώσπου να το ακουμπήσει στο πάτωμα)



Α Υ Λ Α Ι Α

George Holiastos