27 Αυγ 2008

Όταν σταμάτησε ο χρόνος



Αναρωτιέμαι, ως Αθηναίος που άφησα πίσω μου την Αθήνα και ζω εδώ και λίγα χρόνια στην ελληνική επαρχία, αν μπορεί κανείς να φανταστεί στην Αθήνα μια εκκλησία ανά δυο ή το πολύ τρία οικοδομικά τετράγωνα, που γεμίζει κάθε μέρα από νέους ανθρώπους. Και κάνοντας μια βόλτα να βλέπει τα ίδια, σαν βγαλμένα από φωτοτυπικό μηχάνημα πρόσωπα ανθρώπων παραμορφωμένα από την τριβή με την ανελέητη επαρχιακή καθημερινότητα. Ανθρώπων που περνούν τις ζωές τους εμπρός σε πράσινες από γήπεδα ποδοσφαίρου και καπνισμένες από καπνούς τσιγάρων οθόνες τηλεοράσεων τοποθετημένες σε καφετέριες, σε γυράδικα ή στα κακόγουστα σαλονάκια των κολλητών, σε γειτονιές στις οποίες οι ίδιοι μπαρμπάδες σωριάζονται τα καλοκαίρια βαριεστημένοι, με τα φανελάκια, στις ίδιες ξύλινες ή πλαστικές καρέκλες πάνω στα πεζοδρόμια χωρίς να μιλάνε, κουρασμένοι από την ίδια τους την κούραση. Πρόκειται για γειτονιές, για μυρμηγκοφωλιές με εκατοντάδες, χιλιάδες ανθρώπινα μυρμήγκια που κουβαλούν καθημερινά στις πλάτες τους αγόγγυστα τον επαρχιακό μικροαστισμό τους, κινούμενα σαν υπνωτισμένα γύρω από τους ίδιους άξονες: εκκλησία, τηλεόραση, μεροκάματο και μια στις τόσες στην ταβέρνα για λίγη ρετσίνα και κανένα κοψίδι. Κατά τα άλλα ζούμε σε μια εποχή του ίντερνετ, των ταχύτερων ρυθμών στις επικοινωνίες, τις μεταφορές αλλά και στις ίδιες τις ανθρώπινες σχέσεις, της πολυπολιτισμικότητας και τόσων άλλων προκλήσεων και εξελίξεων. Αλλά η ελληνική επαρχία, δηλαδή ολόκληρη η Ελλάδα εκτός του λεκανοπεδίου Αττικής, παραμένει ανεξέλικτη, κολλημένη σε μια δική της, κατάδική της εποχή. Γιατί; Διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θέλουν να αλλάξουν, κουβαλούν μέσα τους το αθάνατο γονίδιο του επαρχιακού συντηρητισμού, της βαθιά ριζωμένης απέχθειας προς ο, τιδήποτε απειλεί να ταράξει το επαρχιωτικό τους νιρβάνα. Δεν γουστάρουν τις αλλαγές, τις θεωρούν εκ προοιμίου ύποπτες, όπως άλλωστε διδάσκει η ορθόδοξη εκκλησία, η μόνη αυθεντία την οποία γεννήθηκαν και ανατράφηκαν ώστε να εμπιστεύονται. Για τους άνδρες η αθλητική εφημερίδα, το καθημερινό τσιγάρο, απαραίτητο αξεσουάρ του βλακώδους στησίματος που υποχρεώθηκαν εκ γενετής να υιοθετήσουν, όπως και το μηχανάκι ή το γρήγορο«φτιαγμένο» αυτοκίνητο και η κουτοπονηριά, συνθέτουν τον ιστό της αράχνης στον οποίο καταδικάστηκαν σε ισόβιο εγκλωβισμό. Για τις γυναίκες το συνοικιακό κομμωτήριο, ένα τουλάχιστον σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο, ένας καλός γαμπρός, δηλαδή ένα παλικάρι που δε θα δέρνει ή δε θα βρίζει πολύ – περισσότερες απαιτήσεις δεν υπάρχουν – και ένα διαμερισματάκι εντός του οποίου θα γεννήσουν τα παιδιά που τα πεθερικά περιμένουν ανυπόμονα. Κάπως έτσι σκοτώνουν το χρόνο τους οι άνθρωποι εκτός Αθηνών… πρόκειται άλλωστε για το μοναδικό πράγμα που διαθέτουν σε αφθονία, άρα μπορούν να το σκοτώνουν κάθε μέρα.

25 Αυγ 2008

Όμορφα μέρη, άσχημοι άνθρωποι



Επιστρέφοντας από διάφορες θερινές περιηγήσεις ανά την Ελλάδα, μου έμεινε μια γλυκόπικρη γεύση. Μέσα μου συνωστίζονται απ’ τη μια όμορφοι γιαλοί, καταπράσινα τοπία και ανέγγιχτα ακόμη από τη νεοελληνική πολεοδομική κακογουστιά χωριουδάκια, με παππούδες και γιαγιάδες που σε κοιτούν μ’ εκείνο το βλέμμα που σε γυρίζει στην παιδική σου ηλικία. Και από την άλλη, οι δια βίου μολυσμένοι από το μικρόβιο του καταναλωτισμού, του φαίνεσθαι και της έλλειψης πολιτισμού νεοέλληνες: μαυρισμένοι σαν σοκολατάκια και αδυνατισμένοι όπως απαιτεί η μόδα, αλλά ψυχικά παχύσαρκοι. Στις δυσκίνητες και τελματώδεις ζωές τους έχουν αναπτύξει μια άνευ προηγουμένου σχέση πάθους με το μόνο που μοιάζει να κινείται: τα αυτοκίνητά τους. Τα κουβαλούν παντού, μεταφέροντας έτσι τα μποτιλιαρίσματα των νεοελληνικών «μεγαλουπόλεων» – εισαγωγικά διότι περισσότερο για μεγαλοχωριά πρόκειται, στα οποία ο επαρχιωτισμός και ο μικροαστισμός ντύθηκαν με τα νέας κοπής φορέματα που επιβάλλει το life-style που προβάλλεται από τα μέσα μαζικής χειραγώγησης – στα πλέον ανυποψίαστα μέρη. Πρόκειται για τους ίδιους που μεγαλώνουν τα παιδιά τους με έναν χαρακτηριστικά αμήχανο τρόπο, μη μπορώντας να επικοινωνήσουν σε βάθος μαζί τους, αδυνατώντας να τα καθοδηγήσουν και να τους προσφέρουν αξιόλογα παραδείγματα προς μίμηση. Και οι οποίοι επίσης μεταφέρουν τον τηλεορασοκεντρικό τρόπο ζωής τους στα δωμάτια που θα νοικιάσουν, στα εξοχικά τους και όπου αλλού τους φέρει το έτερον τους ήμισυ: το αυτοκίνητό τους. Μπορεί κατά τύχη να βρεθούν στο πιο μαγευτικό μέρος, σε ένα καλαίσθητο δωμάτιο αλλά αυτοί θα επιμένουν να στήνονται εμπρός στην τηλεόραση, ζώντας όπως ακριβώς και στο διαμέρισμα το οποίο άφησαν πίσω τους. Η μόνη στιγμή που θα σπάσει αυτή η τηλεοπτική μονοτονία θα έρθει όταν πάνε στην παραλία. Θα ανοίξουν την ομπρέλα και τις πετσέτες τους για να απολαύσουν το τσιγαράκι και τις μπυρίτσες τους μπροστά στο κύμα, φυτεύοντας κάμποσες γόπες στην αμμουδιά και σκορπίζοντας, επιστρέφοντας πλαστικά μπουκαλάκια και άλλα αξεσουάρ των διακοπών τους από τα παράθυρα του έτερου ημίσεως. Έως την επόμενη φορά, που θα κουβαλήσουν τα διαβρωμένα από τη νεοελληνική υποκουλτούρα σαρκία τους μέχρι την πλησιέστερη εξοχική ταβέρνα…

Ένωση Ελληνικών Ποδοσφαιρικών Δημοκρατιών



Η Ελλάδα εξελίσσεται σε μια χώρα η οποία, όσο παρακμάζει, τόσο βυθίζεται σ’ έναν ιδιότυπο ολοκληρωτισμό. Απ’ τη μια, οι προκάτ όπως αποδείχθηκε επιδόσεις μέχρι και το 2004 των Ελλήνων ημίθεων του αθλητισμού, που πλέον θυμίζουν Ανατολική Γερμανία της δεκαετίας του ’70, με ολίγη από νεοελληνική υποκουλτούρα. Απ’ την άλλη, ο διαρκής, όλο το καλοκαίρι, βομβαρδισμός των νεοελλήνων από τα δελτία ειδήσεων των ΜΜΕ με «προκλητικές δηλώσεις» «αδιάλλακτων», εχθρικών γειτόνων, προκειμένου να ξεχνάνε την απάνθρωπη καθημερινότητα στην οποία ζουν. Σε μικρογραφία, η σύγχρονη Ελλάδα μου θυμίζει λιγάκι ΕΣΣΔ της δεκαετίας του ’50. Βέβαια, δεν υπάρχει πλέον μόνο μια γραμμή - αυτή του Κόμματος - όπως τότε, αλλά πολλές: της μικρής περιοχής, της μεγάλης περιοχής, του φάουλ και πολλές άλλες, στις οποίες χάθηκαν και χάνονται καθημερινά το βλέμμα και οι σκέψεις του νεοέλληνα. Η καθημερινή, στενά κομματική προπαγάνδα έχει αντικατασταθεί από μπάλα, πολλή μπάλα. Διότι υπάρχει ένας ακόμη προτιμότερος από τον κομματικό πιστό τύπος ανθρώπου: αυτός που όχι απλώς σκέφτεται όπως επιθυμεί το Κόμμα, αλλά που πλέον δεν σκέφτεται καθόλου. Αυτός που οι σκέψεις του μπλέχτηκαν στις γραμμές της μικρής και της μεγάλης περιοχής, στα δίχτυα του τέρματος και του καλαθιού κι άντε να τις ξεμπερδέψεις. Αντί για ουρές στους φούρνους πλέον υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών. Ουρές δε βρίσκει κανείς παρά μόνο στα ξενυχτάδικα και τα κάθε είδους διασκεδαστήρια, ταϊστήρια και αποχαυνωτήρια: στις ταβέρνες και τα κομμωτήρια, στα σουβλατζίδικα και τα εκδοτήρια εισιτηρίων για τη Μαντόνα. Διότι υπάρχει ένας ακόμη αποτελεσματικότερος τρόπος χειραγώγησης από το να στερείς τους ανθρώπους από υλικά αγαθά: να τους μπουκώνεις μέχρι που να κάνουν εμετό και να τους αφήνεις να περάσουν το υπόλοιπο του βίου τους εγκλωβισμένοι στους εμετούς τους. Αντί για αφίσες με κοκκινομάγουλους μουστακαλήδες και γεροδεμένες χωρικές να κραδαίνουν δρεπάνια, βλέπουμε, στους επαρχιακούς μας δρόμους, αφίσες με διαρκώς νεότερους ελαφρολαϊκούς αοιδούς. Διότι ΚΑΙ η τιμημένη αγροτιά έχει δικαίωμα στην παρακμή. Αντί για γκούλαγκ πλέον οι άνθρωποι έχτισαν ο καθένας τη δική του μεζονέτα καταναγκαστικής τηλεθέασης ή κλείστηκαν οικειοθελώς στο δικό τους διαμέρισμα-γκούλαγκ προκειμένου να παρακολουθούν πειθήνια, ακούραστα τηλεόραση και να ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το life-style που αυτή προβάλλει. Αν ζούσε ο Στάλιν νομίζω ότι θα τρόμαζε...