«Άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή» λένε τη μια μέρα οι ειδήσεις. «Όχι των εμπόρων στο άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή», λένε την αμέσως επόμενη. Ζούμε στην επικράτεια των «ναι» και «όχι», όμηροι μιας κυβέρνησης και δυο «κομμάτων εξουσίας» που πλέον λειτουργούν σπασμωδικά, υπό το κράτος ενός αυξανόμενου πανικού, καθώς βλέπουν να πλησιάζει η ημερομηνία των αναπόφευκτων γι’ αυτά εκλογών. Εκλογών, που για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας θα ’ναι πραγματικά ανοιχτές, πραγματικά ενδιαφέρουσες. Πολύς κόσμος φαίνεται, παρόλη τη συστηματική τρομοκράτηση από αμέτρητα ΜΜΕ και κομματικά επιτελεία, να έχει «ξυπνήσει». Δείχνει να αντιλαμβάνεται, μέσα στην παραζάλη του, ότι τα όποια παιχνίδια παίζονται δεν αφορούν τον Έλληνα πολίτη και τη σωτηρία του από την εξαθλίωση στην οποία έχει βυθιστεί αλλά τα κόμματα και τη δική τους σωτηρία από τη δημοσκοπική κατρακύλα. Ακόμα και τώρα. Ακόμα και στην τελευταία πράξη αυτού του απίστευτου δράματος.
Πολιτικοί, μεγαλόσχημοι τηλεδημοσιογράφοι και άλλοι καλοθελητές προσπαθούν να μετατοπίσουν το παιχνίδι, το δίλημμα, στο δίπολο «κακοί ξένοι» ή «καλοί Έλληνες», «κακό Μνημόνιο» ή «εθνική ανεξαρτησία». Αλλά όλο και περισσότερος κόσμος αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η Τρόικα ή το Μνημόνιο. Ότι αυτά αποτελούν απλώς την κορυφή ενός παγόβουνου, ενός παγόβουνου καλά κρυμμένου για πολλά χρόνια, πάνω στο οποίο όλοι καθόμασταν αλλά δεν τολμούσαμε να κοιτάξουμε κάτω μας για να το δούμε. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ οι εξωτερικοί μας «εχθροί», αλλά το πώς φτάσαμε μέχρι αυτό το σημείο, πώς για σχεδόν σαράντα χρόνια η Ελλάδα αφέθηκε να ρημάξει, ανυπεράσπιστη, στο έλεος ανίκανων, άτολμων, ξεπερασμένων από τις παγκόσμιες συγκυρίες πολιτικών, αχόρταγων συνδικαλιστών, κάθε είδους μειοψηφιών που πλούτιζαν, προόδευαν, πλήθαιναν, σε βάρος της ίδιας της χώρας.
Η Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε, μεταπολιτευτικά, εθνικά ανεξάρτητη. Γι’ αυτό και το δίλημμα Μνημόνιο ή εθνική ανεξαρτησία είναι κάλπικο. Η Ελλάδα ήταν πάντα δέσμια κάποιων ανθρώπων που δεν ήθελαν να τη δουν να εξελίσσεται, που βολεύονταν όλο και βαθύτερα στη μιζέρια, την αναξιοκρατία, τη μετριοκρατία. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν Έλληνες, έτσι έλεγαν τουλάχιστον οι ταυτότητές τους. Έτσι πολιτεύονταν κάποιοι εξ αυτών, ποντάροντας στο πολύ εύστοχο, πολύ επιτυχημένο, μέχρι και σήμερα, διαφημιστικό σλόγκαν του «πατριωτισμού». Αλλά ουδέποτε νοιάστηκαν για κάτι περισσότερο από την τσέπη τους ή τη ματαιοδοξία τους. Ποτέ δεν μπόρεσαν, δεν θέλησαν να δουν παραέξω, πέρα από το σιδηρούν παραπέτασμα πίσω από το οποίο σκούριαζε όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα. Ένα σιδηρούν παραπέτασμα που τη χώριζε από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πράγματα αυτονόητα αλλού, στην Ελλάδα παρέμεναν ταμπού. Τα πανεπιστήμια έπρεπε να παραμένουν φυτώρια κομματικών στελεχών, κράτος και εκκλησία έπρεπε να πορεύονται αγκαζέ, κόμματα και πολιτικοί έπρεπε να ζουν παρασιτικά σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι ήξεραν, έτσι έκαναν, έτσι νόμιζαν, ζαλισμένοι από το μεθυστικό άρωμα της παρακμής, ότι θα μπορούσε να γίνεται επ’ αόριστον. Όχι πια.
γράφτηκε για το περιοδικό Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ
3 σχόλια:
Πολύ ωραίο κείμενο.
Αν θες γίνε μέλος στα μπλογκ μου.
Ευχαριστώ.
Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα. Ούτε Μνημόνιο, ούτε τρόικα, ούτε ανθέλληνες του Βερολίνου και των Βρυξελλών: το πρόβλημά μας είναι εντός, είναι πολύ συγκεκριμένο και μπορεί να λυθεί μόνον από εμάς. Οι λύσεις προϋποθέτουν όμως ωριμότητα, πολιτική ευστροφία, ρεαλισμό και ψυχραιμία. Αρετές που δυστυχώς δεν χαρακτηρίζουν το έθνος.
Δημοσίευση σχολίου