Ένα ταξίδι με το τρένο σου προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία να ιδωθείς, να μιλήσεις με ανθρώπους τυχαία ριγμένους στο ίδιο βαγόνι μ’ εσένα και να ανοίξετε, για λιγάκι, ο ένας στον άλλο παράθυρα και πόρτες στις ζωές σας. Δισταχτικά στην αρχή, ευκολότερα όσο κυλά η ώρα.
Στο ένα ταξίδι, αυτό του πηγαιμού, συνταξιδιώτισσα μια νεαρή γυναίκα γύρω στα τριάντα. Η καταγωγή της από κάποιο πανέμορφο νησί, αλλά η ίδια ζούσε στην Αθήνα με το φίλο της. Είχε σπουδάσει κάτι καινοτόμο και εφαρμοσμένο που σε κάποια άλλη χώρα, με βιομηχανικές υποδομές, θα της είχε εξασφαλίσει βέβαιη επαγγελματική αποκατάσταση. Στην Ελλάδα όμως, τη σημερινή Ελλάδα, άνεργη. Σκέφτονταν με το φίλο της να φύγουν για την Ολλανδία, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ο πατέρας, στο νησί, είχε μια οικογενειακή επιχείρηση που τους μήνες του τουρισμού θα έβγαζε αρκετό χρήμα, αλλά δεν ήθελε να γυρίσει εκεί, να φτιάξει την οικογένειά της και τη ζωή της σε ένα μέρος κολλημένο σε έναν άχρονο, στάσιμο χρόνο (όπως ολόκληρη η ελληνική επαρχία), ζώντας από τις πρόσκαιρες υπηρεσίες της τουριστικής περιόδου, μεγαλώνοντας τα παιδιά της ανάμεσα σε ψησταριές, καφέ, συνοικιακά κουτσομπολιά. Γι’ αυτό και ο ξενιτεμός φάνταζε σαν μοναδική λύση απέναντι στον τοίχο που η ίδια και ο σύντροφός της, στα τριάντα τους, συνάντησαν. Τοίχος αδιαπέραστος, αδυσώπητος, χωρίς ανοίγματα που να σου επιτρέπουν να δεις τι μπορεί να κρύβεται πίσω του, παραπέρα.
Στο ένα ταξίδι, αυτό του πηγαιμού, συνταξιδιώτισσα μια νεαρή γυναίκα γύρω στα τριάντα. Η καταγωγή της από κάποιο πανέμορφο νησί, αλλά η ίδια ζούσε στην Αθήνα με το φίλο της. Είχε σπουδάσει κάτι καινοτόμο και εφαρμοσμένο που σε κάποια άλλη χώρα, με βιομηχανικές υποδομές, θα της είχε εξασφαλίσει βέβαιη επαγγελματική αποκατάσταση. Στην Ελλάδα όμως, τη σημερινή Ελλάδα, άνεργη. Σκέφτονταν με το φίλο της να φύγουν για την Ολλανδία, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Ο πατέρας, στο νησί, είχε μια οικογενειακή επιχείρηση που τους μήνες του τουρισμού θα έβγαζε αρκετό χρήμα, αλλά δεν ήθελε να γυρίσει εκεί, να φτιάξει την οικογένειά της και τη ζωή της σε ένα μέρος κολλημένο σε έναν άχρονο, στάσιμο χρόνο (όπως ολόκληρη η ελληνική επαρχία), ζώντας από τις πρόσκαιρες υπηρεσίες της τουριστικής περιόδου, μεγαλώνοντας τα παιδιά της ανάμεσα σε ψησταριές, καφέ, συνοικιακά κουτσομπολιά. Γι’ αυτό και ο ξενιτεμός φάνταζε σαν μοναδική λύση απέναντι στον τοίχο που η ίδια και ο σύντροφός της, στα τριάντα τους, συνάντησαν. Τοίχος αδιαπέραστος, αδυσώπητος, χωρίς ανοίγματα που να σου επιτρέπουν να δεις τι μπορεί να κρύβεται πίσω του, παραπέρα.
Στο άλλο ταξίδι, αυτό της επιστροφής, συνταξιδιώτισσα μια άλλη νεαρή γυναίκα, γύρω στα τριάντα πέντε, καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση. Με μισθό ψαλιδισμένο στα σύνορα της επιβίωσης, της ανέχειας. Είχε γυρίσει διάφορα μέρη της Ελλάδας διδάσκοντας σε λογιών σχολεία και τώρα επέστρεφε στον τόπο της για να περάσει μαζί με τους δικούς της το Πάσχα. Οι συχνές μετακινήσεις από τον έναν τόπο στον άλλον λόγω της δουλειάς της, ο πενιχρός της μισθός, οι μικρές επαρχιακές κοινωνίες που καμιά φορά, αν ξεχωρίζεις, αν ξεφεύγεις από τα μίζερα, προκατασκευασμένα χαρακώματα που σε θέλουν χωμένο σε βάζουν στο μάτι, σε περιθωριοποιούν, δεν της είχαν επιτρέψει να χτίσει μια ζωή όπως μπορεί να την ήθελε. Παρ’ όλα αυτά, παρέδιδε μαθήματα, και εκτός τάξης. Εκεί, στο κουπέ του intercity. Μαθήματα αξιοπρέπειας, ανθρωπιάς. Κουβαλούσε σακούλες γεμάτες πράγματα σε πασχαλινές συσκευασίες για τους δικούς της και, στη ροή του ταξιδιού, οι σακούλες άρχισαν να ανοίγουν, να σκίζονται περιτυλίγματα, να ξετυλίγονται κόκκινες, γιορτινές κορδέλες για να προσφέρει: χειροποίητα κουλουράκια, ψωμί μοσχοβολιστό, σοκολατάκια, τριαντάφυλλα. Σε παιδιά και μεγάλους. Χέρια απλώνονταν, έπαιρναν. Ο μικρός, ταπεινός χώρος του κουπέ ζεστάθηκε από τη διαρροή ανθρωπιάς που άρχισε να τον γεμίζει. Οι καρδιές άρχισαν να λιώνουν. Οι πάγοι να σπάζουν.
Σε μια χώρα που της αρέσει να ασχολείται με Λαζόπουλους, Καμμένους, Τράγκες, με τις διαφημίσεις του Jumbo, αν ξύσεις την σαπισμένη επιφάνεια της παρακμής θα βρεις από κάτω έναν ζωντανό οργανισμό. Με κύτταρα, ανθρώπινες υπάρξεις που κάθε μέρα δίνουν τους δικούς τους αγώνες ενάντια στα κύματα της εξαθλίωσης, αφήνοντας τα ολόδικά τους, ανεξίτηλα χνάρια. Και που σπρώχνουν κι εσένα, που ανυποψίαστος ταξιδεύεις σε ράγες την Ελλάδα να πας παρακάτω μαζί τους. Καλύτερα, ομορφότερα, ανθρωπινότερα. Αφήνοντας το μάτι να γλιστρήσει από το παράθυρο έξω για να χαρεί το πράσινο της άνοιξης που σμίγει με τα χιόνια που λιώνουν στην καρδιά, παραχωρώντας τη θέση τους στα αγριολούλουδα της ελπίδας, που έκαναν να ξεπεταχτούν κάτι τέτοιοι άνθρωποι. Πλούσιοι.
γράφτηκε για το φρι πρες Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ