Ο όρος αυτός πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην κοινωνιολογία από τον Émile Durkheim, έναν από τους ιδρυτές πατέρες της. Ο Durkheim υποστήριζε ότι, για να το πω απλά, είμαστε ευτυχισμένοι όταν οι επιθυμίες μας είναι ανάλογες των μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας για να τις ικανοποιήσουμε. Αν αφεθούν αχαλίνωτες, οι ανθρώπινες επιθυμίες δεν έχουν όρια και αυτό το γεγονός, δεδομένων των περιορισμένων μέσων υλοποίησής τους, μας κάνει δυστυχισμένους. Οι κοινωνίες αντιμετώπιζαν στο παρελθόν αυτό το πρόβλημα των ανεπίτευκτων στόχων περιορίζοντας τις ανθρώπινες επιθυμίες. Δημιουργούσαν δηλαδή ένα ας το πούμε πλαίσιο κανόνων που "επέτρεπαν" στους ανθρώπους να θέσουν μόνο τους στόχους και να έχουν τις επιθυμίες που είχαν ρεαλιστικές πιθανότητες υλοποίησης. Ένα τέτοιο πλαίσιο υπήρξε και η θρησκεία. Ο όρος anomie περιγράφει μια κατάσταση όπου αυτό το πλαίσιο έχει καταρρεύσει, και οι στόχοι υπερβαίνουν πλέον κατά πολύ τα μέσα επίτευξής τους.
Αργότερα, ο αμερικανός κοινωνιολόγος Robert K. Merton χρησιμοποίησε τον όρο στα πλαίσια μιας θεωρίας για την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Ο Merton έκανε μια διάκριση μεταξύ κοινωνικά καθορισμένων στόχων και θεσμικών μέσων επίτευξής τους. Οι κοινωνίες διαφέρουν ως προς την έμφαση που δίνουν είτε στους στόχους είτε στα μέσα. Κοινωνίες όπως οι σημερινές, που δίνουν μεγάλη έμφαση στους στόχους που οφείλουμε να επιτύχουμε αλλά όχι τόσο στα μέσα επίτευξής τους - δημιουργείται έτσι ένα αγεφύρωτο και διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ στόχων και μέσων - ωθούν, σύμφωνα με τη θεωρία του Merton, τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν τα πιο αποδοτικά μέσα επίτευξης αυτών των στόχων, ασχέτως από το αν είναι νόμιμα ή όχι.
Νομίζω ότι ένας πολύ διαδεδομένος στόχος προς επίτευξη που θέτουν οι σημερινές δυτικές κοινωνίες είναι ο πλουτισμός και η απόκτηση οικονομικής δύναμης. Αν έρθουμε στην Ελλάδα, ποιος δε θα' θελε να οδηγεί μια Porsche Cayenne, να έχει το εξοχικό του μπροστά στη θάλασσα στο Πήλιο ή τη Χαλκιδική, το σκάφος του να πηγαίνει στα ανοιχτά και πάει λέγοντας - ή μάλλον αγοράζοντας. Παρατηρούμε, όμως, ότι ενώ πολλοί θα ήθελαν να αποκτήσουν τα παραπάνω και πολλά περισσότερα, πολύ λίγοι διαθέτουν τα μέσα για να τα αποκτήσουν. Ίσως αυτό το χάσμα, όπως το περιέγραψα προηγουμένως, εξηγεί γιατί γίνεται τέτοιος σκοτωμός στο Super Deal και γιατί κάνει τέτοιες τηλεθεάσεις. Όπως ίσως φωτίζει και τους λόγους για τους οποίους τόσος κόσμος παίζει τζόκερ, λόττο, προπό αλλά και στο χρηματιστήριο. Πιστεύω ότι μετά το θάνατο του Θεού όπως είπε και ο Nietzsche - χωρίς αυτό να αποτελεί άποψη υπέρ του μακαρίτη - και τη μειωμένη επιρροή της θρησκείας σήμερα ως περιοριστικού πλαισίου για τις ανθρώπινες επιθυμίες ζούμε, εδώ και αρκετές δεκαετίες, μια κατάσταση που μπορεί να περιγραφεί με τον όρο anomie. Οι στόχοι και οι επιθυμίες εκτοξεύονται στα ύψη - εφόσον κεντρική θέση στο σημερινό καπιταλιστικό φαντασιακό κατέχει η φαντασιακή σημασία του να "γίνεις κάποιος" με τζιπ, εξοχικό και σκάφος όσο γίνεται πιο γρήγορα και ανέξοδα - αλλά τα νόμιμα, θεσμικά μέσα επίτευξής τους για όσους βρίσκονται στο κυνήγι τους, καθίστανται όλο και πιο πενιχρά.
29 Οκτ 2007
Δώσε κι εμένα μαμά
Διαβάζω στο πολύ ενδιαφέρον blog της γενιάς των 700 ευρώ ότι στη σημερινή Ελλάδα ένας στους τρεις τριαντάρηδες συντηρείται οικονομικά από τους γονείς του αλλά και ότι σχεδόν ένας στους τρεις παντρεμένους συνεχίζει να μένει με τους γονείς. Βρισκόμαστε μπροστά - ανήκουμε - στην πρώτη γενιά Ελλήνων που βγάζουν λιγότερα από τους γονείς τους. Όχι όλοι βέβαια και όχι σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά σε ανησυχητικά μεγάλο ποσοστό, πολλοί 30άρηδες - εφόσον βέβαια εργάζονται και δεν είναι άνεργοι ή ημιαπασχολούμενοι - δύσκολα μπορούν να συναγωνιστούν σε αποδοχές τη σύνταξη των γονιών τους. Γι' αυτό και αναγκάζονται, αντί να βοηθάνε οι ίδιοι τους γέροντες γονείς τους, όπως συνήθως συνέβαινε στο παρελθόν, να δέχονται από αυτούς όποια βοήθεια μπορούν να τους προσφέρουν. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι σημερινοί 20άρηδες, 30ρηδες, 40ρηδες είναι πιο μορφωμένοι, κάποιες φορές πιο καλλιεργημένοι και με περισσότερες δεξιότητες από τους εύπορους γονείς τους. Οι τελευταίοι, αν και υστερούν σε μόρφωση και δεξιότητες σε σχέση με τα παιδιά τους, απολαμβάνουν συντάξεις που οι γιοί και οι κόρες τους ενδεχομένως δε θα δουν ποτέ, σε μια Ελλάδα που παρ'όλα αυτά συνεχίζει να γερνάει, και πληθαίνει κυρίως χάρη στην εισροή μεταναστών. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν τους αξίζουν, στους ταλαιπωρημένους γονείς, συντάξεις που τους επιτρέπουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια όσα χρόνια τους μένουν. ΚΑΙ τις αξίζουν ΚΑΙ καλώς τις παίρνουν. Είναι όμως θλιβερό, να μην μπορούν να ζήσουν με αντίστοιχη αξιοπρέπεια - και στοιχειώδη αυτοεκτίμηση - τα πολλά περισσότερα χρόνια που έχουν μπροστά τους τα παιδιά τους.
28 Οκτ 2007
Μαθητικές παρελάσεις
Οι μαθητικές παρελάσεις καθιερώθηκαν από τον Ιωάννη Μεταξά πριν 71 χρόνια. Την 25η Μαρτίου 1936 μαθητές σχολείων καλούνται να παρελάσουν ενώπιον του βασιλιά και του Μεταξά, και έκτοτε καθιερώνονται από τον τελευταίο. Καμάρωνε ο Μεταξάς τις φάλαγγες της ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), στην οποία είχε υποχρεώσει να συμμετέχουν όλους τους νέους 8-25 ετών, αναγκάζοντάς τους μάλιστα να χαιρετούν χιτλερικά και να δίνουν όρκο ότι θα διαφύλασσαν την πίστη στον Θεό, στον Βασιλέα, στην Πατρίδα, στον διάδοχο, και ένιωθε ρίγη συγκίνησης και ενθουσιασμού να τον διαπερνούν. Καλά όλα αυτά για το 1936 και το γερο-Μεταξά, που ονειρευόταν τον "Γ΄ Ελληνικό Πολιτισμό" του. Σήμερα όμως θυμίζουν περισσότερο παλιά έπιπλα σ' ένα αναπαλαιωμένο νεοκλασικό, του οποίου γενιές και γενιές νέων ενοίκων βαρέθηκαν να πετάξουν κι έτσι παραμένουν στη θέση τους - όσο περνά μάλιστα ο καιρός όλο και λιγότεροι τολμούν να τα αγγίξουν. Κάπως έτσι νομίζω ότι λειτουργούμε στην Ελλάδα, τη μόνη χώρα της Ε.Ε. (απ' όσο γνωρίζω) όπου γίνονται μαθητικές παρελάσεις: δεν πετάμε τίποτα γιατί - που ξέρεις; - κάπου, κάποτε μπορεί και να χρειαστεί.
ΥΓ: Θα πρότεινα σχετικά να διαβάσουν μικροί αλλά και μεγάλοι το Καπλάνι της Βιτρίνας της Άλκης Ζέη: συναρπαστική διήγηση, διαχρονικά μηνύματα, καταγραφή μιας εποχής μοναδική, που επιτρέπει ακόμη και σ' ένα παιδί να ταξιδεύσει με ζωντανό ενδιαφέρον και περιέργεια στην Ελλάδα του Μεταξά. Αξέχαστο.
Δέκα χρόνια χωρίς τον Κορνήλιο Καστοριάδη
Με αφορμή τα δέκα χρόνια από το θάνατό του, στον Κορνήλιο Καστοριάδη είναι αφιερωμένο το φετινό συνέδριο «ΚΑΒΑΦΕΙΑ 2007», που οργανώνει η "Σύγχρονη Δελφική Αμφικτυονία" και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ). Το συνέδριο - αφιέρωμα "Κορνήλιος Καστοριάδης: Ο Στοχαστής της αυτονομίας", θα πραγματοποιηθεί 2 – 4 Νοεμβρίου στο αμφιθέατρο «Λεων. Ζέρβας», του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Βασ. Κωνσταντίνου 48.
Εδώ το πρόγραμμα του συνεδρίου (συμμετέχει και ο γράφων).
Εδώ το πρόγραμμα του συνεδρίου (συμμετέχει και ο γράφων).
1 Οκτ 2007
Το τέλος μιας ιστορίας
Σε πολλές χώρες του κόσμου σημειώνονται επιθέσεις της Ακροδεξιάς απέναντι στα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Το πεδίο της ιστορίας αποτελεί το προνομιακό πεδίο στο οποίο η Ακροδεξιά συγκροτεί το εγχείρημά της. Το πεδίο αυτό δεν αφορά την ιστορία ως ενδιαφέρον για το παρελθόν, αλλά την ταυτότητα, την παράδοση, τις διάχυτες αντιλήψεις για την ιστορία που προκύπτουν από πολλές πηγές, την εκκλησία, τον στρατό, τους εορτασμούς, τα μαζικά μέσα και τον κινηματογράφο, και βεβαίως την εκπαίδευση στις παλαιότερες φάσεις της. Αυτό το εγκατεστημένο παρελθόν υπερασπίζονται όσοι αναρωτιούνται γιατί τα παιδιά μας να μη μαθαίνουν την ίδια Ιστορία που μάθαιναν οι παππούδες μας. Δεν υποψιάζονται ότι πρόκειται για ένα επινοημένο παρελθόν που ανταποκρίνεται, εν πολλοίς, σε παλαιότερες προτεραιότητες της Παιδείας, οι οποίες όμως έχουν αλλάξει εδώ και καιρό, ακολουθώντας τη γενικότερη μεταβολή των αξιών. Η σύγχρονη εκπαίδευση δεν διαπλάθει στρατιώτες, αλλά δημοκρατικούς πολίτες σε ένα πλουραλιστικό κόσμο συνεχών αλλαγών. Το δόλωμα που προσφέρει αυτό το επινοημένο παρελθόν είναι η νοσταλγική αναπόληση των παλιών ένδοξων ημερών, που κουκουλώνει κάτω από το χαλί όσα δεν ταιριάζουν στον εθνικό ναρκισσισμό. Η νοσταλγία περιλαμβάνει ακόμη και το συναίσθημα τού να έχει υπάρξει κανείς θύμα. Αλλά εκείνο το οποίο πολιτικοποιεί τη χρήση του παρελθόντος είναι η αντίληψη της παγκοσμιοποίησης σαν μιας συνωμοσίας που θέλει να καταστρέψει τις εθνικές ιδιομορφίες, να ισοπεδώσει τις εθνικές ταυτότητες και να διαγράψει την ιστορική μνήμη. Εδώ είναι που η Ακροδεξιά συναντά την παραδοσιακή Αριστερά και τη ρυμουλκεί στη συντηρητική στροφή προς μια ευρύτερη πολιτισμική και δυσανεκτική Δεξιά.
Έτσι ξεκινά άρθρο του Α. Λιάκου στo ΒΗΜΑ. Νομίζω ότι η ύπαρξη και μόνον ενός υπουργείου ΕΘΝΙΚΗΣ παιδείας φανερώνει μια αντίληψη περί παιδείας που απαιτεί τη διάπλαση ενός συγκεκριμένου ανθρωπότυπου: αυτός ο άνθρωπος πρέπει να διδαχτεί την ιστορία, τα θρησκευτικά, την αγωγή του πολίτη, διαφορετικά από τον Ούγγρο, τον Ιταλό, το Βέλγο.
Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία πέρυσι το χειμώνα, σκέφτηκα απ' την αρχή ότι είναι λίγο νωρίς γι' αυτή τη χώρα να αποδεχτεί έναν πιο σύγχρονο - με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν (και στην ελληνοχριστιανική εκδοχή του) - τρόπο να δει και να διδάξει την ιστορία του. Όταν ξεκίνησε η αντίδραση στο βιβλίο αλλά και η διαμάχη γύρω από αυτό σκέφτηκα, κάποια στιγμή, βλέποντας ότι προέκυπτε και αξιόλογος αντίλογος στην ελληνοχριστιανική αντίδραση κατά του βιβλίου, ότι ίσως τελικά να είχαν το βιβλίο, και μαζί του μια άλλη σκέψη από την εθνικά καθιερωμένη, μια μικρούτσικη ευκαιρία ν' αντέξουν στην επίθεση από πολιτικούς, δημοσιογράφους με λαϊκό έρεισμα (με κορυφαίο τον σύγχρονο Έλληνα Μαρά, Μάκη Τριανταφυλλόπουλο), καλλιτέχνες (κατά τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο τα ελληνικά βιβλία ιστορίας θα' πρεπε να γράφονται από παραμυθάδες, καθ' ότι ο Έλληνας τον θέλει τον...παραμυθά του) και άλλους ανησυχούντες για το παρελθόν (αλλά όχι και το μέλλον) των παιδιών τους, που δεν τα θέλουν πολίτες του κόσμου αλλά θεοσεβούμενους συγχωριανούς στο συμπαθέστατο κατά τα άλλα χωριό που λέγεται Ελλάδα. Τελικά όμως φάνηκε ότι είναι νωρίς ακόμη για να αμφισβητηθούν κάποια στεγανά σε αυτή τη χώρα όπως βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η απόσυρση του βιβλίου μου προξένησε θλίψη, όχι τόσο για το ίδιο το βιβλίο αλλά γιατί αισθάνομαι ότι όλη αυτή η διαμάχη τελικά μας γύρισε περισσότερα χρόνια πίσω απ' ό,τι πριν. Και διότι ακριβώς εξαιτίας αυτής της οπισθοδρόμησης τα πράγματα θα είναι πολύ δυσκολότερα την επόμενη φορά που κάποιος, κάποιοι, κάποτε θα επιχειρήσουν να θίξουν τα ιερά και τα όσια της νέας κοπέλας που σταυροκοπιέται μέσα στο λεωφορείο έξω απ' την εκκλησία, της κυρίας με το βαμμένο μαλλί στην τάδε ή τη δείνα κλαδική, του συνταξιούχου με το αυθαίρετο εξοχικό, του καθένα μας.
Έτσι ξεκινά άρθρο του Α. Λιάκου στo ΒΗΜΑ. Νομίζω ότι η ύπαρξη και μόνον ενός υπουργείου ΕΘΝΙΚΗΣ παιδείας φανερώνει μια αντίληψη περί παιδείας που απαιτεί τη διάπλαση ενός συγκεκριμένου ανθρωπότυπου: αυτός ο άνθρωπος πρέπει να διδαχτεί την ιστορία, τα θρησκευτικά, την αγωγή του πολίτη, διαφορετικά από τον Ούγγρο, τον Ιταλό, το Βέλγο.
Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία πέρυσι το χειμώνα, σκέφτηκα απ' την αρχή ότι είναι λίγο νωρίς γι' αυτή τη χώρα να αποδεχτεί έναν πιο σύγχρονο - με τα μάτια στραμμένα στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν (και στην ελληνοχριστιανική εκδοχή του) - τρόπο να δει και να διδάξει την ιστορία του. Όταν ξεκίνησε η αντίδραση στο βιβλίο αλλά και η διαμάχη γύρω από αυτό σκέφτηκα, κάποια στιγμή, βλέποντας ότι προέκυπτε και αξιόλογος αντίλογος στην ελληνοχριστιανική αντίδραση κατά του βιβλίου, ότι ίσως τελικά να είχαν το βιβλίο, και μαζί του μια άλλη σκέψη από την εθνικά καθιερωμένη, μια μικρούτσικη ευκαιρία ν' αντέξουν στην επίθεση από πολιτικούς, δημοσιογράφους με λαϊκό έρεισμα (με κορυφαίο τον σύγχρονο Έλληνα Μαρά, Μάκη Τριανταφυλλόπουλο), καλλιτέχνες (κατά τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο τα ελληνικά βιβλία ιστορίας θα' πρεπε να γράφονται από παραμυθάδες, καθ' ότι ο Έλληνας τον θέλει τον...παραμυθά του) και άλλους ανησυχούντες για το παρελθόν (αλλά όχι και το μέλλον) των παιδιών τους, που δεν τα θέλουν πολίτες του κόσμου αλλά θεοσεβούμενους συγχωριανούς στο συμπαθέστατο κατά τα άλλα χωριό που λέγεται Ελλάδα. Τελικά όμως φάνηκε ότι είναι νωρίς ακόμη για να αμφισβητηθούν κάποια στεγανά σε αυτή τη χώρα όπως βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η απόσυρση του βιβλίου μου προξένησε θλίψη, όχι τόσο για το ίδιο το βιβλίο αλλά γιατί αισθάνομαι ότι όλη αυτή η διαμάχη τελικά μας γύρισε περισσότερα χρόνια πίσω απ' ό,τι πριν. Και διότι ακριβώς εξαιτίας αυτής της οπισθοδρόμησης τα πράγματα θα είναι πολύ δυσκολότερα την επόμενη φορά που κάποιος, κάποιοι, κάποτε θα επιχειρήσουν να θίξουν τα ιερά και τα όσια της νέας κοπέλας που σταυροκοπιέται μέσα στο λεωφορείο έξω απ' την εκκλησία, της κυρίας με το βαμμένο μαλλί στην τάδε ή τη δείνα κλαδική, του συνταξιούχου με το αυθαίρετο εξοχικό, του καθένα μας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)