Τελικός κυπέλλου Ελλάδος, μεταξύ ΠΑΟ και ΠΑΟΚ. Λες άντε να δω λιγάκι μια και όλοι θα μιλάνε γι’ αυτό, μη μείνω έξω απ’ τις κουβέντες στο δρόμο ή στο σούπερ μάρκετ. Και κάθεσαι να δεις. Όχι βεβαίως το θέαμα εντός αγωνιστικού χώρου. Άλλωστε η λέξη θέαμα δεν το περιγράφει ακριβώς: στο ελληνικό ποδόσφαιρο οι παίκτες μοιάζουν να κυνηγούν να κλωτσήσουν όχι τη μπάλα, αλλά τον αντίπαλο. Το όλο πράγμα θυμίζει περισσότερο ράγκμπι ή κάποιο άλλο επιθετικό, βίαιο σπορ και όχι ποδόσφαιρο όπως μπορεί να το δεις σε άλλες χώρες. Γι’ αυτό και η καλύτερη εξήγηση, όταν λες ότι δεν παρακολουθείς το ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν είναι να πεις ότι δεν είσαι ποδοσφαιρόφιλος, αλλά ότι μπορεί και να είσαι ή να ήσουν, κάποτε – και γι’ αυτό ακριβώς αρνείσαι να δεις αυτό το έξαλλο ανθρωποκυνηγητό.
Από τη στιγμή που όσα βλέπεις δεν λένε κάτι, η προσοχή πάει στην περιγραφή. Και εκεί κάπου, μένεις με το στόμα ανοιχτό. Από τα όσα ακούς από τους δημοσιογράφους του καναλιού – του ΣΚΑΪ – που βρίσκονταν μπροστά στα μικρόφωνα. Πιθανότατα σε μια φιλόδοξη απόπειρα να μιμηθούν διάσημους συναδέλφους τους του εξωτερικού προσπαθούσαν, αντί απλώς να κάνουν τη δουλειά τους, να περιγράφουν δηλαδή αυτά που έβλεπαν, να πουν, να δώσουν το κάτι παραπάνω. Και να έχουν ένα άνετο, large στυλ στην πορεία. Όπως όταν αναφέρονταν σε κάποιους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού που πειράζονταν στον πάγκο της ομάδας ως «τα νεαρά τσογλάνια» (ούτως ώστε και όσα νεαρά παιδιά πιθανώς παρακολουθούσαν να μυηθούν στις πεζοδρομιακές εκφράσεις της ελληνικής με αυτό τον ωραίο, «επαγγελματικό» τρόπο από ακριβοπληρωμένους επαγγελματίες δημοσιογράφους). Ή όταν τελειώνοντας ο αγώνας, κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών του νικητή που ένας ξένος παίκτης είχε μαζί του και την οκτάχρονη (τόσο φαινόταν) ξανθή κορούλα του, έλεγαν αυτοί που έκαναν την περιγραφή στον συνάδελφό τους που είχε αναλάβει τα ρεπορτάζ από τον αγωνιστικό χώρο, «απέτυχες χαρακτηριστικά να πάρεις συνέντευξη από τη μικρή». Για να απαντήσει αυτός, με ανάλογη άνεση, «θα της πάρω συνέντευξη όταν μεγαλώσει» και να ανταπαντήσουν αυτοί μέσα σε γελάκια «ναι, σιγά μη γυρίσει να κοιτάξει εσένα όταν μεγαλώσει». Κουβέντες επιπέδου, στην καλύτερη περίπτωση, συνοικιακού καφενέ που σερβίρονταν από ένα μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο ως περιγραφή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα από επαγγελματίες.
Το όλο σκηνικό θύμιζε απογευματινά δελτία ειδήσεων. Αυτά τα καθημερινά, στα οποία αντί απλώς – όπως γίνεται παντού στην υφήλιο – να παρουσιάζονται και να μεταδίδονται οι ειδήσεις πρέπει κάθε είδηση, ιδίως αυτές που αφορούν στη δύσκολη, επώδυνη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας, να παρουσιάζεται σε διαλογικό στυλ. Μέσα σε ένα κάδρο ομιλούντων κεφαλών όπου ο καθένας οφείλει να διαφωτίσει το τηλεοπτικό κοινό με την άποψή του «διαφωνώντας» ή συμπληρώνοντας τον άλλο. Πράγμα που έχει ως συνέπεια να ναυαγεί η αρχική ταλαίπωρη είδηση σε μια θάλασσα σχολίων, γνωμών, κουτσομπολιών που δυστυχώς πολλές φορές διαμορφώνει μέσα από την καθημερινή της παρουσία και την άποψη του τηλεθεατή που παρακολουθεί, κατευθύνει τις σκέψεις του, χειραγωγεί.
Προφανώς τόσο οι αθλητικοί συντάκτες του ιδιωτικού καναλιού – και εδώ δεν μπορεί κανείς να μην κάνει την καταθλιπτική σύγκριση, ιδίως σε μεταδόσεις στίβου, με τις ωραίες, αξιοπρεπείς, πραγματικά επαγγελματικές μεταδόσεις των συναδέλφων τους της μακαρίτισσας ΕΡΤ, που μπορούσες να καθίσεις να παρακολουθήσεις με τα παιδιά σου άφοβα – όσο και οι άλλοι των δελτίων ειδήσεων πιστεύουν ότι ένα καλογυαλισμένο κουστούμι και μια γραβάτα τους καθιστούν αυτομάτως επαγγελματίες. Και ότι από εκεί και πέρα δεν χρειάζεται να κάνουν τη δουλειά τους – μετάδοση ενός αθλητικού γεγονότος ή ειδήσεων – αλλά να ξεδιπλώσουν τις ασυμμάζευτες προσωπικότητές τους, να χαρίσουν σε όσους τους παρακολουθούν ένα αξέχαστο θέαμα χτισμένο γύρω τους – πάνω τους. Εν κατακλείδι, το ότι μια χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση ηθικά, αισθητικά, αξιακά, όπως θέλει κανείς το λέει και το διαπραγματεύεται, μπορείς να το δεις ακόμα και σε μια ολιγόλεπτη περιγραφή – τόσο θα αντέξεις – ενός απλού ποδοσφαιρικού αγώνα.
*γράφτηκε για την Parallaxi
Από τη στιγμή που όσα βλέπεις δεν λένε κάτι, η προσοχή πάει στην περιγραφή. Και εκεί κάπου, μένεις με το στόμα ανοιχτό. Από τα όσα ακούς από τους δημοσιογράφους του καναλιού – του ΣΚΑΪ – που βρίσκονταν μπροστά στα μικρόφωνα. Πιθανότατα σε μια φιλόδοξη απόπειρα να μιμηθούν διάσημους συναδέλφους τους του εξωτερικού προσπαθούσαν, αντί απλώς να κάνουν τη δουλειά τους, να περιγράφουν δηλαδή αυτά που έβλεπαν, να πουν, να δώσουν το κάτι παραπάνω. Και να έχουν ένα άνετο, large στυλ στην πορεία. Όπως όταν αναφέρονταν σε κάποιους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού που πειράζονταν στον πάγκο της ομάδας ως «τα νεαρά τσογλάνια» (ούτως ώστε και όσα νεαρά παιδιά πιθανώς παρακολουθούσαν να μυηθούν στις πεζοδρομιακές εκφράσεις της ελληνικής με αυτό τον ωραίο, «επαγγελματικό» τρόπο από ακριβοπληρωμένους επαγγελματίες δημοσιογράφους). Ή όταν τελειώνοντας ο αγώνας, κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών του νικητή που ένας ξένος παίκτης είχε μαζί του και την οκτάχρονη (τόσο φαινόταν) ξανθή κορούλα του, έλεγαν αυτοί που έκαναν την περιγραφή στον συνάδελφό τους που είχε αναλάβει τα ρεπορτάζ από τον αγωνιστικό χώρο, «απέτυχες χαρακτηριστικά να πάρεις συνέντευξη από τη μικρή». Για να απαντήσει αυτός, με ανάλογη άνεση, «θα της πάρω συνέντευξη όταν μεγαλώσει» και να ανταπαντήσουν αυτοί μέσα σε γελάκια «ναι, σιγά μη γυρίσει να κοιτάξει εσένα όταν μεγαλώσει». Κουβέντες επιπέδου, στην καλύτερη περίπτωση, συνοικιακού καφενέ που σερβίρονταν από ένα μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο ως περιγραφή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα από επαγγελματίες.
Το όλο σκηνικό θύμιζε απογευματινά δελτία ειδήσεων. Αυτά τα καθημερινά, στα οποία αντί απλώς – όπως γίνεται παντού στην υφήλιο – να παρουσιάζονται και να μεταδίδονται οι ειδήσεις πρέπει κάθε είδηση, ιδίως αυτές που αφορούν στη δύσκολη, επώδυνη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας, να παρουσιάζεται σε διαλογικό στυλ. Μέσα σε ένα κάδρο ομιλούντων κεφαλών όπου ο καθένας οφείλει να διαφωτίσει το τηλεοπτικό κοινό με την άποψή του «διαφωνώντας» ή συμπληρώνοντας τον άλλο. Πράγμα που έχει ως συνέπεια να ναυαγεί η αρχική ταλαίπωρη είδηση σε μια θάλασσα σχολίων, γνωμών, κουτσομπολιών που δυστυχώς πολλές φορές διαμορφώνει μέσα από την καθημερινή της παρουσία και την άποψη του τηλεθεατή που παρακολουθεί, κατευθύνει τις σκέψεις του, χειραγωγεί.
Προφανώς τόσο οι αθλητικοί συντάκτες του ιδιωτικού καναλιού – και εδώ δεν μπορεί κανείς να μην κάνει την καταθλιπτική σύγκριση, ιδίως σε μεταδόσεις στίβου, με τις ωραίες, αξιοπρεπείς, πραγματικά επαγγελματικές μεταδόσεις των συναδέλφων τους της μακαρίτισσας ΕΡΤ, που μπορούσες να καθίσεις να παρακολουθήσεις με τα παιδιά σου άφοβα – όσο και οι άλλοι των δελτίων ειδήσεων πιστεύουν ότι ένα καλογυαλισμένο κουστούμι και μια γραβάτα τους καθιστούν αυτομάτως επαγγελματίες. Και ότι από εκεί και πέρα δεν χρειάζεται να κάνουν τη δουλειά τους – μετάδοση ενός αθλητικού γεγονότος ή ειδήσεων – αλλά να ξεδιπλώσουν τις ασυμμάζευτες προσωπικότητές τους, να χαρίσουν σε όσους τους παρακολουθούν ένα αξέχαστο θέαμα χτισμένο γύρω τους – πάνω τους. Εν κατακλείδι, το ότι μια χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση ηθικά, αισθητικά, αξιακά, όπως θέλει κανείς το λέει και το διαπραγματεύεται, μπορείς να το δεις ακόμα και σε μια ολιγόλεπτη περιγραφή – τόσο θα αντέξεις – ενός απλού ποδοσφαιρικού αγώνα.
*γράφτηκε για την Parallaxi