«Όποιος δεν είδε το Βόλο να πάει να τον δει, κι αν τον είδε να πάει να τον ξαναδεί. Γιατί η πολιτεία τούτη είναι μια από τις μεγάλες απλοχεριές της ζωής, που αν έρθεις στον κόσμο και ξεχάσεις να τις χαρείς, είναι σαν να ξέχασες γιατί ήρθες.»
«Οεοο, οεοο, οεοο έχουμε δήμαρχο τον Αχιλλέα Μπέο!» « Μπέο, Μπέο, γ..σε τους Μπέο!» Συνθήματα κάτω από την εξέδρα, όπου ξεκινά να μιλά ο νεοεκλεγείς δήμαρχος. Cut.
«Το τραινάκι μας πάει και παίζει χαρούμενα με τα μικρά τοπία του καπνού του, σαν το παιδάκι που φκιάχνει μικρές φούσκες με το καλάμι του. Πρέπει να πας άνοιξη να τον δεις και να ’ρθεις απ’ τη θάλασσα. Να τον ξακρίσεις έτσι απ’ τη μπούκα του Τρικεριού απλωμένον νωχελικά κάτω απ’ τον ήλιο, σαν παρθένα που ξυπνά από γλυκά όνειρα…»
«Αναγκάστηκα να βγω να μιλήσω πέντε-δέκα λεπτά πιο νωρίς, για να διακόψω έναν άνθρωπο χωρίς αξιοπρέπεια που αύριο ούτως ή άλλως η Κουμουνδούρου θα τον έχει στείλει στο σπίτι του.» Ο δήμαρχος αρχίζει την ομιλία του με αναφορά στον προεκλογικό του αντίπαλο. Cut.
«Τώρα που ξαναεπιστρέφω ναυαγισμένος νοσταλγός στην καθάρια του ομορφιά, οι σβησμένες εικόνες πλημμυρούν τη μνήμη μου σαν πεταλούδες. Ξαναζώ την πολιτεία ολάκερη, έτσι όπως την πρωταντίκρυσα στην πρώτη μας γνωριμιά, να κολυμπά στα καταγάλανα νερά και στη χλόη. Με τις μεταξένιες της αμμουδιές και τους παραμυθένιους της κήπους. Με τις μηλιές της, τόσο φορτωμένες, που σε κάνουν να πονάς. Με τις κερασιές που ανάβουν μεσ’ στα περιβόλια σαν κόκκινες φωτιές. Με τ’ αχλάδια, τα πεπόνια, τα ροδάκινα… να χύνουν τη μοσκοβολιά τους στην κούπα του Παγασητικού. Να είναι όλα παντού μια λιτανεία. Τα χρώματα, οι λόφοι, οι νεροσυρμές…»
«Κάθισα πραγματικά και αναρωτήθηκα: αυτός ο πόλεμος που πραγματικά δεν είχε προηγούμενο ποτέ στη μεταπολίτευση τα τελευταία σαράντα χρόνια σ’ έναν άνθρωπο, ένα ολόκληρο σύστημα που πριν τρία χρόνια με οδήγησε στη φυλακή, πάλι σήμερα απέναντί μου τις τελευταίες δέκα μέρες για να στηρίξουνε τι; Το ίδιο το σύστημα να στηρίξει αυτούς που εκπροσωπούν το σύστημα. Κι αναρωτήθηκα: οι άνθρωποι λέει, των δήθεν προοδευτικών δυνάμεων, της δήθεν κουλτούρας, των γραμμάτων, της τέχνης και της πουτ…ας της αρπαχτής» (έξαλλα χειροκροτήματα από το ακροατήριο). Cut.
«Έλα στο Βόλο ταξιδευτή, σκίσε τα νερά, κι έλα στο Βόλο – έλα όποτε να ΄ναι, μόνο έλα. Είναι όμορφη η πολιτεία την άνοιξη – μα την άνοιξη είναι όμορφες όλες οι πολιτείες. Όχι… Έλα λοιπόν φθινόπωρο. Τότε είναι που η πόλη μοσκοβολά πιο δυνατά – σα μελωμένη γυναίκα. Μα είναι και το χειμώνα όμορφη γιατί δεν ξέρει να μην είναι, γιατί και να το θέλει – άλλο από όμορφη – δε μπορεί να είναι.»
«Εμείς ρε παιδιά, για μας, η τέχνη και η μουσική είναι οι άνθρωποι που μας διασκεδάζουνε αλλά ποτέ δεν περάσανε να πάρουνε τον ιδρώτα σας απ’ τα υπουργεία πολιτισμού και δήθεν κουλτούρας. Είναι ο Καρράς ο κουμπάρος μου, είναι πώς λέμε της Πάολας θα γίνει, είναι ο Ρέμος, ο Παντελίδης, ο Οικονομόπουλος, αυτοί που τους πληρώνουμε εμείς και δεν πήραν ποτέ τον ιδρώτα σας.» Cut.
Στο επάνω διάζωμα, ο Βόλος του Μενέλαου Λουντέμη (από το Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους). Στο κάτω, ο Βόλος του Αχιλλέα Μπέου. Και κάπου ανάμεσα, ένα χαμένο στοίχημα.
*γράφτηκε για το thegreekcloud
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου