16 Ιουν 2008

Καλό καλοκαίρι



Κλειστόν λόγω διακοπών; Όχι ακριβώς. Κλειστόν λόγω καλοκαιριού, θα έλεγα. Ομολογώ ότι με τις ζέστες άρχισα να βαριέμαι να ψάχνω τι να πω με καινούργιες αναρτήσεις, και απ' τη στιγμή που κάτι δε μας βγαίνει αβίαστα και δεν το κάνουμε με ευχαρίστηση, αρχίζει να γίνεται καταναγκασμός, οπότε καλύτερα να σταματήσουμε. Ιδίως όταν έχουμε αρχίσει να σκεφτόμαστε παραλίες, εκδρομές, διαδρομές και αποδράσεις. Έτσι λοιπόν, σας αποχαιρετώ προς το παρόν. Εύχομαι καλό καλοκαίρι και καλές διακοπές όσοι και όπου πάτε.

Εδώ μια φωτογραφία από τις περσινές μου διακοπές.

12 Ιουν 2008

Δεν τους θέλουμε



H Ελλάδα τους γυρνά την πλάτη, δεν τους θέλει: τους Καστοριάδηδες, τους Τάκιδες, τους όποιους τέλος πάντων μπορεί να έχουν να της προτείνουν κάτι άλλο. Γιατί; Διότι δεν πολυγουστάρει – δεν πολυγουστάρουμε, βρε αδερφέ, όχου – την πολλή κουλτούρα. Τη θεωρούμε και ανέκαθεν τη θεωρούσαμε ένδειξη δηθενιάς, ψευτιάς και απουσίας αυθεντικότητας. Βέβαια, βγαίνοντας κανείς απ’ τα ελληνικά σύνορα διαπιστώνει ότι αυτή η αυθεντικότητα, πολύ σχετικό πράγμα βρε παιδί μου. Για παράδειγμα, σε πολλούς άλλους ευρωπαϊκούς λαούς και η ευγένεια μια χαρά αυθεντική φαίνεται, όπως και οι εικαστικές τέχνες, η διανόηση και η λογοτεχνία. Πράγματα δηλαδή τα οποία για μας τους Έλληνες προέρχονται από ένα άλλο σύμπαν, του οποίου την ύπαρξη δεν θα είχαμε καν αντιληφθεί αν δεν μας το επέβαλλαν, διά της παρουσίας τους, κάποιοι περιθωριακοί, γραφικοί τύποι που καταπιάνονταν και εξακολουθούν να καταπιάνονται μ’ αυτά τα εξωτικά πράγματα.

Εμείς περάσαμε τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και πάλι καλά να λέμε που υπάρχουμε, σκέφτονται πολλοί συμπατριώτες μας. Που καιρός για τέχνες και γράμματα. Αυτά ας τ’ αφήσουμε γι’ άλλους λαούς, που δεν αναλώνονται, τα τελευταία εκατόν ογδόντα χρόνια στο να διηγούνται τι τράβηξαν από τους τουρκαλάδες ή το πόσο δραματικές ήταν οι τελευταίες ώρες πριν την πτώση της Βασιλεύουσας – της Κωνσταντινούπολης ντε. Μιας πτώσης που σήμανε τη διαδοχή ενός θεοκρατικού, ανελεύθερου πολιτισμού υπηκόων – του Βυζαντίου – από έναν άλλο, ίσως εξίσου ανελεύθερο και θρησκόληπτο πολιτισμό, τον οποίον όμως μας τον επέβαλαν άλλοι, δεν τον επιβάλλαμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας όπως το Βυζάντιο, άρα έχουμε κάθε δικαίωμα να νιώθουμε χρονίως θιγμένοι, κατεστραμμένοι και κολλημένοι στην αφετηρία ενός νέου πολιτιστικού ξεκινήματος που ποτέ δεν έγινε. Και να παραμένουμε έτσι κολλημένοι για σχεδόν δυο αιώνες.

Άμα μας στριμώξουν άγρια μερικοί εξυπνάκηδες, θα τους θυμίσουμε ότι όταν οι «πρόγονοί» μας – ασχέτως του ότι δεν έχουμε και πολλά κοινά μ’ αυτούς πέραν μιας κακοπαθημένης πλέον γλώσσας και της γης που πατάμε – έχτιζαν ακροπόλεις, κάποιοι άλλοι την έβγαζαν με βελανίδια. Αν αυτοί μας απαντήσουν ότι πλέον τα όποια βελανίδια όχι μόνο τα τρώμε κι εμείς αλλά τα πληρώνουμε και πιο ακριβά, διότι μας έρχονται εισαγόμενα, θα αρχίσουμε πάλι τα περί τουρκοκρατίας και της κακοτυχίας που μας έπεσε μαζεμένη για αιώνες.

Αν μας συμβεί κάποιο τυχερό, αν κάποιοι από την τρέλα τους ή από μια χαζή, καλή προαίρεση επιχειρήσουν να κάνουν κάτι ή προσπαθήσουν να δουν πως θα μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα, δεν το πολυθέλουμε διότι χαλάει την πιάτσα, σπάει τη θαλπωρή της παραδοσιακής κακοτυχίας μας, μια θαλπωρή στην οποία τόσο έχουμε συνηθίσει, της μιζέριας που οφείλει να μη μας αφήνει να ορθοποδήσουμε κι εμείς να μην την αφήνουμε να μας αφήσει.

11 Ιουν 2008

Anti-social networks



Πριν λίγες μέρες έλαβα ένα e-mail από έναν παλιό μου συμμαθητή από το δημοτικό σχολείο, που με βρήκε μέσω τoυ blog και ήθελε να με ενημερώσει για μια προσεχή συνάντηση των παλιών συμμαθητών, αλλά και για ένα γκρουπ που έφτιαξαν οι παλιοί μας συμμαθητές στο facebook, προκειμένου να επικοινωνούν μεταξύ τους. Αμέσως μου δημιουργήθηκε η περιέργεια να δω αυτό το γκρουπ στο οποίο, απ’ ό, τι μου έλεγε, θα έβρισκα και φωτογραφίες των παλιών μας συμμαθητών. Βεβαίως, για να μπορέσω να μπω στο facebook και να δω το γκρουπ ήμουν υποχρεωμένος να κάνω κάτι που απέφευγα να κάνω από καιρό: να φτιάξω το δικό μου facebook profile, να δημιουργήσω δηλαδή μια διεύθυνση, ένα πρόχειρο δελτίο ταυτότητας θα έλεγα, όπου στο εξής θα με έβρισκε όποιος με έψαχνε μέσω facebook. Όπερ και έκανα, κοτσάροντας και μια φωτογραφία μου, που μου φάνηκε αν όχι κολακευτική, τουλάχιστον όχι δυσφημιστική. Μπήκα λοιπόν στο facebook, είδα και το γκρουπ που είχαν φτιάξει οι παλιοί συμμαθητές και... όλα μια χαρά. Αμ ελάτε που δεν ήταν όλα μια χαρά. Διότι απ’ ό, τι αντελήφθην εδώ και λίγες ώρες που μπήκα στο facebook, το πράγμα μπορεί, όπως και γενικότερα με το internet, να ξεφύγει κατά πολύ από την αρχική μας πρόθεση. Στο facebook μπορεί πολύ συχνά κάποιος – ας πούμε, ένας παλιός μας συμμαθητής ή συμφοιτητής ή ο οποιοσδήποτε που μπορεί να μας ξέρει ή και να μην μας ξέρει – να μας προτείνει να γίνουμε φίλοι. Μας στέλνει δηλαδή μια πρόσκληση να γίνουμε φίλοι του, την οποία μπορούμε να αποδεχτούμε αν τον θυμηθούμε – αν πρόκειται για παλιό συμμαθητή, συμφοιτητή ή φίλο –, ή αν απλώς θέλουμε να κάνουμε έναν καινούργιο φίλο, σε περίπτωση που πρόκειται για κάποιον που δεν ξέρουμε. Αν την αποδεχτούμε, μπορούμε να μπούμε στο προφίλ του και να δούμε διάφορους άλλους φίλους του, οι οποίοι μπορεί κάτι να μας θυμίζουν ή να νομίζουμε ότι ίσως κάποτε τους ξέραμε. Έτσι, μπορεί να αρχίσουμε να ψάχνουμε ανάμεσά τους για να δούμε ποιους απ’ αυτούς όντως ξέρουμε. Εν συνεχεία, μπαίνοντας στα δικά τους προφίλ ίσως αρχίσουμε να ψάχνουμε ΚΑΙ στους δικούς τους φίλους, για να βρούμε πλέον ποιους ΑΠ’ ΑΥΤΟΥΣ θα μπορούσαμε ίσως να ξέρουμε ή ποιοι απ’ αυτούς θα μπορούσαν να μας ξέρουν και πάει... ψάχνοντας. Κι εν τω μεταξύ, μπορεί και να έχουμε μείνει χωρίς... φίλους, σπαταλώντας τόσες ώρες μονάχοι μας, εμπρός στον υπολογιστή με το ποντίκι στο χέρι.

Οπότε, όσον αφορά στο facebook λέω να παραμείνω πιστός στην αρχική αφορμή εξαιτίας της οποίας μπήκα σ’ αυτό, δηλαδή στο γκρουπ των παλιών μου συμμαθητών, τους οποίους και θα ήθελα να ξαναδώ κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Θα αποδεχόμουν βεβαίως και προτάσεις φιλίας από ανθρώπους που τους ξέρω και κάνουμε παρέα κι εκτός internet, κατά προτίμηση όμως για να τα πούμε από κοντά κι όχι μέσω internet και των πληκτρολογίων μας. Γιατί από κοντά; Διότι καλό το facebook, αλλά έχει τόσους παλιούς και νέους φίλους, που θα μείνουμε χωρίς φίλους!

10 Ιουν 2008

Δείτε τις επιθυμίες σας...



Αγαπητέ Κύριε Ταδόπουλε

Είναι ωραίο να αποκτάς αυτό που επιθυμείς, τη στιγμή που το θέλεις, με ένα μόνο τηλεφώνημα, χωρίς πολλές και χρονοβόρες διαδικασίες.

Επωφεληθείτε σήμερα κιόλας, από το Προσωπικό Δάνειο που σας προσφέρει η τράπεζά μας, με ευνοϊκούς όρους που έχουν διαμορφωθεί ειδικά για εσάς:

- Προνομιακό σταθερό επιτόκιο 8,90%
- Ευελιξία στη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου, από 6 έως 96 μήνες,
- Χαμηλή μηνιαία δόση, από Ευρώ 14,91 ανά 1.000 Ευρώ δανείου και
- Δυνατότητα επιλογής του ποσού χρηματοδοτήσεως, από Ευρώ 1.500 έως Ευρώ 30.000.

Καλέστε τώρα στο 210-και τα ρέστα ή επισκεφτείτε το πλησιέστερο Κατάστημά μας, έχοντας μαζί σας:

- Την επιστολή που κρατάτε στα χέρια σας
- Το Δελτίο της Αστυνομικής Ταυτότητάς σας και
- Το εκκαθαριστικό σας σημείωμα για την τελευταία οικονομική χρήση

και επωφεληθείτε από την προσφορά μας έως και την 31 Ιουλίου 2008.

Με εκτίμηση,

Κ. Δράκουλας
Διευθυντής
Διεύθυνση Προϊόντων Καταναλωτικής Πίστεως

Αυτή την επιστολή - και δεν ήταν η πρώτη - έλαβα σήμερα το πρωί από μια τράπεζα στην οποία έχω ένα μικροποσό. Ας σημειωθεί ότι δεν έχω ούτε είχα ποτέ πιστωτική κάρτα, ούτε και πήρα ή ζήτησα ποτέ μου κάποιο δάνειο από αυτήν ή κάποια άλλη τράπεζα. Στο φάκελο, είχε ζωγραφισμένο κι ένα πουλί που έμοιαζε με παγώνι, δίπλα στο οποίο βρισκόταν η φράση που είδατε στην κορυφή της ανάρτησης.

Αυτό το πράγμα το αποκαλώ επιθετική τοκογλυφία. Κάποιοι άνθρωποι υποτιμούν τη νοημοσύνη μου τόσο, που σκέφτηκαν ότι έχω ανεκπλήρωτες επιθυμίες οι οποίες και μένουν ανεκπλήρωτες, λόγω έλλειψης χρημάτων - επιθυμίες τις οποίες μόνο οι ίδιοι θα μπορούσαν να με βοηθήσουν να ικανοποιήσω, γι’ αυτό και με θυμήθηκαν. Φαντάζομαι ότι γι’αυτούς, επιθυμίες όπως το ν’ ανοίξω ένα συναρπαστικό βιβλίο και να χαθώ μέσα του για μέρες, να ακούσω ένα ωραίο κομμάτι μουσικής, να περιηγηθώ σ’ ένα ενδιαφέρον blog ή να ταξιδέψω σε μια φύση που όμοιά της δεν ξανάδα, δε μετράνε. Δε μετράνε διότι δε μετριούνται - σε χρήματα. Οι ανθρώπινες επιθυμίες για τους ανθρώπους αυτούς οφείλουν να αποδεικνύονται χειροπιαστές και μετρήσιμες σε σκληρό νόμισμα: να μετρώνται με το κιλό, με τα κυβικά ή την ιπποδύναμη, με τα μέτρα ή τα τετραγωνικά, με το στρέμμα ή τα ringtones, με τα megabytes, τις ίντσες και τις ευκολίες πληρωμής τους.

Η μεγαλύτερη επιθυμία μου, θα τους έλεγα, μια και με προσκάλεσαν να δω τις επιθυμίες μου θα ήταν να ζήσω αξιοπρεπώς, σκεπτόμενος, κοντά με τους ανθρώπους που νιώθω κοντά μου. Από ’κει και πέρα, δε θα ’λεγα όχι και σε μια καλοκαιρινή νυχτερινή κουβέντα, απ’ αυτές που απολαμβάνει κανείς τυλιγμένος στην ανίκητη γοητεία μιας γλυκιάς, έναστρης καλοκαιρινής βραδιάς, σ’ ένα ωραίο γεύμα με καλό κρασί και με μια ακόμη καλύτερη, ζεστή παρέα, σε μια ωραία θεατρική παράσταση και σε μια κινηματογραφική ταινία που θα μ’ έπαιρνε μαζί της. Δε θα ’λεγα όχι και σε μια βουτιά σε πολύ κρύα θάλασσα μια πολύ ζεστή καλοκαιρινή μέρα, που θα την ακολουθούσαν φρέσκα ψαράκια και ρετσίνα σ’ ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι, σε μια γλίστρα στο χιόνι σ’ ένα χιονισμένο βουνό μια μέρα που το άσπρο του χιονιού θα ’μοιαζε να μας αγκαλιάζει, ανθρώπους, δέντρα κι ουρανό με μια αγκαλιά απεραντοσύνης, αλλά και σ’ ένα χορταστικό περπάτημα στη φύση.

Χρειάζεται να πάρω δάνειο για να τ’ απολαύσω αυτά; Δε νομίζω.

7 Ιουν 2008

Άλλαξε κάτι;



Ξανακοιτάζω απόψε μια συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη από το Σεπτέμβριο του 1987, δηλαδή πριν 21 χρόνια, στη φίλη του δημοσιογράφο Τέτα Παπαδοπούλου. Στη συνέντευξη αυτή μιλούσε αρκετά για την Ελλάδα και όσα τον ανησυχούσαν, όχι μόνο στην επικαιρότητα αλλά και στη νοοτροπία των νεοελλήνων. Μιλούσε καταρχάς για τον ξεπεσμό της πολιτικής και τη μετατροπή της σε αρένα αντιπαράθεσης μεταξύ εκπροσώπων των δυο μεγάλων κομμάτων, μιας αντιπαράθεσης που ήταν σαν ποδοσφαιρικός αγώνας όπου οι οπαδοί των δυο ομάδων ουρλιάζουν «επάνω τους» ή «ρίχτου κουτουλιά» ή «δώσε πάσα στον τάδε». Και μήπως δε μοιάζει με ποδοσφαιρική αναμέτρηση θα ρωτούσα, με τους οπαδούς των κομμάτων σαν φίλαθλοι να χειροκροτούν, να σφυρίζουν ή να βρίζουν ανάλογα με την εξέλιξη κάθε φορά του αγώνα – του αγώνα στα τηλεπαράθυρα, στα πάνελ, στα «στρογγυλά τραπέζια»;

Όσο για τους πολίτες; Εγκλωβιζόμαστε διαρκώς περισσότερο στην ιδιωτική μας ζωή, δίχως να νοιαζόμαστε για το τι γίνεται παραέξω. Με μια λέξη, έλεγε ο Καστοριάδης ιδιωτικοποιούμαστε: Καθένας φροντίζει απλώς για τα δικά του και όλα τα άλλα ας πάνε στο διάβολο. Και επεσήμαινε ότι αυτή η ιδιωτικοποίηση, η αυξανόμενη αδιαφορία μας για όσα συμβαίνουν πέραν του σαλονιού μας αφήνει τους κυβερνώντες να κάνουν ό, τι θέλουν κι έτσι, ανεξέλεγκτοι πλέον, αναμιγνύονται διαρκώς περισσότερο σε σκάνδαλα, τα οποία συσσωρεύονται. Νομίζω ότι ιδίως όσον αφορά στα σκάνδαλα δε θα μπορούσε να είχε πέσει πιο μέσα ο Καστοριάδης, μια και πλέον ζούμε σε καιρούς όπου όταν αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο, όπως τελευταία με τα «μαύρα ταμεία» της Siemens, νιώθουμε ότι δεν αντιπροσωπεύει παρά μονάχα την κορυφή ενός παγόβουνου σκανδάλων. Μια κορυφή που εντελώς τυχαία αποκαλύφθηκε, ίσως και σκοπίμως προς απόκρυψη άλλων σκανδάλων. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η πολιτική μοιάζει διαρκώς περισσότερο νομίζω με μια σούπα αγνώστου προέλευσης εντός της οποίας δεν ξέρει κανείς τι είδους σκάνδαλα μπορεί να κρύβονται και συνεπώς δεν τολμά να βουτήξει το κουτάλι, από φόβο για το τι θα αντικρύσει.

Δυστυχώς όμως και στις εφημερίδες από τότε – από το 1987 – τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Όταν παίρνω σήμερα μια ελληνική εφημερίδα, έλεγε ο Καστοριάδης, διαβάζω επί οκτώ σελίδες πολιτικά κουτσομπολιά αντί πολιτικού σχολιασμού, επί δεκαέξι σελίδες αθλητικές ειδήσεις και μια σελίδα στο τέλος για το τι συμβαίνει εκτός ελληνικών συνόρων. Υπάρχει έστω μια ημέρα το χρόνο που οι ελληνικές εφημερίδες να αφιερώνουν την πρώτη σελίδα τους σε κάποιο γεγονός που συμβαίνει έξω από την Ελλάδα; Πρόκειται γι’ αυτήν την περίεργη νεοελληνική ομφαλοσκόπηση, όπου ασχολούμαστε με το ποδόσφαιρο μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης αφ’ ενός και με την πολιτική του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού αφ’ ετέρου.


Έλεγε πολλά ακόμη, για την κατάντια της Αθήνας, μιας πόλης που από ωραιότατη μισονεοκλασσική πολιτεία στην οποία ήταν ηδονή να περπατάς στις δώδεκα το μεσημέρι στην οδό Πανεπιστημίου κατάντησε αυτή που ξέρουμε σήμερα, για την οικολογική καταστροφή στην Ελευσίνα, η οποία από τόπος μυστηρίων μεταμορφώθηκε σε σκουπιδότοπο και γενικότερα για τις καταστροφές που προκάλεσαν στις πολιτείες και στη φύση της Ελλάδας όχι οι διάφοροι κατακτητές του παρελθόντος, αλλά οι ίδιοι οι νεοέλληνες τις τελευταίες δεκαετίες . Μιλούσε και για την κληρονομιά του Βυζαντίου στη σύγχρονη Ελλάδα, του Βυζαντίου που για τον ίδιο ήταν μια θεοκρατική αυτοκρατορία όπου οι ανώτατοι αυλικοί φιλούν τα πέδιλα του αυτοκράτορα, δηλαδή ένας πολιτισμός όχι πολιτών αλλά υπηκόων, όχι στοχασμού αλλά σχολιασμού ιερών κειμένων, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού: ένας πολιτισμός που άφησε πίσω του μια παράδοση μεσαιωνισμού με την έννοια της συγχύσεως της Εκκλησίας με το κράτος, με τον ραγιαδισμό των ανθρώπων απέναντι στην όποια εξουσία, με την αυθαιρεσία κάθε εξουσίας απέναντι στον κόσμο, με την ανυπαρξία αυτόνομης σκέψης.


Αναρωτιέμαι αν άλλαξε κάτι από τότε, από το 1987 μέχρι και σήμερα στις κυρίαρχες αξίες μας, στα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά της καθημερινότητας που ζούμε στην Ελλάδα. Στην πολιτική της ζωή, στην αισθητική των πόλεών της, στη νοοτροπία των ανθρώπων, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις σχέσεις εκκλησίας και κράτους. Το μόνο που βλέπω να άλλαξε – προς το καλύτερο – είναι ότι μας προέκυψε το internet και τελευταία τα blogs. Και μας προέκυψε επίσης η δυνατότητα αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας, ανταλλαγής ιδεών και αντιλήψεων, πράγμα αν μη τι άλλο γοητευτικό. Απ’ την άλλη όμως, έχω κάποιες φορές την εντύπωση ότι ακόμη και στα blogs μεταξύ μας τα λέμε, τα ψάχνουμε και τα συμφωνούμε. Και ότι κατά τα άλλα για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων και των πραγμάτων γύρω μας, δεν αλλάζει και τίποτα απ’ το ότι κάθομαι τώρα και πληκτρολογώ κάποια πράγματα που πέντε-δέκα άλλοι άνθρωποι μπορεί να βρουν ενδιαφέροντα…

6 Ιουν 2008

Σταδιοδρομήστε στην ελληνική τηλεόραση


Nέους επαγγελματικούς ορίζοντες ανοίγουν για τους άνεργους νέους της Ελλάδας τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Καινούργια επαγγέλματα και ειδικότητες δημιουργούνται που υπόσχονται σταθερές αποδοχές, λαμπρή εξέλιξη στην τηλεόραση και, φυσικά, ασυναγώνιστη δημοσιότητα:

1) DJ δελτίου ειδήσεων. Διότι κάθε είδηση έχει πλέον και τη μουσική υπόκρουση που της ταιριάζει. Για θανάτους και κηδείες αγαπημένων ηθοποιών, τραγουδιστών και λαϊκών ειδώλων γενικώς θα προτιμηθούν υποψήφιοι djs με εξειδίκευση στην έντεχνη ελληνική μουσική, ιδίως σε ρεπερτόριο πλούσιο σε μπαλάντες και τραγούδια μνήμης και ευαισθησίας. Για ρεπορτάζ γύρω από την ακρίβεια, τις αυξήσεις τιμών, εγκλήματα και την αύξηση της εγκληματικότητας θα προτιμηθούν djs με σπουδές και προϋπηρεσία σε κινηματογραφική μουσική αγωνίας, έντασης και πάθους. Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις θα επιλέγονται κομμάτια ανάλογα με την περίσταση.

2) Κληρικός για τηλεπαράθυρα. Νομίζατε ότι μια καριέρα στον κλήρο δεν είχε καλές αποδοχές και σας απομόνωνε από τους υπόλοιπους ανθρώπους; Μέγα λάθος! Πλέον, σε κάθε τηλεοπτική παραθυρική συζήτηση που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να παρίσταται τουλάχιστον ένας εκπρόσωπος της εκκλησίας, ασχέτως του τι συζητείται. Γιατί; Διότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες πρέπει να μας ενδιαφέρει ΚΑΙ η άποψη της εκκλησίας επί παντός επιστητού. Αλλιώς, που ζούμε.

3) Ακροδεξιός, πάσης προελεύσεως επίσης για τηλεπαράθυρα. Σιχαίνεστε τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους, τις κάθε λογής μειονότητες, τους όποιους πιθανούς «εχθρούς» της Ελλάδας και κάθε 21η Απριλίου κερνάτε φίλους και συγγενείς; Σταδιοδρομήστε στην ελληνική τηλεόραση ως εκπρόσωπος μιας οποιασδήποτε ακροδεξιάς άποψης. Διότι αν δεν το έχετε ήδη αντιληφθεί όπως και με την προηγούμενη περίπτωση, σε κάθε τηλεοπτική συζήτηση οφείλει να παρίσταται τουλάχιστον ένας άνθρωπος με ακροδεξιές απόψεις. Γιατί; Μα οφείλουμε να πείσουμε τους τηλεθεατές μας ότι πλέον έχουν γίνει τόσοι πολλοί οι ακροδεξιοί στην Ελλάδα, που δε νοείται πάνελ χωρίς εκπρόσωπό τους. Θα ’ναι σαν χωριάτικη σαλάτα χωρίς το αγγούρι (με το μπαρδόν). Μάλιστα, όσο περισσότερους εκπρόσωπους της ακροδεξιάς φιλοξενούμε στα τηλεπαράθυρα, τόσο περισσότερο θα αρχίσουν να αναρωτιούνται οι τηλεθεατές μήπως θα ’πρεπε και οι ίδιοι να υιοθετήσουν κάποιες τέτοιες απόψεις, αφού αυτό επιβάλλουν οι νέες τάσεις της τηλεοπτικής μας μόδας. Θα προτιμηθούν μέλη του ΛΑΟΣ.

4) Γνωστός ποινικολόγος. Είστε άνεργος δικηγόρος; Ξεκινήστε μια καινούργια, πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων ως συμμέτοχος σε πάνελ. Διότι όπως και με τις δυο προηγούμενες περιπτώσεις δε νοείται συζήτηση περί ναρκωτικών, gay γάμων, ακρίβειας, ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, διεθνών εξελίξεων χωρίς την παρουσία κι ενός γνωστού ποινικολόγου. Γιατί; Ποιος ξέρει.

5) Νομάρχης για τηλεπαράθυρα. Καλό θα ήταν σε κάθε πάνελ να μας βρίσκεται κι ένας νομάρχης. Είστε λοιπόν νομάρχης αλλά παρ’ όλα αυτά νιώθετε παραγκωνισμένος, βαριέστε, δεν έχετε τι να κάνετε; Ακολουθείστε το παράδειγμα του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και ελάτε κι εσείς στη μεγάλη παρέα μας. Διότι δε γίνεται δελτίο ειδήσεων χωρίς το νομάρχη του.

4 Ιουν 2008

Μια αγάπη που σκοτώνει



Βλέπω διαρκώς περισσότερο τελευταία στις τηλεοράσεις τον γιο ενός περιβόητου για τις ακροδεξιές του απόψεις πολιτικού να τον πω, «συγγραφέα» να προτιμήσω; Εν πάση περιπτώσει, ο πατέρας δε με ενδιαφέρει τόσο όσο ο γιος, οπότε τον αφήνουμε άτιτλο. Ο γιος αυτός λοιπόν, ο junior θα έλεγαν οι Αμερικανοί, εξελέγη με τον ΛΑΟΣ στην τελευταία Βουλή και δε χάνει ευκαιρία να καταφέρεται σε τηλεοπτικές εκπομπές εναντίον μειονοτήτων κάθε είδους: ομοφυλόφιλων, σκεπτόμενων ανθρώπων (κι αυτοί μια μειονότητα κατάντησαν στην Ελλάδα), μεταναστών και πολλών άλλων. Πάντα διακηρύσσοντας την αγάπη του για την Ελλάδα, την «πατρίδα» και τα ελληνοχριστιανικά του ιδεώδη. Αυτομάτως μοιάζει να υπαινίσσεται ότι όσοι από εμάς τους υπόλοιπους δεν κουνάμε συγκαταβατικά το κεφάλι με κάθε του λέξη ίσως κάπου ή κάπως να μην είμαστε και τόσο άξιοι να λεγόμαστε Έλληνες, όσο ο ίδιος. Αν δηλαδή μας φαίνεται και στο ελάχιστο περίεργο το ότι τα τηλεοπτικά κανάλια σπεύδουν, στα δελτία ειδήσεων να αναφέρουν την εθνικότητα κακοποιών και εγκληματιών και μάλιστα ΜΟΝΟΝ όταν πρόκειται για αλλοδαπούς ενώ τηρούν σιγή ιχθύος σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, κατά τον κύριο αυτόν ίσως να μην είμαστε τόσο Έλληνες. Ή αν, βλέποντας τον ίδιο και άλλους συνήθεις ωρυόμενους, όπως κληρικούς, να δηλώνουν με αλαλαγμούς την απέχθειά τους προς τους ομοφυλόφιλους μας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επιχειρούν να κατευνάσουν, θα έλεγε κανείς, τους προσωπικούς τους δαίμονες, που ξεπροβάλουν από τα μαύρα κι άραχνα σκοτάδια της ψυχής τους, ή ότι επιχειρούν μάταια να βρουν διέξοδο από τα δαιδαλώδη κι ανήλιαγα συμπλέγματά τους, πάλι δε φανήκαμε καλοί Έλληνες. Αν, τέλος, βλέποντάς τον να εμφανίζεται εκ προοιμίου καχύποπτος απέναντι σε κάθε στοιχειωδώς σκεπτόμενο, καλοπροαίρετο ή χαμηλών τόνων άνθρωπο που μπορεί να βρεθεί συνομιλητής του σε κάποιο από τα ουκ ολίγα τηλεοπτικά πάνελ και παράθυρα στα οποία φιλοξενείται, μας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο άνθρωπος αυτός έχει καταντήσει υποχείριο των στερεοτύπων, των προκαταλήψεων και των απολιθωμένων στεγανών με τα οποία ανατράφηκε πολιτικά, τα οποία τον έκαναν να μοιάζει με καρικατούρα και προκαλούν την απορία όποιου τύχει να τον παρακολουθήσει, για μια ακόμη φορά δε θα ’πρεπε να λεγόμαστε Έλληνες. Έλληνες, όπως ΑΥΤΟΣ εννοεί τη λέξη. Δηλαδή ρατσιστές, μισάνθρωποι, μισαλλόδοξοι, ξενόφοβοι και σοβινιστές. Ε λοιπόν κύριε θα του έλεγα, όχι, ΔΕΝ είμαι Έλληνας όπως εσείς εννοείτε τη λέξη. Είμαι απλώς άνθρωπος. Εσείς;

Απόδραση στη φυλακή



Αυτό θα έλεγα, σε πολλά νέα παιδιά που ίσως νομίζουν ότι λίγη κοκαΐνη ή κάνναβη θα τους βοηθήσει να ξεφύγουν από δυσκολίες ή θα τους προσφέρει εναλλακτικές λύσεις στα προβλήματά τους, ότι αντιπροσωπεύουν τα ναρκωτικά: τίποτε περισσότερο από μια απόδραση από τη ζωή. Μια απόδραση προς έναν κόσμο ψευδαισθήσεων, εξάρτησης και απώλειας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στο κατώφλι του οποίου μας ζητείται - όπως σε κάθε φυλακή ή στρατόπεδο συγκέντρωσης - να αφήσουμε την προσωπικότητά μας και να συνεχίσουμε χωρίς αυτή. Πρόκειται για απόδραση προς έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η εμπορική εκμετάλλευση της χρήσης απαγορευμένων ουσιών από ανθρώπους που πλουτίζουν από την παράνομη διακίνησή τους, εκμεταλλευόμενοι τον εθισμό πολλών που έπεσαν στην παγίδα αυτής της δήθεν απόδρασης. Η οποία τελικά μόνο απόδραση δεν ήταν, αλλά εγκλεισμός σε μια φυλακή στην οποία το πρώτο που χάνει κανείς είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, ο εαυτός του και στη συνέχεια πολλά πολλά χρήματα.

Όταν έκανα το στρατιωτικό μου - και μάλιστα στην αεροπορία, όχι κάπου πολύ δύσκολα - διαπίστωσα ότι περίπου επτά στους δέκα φαντάρους έκαναν χρήση τουλάχιστον κάνναβης. Σιγά-σιγά και μέσα από τις παρέες αυτές αντιλήφθηκα ότι αρκετά από αυτά τα παιδιά είχαν φτάσει να θεωρούν ότι η χρήση κάνναβης ήταν ό, τι πιο σημαντικό είχαν κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή τους - ότι ήταν αυτό που τους έκανε ξεχωριστούς. Είχαν αρχίσει δηλαδή να εγκλωβίζονται στην λανθασμένη αντίληψη ότι αυτό για το οποίο θα ξεχώριζαν στη ζωή τους θα ήταν το ότι κατάφεραν να χρησιμοποιούν απαγορευμένες ουσίες, κάτω από τη μύτη κάποιες φορές των αξιωματικών που μας επέβλεπαν, γονέων, κηδεμόνων και φίλων. Σκέφτηκα λοιπόν ότι μια δεύτερη παγίδα στη οποία θα μπορούσε να πέσει κανείς ήταν ακριβώς αυτή: να φτάσει να νομίζει ότι μέσα από τη χρήση απαγορευμένων ουσιών γίνεται ξεχωριστός, αντιστέκεται στον όποιο κομφορμισμό έχει επιβληθεί στους υπόλοιπους ανθρώπους από τις οικογένειές τους, το σχολείο, ίσως το πανεπιστήμιο και τις εργασίες τους και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο κάνει όχι μόνο το κέφι του αλλά και κάτι σημαντικό - ότι η χρήση ναρκωτικών αποτελεί δηλαδή μια πράξη αντίστασης. Αδυνατεί έτσι να συνειδητοποιήσει ο χρήστης ότι η πράξη αυτή αντιπροσωπεύει όχι την αντίσταση σε όσα δεν του αρέσουν στην καθημερινότητα αλλά, αντιθέτως, την ήττα του από αυτά. Δεν αντιλαμβάνεται ότι δημιουργώντας μια δεύτερη, εικονική ζωή χρήσης ναρκωτικών το μόνο που καταφέρνει είναι να πέφτει διαρκώς και ακόμη περισσότερο θύμα της ίδιας της ζωής, την οποία αρχικά απέρριψε. Νομίζει ότι κλείνοντας τα μάτια και βυθιζόμενος στην τεχνητή λίμνη λήθης της κάνναβης ή άλλων ουσιών, έπαψαν να υπάρχουν όσα τον δυσαρεστούσαν, έπαψε να υπάρχει η θάλασσα της ζωής που άφησε πίσω, ενώ όχι μόνο υπάρχουν αλλά, πλέον, αδυνατεί και να τα δει.

2 Ιουν 2008

Οι gay γάμοι και η διπρόσωπη ηθική μας

Αυτές τις μέρες βλέπω στην επικαιρότητα, με αφορμή των πρώτο στην Ελλάδα γάμο ομοφυλόφιλων που ήταν να γίνει στο νησί της Τήλου, μεγάλη αναταραχή γύρω από τους gay γάμους. Aπ’ ό, τι είδα στον σημερινό τύπο, μετά από παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αλλά και διαμαρτυρίες τόσο κατοίκων της Τήλου όσο και οργανώσεων απόδημων Τηλίων, ο δήμαρχος της Τήλου - που θα τελούσε το γάμο - έκανε ή μοιάζει να έκανε πίσω. (Tελικά, ΔΕΝ έκανε πίσω και νωρίς το πρωί της Τρίτης 3 Ιουνίου, τέλεσε τους δυο πρώτους gay γάμους στην Ελλάδα.) Κάθισα λοιπόν και σκέφτηκα, τους λόγους για τους οποίους αντιδρούν ή θα μπορούσαν να αντιδράσουν πολλοί στην ιδέα και μόνον, ενός gay γάμου. Aν τους ρωτούσαμε, αρκετοί νομίζω απ’ αυτούς που δεν μπορούν να αποδεχτούν κάτι τέτοιο θα αναφέρονταν αμέσως ή εμμέσως στο σκανδαλώδες του πράγματος: «δυο άνθρωποι του ίδιου φύλου να παντρεύονται; Που ακούστηκε» ίσως να έλεγαν. Κάποιοι μπορεί και να έφταναν να δηλώσουν τον ηθικό αποτροπιασμό τους απέναντι σε αυτό το θέαμα ή και μόνο στη σκέψη δυο ανδρών ή δυο γυναικών πιασμένων χέρι-χέρι στα σκαλιά του δημαρχείου. Όμως, και θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα μεγάλο όμως, δεν είδα κανέναν να θεωρεί σκανδαλώδες το ότι - για να φέρω ένα, νομίζω, κραυγαλέο παράδειγμα - πριν λίγα χρόνια πάμπλουτος Έλληνας μεγαλοκαναλάρχης παντρεύτηκε μια νέα και όμορφη γυναίκα που ήταν πάνω από 30 χρόνια μικρότερή του, η οποία θα μπορούσε να ήταν κόρη του. Ούτε είδα κανέναν να διαρρηγνύει τα ηθικά ιμάτιά του με πολλούς άλλους παρόμοιους γάμους που βλέπουμε στην Ελλάδα μεταξύ μεγαλοεπιχειρηματιών, μεγαλοδημοσιογράφων και μεγαλολιγούρηδων γενικώς θα έλεγα (αν μου επιτρέπεται η λέξη) και πολύ νεότερών τους γυναικών. Αλλά ούτε και να προβληματίζεται κανείς γύρω από άλλους γάμους που γίνονται λόγω διαφόρων ειδών συμφερόντων - γάμους ανδρών οι οποίοι μπορεί να ενδιαφέρονται περισσότερο για την κινητή και ακίνητη περιουσία της μέλλουσας συζύγου τους παρά για την ίδια -, ή γάμους λόγω της μιας ή της άλλης ανωτέρας βίας, πάντως όχι λόγω αγάπης.

Αν με ρωτήσετε, πολλούς από ΑΥΤΟΥ του είδους τους ετεροφυλοφιλικούς γάμους που προανέφερα θα θεωρούσα σκανδαλώδεις και ηθικά διάτρητους και όχι το γάμο μεταξύ δυο ανθρώπων που αγαπιούνται αλλά τυχαίνει να ανήκουν στο ίδιο φύλο. Με άλλα λόγια, απλώς και μόνον το ότι ανήκουν δυο άνθρωποι σε μια σεξουαλική μειονότητα, δε σημαίνει ότι η πλειονότητα δηλαδή οι ετεροφυλόφιλοι, δικαιούται να τους αρνείται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους, όπως το να παντρευτούν. Το ότι δηλαδή οι ετεροφυλόφιλοι είμαστε περισσότεροι ΔΕΝ μας παρέχει, νομίζω, ούτε τη δύναμη ούτε και το δικαίωμα να αποφασίζουμε για τις ζωές των άλλων και δη των ανθρώπων που τυγχάνουν μέλη μιας οποιασδήποτε μειοψηφίας ή μειονότητας – εν προκειμένω, των ομοφυλόφιλων. Εκτός αν ενστερνιστούμε το παλιό αγγλικό ρητό ότι might makes right, ότι δηλαδή το «δίκιο» του ισχυρότερου και στην περίπτωση αυτή των εν Ελλάδι ετεροφυλόφιλων θα έπρεπε εκ των πραγμάτων να ισχύει, απλώς και μόνον διότι τυχαίνει να υπερέχουν αριθμητικά. Κάτι τέτοιο θα με έβρισκε ριζικά αντίθετο, διότι για μένα η ανήθικη κάποιες φορές ηθική του ισχυρότερου, της πλειοψηφίας και εν προκειμένω των ετεροφυλόφιλων, παραμένει ανήθικη όταν κλείνει τα μάτια εμπρός σε γάμους όπως αυτοί που περιέγραψα. Και η υποκρισία μας παραμένει υποκριτική, ασχέτως του ότι είμαστε περισσότεροι.