24 Ιουλ 2011

Ζουν ανάμεσά μας

Αυτές τις μέρες η Ελλάδα πήρε μια μεγάλη ανάσα. Όχι μόνο γιατί φύσηξε ένα αεράκι που έδιωξε τις μεγάλες ζέστες, αλλά και γιατί εξασφαλίστηκαν μερικά ακόμα δισεκατομμύρια ευρώ για να μη χρεοκοπήσουμε (φέτος). Όσα κι αν πάρουμε σαν χώρα όμως, δεν θα μας σώσουν από τον κακό μας εαυτό, τους κατοίκους της χώρας αυτής. Δεν θα μας γλιτώσουν από το μικρόβιο υποκρισίας, πονηριάς, μιζέριας, που κουβαλά ο Έλληνας και το οποίο, σαν μικρόβιο, δεν αντιμετωπίζεται με ενέσεις ρευστού από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να δούμε που βρίσκεται το πρόβλημα, δεν χρειάζεται να ανοίξουμε την τηλεόραση. Ούτε τις εφημερίδες. Ούτε το internet. Αρκεί να κοιτάξουμε γύρω μας. Αρκεί να δούμε τους γείτονες, όπως αυτοί που έχουμε σε ένα μικρό εξοχικό που πηγαίνουμε με τη γυναίκα μου, κάπου στη Χαλκιδική. Ο ένας γείτονας, συνταξιούχος εργολάβος, με υπερπολυτελές αυτοκίνητο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς ένας άνθρωπος αμόρφωτος μπορεί στην Ελλάδα να κάνει τόσα λεφτά που να θεωρείται (τουλάχιστον) παράδειγμα προς μίμηση. Λίγο πιο πέρα η γυναίκα ενός μηχανικού αυτοκινήτων που η ίδια έχει την πολυτέλεια να μην εργάζεται, με τα παιδιά τους. Άραγε ο άντρας της κόβει όλες τις αποδείξεις που οφείλει στους πελάτες του; Κάτι μου λέει, κάτι δείχνει, πως όχι, τραγικά όχι. Παραπέρα, ένας πενηντάρης συνταξιούχος του ΟΤΕ που αγόρασε με το πολύ μεγάλο εφάπαξ που πήρε το εξοχικό, μαζί με τη γυναίκα του, το γιο του και την οικογένειά του. Ο γιος, επίσης υπάλληλος του ΟΤΕ (κάτι συμπτώσεις βρε παιδί μου). Και, λίγο πιο δίπλα, μια εμφανώς ευκατάστατη κυρία, διοικητική υπάλληλος σε επαρχιακό νοσοκομείο, της οποίας η άδεια, άγνωστο πώς, φαίνεται να διαρκεί ολόκληρο το καλοκαίρι. Μια μέρα άκουσα κάποιους απ' αυτούς να συζητάνε για το 'μαζί τα φάγαμε', βρίζοντας τους πολιτικούς και αγανακτώντας. Το πρόβλημα, ότι δεν βρίσκεται κανείς να αγανακτήσει μαζί τους, με τους αγανακτισμένους της διπλανής πόρτας, που μ' αυτή την ηχηρή αγανάκτηση νομίζουν ότι καλύπτουν τα δικά τους ελλείμματα, τις δικές τους 'λαδιές', τη δική τους παρακμιακή ευμάρεια.

Ο Μr Bean και η ελληνική κυβέρνηση

Απόψε το βράδυ φτάνει λέει στην Ουάσινγκτον ο υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος για σειρά επαφών με στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης και του Κογκρέσου προκειμένου να προσελκύσει αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα και να σώσει την ελληνική οικονομία, βοηθώντας τη να ορθοποδήσει. Τώρα, το να στέλνεις τον υπουργό Οικονομικών (εκτός αν αποφάσισε ο ίδιος ότι θα ήθελε ένα ταξιδάκι στις ΗΠΑ για να σπάσει η καλοκαιρινή ραστώνη, οπότε αλλάζει το πράγμα) σε μια τέτοια αποστολή στην Ουάσινγκτον υπό συνθήκες καύσωνα εκεί (είναι και υπέρβαρος ο κακομοίρης και θα υποφέρει κάπως περισσότερο από άλλους) τη στιγμή που οι ΗΠΑ βρίσκονται οι ίδιες στο χείλος της χρεοκοπίας, αντιμετωπίζοντας τεράστιο πρόβλημα με το χρέος τους, για να πείσει τους Αμερικανούς να ξεχάσουν όλα τους τα άλλα προβλήματα και όλες τις άλλες τους προτεραιότητες για να κάνουν εθνοσωτήριες επενδύσεις στην Ελλάδα, ακούγεται λίγο (τι λίγο δηλαδή) ανόητο. Εκτός αν η ελληνική κυβέρνηση θέλησε να κλέψει λίγη από τη δόξα του Mr Βean που προβάλλεται την ίδια ώρα με τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση για να μας κάνει να γελάσουμε λίγο. Και θα ήταν πράγματι αστείο, αν δεν αναρωτιόταν κανείς πόσο θα κοστίσει, αυτές τις δύσκολες ώρες, το συγκεκριμένο ταξιδάκι, αναψυχής όπως φαίνεται, του ταξιδιάρη υπουργού.

15 Ιουλ 2011

Free sunbeds

Συγκλονισμένη λέει η Ζάκυνθος από τον θάνατο Άγγλου τουρίστα από μαχαίρι Έλληνα ταξιτζή, τον οποίο ο Άγγλος σημάδευε με λέιζερ. Όλα αυτά στο Λαγανά, ένα μέρος που πριν πολύ λίγα χρόνια που είχα βρεθεί για διακοπές στη Ζάκυνθο μου είχε φανεί, περνώντας ένα πρωί, σαν ένα μικρό Λας Βέγκας: έρημο τη μέρα που ζωντάνευε τη νύχτα. Η Ζάκυνθος δεν θα έπρεπε να είναι συγκλονισμένη από το θάνατο του παιδιού. Θα έπρεπε να είναι συγκλονισμένη από τον χαμηλού επιπέδου τουρισμό που επιζητά. Θα έπρεπε να είναι προβληματισμένη από τα πολύ χαμηλά στάνταρντς σε τουριστικές ατραξιόν όπως ο περιβόητος Λαγανάς. Και όχι μόνο η Ζάκυνθος. Η Χαλκιδική, στο πρώτο πόδι της οποίας βρισκόμουν μέχρι σήμερα, γεμάτη Σέρβους και Σκοπιανούς στοιβαγμένους σε δεκάδες, εκατοντάδες δωμάτια-κλουβιά σε ψαροχώρια που εν μια νυκτί μετατράπηκαν σε 'εύκολους' τουριστικούς προορισμούς: 'free sunbeds we serve on the beach' λένε οι ταμπέλες στις παραλίες με χοντρά γράμματα. Και προσελκύουν ανάλογου επιπέδου τουρίστες, που δεν 'αφήνουν' ούτε σεντ στα παραλιακά καφεστιατόρια, που κοιτάνε να εκμεταλλευτούν την ωραία θάλασσα μέχρι τελευταίας σταγόνας χωρίς να πληρώσουν το παραμικρό σ' αυτούς τους απελπισμένους χωριάτες που τους παρακαλάνε να γεμίσουν τις ξαπλώστρες τους. Τεράστια πούλμαν στριμώχνονται στα στενά δρομάκια των χωριών που δεν είναι πια χωριά για να μεταφέρουν τους τουρίστες από την πόρτα του ενοικιαζόμενου δωματίου τους στις παραλίες και πίσω. Ο τουρισμός, σαν επιχειρηματική δραστηριότητα, είναι ένα μπούμερανγκ: ό, τι επιπέδου υπηρεσίες προσφέρεις και κέρδη φιλοδοξείς να βγάλεις, τέτοιου και χαμηλότερου επιπέδου τουρίστες θα προσελκύσεις. Αλλά τότε, όταν το συνειδητοποιήσεις, θα 'ναι πια αργά. Όπως είναι πια αργά για τον Λαγανά και την συγκλονισμένη Ζάκυνθο, για τη Χαλκιδική στο πρώτο της πόδι και χίλια δυο άλλα μέρη στην Ελλάδα. Όπως είναι αργά και για τον δεκαεννιάχρονο Ρόμπερτ. Ήρθε στη χώρα που όλα επιτρέπονται, ακόμα και οι φόνοι για ένα λέιζερ. Και θυσιάστηκε στο βωμό του ό, τι να 'ναι τουρισμού.

9 Ιουλ 2011

Η ζωή από το ποδήλατο

Πριν λίγες μέρες 'ξέθαψα' από την αποθήκη ένα ποδήλατο που είχα αγοράσει πριν χρόνια. Του φούσκωσα τα λάστιχα και τα πρωινά, πριν προλάβει να ανέψει ψηλά ο ήλιος, κάνω καμιά βόλτα. Αγόρασα και ένα καθισματάκι για να πηγαίνω βόλτα και την κόρη μου. Κάνοντας κάποιες βόλτες, διαπίστωσα ότι από το ποδήλατο οι οδηγοί των αυτοκινήτων φαίνονται ακόμα πιο ανόητοι. Άνθρωποι που έχουν εθιστεί ακόμα και για κοντινές αποστάσεις να μετακινούνται καθιστοί. Άνθρωποι χωρίς πρόσωπα, μόνο χέρια που κρατάνε τιμόνια, τσιγάρα και κινητά και περιμένουν σε φανάρια. Με κοιλιές οι περισσότεροι, μοιάζουν, ακόμα και οι πιο νέοι, μεγαλύτεροι, έτσι όπως τους βλέπεις καθιστούς, πανομοιότυπους μεταξύ τους, αγέλαστους, ανέκφραστους. Νομίζω αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι άλλαζαν λίγο αυτή την κακή συνήθεια θα άλλαζαν πολύ περισσότερο απ' όσο φαντάζονταν τη ζωή τους. Γιατί η μετακίνηση με το ποδήλατο φέρνει μαζί της μια άλλη ματιά. Σε ξαναβάζει να μιλήσεις με τους γύρω, σε ξαναφέρνει σε επαφή με σένα τον ίδιο. Χωρίς διαχωριστικά ηλεκτρικά τζάμια, απεγκλωβισμένος, απελευθερωμένος από το γυαλιστερό λαμαρινένιο σου καβούκι. Ένα καβούκι - το αυτοκίνητό του - που ο Έλληνας, άνθρωπος βαθιά ανασφαλής, αδυνατεί να αποχωριστεί. Το ποδήλατο σε φέρνει πιο κοντά με τη ζωή, με το παιδί μέσα σου, με τους άλλους. Για να το πω αλλιώς, σε γειώνει. Και αυτή τη γείωση τη χρειαζόμαστε στην εποχή που έρχεται όσο ποτέ πριν.

8 Ιουλ 2011

H παρεξήγηση

Αυτό τον καιρό ψάχνω για δουλειά. Μια και στο παρελθόν είχα εργαστεί ως λογογράφος σε μια εταιρεία πολιτικής επικοινωνίας (αναλάμβανα δηλαδή τη συγγραφή ομιλιών, χαιρετισμών, συνεντεύξεων διαφόρων πολιτικών) και ήταν μια δουλειά που μου είχε φανεί ενδιαφέρουσα, έστειλα το βιογραφικό μου στο πολιτικό γραφείο βουλευτή του ΠΑΣΟΚ στη Θεσσαλονίκη που τυγχάνει και υπουργός της σημερινής κυβέρνησης, προτείνοντάς τους συνεργασία. Μετά από λίγες μέρες μου τηλεφώνησαν και κανονίσαμε να περάσω από εκεί για να μιλήσω με τον, απ' ό, τι φάνηκε, υπεύθυνο του πολιτικού γραφείου. Χάρηκα η αλήθεια, μια και δεν περίμενα μια τόσο άμεση ανταπόκριση σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία. (Αλλά και τόσο ευγενική ανταπόκριση: όταν δεν τον έβρισκα τον υπεύθυνο στο τηλέφωνο, πάντα έμπαινε στον κόπο να με καλέσει αυτός.) Σήμερα το πρωί λοιπόν πήγα. Και βρέθηκα μπροστά σε έναν ηλικιωμένο κύριο, που ήταν όντως ο υπεύθυνος, απ' όσο μπόρεσα να δω, του πολιτικού γραφείου του βουλευτή και υπουργού. Ο ηλικιωμένος αυτός κύριος είχε μπροστά του δυο τεφτέρια. Ένα με τηλέφωνα το οποίο συνεχώς εμπλούτιζε όσο ήμουν εκεί και ένα άλλο, ένα ντοσιέ με βιογραφικά και άλλα διάφορα, όπως εκτυπωμένο το e-mail που τους είχα στείλει με συνημμένο το βιογραφικό. Δεν μιλήσαμε πάνω από δέκα λεπτά, καθώς ήταν απασχολημένος να παίρνει τηλέφωνα ή να σημειώνει άλλα τηλέφωνα που του έδινε ένας νεαρός από ένα γραφειάκι λίγο πιο πέρα. Αλλά στα δέκα αυτά λεπτά κατάλαβα ότι δεν με είχε καλέσει εκεί για συνέντευξη, όπως νόμιζα. Με είχε καλέσει, όπως είπε, 'για να με βοηθήσει'. Θα έδειχνε, μου είπε, το βιογραφικό μου στον υπουργό για να δει αν θα μπορούσαν να με βοηθήσουν να βρω μια δουλειά όπως αυτή που φάνηκε ότι έψαχνα σε μια εταιρεία όπως αυτή στην οποία είχα εργαστεί. Παρότι δυο ή και τρεις φορές προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει ότι δεν είχα πάει εκεί 'για να με βοηθήσει' αλλά για να εργαστώ, με είχε σαφώς παρεξηγήσει. Και με είχε ήδη εντάξει, πριν καν με δει, σε μια κατηγορία ανθρώπων που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε 'ευεργετηθέντες' ή 'δυνάμει ευεργετηθέντες' από τον βουλευτή και υπουργό, που στην κατάλληλη στιγμή θα θυμόντουσαν, ευγνώμονες, πόσο ζεστά τους είχε φερθεί ο ηλικιωμένος κύριος και θα έριχναν το σωστό ψηφοδέλτιο στην κάλπη - η οποία κάλπη, αν κρίνω από τη ζέση με την οποία μάζευε και έκανε τηλέφωνα, δεν πρέπει να αργεί. Φαίνεται τελικά ότι παρά τα όσα ζούμε σαν χώρα και σαν πολιτικό σύστημα, μερικοί μηχανισμοί αυτού του συστήματος δεν θα αλλάξουν ποτέ.

4 Ιουλ 2011

Ναι ρε, ΠΑΟΚ

Πριν πω οτιδήποτε άλλο να διευκρινίσω ότι οι σχέσεις μου με το ποδόσφαιρο από τότε που σταμάτησα να φορώ ο ίδιος κοντά παντελονάκια και να παίζω τερματοφύλακας στη γειτονιά (λόγω τεμπελιάς η πιο ταιριαστή μου θέση) 'πάγωσαν' και δεν ασχολήθηκα ξανά. Ο μοναδικός αγώνας που παρακολούθησα στη ζωή μου, για λόγους κοινωνικής ενσωμάτωσης, ήταν, θυμάμαι, μεταξύ του Παναθηναϊκού και της ουγγρικής Χόνβεντ στο Ολυμπιακό Στάδιο μέσα προς τέλη δεκαετίας του '80. Άσχετος καθώς ήμουν, όταν πετάχτηκα όπως έκαναν κι οι άλλοι για να πανηγυρίσω ένα γκολ, σκάλωσαν τα πόδια μου στο κάθισμα και παραλίγο να αυτοτραυματιστώ σοβαρά! Αποφάσισα λοιπόν (το ήξερα ήδη αλλά ήρθε κι έκατσε το πράγμα) ότι το ποδόσφαιρο δεν ήταν για μένα και προτίμησα άλλα σπορ: βιβλία, ταξίδια, ταινίες.

Τα όσα βγαίνουν στην επιφάνεια αυτή την εποχή για τον χώρο του ποδοσφαίρου νομίζω δεν ήρθαν σαν κεραυνός εν αιθρία. Όλοι, άσχετοι και σχετικοί με τη στρογγυλή θεά, μυρίζονταν ότι δεν ήταν όλα παστρικά στον χώρο. Δεν χρειάζεται παρά να δει κανείς τους ανθρώπους του (ιδίως αυτούς που κινούνται με άξονα το χρήμα, ιδιοκτήτες ομάδων, μεγαλοπαράγοντες): εγκληματικές φυσιογνωμίες, τύποι που θα μπορούσαν να έχουν βγει από κάποιον κινηματογραφικό 'Νονό'. Η παρακμή, η διαφθορά, αναμενόμενη. Σε μια χώρα που έχει πάρει την κατιούσα από άποψης ηθικής, πολιτιστικής, αξιακής, το ποδόσφαιρο βρισκόταν στην πρωτοπορία αυτής της κατηφόρας. Χαμηλού επιπέδου οπαδοί που δύσκολα πια μπορούν να ονομαστούν 'φίλαθλοι' γεμίζουν τα γήπεδα. Νεαροί κυρίως που έχουν αποφασίσει ή αποδεχτεί ότι δεν έχουν άλλες φιλοδοξίες στη ζωή τους πέραν του να αποτελούν μέλος μιας κόκκινης, πράσινης, κίτρινης, μαυρόασπρης αγέλης που θα ζει για την ομάδα και τις νίκες της. Να σημειώσω εδώ ότι ζω πολύ κοντά στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Και κάθε φορά που έχει αγώνα, όσοι ζουν γύρω από το γήπεδο φροντίζουν να έχουν τελειώσει τις δουλειές τους νωρίτερα. Τα λεωφορεία που περνούν από εκεί αλλάζουν δρομολόγια, τα αυτοκίνητα το ίδιο, η ζωή πέριξ του γηπέδου σταματά για όσο διαρκεί ο αγώνας. Κατά τραγική ειρωνεία, το γήπεδο βρίσκεται δίπλα και στο 'Κέντρο Πολιτισμού' του δήμου Θεσσαλονίκης, το οποίο οι οπαδοί φρόντισαν να στολίσουν με συνθήματα, έτσι, για να μην ξεχνιόμαστε. Από αυτά εντύπωση μου κάνει αυτό με το οποίο βάφτισα την ανάρτηση αυτή, το οποίο εκφράζει θα έλεγα μια συνειδητοποίηση. Ναι, ξέρουμε ότι το επίπεδο είναι πολύ χαμηλό, ναι, ξέρουμε ότι δεν παίζεται και κανένα σπουδαίο ποδόσφαιρο, ναι, ξέρουμε ότι σαν οπαδοί θα μπορούσαμε να έχουμε χίλια δυο άλλα ενδιαφέροντα λιγότερο ισοπεδωτικά. Αλλά επιλέγουμε, συνειδητά, την παρακμή. Αυτή η συνειδητή επιλογή νομίζω χαρακτηρίζει όλους όσους εμπλέκονται με το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Ξέρουν που μπαίνουν, ξέρουν πώς έχουν τα πράγματα, ξέρουν τι γίνεται. Οι αποκαλύψεις για τα στημένα παιχνίδια, οι σπαρταριστοί διάλογοι μεταξύ των πρωταγωνιστών του 'σκανδάλου' που θυμίζουν εγκληματίες, η αμηχανία ποδοσφαιριστών και άλλων που ήξεραν αλλά δεν μιλούσαν, ήταν πάντα εκεί.

Θυμάμαι έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης ότι στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε το ποδόσφαιρο σαν πολιτική (με τη σοβαρότητα, τον φανατισμό, την προσήλωση που θα άρμοζαν στην πολιτική) και την πολιτική (δηλαδή το ντέρμπι μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης) σαν ποδόσφαιρο. Πλέον και η πολιτική και το ποδόσφαιρο, σαν ξαδερφάκια, έχουν βρεθεί παρέα στην πρωτοπορία της συνολικότερης παρακμής της χώρας.

2 Ιουλ 2011

Μικροκλίμακα

Στη φωτογραφία βλέπετε μια από τις λεμονιές που έχω φυτέψει στο μπαλκόνι. Είπα ελλείψει άλλων, πιο φαντασμαγορικών φιλοδοξιών αλλά και λόγω του σεμνού και ταπεινού χαρακτήρος μου, να γίνω μικροκαλλιεργητής. Και ξεκίνησα την ελάχιστα υποσχόμενη λόγω απειρίας, μαλθακότητας και εγγενούς τεμπελιάς μικροκαλλιεργητική μου καριέρα με λεμονιές. Με λέω μικροκαλλιεργητή όχι μόνο λόγω του περιορισμένου αριθμού των φυτών που ανέλαβα να φροντίζω (δυο είναι όλα κι όλα, αλλά το 'περιορισμένος αριθμός καλλιεργούμενων φυτών' γράφει καλύτερα), αλλά και λόγω τους μεγέθους τους. Οι λεμονιές μου δεν είναι συνηθισμένες λεμονιές. Είναι λεμονιές νάνοι. Δεν παίρνουν πάνω από ένα με ενάμισι μέτρο ύψος και κάνουν μικρά λεμονάκια που, αν περιμένεις (χμμ...) υπομονετικά, μεγαλώνουν και μπορείς να τα κόψεις για να κάνεις λεμονάδες, γλυκά του κουταλιού, ηδύποτα. Κάθομαι λοιπόν κι εγώ και περιμένω. Παρότι η αναμονή κρατάει ήδη καιρό και τα λεμονάκια παραμένουν πεισματικά στην εφηβεία τους, με όλα τα προβλήματα της εφηβείας, αρνούμενα να μεγαλώσουν (ίσως έχουν 'διαβάσει' τις προθέσεις μου), προτιμώ να περιμένω να δείξουν αυτά τα διαβολάκια το πραγματικό τους μπόι, παρά να βγει η Ελλάδα από την πιστωτική της κρίση. Έχω λοιπόν επικεντρωθεί στις λεμονίτσες. Και απολαμβάνω αυτή την επιστροφή στη μικροκλίμακα. Ανέκαθεν την προτιμούσα από τη μεγαλοκλίμακα πέρα από το μπαλκόνι και τις δικές της αναμονές.

1 Ιουλ 2011

Καλές και κακές ιδέες

Μια λαϊκή συνέλευση σε μια πόλη-κράτος 50.000 κατοίκων είναι μια καλή ιδέα. Αποδείχτηκε τόσο καλή, που πάνω της στηρίχτηκε σύσσωμη η πολιτειακή οργάνωση του δυτικού πολιτισμού τα επόμενα 2.000 χρόνια. Μια λαϊκή συνέλευση σε ένα κράτος 11.000.000 κατοίκων δεν είναι τόσο καλή ιδέα. (Παρότι μπορεί να ηχεί όμορφα, να θυμίζει αχνά περασμένα μεγαλεία, να συντροφεύει ευχάριστα τα καλοκαιρινά βράδια με μια μπύρα κι ένα τσιγαράκι στο χέρι.)


Το να αναθεωρείς το Σύνταγμά σου στο Facebook σε μια χώρα από τις πιο δικτυωμένες της Ευρώπης με πληθυσμό 320.000 είναι μια καλή ιδέα. Το να δημιουργείς μια άοσμη και άχρωμη ιστοσελίδα 'Ανοικτής Διακυβέρνησης' σε μια χώρα καθυστερημένη δικτυακά και με πολλούς περισσότερους κατοίκους δεν είναι τόσο καλή ιδέα. (Παρότι όταν στην παρουσίαζαν οι επικοινωνιολόγοι σου μπορεί να 'έγραφε' ωραία.)

Τελικά, αυτό που μας λείπει δεν είναι οι ιδέες. Είναι οι καλές ιδέες.