31 Δεκ 2012

12+1 ευχές

Δώδεκα συν μια ευχές (ή συμβουλές;) για τη χρονιά που μπαίνει:

     1.       Να χαμογελάτε ακόμα και στους πολλούς κατηφείς,  σκυθρωπούς, μουτρωμένους εκεί έξω. Δεν θα σας ανταποδώσουν το χαμόγελο ούτε καν σήμερα παραμονή του νέου χρόνου αλλά μπορεί, σπίτι τους, να θυμηθούν αυτόν τον άνθρωπο που χαμογελούσε και να ζεσταθεί λιγάκι το μέσα τους. Κι αυτό το λιγάκι είναι όχι
«όλα τα λεφτά» που λέγανε την εποχή του (πολύ) χρήματος. Είναι όλη η καρδιά που χαμογελά στην υποψία, έστω, ανθρωπινότητας που μπορεί να αντέχει στην παγωνιά της κρίσης.

2.       Μη μετράτε τα λεφτά σας, ξοδέψτε και όταν δεν έχετε πια κάτι θα σκεφτείτε, που ίσως και να σας βγάλει από τη δύσκολη θέση στην οποία οι περισσότεροι μόνοι μας χωθήκαμε. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μετράμε τιμές. Και πολύ μεγάλη για να την περάσουμε έτσι.

3.       Αν κάποιος σας στεναχωρήσει στο ίντερνετ, στην ουρά του σούπερ μάρκετ, στο δρόμο, κρατηθείτε.  Θα δείτε ότι, ω τι έκπληξη, αν δε θυμώσετε μπορεί κι αυτός ν’ αλλάξει στάση. Και όλο το σκηνικό αναίτιας σύγκρουσης και ξεσπάσματος που είχε στηθεί να καταρρεύσει και να δώσει τη θέση του σε κάτι αναπάντεχο, που ακόμα δεν έχετε ζήσει.

4.       Αφήστε τα παιδιά να σας παρασύρουν. Τα δικά τους Χριστούγεννα είναι τα ορίτζιναλ, τα δικά μας, των μεγάλων, «μαϊμούδες».

5.       Αν τα πράγματα με το έμπα της νέας χρονιάς γίνουν ακόμα πιο δύσκολα κάντε κάτι που θα σας δώσει ευχαρίστηση και δεν κοστίζει τίποτα. Όπως μια ζεστή καλοσυνάτη κουβέντα ή χειρονομία σε έναν άνθρωπο που μπορεί να περιμένει. Ξέρετε εσείς.

6.       Μη βλέπετε ειδήσεις και τηλεόραση.

7.       Όλοι έχουν ανάγκη αυτές τις μέρες μια ευχή, ακόμα και ο γείτονας με τον οποίο δε μιλάτε χρόνια. Απλά ντρέπονται να το πουν ή να το δείξουν. Κάντε το πρώτο βήμα, ποτέ δεν πάει χαμένο.

8.       Μη μπαίνετε στο ίντερνετ αν είναι για να μιλήσετε με ανθρώπους. Προτιμήστε τη ζωντανή επαφή ακόμα κι αν δεν έχετε βρει τους τέλειους. Τέλειοι δεν υπάρχουν.

9.       Με την καινούργια χρονιά δοκιμάστε να κάνετε κάτι που δεν έχετε ξανακάνει ή να αφήσετε να σας τύχει κάτι που δεν σας έχει ξανατύχει. Θα εκπλαγείτε ευχάριστα από τον πλούτο εμπειριών που περιμένει, ιδίως σε μικρές γωνιές της καθημερινής ζωής που τις προσπερνούσατε αδιάφορα.

10.   Να τραγουδάτε πιο συχνά.

11.   Να ακούτε περισσότερο και βαθύτερα. Θα εκπλαγείτε από το πόσοι άνθρωποι θα σας εκτιμήσουν και θα σας αναζητήσουν όταν θα χρειαστεί. Όπως κι εσείς αυτούς.

12.   Να απολαμβάνετε την κάθε δυσκολία που σας έρχεται. Όσο περισσότερο το κάνετε, τόσο πιθανότερο είναι να ακολουθήσει κάτι που πραγματικά θα σας αποζημιώσει.

13.   Καλή χρονιά! Κι αν δεν κάνετε τίποτα από τα παραπάνω, μπορεί να σας συμβεί από μόνο του!

20 Δεκ 2012

Περί "πολιτικής βίας"

Αυτές τις μέρες ακούει κανείς όλο και πιο πολύ, ιδίως μετά την εκρηκτική δημοσκοπική και όχι μόνο άνοδο της Χρυσής Αυγής, τη φράση «πολιτική βία». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φαινόμενα βίας στα οποία εμπλέκονται μέλη πολιτικών κομμάτων ή ομάδων. Και καθιστά επιτακτικό να έρθει, κάποιος, να κρούσει έναν κώδωνα κινδύνου. Καθότι «πολιτική βία» δεν υπάρχει.

Υπάρχει πολιτική. Και υπάρχει βία. Όταν εκλείπει η πρώτη και βασιλεύει η δεύτερη, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον καιρό αυτό της προχωρημένης πλέον κρίσης και του πολιτικοκοινωνικού χάους, μπορούμε να βαφτίσουμε «πολιτική» τη βία που όλο και εξαπλώνεται για να χρυσώσουμε το χάπι, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να σταθεί αυτό το οξύμωρο σχήμα. Η πολιτική αποτελεί μια δραστηριότητα που στηρίζεται και υπάρχει μέσα από το δημόσιο λόγο και διάλογο, την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων γύρω από τα κοινά. Και σηματοδοτεί την αλματώδη εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών από την προπολιτική κατάσταση ζούγκλας, πολέμου όλων εναντίον όλων, στην οποία βρίσκονταν πριν οργανωθούν πολιτικά, σε πόλεις-κράτη, αυτοκρατορίες και αργότερα έθνη-κράτη - σε κοινωνίες, δηλαδή, που να μπορούν να ονομαστούν πολιτισμένες. Εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια, από τις πρώτες πόλεις-κράτη της Μεσοποταμίας και τους πρώτους βασιλιάδες της ανθρώπινης ιστορίας, από τις παλαιότερες, στοιχειώδεις μορφές πολιτικής οργάνωσης με μια κεντρική κρατική εξουσία η οποία διέθετε το μονοπώλιο της νόμιμης άσκησης βίας, κάθε άλλη βία θεωρείται οπισθοδρόμηση σε μια προηγούμενη κατάσταση απάνθρωπης ζούγκλας, όπως περιγράφηκε πιο πριν.

Αυτά όλα, μέχρι την Ελλάδα του 2012 μ.Χ. Όπου διάφοροι έγκριτοι αρθρογράφοι, πολιτικοί αναλυτές, κομματικοί αξιωματούχοι, τηλεδημοσιογράφοι μιλάνε, με στόμφο και όχι χωρίς κάποιο καμάρι για τη νέα τους ανακάλυψη, για την «πολιτική βία» γύρω μας. Αναιρώντας, με μια τόση δα φρασούλα, χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας και πολιτισμού. Αρνούμενοι, στη δίνη καταιγιστικών γεγονότων, σαρωτικών, απειλητικών ανατροπών και της μεγαλειώδους κατάρρευσης ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, να δεχτούν ότι το να παίζουν ξύλο μέλη της Χρυσής Αυγής με «αντιεξουσιαστές» αποτελεί βία, κρετινισμό ή ό, τι άλλο θέλουμε, αλλά με τίποτα «πολιτική βία».

Το ότι το πολιτικό μας σύστημα καταρρέει τόσο άσχημα που αφήνει περιθώρια σε μορφώματα όπως η Χρυσή Αυγή να τρυπώσουν στο ισοπεδωμένο, ερειπωμένο σκηνικό για να υψώσουν το μισαλλόδοξο ανάστημά τους, αλλά και σε άλλα κόμματα να δείξουν το ασχημότερό τους πρόσωπο, δε σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε μια ακόμη μεγαλύτερη ήττα. Ότι πρέπει να σκύψουμε τα κεφάλια και να επιστρέψουμε νικημένοι στη ζούγκλα, βαφτίζοντας τα χαμηλότερά μας ένστικτα, τους τραμπουκισμούς, τις βιαιότητες «πολιτικά», προκειμένου να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα, να τετραγωνίσουμε τον κύκλο. Αν θέλουμε η πολιτική να επιβιώσει – και πρέπει να επιβιώσει – από αυτή την ανελέητη κρίση, καλό θα ήταν να την ξεκολλήσουμε από τη βία, όσο είναι καιρός. Πριν να ναι πολύ αργά.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

17 Δεκ 2012

Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα; Ιλαρότητα

Από το 1949 μέχρι το 1965, στο Παρίσι, ο μεγάλος διανοητής Κορνήλιος Καστοριάδης μαζί με μια ομώνυμη ομάδα εξέδιδαν το περιοδικό Socialisme ou Barbarie, Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα στα ελληνικά. Περιοδικό που είχε μεταξύ άλλων και τη δική του, ιδιαίτερη επιρροή στον περίφημο Μάη του ’68 και τον πρωταγωνιστή του, Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ. Και που, με το πέρασμα των χρόνων, καλύφθηκε από έναν μανδύα μύθου.   

Αυτά τότε. Σήμερα και για την ακρίβεια πριν λίγα χρόνια, τα επικοινωνιακά επιτελεία των ελληνικών πολιτικών κομμάτων ξέθαψαν το περίφημο δίλημμα για προφανείς προεκλογικούς, εντυπωσιοθηρικούς λόγους. Ξεχνώντας ή, το πιθανότερο, αγνοώντας ότι το 1989 ο Κορνήλιος Καστοριάδης ερωτηθείς σχετικά είπε, χαρακτηριστικά, ότι στην Ελλάδα είχε γελοιοποιηθεί και ο σοσιαλισμός και η βαρβαρότητα. Πίστευε ότι η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε μια κατάσταση όπως έλεγε ο ίδιος προπολιτική, καθώς δεν είχε καταφέρει να συγκροτηθεί ως πραγματική πολιτική κοινωνία, όπου να μπορεί κανείς να μιλήσει για πολιτική με την αυστηρή και όχι ευτελή έννοια της λέξης, για πραγματική ανταλλαγή πολιτικών απόψεων ή ιδεών. Και μιλούσε για μια χώρα διαλυμένη από τη θριαμβευτική έλευση του καταναλωτικού καπιταλισμού που, μη βρίσκοντας αναχώματα, αντιστάσεις, κοινωνικές ή άλλες σταθερές να σταματήσουν ή να «χρωματίσουν», έστω, την επέλασή του, σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του, φτάνοντάς τη στην κατάσταση που περίπου τη βρίσκουμε σήμερα. Μια πολιτισμική χωματερή ανθρώπων που αδυνατούν να «γυρίσουν» τα πράγματα που τους μειώνουν ή τους «μικραίνουν» γύρω τους, εγκλωβισμένοι σε ένα θεσμισμένο, αυστηρά νομοθετημένο χάος. Από το οποίο δεν βρίσκονται έξοδοι κινδύνου.
Χθες ένας, σύμφωνα με δηλώσεις του, σοσιαλιστής βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ έπεσε θύμα επίθεσης από την ακροδεξιά οργάνωση Χρυσή Αυγή. Και, αντί να αντιδράσει φωνάζοντας «βοήθεια», φώναζε «Στρατούλης, με χτυπάει η Χρυσή Αυγή». Αυτή η αναπόδραστα ιλαροτραγική σκηνή αποτυπώνει καλύτερα από όποιες άλλες διαπιστώσεις τη γελοιοποίηση που έχει υποστεί μέσα από πρόσωπα, νοοτροπίες, πολιτικά ή μάλλον παραπολιτικά ήθη και έθιμα, το δίπολο σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα  - αν θεωρήσουμε τον ένα εκπρόσωπο του σοσιαλισμού και τους άλλους της βαρβαρότητας - στη χώρα που γέννησε τον ίδιο τον Καστοριάδη (γεννηθείς στην Κωνσταντινούπολη αλλά μεγαλωμένος στην Αθήνα). Ίσως επειδή, στη σημερινή Ελλάδα, ποτέ δεν τέθηκε τέτοιο δίλημμα. Ο αγώνας ήταν κερδισμένος από τον πρώτο γύρο από τη βαρβαρότητα, στις διάφορες εκφάνσεις της. Όπως μια από τις πιο προσφιλείς τελευταία: την ιλαρότητα.  

16 Δεκ 2012

Ήσυχος, χωρίς φίλους

Ανείπωτη τραγωδία στη χώρα της ελπίδας. Είκοσι παιδιά ηλικίας πέντε με δέκα ετών και επτά ενήλικοι νεκροί, σε δημοτικό σχολείο του Κονέκτικατ, σε ένα ακόμα αλλόκοτο, ασύλληπτο σε τραγικότητα συμβάν μαζικού αφανισμού νέων ψυχών. Δράστης, ένας 20χρονος. Ήσυχος, όπως τον περιγράφουν, αλλά χωρίς φίλους. Περιγραφή οικεία. Κάθε γειτονιά έχει έναν «ήσυχο, χωρίς φίλους» νεαρό. Μπορεί να τον δείτε καθισμένο σε ένα πεζούλι να παρατηρεί τον κόσμο που περνά, ή να περπατά σιγομιλώντας στον εαυτό του σε κάποιο δρομάκι. Εν ολίγοις, ήσυχοι χωρίς φίλους χιλιάδες, γύρω μας. Εκκωφαντική η σιγή στην κοινωνία μας από τις φωνές τους που λάμπουν δια της απουσίας τους, από τις σκέψεις τους, που κουτουλάνε η μια στην άλλη μπερδεμένες, συγχυσμένες. Τι άραγε κάνει την τεράστια διαφορά στη χώρα του μέλλοντος;

Μιλάμε για μια χώρα μοναδική στα παγκόσμια χρονικά. Γεννήθηκε κυριολεκτικά από το μηδέν, εφηύρε τον εαυτό της. Μια χώρα χωρίς παρελθόν, που ίσως γι’ αυτό, για να αντιπαρέλθει αυτό της το κενό, καλλιέργησε μια σχέση πάθους, φανατισμού, λατρείας, με το παρόν της. Και, βεβαίως, με το μέλλον, το οποίο πάντα κοιτούσε κατάματα, θαρραλέα, ανυπόμονα. Στη χώρα αυτή, εκατομμύρια άνθρωποι οπλοφορούν. Η οπλοφορία αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές, πιο εγγενείς, πιο προσδιοριστικές παραδόσεις της. Άλλωστε η ίδια οικοδομήθηκε πάνω στην ωμή, ανηλεή δύναμη των όπλων, στα άγρια χρόνια της «κατάκτησης της Δύσης», που όλοι έχουμε παρακολουθήσει γοητευμένοι στα γουέστερν. Αιμοδιψείς, απολίτιστοι Ινδιάνοι αφανίζονταν, σαν πλησίαζε η ώρα του happyend, από τους δυνατότερους, αλλά και πολιτισμένους λευκούς. Και εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Όταν ο ίδιος σου ο πολιτισμός στηρίζεται στα εξάσφαιρα κάποιων μακρινών πλην τιμημένων προγόνων, όταν έχεις εκπολιτιστεί πάνω τους και μέσω αυτών, έχεις ένα θέμα.

Αλλά δε φτάνει μόνο αυτή η προβληματική, σκοτεινή κοινωνική και ιστορική αφετηρία των ΗΠΑ, για να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Διότι όχι μόνο εκεί αλλά και στην σαφώς γηραιότερη και σοφότερη Ευρώπη έχουν, τα τελευταία χρόνια, παρατηρηθεί παρόμοια περιστατικά μαζικού αφανισμού παιδιών ή εφήβων. Οι αιτίες μπορούν να αναζητηθούν στην ολοένα μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των νέων ανθρώπων και του τι συμβαίνει γύρω τους. Εγκλωβισμένοι σε έναν μικρόκοσμο ηλεκτρονικών συσκευών που μοιάζουν ολοένα περισσότερο με παιχνίδια και τους κρατούν – όπως και πάρα πολλούς μεγαλύτερους – σε μια παρατεταμένη εφηβεία, βυθίζονται σε έναν μηδενιστικό κυνισμό, σαν άμυνα απέναντι σε μια κοινωνία που δεν την ξέρουν και δεν τους ξέρει – ή δε θέλει να τους ξέρει, γι’ αυτό και τους καταδικάζει σε μια ατελείωτη παιδική ηλικία.

Το χέρι που παίρνει έναν νεαρό «ήσυχο, χωρίς φίλους» και τον ρίχνει, πάνοπλο, σε ένα δημοτικό σχολείο για να σκοτώσει όσα περισσότερα παιδιά μπορεί, τα οποία αντιπροσωπεύουν το μέλλον μιας κοινωνίας που μισεί, που δεν τον ξέρει και δεν την ξέρει, εντοπίζεται ακριβώς εκεί: στο χάσμα μεταξύ του ίδιου και μιας αμερικανικής ή όποιας άλλης κοινωνίας τον θέλει έξω από τα πόδια της, ένα αιώνιο παιδί και όχι ενήλικα. Γιατί έξω από τα πόδια της; Επειδή οι σημερινές μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες, όπως πολύ χαρακτηριστικά οι οπλοφορούσες ΗΠΑ, βρίσκονται, απαλλαγμένες από ιδεολογίες ή άλλες ενοχλητικές συνιστώσες της νεοτερικότητας, σε έναν συνεχή, εναγώνιο αγώνα δρόμου για να φτάσουν κάθιδρες αλλά πρώτες στο μέλλον, το όποιο μέλλον περιμένει κάπου μετά, κάπου πιο πέρα, κάπου αλλού. Και, στην πορεία, πάνω στον πανικό τους, πάνω στο ποδοβολητό, εγκαταλείπουν τους ίδιους τους νέους τους – μέχρι οι πιο διαταραγμένοι απ’ αυτούς να τις εκδικηθούν, γι’ αυτόν τον φανατισμένο μαραθώνιο, σκοτώνοντας όσο περισσότερο από το μέλλον τους μπορούν – στο έλεος αμέτρητων gadgets, μιας αποχαλινωμένης τηλεόρασης, κάποιων εξίσου ανώριμων γονιών ή, απλώς, κάπου ήσυχα. Χωρίς φίλους.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

11 Δεκ 2012

Eπίφαση πολιτισμού

 
Kέντρο Πολιτισμού Θεσσαλονίκης. Ένα κλινικά νεκρό κτίριο στην Τούμπα δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ το οποίο εν αντιθέσει σφύζει από ποδοσφαιρική ζωή. Ένα Κέντρο Πολιτισμού που προφανώς έπρεπε να στηθεί εκεί που στήθηκε. Σαν απόδειξη ότι τα χ ή ψ κονδύλια, του χ ή ψ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, πήγαν εκεί που έπρεπε όταν θα έρθει η ώρα της λογοδοσίας.

Όσα χρόνια - και πλέον δεν είναι λίγα - στέκει εκεί σαν μια αμίλητη, υπερτροφική μακέτα, δεν έδωσε σημεία ζωής. Δεν έχει υπάρξει ούτε μια γνωστή, αξιομνημόνευτη εκδήλωση, δραστηριότητα, έκθεση, συναυλία, διοργάνωση που να μαρτυρά, να υπενθυμίζει, να πιστοποιεί έστω και στο ελάχιστο, για τα προσχήματα, την παρουσία του. Απλώς υπάρχει. Και φθείρεται, μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, χρόνο το χρόνο, παρατημένο. Τα βράδια, κάποια γράμματα αρνούνται πλέον να ανάψουν. Τα δεντράκια που φυτεύτηκαν απ' έξω, απ' αυτά τα καθαρά διακοσμητικά που δεν κάνουν σκιά. Απλώς έπρεπε, και αυτά, να μπουν εκεί.

Η υποχρέωση, με άλλα λόγια, βγήκε. Το «έργο» έγινε. Τι άλλο να θελήσει κανείς; Σίγουρα όχι πολιτισμό. Αν μάλιστα αναζητήσει κανείς, ελλείψει πραγματικής, μια έστω διαδικτυακή παρουσία για το Κέντρο Πολιτισμού, ένα site του που να ενημερώνει για όσα μπορεί να γίνονται εκεί που, από κάποια σατανική σύμπτωση, έμειναν όλα αυτά τα χρόνια κρυφά, θα ματαιοπονήσει. Το μόνο που θα βρει, η ηλεκτρονική σελίδα της «Νομαρχίας Θεσσαλονίκης». Με Πρόεδρο του Κέντρου Πολιτισμού τον έκπτωτο Περιφερειάρχη Παναγιώτη Ψωμιάδη.

Ελλάδα, Δεκέμβρης 2012. Και ο πολιτισμός της. Είθε το 2013 να χαρίσει, επιτέλους, ζωή σε αυτό το μνημείο εγκατάλειψης και αδιαφορίας και να γίνει, από υπερμεγέθης μακέτα, πραγματικό κέντρο πολιτισμού.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

4 Δεκ 2012

H μεταρρύθμιση που δεν γίνεται

Δυο χρόνια πριν, ο Γιάννης Μπουτάρης εκλεγόταν δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Στο πρόσωπό του πολλοί είδαν τον θρίαμβο, επιτέλους, σε αυτό τον σκληροτράχηλο τόπο, του καινούργιου, του διαφορετικού, του ελπιδοφόρου απέναντι στις γνωστές δυνάμεις που ευθύνονται για την οπισθοδρόμηση της χώρας εν τω συνόλω της. Η νίκη ήταν νίκη ενάντια στην αλαζονεία του κατεστημένου, μια αλαζονεία που ενσαρκώθηκε αποκαλυπτικά στη δήλωση του αυστηρού, αυταρχικού μητροπολίτη της πόλης ότι όσο ζούσε, δημαρχιακό αξίωμα ο Μπουτάρης δεν θα αποκτούσε.

Η συνέχεια, άκρως διαφωτιστική για όποιον αναρωτιέται τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε. Ή γιατί αποτυγχάνουν εν τη γενέσει τους οι μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη χώρα τόσο σε τοπικό, αυτοδιοικητικό επίπεδο όσο και συνολικότερα. Ερώτημα αν μη τι άλλο επίκαιρο, μια και απ’ αυτό κρίνεται κυριολεκτικά η επιβίωσή της σε αυτή την απίθανα δύσκολη συγκυρία. Όποτε ο νεοεκλεγείς δήμαρχος προσπάθησε να κάνει πράξη τα πιστεύω του για τα οποία εκλέχτηκε, έπεφτε πάνω σε τοίχο: τις παλιές καραβάνες συνδικαλιστές στο δήμο που τον περίμεναν και περιμένουν σε κάθε γωνιά για «συμβολικές καταλήψεις» και τραμπουκισμούς, ακόμα και εντός των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου. Ή το υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης που αγνοώντας τον επιδεικτικά διοργάνωσε τις δικές του αναμνηστικές φιέστες με στολές (και νοοτροπίες) εποχής στην πόλη, με την επέτειο των 100 χρόνων από την απελευθέρωσή της. Ή τον Μίκη Θεοδωράκη, το ΚΚΕ και άλλους λαϊκούς ταγούς που επέμειναν και κέρδισαν, παρά τις αντιρρήσεις του, να χρησιμοποιήσουν την κεντρική πλατεία της πόλης για δικούς τους σκοπούς.

Αντιθέτως, όταν ο νεοεκλεγείς δήμαρχος θέλησε να μιλήσει για τα πιστεύω του και όχι να τα κάνει πράξη, ο τοίχος απεδείχθη μαλακότερος. Ίσως επειδή Καμπουράκης και Οικονομέας στο μεγάλο κανάλι πάντα θα θέλουν κάποιον «γραφικό», κάποιον «διαφορετικό» για να παίξει λεκτικό πινγκ-πονγκ με τους καλεσμένους τους, να κάνει έξω φρενών τον Άδωνη Γεωργιάδη, να ταράξει τα πρωινά, χουζουρλίδικα τηλεοπτικά νερά – χάριν, πάντα, της τηλεθέασης και του να έρθει κόσμος στο τηλετσίρκο. Αλλά και στα δελτία ειδήσεων, πρέπει να σπάσει η μονοτονία με κάτι πραγματικά καινούργιο, ένα θέαμα κάπως πιο προχωρημένο, αλλιώτικο βρε αδερφέ. Εξ ου και τον καλούν για να πει πράγματα που θα κάνουν τις νοικοκυρές και τους νοικοκύρηδες που παρακολουθούν να γουρλώσουν τα μάτια, έχοντας ήδη κατηγοριοποιήσει τον δήμαρχο ως «αυτός ο περίεργος με το σκουλαρίκι» ή έχοντάς τον στριμώξει σε κάποιο ανάλογο κουτάκι προκειμένου να πάνε παρακάτω αμέριμνοι. Ο τηλεοπτικός τοίχος απεδείχθη ανεκτικότερος επειδή όλοι τους ξέρουν ότι στην Ελλάδα τα λόγια χτίζουν ανώγεια και κατώγεια, ότι μπορεί να ακουστούν σε ντοκιμαντέρ, αποκαλυπτικά ρεπορτάζ, δελτία ειδήσεων, τα πιο εξωφρενικά, ανατρεπτικά, πρωτοποριακά πράγματα αλλά δεν θα έχουν την ισχύ να επηρεάσουν στο παραμικρό την περιρρέουσα ελληνική πραγματικότητα. Γιατί αυτή, όπως κάθε πραγματικότητα, αλλάζει με πράξεις. Όχι με λόγια.

Κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο προσπάθησε ο Γιάννης Μπουτάρης. Γι’ αυτό και κανείς δεν μπορεί να του καταλογίσει ότι απέτυχε. Μπορεί όμως να του καταλογιστεί ότι εν αγνοία του παίζει τον ρόλο του «τρελού του χωριού» στα τηλεοπτικά σόου που λέγονται δελτία ειδήσεων ή «ενημερωτικές εκπομπές». Αλλά, αν το καλοσκεφτούμε, ούτε και γι’ αυτό φταίει. Γιατί δεν είναι αυτός «τρελός». Απλώς όλοι οι υπόλοιποι επιμένουν να ζουν σε ένα παρελθόν που περνιέται για παρόν. Και εκεί, ακριβώς, εντοπίζεται το μεγάλο στοίχημα κάθε μεταρρυθμιστικής απόπειρας στη χώρα: στο να αναστραφεί το βέλος του χρόνου. Να συνειδητοποιηθεί, από ένα όσο γίνεται μεγαλύτερο και κρισιμότερο κομμάτι του πληθυσμού, ότι δεν ζουν όλοι οι άλλοι, οι εκτός συνόρων, σε ένα μακρινό, απροσδιόριστο μέλλον. Απλώς οι εντός συνόρων επιλέξαμε να κουρνιάσουμε σε ένα φιλόξενο παρελθόν στο οποίο βρήκαμε μια ζεστή, βολική φωλιά για να αντιμετωπίσουμε τον δύσκολο, αμείλικτο αντίπαλο που λέγεται 21ος αιώνας. Και στο χέρι μας είναι να ανασκουμπωθούμε. Για να καταστήσουμε «γραφικούς» τους πραγματικά γραφικούς. Και όχι όσους ξεγλιστρούν από τη φωλιά. Γιατί αυτό, τουλάχιστον, το πέτυχε ο Μπουτάρης. Να κάνει τη φωλιά κάπως πιο ορατή…

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

3 Δεκ 2012

Για την επανεφεύρεση της συλλογικότητας

Δεκέμβριος 2012. Στα βαθιά της κρίσης: κρίσης οικονομικής, πολιτικής, πολιτιστικής. Αυτό που χρειάζεται στη χώρα αυτή τη στιγμή τουλάχιστον πολιτικά; Η επανεφεύρεση της συλλογικότητας. Η οποία μπορεί και πρέπει να έρθει στο πολιτικό σκηνικό μέσα από καινούργια κόμματα ή κινήσεις πολιτών. Αλλά, δυστυχώς, τα νέα κόμματα αποδεικνύονται (όπως και το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ όταν ξεκίνησαν) κόμματα αρχηγών. Και όχι στελεχών. Η Δημιουργία Ξανά είναι «το κόμμα του Τζήμερου».  Η Δράση, «το κόμμα του Μάνου». Ακόμα και η Φιλελεύθερη Συμμαχία, που ξεκίνησε σαν ένα πολυπρόσωπο κόμμα νέων μάλιστα προσώπων, κατέληξε, με το που στράφηκε στον Γρηγόρη Βαλλιανάτο, «το κόμμα του Βαλλιανάτου».

Αλλά ένα ακόμα αρχηγικό κόμμα ούτε παρόν ούτε και μέλλον έχει στη σημερινή Ελλάδα. Γιατί; Διότι δεν μπορεί να εκπροσωπείται στον δημόσιο λόγο του από έναν και μόνο «πεφωτισμένο» ηγέτη, δεν μπορεί να στηρίζεται  για τη δημόσια παρουσία του σε ένα μόνο πρόσωπο. Ούτε και μπορεί να περιμένει εκλογική επιτυχία με ψηφοδέλτια που θα περιλαμβάνουν άγνωστα, στους ψηφοφόρους του, πρόσωπα. Γιατί όμως τα νέα αυτά κόμματα, που απέτυχαν να εκμεταλλευτούν στις τελευταίες εκλογές την αποσύνθεση των παλιών για να δουν τα ποσοστά τους να ανεβαίνουν και να μπουν στη Βουλή, δεν έχουν στελέχη να τα προβάλουν; Γιατί στηρίζονται σε απελπιστικό βαθμό στο πρόσωπο του αρχηγού που θα μπορούσε να αναφωνήσει θριαμβευτικά, παραφράζοντας τον Λουδοβίκο ΙΔ’ της Γαλλίας, «το κόμμα είμαι εγώ»;  Ίσως διότι τους λείπει ένα ξεκάθαρο, που να μπορεί να περάσει δυνατά και αποτελεσματικά – δηλαδή με απτά αποτελέσματα – στην κοινωνία, ιδεολογικό στίγμα. Αλλά και η πολιτική σκέψη, που λάμπει δια της απουσίας της.
Και, αλήθεια, ποια ιδεολογία έχουν να παρουσιάσουν και να αντιτάξουν στον κυρίαρχο παγκοσμίως κερδοσκοπικό φονταμενταλισμό των αγορών τα νεόκοπα αρχηγικά μας κόμματα; Εν πολλοίς την «ιδεολογία» της μεταρρύθμισης, του εκσυγχρονισμού, των δομικών, ριζικών  αλλαγών που χρειάζεται η Ελλάδα. Πράγματα χιλιοειπωμένα, που ακούει κανείς και από τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ και που οπωσδήποτε δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «ιδεολογία», ούτε να βοηθήσουν να ξεχωρίσεις την ήρα απ’ το στάρι. Αν θέλουμε να επανεφευρεθεί όχι μόνο η συλλογικότητα αλλά και η πολιτική στην Ελλάδα, απαιτείται μια επανεφεύρεση των ιδεολογιών, μετά το άδοξο τέλος τους τον προηγούμενο αιώνα με την πτώση του Τείχους και την επικράτηση μιας ισοπεδωτικής ιδεολογίας – κατ’ ουσίαν μιας μη ιδεολογίας, ενός ιδεολογικού κενού – που θέλει την παγκόσμια οικονομία να μεταμορφώνεται σε καζίνο. Κάτι που δεν θα γίνει, στην Ελλάδα τουλάχιστον, με μια ακόμα φουρνιά αρχηγικών κομμάτων χωρίς στελέχη, χωρίς ιδεολογικό στίγμα, χωρίς συλλογικότητα.

1 Δεκ 2012

Όταν το όνειρο γίνεται εφιάλτης

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Γνωστό το ατελείωτο σήριαλ του "σκουπιδοπόλεμου" που μαίνεται εκεί, με την απεργία των υπαλλήλων στην καθαριότητά του, τους ξυλοδαρμούς όσων επιχείρησαν εθελοντικά να βάλουν μια τάξη, την κατάληψη του κτιρίου της Πρυτανείας. Μια κατάληψη που έληξε χθες με παρέμβαση της αστυνομίας αλλά που επίσης χθες ξαναξεκίνησε. Εξοργισμένοι οι καινούργιοι καταληψίες από την παρέμβαση της αστυνομίας που τερμάτισε άδοξα την προηγούμενη κατάληψη, τολμώντας "θρασύτατα" να οδηγήσει τους προηγούμενους καταληψίες στη Δικαιοσύνη, ανακατέλαβαν το κτίριο Διοίκησης του ΑΠΘ.
 
Αλλά για να πάρουμε τα πράγματα σφαιρικά, ο Πρύτανης κατηγορείται ότι επίτηδες δεν πληρώνονται οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα και ότι ο ίδιος, μάλιστα, τους παρακίνησε σε κινητοποιήσεις, για να λάβει το ΑΠΘ επιπλέον χρήματα από το υπουργείο Παιδείας, λόγω του ότι ο προϋπολογισμός του ναυάγησε εξαιτίας κακοδιαχείρισης. Όταν είδε, σύμφωνα με τις κατηγορίες, ότι οι κινητοποιήσεις δεν έβγαζαν κάπου, προσπάθησε να τις "μαζέψει", αλλά όπως φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού ήταν πλέον αργά. Σοβαρότατη καταγγελία που έγινε όχι από κάποιον θυμωμένο εργαζόμενο αλλά τον ίδιο τον πρόεδρο του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης (ΕΚΘ), η οποία σε οιαδήποτε άλλη (σοβαρή) χώρα θα είχε γίνει ψύχραιμα και υπεύθυνα σε αρμόδια πολιτειακή αρχή, με στοιχεία και αποδείξεις, προκειμένου να διερευνηθεί.

Χωρίς παρατράγουδα και το σύνηθες τσίρκο του παραλόγου: καταλήψεις, σκουπιδοπόλεμο, ύβρεις, τραμπουκισμούς και άλλα που δυστυχώς περιγράφουν τον νεοέλληνα στις χαμηλότερες στιγμές του, που όλο και συχνότερα βλέπουμε σε αυτούς τους φορτισμένους καιρούς. Και χωρίς να καταντά ο χώρος ενός πανεπιστημίου, χώρος παραγωγής και μετάδοσης γνώσης και ιδεών, πεδίο μαχών αντίπαλων στρατών, με τα χυδαιότερα μέσα. Μαχών, αντιπαραθέσεων όχι με ουσιαστικά επιχειρήματα όπως θα ήταν μια τεκμηριωμένη καταγγελία αν ισχύουν όσα υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΕΚΘ, αλλά με ιαχές, γροθιές, βουνά σκουπιδιών στις πλάτες του άμαχου πληθυσμού: κυρίως φοιτητών και καθηγητών που παρακολουθούν, ιδίως οι φοιτητές, το όνειρό τους που λεγόταν "πανεπιστήμιο" να παίρνει διαστάσεις εφιάλτη.

24 Νοε 2012

Πριν την κρίση

Αυτά που πολλοί ζουν εδώ και λίγα χρόνια, κάποιοι τα ζήσαμε από πιο πριν. Επειδή πίσω από το σήμερα υπάρχει, πάντα, μια ολόκληρη διαδρομή που οδηγεί σ’ αυτό, μια μεγάλη ευθεία – που εξηγεί πολλά.

Φθινόπωρο του 2004. Ένας χρόνος που έχω επιστρέψει από την Αγγλία στην πατρίδα τελειώνοντας το διδακτορικό μου και να η πρώτη μου δουλειά. Καθηγητής αγγλικών σε ένα φροντιστήριο σ’ ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Η απόσταση, 25 χλμ να πας και άλλα τόσα να γυρίσεις, 50 χλμ κάθε μέρα. Επειδή έχω ελάχιστες ώρες μαθήματος, περισσότερη ώρα μπορεί να τρώει το καθημερινό πήγαινε-έλα παρά η δουλειά καθαυτή. Δεν πειράζει. Ούτε πειράζει όταν με την κακοκαιρία, με τα χιόνια το χειμώνα, η ιδιοκτήτρια, επειδή δεν το μπορεί το κρύο, μου αφήνει τα κλειδιά στο από κάτω γυράδικο να ανοίγω εγώ. Η ιδιοκτήτρια, είπα; Μια νέα κοπέλα, κόρη ομογενή από την Αυστραλία που μου συστήθηκε ως άνθρωπος «προοδευτικός» με προχωρημένες ιδέες και φρέσκες απόψεις που ήθελε να κάνει τη διαφορά, να αλλάξει τα δεδομένα στο χώρο. Αχ τι ωραία, σκεφτόμουν κάθε μέρα στο αυτοκίνητο, στις στροφές από και προς το χωριό, που το βράδυ κινδύνευες από τον κακό φωτισμό.

Οι πληρωμές μου σε ένα φάκελο σε μετρητά, αργούσαν. Μια φορά που μετά από πολλή πολλή σκέψη είπα χαμηλόφωνα κάτι, με έψεξε φωναχτά: «δεν είμαστε κακοπληρωτές». Και ναι, παράπονο δεν έπρεπε να έχω. Άλλωστε ο πατέρας της είχε ένα φούρνο και τα Χριστούγεννα πήρα μια ξεχειλισμένη σακούλα με μπαγιάτικα φουρνοείδη που είχαν περισσέψει, για τα Χρόνια Πολλά. Σαν πέρασε αυτή η χρονιά, με μπαγιάτικα κουλούρια και τσαλακωμένα χαρτονομίσματα σε μικρούς φακέλους, μια γειτόνισσα, που δούλευε σε φροντιστήρια χρόνια, με ρώτησε, επειδή με είδε λιγάκι στον κόσμο μου (και ήμουν), αν είχα πάρει τη χρονιά που πέρασε δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα ή επίδομα καλοκαιρινής αδείας από την ιδιοκτήτρια του φροντιστηρίου. Φυσικά και δεν είχα πάρει, δεν είχα καν ξανακούσει για τέτοια πράγματα. Πήρα την ιδιοκτήτρια στο τηλέφωνο, αλλά δεν κατάφερα να τη βρω. Πήρα, ξανά και ξανά. Τίποτα. Η γειτόνισσα με ρώτησε αν είχα δει και ένσημα. Ένσημα; Μμ όχι, δε νομίζω. Με έβαλε σε σκέψεις. Και μια μέρα πήγα στο ΙΚΑ που θα έπρεπε να είμαι δηλωμένος. Ούτε είχα δηλωθεί, ούτε ένσημα είχαν κολληθεί. Της έκανα καταγγελία. Και την επόμενη μέρα, πήγα στην Επιθεώρηση Εργασίας. Τα χρωστούμενα, από δώρα και επίδομα, έβγαιναν πάνω από 2.000 ευρώ. Καταγγελία και εκεί. Αλλά, στα τηλέφωνα, η πρώην εργοδότης μου, αδύνατο να βρεθεί.

Κάποια στιγμή αργότερα, πήγαμε ένα απόγευμα με τη γυναίκα μου να αγοράσουμε κάτι από ένα κατάστημα και εντελώς τυχαία, χωρίς να το περιμένουμε, πέσαμε πάνω στον άντρα της που εργαζόταν εκεί ως πωλητής. Μας είδε, τον είδαμε. Και, από εκείνη τη στιγμή, να που έδωσε σημεία ζωής και η γυναίκα του. Σήκωσε το τηλέφωνο επιτέλους και την ενημέρωσα για τη διπλή καταγγελία που της είχα κάνει, λέγοντάς της ότι, πραγματικά, δεν μου είχαν μείνει άλλα περιθώρια καθώς όλο αυτόν τον καιρό ήταν εξαφανισμένη. Σε έξαλλη κατάσταση, όταν της είπα για τα δώρα των γιορτών και το επίδομα αδείας που δικαιούμουν και μου χρωστούσε, θυμάμαι που μου είπε: «και που τα ’μαθες εσύ αυτά;». Λίγες μέρες μετά συναντηθήκαμε με τον άντρα της στην Επιθεώρηση Εργασίας για να κανονίσουμε να πληρωθώ τα χρωστούμενα, σε δόσεις. Δεν είπαμε πολλά αλλά μπροστά στην Επιθεωρήτρια, στο γραφείο της, κοιτώντας με στα μάτια, θυμάμαι που με ρώτησε, φανερά απορημένος: «Μα καλά, βρε Γεράσιμε, τόσον καιρό δεν έπαιρνες ένα τηλεφωνάκι να τα βρίσκαμε σαν άνθρωποι;». Μέσα μου, ένας ανεμόμυλος συναισθημάτων, που ανακατεύονταν σαν σε μίξερ: μια πλημμύρα απογοήτευσης για αυτόν τον νέο άνθρωπο, σαστιμάρα και απορία για το πώς ή τι μπορεί να σκεφτόταν, χίλια δυο. Κυρίως όμως ανακάτωμα. Και προβλήματα με το στομάχι μου, που ποτέ δεν ήταν πολύ γερό.

Ήταν 2004. Η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

16 Νοε 2012

Για ένα άλλο Πολυτεχνείο

Με αφορμή το άγριο ξύλο και τους τραυματισμούς με τους οποίους ξεκίνησε ο εορτασμός της επετείου του Πολυτεχνείου, θα έλεγα ότι αν θέλουμε (ειλικρινά όμως) να τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία που λέγεται «μεταπολίτευση» και τις παθογένειές της, θα πρέπει, όσο περίεργο κι αν ακουστεί, το Πολυτεχνείο να πάψει να γιορτάζεται. Ή μάλλον να πάψει να γιορτάζεται όπως ξέραμε μέχρι σήμερα. Δηλαδή με «αγωνιστικές» πορείες και νοσταλγικές, θορυβώδεις φιέστες που καταλήγουν σε γροθιές, ύβρεις και μολότοφ. Διότι, μεταξύ άλλων, η επέτειος, με τον τρόπο αυτό που επιμένουμε να γιορτάζεται, αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό δούρειο ίππο της διατήρησης και παντοκρατορίας των κομματικών «νεολαιών» στα ελληνικά πανεπιστήμια. Λειτουργεί σαν πανηγυρική υπενθύμιση της ανύπαρκτης σήμερα ή ορθότερα εκφυλισμένης πολιτικής (μάλλον παραπολιτικής), «αγωνιστικής» τους υπόστασης, βάσει της οποίας διαιωνίζονται οι γηπεδικού τύπου αντιπαραθέσεις τους και η μεσαιωνικού τύπου διαπλοκή τους με άλλες πανεπιστημιακές εξουσίες, φατρίες, συντεχνίες. Αν θέλουμε να λέμε ότι τελειώσαμε με τη μεταπολίτευση και τα κοινωνικοπολιτικά συμπαρομαρτούντα της, ότι πήγαμε παρακάτω, όπου κι αν μπορεί να εντοπίζεται ή να οδηγεί αυτό το παρακάτω, καλό θα ήταν να τελειώσουμε με τη γιορτή αυτή όπως την ξέρουμε. Και να τη δούμε αλλιώς.

Πώς αλλιώς; Με χαμηλών τόνων, επί της ουσίας, χωρίς φανατισμούς και «πολιτικές» κορόνες συζητήσεις, προβολές φιλμ και ντοκιμαντέρ, χαμηλού προφίλ εκδηλώσεις χωρίς «επαναστατικά» κρεσέντο, στα σχολεία. Οι οποίες θα εστιάζουν στην επταετή δικτατορία και το Πολυτεχνείο ως κορυφαίο παράδειγμα του πώς μπορούν και πρέπει οι ζωντανές, φρέσκες, ανάλαφρες υπάρξεις που λέγονται μαθητές ή φοιτητές, να γίνονται η αιχμή του δόρατος όταν πρέπει, όταν επιβάλλεται να γυρίσει μια βαριά πλην φριχτή σελίδα μια χώρα, ένας ολόκληρος λαός. Διότι αυτά τα παιδιά είχαν και έχουν τα λιγότερα δυνατά χρέη σε ένα πάντα στυγνό, τοκογλυφικό παρόν, που κρατάει όλους τους άλλους, τους μεγαλύτερους, δέσμιούς του, δέσμιους ατελείωτων «υποχρεώσεων» ή «ευθυνών».

Τη θέση των σημερινών βαρυφορτωμένων με συνθήματα πανό θα πρέπει να πάρει μια πιο ώριμη, πιο κατασταλαγμένη, πιο ψύχραιμη – εφόσον θεωρούμε την ελληνική δημοκρατία γερά εγκαθιδρυμένη, εφόσον πιστεύουμε ότι δε χρειάζεται πορείες και βροντοφωναγμένα συνθήματα για να αποδείξει την ευρωστία της – θεώρηση εκείνων των γεγονότων, που να μη σε κάνει να νομίζεις ότι η δικτατορία έπεσε μόλις χθες. Αλλά που θα τα εντάσσει, με τρόπο χαμηλόφωνο πλην ουσιώδη, σεμνό και βαθυστόχαστο, στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό τους περίβλημα, αναδεικνύοντάς τα σε εφαλτήριο δημιουργικού προβληματισμού και όχι «πολιτικών» τραμπουκισμών. Δίνοντας πατήματα για αναστοχασμό, όχι καρεκλοπόλεμο. Μπορούμε;

γράφτηκε για το free press Parallaxi και ανέβηκε εδώ

13 Νοε 2012

To κοροϊδάκι της δεσποινίδας

Όπως εύκολα θα μπορούσε κανείς να είχε προβλέψει σύσσωμος ο πολιτικομιντιακός κόσμος επιδίδεται αυτές τις μέρες σε πυρετώδεις συζητήσεις επί συζητήσεων γύρω από την «ανέντιμη» στάση των Ευρωπαίων που παρότι στη χρεοκοπημένη πλην τίμια Ελλάδα ψηφίσαμε, έστω με τρεις ψήφους διαφορά (που κανείς στοιχειωδώς νοήμων άνθρωπος εκτός Ελλάδος μετά από όλα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια και τις θηριώδεις παλινωδίες δεν θα έπαιρνε ούτε για ένα λεπτό σαν «εγγύηση» ότι η Ελλάδα προτίθεται να μεταρρυθμιστεί), τα μέτρα μας, δε μας δίνουν τη δόση μας. Έχουμε σα να λέμε έναν ακόμη γύρο μικροπολιτικής και μικροδημοσιογραφίας (τα δίδυμα που κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό τη χώρα αυτή στο σκέπτεσθαι και πράττειν της), κατά τον οποίο πολιτικοί και τηλεδημοσιογράφοι αλλά και μεγαλοδιασκεδαστές τύπου Λάκη Λαζόπουλου, που δυστυχώς σαν opinion leaders διαμορφώνουν κατά μεγάλο μέρος την κοινή γνώμη, αναλώνονται και θα εξακολουθήσουν να αναλώνονται σε ατελείωτα απελπισμένα, αντιευρωπαϊκά «γιατί» («μα γιατί μας καθυστερούν τη δόση», «τι παιχνίδια μας παίζουν άραγε οι Ευρωπαίοι», κοκ).

Δυστυχώς οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν ήταν ποτέ παιχνιδιάρηδες. Απλώς ψάχνουν τρόπους να σώσουν μια νομισματική ένωση που θα είχε μεγάλο πρόβλημα από μια ενδεχόμενη έξοδο ακόμη και της κακομοίρας της Ελλάδας από αυτή. Και από κάποια στιγμή και ύστερα η διατήρηση της κατεστραμμένης αυτής χώρας στη νομισματική ζωή θα αρχίζει να κοστίζει περισσότερο από την έξοδό της από την ευρωπαϊκή νομισματική «οικογένεια». Μια στιγμή που ίσως και να έχει φτάσει. Ή να πλησιάζει. Αλλά πέραν αυτής, πέραν της καθαρά νομισματικής ή μη επιβίωσης της χώρας σαν μέλους της ευρωζώνης, τα προβλήματα πάνε πολύ βαθύτερα. Φτάνουν μέχρι τις ολοκληρωτικού τύπου γραφειοκρατικές υποδομές της, την ανικανότητά της να ανοιχτεί επιχειρηματικά, πολιτισμικά, μορφωτικά ή όπως αλλιώς θέλετε στην υπόλοιπη Ευρώπη και την υπόλοιπη υφήλιο παραδειγματιζόμενη, ξεπερνώντας την εκ γενετής εσωστρέφεια και αυτοαπομόνωσή της. Παραμερίζοντας το σιδηρούν παραπέτασμα από το οποίο γλίτωσε στην περίφημη μεταπολεμική «μοιρασιά» της Γιάλτας αλλά εφηύρε και έστησε η ίδια για να απομονωθεί πίσω του και να κοροϊδεύει με την ησυχία της τους «κουτόφραγκους», τα «αμερικανάκια», όλους τους άλλους λαούς που έτρωγαν βελανίδια όταν οι μακρινοί μας «πρόγονοι» μεγαλουργούσαν (για να μας δημιουργήσουν έκτοτε ατελείωτα, αξεδιάλυτα συμπλέγματα κατωτεροανωτερότητας).

Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικομιντιακοί ταγοί της μονάκριβης πατρίδας ως συνήθως αγκαλιάζουν το αγαπημένο τους δέντρο των επιδερμικών, πανικόβλητων, πυροτεχνηματικού τύπου «αναλύσεων» της τελευταίας στιγμής αντί να βλέπουν το προβληματικό δάσος ολόγυρα. Δηλαδή μια χώρα κρεμάμενη επί τρία χρόνια από το γκρεμό της χρεοκοπίας, της οικονομικής, κοινωνικής, ανθρωπιστικής καταστροφής, που παρ' όλη την τραγική, ανθρωποκτόνο πραγματικότητα που την έχει τυλίξει αδυνατεί να αλλάξει στο παραμικρό. Μια χώρα που απ’ όπου κι αν προσπάθησε ή προσπαθεί να πιάσει τον εαυτό της για να τον βελτιώσει ή να τον αναμορφώσει ματώνει το ίδιο λεπτό, μπαλώνει πρόχειρα όπως-όπως την πληγή που άνοιξε και αιμορραγεί ακατάσχετα και πάει παρακάτω, αναζητώντας ανθεκτικότερα σε παρεμβάσεις μέρη του πολύπαθου κορμιού της. Εγκλωβισμένη σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της ελάχιστης δυνατής ζημίας.

Ποια η δεσποινίδα και ποιο το κοροϊδάκι, στην περίπτωσή μας; Νομίζω και στους δυο ρόλους πρωταγωνιστεί η Ελλάδα, με τους Ευρωπαίους να παρακολουθούν μια χώρα σε σχιζοφρένεια.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

9 Νοε 2012

Για να ξανασηκωθείς, πρέπει πρώτα να πέσεις

Η σύγχρονη Ελλάδα γεννήθηκε ως ένα project των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής της Ελληνικής Επανάστασης. Χάρη σ’ αυτές και την παρέμβασή τους πέτυχε η Επανάσταση και δημιουργήθηκε το ελληνικό έθνος-κράτος. Αν δεν είχαν ενδιαφερθεί και παρέμβει σήμερα θα αποτελούσαμε μέρος της Τουρκίας και ανοίγοντας μια τηλεόραση, θα βλέπαμε τούρκικα σίριαλ (μάλλον περισσότερα τούρκικα σίριαλ). Οι λόγοι της καλής τους πράξης καθαρά γεωπολιτικοί, λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της νεοδημιουργηθείσας χώρας και όχι εξαιτίας του βαρύτιμου παρελθόντος της όπως πολλοί θα ήθελαν και εξακολουθούν να πιστεύουν. Βέβαια, το project Ελλάδα έκτοτε δεν πήγε και πολύ καλά, παρά τα δάνεια που αφειδώς έρεαν. Αποτυχημένοι πόλεμοι με τους γείτονες Τούρκους (όπως του 1897) και υπερφιλόδοξες εκστρατείες, δικτατορίες, από του Μεταξά μέχρι των Συνταγματαρχών, χρεοκοπίες (από το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη το 1893 μέχρι τον ΓΑΠ στο Καστελόριζο το 2010), «εθνικοί διχασμοί», εμφύλιοι πόλεμοι ήδη από την εποχή της Επανάστασης μέχρι και μεταπολεμικά, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, χίλια δυο.

Από το 1974 και μετά όμως και, κυρίως, από το 1981 η Ελλάδα, μέλος πια της ΕΟΚ τότε ή της ΕΕ όπως την ξέρουμε σήμερα είχε επιτέλους την ευκαιρία, στη μακρότερη περίοδο ειρήνης και ευημερίας που γνώρισε από γεννήσεώς της, να ορθοποδήσει. Να γίνει σωστό και σοβαρό έθνος-κράτος. Άλλωστε, δεν της έλειπε τίποτα. Διέθετε άφθονο ήλιο και οι άνεμοι σάρωναν τα αμέτρητα νησιά της, θα μπορούσε να είχε αναδειχθεί σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Ή, εκμεταλλευόμενη την προαναφερθείσα βαρύτιμη πολιτιστική της κληρονομιά, να είχε εξελιχθεί σε ένα πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο κέντρο πολιτισμού, τεχνών, γραμμάτων (όμως τη στιγμή που γράφονται αυτά το πλησιέστερό μου πανεπιστήμιο, το ΑΠΘ, έχει γεμίσει ποντίκια λόγω απεργίας των εργολαβικών υπαλλήλων στην καθαριότητά του και της «περιφρούρησής» της από «αριστερές» φοιτητικές παρατάξεις). Η χώρα θα μπορούσε να είχε πορευτεί διαφορετικά, πολύ διαφορετικά, εκμεταλλευόμενη ό, τι άλλο μπορεί να βάλει κανείς με τη φαντασία του (και δυστυχώς μόνο μ’ αυτή).

Τα δάνεια, τα «πακέτα στήριξης», έρεαν ξανά. Η Ελλάδα των τελευταίων τριάντα ετών προικοδοτήθηκε, όπως συνέβαινε από τη γέννησή της, με τεράστια χρηματικά ποσά προκειμένου να πατήσει στα πόδια της, να αποκτήσει γερές, στέρεες βάσεις, να πάρει μπροστά. Αφήνοντας πίσω της όλα όσα την κρατούσαν πίσω. Αντί γι’ αυτό, όμως, έγινε η ευρωπαϊκή χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία καφέ-μπαρ, κομμωτηρίων, προποτζίδικων ανά κάτοικο. Η ευρωπαϊκή χώρα με τις ασχημότερες και καταθλιπτικότερες τσιμεντουπόλεις κάτω από τις οποίες θάφτηκε, μπαζώθηκε η μακρόχρονη και ενδιαφέρουσα ιστορία τους, η ιστορία της ίδιας της ελληνικής γης, των «αρχαίων ημών προγόνων» και όσων ακολούθησαν, μέχρι την Αντιπαροχή.

Με λίγα λόγια, το πράγμα δεν πήγε. Τα χρήματα που δόθηκαν κατασπαταλήθηκαν, άγνωστο πώς, από ποιους και για τι είδους σκοπούς. Και τα χρόνια πέρασαν, για πολλούς κατοίκους της σαν μέσα σε ένα τρελό υπερκαταναλωτικό όνειρο. Φτάνοντας αισίως στο 2012. Και αυτή τη στιγμή, βρισκόμενη στο χείλος του γκρεμού, η χώρα έχει γαντζωθεί από τον μεγάλο κουμπαρά που λέγεται ΕΕ – που έχει αντικαταστήσει τις Μεγάλες Δυνάμεις που την δημιούργησαν σαν προτεκτοράτο τους τον 19ο αιώνα – προκειμένου να μην γκρεμιστεί.

Βρίσκεται γαντζωμένη με τρία δάχτυλα, ή τρεις ψήφους, που ήταν η διαφορά όσων υπερψήφισαν το νέο «Μνημόνιο» από όλους τους άλλους. Όλοι ξέρουν ή, αν δεν ξέρουν, διαισθάνονται ότι μια ολόκληρη χώρα κρεμασμένη από έναν γκρεμό που μόνη της, χωρίς να τη σπρώξει κανείς βρέθηκε και επέμενε να βρίσκεται κρεμάμενη από γεννήσεώς της, δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ, γαντζωμένη με τρία μόλις δάχτυλα. Κάποια στιγμή θα πέσει. Και θα πρέπει να πέσει. Μήπως και συνέλθουν οι κάτοικοί της από την αδράνεια, το λήθαργο που τους έχει τυλίξει – μοιάζουν να περιμένουν να τελειώσει ένα κακό όνειρο για να συνεχίσουν στο προηγούμενο, υπερκαταναλωτικό όνειρο που τόσο απολάμβαναν – και συνειδητοποιήσουν που βρίσκονται, από πού έρχονται, τι προκλήσεις έχουν μπροστά τους. Μήπως και επιτέλους ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά, όπως οι παλιές μονοκατοικίες από τις μπουλντόζες των εργολάβων που τσιμεντοποίησαν την Ελλάδα, ένα πολιτικό σύστημα γέννημα θρέμμα διεφθαρμένων, σαθρών, ξεχειλωμένων κοινωνικών δεσμών. Ένα πολιτικό σύστημα ξεκάθαρα ευνοιοκρατικό και φτηνά δημαγωγικό.

Ναι, η χώρα πρέπει να πέσει. Αν είναι να ξανασηκωθεί.

* Η φωτογραφία είναι του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη της Stereosis

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

1 Νοε 2012

Πάρε κόσμε!

Η περιοχή που βλέπετε υπό νορμάλ συνθήκες είναι εντελώς άδεια, εγκαταλελειμμένη. Δεν βλέπεις ούτε ένα αυτοκίνητο ή άνθρωπο, μόνο που και που κανένα πιτσιρίκι να μαθαίνει οδήγηση. Σήμερα το πρωί όμως άνοιξε ένα "bazaar" που για τρεις μέρες θα ξεπουλάει το στοκ της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Lidl με τιμές από ένα έως δεκαπέντε ευρώ. Και συνέρευσαν χιλιάδες κόσμου. Για την ακρίβεια, συρρέουν λεπτό το λεπτό χιλιάδες κόσμου: μανάδες με παιδιά στην αγκαλιά, νεαροί άνδρες, κοπέλες, μεγαλύτεροι. Είμαστε στην κυριολεξία αποκλεισμένοι, καθώς έχουν κλείσει οι γύρω δρόμοι, φράκαρε μέχρι και ένα περιπολικό της αστυνομίας που έσπευσε φιλοδοξώντας να βάλει κάποια τάξη στα πράγματα. Κάποια στιγμή, έπεσα πάνω σε κάποιον που κουβαλούσε μια κιθάρα που θα βρήκε σε τιμή ευκαιρίας και μάλλον κινέζικης προέλευσης. Είδα μεσόκοπες γυναίκες κολλημένες με τεράστια καρότσια γεμάτα συσκευασμένα φτηνοπράγματα στις λάσπες. Είδα, άκουσα, πολλά. 

Λαϊκό προσκύνημα στον ναό του "φτηνού" που ξεστοκάρει, την εποχή αυτή της φτωχοποίησής μας. Μια εποχή που λέξεις όπως παζάρι (ή bazaar στο πιο νεοελληνικό δήθεν του), "φτηνό", στοκ, "ευκαιρία", ξεπούλημα, μαγνητίζουν τα πλήθη, τρέχουν από στόμα σε στόμα με ανείπωτες ταχύτητες. Γιατί μέσα στην απελπισία η παραμικρή παρηγοριά, η παραμικρή διέξοδος έστω για λίγο, έστω και παροδικά από το γκρίζο της χρεοκοπίας, ακόμα και "μαϊμού", ακόμα και ύποπτης προέλευσης, θα ταξιδέψει σε όλη την πόλη βρίσκοντας ανθρώπους έτοιμους για την εικονική απόδραση. Ανθρώπους που δεν θα απεργήσουν γιατί οι περισσότεροι δεν έχουν δουλειά, που δεν θα κατέβουν να διαδηλώσουν γιατί νιώθουν παραδόξως μόνοι σε μια εξαιρετικά μαζική κοινωνία, αλλά που θα δημιουργήσουν το αδιαχώρητο για να μη χάσουν την ελπίδα. Έστω κι αν αυτή θα τη βρουν σε ένα ράφι του Lidl, μισοτιμής. Ελλάδα, 2012. Καλό μήνα.

δημοσιεύτηκε στο free press Parallaxi εδώ

Όταν το φυσικό "ντεκόρ" ζωντανεύει

Περισσότεροι από σαράντα νεκροί, μια σχεδόν Ελλάδα (πάνω από οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι) χωρίς ρεύμα στις ανατολικές ΗΠΑ και τον Καναδά από την επέλαση του κυκλώνα Sandy. Ανυπολόγιστες οι ζημιές από πτώσεις δέντρων, πλημμύρες, πυρκαγιές, αλλά και οι επιπτώσεις στην οικονομία και βεβαίως την πολιτική, μιας και βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και οι δυο προεδρικοί υποψήφιοι, όταν κάπως ηρεμήσουν τα πνεύματα κι αρχίσουν να αποτραβιούνται τα νερά, θα κοιτάξουν το δίχως άλλο να «αξιοποιήσουν», καθένας για λογαριασμό του, τη μανία της φύσης.

Μια φυσική καταστροφή λειτουργεί καθαρτικά. Μας υπενθυμίζει, στο ανθρώπινο είδος, ότι το αναντικατάστατο στήριγμα των σημερινών κοινωνιών, το προαιώνιο, πραγματικό τους θεμέλιο κάτω από τα φαντασιακά τους ερείσματα παραμένει η φύση. Όσο κι αν προσπαθήσαμε ή φιλοδοξήσαμε, ακολουθώντας έναν από τους φιλοσοφικούς θεμελιωτές της νεωτερικότητας, τον Descartes, να γίνουμε «αφέντες και κτήτορες» της φύσης. Όσο κι αν τη σνομπάρουμε ή τη θέλουμε, τη φτωχή αυτή συγγενή του σημερινού, ζαλισμένου από τις κατακτήσεις της τεχνικής και της επιστήμης πολιτισμού, μονάχα σαν διακριτικό, άφωνο, ψυχοχαλαρωτικό ντεκόρ στην κυριακάτικη εκδρομή.

Κάθε ανθρώπινος πολιτισμός διατηρούσε τη δική του ιδιαίτερη, ξεχωριστή και καθαρά φαντασιακή σχέση με τη φύση. Σε κάποιους χρησίμευσε ως ανεξάντλητη πρώτη ύλη για μύθους γύρω από τα μυστήρια της ζωής, του θανάτου ή του έρωτα, τα ατελείωτα μονοπάτια των ανθρώπινων παθών. Για άλλους, ήταν η προνομιακή κατοικία θεοτήτων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, που αντάμειβαν ή τιμωρούσαν τους αδιόρθωτους ανθρώπους για τις σκέψεις ή τις πράξεις τους, κρατώντας κάποιες βασικές ηθικές ισορροπίες.

Η σχέση του σημερινού πολιτισμού μαζί της; Ενός πολιτισμού που δεν πιστεύει σε μάγους ή νύμφες, μύθους ή φριχτούς, εκδικητικούς θεούς; Μπορεί, νομίζω, να συνοψιστεί στα μπαζωμένα ρέματα της Αθήνας ή άλλων ελληνικών πόλεων, στα «φαγωμένα» βουνά, στα μολυσμένα ποτάμια, στις μαυρισμένες από καυσαέρια πικροδάφνες των εθνικών δρόμων. Πρόκειται για μια σχέση αναγκαστικής συνύπαρξης με ένα πολλές φορές «γραφικό» αλλά ολοζώντανο ντεκόρ. Που κάποια στιγμή θα μας καταπιεί αν συνεχίσουμε να το θεωρούμε ντεκόρ.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

28 Οκτ 2012

Για τη σύλληψη Βαξεβάνη. Ψύχραιμα.

Τη στιγμή που όλοι χάνουν την ψυχραιμία τους είναι μεγάλη η πρόκληση να προσπαθήσεις να κρατήσεις τη δική σου. Και να μην παρασυρθείς με το ρεύμα. Σήμερα ο δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης συνελήφθη βάσει του νόμου περί προσωπικών δεδομένων για τη δημοσιοποίηση της «λίστας Λαγκάρντ». Φρόντισε ο ίδιος να ανακοινώσει τη σύλληψή του μέσω του Twitter, λέγοντας: «Μπαίνουν στο σπίτι με εισαγγελέα τώρα. Με συλλαμβάνουν. Διαδώστε.» Ταυτόχρονα δήλωνε σε ραδιοφωνικό σταθμό: «την 28η Οκτωβρίου μπούκαραν σαν ταγματασφαλίτες, το 2012, για να με συλλάβουν, το δημοσιογράφο που αποκαλύπτει την αλήθεια.»

Να πω καταρχάς ότι βρίσκω τουλάχιστον επιπόλαιη και λαϊκιστική όλη αυτή την κατοχική φρασεολογία που υιοθέτησε ο δημοσιογράφος και που έχει επικρατήσει τελευταία, με «δοσίλογους», «γερμανοτσολιάδες», «ταγματασφαλίτες» και άλλες σκοτεινές μορφές της νεοελληνικής ιστορίας να παρελαύνουν και να χρησιμοποιούνται απερίσκεπτα και ανέξοδα, με την παραμικρή σχεδόν αφορμή. Προκαλώντας ένα κλίμα πώρωσης και φανατισμού που δεν νομίζω ότι εξυπηρετεί κανέναν και τίποτα, πέραν όσων θα ήθελαν να συντηρείται ένα τέτοιο κλίμα για τους δικούς τους λόγους και σκοπούς.
 
Εν συνεχεία: αυτή η λίστα δόθηκε στον τότε υπουργό Οικονομικών για να βοηθήσει στο έργο της φορολόγησης αυτών ή άλλων προσώπων, από τη στιγμή που μπορεί να θεωρήθηκε ότι έστελναν μεγάλα χρηματικά ποσά στην Ελβετία ή αλλού προκειμένου να μη φορολογηθούν επί των πραγματικών τους εισοδημάτων. Αν τώρα ο υπουργός, το ΣΔΟΕ, ή όποιοι αρμόδιοι έπεσε στα χέρια τους αυτή τη λίστα δεν την εκμεταλλεύτηκαν όπως έπρεπε, είναι ένα ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί την ελληνική Βουλή ή την ελληνική Δικαιοσύνη, εφόσον κάτι τέτοιο χρειαστεί. Ενδεχομένως και τα ΜΜΕ όσον αφορά στην αμέλεια εκ μέρους των υπευθύνων αν υπήρξε, αλλά όχι για να φέρουν στο επίκεντρο της προσοχής και να δακτυλοδείξουν τους «κλέφτες» ή «προδότες του έθνους» που θεωρείται ότι κρύβονται στη λίστα - γιατί κάπως έτσι παρουσιάστηκε - και την υπονοούμενη διαπλοκή τους με τους πολιτικούς που την είχαν στα χέρια τους.
 
Δεν είναι, νομίζω, παράνομο να μετακινεί κανείς τα χρήματά του όπου και όπως νομίζει, από μια χώρα σε άλλη. Ομολογώ ανερυθρίαστα ότι και εγώ, αν είχα κάποια χρήματα στην τράπεζα, θα τα είχα στείλει στο εξωτερικό υπό τις παρούσες συνθήκες. Ούτε τον καθιστά αυτό κλέφτη ή προδότη. Οπότε δεν καταλαβαίνω γιατί τόσος θόρυβος και προς τι οι δραματικοί τόνοι. Μπορούν βεβαίως όλα αυτά να εξηγηθούν στα πλαίσια της κορύφωσης ενός ιδιόμορφου «επαναστατικού» πυρετού και φανατισμού που κυριαρχεί εδώ και κάποιο καιρό, στα πλαίσια του οποίου αναζητούνται αγωνιωδώς ένοχοι, προδότες, κλέφτες για να σταλούν στην γκιλοτίνα. Λες και αυτό θα έλυνε τίποτα. Ή αντί να κοιτάμε τι μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι οι πολίτες για να γυρίσουμε σελίδα στη χώρα μας. Η κατάσταση θυμίζει λίγο Γαλλική Επανάσταση μόνο που πήγαμε, οι Έλληνες, απευθείας στη φάση της «Τρομοκρατίας» και του διψασμένου για αίμα αγράμματου όχλου που την ακολούθησε, χωρίς να έχει γίνει προηγουμένως επανάσταση.
 
Εν τέλει: μπράβο στον Κώστα Βαξεβάνη που έβγαλε στη δημοσιότητα μια λίστα με νοικοκυρές, κοσμηματοπώλες, εφοπλιστές που έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό την ώρα που όλοι οι υπόλοιποι τα είχαμε επίσης βγάλει από τις τράπεζες αλλά τα κρύβαμε σπίτια μας, υπό το φόβο της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος. Μπράβο του, εφόσον θεώρησε ότι αυτή του η πράξη χαστουκίζει ένα διεφθαρμένο κράτος και φορολογικό σύστημα κατάμουτρα, πράγμα που προσωπικά δεν συμμερίζομαι σαν άποψη. Ή ότι αποκαλύπτει ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί μεροληπτικά, συλλαμβάνοντας τον ίδιο για παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων ενώ αφήνει ελεύθερους κάποιους άλλους που ο ίδιος «αποκαλύπτει». Συμπέρασμα που ούτε αυτό συμμερίζομαι, μια και πιστεύω ότι με το να παραβαίνεις τον νόμο και να συλλαμβάνεσαι, δεν κάνεις τίποτα παραπάνω από αυτό, ακόμα και σε μια εποχή κοινωνικοπολιτικής κρίσης. Γι’ αυτό και δεν τον θεωρώ ήρωα, όπως φαίνεται να κάνουν πολλοί άλλοι, ούτε με συγκινεί το είδος «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας που υπηρετεί, απέναντι στην οποία, από εποχής Τριανταφυλλόπουλου, παραμένω εξαιρετικά καχύποπτος. Μιας δημοσιογραφίας, η οποία παίζει το παιχνίδι της στο γήπεδο του λαϊκισμού, των υψηλών, «επαναστατικών» τόνων, των «ταγματασφαλιτών» και των «διαδώστε». Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω.

26 Οκτ 2012

Eπετειακόν

Λόγω των ημερών έκανα μια μικρή, διαδικτυακή έρευνα για τον Ιωάννη Μεταξά, φτάνοντας μέχρι το site γύρω από το πρόσωπό του που έφτιαξε η 73χρονη σήμερα εγγονή του, για να μάθω λίγο καλύτερα τον κύριο "Όχι". Είδα πολλά, πράγματα που δεν γνώριζα, άλλα που γνώριζα αλλά είχα ξεχάσει και αρκετά, που είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον τόσο ως προς τον ίδιο όσο και ως προς την εποχή. Κυρίως όμως εξεπλάγην δυσάρεστα. Από την παιδεία του, που χαρακτήριζε άλλωστε αρκετούς Έλληνες πολιτικούς μέχρι περίπου και τη δεκαετία του '80, που άρχισε να ξεφτίζει το πράγμα. Κάπου εκεί ήταν που μπήκαμε στην ασυνάρτητη εποχή μας, που ζητήματα παιδείας και πολιτισμού δεν βρίσκονται στην κορυφή της λίστας - περισσότερο βρίσκουμε εκεί άλλες λίστες, όπως τη "λίστα Λαγκάρντ", δείγματα του πόσο χαμηλά έχει πέσει η δημόσια μας ζωή. Πλέον οι αντιπαραθέσεις μεταξύ πολιτικών αντιπάλων γίνονται ακολουθώντας τους νόμους της ζούγκλας, με βρυχηθμούς, γρυλίσματα, απειλές και χειρονομίες. Και με όρους ανθρωποφαγίας και αλληλοεξόντωσης, ακόμα και "δι' ασήμαντον αφορμήν".

Λέω ότι εξεπλάγην δυσάρεστα γιατί είδα ότι ένας δικτάτορας, που επί των ημερών του γίνονταν βασανιστήρια και στέλνονταν σε εξορίες οι ανεπιθύμητοι, ήταν πιο πολιτισμένος και καλλιεργημένος από τους σημερινούς δημοκράτες πολιτικούς: από τον πρόεδρο της Βουλής που βγάζει πρώτα τα παντελόνια του όταν ξεντύνεται μέχρι τον επιχειρηματία πρώην υπουργό Οικονομικών κύριο Παπακωνσταντίνου που έλεγε προχθές, με καμάρι, ότι βγήκε από την πολιτική φτωχότερος απ' ό, τι μπήκε σαν να ήταν κάποιο κατόρθωμα, αυτό το απολύτως αυτονόητο άλλων εποχών. Από τον Ευάγγελο Βενιζέλο που σαρκάζει και κοχλάζει με ασυγκράτητο, τυφλό θυμό όταν του αντιμιλάνε μέχρι τον κυβερνητικό μας εκπρόσωπο και πρώην δημοσιογράφο του ΤΕMPO TV κύριο Σίμο Κεδίκογλου, που σε τηλεοπτικό στρογγυλό τραπέζι περιέγραφε, περιχαρής για την ανακάλυψή του και τη ρητορική του δεινότητα, τη βία της Χρυσής Αυγής ως "πολιτική βία που πρέπει όλοι απερίφραστα να καταδικάσουμε".

Δυστυχώς ο έρωτας, ο βήχας και η έλλειψη πολιτισμού δεν κρύβονται. Ιδίως όταν γίνονται, έστω στιγμιαία, έστω πρόχειρα και "επετειακά", καταθλιπτικές συγκρίσεις με άλλες εποχές, όχι τόσο μακρινές χρονικά αλλά πολύ μακρινές πνευματικά, ηθικά, από τη σημερινή. Ας γίνει αυτή η επέτειος του "Όχι" η απαρχή ενός νέου, μεγάλου "Όχι" στη συνέχιση της κατρακύλας. Και ας μην μας έχει στείλει ακόμα κάποιο τελεσίγραφο, ζητώντας την πλήρη παράδοσή μας.

18 Οκτ 2012

Τα χρόνια της Ομόνοιας

Ναι, σαν σήμερα ήταν. Που ξεκίνησε η χρυσή εποποιία του ΠΑΣΟΚ. Θυμάμαι ακόμα, σα να μην πέρασαν από τότε τριάντα και χρόνια, κάτι φωσφορούχα πράσινα, έντονα πράσινα, βραχιολάκια και κολιεδάκια, που πουλούσαν πλανόδιοι σ’ εμάς, τα παιδιά, για να μη μείνουμε εκτός κλίματος, έξω απ’ τους πανηγυρισμούς. Γιατί οι πανηγυρισμοί ήταν ατελείωτοι. Άνθρωποι που ζούσαν επιτέλους το όνειρο της κατάργησης της δεξιοκρατίας, που για πρώτη φορά στη ζωή τους γεύονταν μια πρωτόγνωρη ελευθερία κοινωνικών φρονημάτων. Η χώρα είχε, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική της ιστορία, μια σοσιαλιστική κυβέρνηση. Και μάλιστα με το έμπα της δεκαετίας του ’80, μιας δεκαετίας αφθονίας και ευημερίας, μιας δεκαετίας της Ομόνοιας. Γιατί ήταν συχνοί οι πανηγυρισμοί στην ιστορική πλατεία, εκείνα τα χορταστικά σε συγκινήσεις χρόνια. Το ’81, το ’85 που ξαναβγήκε το ΠΑΣΟΚ – αν και θυμάμαι ο πατέρας μου, που μάλλον κάτι περισσότερο ήξερε από μένα, δεν ήθελε να ξαναπάμε όμως εγώ, που με τίποτα δεν θα έχανα το πανηγύρι επέμενα – , το ’87 που η εθνική μπάσκετ πήρε το πανευρωπαϊκό. Εποχές που κατεβαίνοντας να γιορτάσεις στην Ομόνοια συναντούσες φίλους και γνωστούς και γινόσασταν όλοι μια μεγάλη, πανηγυρίζουσα παρέα. Είτε η Αθήνα ήταν τότε πιο μικρή, είτε ο κοσμάκης πιο ενθουσιώδης. Ή απλώς όλοι ήμασταν κάπως πιο αφελείς. Και έτοιμοι. Για όλα. Χωρίς αναστολές ή περιττές ντροπές. Γιατί με μια σοσιαλιστική κυβέρνηση να κρατάει τα ιδεολογικά μπόσικα μπορούσες, άνευ τύψεων και δεύτερων σκέψεων, να αφεθείς στις πιο χαμηλές, τις πιο ανόητές σου επιθυμίες και να αφοσιωθείς, ψυχή τε και σώματι, στο κυνήγι τους. Γι’ αυτό και η Ελλάδα έμοιαζε ένα μεγάλο, ανεκμετάλλευτο, παρθένο λούνα παρκ που έμενε κλειδωμένο μέχρι εκείνη την αξέχαστη μέρα του Οκτώβρη του ’81 που ήρθε ο Αντρέας, με τα μαγικά κλειδιά της Αλλαγής, και το άνοιξε. Κι εκεί να ήσουν από μια μεριά να έβλεπες τι έγινε. Μικροί μεγάλοι ξεχυθήκαμε να γευτούμε όσα μέχρι τότε είχαμε ή νομίζαμε ότι είχαμε στερηθεί. Ήταν η δεκαετία που στη γειτονιά άνοιγαν τα πρώτα φαστφουντάδικα, που μαγευόμασταν από τις ταινίες του Σπίλμπεργκ αλλά και από τις μεγάλες σοσιαλιστικές μορφές του ΠΑΣΟΚ όπως η «Μελίνα» που λατρεύονταν παλλαϊκά, εκφράζοντας, ενσαρκώνοντας το αστείρευτο μεγαλείο της μοναδικής ελληνικής ψυχής που ανέτειλε μέσα από τα πλαστικά σημαιάκια και τους θούριους. Ναι, τότε τέθηκαν οι στέρεες βάσεις, μπήκαν τα απαραίτητα θεμέλια για όσα θα ακολουθούσαν. Και όταν με το έβγα της μεθυστικής αυτής δεκαετίας μας ήρθε το «βρώμικο ‘89» και αποκαλύψεις για σκάνδαλα, αμέτρητα σκάνδαλα, μας προέκυψε η Μιμή και τα γυμνά πρωτοσέλιδα της Αυριανής, ο Κοσκωτάς, η ιδιωτική τηλεόραση, η πτώση του Τείχους και το λιώσιμο των πάγων μεταξύ «Αριστεράς» και «Δεξιάς», τα πράγματα έμπαιναν σε μια σειρά, όπως περίπου την ξέρετε και σήμερα. Και βέβαια, με τα χρόνια, το λούνα παρκ ρήμαξε. Αλλά ακόμα το χαιρόμαστε, σαν να ’ναι η πρώτη μέρα.  

12 Οκτ 2012

Στο χυτήριο του μέλλοντός μας

Πρέπει να ήταν φθινόπωρο του 1988, που είχαμε πάει με ένα φίλο μου να δούμε τον "Τελευταίο Πειρασμό" στο Ετουάλ, στην Καλλιθέα. Απ' έξω χαμός, "θεούσοι" και "θεούσες" κραδαίνοντας σταυρούς διαμαρτύρονταν ούτε μας ενδιέφερε για τι. Η διαφήμιση που της είχαν κάνει της ταινίας ήταν τέτοια, που τρελαμένοι από λαχτάρα να τη δούμε, στριμωχτήκαμε στα πλήθη περιμένοντας να βρούμε μια θέση στον ήλιο, ή μάλλον στο σκοτάδι της αίθουσας προβολής για να δούμε, να μη μείνουμε, βρε αδερφέ, έξω απ’ το πανηγύρι. Γιατί πανηγύρι ήταν αυτό που είχε στηθεί έξω απ’ το σινεμά, ένα παραθρησκευτικό πανηγύρι σαν αυτά τα καλοκαιρινά που πάει κανείς να αγοράσει φτηνά βρακιά, να φάει χαλβά Φαρσάλων, να χαζέψει το πήγαινε-έλα του ιδρωμένου κοσμάκη. Τελικά, καταφέραμε να εξασφαλίσουμε τα δυο τελευταία καθίσματα της αίθουσας, ακριανά στην πρώτη σειρά. Τι θυμάμαι; Περάσαμε δυο ώρες με τα κεφάλια πίσω κοιτώντας σχεδόν τον ουρανό για να βλέπουμε, μια και η οθόνη τεράστια και η απόστασή μας απ’ αυτή, μηδενική. Για την ταινία, δεν έχω άποψη, δεν τη θυμάμαι. Δεν έχει και σημασία, εδώ που τα λέμε. Ο Χριστός και τα θεία πάθη υπήρξαν πηγή έμπνευσης για αμέτρητους συγγραφείς και καλλιτέχνες στην ανθρώπινη ιστορία, «αιρετικούς» ή μη.

Παρομοίως, δεν έχω άποψη για τη θεατρική παράσταση που ανεβάζει ο εξαίρετος θεατρικός ηθοποιός Λαέρτης Βασιλείου στο θέατρο Χυτήριο. Όχι μόνο επειδή δεν την έχω δει, αλλά δεν ξέρω καν το στόρι. Ξέρω μόνο ότι αναβλήθηκε λέει η πρεμιέρα της επειδή κάποιοι «θεούσοι» και «θεούσες» διαμαρτύρονταν έξω απ’ το θέατρο επειδή θίγονταν τα χριστιανικά τους ιδεώδη. Και εδώ βλέπω, μέσα σ' όλες τις κραυγαλέες ομοιότητες, μια κεφαλαιώδη διαφορά με το 1988. Τότε, η ταινία προβαλλόταν κανονικά, έκανε μάλιστα λόγω της διαφήμισης που έλεγα τεράστιες εισπράξεις. Παρά τις διαμαρτυρίες. Τώρα, η παράσταση ακυρώθηκε. Σήμερα,σε αντίθεση με τότε, οι «πιστοί» έχουν στο πλευρό τους έναν μικρό στρατό από «φουσκωτούς» που αναλαμβάνουν το πιο «δυναμικό» κομμάτι της διαμαρτυρίας. Μιλάω βέβαια για τους βουλευτές (!) και άλλα μέλη της Χρυσής Αυγής, μιας ακραίας, παραπολιτικής οργάνωσης, που κατάφερε να εκπροσωπείται στο ελληνικό Κοινοβούλιο και να παρεμβαίνει «δυναμικά», όπως λένε οι ίδιοι, σε περιπτώσεις που «προσβάλλεται το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων» – πάλι όπως λένε οι ίδιοι.

Από το 1988 έχουν περάσει – καθίστε να μετρήσω – 24 χρόνια. Είκοσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ένα παιδί που θα είχε γεννηθεί τότε, σήμερα μπορεί να εργάζεται, να κάνει ένα μεταπτυχιακό, να υπηρετεί τη θητεία του, χίλια δυο. Και όμως, έχω την εντύπωση ότι ζούμε όχι στο 2012 αλλά πολύ πριν ακόμα και από το 1988, ότι έχουμε επιστρέψει σε χρόνια που φοβόσουν να μιλήσεις ανοιχτά για όσα έπρεπε κανείς να μιλήσει ανοιχτά, που δεν ήξερες πώς και από πού θα σου έρθει η επόμενη «ρουκέτα» μισαλλοδοξίας και φανατισμού και με ποιον τρόπο να προφυλαχθείς, χωρίς ο ίδιος να έχεις κάνει κάτι. Εποχές εμφυλίου, ή μετεμφυλιακές. Εποχές δικτατορίας, που ο πατέρας μου έπρεπε, στο δρόμο για τη δουλειά του, να κρατάει την εφημερίδα διπλωμένη προς τα μέσα, για να μη φαίνεται ο τίτλος. Η πρεμιέρα της ταινίας αναβλήθηκε για απόψε, στις 11 το βράδυ. Από τις 6 το απόγευμα, λέει, θα πάνε απ' έξω από το θέατρο καλλιτεχνικά σωματεία για να την περιφρουρήσουν. Όχι οι απλοί πολίτες. Δεν είναι ότι φοβούνται, όπως τότε στη δικτατορία. Απλά θα περιμένουν μπροστά στις οθόνες της τηλεόρασης ή του κομπιούτερ τους να δουν τι θα γίνει. Γιατί δεν έχουμε δικτατορία, αλλά δημοκρατία. Αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Όπερ σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να παλέψεις για τίποτα, να διεκδικήσεις τίποτα, να υψώσεις το ανάστημά σου απέναντι σε ό, τι σε προσβάλλει. Όλα τα κάνουν κάποιοι άλλοι, που σε αντιπροσωπεύουν. Ιδίως στα δύσκολα. Σε σημείο οι μόνοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι που θα βρεθούν εκεί απόψε να είναι αυτοί της Χρυσής Αυγής. Και οι μόνοι απλοί πολίτες κάποιοι που θα ψάλλουν «Τη Υπερμάχω».

11 Οκτ 2012

Μια "εύκολη και γρήγορη"... ραπτομηχανή



Ιδού και μια διαφήμιση ραπτομηχανής (!) με σαφή σεξουαλικά υπονοούμενα. Μια «προκλητική» γυναίκα πλησιάζει αινιγματικά και γονατίζει μπροστά σε έναν άνδρα συνάδελφό της. Όποιος παρακολουθεί ωθείται να φανταστεί, από το βλέμμα της γυναίκας, το ύφος του άνδρα και το όλο σκηνικό, ότι θα του κατεβάσει το φερμουάρ του παντελονιού και θα ακολουθήσoυν τα σχετικά. Όμως αυτή εν τέλει του φτιάχνει το στρίφωμα του παντελονιού, εκστομίζοντας την πολυσήμαντη ατάκα «σ' έφτιαξα για τώρα... αλλά πρέπει να το τελειώσουμε στο σπίτι μου...».

Οι διαφημίσεις προδίδουν νομίζω πολλά για το που βρίσκεται και πώς πορεύεται - ή πώς θέλει να πορευτεί - μια κοινωνία. Αποκαλύπτουν τις πιο μύχιες σκέψεις και ανάγκες της, τα «θέλω» και τα «πρέπει» της. Και αυτό γιατί κάθε διαφήμιση είναι προσεκτικά, με χειρουργική ακρίβεια δημιουργημένη και μελετημένη, ώστε  να «κερδίσει» όσο το δυνατόν ταχύτερα το κοινό της, να πουλήσει το προϊόν της όσο γίνεται πιο αποτελεσματικά και αβίαστα.

Δεν ήμουν ποτέ «πουριτανός» ούτε σεμνότυφος αλλά θεωρώ ότι ζούμε μια πρωτοφανή, άνευ προηγουμένου επέλαση μιας «σέξι» φτήνιας, κυρίως μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που καθρεφτίζουν άλλωστε την ευρύτερη κοινωνία. Μια σαρωτική εμπορευματοποίηση του ερωτισμού και των ερωτικών ενστίκτων, με αποκλειστικό στόχο την προσέλκυση μεγάλων κοινών, εν προκειμένω πελατών, και κατ’ επέκταση το εύκολο, «φτηνό» κέρδος. Μια επίθεση, που δεν άφησε αλώβητη ούτε καν τη «θρυλική» ραπτομηχανή Singer. Και η οποία σε κάνει να αναρωτιέσαι, αν εχουμε φτάσει σε μια εποχή που για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα και σκοπιμότητες, ακόμα και μιας... ταπεινής ραπτομηχανής, θα χρησιμοποιηθεί κάθε δυνατό μέσο, χωρίς τις παραμικρές ηθικές αναστολές. Ιδίως αν πρόκειται να «πιάσει» το κοινό από χαμηλά...

10 Οκτ 2012

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας. Δείγμα πολιτισμού;

«Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 10 Οκτωβρίου, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη για τα ψυχικά νοσήματα», μαθαίνουμε.

Έχοντας εργαστεί και ζήσει, στα πλαίσια της δουλειάς μου, για μερικούς μήνες σε ίδρυμα για άτομα με νοητική στέρηση και ψυχικές ασθένειες – να διευκρινίσω ότι πολλά τέτοια ιδρύματα λειτουργούν ως ταυτόχρονα γηροκομεία, ψυχιατρεία και ιδρύματα για άτομα με νοητική αναπηρία, τρία σε ένα – έχω να πω ότι στις σημερινές, πολιτισμένες κοινωνίες, η ποινή του θανάτου δια της ρίψης στον Καιάδα που επέβαλλαν οι σκληροί, απολίτιστοι Σπαρτιάτες σε όσους γεννιούνταν διαφορετικοί, έχει πλέον μετατραπεί μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια «προόδου», σε ποινή ισόβιας κάθειρξης σε ευαγή ιδρύματα. Ιδρύματα όπου «φιλοξενούνται» σχιζοφρενείς μαζί με άτομα με αυτισμό ή με σύνδρομο Down, έχοντας σαν παρέα ανθρώπους με καθαρή νοητική στέρηση (χωρίς δηλαδή κάποια ψυχική πάθηση) ή απλά κοινωνικά απόβλητους: όλοι οι «καλοί» χωράνε, ιδίως αν δεν νοιάζεται κανείς γι’ αυτούς, και πρώτοι απ’ όλους οι δικοί τους.

Τα προβλήματα, απ’ όσο είδα ιδίοις όμμασι, πολλά: προσωπικό ανειδίκευτο, ακατάλληλο και πλήρως «ιδρυματοποιημένο» – η δουλειά σε ένα τέτοιο ίδρυμα αποτελεί για πολλούς το πλησιέστερο υποκατάστατο της εξασφάλισης στο δημόσιο, νιώθουν και λειτουργούν σαν δημόσιοι υπάλληλοι με όλα τα αρνητικά που αυτό συμπεριλαμβάνει, όπως η απέχθεια για κάθε είδους αλλαγές ή εκσυγχρονισμούς –, διοικήσεις άσχετες ή με τα εντελώς δικά τους συμφέροντα – πολύ συχνά τέτοιοι χώροι γίνονται πεδία παιχνιδιών εξουσίας και σκοπιμοτήτων, στις «πλάτες» των τροφίμων και εν ονόματί τους –, αδιάφορους ή εγκληματικά αμελείς (αν δεν μιλάμε και για περιπτώσεις σεξουαλικής ή άλλης κακοποίησης από βρεφική ηλικία) γονείς και συγγενείς, που «πετάνε» σε αυτά τα ιδρύματα τα παιδιά τους, τα αδέρφια τους, τα ανίψια τους, εκτός αν έχουν συμφέρον να τα κρατήσουν σπίτι για να εισπράττουν επιδόματα.

Όσον αφορά το προσωπικό, επειδή οι συνθήκες τόσο από άποψης απολαβών όσο και γενικότερα – φαντάζεστε τι εννοώ – δεν είναι και οι καλύτερες, τα ιδρύματα αυτά δύσκολα θα προσελκύσουν το απαιτούμενο εξειδικευμένο προσωπικό. Με συνέπεια να μαζεύουν σαν προσωπικό κάθε καρυδιάς – ανειδίκευτο – καρύδι, που δεν γνωρίζει πώς να χειριστεί, πώς να αντιμετωπίσει, τους τροφίμους: άνθρωποι, περισσότερο γυναίκες, μέτριας μόρφωσης που πιστεύουν ακράδαντα ότι με μοναδικό όπλο την «αγάπη» όλα θα λυθούν, όλα θα βρουν το δρόμο τους. Αντιμετωπίζοντας, βολικά για τις ίδιες, τους τροφίμους που φροντίζουν σαν μωρά (στο ίδρυμα που ο ίδιος εργάστηκα έτσι τους αποκαλούσαν) χωρίς ιδιαίτερες ανθρώπινες ανάγκες, πέραν αυτών ενός βρέφους. Ακόμα και άτομα με ελαφρότερης μορφής στέρηση, νέα παιδιά με αυτό που θα λέγαμε ψυχοκοινωνικά προβλήματα, θύματα περισσότερο κακών γονιών και ατυχιών στη ζωή τους τσουβαλιάζονται και ιδρυματοποιούνται ακόμα και αν διαμένουν σε «σπίτια στην κοινότητα» ή σε άλλους χώρους εκτός ιδρυμάτων, εξαιτίας, ξανά, του ανειδίκευτου, ανυποψίαστου προσωπικού, που μπορεί κι αυτά να τα αντιμετωπίζει σαν υπερμεγέθη βρέφη ή απλώς να μην ξέρει τι να κάνει.

Όσον αφορά τις διοικήσεις, βρίσκονται σε έναν διαρκή αγώνα δρόμου για εξεύρεση πόρων με κύριο αντίπαλο ένα αδιάφορο, απρόσωπο, ανάλγητο κράτος αλλά πολλές φορές και γονείς και συγγενείς που αρνούνται να συνεργαστούν ή να βοηθήσουν, έχοντας τα χίλια δυο δικά τους προβλήματα. Υπό αυτές τις συνθήκες οικονομικής λιμοκτονίας, οι δυνατότητες ακόμα και της πιο υγιούς και φιλόδοξης διοίκησης σε ένα τέτοιο ίδρυμα παραμένουν, το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς, περιορισμένες, εξαναγκάζοντάς την απλώς να προσπαθεί να μην ισχύει το «κάθε πέρσι και καλύτερα». Αν βεβαίως μιλάμε για διοικήσεις που ενδιαφέρονται πραγματικά για αυτούς τους ανθρώπους και όχι με τις δικές τους μικροπολιτικές επιδιώξεις, που πολλές φορές βλέπουν ένα τέτοιο ίδρυμα απλώς και μόνο ως σκαλοπάτι για κάτι «ψηλότερο».

Αν τώρα έρθουμε στους γονείς και τους λοιπούς οικείους, μιλάμε για ανθρώπους που πολλές φορές αδυνατούν να βοηθήσουν τα ίδια τους τα παιδιά ή ευθύνονται οι ίδιοι κατά μεγάλο μέρος για την κατάστασή τους. Και στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά της λύσης. Περιπτώσεις δηλαδή παιδιών με ήπιας μορφής νοητική στέρηση που εξαιτίας της έπεσαν θύματα γονεϊκής εκμετάλλευσης (οικονομικής, σεξουαλικής ή άλλης) με συνέπεια η κατάστασή τους να χειροτερέψει ή να συνοδευτεί από κάποια ψυχική πάθηση ή βαριά ψυχολογικά προβλήματα (και από εκεί και πέρα αυτοτραυματισμούς και άλλα που επιβαρύνουν την υγεία τους και δυσκολεύουν την αντιμετώπισή τους). Υπάρχουν βέβαια και οι γονείς που πραγματικά αγαπάνε τα παιδιά τους και ενδιαφέρονται, ψάχνουν απελπισμένα πώς να τα βοηθήσουν, αλλά βρίσκονται και νιώθουν μόνοι απέναντι στο προαναφερθέν ανύπαρκτο έως εντελώς αδιάφορο κράτος και μια επίσης αδιάφορη έως ρατσιστική, απέναντι σε κάθε τι διαφορετικό, κοινωνία.

Πάντα πίστευα ότι ο πολιτισμός μιας κοινωνίας αντανακλάται στο πώς φέρεται σε αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, στους «πιο αδύναμους κρίκους» της. Εκεί φαίνεται κατά πόσον αυτή η κοινωνία ακολουθεί στενές, εργαλειακές λογικές ή βαθύτερες, ουσιαστικότερες, ανθρώπινες. Και νομίζω μπορεί ο καθένας να βγάλει ως προς αυτό τα συμπεράσματά του, από τα δείγματα που μέχρι σήμερα έχουμε.

γράφτηκε για το free press Parallaxi και δημοσιεύτηκε εδώ

30 Σεπ 2012

Στα Πετράλωνα της εποχής των παγετώνων

Επιστρέφοντας από ένα σαββατοκύριακo στη Χαλκιδική, είπα να κάνω ένα πέρασμα από την τελευταία εποχή των παγετώνων. Μιλάω βεβαίως για το περίφημο σπήλαιο των Πετραλώνων, όπου βρέθηκε και το ομώνυμο απολιθωμένο κρανίο του παλαιότερου (μετά τον Κων. Μητσοτάκη) ανθρώπου του ελλαδικού χώρου - πιθανώς μέχρι και εφτακοσίων χιλιάδων ετών. Φτάσαμε πάνω ακριβώς που θα αναχωρούσε για εκεί ένα ωραιότατο τρενάκι, που σε γλίτωνε απ' τον ποδαρόδρομο (μια και αυτοκίνητα δεν πάνε). Αφού μας γκρίνιαξαν οι υπόλοιποι που τους καθυστερούσαμε μέσα στο λιοπύρι, μπήκαμε στο ολόδικό μας, πριβέ βαγόνι, μιας και δεν χωρούσαμε σε αυτό που είχαν στριμωχτεί όλοι οι άλλοι. Μεγαλεία, σας λέω!

 
Και να που φτάσαμε στην είσοδο του σπηλαίου.
 
 
Μια επιγραφή μας ενημερώνει πότε ανακαλύφθηκε.
 
 
Τώρα θα περιμένατε να δείτε το εσωτερικό και πράγματι θα ήταν ωραιότατα αν θα μπορούσατε να βλέπατε τους μαγευτικούς σταλαγμίτες και σταλακτίτες εντός αλλά, όπως λέει και η παρακάτω επιγραφή την οποία σεβάστηκα...
 
 
Άραγε τι έβλεπε ο αρχάνθρωπος καμιά εξακοσαριά χιλιάδες χρόνια πριν σαν ξεμύτιζε από τη σπηλιά του να πάρει λίγο φρέσκο αέρα, που θα του 'χε φάει τα κοκκαλάκια η υγρασία;
 
 
Καθοδόν για το μουσείο με τα ευρήματα από τη σπηλιά, μερικά συμπαθή ζωάκια (αρκούδες, ρινόκεροι, λιοντάρια κ.α.) που ζούσαν εκεί γύρω και κρατούσαν συντροφιά των μακρινών προγόνων μας.
 
 
Μπαίνοντας στο μουσείο, ορίστε δυο χελώνες (με χελωνάκι) της τελευταίας εποχής των παγετώνων.
 
 
Όχι, δεν πρόκειται για κομμάτια από σουσαμένια κουλούρια (μα έμοιαζαν!) αλλά, όπως λέει και η ταμπελίτσα, βραχιόνιο και δεξιά κερκίδα λιονταριού.
 
 
Και το περίφημο κρανίο, σε εκμαγείο.
 
 
Αλλά και αναπαράσταση του σημείου στο σπήλαιο όπου βρέθηκε, σαν απολίθωμα (το βλέπετε κάτω αριστερά).
 
 
Αν ποτέ σας φέρει ο δρόμος σας από τα Πετράλωνα (το χωριό της Χαλκιδικής, όχι αυτά που κάνει στάση ο ηλεκτρικός), θα σας πρότεινα ένα πέρασμα από το σπήλαιο. Θα δείτε ότι τελικά υπήρχε ζωή στη Χαλκιδική πολύ πριν αυτή γίνει τουριστικό θέρετρο, ασχέτως αν πολλοί την προσπερνούν μάλλον αδιάφορα. Και αν, πάλι, δεν σας εντυπωσίασαν όλα αυτά, καθοδόν θα δείτε και το... Κρεμλίνο (σε κέντρο διασκέδασης). Όχι παίζομε!