26 Οκτ 2010

Μαμά, βγήκα στην τηλεόραση

Χθες κατάλαβα επιτέλους, μετά από χρόνια που αναρωτιόμουν, ποιο ήταν το όνειρο του Γιώργου Παπανδρέου. Δεν ήταν ούτε να γίνει πρωθυπουργός (γι' αυτό και ήταν ειλικρινής χθες όταν είπε ότι δεν τον ενδιαφέρει η καρέκλα του πρωθυπουργού), ούτε να επιτελέσει, όπως είπε, το 'πατριωτικό του καθήκον'. Δεν ήταν ούτε καν το να αλλάξει την Ελλάδα. Το όνειρό του ήταν να βγει στην τηλεόραση. Και μάλιστα σε ώρες υψηλής τηλεθέασης, για δυο συνεχόμενες ώρες. Και να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει...

Να μιλάει για τους 'κυνικούς εταίρους' (δηλαδή τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά ο πρωθυπουργός μας έχει τη συνήθεια να 'τρώει' τις μεσαίες συλλαβές των λέξεων), να πασχίζει να πει τη λέξη 'συναθροιστούν' (άλλο ένα καψόνι του λογογράφου του), που μπορεί σαν λέξη να φαίνεται ωραία σε ένα προσχέδιο ομιλίας, αλλά άντε να την προφέρεις τη ρημάδα.

Περισσότερο απ' όλα, τον άκουσα να απαντά για το καυτό ζήτημα της ανεργίας ότι θα λυθεί όταν θα 'μπούμε σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης' (αυτό θα πει σαφήνεια!). Και να βάζει το εκβιαστικό δίλημμα, εν μέσω αυτής της φοβερής κρίσης: 'ή μας ψηφίζετε στις δημοτικές εκλογές ή δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει'.

Ο πρωθυπουργός έκανε χθες πραγματικότητα το όνειρό του. Βγήκε στην τηλεόραση και μίλησε επί δυο ώρες σε διακαναλική σύνδεση, χωρίς να πει τίποτα. Νομίζω ότι με όλα τα προβλήματα που έχουμε, και έρχονται, ήταν το τελευταίο που χρειαζόμασταν.

24 Οκτ 2010

Το Καπλάνι της Βιτρίνας, 30 χρόνια μετά

Σήμερα το πρωί σε ένα βιβλιοπωλείο, ψάχνοντας δώρο για την ανιψιά μου που είχε τα γενέθλιά της, έπεσα πάνω σε ένα αγαπημένο μου βιβλίο, που όταν ήμουν στην ηλικία της - εκεί, γύρω στα δέκα ή λίγο παραπάνω - δε χόρταινα. Ήταν το Καπλάνι της Βιτρίνας της εικονιζόμενης Άλκης Ζέη. Ένα βιβλίο που με είχε μαγέψει σαν παιδί και τριάντα χρόνια μετά ακόμα μάγευε. Με το που το είδα, ήταν σαν να με έσπρωχνε ένα αόρατο χέρι να το πάρω στα χέρια μου. Ξεμοναχιαστήκαμε σε μια γωνία του βιβλιοπωλείου και, ανοίγοντάς το, άνοιξα μια σήραγγα στο χρόνο. Καθώς περνούσαν μπροστά μου οι λέξεις οι τόσο γνώριμες, οι τόσο δικές μου, ο άντρας των σαράντα χρόνων έγινε ξανά το αγόρι που ξάπλωνε τα καλοκαίρια μπρούμυτα και χανόταν στη μαγεία με την οποία η μεγάλη αυτή συγγραφέας πότιζε τα βιβλία της και όσους τα έπαιρναν στα χέρια τους. Το Καπλάνι ήταν ένα βιβλίο που με σχημάτισε πολιτικά, κινούμενο στη δύσκολη εποχή του ισπανικού εμφυλίου, της δικτατορίας του Μεταξά, των 'προεόρτιων' του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ιδωμένης μέσα από τη ματιά της μικρής πρωταγωνίστριας. Διηγούμενη με απαράμιλλη ευθύτητα και αμεσότητα όσα διασκέδαζαν, προβλημάτιζαν, εντυπωσίαζαν, στενοχωρούσαν την πρωταγωνίστριά της, η μεγάλη αυτή κυρία των ελληνικών γραμμάτων περνούσε, με δούρειο ίππο την απλότητα της παιδικής ματιάς, βαθιά μηνύματα και προβληματισμούς γύρω από τους καιρούς της. Στη συνάντησή μας τριάντα χρόνια μετά το πρώτο μας ραντεβού, μου ήταν αλήθεια πολύ δύσκολο να αφήσω το βιβλίο στο ράφι απ' όπου το είχα βγάλει και να με επαναφέρω στην 'τάξη'. Και μπορώ να πω ότι στην εποχή αυτή, την κάπως θα έλεγα φτηνή ή αν θέλετε επιδερμική, στην εποχή του Big Brother ή δεν ξέρω τίνος άλλου ξενωτικού τερατουργήματος, ήταν μια καθαρτική εμπειρία η απρόσμενη και τόσο ανθρώπινη αυτή συνάντηση με την παιδική μου ηλικία και ένα τόσο αγαπημένο βιβλίο από τα παλιά, τα πολύ παλιά. Νομίζω ότι κάτι τέτοιες στιγμές αποζημιώνουν για εκατοντάδες, χιλιάδες ώρες σκοτωμένες μπροστά στην τηλεόραση. Και ότι η υψηλή τέχνη της κυρίας Ζέη θα μου μιλάει για πολλά χρόνια ακόμα, με την ίδια πάντα φρεσκάδα. Ας είναι καλά.

22 Οκτ 2010

Μια ξεκάθαρη αναμέτρηση

Σε αυτές τις εκλογές εύχομαι να ψήφιζα σε έναν από τους δυο μεγάλους δήμους, της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Και αυτό γιατί οι δυο κυρίως αντίπαλοι αντιπροσωπεύουν όχι μόνο διαφορετικούς πολιτικούς χώρους αλλά - και αυτό το νομίζω σημαντικότερο - διαφορετικές νοοτροπίες και κοσμοαντιλήψεις. Απ' τη μια, Κακλαμάνης στην Αθήνα και Γκιουλέκας στη Θεσσαλονίκη. Και, απ' την άλλη, ο πρώην Συνήγορος του Πολίτη Γιώργος Καμίνης στην Αθήνα και ο Γιάννης Μπουτάρης στη Θεσσαλονίκη. Οι δυο πρώτοι με στιβαρό κομματικό χρίσμα, γνήσιοι εκπρόσωποι της ιδεολογίας της ΝΔ και συστημικών αντιλήψεων, νοοτροπιών, συμπεριφορών που χαρακτηρίζουν το πολιτικό κατεστημένο. Αντιπροσωπεύουν επάξια το Ancien Régime της ελληνικής πολιτικής σκηνής, το οποίο όλοι γνωρίζουμε. Η ψήφος σε αυτούς θα είναι μια ψήφος στο παρελθόν σε βάρος του παρόντος και, κυρίως, του μέλλοντος. Θα είναι μια ψήφος υπέρ της οπισθοδρόμησης, υπέρ μιας σκληροπυρηνικής, μισαλλόδοξης, ξεπερασμένης από την εποχή της νεοδεξιάς που μεταμφιεσμένη σε κεντροδεξιά προσπαθεί να ψαρέψει κεντρώους ψηφοφόρους. Στον αντίποδα, Καμίνης και Μπουτάρης εκπροσωπούν μια άλλη κοσμoαντίληψη, απελευθερωμένη από βαριά κομματικά χρίσματα, μικροπολιτικούς ελιγμούς και μεγαλοστομίες. Ο τρόπος που στέκονται απέναντι στους αντιπάλους τους προδίδει τη διαφορετικότητά τους, την υποψηφιότητα την απαλλαγμένη από μικροκομματικά βαρίδια. Εν ολίγοις, τα πράγματα, ύστερα από αρκετές τετραετίες 'χλιαρών' αναμετρήσεων, είναι αυτή τη φορά πολύ ξεκάθαρα: η αναμέτρηση είναι μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, μεταξύ του Παλαιού Καθεστώτος της ελληνικής πολιτικής και κάποιων νέων, διαφορετικών αντιλήψεων που δειλά αλλά σταθερά ανατέλλουν. Η επιλογή δική σας.

19 Οκτ 2010

Mετά την Ακρόπολη, το Μουσείο

Μετά την Ακρόπολη, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αποκλεισμένο από συμβασιούχους του ΥΠΠΟ βρίσκεται από το πρωί το σημαντικότερο ελληνικό μουσείο. Άνθρωποι δηλαδή που κάπου, κάπως, κάποτε 'τρούπωσαν' και υπέγραψαν συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο ΥΠΠΟ προσπαθούν, δια της βίας, να γίνουν μόνιμοι, νομίζοντας ότι οι χώροι εργασίας τους, οι οποίοι τυχαίνει να αποτελούν κεντρικά κομμάτια όχι μόνο της εγχώριας αλλά και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, τους ανήκουν. Και μπροστά στην πραγματοποίηση του ονείρου τους (του γνωστού Greek Dream) δεν διστάζουν να παρουσιαστούν και να λειτουργήσουν σαν ιδιοκτήτες των μνημείων, των μουσείων της Ελλάδας. Πολλοί λένε ότι οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν τον τελευταίο τροχό της αμάξης, τον πιο αδύναμο κρίκο μιας σάπιας αλυσίδας ρουσφετοκρατίας, πελατειακών σχέσεων, χαμηλού επιπέδου πολιτικών και απελπισμένων ψηφοφόρων. Διαφωνώ. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του και επιλέγει να γίνει κομμάτι μιας αλυσίδας διαφθοράς. Και από εκεί και πέρα δεν έχει κανένα μα κανένα δικαίωμα να απαιτεί και να εκβιάζει. Υπήρξα και ο ίδιος και άνθρωποι του στενού μου περιβάλλοντος άνεργος για σειρά ετών αλλά ποτέ δεν μπήκα στον 'πειρασμό' να πάρω τηλεφωνάκια, να αφήσω για λίγο ή και για περισσότερο την αξιοπρέπειά μου στην άκρη προκειμένου να 'δέσω τον γάϊδαρό μου', να μπω στον τόσο βολικό ρόλο του τίμιου πλην απελπισμένου νέου. Γι' αυτό και δεν δικαιολογώ κάποιον ο οποίος όχι μόνο το έκανε, αλλά το χρησιμοποιεί και ως εφαλτήριο για αξιώσεις, διεκδικήσεις, άσκηση βίας. Ζούμε σε μια χώρα που υπέφερε και εξακολουθεί να υποφέρει από διεφθαρμένους πολιτικούς και απελπισμένους, σε βαθμό διαφθοράς, πολίτες. Μια χώρα χωρίς παραγωγικές δομές που στηρίζεται για την επιβίωσή της στο λιανεμπόριο που αργοπεθαίνει, στις υπηρεσίες που πουλάμε μέχρι τελικής πτώσεως ο ένας στον άλλο και στο πανταχού παρόν και πολυπρόσωπο κράτος. Ένα αμφιταλαντευόμενο κράτος, που με το ένα χέρι προσφέρει βοήθεια στους 'απελπισμένους' και με το άλλο παίρνει πίσω ό, τι έδωσε όταν αναγκάζεται να τηρήσει και τους νόμους. Οι συμβασιούχοι του ΥΠΠΟ δεν είναι παρά άνθρωποι που, όπως πολλοί άλλοι, πάνω στην απελπισία τους δέχτηκαν να παίξουν ένα παιχνίδι που εξαρχής ήξεραν πολύ καλά ότι ήταν βρώμικο. Ας υποστούν τώρα τις  συνέπειες.

16 Οκτ 2010

Δείκτες

Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια ισχύει στην Ελλάδα κάτι που πάντα ίσχυε: όσο πιο ακαταλαβίστικα μας τα λένε οι οικονομολόγοι, όσο περισσότερο μιλάνε εμφατικά για δείκτες και καμπύλες, σταθερές και μεταβλητές, αραδιάζοντας νούμερα, ποσοστά και θεωρητικά μοντέλα, τόσο πιο άσχημα πάνε τα πράγματα. Παρακολουθούσα σήμερα στην τηλεόραση τον πρώην υπουργό Οικονομικών Χριστοδουλάκη να βεβαιώνει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο χάλια όσο παρουσιάζονται, ότι πρέπει να βγούμε από την αυτολύπηση, ότι η ελληνική οικονομία μια χαρά τα πάει. Αυτό ακριβώς όμως είναι το πρόβλημα: ότι διαρκώς μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ της ελληνικής οικονομίας του κύριου Χριστοδουλάκη και άλλων επιφανών οικονομολόγων και του πώς ζει ο κοσμάκης. Και ότι όσο καλύτερα τα πάει η οικονομία τόσο μεγαλώνει η ανεργία, τόσο εντείνεται η φτώχεια, τόσο 'δεν βγαίνουμε'. Οι ελληνικές τράπεζες, όπως σωστά είπε ο πρώην υπουργός, άντεξαν στην κρίση και θα έχουν μέλλον λαμπρό με τους τρόπους και τις μεθόδους που όλοι ξέρουμε, έχοντας και την ανάλογη κρατική κεφαλαιακή υποστήριξη, όπως αρμόζει σε έναν κρατικοδίαιτο αναρχοκαπιταλισμό ελληνικού τύπου. Το ίδιο ισχύει και για τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, που οι δείκτες κερδοφορίας τους παρέμειναν άθικτοι από τη φοβερή κρίση και ήδη παίρνουν τα πάνω τους, καθώς είχαν από χρόνια φροντίσει να μεταφέρουν την παραγωγή τους στα Σκόπια, στη Βουλγαρία και σε άλλες φτηνές από άποψης εργατικού δυναμικού χώρες. Περιττό να τονιστεί, βεβαίως, ότι η κατανάλωση των προϊόντων που παράγονται με αυτό τον τόσο 'έξυπνο' τρόπο από ελληνικές και μη επιχειρήσεις παραμένει ύψιστο πατριωτικό καθήκον του διαρκώς φτωχότερου Έλληνα. Ο οποίος σύντομα θα μάθει από τα δελτία ειδήσεων που ανελλιπώς παρακολουθεί ότι η ελληνική οικονομία ξανάρχισε να παρουσιάζει θετικούς δείκτες, ότι οι ελληνικές τράπεζες ανέκτησαν το κύρος τους, ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις πνίγονται στα κέρδη, ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο. Και θα αναρωτιέται γιατί παρόλα αυτά κάθε μέρα γίνεται φτωχότερος, γιατί οι δουλειές εξακολουθούν να λιγοστεύουν και οι μισθοί να φτάνουν όλο και λιγότερο ακόμα και για τα βασικά, παρότι πολιτικοί αρχηγοί, παρουσιαστές δελτίων ειδήσεων, οικονομολόγοι και αναλυτές, όλοι όσοι δηλαδή εμπιστεύεται και ακούει, τον διαβεβαιώνουν ότι πάει, όλα πέρασαν. ΑΝ θα μπορεί ακόμη να αναρωτηθεί.

14 Οκτ 2010

The Greek Dream ή τι (ξανα)είδε σήμερα ο Γιαπωνέζος



Τι σημαίνει Greek Dream; Mα πρόκειται για το όνειρο πρόσληψης και μονιμοποίησης στο Δημόσιο, που αποτελεί νομίζω το ελληνικό αντίστοιχο του American Dream. Όπως ο μέσος Αμερικανός αλλάζει δέκα ή δεκαπέντε τόπους διαμονής στη διάρκεια της ζωής του αναζητώντας καλύτερες δουλειές και ευκαιρίες, έτσι και για το μέσο Έλληνα που στα δύσκολα μπορεί και να βαριέται να ψάχνει από δω κι από κει για δουλειά άνευ μονιμότητας, κουράζεται να σκεφτεί πώς θα καινοτομήσει, ούτε καν διανοείται να ανοίξει έναν νέο χώρο απασχόλησης με μια καλή ιδέα όπως γίνεται κατά κόρον σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η πρόσληψη και μονιμοποίηση στο Δημόσιο αποτελεί όνειρο ζωής. Ιδίως όταν στόχο ζωής του έχει να αποκτήσει ένα δικό του κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του, το οποίο αργά και απολαυστικά θα επιπλώσει με βαριά έπιπλα, μεγάλη τραπεζαρία και τεράστια τηλεόραση, για να μην το κουνήσει από εκεί στην υπόλοιπη ζωή του - απολαμβάνοντας, αν έχει εν τω μεταξύ καταφέρει να διοριστεί και στο Δημόσιο, την εργασιακή του νιρβάνα. Και ποιο καλύτερο μεταξύ όλων των υπουργείων για να μονιμοποιηθεί κανείς από το «χλιδάτο» υπουργείο Πολιτισμού; Όσο να ’ναι, άλλη «μούρη» πουλάει κανείς δηλώνοντας ότι εργάζεται στο υπουργείο Πολιτισμού, άλλη αίγλη, άλλο κύρος του χαρίζει ένας τέτοιος διορισμός. Μια μονιμοποίηση στο ΥΠΠΟ αντιπροσωπεύει την εκπλήρωση του ελληνικού ονείρου με τον ιδεώδη τρόπο, με τον διορισμό στο πιο σικάτο υπουργείο. Οι συμβασιούχοι λοιπόν του υπουργείου Πολιτισμού θα έπρεπε να επαινεθούν και όχι να επικριθούν για την πρωτοβουλία τους να κλείσουν τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης. Όπως βλέπετε και στη φωτογραφία, προβάλλουν το ελληνικό όνειρο στα πέρατα της οικουμένης, κάνουν γνωστό το Greek Dream σε μακρινές χώρες, στις οποίες θα ταξιδεύσουν οι διαμαρτυρίες τους. Για να μαθαίνουν τα αμερικανάκια, οι κουτόφραγκοι, οι χαζοασιάτες, ότι εδώ στην Ελλάδα ξέρουμε να διεκδικούμε την εκπλήρωση των ονείρων μας.


ΥΓ: Αυτή η ανάρτηση είχε πρωτοανέβει τον Μάρτιο του 2009 αλλά ξαναήρθε στην επικαιρότητα...

12 Οκτ 2010

Όταν μια κοινωνία δικάζει...

Καταρχάς να ξεκαθαρίσω κάτι: ο Επαμεινώνδας Κορκονέας μου είναι αντιπαθής. Αντιπροσωπεύει ό, τι απεχθάνομαι. Το ίδιο και ο δικηγόρος του Αλέξης Κούγιας. Και θεωρώ τουλάχιστον φριχτό το να σκοτώνεται ένα 15χρονο παλικαράκι επειδή βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, από τα πυρά ενός θερμοκέφαλου ‘τσαμπουκαλή’ ένστολου. Όλα αυτά όμως ΔΕΝ δικαιολογούν την υπερβολικά βαριά ποινή των ισοβίων που επιβλήθηκε στον Κορκονέα για την πράξη του. Μια ποινή που οφείλεται νομίζω περισσότερο στις μαζικές και καταστροφικές αντιδράσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και στις τεράστιες διαστάσεις που πήρε το τραγικό αυτό γεγονός. Εν ολίγοις και για να μπω κατευθείαν στο ψητό μια κοινωνία που ζει σε μια διαρκή μεταπολίτευση, που την έχει πλακώσει η παραβιασμένη από το χουντικό τανκ καγκελόπορτα του Πολυτεχνείου το σημαδιακό 1973 και δε λέει έκτοτε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της, καταδίκασε σε ισόβια δεσμά έναν ανεγκέφαλο πιστολέρο επειδή τη χτύπησε εκεί που περισσότερο πονάει: στις επαναστατικές της φαντασιώσεις.

Την ίδια στιγμή παραμένουν ατιμώρητοι οι εμπρηστές και δολοφόνοι – αυτοί βλέπετε δεν ήταν ένστολοι – της Μαρφίν και οι δεκάδες καταστροφείς και εμπρηστές δημόσιας περιουσίας που ξεχύθηκαν στους δρόμους μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου τρομοκρατώντας μια ολόκληρη πόλη, μια ολόκληρη χώρα. Σε μια χώρα που ζει μια διαρκή πολιτική εφηβεία, οι Κορκονέες θα είναι πάντοτε οι εκπρόσωποι ενός κακού, απρόσωπου ‘κατεστημένου’. Και οι κάθε λογής μασκοφόροι δολοφόνοι και εμπρηστές οι σεβαστοί εκπρόσωποι ενός καταπιεσμένου πλην κατά βάθος επαναστατημένου λαού, που έχει ένα απύθμενο απωθημένο απέναντι σε ένα αόρατο αλλά μοχθηρό κράτος που του ζητάει να πληρώνει τους φόρους του, να μην καπνίζει σε κλειστούς δημόσιους χώρους, να ‘ανοίξει’ το επάγγελμά του, να εφαρμόζει εν γένει τους νόμους και άλλα τέτοια απαράδεκτα.

Ο Επαμεινώνδας Κορκονέας είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας άρρωστης κοινωνίας που φοβάται, που αδυνατεί, που αρνείται να ενηλικιωθεί πολιτικά. Τα ισόβια δεσμά είναι μια ποινή που του επιβλήθηκε όχι από το δικαστήριο της Άμφισσας αλλά από την ίδια αυτή κοινωνία που εξακολουθεί να σκέφτεται μονομερώς, να τιμωρεί μονόπλευρα και να αρνείται πεισματικά να ξεπεράσει τις παθογένειές της. Ο Επαμεινώνδας Κορκονέας δεν αποτελεί παρά ένα μικρό κύτταρό της, που έπρεπε να πληρώσει το τίμημα του ρόλου που του είχε ανατεθεί και είχε αναλάβει να παίξει, στο θέατρο του παραλόγου των Εξαρχείων. Ας πρόσεχε.

7 Οκτ 2010

Ένας μικρός Τιτανικός...

Πάει καιρός τώρα που σταμάτησα να σκέφτομαι φωναχτά στο blog. Ίσως γιατί διαπίστωσα ότι όσο και να τις φωνάξω, οι σκέψεις μου, όπως και οι σκέψεις κάθε πτωχού πλην τίμιου blogger, παραμένουν στην καλύτερη περίπτωση μια σταγονίτσα σε έναν ωκεανό δακρύων, ιδρώτα και σάλιου, που ξοδεύεται όλο και πιο άσκοπα σε τηλεπαράθυρα, παρεοκουβέντες, ανταλλαγές απόψεων κάθε είδους γύρω από την περίφημη κρίση. Σήμερα λέει κατεβαίνουν σε διαμαρτυρία στο κέντρο της Αθήνας ιδιοκτήτες κεντρικών μπαρ εναντίον των αντικαπνιστικών μέτρων. Ανέκαθεν το τσιγάρο μου έμοιαζε με σήμα κατατεθέν μιας υποκουλτούρας γκρίνιας, μιζέριας, κακομοιρισμού, που νομίζω μας χαρακτηρίζει ως λαό. Και όλοι μα όλοι κάνουν ό, τι μπορούν για να μην αλλάξει. Όπως κάθε τι στραβό στον μουντζωμένο αυτό τόπο. Αυτό σκέφτομαι όταν πέφτω σε κουβέντες μεταξύ οδηγών τρόλεϊ και επιβατών ή άλλες τέτοιες, καθημερινές ευκαιρίες να κρυφακούσω τη φωνή του νεοέλληνα. Σε κάτι τέτοιες συζητήσεις ακούω για το πώς η παρούσα κυβέρνηση εκτελεί ένα σχέδιο καταστροφής της χώρας ή υποδούλωσής της σε κάποια αόρατα αλλά φοβερά συμφέροντα, έχοντας ως κύριο στόχο και θύμα της τον νεοέλληνα σε κάθε του μορφή – τον φορτηγατζή, τον δημόσιο υπάλληλο, τον ιδιοκτήτη μπαρ. Και πάντα, εννοείται, σε συμπαιγνία με τους έχοντες και κατέχοντες, σε βάρος των φτωχών και καταφρονεμένων. Ως ταπεινός αλλά και υπερήφανος – διότι θεωρώ άκρως τιμητικό το να ΜΗΝ έχεις κάνει λεφτά σε αυτή τη χώρα – εκπρόσωπος των τελευταίων, έχω να πω ότι ουδεμία συμπαιγνία βλέπω, κανένα σκοτεινό σχέδιο αποδιάλυσης της Ελλάδας. Αυτό που βλέπω είναι μια χώρα η οικονομία της οποίας στηρίζεται δυσανάλογα στο λιανεμπόριο και τις υπηρεσίες, η οποία επιτέλους πληρώνει το τίμημα για το ότι οι κάτοικοί της αρνούνταν πεισματικά να το δουν αυτό. Και επέμεναν να (θέλουν να) ζουν όπως οι Γάλλοι, οι Άγγλοι, οι Ιταλοί ή όποιοι άλλοι, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά. Βλέπω μια χώρα της οποίας οι καλύτεροι φεύγουν, εγκαταλείποντας ένα πλοίο στο οποίο, παρότι βυθίζεται, η ορχήστρα στο σαλόνι εξακολουθεί να παίζει υστερικά, με τους ξεχασμένους επιβάτες της πρώτης θέσης να χορεύουν ασταμάτητα και τους υπόλοιπους να περιμένουν τη σειρά τους για την πίστα. Το πλήρωμα εξακολουθεί να μην μπορεί καν να δει σε τι είδους παγόβουνο έχουν βρει και το χειρότερο; Οι σωσίβιες λέμβοι δεν φτάνουν για όλους…