Καμιά φορά έχει κανείς την εντύπωση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από παγκοσμιοποιημένοι εθνικισμοί. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει αυτός της Κίνας, που αποφάσισε να αντιγράψει πιστά τη δυτική φαντασίωση της απεριόριστης, αέναης αύξησης παραγωγής και κατανάλωσης και να την ξαναπουλήσει στη Δύση σε φτηνότερη τιμή. Αυτή την γιγάντωση της Κίνας ως μιας υπερδύναμης-‘μαϊμούς’ καταγράφει με μοναδικό αφηγηματικό ταλέντο ο Τζόε Μπένετ, σε ένα βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου και στο οποίο ο ταξιδιάρης Βρετανός αναζητά την πηγή των… σωβράκων του. Η αρχική του απορία; Πώς γίνεται να μπορεί να αγοράζει τόσο φτηνά τόσα προϊόντα made in China και, ταυτόχρονα, να μη γνωρίζει το παραμικρό γι’ αυτή τη χώρα και το modus operandi της οικονομίας της. Μια και δυο λοιπόν, ο Τζόε ταξίδεψε στην αχανή αυτή μητέρα του παγκόσμιου εμπορίου για να ανακαλύψει πώς, που και από ποιους φτιάχνονται αυτά τα τόσο φτηνά αλλά και τόσο απαραίτητατα αξεσουάρ. Οι εντυπώσεις του; Ανάμικτες. Απ’ τη μια χαρούμενοι ('χαζοχαρούμενοι' για τα δικά μας πρότυπα), γελαστοί άνθρωποι. Απ’ την άλλη τεράστια μεγέθη, απύθμενη εκμετάλλευση και ρομποτοποίηση των εργαζομένων, βρώμικη και ανεξέλεγκτη ‘ανάπτυξη’. Τα μεγέθη τόσο ασυμμάζευτα μεγάλα που μέσα τους χάνεται ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε μια κουκίδα σε κάποιο μόνιτορ, όπως στο λιμάνι της Σαγκάης:
Το λιμάνι διευθύνεται από έναν πύργο ελέγχου σαν τη γέφυρα του αεροπλανοφόρου «Εντερπράιζ». Από τα παράθυρά του βλέπεις όλο το λιμάνι, μα κανείς δεν κοιτάζει. Όταν οι επόπτες θέλουν να δουν κάτι, πηγαίνουν σε μια ντουζίνα οθόνες, μέσω των οποίων μπορούν να χειριστούν χίλιες κάμερες παρακολούθησης με ακρίβεια δέκα εκατοστών. Μου επιτρέπουν να το κάνω κι εγώ. Ζουμάρω στη μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη που βρίσκω και που στέκεται στη βάση ενός γερανού, σαν μυρμήγκι κάτω από ένα δέντρο. Βρίσκομαι επτακόσια μέτρα μακριά, μα βλέπω ότι είναι αξύριστος. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι τον παρακολουθώ. Τώρα καταλαβαίνω πώς μεθάνε από τη δύναμη οι δικτάτορες. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους στον πύργο ελέγχου φορτώνουν πλοία μέσω οθόνης. Μεταφέρουν πολύχρωμα κοντέινερ σε αμπάρια με δυο κινήσεις στο πληκτρολόγιό τους. Ο μόνος θόρυβος που ακούς είναι το κλικ κλικ των «ποντικιών». Τα κλικ αυτά αλλάζουν τη μορφή της παγκόσμιας οικονομίας.
Η Κίνα έμαθε να παίζει το παιχνίδι του καπιταλιστικού παραλογισμού, της άμετρης παραγωγής, του ολικού ελέγχου της ανθρώπινης ύπαρξης καλύτερα από τους δυτικούς δασκάλους της. Και χωρίς να τσιμπήσει το ίδιο της το δόλωμα, χωρίς να γίνει η ίδια καταναλώτρια. Μα καλά, θα αναρωτηθείτε, δεν κάνει εισαγωγές η Κίνα; Βεβαίως και κάνει:
Η Κίνα κάνει όντως εισαγωγές. Κολοσσιαίες ποσότητες πρώτων υλών όπως το σιδηρομετάλλευμα. Και μέταλλα «σκραπ». Και πλαστικά απόβλητα όπως παλιά DVD και μπουκάλια νερού, και τα ανακυκλώνει για να γίνουν, μεταξύ άλλων, μπιμπερό. Κι επίσης, εισάγει αφάνταστες ποσότητες κενών κοντέινερ…
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Μπένετ συνειδητοποιεί κανείς ότι, στη δύση του υβριστή δυτικού καταναλωτικού πολιτισμού, ανέτειλε η νέμεσή του: το πιστό του αντίγραφο που του πουλάει τα ίδια του τα προϊόντα φτηνότερα, μαζικότερα, γοργότερα, ευκολότερα. Ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να μπει σε χειρότερη περιπέτεια από το να εξαρτάται, για την ίδια την επιβίωσή του, από μια πολύ πιο κυνική, ισοπεδωμένη, ρομποτική εκδοχή του, που σκυφτή, μυρμηγκιαστή, ακούραστη, βάλθηκε να του αποδείξει ότι οι ατέλειωτες ‘μαϊμούδες’ μπορεί, εν τέλει, να εκφράζουν πυκνότερα, αυθεντικότερα το πνεύμα του.