27 Μαρ 2011

Για μια υπερδύναμη όχι σαν όλες τις άλλες...

Καμιά φορά έχει κανείς την εντύπωση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από παγκοσμιοποιημένοι εθνικισμοί. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει αυτός της Κίνας, που αποφάσισε να αντιγράψει πιστά τη δυτική φαντασίωση της απεριόριστης, αέναης αύξησης παραγωγής και κατανάλωσης και να την ξαναπουλήσει στη Δύση σε φτηνότερη τιμή. Αυτή την γιγάντωση της Κίνας ως μιας υπερδύναμης-‘μαϊμούς’ καταγράφει με μοναδικό αφηγηματικό ταλέντο ο Τζόε Μπένετ, σε ένα βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου και στο οποίο ο ταξιδιάρης Βρετανός αναζητά την πηγή των… σωβράκων του. Η αρχική του απορία; Πώς γίνεται να μπορεί να αγοράζει τόσο φτηνά τόσα προϊόντα made in China και, ταυτόχρονα, να μη γνωρίζει το παραμικρό γι’ αυτή τη χώρα και το modus operandi της οικονομίας της. Μια και δυο λοιπόν, ο Τζόε ταξίδεψε στην αχανή αυτή μητέρα του παγκόσμιου εμπορίου για να ανακαλύψει πώς, που και από ποιους φτιάχνονται αυτά τα τόσο φτηνά αλλά και τόσο απαραίτητατα αξεσουάρ. Οι εντυπώσεις του; Ανάμικτες. Απ’ τη μια χαρούμενοι ('χαζοχαρούμενοι' για τα δικά μας πρότυπα), γελαστοί άνθρωποι. Απ’ την άλλη τεράστια μεγέθη, απύθμενη εκμετάλλευση και ρομποτοποίηση των εργαζομένων, βρώμικη και ανεξέλεγκτη ‘ανάπτυξη’. Τα μεγέθη τόσο ασυμμάζευτα μεγάλα που μέσα τους χάνεται ο άνθρωπος, μετατρέπεται σε  μια κουκίδα σε κάποιο μόνιτορ, όπως στο λιμάνι της Σαγκάης:
Το λιμάνι διευθύνεται από έναν πύργο ελέγχου σαν τη γέφυρα του αεροπλανοφόρου «Εντερπράιζ». Από τα παράθυρά του βλέπεις όλο το λιμάνι, μα κανείς δεν κοιτάζει. Όταν οι επόπτες θέλουν να δουν κάτι, πηγαίνουν σε μια ντουζίνα οθόνες, μέσω των οποίων μπορούν να χειριστούν χίλιες κάμερες παρακολούθησης με ακρίβεια δέκα εκατοστών. Μου επιτρέπουν να το κάνω κι εγώ. Ζουμάρω στη μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη που βρίσκω και που στέκεται στη βάση ενός γερανού, σαν μυρμήγκι κάτω από ένα δέντρο. Βρίσκομαι επτακόσια μέτρα μακριά, μα βλέπω ότι είναι αξύριστος. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι τον παρακολουθώ. Τώρα καταλαβαίνω πώς μεθάνε από τη δύναμη οι δικτάτορες. Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους στον πύργο ελέγχου φορτώνουν πλοία μέσω οθόνης. Μεταφέρουν πολύχρωμα κοντέινερ σε αμπάρια με δυο κινήσεις στο πληκτρολόγιό τους. Ο μόνος θόρυβος που ακούς είναι το κλικ κλικ των «ποντικιών». Τα κλικ αυτά αλλάζουν τη μορφή της παγκόσμιας οικονομίας.
Η Κίνα έμαθε να παίζει το παιχνίδι του καπιταλιστικού παραλογισμού, της άμετρης παραγωγής, του ολικού ελέγχου της ανθρώπινης ύπαρξης καλύτερα από τους δυτικούς δασκάλους της. Και χωρίς να τσιμπήσει το ίδιο της το δόλωμα, χωρίς να γίνει η ίδια καταναλώτρια. Μα καλά, θα αναρωτηθείτε, δεν κάνει εισαγωγές η Κίνα; Βεβαίως και κάνει:
Η Κίνα κάνει όντως εισαγωγές. Κολοσσιαίες ποσότητες πρώτων υλών όπως το σιδηρομετάλλευμα. Και μέταλλα «σκραπ». Και πλαστικά απόβλητα όπως παλιά DVD και μπουκάλια νερού, και τα ανακυκλώνει για να γίνουν, μεταξύ άλλων, μπιμπερό. Κι επίσης, εισάγει αφάνταστες ποσότητες κενών κοντέινερ…
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Μπένετ συνειδητοποιεί κανείς ότι, στη δύση του υβριστή δυτικού καταναλωτικού πολιτισμού, ανέτειλε η νέμεσή του: το πιστό του αντίγραφο που του πουλάει τα ίδια του τα προϊόντα φτηνότερα, μαζικότερα, γοργότερα, ευκολότερα. Ο σημερινός παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός δεν θα μπορούσε να μπει σε χειρότερη περιπέτεια από το να εξαρτάται, για την ίδια την επιβίωσή του, από μια πολύ πιο κυνική, ισοπεδωμένη, ρομποτική εκδοχή του, που σκυφτή, μυρμηγκιαστή, ακούραστη, βάλθηκε να του αποδείξει ότι οι ατέλειωτες ‘μαϊμούδες’ μπορεί, εν τέλει, να εκφράζουν πυκνότερα, αυθεντικότερα το πνεύμα του.

26 Μαρ 2011

Η ρετσινιά

Στους χαώδεις αυτούς καιρούς που ζει η Ελλάδα, καιρούς μιας τυφλής ‘αποδόμησης’, έπεσα, πριν λίγες μέρες, πάνω σε μια παλιά, δοκιμασμένη πρακτική της δημοσιογραφίας και όχι μόνο: κατηγορώ κάποιον για κάτι, αυτός βγαίνει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, τον υπερασπίζεται, αλλά μετά από όλα αυτά όλο και κάποια ρετσινιά θα έχει μείνει. Αυτό ακριβώς ήταν η ‘κριτική’ από τον Γιώργο Σιακαντάρη της ‘Καθημερινής’ του Κορνήλιου Καστοριάδη (ο οποίος δεν μπορεί καν να βγει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μια και μας άφησε από το 1997). Η κριτική εδώ. Μια κριτική, σύμφωνα με την οποία, λόγω της ‘τραγικής της πλευράς’ η καστοριαδική σκέψη έχει μετατραπεί σε ‘ιδεολογία διάφορων ακραίων δήθεν ριζοσπαστικών, αλλά στην ουσία ολοκληρωτικών αντιλήψεων’. Η επιστολή διαμαρτυρίας μου στην εφημερίδα (την οποία έστειλα εννοείται επώνυμα μπας και της ρίξουν καμιά ματιά) παρακάτω. Τα συμπεράσματα όλα δικά σας:

          Κύριε Διευθυντά,
Η βιβλιοκρισία από τον κο Γιώργο Σιακαντάρη στο φύλλο της 6/3 του Ακυβέρνητη Κοινωνία, τόμου με συνεντεύξεις του Κορνήλιου Καστοριάδη, αντιπροσωπεύει την μέχρι στιγμής εξωφρενικότερη – και θα έλεγα εξωπραγματικότερη – αποτίμηση της καστοριαδικής σκέψης την οποία τουλάχιστον ο ίδιος έχω δει. Με τερατώδη λογικά άλματα και παντελώς ατεκμηρίωτα συμπεράσματα, ο κος Σιακαντάρης φαίνεται να ανακαλύπτει την ‘τραγική πλευρά της κοφτερής καστοριαδικής σκέψης’. Περιχαρής από την ανακάλυψή του αυτή, ο κος Σιακαντάρης δε σταματά εκεί αλλά σπεύδει να συμπεράνει ότι έχει μετατραπεί, η σκέψη αυτή, σε ‘ιδεολογία διάφορων ακραίων δήθεν ριζοσπαστικών, αλλά στην ουσία ολοκληρωτικών αντιλήψεων’. Τώρα ποιες είναι αυτές, που, πότε και πώς αναδύθηκαν, πώς αποτέλεσε πηγή έμπνευσής τους ο καστοριαδικός στοχασμός, παραμένει από εντελώς αδιευκρίνιστο έως σκανδαλωδώς θολό. Παραμένει κάτι που μόνο ο ίδιος ο κος Σιακαντάρης φαίνεται να γνωρίζει, σε παγκόσμια δημοσιογραφική αποκλειστικότητα. Και με αυτή την ‘αποκλειστικότητα’ ως κυρίως ‘όπλο’, επιλέγει να ασκήσει την ‘κριτική’ του στον μεγάλο διανοητή. Το δικό μου συμπέρασμα; Τέτοιου είδους ‘κριτικές’, με τέτοιου είδους ‘οπλοστάσια’, από μια έγκυρη μάλιστα εφημερίδα όπως η ‘Καθημερινή’, μόνο απογοητεύουν. Ιδίως όταν αφορούν διανοητές-φάρους στη σημερινή αποστεγνωμένη από ρηξικέλευθη διανόηση εποχή, όπως ήταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

24 Μαρ 2011

Ο ψευδοσολιψισμός του Κώστα Γεωργουσόπουλου

Ξεφυλλίζοντας χτες τα Νέα έπεσα πάνω σε ένα σολιψιστικό κομμάτι του Κώστα Γεωργουσόπουλου, από αυτά στα οποία στέκεται κανείς προσπαθώντας να δει το βάθος της άποψης και τη φιλοσοφική της εμβρίθεια. Το κομμάτι ξεκινούσε με την εξής δήλωση: ‘Εγώ στο ∆ιαδίκτυο δεν εισέρχοµαι και ως εκ τούτου δεν υπάρχει.’ Και συνέχιζε: ‘Μαθαίνω όµως…’. Η πρώτη, εναρκτήρια δήλωση ήταν καθαρά σολιψιστική. Σύμφωνα με τον σολιψισμό (μια φιλοσοφική θεωρία) δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το σκεπτόμενο ανθρώπινο ον. Οτιδήποτε άλλο υπάρχει μόνο στην σκέψη του, αλλά όχι ανεξάρτητα απ' αυτή. Κατά τον σολιψισμό ‘δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από το υποκείμενο, τον άνθρωπο και τη συνείδησή του. Όλα τα άλλα μέσα στο σύμπαν, ακόμα και το γένος των άλλων ανθρώπων, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά μόνο στη συνείδηση του υποκειμένου και η ύπαρξη τους δεν είναι παρά ένα παράγωγο της συνείδησής του’. Έτσι και ο κος Γεωργουσόπουλος ξεκινώντας το άρθρο του δήλωσε ευθαρσώς ότι από τη στιγμή που ‘δεν εισέρχεται στο διαδίκτυο’ (ο καθωσπρέπει, γεωργουσοπουλικός, ολίγον καθαρευουσιάνικος τρόπος για να πει ότι δεν μπαίνει στο ίντερνετ) αυτό δεν υπάρχει. Από τη στιγμή δηλαδή που ο ίδιος δεν έχει τιμήσει με την παρουσία του το ίντερνετ, αυτό δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο στη συνείδηση του κου Γεωργουσόπουλου, ως σκεπτόμενου νου, και μέσα εκεί υπάρχει σαν ένας χώρος όπου διάφοροι ‘ανίδεοι και απληροφόρητοι’ ή ‘αγράμματοι’ επιδίδονται σε μια κοινή επικοινωνία, ‘με όλες τις σημασίες που έχει στη γλώσσα μας η κοινή’. Αμέσως μετά όμως σπεύδει ο κος Γεωργουσόπουλος να πει ότι παρόλα αυτά ‘μαθαίνει’ διάφορα γύρω από το τι λέγεται στο ίντερνετ από διάφορους, υποθέτει κανείς, γνωστούς του. Με τη συνέχεια αυτή προδίδει την πρώτη του δήλωση, βάζει τρικλοποδιά στον σολιψιστικό εαυτό του καθώς, εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίζει την ύπαρξη του ίντερνετ παρά τη δική του καταλυτική απουσία. Και αποδεικνύεται τελικά ασυνεπής, τόσο στη γνωστή απέχθειά του απέναντι σε αυτό το μιαρό καταγώγιο-μαγνήτη ανίδεων, απληροφόρητων και αγράμματων που λέγεται ίντερνετ όσο και στον σολιψισμό του. Θα περίμενα ομολογώ κάτι καλύτερο από έναν άνθρωπο με τη δική του συνέπεια.      

22 Μαρ 2011

Μια χάρη μόνο σου ζητάν

Αυτές τις μέρες βρίσκομαι στην έξοδο για μια ακόμα φορά, σε μια ακόμη δουλειά. Είχα ξαναμιλήσει για τη δουλειά αυτή, για το κακό κλίμα μεταξύ των εργαζομένων, για το πολύ χαμηλό επίπεδο της εργοδοσίας, για όσα άλλα. Ήταν μια απ’ αυτές τις δουλειές στις οποίες καταλήγεις προσωρινά μέχρι να βρεις κάτι καλύτερο και σιγά-σιγά σε καταπίνει, σε κάνει να αναβάλεις την επόμενη κίνηση, να βουλιάζεις νωχελικά στην αδράνεια με πρόσχημα τα 1.000 ή τα 700 ευρώ που σε βοηθάνε να πληρώνεις λογαριασμούς. Μέχρι μια μέρα να συνειδητοποιήσεις ότι όλον αυτό τον καιρό ήσουν – όπως και όλοι όσοι εκεί μέσα αρνήθηκαν να προσφέρουν ψυχική γη και ύδωρ – ένα ξένο σώμα. Ένα ξένο σώμα που πρέπει, που έπρεπε να αποβληθεί. Όμως πάντα καραδοκεί ο φόβος. Η αβεβαιότητα. Η πανταχού παρούσα και χωρίς εμφανή ημερομηνία λήξεως κρίση, που δαγκώνει τα πόδια των εργαζομένων και τα αγκυλώνει, τους περνάει αλυσίδες βαριές και τους εγκλωβίζει σε σύγχρονα μπουντρούμια που απέξω διατηρούν μια ωραιότατη βιτρίνα για τα κορόιδα που θα πιαστούν ‘πελάτες’. Το να αλλάζεις έξι δουλειές μέσα σε 5-6 χρόνια σου μαθαίνει πολλά. Καταρχάς μαθαίνεις πράγματα σε καθεμιά τους που σε βοηθάνε να πας παρακάτω. Γιατί κάθε δουλειά είναι ένα σχολείο. Το μόνο κακό, όταν αναγκάζεσαι να αλλάζεις συχνά σχολεία, έτσι και με τις δουλειές, ότι πρέπει απ’ την αρχή να εγκλιματιστείς, να κάνεις συναδέλφους – πώς λέμε κάνω φίλους, έτσι πρέπει να κάνεις και συναδέλφους σε κάθε καινούργια δουλειά, πράγμα καθόλου απλό –, να μάθεις κάποια καινούργια πράγματα για την καινούργια δουλειά, να πείσεις τον εαυτό σου ότι σε αυτή θα στεριώσεις (πράγμα αναγκαίο για να αποδώσεις τα στοιχειώδη). Και τα καταφέρνεις όλα αυτά. Εγκλιματίζεσαι, σε σημείο που παίρνεις εύσημα από δεξιά κι αριστερά, που ξεχωρίζεις για την εργατικότητα και το ήθος σου. Κάνεις και συναδέλφους, ανθρώπους που ξετρυπώνεις με κοινές ευαισθησίες και ανησυχίες, με παρόμοια αίσθηση του χιούμορ και του γελοίου (ιδίως στην τελευταία αυτή δουλειά η κοινή αίσθηση του γελοίου είχε κομβικό ρόλο). Και, βεβαίως, μαθαίνεις και τα καινούργια σου πράγματα, γνωρίζεις ανθρώπους, αποκτάς δεξιότητες και όλα όσα έχει να σου προσφέρει μια δουλειά πέραν του μηνιάτικου. Μέχρι που ανακαλύπτεις ή θυμάσαι ότι απ’ την αρχή ήταν αυτή η δουλειά μια απ’ αυτές που έλεγα πριν, τις προσωρινές της απελπισίας. Μέχρι τη στιγμή που κι αν το ’χες ξεχάσει έρχεται να στο θυμίσει, ξεχασιάρη, η εργοδοσία. Που όπως τόσες εργοδοσίες στην Ελλάδα έχει κάνει τα ωραία της λεφτάκια με τα οποία πληρώνεσαι μέσα από τρόπους και δρόμους που εσύ ποτέ δεν θα ακολουθούσες. Και γι’ αυτό της ήσουν από την αρχή ξένος. Και κάτι περισσότερο από ξένος όταν, αφελής καθώς είσαι, τους έδειχνες κατάμουτρα ποιοι είναι: αντιπαθής, απεχθής. Παρά τα όσα κατάφερες, παρά τις καλές σου προθέσεις. Και κάπως έτσι σου ζητάνε να παραιτηθείς, γιατί παρότι κοτζάμ ‘Όμιλος’ δεν έχουν, λέει, να σε αποζημιώσουν. Οπότε κάνε τους τη χάρη. Ξεχασιάρη.

19 Μαρ 2011

Οι καθηλωμένοι


Παλιότερα στην Ελλάδα οι άνθρωποι έπασχαν από έλλειψη βιταμινών. Με τα χρόνια, περνώντας οι δεκαετίες, το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε, η διατροφή των λίγων έγινε των πολλών, στερήσεις και δυσκολίες πήραν τη θέση τους στα βιβλία ιστορίας από τα οποία μαθαίνουμε για τον Β' Παγκόσμιο, τον Εμφύλιο, τη φτώχεια και τις δυστυχίες περασμένων γενιών. Σήμερα τις παίρνουμε τις βιταμίνες μας, μέχρι και από τα φαρμακεία. Πάσχουμε, όμως, από κάποια άλλη έλλειψη, που δε μπορεί να μας την καλύψει με χαπάκια το φαρμακείο. Πάσχουμε από έλλειψη βιωμένων εμπειριών. Όταν ένας άνθρωπος περνά τη ζωή του καθηλωμένος μπροστά από οθόνες συνομιλώντας με άλλους καθηλωμένους, κάνοντας μόνο μερικά διαλείμματα για να πάρει ερεθίσματα, ‘τζούρες’ από την έξω ζωή τις οποίες εν συνεχεία θα σπεύσει να στίψει μέχρι τελευταίας σταγόνας από την καρέκλα του για να τις σερβίρει σαν χυμό γεμάτο βιταμίνες ζωής στο ίντερνετ, βάζει ένα μεγάλο ερώτημα. Αν αυτό μετράει σαν ζωή. Αν η εμπειρία της οθόνης μετράει σαν εμπειρία. Παλιά, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τραφούν σωστά, να πάρουν όσες βιταμίνες έπρεπε, βολεύονταν όπως-όπως με υποκατάστατα. Φλούδες από πατάτες, χαρουπάλευρο, σφαγμένους γαϊδάρους και γάτες. Έτρωγαν ό, τι μπορούσε να βρεθεί για να μην πεθάνουν. Το ίδιο, όταν ένας άνθρωπος στερείται τα στοιχειώδη της ζωής, της ανθρώπινης εμπειρίας, θα βολευτεί με ένα λάπτοπ. Θα ταξιδεύει μέσα από τις αφηγήσεις των ταξιδιών άλλων. Θα συγκινείται μέσα από τις μπαγιατεμένες συγκινήσεις άλλων. Θα τσαντίζεται με όσα κάποτε τσάντισαν κάποιους άλλους. Και θα περιμένει το ίδιο και από αυτούς. Όλα αυτά, χωρίς να κουνηθεί από την καρέκλα του. Καθηλωμένος, όπως και αυτοί οι άλλοι. Σε πρόωρη συνταξιοδότηση από την υπόλοιπη ζωή. Και με μια μεγάλη διαφορά από τους πάσχοντες από αβιταμίνωση παππούδες του. Αυτός το επέλεξε.

16 Μαρ 2011

Μια αντιτηλεοπτική καταστροφή


Αυτές οι γραμμές φεύγουν από τα χέρια μου ακούγοντας μπαλάντες του Σοπέν. Και το όλο σκηνικό μου θυμίζει, από μια άποψη, τον Βάγκνερ που ακουγόταν λέει στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης: υπέροχη μουσική εκεί που λίμναζε τόση συγκεντρωμένη δυστυχία. Αυτό θα μπορούσε να πει κανείς και για την υφήλιο, όπως τη βρίσκουμε σήμερα. Θείες μελωδίες σε έναν πλανήτη που δοκιμάζεται, εναλλάξ, μια από το ανθρώπινο γένος και μια από την ίδια τη φύση. Τα δυο τους, ανθρωπότητα και φύση, μοιάζουν να έχουν εμπλακεί σε έναν αλλόκοτο αγώνα αλληλοεξόντωσης, εξαντλώντας όλα τα μέσα που διαθέτουν. Μετά την αιματοχυσία που συνεχίζεται, σε δεύτερο πλέον ή και τρίτο πλάνο, σε Αίγυπτο, Λιβύη και ποιος ξέρει πόσους άλλους αραβικούς λαούς που αργοξυπνάνε ύστερα από δεκαετίες σε χειμερία νάρκη, η Ιαπωνία, που φαίνεται να πάτησε μια φυσική νάρκη και σείστηκε ολόκληρη. Σα να μην έφτανε αυτό ήρθε ένα σαρωτικό τσουνάμι και σα να μην έφτανε ούτε αυτό, ο πυρηνικός εφιάλτης. Πρωτόγνωρη, αλυσιδωτή καταστροφή. Παρ’ όλα αυτά οι Ιάπωνες, περήφανοι και συγκρατημένοι άνθρωποι, δε μας πρόσφεραν, στο φιλοθεάμον παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό, το θέαμα στο οποίο τέτοιου είδους απίστευτες καταστροφές μας έχουν συνηθίσει: ανθρώπων να τρέχουν αλλόφρονες στους δρόμους, να λεηλατούν καταστήματα, να κλαίνε και να οδύρονται σε κοινή θέα, μανάδων να χτυπιούνται. Όχι. Αυτή ήταν μια εντελώς αντιτηλεοπτική φυσική καταστροφή που συνεχίζεται, πλήττοντας ένα λαό που ξέρει να υποφέρει σιωπηρά, αξιοπρεπώς, αντιτηλεοπτικά. Το αστείο μέσα από όλα αυτά; Ξεχνά κανείς την τοσοδούλα εν συγκρίσει ελληνική κρίση, αποκτά έστω και για λιγάκι συνείδηση της ασύγκριτα μεγαλύτερης και θα έλεγα πραγματικότερης δοκιμασίας κάποιων βασανισμένων λαών, του απότομου, αναίτιου, ανεξήγητου αφανισμού άλλων. Και έρχεται για λίγο στα σύγκαλά του. Και βάζει Σοπέν. Ξαπλώνει μπροστά στο λάπτοπ  του και πασχίζει να δώσει μια γαληνευτική χροιά στα όσα άσχημα, ανησυχητικά τον περιτριγυρίζουν. Άλλωστε, αύριο μια νέα μέρα ξεκινά. Ίσως με 10 ή 50 χιλιάδες Ιάπωνες λιγότερους και ανυπολόγιστους άλλους ξεσπιτωμένους, πλημμυρισμένους, πληγωμένους ανεπανόρθωτα από τη ραδιενέργεια. Αλλά που μόλις κλείσεις την τηλεόραση ή το λάπτοπ πάνε, εξαφανίστηκαν. Κι εμείς, πάμε παρακάτω.

8 Μαρ 2011

Κρυφή ζωή



Άκουγα προχτές με την κόρη μου το παραπάνω τραγουδάκι από τις προ Eurovision εποχές της ελληνικής ραδιοφωνίας, από τη μοναδική και θα έλεγα ανεπανάληπτη "Λιλιπούπολη". Και σκέφτηκα ότι, για να μεγαλώσεις τη σήμερον ημέρα ένα παιδί, αναγκάζεσαι, κάθε μέρα περισσότερο, να ζεις μια κρυφή ζωή. Nα ανοίγεις μια όαση πολιτισμού στην έρημο της περιρρέουσας ανοησίας. Και, για του λόγου ή της ανοησίας το αληθές, λίγο πριν βάλω να παίζουν τα τραγούδια της "Λιλιπούπολης", είχα ανοιχτή την τηλεόραση: έβλεπα – σε επανάληψη! – τον Πέτρο (Κωστόπουλο) να έχει καλεσμένη τη Τζένη (Μπαλατσινού) η οποία διηγείτο πώς τον έκλεισε ένα βράδυ έξω απ’ το σπίτι. Και την Αλίκη σύζυγο Πασχάλη να λέει διάφορα για τη γυναίκα-στιγμιαίο λάθος που ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο Πασχάλης της είναι ο πατέρας του παιδιού της. 

Βλέποντας όλα αυτά, θυμήθηκα τη δεκαετία του ’70 και το ραδιόφωνο – τηλεόραση ακόμα δεν πολυβλέπαμε αλλά και αργότερα που είδαμε, μέχρι την έλευση της ιδιωτικής, δεν προσέβαλε τόσο βάναυσα το κοινό της – που ακούγαμε στις οικογενειακές εκδρομές στο αυτοκίνητο. Θυμήθηκα την "ηλεκτρική καρέκλα" της Μαρίας Ρεζάν, μια εκπομπή που οι γονείς μου δεν έχαναν και που κι εμένα ως παιδί με άγγιζε με έναν πολύ δικό της τρόπο. Αλλά και μουσικά προγράμματα με τραγούδια Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, που από τότε με συντροφεύουν σαν παλιοί, αγαπημένοι φίλοι. Και συνειδητοποίησα ότι τότε δεν ήταν αναγκαία αυτή η απομόνωση για μια οικογένεια, ότι έξω δεν έκανε τόση ανοησία όση σήμερα, τόση που να σε αναγκάζει να επιδίδεσαι σε μια καθημερινή λογοκρισία, σε έναν διαρκή αγώνα να κλείσεις απ’ έξω όση ασημαντότητα μπορείς και αντέχεις, προκειμένου να διατηρήσεις την προσωπική και οικογενειακή σου αξιοπρέπεια. Εγωιστικά ίσως σκεπτόμενος, ένιωσα τυχερός που μεγάλωσα σε μια ανθρώπινη εποχή, την οποία προσπαθώ όσο μπορώ να διατηρήσω σε μια κιβωτό ακουσμάτων, μηνυμάτων, ιδεών, για τα δικά μου παιδιά. Αγώνας μάταιος, αλλά που νομίζω αξίζει να δοθεί.

3 Μαρ 2011

Ο δεκάλογος του 'κακού' ποδηλάτη

Ως συνήθως σε αυτή τη χώρα η πολιτεία αποδεικνύεται υπερβολικά αυστηρή εκεί που δε χρειάζεται, ενώ κατά τα άλλα παραμένει αυτή που όλοι ξέρουμε και αγαπήσαμε. Είδα έκπληκτος σήμερα στα ‘Νέα’ τις ‘Δέκα Εντολές για τον καλό ποδηλάτη’ στο μετρό, μια και στο εξής θα επιτρέπονται τα ποδήλατα – προσοχή όμως: ΜΟΝΟ κάθε Τετάρτη μετά τις 18.00 και κάθε Κυριακή μετά τις 12.00 το μεσημέρι, αλλιώς θα κινδύνευε η εθνική μας ακεραιότητα από την επιδρομή των ποδηλάτων στις μετροσήραγγες. Και επειδή οι ποδηλάτες είναι οι πιο πολιτισμένοι άνθρωποι που έχω συναντήσει σε αυτή την απολίτιστη πόλη και όλο αυτό μου φαίνεται εξωφρενικό, παρακάτω βλέπετε τον δεκάλογο του ‘κακού’ ποδηλάτη όπως θα έπρεπε να τον δούμε σε μια χώρα που σέβεται τους λίγους πολιτισμένους κατοίκους της αντί να εξαντλεί επάνω τους την αυστηρότητά της. Βλέπετε τι θα πρέπει να κάνει ο ‘καλός’ ποδηλάτης και ακριβώς από κάτω πώς νομίζω θα έπρεπε να έχουν τα πράγματα (δηλαδή τον ‘κακό’ ποδηλάτη):

1. Επιτρέπεται η μεταφορά ενός μόνο ποδηλάτου ανά επιβάτη.

Γονείς και λοιπές αόρατες κατηγορίες πληθυσμού μπορείτε να κουβαλάτε όσα ποδηλατάκια των παιδιών σας θέλετε, το ίδιο και όλοι όσοι φορτωθήκατε το ποδήλατο κάποιου φίλου ή της κοπέλας σας.

2. Ο μέγιστος αριθμός ποδηλάτων ανά συρμό είναι δύο.

Δηλαδή μετά τα δυο ποδήλατα θα συμβεί κάτι τραγικά ανεπανόρθωτο; Επιτρέπονται όσα ποδήλατα θέλετε ανά συρμό, αφήστε που θα πρότεινα να έχουμε και ποδηλατοσυρμούς, ΜΟΝΟ για τη μεταφορά ποδηλάτων, μπας και αφήσουν επιτέλους κάποιοι τα ΙΧ στο σπίτι.

3. Όταν μετακινούμαστε μέσα στο σταθμό χρησιμοποιούμε τους ανελκυστήρες ή τις σταθερές σκάλες. Δεν χρησιμοποιούμε τις κυλιόμενες κλίμακες. Εάν επιλέξουμε τις σκάλες κουβαλάμε το ποδήλατο στον ώμο μας. Δεν το κυλάμε διότι είναι εύκολο να χαθεί ο έλεγχος εξαιτίας της απότομης κλίσης.

ΟΚ παιδιά οι κυκλιόμενες κλίμακες πράγματι δε λένε αλλά όχι και το ποδήλατο σώνει και καλά στον ώμο. Αν δηλαδή το σηκώσουμε λιγάκι, όσο χρειάζεται για να κατέβουμε, αντί να το πάρουμε στον ώμο κάναμε κάποιο έγκλημα;

4. Δεν επιτρέπεται να κάνουμε ποδήλατο εντός του συρμού, στις αποβάθρες και τους λοιπούς χώρους του σταθμού.

Επιτρέπεται και μάλιστα ενθαρρύνεται το ποδήλατο σε αποβάθρες και λοιπούς χώρους των σταθμών για να τους δώσει λίγο χρώμα, μπας και γελάσει λίγο το χειλάκι μας.

5. Χρησιμοποιούμε μόνο το τελευταίο βαγόνι του συρμού. Στεκόμαστε με τέτοιο τρόπο, ώστε το ποδήλατο να μην εμποδίζει την κίνηση των επιβατών. Μπαίνουμε στο βαγόνι από την τελευταία πόρτα, αφού πρώτα εξέλθουν οι επιβάτες από αυτό.

Γιατί τα άλλα βαγόνια είναι ρεζερβέ; Χρησιμοποιούμε όποιο βαγόνι και πόρτα θέλουμε, αρκεί να προσέχουμε τους άλλους και να μας προσέχουν κι αυτοί (αυτονόητα πράγματα παιδιά).

6. Εντός του συρμού δεν τοποθετούμε το ποδήλατο σε σημεία που εμποδίζουν την κίνηση των επιβατών, όπως στους διαδρόμους ή τις πόρτες. Αν ο μόνος διαθέσιμος χώρος είναι κοντά στην πόρτα, αυτό σημαίνει ότι το βαγόνι είναι γεμάτο και καλύτερα να περιμένουμε τον επόμενο συρμό.

Παιδιά είπαμε λέμε αυτονόητα πράγματα, πάμε παρακάτω.

7. Στεκόμαστε δίπλα στο ποδήλατό μας και βεβαιωνόμαστε ότι δεν εξέχουν αιχμηρές ή βρόμικες άκρες που μπορεί να τραυματίσουν ή να λερώσουν τους υπόλοιπους επιβάτες.

Λίγο δύσκολο να στεκόμασταν πουθενά αλλού (δε νομίζω να υπάρχουν πολλοί που να τους αρέσει να ξαπλώνουν κάτω από το ποδήλατό τους ή να το αφήνουν κάπου και να το ατενίζουν από μακριά όσο ταξιδεύουν).

8. Οι επιβάτες με ποδήλατα είμαστε οι ίδιοι υπεύθυνοι για την ασφάλεια των ποδηλάτων μας και τα αντικείμενα πάνω σε αυτά. Το Μετρό της Αθήνας δεν είναι υπεύθυνο για οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια ποδηλάτου και δεν μπορεί να δεχτεί οποιαδήποτε είδους υπαιτιότητα για οποιαδήποτε ζημιά που μπορεί να προκληθεί από τη μεταφορά του ποδηλάτου σε τρίτα μέρη.

Εννοείται, δεν περιμέναμε, δυστυχώς, τίποτα καλύτερο.

9. Η πρόσβαση των ποδηλάτων στο μετρό μπορεί να απαγορευτεί κατά την κρίση των υπευθύνων του σταθμού για λόγους όπως: μεγάλη κίνηση επιβατικού κοινού, διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος ή άλλα περιστατικά που μπορεί να κριθεί ότι ίσως θέτουν σε κίνδυνο το επιβατικό κοινό.

Καλά μην αγχώνεστε.

10. Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης και συγκεκριμένα υποχρεωτικής εκκένωσης του συρμού εντός της σήραγγας, ο επιβάτης που ταξιδεύει με ποδήλατο, υποχρεούται να το εγκαταλείψει στο βαγόνι, να αποχωρήσει πεζός και να ακολουθήσει τις οδηγίες του προσωπικού.

Σύμφωνοι, αλλά θα το ξαναβρεί;

1 Μαρ 2011

‘H Βουλή δρα συντεχνιακά’

Μόλις είδα στην τηλεόραση τη Ντόρα Μπακογιάννη να κάνει την παραπάνω απίστευτη δήλωση: να μιλάει στον συμπαθή δημοσιογράφο Κώστα Αρβανίτη της ΝΕΤ για τη ‘συντεχνία της Βουλής’. Δεν ξέρω, προσωπικά δε νομίζω να υπάρχει άλλη κοινοβουλευτική δημοκρατία όπου πολιτικός του δικού της βεληνεκούς να μιλάει ανοιχτά, δημόσια και με τρόπο ηρεμότατο για το κοινοβούλιο ως ‘συντεχνία’, με τα δικά του ενδεχομένως μικροσυμφέροντα. Αν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι (όσο διάτρητο κι αν έχει γίνει αυτό το ‘αντιπρόσωποι’) των Ελλήνων πολιτών θεωρηθούν – ‘το ξέρει κι η κουτσή Μαρία’, διαβεβαίωσε η κα Μπακογιάννη – όχι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους αλλά μέλη μιας κλειστής συντεχνίας με τις προσωπικές τους επιδιώξεις και τα δικά της ζητούμενα, αυτό που λέγεται αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει τελειώσει. Και έχει τελειώσει με ένα coup de grâce, ένα χαριστικό χτύπημα που η κα Μπακογιάννη φάνηκε πρόθυμη να της δώσει για να τη βγάλει από το μαρτύριο του βαριά τραυματία που αναμφίβολα περνάει. Δεν ξέρω αν συνειδητοποίησε τι είπε, αν το είπε σκεφτόμενη κάτι άλλο, αν μπερδεύτηκε, αλλά αυτό που βγήκε από το στόμα της ανοίγει μεγάλα ερωτηματικά. Και το τελευταίο νομίζω που χρειαζόμαστε στην παρούσα συγκυρία είναι πολιτικούς που κάνουν τέτοιου είδους ανόητα εμπρηστικές δηλώσεις λόγω άγνοιας, ελλιπών εκφραστικών μέσων ή απλής βλακείας.