Ή αλλιώς μια κοινωνία κατακερματισμένη, μια πολιτεία όχι πολιτών αλλά ατόμων. Αυτό πιθανότατα εννοούσε η πανεπιστημιακός Βάσω Κιντή εξηγώντας στο ‘Βήμα’ γιατί την περασμένη Τετάρτη δεν απήργησε, μαζί με άλλους συναδέλφους της: ‘Κοιτάξτε’, λέει στη δημοσιογράφο της εφημερίδας, ‘η πρωτοβουλία μας αυτή δεν είναι μια πολιτική κίνηση. Αυτές οι υπογραφές μαζεύτηκαν αμέσως από μια αυθόρμητη διάθεση να δηλώσουμε ότι δεν θέλουμε να συνεχίσουμε όπως πριν. Δεν ήταν κάτι που είχαμε προγραμματίσει. Κυρίως θέλαμε να δηλώσουμε με τη στάση μας ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε με δανεικά, ότι δεν ταυτιζόμαστε με διεκδικήσεις ομάδων που δεν σκέφτονται το σύνολο, δεν δείχνουν αλληλεγγύη, και κυρίως ότι δεν μπορούμε να διαμοιράζουμε τα ιμάτια του κράτους με έναν τρόπο ιδιοτελή. Πρέπει να σκεφτόμαστε και τους άλλους’. Θα διαφωνήσω με την κυρία Κιντή. Η πρωτοβουλία αυτή ήταν μια εξόχως πολιτική κίνηση σε μια κοινωνία που έχει μείνει σοκαριστικά ακυβέρνητη, έχοντας αφήσει να κοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ των ίδιων των μελών της. Όταν οι οδηγοί των λεωφορείων, οι φορτηγατζήδες, οι δικηγόροι, οι φαρμακοποιοί, οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, οι γιατροί, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι πρατηριούχοι, οι δεν ξέρω ποιοι άλλοι απεργούν υπέρ της διασφάλισης των προνομίων τους, υπέρ της προάσπισης των συμφερόντων τους, αυτό ακριβώς μας λένε. Το ίδιο που μας λέει κι ο τύπος με το αντιπαθητικό μούτρο όταν ανεβάζει την αμαξάρα του στο πεζοδρόμιο κλείνοντας τη ράμπα των πεζών ή μας μπαίνει από δεξιά στο φανάρι για να στρίψει πρώτος: δεν υπάρχει κοινωνία, δεν υπάρχουν άλλοι, δεν υπάρχει αυτό που λέμε κοινωνικό σύνολο. Ή, μάλλον, υπάρχει αλλά έχει σπάσει σε ένα σωρό υποσύνολα. Όταν το κοινωνικό σύνολο έχει δώσει τη θέση του σε όλα αυτά τα αντικοινωνικά υποσύνολα, η δήλωση ότι πρέπει να δούμε και λίγο πέρα απ’ τη μύτη μας, έξω από την αυλή μας, ξεχνώντας για λίγο τη βολή μας, γίνεται εξαιρετικά πολιτική: γίνεται υπενθύμιση της ιδιότητάς μας πρωτίστως ως πολιτών και δευτερευόντως ως οδηγού λεωφορείου ή τραπεζοϋπαλλήλου. Μπορούμε να βγούμε από τα υποσύνολά μας για να ξαναδούμε το σύνολο; Αν όχι, μας περιμένει μια συνολική ήττα.
27 Φεβ 2011
23 Φεβ 2011
Παρ’ όλα αυτά
Αυτό που με απασχολεί περισσότερο με όλα όσα βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο, από πέρσι την άνοιξη που ξεκίνησαν οι μαζικές απεργίες και το ατελείωτο κομπολόι που λέγεται κρίση, είναι ότι τα βασικά υλικά της συνταγής στην οποία βασίζεται η ελληνική πραγματικότητα και της δίνουν τη ‘νοστιμιά’ της δεν έχουν αλλάξει στο παραμικρό. Συμπεριφορές, νοοτροπίες, κοσμοθεωρίες, στερεότυπα παραμένουν ίδια κι απαράλλαχτα σε κάθε τους έκφανση. Η ‘Αριστερά’ με τα γνωστά της ανακυκλωμένα συνθήματα αντί για φρέσκες, ολοκληρωμένες προτάσεις ή σκέψεις, τα μεγάλα κόμματα να αλληλοκατηγορούνται στο γνωστό τους εδώ και 35 χρόνια συζυγικό καβγαδάκι της συγκατοίκησης στην εξουσία, οι μεγαλοσυνδικαλιστές κάθε προέλευσης με τα δικά τους, οι τηλεπαραθυριστές μια απ’ τα ίδια. Και όλοι, μα όλοι οι προαναφερθέντες με μόνιμη επωδό και καραμέλα, όταν τους πνίγει το όποιο δίκιο, το ‘λαό’ - βλέπετε στην Ελλάδα δεν έγινε ποτέ Γαλλική Επανάσταση και ‘ο λαός’ εξακολουθεί να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη ρητορική όλων των επίδοξων πατεράδων ή κηδεμόνων του.
Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι παρ’ όλα όσα βλέπουμε να κακοφορμίζουν, παρ όλη τη συσσωρευμένη σαπίλα που νιώθουμε να μας έχει φτάσει όπου μας έφτασε, όλα αυτά περνάνε παράλληλα, σαν ένα παράλληλο σύμπαν, αφήνοντας άθικτο το σύμπαν μας. Κατά βάθος παραμένουμε ίδιοι και χειρότεροι. Χειρότεροι, γιατί όσο χειροτερεύουν τα πράγματα, όσο μας έρχονται κατάμουτρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα αλήθειες που δύσκολα θα αποφύγουμε τη μετωπική σύγκρουση μαζί τους, τόσο κατασκευάζουμε ενόχους, ‘κακούς’, που μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα, να νιώθουμε θύματα. Ενόχους και ‘κακούς’ τόσο εντός Ελλάδας - αυτοί που ‘τα φάγανε’ - όσο και εκτός συνόρων: οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, ο νούμερο ένα υπονομευτής της Ελλάδας που λέγεται ΗΠΑ, οι κακοί Γερμανοί, το σατανικό ΔΝΤ, η δολοπλόκα ΕΕ και άλλοι ορκισμένοι εχθροί μας που ζηλεύουν τη γενέτειρα του δυτικού πολιτισμού Ελλάδα και έχουν βαλθεί να την καταστρέψουν. Για όλους αυτούς τους λόγους, αν και όταν αλλάξουν κάποια πράγματα θα αλλάξουν παρ’ όλα αυτά. Παρά τις θεωρίες συνωμοσίας μας, παρά τη βολική θυματοποίησή μας, παρά τα σύνδρομα αφανισμού μας από κακούς τρίτους, παρά τις ‘αριστερές’ μας και όχι μόνο αγκυλώσεις, παρά την άρνησή μας να πειράξουμε έστω και στο παραμικρό τα στεγανά μας. Παρ’ όλα αυτά, κάποια πράγματα θα αναγκαστούν να αλλάξουν.
Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι παρ’ όλα όσα βλέπουμε να κακοφορμίζουν, παρ όλη τη συσσωρευμένη σαπίλα που νιώθουμε να μας έχει φτάσει όπου μας έφτασε, όλα αυτά περνάνε παράλληλα, σαν ένα παράλληλο σύμπαν, αφήνοντας άθικτο το σύμπαν μας. Κατά βάθος παραμένουμε ίδιοι και χειρότεροι. Χειρότεροι, γιατί όσο χειροτερεύουν τα πράγματα, όσο μας έρχονται κατάμουτρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα αλήθειες που δύσκολα θα αποφύγουμε τη μετωπική σύγκρουση μαζί τους, τόσο κατασκευάζουμε ενόχους, ‘κακούς’, που μας κάνουν να νιώθουμε καλύτερα, να νιώθουμε θύματα. Ενόχους και ‘κακούς’ τόσο εντός Ελλάδας - αυτοί που ‘τα φάγανε’ - όσο και εκτός συνόρων: οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, ο νούμερο ένα υπονομευτής της Ελλάδας που λέγεται ΗΠΑ, οι κακοί Γερμανοί, το σατανικό ΔΝΤ, η δολοπλόκα ΕΕ και άλλοι ορκισμένοι εχθροί μας που ζηλεύουν τη γενέτειρα του δυτικού πολιτισμού Ελλάδα και έχουν βαλθεί να την καταστρέψουν. Για όλους αυτούς τους λόγους, αν και όταν αλλάξουν κάποια πράγματα θα αλλάξουν παρ’ όλα αυτά. Παρά τις θεωρίες συνωμοσίας μας, παρά τη βολική θυματοποίησή μας, παρά τα σύνδρομα αφανισμού μας από κακούς τρίτους, παρά τις ‘αριστερές’ μας και όχι μόνο αγκυλώσεις, παρά την άρνησή μας να πειράξουμε έστω και στο παραμικρό τα στεγανά μας. Παρ’ όλα αυτά, κάποια πράγματα θα αναγκαστούν να αλλάξουν.
20 Φεβ 2011
Νικητής, η τηλεόραση
Ο νικητής του Big Brother επέστρεψε λέει θριαμβευτής στο χωριό του, από το οποίο δεν είχε ξαναφύγει και ούτε θέλει να ξαναφύγει. Σαν άλλος Οδυσσέας γύρισε στην Ιθάκη του, μόνο που η μεγάλη πρόκληση στην περίπτωσή του δεν ήταν το ταξίδι αλλά ο τηλεοπτικός του προορισμός, το ιδιόμορφο χωριό του Big Brother, στο οποίο έμεινε για μερικούς μήνες, άντεξε με επιτυχία όλες τις δοκιμασίες και επέστρεψε στο πραγματικό του χωριό. Τα χωριά της Ελλάδας, ιδίως τα πιο απομακρυσμένα, τα πιο ορεινά, παρέμεναν, μέχρι πριν λίγα χρόνια, λόγω της μακροχρόνιας και συνεχόμενης εγκατάλειψής τους, λόγω του ότι έμεναν άθελά τους έξω από το χορό του νεοπλουτισμού, της διαφθοράς, του αγελαίου καταναλωτισμού, του σκυλοπολιτισμού, κιβωτοί μιας κάποιας αυθεντικότητας, μιας κάποιας αναλλοίωτης ανθρωπινότητας, σε σχέση με την Αθήνα και άλλες εστίες μόλυνσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η εισβολή λοιπόν της τηλεόρασης στα χωριά όπως του νικητή μας έγινε σε παρθένο έδαφος. Ο βιασμός ήταν άγριος και αδυσώπητος. Άνθρωποι που μέχρι πριν δυο-τρεις δεκαετίες είχαν συνηθίσει αλλιώς, με τα λιγοστά τους ενδιαφέροντα και άγχη, ξαφνικά βρέθηκαν να βομβαρδίζονται με ασημαντότητα σε καθημερινές δόσεις, που γίνονταν συνεχώς συχνότερες και εντονότερες. Αντί για τα πατροπαράδοτα νυχτέρια, τις εσπερινές επισκέψεις και μαζώξεις σε σπίτια συγχωριανών για κουβέντα και χαλάρωση, αντί για περιπάτους σε όλο και πιο αδειανές πλατείες, βρέθηκαν να απομονώνονται μπροστά σε φωτεινές οθόνες που παρότι τους έλουζαν με φως συσκότιζαν, μπέρδευαν, χαύνωναν. Η θριαμβευτική πορεία, μέχρι την τελική νίκη, του χωριατόπαιδου στο πλέον ισοπεδωτικό, κυνικό, απροκάλυπτα ωμό, απροσποίητα απάνθρωπο ριάλιτι αποτελεί την κορύφωση του δράματος. Το δράμα λέγεται άλωση της ελληνικής υπαίθρου, του τελευταίου πιθανού καταφύγιου της πολύπαθης ανθρωπιάς μας, από το ακούραστο κομπρεσέρ ψυχών που λέγεται τηλεόραση. Νικητής του Big Brother δεν ήταν ο νεαρός αυτός που φάνηκε να νίκησε. Νικητής ήταν η ίδια η τηλεόραση που κατάφερε να διεισδύσει βαθιά και διαβρωτικά στη μικρή του χωριάτικη κοινότητα, να τον φέρει στις αγκάλες της και να τον στέψει νικητή του φτηνότερού της ριάλιτι, ανταμείβοντάς τον με το μόνο έπαθλο που ξέρει και σέβεται: ζεστό χρήμα.
ΥΓ: Το χωριό της φωτογραφίας από το ίντερνετ...
ΥΓ: Το χωριό της φωτογραφίας από το ίντερνετ...
19 Φεβ 2011
Ναι, υπάρχει
Αυτό που λέμε ‘άλλη Ελλάδα’. Τη βρήκα πριν πολύ λίγες ώρες σε ένα Starbucks στην αχανή αλλά και γεμάτη ευχάριστες εκπλήξεις Αθήνα. Στο πίσω του μέρος, ένα σαν σαλονάκι με φωτιστικά σαν βιβλιοθήκης. Χωρίς ίχνος καπνών ή σταχτοδοχείων, νέα παιδιά με φρέσκα, ανακουφιστικά πρόσωπα – ανακουφιστικά για κάποιον που έχει μπουχτίσει από τις πονηρόφατσες, τις μουρνταρόφατσες που βλέπει να κυκλοφορούν όλο θράσος και έπαρση στη μεγαλούπολη. Και όλα αυτά τα παιδιά είχαν μπροστά τους σημειώσεις, βιβλία, laptop και έψαχναν, ξεφύλλιζαν, μιλούσαν. Έπαιρναν τις ζωές τους στα χέρια τους και δεν τις πετούσαν σε γήπεδα, ξενυχτάδικα, δεν τις άφηναν να παρασυρθούν από τους δυνατούς ανέμους της ασημαντότητας που καραδοκεί σε κάθε γωνία. Όχι μόνο τη βρήκα την άλλη αυτή Ελλάδα στον τόσο φιλόξενο, πολιτισμένο αυτό χώρο, αλλά νομίζω ότι σιγά-σιγά αυτή η όμορφη, σκεπτόμενη, υποψιασμένη Ελλάδα γίνεται η κυρίως Ελλάδα. Και ότι άλλη Ελλάδα, του περιθωρίου και της μειοψηφίας, θα γίνει η άσχημη, διαπλεκόμενη, ακαλλιέργητη, ανεξέλικτη χώρα που περνάει μια βαθιά κρίση εξαιτίας ακριβώς της απληστίας της, της κακογουστιάς της, της νωθρότητάς της. Μέσα από την κρίση της, μέσα από την κρίση τους, αναδύεται, σπάζοντας το κέλυφός της, μια υγιής, αλλιώτικη, ανήσυχη αλλά και αμείλικτη με τους εξυπνάκηδες του στυλ ‘μαζί τα φάγαμε’ γενιά. Μια γενιά που αργά αλλά αποφασιστικά αφήνει τις αποπνικτικές πόλεις για πιο καθαρό αέρα καινοτομώντας, αφήνει το αυτοκίνητο και καβαλάει το ποδήλατο, αφήνει την τηλεόραση και μπαίνει στο internet βγαίνοντας από τα ελληνικά σύνορα, αφήνει τις εκ του πονηρού μικρότητες και τους καθωσπρεπισμούς και σε κοιτά στα ίσια, καθαρά. Και τότε ξέρεις, ήδη, ότι η ζωή είναι αλλού. :)
18 Φεβ 2011
Όταν βραβεύονται οι 'καλύτεροι' (βάζετε όσα εισαγωγικά θέλετε)
Πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκαν τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία. Ταυτόχρονα με τους νικητές ανακοινώθηκαν και οι… υποψήφιοι. Κάτι που, νομίζω, δείχνει αδιαφάνεια. Δείχνει μαγείρεμα. Δείχνει – δυστυχώς, ακόμα και στο χώρο του πολιτισμού – διαπλοκή. Δείχνει δηλαδή όλα αυτά στα οποία μας έχει συνηθίσει το ελληνικό κράτος, αλλά που δεν θα περίμενε κανείς να δει και στο χώρο της λογοτεχνίας. Αν κοιτάξουμε λίγο παραέξω, θα δούμε ότι σε διεθνή βραβεία, σημαντικότερα και με μεγαλύτερη απήχηση απ’ ό, τι τα δικά μας τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας, όπως τα βραβεία Nobel ή – για να έρθουμε στο χώρο της λογοτεχνίας – τα περίφημα βρετανικά Booker, καιρό πριν ανακοινωθεί ο νικητής δημοσιοποιείται η short list (που οι ευρηματικοί εγκέφαλοι του υπουργείου μας του Πολιτισμού μετέφρασαν ως ‘βραχύς κατάλογος’ για να τον δημοσιοποιήσουν ταυτόχρονα με τους νικητές). Και αυτό γίνεται για προφανείς λόγους. Μεταξύ άλλων:
- Για να φανεί ότι αναζητούνται ανοιχτά και με διαφάνεια οι καλύτεροι, οι οποίοι τιμούνται και παίρνουν αξία μπαίνοντας σε μια short list από την οποία θα βραβευτεί ο αξιότερος.
- Για να αποδειχθεί – και αυτό χρειάζεται να αποδεικνύεται ασταμάτητα – ότι πρόκειται για έναν θεσμό βραβείων ζωντανό, που βρίσκεται σε ανοιχτή, αδιαμεσολάβητη επαφή και αλληλεπίδραση με την κοινωνία και τους δημιουργούς που βραβεύονται για τις προσπάθειές τους.
- Για να ανοιχτούν, να υποβληθούν οι υποψήφιοι σε κρίση και αξιολόγηση από το ευρύτερο ενδιαφερόμενο κοινό, όπως επιβάλλει η αντιμετώπιση της λογοτεχνικής δημιουργίας σαν κτήμα και υπόθεση όλων και όχι λίγων και ‘εκλεκτών’.
- Για να εκτιμηθεί και να ανταμειφθεί η προσπάθεια που κατέβαλαν όσοι κρίθηκαν άξιοι για υποψήφιοι και να τους γνωρίσει καλύτερα το κοινό, παρότι ένας μόνο μεταξύ τους θα στεφθεί νικητής.
Όλα αυτά όταν μιλάμε για ανοιχτούς θεσμούς και ανοιχτές κοινωνίες. Όχι για έναν θεσμό κλειστό, μυστικοπαθή, όπως τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία, που στερεί, με έναν πραγματικά διεστραμμένο τρόπο, τους ίδιους τους βραβευόμενους από την αληθινή τους αξία ως δημιουργών, καθιστώντας τους άθελά τους κομμάτι ενός αναξιοκρατικού απολιθώματος.
- Για να φανεί ότι αναζητούνται ανοιχτά και με διαφάνεια οι καλύτεροι, οι οποίοι τιμούνται και παίρνουν αξία μπαίνοντας σε μια short list από την οποία θα βραβευτεί ο αξιότερος.
- Για να αποδειχθεί – και αυτό χρειάζεται να αποδεικνύεται ασταμάτητα – ότι πρόκειται για έναν θεσμό βραβείων ζωντανό, που βρίσκεται σε ανοιχτή, αδιαμεσολάβητη επαφή και αλληλεπίδραση με την κοινωνία και τους δημιουργούς που βραβεύονται για τις προσπάθειές τους.
- Για να ανοιχτούν, να υποβληθούν οι υποψήφιοι σε κρίση και αξιολόγηση από το ευρύτερο ενδιαφερόμενο κοινό, όπως επιβάλλει η αντιμετώπιση της λογοτεχνικής δημιουργίας σαν κτήμα και υπόθεση όλων και όχι λίγων και ‘εκλεκτών’.
- Για να εκτιμηθεί και να ανταμειφθεί η προσπάθεια που κατέβαλαν όσοι κρίθηκαν άξιοι για υποψήφιοι και να τους γνωρίσει καλύτερα το κοινό, παρότι ένας μόνο μεταξύ τους θα στεφθεί νικητής.
Όλα αυτά όταν μιλάμε για ανοιχτούς θεσμούς και ανοιχτές κοινωνίες. Όχι για έναν θεσμό κλειστό, μυστικοπαθή, όπως τα κρατικά λογοτεχνικά βραβεία, που στερεί, με έναν πραγματικά διεστραμμένο τρόπο, τους ίδιους τους βραβευόμενους από την αληθινή τους αξία ως δημιουργών, καθιστώντας τους άθελά τους κομμάτι ενός αναξιοκρατικού απολιθώματος.
16 Φεβ 2011
Οικογενειακές υποθέσεις
Στην Ελλάδα μπορεί ακόμα να βρει κανείς, αν του αρέσει το καλομαγειρεμένο φαγητό και το χύμα κρασάκι, οικογενειακές ταβέρνες. Παλιότερα αφθονούσαν, αλλά με την έκρηξη του φαστ φουντ από τα 80ς και μετά και την εξάπλωση άλλων ειδών γρήγορου φαγητού όπως οι πιτσαρίες, οι ταβερνούλες, και δη οι οικογενειακές, λιγόστεψαν. Τι κρίμα, αλήθεια, γιατί η οικογενειακή ταβέρνα είναι ωραίο πράγμα: σου εγγυάται μια καλή, σπιτική, σταθερή στις γεύσεις της κουζίνα, έναν λογικό στις τιμές του τιμοκατάλογο μια και τα κουμάντα, χασούρες και κέρδη, τα έχει μια και μόνη οικογένεια και, πάνω απ’ όλα, μια ζεστή, οικογενειακή ατμόσφαιρα, που αν και οι ιδιοκτήτες είναι συμπαθητικοί τύποι είναι πολύ όμορφη. Αντιθέτως, η οικογενειακή δημοκρατία, η δημοκρατία δηλαδή που μονοπωλείται από δυο-τρεις οικογένειες που εναλλάσσονται στην εξουσία, δε γράφει και τόσο ωραία. Γιατί στη δημοκρατία, σε αντίθεση με την ταβέρνα, θες, βρε αδερφέ, και λίγη ποικιλία. Δε θες; Όσο γλυκούληδες ή συμπαθητικοί κι αν είναι οι άνθρωποι αυτοί, τόσο ώστε να τους φωνάζεις με τα μικρά ονόματα ή τα χαϊδευτικά τους (η ‘Ντόρα’, ο ‘Γιωργάκης’, κοκ), όσο κι αν τους έχεις μέσα στην καρδιά σου μετά από τόσα χρόνια, τόσες δεκαετίες που γνωρίζεστε, όσο κι αν οι γονείς ή οι παππούδες σου προτιμούσαν κι αυτοί τους γονείς ή τους παππούδες τους, καλό πράγμα δεν είναι να γίνεται η πολιτική και η εξουσία οικογενειακή υπόθεση. Το καταλαβαίνεις, δεν το καταλαβαίνεις; Ακόμα και στην καλύτερη ταβέρνα να έχεις συνηθίσει να πηγαίνεις, κάποια στιγμή θες να αλλάξεις γεύσεις, να δοκιμάσεις κάτι άλλο, να δεις, βρε παιδί μου, άλλες φάτσες. Πόσο δε όταν μιλάμε για αυτούς που σε κυβερνούν. Να, δες και τους Αιγύπτιους, που τριάντα χρόνια λέει βαρεθήκανε την ίδια οικογένεια, τον ίδιο άνθρωπο στην εξουσία και είπανε να γυρίσουνε σελίδα, να κοιτάξουν κι αλλού. Βέβαια θα μου πεις τι ξέρουν αυτοί, υπανάπτυκτοι είναι, τύποι παρορμητικοί και θερμόαιμοι, αφρικάνοι.
14 Φεβ 2011
Όταν δε σε λένε Στέλιο Μάινα
Η είδηση της ημέρας: η επίθεση από μετανάστες στον γνωστό ηθοποιό Στέλιο Μάινα. Η είδηση ΔΕΝ είναι η επίθεση, αλλά το ότι έγινε στον Στέλιο Μάινα. Ο οποίος, παρότι γνωστός στο πανελλήνιο από επιτυχημένα τηλεοπτικά σίριαλ με αποκορύφωμα το ‘Νησί’, την ‘ποιοτική’ υπερπαραγωγή, αντί να ‘εξαργυρώσει’ την επιτυχία του μετακινούμενος σε κάποιο σικ προάστιο επιμένει, ‘ηρωικά’, να ζει στο κέντρο της Αθήνας. Κάνει δηλαδή ό, τι κάνουν και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι που, όμως, σε αντίθεση με τον ηθοποιό δεν αποτελούν σημαίνουσες ψηφίδες του νεοελληνικού τηλεπολιτισμού, δεν είναι ‘επώνυμοι’. Εργάζομαι και ο ίδιος εδώ και καιρό κοντά στην πλατεία Βικτωρίας που έγινε η επίθεση και έχω συναδέλφους που όχι μόνο εργάζονται αλλά και κατοικούν στα πέριξ της πλατείας τετράγωνα. Πριν λίγο καιρό μια εξ αυτών, μια κυρία που καθαρίζει τα γραφεία, την ώρα που έπιανε δουλειά έπεσε θύμα επίθεσης: της έκλεψαν τα λίγα της χρήματα και κάποια δύσκολα στην αντικατάστασή τους χαρτιά που την ταλαιπώρησαν καιρό. Αλλά επειδή δεν αποτελεί ηρωίδα τύπου Στέλιου Μάινα, κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί της. Ως ‘ανώνυμη’, απλώς υπέστη τις συνέπειες του να εργάζεται σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, όπως τις υφιστάμεθα και όλοι οι υπόλοιποι που δεν έχουμε βγει στην τηλεόραση – και, ως εκ τούτου, τίποτα το ηρωικό δεν έχει η ύπαρξή μας στο ιστορικό κέντρο. Με όλα αυτά θυμήθηκα ένα βιβλίο του Τζορτζ Όργουελ που πριν αρκετά χρόνια μου είχε αρέσει: λεγόταν Κρατήστε σφιχτά το μικροαστισμό σας. Θα το πρότεινα σε όλους όσους σοκάρονται ή ταράζονται από τα όσα συμβαίνουν στους τηλεοπτικούς ήρωές τους όταν τους επισκέπτεται η πραγματική ζωή την ώρα που βγάζουν βόλτα το σκύλο τους.
13 Φεβ 2011
Χαμένες ευκαιρίες
Βρισκόμαστε νομίζω σήμερα σε μια μεγάλη στιγμή για την Ελλάδα. Μεγάλη από την άποψη των ευκαιριών για ριζική αλλαγή νοοτροπιών, θεσμών, προκαταλήψεων, στερεοτύπων, προτύπων, που δίνονται υπό το φάσμα και την απειλή της πολλαπλής χρεωκοπίας: χρεωκοπίας ηθικής, πολιτιστικής, οικονομικής. Στη μεγάλη όμως αυτή στιγμή βρεθήκαμε με 'μικρούς' πολιτικούς, που αδυνατούν να φανούν αντάξιοι των περιστάσεων και να πάρουν μια πρωτοβουλία για να γυρίσει επιτέλους σελίδα αυτή η χώρα. Ανίκανοι να αναλάβουν οι ίδιοι τη ‘βρωμοδουλειά’ της σωτηρίας της χώρας και του λαού της από τον κακό του εαυτό, που έχει πάρει το πάνω χέρι τα τελευταία 30 τουλάχιστον χρόνια, ανέθεσαν εν λευκώ σε εξωτερικούς ‘προστάτες’ το άχαρο καθήκον της ανέλκυσης μιας χώρας από το βούρκο της διαφθοράς, των μικροσυμφερόντων, του ζωώδους καταναλωτισμού, του φοβερού υπαλληλικού ιδεώδους. Έβλεπα χθες έναν εκπρόσωπο της Τρόικας να μιλά για τους φορτηγατζήδες και τους φαρμακοποιούς ως προνομιούχους που φυσικά θα ξεσηκώνονταν χάνοντας τα προνόμιά τους ή με την απειλή και μόνο της απώλειας των προνομίων τους, όπως και οι του ΟΑΣΑ και τόσοι άλλοι. Κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμα τολμήσει να το πει ανοιχτά ο ΓΑΠ ή ο όποιος άλλος Έλληνας πολιτικός: να μιλήσει καθαρά και ξάστερα για την κατακερματισμένη νεοελληνική κοινωνία, που κάθε της κομμάτι κοιτά εμμονικά τα συντεχνιακά του συμφέροντα και τη βολή του πριν και πάνω απ' όλα. Ακόμα και τώρα, ακόμα και στο χείλος του γκρεμού, φοβούνται, οι άνθρωποι αυτοί, το πολιτικό κόστος. Και αναλώνονται σε θλιβερές αλληλοκατηγορίες, προκειμένου να ξεγλιστρήσουν, να μην τους πάρουν τα σκάγια της λαϊκής δυσαρέσκειας, για να βγουν από όλο αυτό το διαρκώς διογκούμενο αδιέξοδο όσο γίνεται πιο αλώβητοι, πιο παρθένοι. Η κρίση αυτή ήρθε σαν μια μοναδική ευκαιρία να δούμε κατάματα τα προβλήματα, τα στεγανά, τα βάραθρα που μας χωρίζουν από άλλες χώρες, στις οποίες φεύγουν οι καλύτεροί μας. Και αντί γι’ αυτό κατάντησε ένα απογοητευτικό θέατρο σκιών, σκιωδών πολιτικών, που φάνηκαν αδύναμοι να κοιτάξουν καταπρόσωπο την αλλοτριωμένη, αποπροσανατολισμένη νεοελληνική κοινωνία, να την πιάσουν από τους ώμους και να την ταρακουνήσουν.
12 Φεβ 2011
Ένα δίπορτο πρόβλημα
Τις προάλλες στη δουλειά μιλούσα με μια μητέρα. Έχει δυο γιους, γύρω στα 24. Ο ένας ηλεκτρολόγος μηχανικός, ο άλλος νομικός. Αριστούχοι και οι δυο, μου έλεγε πόσο απογοητεύονταν και δυσκολεύονταν, έχοντας πασχίσει να μπουν στις σχολές τους, όταν για παράδειγμα έχαναν συνεχόμενες εξεταστικές με καταλήψεις. Ακούγοντας για τις καταλήψεις, τη ρώτησα γιατί τα παιδιά της ή άλλα παιδιά που δε θέλουν κάθε λίγο και λιγάκι να χάνουν μαθήματα, δεν κάνουν κάτι, δεν αντιδρούν. Και μου απάντησε ότι ο ένας γιος, ο ηλεκτρολόγος μηχανικός νομίζω, είχε συμμετάσχει σε συνελεύσεις και ψηφοφορίες των φοιτητών για να δει αν θα μπορούσε να κάνει, να αλλάξει κάτι. Και ότι τη στιγμή της τελικής φοιτητικής ψηφοφορίας για κατάληψη ή κάτι παρόμοιο, έμπαινε στο σκηνικό ένας επιβλητικός φοιτητοπατέρας, έπιανε μια χούφτα ψήφους και τις έριχνε στην κάλπη, χωρίς κανένας από τους παρευρισκόμενους να τολμά να αντιδράσει. Και σφραγίζοντας κατ’ αυτόν τον… χειροπιαστό τρόπο το αποτέλεσμα των όποιων διαβουλεύσεων. Δεν μπορώ να διασταυρώσω αν όντως έτσι παίρνονται αποφάσεις για καταλήψεις σε ΑΕΙ (και προσωπικά δεν με ενδιαφέρει), αυτά όμως μου μετέφερε η προβληματισμένη αυτή μητέρα. Προβληματισμένη, γιατί και τα δυο της αγόρια φεύγουν στο εξωτερικό, άνοιξαν φτερά για άλλες πατρίδες, πιο έτοιμες για τα ταλέντα τους, πιο φιλόξενες για τα όνειρά τους. Και δεν ήταν η μητέρα αυτή η πρώτη τέτοια περίπτωση που μου έτυχε, μόνο η πιο πρόσφατη. Νομίζω η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που το μεταναστευτικό πρόβλημα το έχει… δίπορτο. Απ’ τη μια έχει ανοίξει μια πόρτα και φεύγουν οι πιο άξιοι, οι πιο φωτισμένοι, οι πιο ταλαντούχοι από τους νέους. Και από την άλλη, από μια άλλη πόρτα, μπαίνουν άνθρωποι φτωχοί, δυστυχισμένοι, ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη. Οι περισσότεροι αμόρφωτοι, ανειδίκευτοι, δεν γνωρίζουν καν τη γλώσσα της χώρας στην οποία τους έλαχε να προσγειωθούν. Και στη μια περίπτωση και στην άλλη, και της πόρτας της μεγάλης φυγής παιδιών σαν της μητέρας αυτής και της πόρτας της μεγάλης εισροής κατατρεγμένων από την εξαθλίωση που έχουν αμφότερες ανοίξει διάπλατα, δεν υπάρχει, από την ελληνική πολιτεία, καμία απολύτως πολιτική αντιμετώπισής τους. Για πρώτη νομίζω φορά στη νεοελληνική ιστορία βρισκόμαστε μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα, που φαίνεται να μεταμορφώνει ριζικά την Ελλάδα σε ένα υπό μόνιμη χρεωκοπία φτωχοκομείο - και οι φτωχοί δεν είναι μόνο οι μετανάστες, αλλά, κυρίως, οι πολίτες της χώρας αυτής. Και για να μην παρεξηγηθώ ως ‘μεταναστόφοβος’, σπεύδω να διευκρινίσω ότι αν υπάρχει πραγματικά τρόπος οι μετανάστες από κάθε γωνιά της γης να αφομοιωθούν δημιουργικά και ανθρώπινα, ευπρόσδεκτοι όλοι τους (άλλωστε στο κέντρο της Αθήνας εργάζομαι και τα ψιλολέμε κάθε μέρα με νοηματική στο λεωφορείο, το τρόλεϊ ή το δρόμο). Αυτό που φοβάμαι δεν είναι οι μετανάστες. Είναι η ελληνική πολιτεία, που φαίνεται να έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά μπροστά σε αυτό το δίπορτο πρόβλημα, ανίκανη ή ανέτοιμη να κάνει οτιδήποτε.
9 Φεβ 2011
Όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις...
Στην Αίγυπτο ο Χόσνι Μουμπάρακ κυβέρνησε αδιάλειπτα από τις 14 Οκτωβρίου 1981. Τριάντα ολόκληρα χρόνια, κατά τα οποία σχημάτισε περιουσία ύψους, λένε, 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων, την οποία θα μπορέσει να απολαύσει με την αποχώρησή του από την εξουσία. Τέσσερις μέρες μετά, την 18 Οκτωβρίου 1981, στην Ελλάδα πρωτοεκλέχτηκε πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου και, τριάντα ακριβώς χρόνια μετά, τη χώρα κυβερνά ο γιος του Γιώργος, που φέρει το μικρό όνομα του ιδρυτή της δυναστείας Παπανδρέου Γεώργιου. Μια χώρα που με κάποια μικρά διαλείμματα κυβερνάται από τη δυναστεία αυτή και δυο αντίπαλες δυναστείες που από καιρό σε καιρό βρίσκουν το δρόμο προς την εξουσία. Οι Αιγύπτιοι εξεγέρθηκαν, επαναστάτησαν ενάντια σε όλο αυτό. Ενάντια σε μια 'οικογενειακή' δημοκρατία, ενάντια σε ένα καθεστώς μονοπρόσωπο, διεφθαρμένο. Και όταν κάποιος επαναστατεί, όπως οι Aφρικανοί γείτονές μας, δεν επαναστατεί τόσο για όσα έχει να κερδίσει από τον ξεσηκωμό του. Περισσότερο επαναστατεί όταν δεν έχει πλέον τίποτα να χάσει. Και οι Αιγύπτιοι δεν είχαν και πολλά να χάσουν, βυθισμένοι στη φτώχεια, από ένα άπληστο καθεστώς που τα ήθελε όλα δικά του. Και όταν ο άνθρωπος δεν έχει τίποτα να χάσει – παρά μόνο τις αλυσίδες του, θα έλεγε ο γερο Μαρξ – δεν τον νοιάζει τόσο τι θα κερδίσει επαναστατώντας. Δεν έχει καθίσει να καλοσκεφτεί αν αυτό που θα ακολουθήσει θα ήθελε να είναι ένα θεοκρατικό καθεστώς τύπου Ιράν ή κάτι άλλο, μια δημοκρατική άνθιση που θα πάρει τη μορφή ντόμινο αλλάζοντας άρδην τον μουσουλμανικό κόσμο. Στο κάτω-κάτω δεν τον ενδιαφέρει τόσο, εκεί που έχει φτάσει, τι θα επακολουθήσει. Φτάνει να αλλάξει το αρρωστημένο, ξεπερασμένο, αλλοτριωτικό πολιτικό παρόν του. Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί και για την Ελλάδα. Με μια κεφαλαιώδη διαφορά, που αποτελεί και κύρια αιτία που όσα βλέπουμε στην Αίγυπτο δε θα τα δούμε ποτέ στη δική μας χώρα: σε αντίθεση με τους Αιγύπτιους, οι Έλληνες έχουν πολλά να χάσουν αν βγουν στους δρόμους. Οι αλυσίδες τους, είναι πολύτιμες. Χρωστάνε ακόμα τις δόσεις του δανείου που πήραν για να αγοράσουν τις αλυσίδες αυτές με μεγάλα μπαλκόνια και θέση πάρκινγκ, με αερόσακους και δερμάτινα καθίσματα, με δωρεάν απεριόριστες κλήσεις σε άλλα κινητά.
7 Φεβ 2011
Η πολιτική του φόβου ή ο φόβος της πολιτικής
Ως γνωστόν ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει αγκαλιά ή εν πάση περιπτώσει αγκαζέ με το φόβο. Καταρχήν και κυρίως με το φόβο του θανάτου, τον οποίο, όπως συνομολογεί και ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο ωραίο του ποίημα Εις την Οδόν των Φιλελλήνων, είχαν μέχρι και οι κατά τα άλλα άφοβοι Αρχαίοι. Έκτοτε και σε κάθε ιστορική εποχή της ανθρωπότητας ο φόβος κυριάρχησε, με διάφορες φορεσιές. Δεν χρειάζονται και πολλά παραδείγματα ή παραπομπές στο Διαφωτισμό, τη Γαλλική Επανάσταση ή επιστημονικές επαναστάσεις: η ανθρωπότητα μέχρι λίγο πριν τις μέρες μας ζούσε βυθισμένη στο φόβο και την αβεβαιότητα. Τίποτα το περίεργο ή ανησυχητικό μέχρι εδώ. Το περίεργο έρχεται όταν διαπιστώνουμε την πρωτοκαθεδρία του φόβου ακόμη και στην εποχή μας, την υποτιθέμενα απαλλαγμένη από φόβους, μύθους και δοξασίες.
Πώς επέστρεψε ο φόβος ακόμα και στην άφοβη, απαλλαγμένη από φαντάσματα του σκοτεινού παρελθόντος σύγχρονη ανθρωπότητα; Επέστρεψε μέσω ενός δούρειου ίππου που κανείς δεν πολυπερίμενε: της πολιτικής. Διότι μαζί με όλα τα προαναφερθέντα κατάλοιπα παλιότερων, μίζερων και φοβισμένων αιώνων, η μπάλα πήρε και τις ιδεολογίες. Αριστερά, Δεξιά, σοσιαλισμοί, κομμουνιστικοί παράδεισοι και άλλα τέτοια εξωτικά πτηνά πέταξαν μακριά τρομαγμένα από την βροντερή πτώση του Τείχους του Βερολίνου εκείνον τον κοσμογονικό Νοέμβριο του 1989, αναζητώντας πιο εύκρατα κλίματα. Και, έκτοτε, δεν ξαναφάνηκαν. Αφήνοντας την πολιτική χωρίς τη λαχταριστή ιδεολογική της γέμιση που μέχρι τότε της έδινε άλλο νόημα και πάθος. Και καθιστώντας την απλή διαχείριση των κοινών από επαγγελματίες, ειδήμονες και ειδικούς. Γι’ αυτό, πλέον, ‘ο μόνος τρόπος να εισαγάγουμε πάθος σε αυτό το πεδίο, να κινητοποιήσουμε δραστικά τους ανθρώπους, είναι μέσω του φόβου’, λέει ο Ζίζεκ.[i] Μιλάμε δηλαδή για μια πολιτική που ‘χρησιμοποιεί τον φόβο ως βασικότερο έναυσμα κινητοποίησης: τον φόβο των μεταναστών, τον φόβο του εγκλήματος, το φόβο της ανόσιας σεξουαλικής διαστροφής, τον φόβο του ίδιου του υπερβολικού κράτους με τα υπέρμετρα φορολογικά βάρη που επιβάλλει, τον φόβο της περιβαλλοντικής καταστροφής, το φόβο της παρενόχλησης’. Με την πολιτική ορθότητα ως την ‘κατεξοχήν φιλελεύθερη μορφή της πολιτικής του φόβου’.
Πώς άραγε συνταιριάζεται η πολιτική ορθότητα με την πολιτική του φόβου; Για τον Ζίζεκ, ‘η σημερινή φιλελεύθερη ανεκτικότητα προς τους άλλους, ο σεβασμός της ετερότητας και η απροκατάληπτη συνάντηση μαζί της, συνυπάρχει με τον ιδεοληπτικό φόβο μήπως μας παρενοχλήσουν’. Ζούμε δηλαδή μια κάπως μεταμοντέρνα εκδοχή του μακριά κι αγαπημένοι: ‘ο Άλλος είναι μια χαρά, αλλά μόνο εφόσον η παρουσία του δεν γίνεται φορτική, εφόσον δεν είναι πραγματικά άλλος’. Με άλλα λόγια, ‘η ανεκτικότητα συμπίπτει με το αντίθετό της’: ‘Το καθήκον μου να είμαι ανεκτικός προς τον Άλλο ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον πλησιάσω πάρα πολύ, ότι δεν πρέπει να εισβάλλω στο χώρο του… Εκείνο που όλο και πιο πολύ αναδύεται ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην κοινωνία του ύστερου καπιταλισμού είναι το δικαίωμα να μη μας παρενοχλούν, δηλαδή το δικαίωμα να παραμένουμε σε μια απόσταση ασφαλείας από τους άλλους’.
Σε συνέχεια ή και συμπλήρωση όλων αυτών θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την εμμονική ενασχόληση του σημερινού ανθρώπου με τα ‘προσωπικά του δεδομένα’, για τον όλο και βαθύτερο εγκλεισμό του στην ιδιωτική του σφαίρα, που γύρω της υψώνονται ανυπέρβλητα τείχη για να εγγυηθούν την προστασία του από όλα όσα φοβάται ή θα μπορούσαν να τον… παρενοχλήσουν. Ένας τέτοιος αυτοεξόριστος στον ιδιωτικό του κόσμο άνθρωπος δεν θα μπορούσε παρά να φοβάται, να απεχθάνεται τη δημόσια έκθεση και δραστηριοποίηση που απαιτεί η πολιτική, η οποία έχει και η ίδια μετατραπεί σε μια πολιτική του φόβου, σε μια πολιτική που έχει αναγάγει τον φόβο σε κεντρικό της κινητήριο άξονα και όχημα ανόδου σε εκλογικά ποσοστά (όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση του ΛΑΟΣ). Τι μπορεί, τι απομένει να γίνει εν μέσω αυτού του ασφυκτικού κλίματος εξατομίκευσης συνδυασμένης με εξάπλωση του φόβου ως μοναδικού συνδετικού κρίκου μεταξύ των αποπολιτικοποιημένων, ναυαγισμένων στα ερημονήσια της ιδιωτικής τους ζωής πολιτών του 21ου αιώνα; Απομένει να κοιτάξουμε τόσο τον φόβο της πολιτικής, της χειραφέτησης από την ιδιωτικοποίηση όσο και την ίδια την πολιτική του φόβου ή των φόβων κατάματα, προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς αλλιώς. Μπορούμε;
[i] Slavoj Žižek, Βία: Έξι λοξοί στοχασμοί, Αθήνα, Scripta, 2010, σελ. 53-55.
Η ανάρτηση αυτή ανεβαίνει στα πλαίσια της 'Ημέρας ενάντια στο φόβο'. Περισσότερα εδώ: http://grfear.blogspot.com/
Πώς επέστρεψε ο φόβος ακόμα και στην άφοβη, απαλλαγμένη από φαντάσματα του σκοτεινού παρελθόντος σύγχρονη ανθρωπότητα; Επέστρεψε μέσω ενός δούρειου ίππου που κανείς δεν πολυπερίμενε: της πολιτικής. Διότι μαζί με όλα τα προαναφερθέντα κατάλοιπα παλιότερων, μίζερων και φοβισμένων αιώνων, η μπάλα πήρε και τις ιδεολογίες. Αριστερά, Δεξιά, σοσιαλισμοί, κομμουνιστικοί παράδεισοι και άλλα τέτοια εξωτικά πτηνά πέταξαν μακριά τρομαγμένα από την βροντερή πτώση του Τείχους του Βερολίνου εκείνον τον κοσμογονικό Νοέμβριο του 1989, αναζητώντας πιο εύκρατα κλίματα. Και, έκτοτε, δεν ξαναφάνηκαν. Αφήνοντας την πολιτική χωρίς τη λαχταριστή ιδεολογική της γέμιση που μέχρι τότε της έδινε άλλο νόημα και πάθος. Και καθιστώντας την απλή διαχείριση των κοινών από επαγγελματίες, ειδήμονες και ειδικούς. Γι’ αυτό, πλέον, ‘ο μόνος τρόπος να εισαγάγουμε πάθος σε αυτό το πεδίο, να κινητοποιήσουμε δραστικά τους ανθρώπους, είναι μέσω του φόβου’, λέει ο Ζίζεκ.[i] Μιλάμε δηλαδή για μια πολιτική που ‘χρησιμοποιεί τον φόβο ως βασικότερο έναυσμα κινητοποίησης: τον φόβο των μεταναστών, τον φόβο του εγκλήματος, το φόβο της ανόσιας σεξουαλικής διαστροφής, τον φόβο του ίδιου του υπερβολικού κράτους με τα υπέρμετρα φορολογικά βάρη που επιβάλλει, τον φόβο της περιβαλλοντικής καταστροφής, το φόβο της παρενόχλησης’. Με την πολιτική ορθότητα ως την ‘κατεξοχήν φιλελεύθερη μορφή της πολιτικής του φόβου’.
Πώς άραγε συνταιριάζεται η πολιτική ορθότητα με την πολιτική του φόβου; Για τον Ζίζεκ, ‘η σημερινή φιλελεύθερη ανεκτικότητα προς τους άλλους, ο σεβασμός της ετερότητας και η απροκατάληπτη συνάντηση μαζί της, συνυπάρχει με τον ιδεοληπτικό φόβο μήπως μας παρενοχλήσουν’. Ζούμε δηλαδή μια κάπως μεταμοντέρνα εκδοχή του μακριά κι αγαπημένοι: ‘ο Άλλος είναι μια χαρά, αλλά μόνο εφόσον η παρουσία του δεν γίνεται φορτική, εφόσον δεν είναι πραγματικά άλλος’. Με άλλα λόγια, ‘η ανεκτικότητα συμπίπτει με το αντίθετό της’: ‘Το καθήκον μου να είμαι ανεκτικός προς τον Άλλο ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον πλησιάσω πάρα πολύ, ότι δεν πρέπει να εισβάλλω στο χώρο του… Εκείνο που όλο και πιο πολύ αναδύεται ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην κοινωνία του ύστερου καπιταλισμού είναι το δικαίωμα να μη μας παρενοχλούν, δηλαδή το δικαίωμα να παραμένουμε σε μια απόσταση ασφαλείας από τους άλλους’.
Σε συνέχεια ή και συμπλήρωση όλων αυτών θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την εμμονική ενασχόληση του σημερινού ανθρώπου με τα ‘προσωπικά του δεδομένα’, για τον όλο και βαθύτερο εγκλεισμό του στην ιδιωτική του σφαίρα, που γύρω της υψώνονται ανυπέρβλητα τείχη για να εγγυηθούν την προστασία του από όλα όσα φοβάται ή θα μπορούσαν να τον… παρενοχλήσουν. Ένας τέτοιος αυτοεξόριστος στον ιδιωτικό του κόσμο άνθρωπος δεν θα μπορούσε παρά να φοβάται, να απεχθάνεται τη δημόσια έκθεση και δραστηριοποίηση που απαιτεί η πολιτική, η οποία έχει και η ίδια μετατραπεί σε μια πολιτική του φόβου, σε μια πολιτική που έχει αναγάγει τον φόβο σε κεντρικό της κινητήριο άξονα και όχημα ανόδου σε εκλογικά ποσοστά (όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση του ΛΑΟΣ). Τι μπορεί, τι απομένει να γίνει εν μέσω αυτού του ασφυκτικού κλίματος εξατομίκευσης συνδυασμένης με εξάπλωση του φόβου ως μοναδικού συνδετικού κρίκου μεταξύ των αποπολιτικοποιημένων, ναυαγισμένων στα ερημονήσια της ιδιωτικής τους ζωής πολιτών του 21ου αιώνα; Απομένει να κοιτάξουμε τόσο τον φόβο της πολιτικής, της χειραφέτησης από την ιδιωτικοποίηση όσο και την ίδια την πολιτική του φόβου ή των φόβων κατάματα, προκειμένου να μπορέσουμε να δούμε τους ίδιους μας τους εαυτούς αλλιώς. Μπορούμε;
[i] Slavoj Žižek, Βία: Έξι λοξοί στοχασμοί, Αθήνα, Scripta, 2010, σελ. 53-55.
Η ανάρτηση αυτή ανεβαίνει στα πλαίσια της 'Ημέρας ενάντια στο φόβο'. Περισσότερα εδώ: http://grfear.blogspot.com/
4 Φεβ 2011
Bρείτε και κερδίστε
‘Εθνική οδός’ ευρωπαϊκής χώρας μετά από βροχή. Βρείτε τη χώρα και κερδίστε μια δωρεάν διαμονή για το υπόλοιπο της ζωής σας σε κατάλυμα της επιλογής σας στον μαγευτικό αυτό προορισμό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)