Μ’ αρέσει όσο τίποτε άλλο να κουβεντιάζω μέσα σε λεωφορεία, τραμ, τρόλεϊ ή το μετρό. Κάθε μέρα, παίρνω πέντε-έξι από δαύτα, από και προς το κέντρο της Αθήνας. Κάποτε θα πέσω σε καβγάδες, συνήθως ηλικιωμένων. Θα δω όλη τους τη ζωή, που δε θα ’ταν εύκολη, όλα τους τα βάσανα, να κορυφώνονται, να μετουσιώνονται σ’ έναν πεντάλεπτο θυμό. Αυτοί οι άνθρωποι άλλων εποχών που ακόμα μιλάνε στους άλλους, που ακόμα τα βάζουν με τους άλλους, με κάνουν να ξεφεύγω, να ονειροπολώ. Με στέλνουν να φαντάζομαι πώς θα ’ταν αν αντί να κάνουμε ότι δε βλέπουμε ο ένας τον άλλο μιλούσαμε με τους άγνωστούς μας στο πρωινό τραμ. Αν ρωτούσαμε την κοπέλα λίγο πιο πέρα αν αξίζει αυτό που διαβάζει. Ή τον νεαρό παραδίπλα αν ψάχνει για δουλειά, την κυρία παραπέρα για τα εγγόνια της ή τον ακριβώς διπλανό με το ερωτηματικό βλέμμα πώς τα βγάζει πέρα. Θα είχαμε τόσα να πούμε. Και θα γινόταν τόσο διαφορετικό το μικρό, καθημερινό αυτό ταξίδι στην ανοιχτή ανθρωποθάλασσα από και προς τα λιμάνια μας: το λιμάνι του σαλονιού που αφήσαμε πίσω, το λιμάνι της δουλειάς, ή όποιο άλλο. Πόσο ωραία θα ’ταν αν τα ξαναβρίσκαμε με όλους αυτούς που σαν τσακωμένοι μπαίνουμε κάθε πρωί στο ίδιο βαγόνι. Αλλά ποιος να κάνει την αρχή; Κάθε πρωί σχεδόν με βρίσκω σ’ αυτή, την ίδια αφετηρία. Κάθε σχεδόν μέρα λέω ότι αυτή θα ’ναι που θα σπάσω τον πάγο, που θα μιλήσω επιτέλους με όλους αυτούς που έχω τόσα να τους πω, να τους ρωτήσω. Όμως κάθε πρωί, εκεί, στο κλείσιμο της πόρτας, πάω και παίρνω τη θέση μου κάπου που να μην ακουμπάω και να μη με ακουμπάνε. Και μαζί παίρνω, σαν χιμπατζής, την πόζα των γύρω μου, του κάποιου που πάει βυθισμένος στις σκέψεις του στη δουλειά του και δε σηκώνει πολλά. Βαρέθηκα όμως να κάνω αυτού του είδους τον χιμπατζή. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, αν αύριο το πρωί στο τραμ δείτε κάποιον να κοιτάει κάπως περίεργα, κάπως αστεία, βγάλτε τον από τη δύσκολη θέση: μιλήστε του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου