Σκεφτόμουν σήμερα να συνέχιζα τις ασκήσεις ύφους των τελευταίων ημερών ανεβάζοντας ένα παραμύθι, μια παραβολή, κάτι τέλος πάντων που θα με εντυπωσίαζε ως εκφραστικό μέσο. Όμως, καμιά φορά η ίδια η ζωή γράφει τα πιο παραμυθένια σενάρια. Κι εμείς δε χρειάζεται να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας, απλώς να τα ζήσουμε. Έτσι λοιπόν, σήμερα το πρωί, βρέθηκα σε κεντρικό παραλιακό καφέ της Θεσσαλονίκης να απολαμβάνω τον καφέ μου μαζί με κάποια σαντουιτσάκια, κάτι που θεωρώ ιδανικό συνδυασμό για να ικανοποιηθεί ένα άδειο πρωινό στομάχι και ν’ ανοίξουν τα νυσταγμένα πρωινά βλέφαρα.
Καθόμουν σε ένα από τα τραπεζάκια μπροστά στα ανοιχτά πορτοπαράθυρα, στα σύνορα μεταξύ καφέ και πεζοδρομίου, ατενίζοντας τη θάλασσα. Κάποια στιγμή βλέπω να ρεζερβάρονται τα δυο κάτω μπροστινά τραπέζια, που ήταν πάνω στο πεζοδρόμιο. Και άρχισα όπως ήταν φυσικό να αναρωτιέμαι ποιος άραγε να είχε κλείσει, Κυριακή πρωί, τραπεζάκια σε ένα καφέ επάνω στο πεζοδρόμιο. Η απορία μου δεν άργησε να λυθεί. Στην αρχή, στο ένα τραπεζάκι ήρθαν και έκατσαν μια γυναίκα και δυο άντρες με κάπως περίεργη συμπεριφορά. Δε μιλούσαν μεταξύ τους, περισσότερο κοιτούσαν τους άλλους θαμώνες. Σε λιγάκι η παράξενη αυτή "παρέα" μεγάλωσε: κατέφθασε ο δήμαρχος της πόλης συνοδευόμενος από διάφορους ανθρώπους και, αφού χαιρέτησε όσους κάθονταν στα διπλανά τραπέζια, κάθισε μαζί τους.
Ο δήμαρχος, ένας ευσταλής μεσήλικας, ήταν ο μόνος στην παρέα αυτή των εννιά - όπως τους μέτρησα - ανθρώπων που μιλούσε. Οι άλλοι όχι μόνο δε μιλούσαν, αλλά ακόμη κι αυτοί που κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο αγνοούσαν τους διπλανούς τους: έμοιαζαν να έχουν δεθεί με κάποιο αόρατο νήμα με το δήμαρχο, έχοντας αυτιά και μάτια μόνο γι’ αυτόν. Κάπως έτσι πέρασε η ώρα, μέχρι που ο ευσταλής αυτός μεσήλικας που άκουγε στο αξίωμα δήμαρχος σηκώθηκε μαζί με δυο-τρεις της "παρέας" και έφυγε. Τότε συνέβη το εξής αξιοσημείωτο: όσοι από την "παρέα" είχαν μείνει μαζεύτηκαν στο ένα από τα δυο τραπεζάκια και σαν κάποιος να τους είχε αφαιρέσει τα αόρατα φίμωτρα που φορούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, σαν μικροί μαθητές που ο δάσκαλος έφυγε για λίγο από την τάξη άρχισαν να μιλούν ζωηρά, να γελάνε δυνατά, να συμπεριφέρονται εν πάση περιπτώσει όπως θα περίμενε κανείς από μια πραγματική παρέα.
Το όλο σκηνικό μου φάνηκε μικρογραφία της μαυρογιαλούριας πολιτικής μας κουλτούρας. Ο εκλεγμένος άρχων, συνοδευόμενος από διάφορους κοινούς θνητούς, οι οποίοι όσο ήταν παρών δεν τολμούσαν να συνυπάρξουν μ’ αυτόν ως ίσοι προς ίσο αλλά περιορίζονταν να γελάνε με τα αστεία του, να απαντάνε στις ερωτήσεις του, να σιωπούν όλες τις υπόλοιπες στιγμές ώστε να ακούγεται μόνο αυτός, να παίζουν δηλαδή το ρόλο του συνοδού. Φανταζόμουν επιπλέον, όσο παρατηρούσα την "παρέα" αυτή όχι δημάρχους επαρχιακών πόλεων - γιατί η Θεσσαλονίκη παραμένει μια γιγαντωμένη επαρχιακή πόλη - αλλά πρωθυπουργούς βορειοευρωπαϊκών ή σκανδιναβικών χωρών, που μπορεί να κυκλοφορούν ασυνόδευτοι, να συνδιαλέγονται με τους συμπολίτες τους φυσιολογικά, όχι σαν πλασιέ με τους πελάτες τους αλλά σαν απλοί πολίτες που κάποια στιγμή τους έλαχε να αποκτήσουν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Χωρίς καθωσπρεπισμούς, ψεύτικες ευγένειες, αρχοντοχωριάτικες συμπεριφορές. Και κυρίως χωρίς αυτή την τεράστια, αδικαιολόγητη απόσταση μεταξύ απλού πολίτη και εκλεγμένου άρχοντα. Άραγε, θα καταφέρουμε ποτέ να ξεπεράσουμε τον εγγεγραμμένο στα γονίδιά μας ραγιαδισμό μας;
Καθόμουν σε ένα από τα τραπεζάκια μπροστά στα ανοιχτά πορτοπαράθυρα, στα σύνορα μεταξύ καφέ και πεζοδρομίου, ατενίζοντας τη θάλασσα. Κάποια στιγμή βλέπω να ρεζερβάρονται τα δυο κάτω μπροστινά τραπέζια, που ήταν πάνω στο πεζοδρόμιο. Και άρχισα όπως ήταν φυσικό να αναρωτιέμαι ποιος άραγε να είχε κλείσει, Κυριακή πρωί, τραπεζάκια σε ένα καφέ επάνω στο πεζοδρόμιο. Η απορία μου δεν άργησε να λυθεί. Στην αρχή, στο ένα τραπεζάκι ήρθαν και έκατσαν μια γυναίκα και δυο άντρες με κάπως περίεργη συμπεριφορά. Δε μιλούσαν μεταξύ τους, περισσότερο κοιτούσαν τους άλλους θαμώνες. Σε λιγάκι η παράξενη αυτή "παρέα" μεγάλωσε: κατέφθασε ο δήμαρχος της πόλης συνοδευόμενος από διάφορους ανθρώπους και, αφού χαιρέτησε όσους κάθονταν στα διπλανά τραπέζια, κάθισε μαζί τους.
Ο δήμαρχος, ένας ευσταλής μεσήλικας, ήταν ο μόνος στην παρέα αυτή των εννιά - όπως τους μέτρησα - ανθρώπων που μιλούσε. Οι άλλοι όχι μόνο δε μιλούσαν, αλλά ακόμη κι αυτοί που κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο αγνοούσαν τους διπλανούς τους: έμοιαζαν να έχουν δεθεί με κάποιο αόρατο νήμα με το δήμαρχο, έχοντας αυτιά και μάτια μόνο γι’ αυτόν. Κάπως έτσι πέρασε η ώρα, μέχρι που ο ευσταλής αυτός μεσήλικας που άκουγε στο αξίωμα δήμαρχος σηκώθηκε μαζί με δυο-τρεις της "παρέας" και έφυγε. Τότε συνέβη το εξής αξιοσημείωτο: όσοι από την "παρέα" είχαν μείνει μαζεύτηκαν στο ένα από τα δυο τραπεζάκια και σαν κάποιος να τους είχε αφαιρέσει τα αόρατα φίμωτρα που φορούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, σαν μικροί μαθητές που ο δάσκαλος έφυγε για λίγο από την τάξη άρχισαν να μιλούν ζωηρά, να γελάνε δυνατά, να συμπεριφέρονται εν πάση περιπτώσει όπως θα περίμενε κανείς από μια πραγματική παρέα.
Το όλο σκηνικό μου φάνηκε μικρογραφία της μαυρογιαλούριας πολιτικής μας κουλτούρας. Ο εκλεγμένος άρχων, συνοδευόμενος από διάφορους κοινούς θνητούς, οι οποίοι όσο ήταν παρών δεν τολμούσαν να συνυπάρξουν μ’ αυτόν ως ίσοι προς ίσο αλλά περιορίζονταν να γελάνε με τα αστεία του, να απαντάνε στις ερωτήσεις του, να σιωπούν όλες τις υπόλοιπες στιγμές ώστε να ακούγεται μόνο αυτός, να παίζουν δηλαδή το ρόλο του συνοδού. Φανταζόμουν επιπλέον, όσο παρατηρούσα την "παρέα" αυτή όχι δημάρχους επαρχιακών πόλεων - γιατί η Θεσσαλονίκη παραμένει μια γιγαντωμένη επαρχιακή πόλη - αλλά πρωθυπουργούς βορειοευρωπαϊκών ή σκανδιναβικών χωρών, που μπορεί να κυκλοφορούν ασυνόδευτοι, να συνδιαλέγονται με τους συμπολίτες τους φυσιολογικά, όχι σαν πλασιέ με τους πελάτες τους αλλά σαν απλοί πολίτες που κάποια στιγμή τους έλαχε να αποκτήσουν κάποιο δημόσιο αξίωμα. Χωρίς καθωσπρεπισμούς, ψεύτικες ευγένειες, αρχοντοχωριάτικες συμπεριφορές. Και κυρίως χωρίς αυτή την τεράστια, αδικαιολόγητη απόσταση μεταξύ απλού πολίτη και εκλεγμένου άρχοντα. Άραγε, θα καταφέρουμε ποτέ να ξεπεράσουμε τον εγγεγραμμένο στα γονίδιά μας ραγιαδισμό μας;
6 σχόλια:
με άλλα λόγια ... "Αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω!"
Κατά την γνώμη μου είναι δύσκολο να σηκώσει κεφάλι ο ραγιάς αν περιμένει στην ουρά για το επόμενο ρουσφέτι.
Βασίλη κάπως έτσι.
Μάξιμους δηλαδή θα αργήσει...
To έχω πει επανειλημμένα, ειδικά όταν υπάρχει το δημοφιλέστατο salonica bashing λόγω Ανθιμου/Ψωμιάδη κτλ:
Το πρόβλημα στην πόλη είναι η κοινωνία των πολιτών της και όχι οι εκλεγμένοι της άρχοντες.
Το ξέρω οτι θέλεις να πεις κάτι ευρύτερο αλλά ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, το παραπάνω παράδειγμα, ήταν λίαν σύνηθες.
Επιτέλους κάποιος έγραψε για κάτι που αποτελεί μεγάλο μου καημό. Νάσαι καλά γεράσιμε και ν' αγιάσει το πληκτρολόγιό σου.
Σιγά σιγά θ' απαλλαγούμε από το σύνδρομο του ραγιά. Αλλά θ' αργήσουμε πολύ, δυστυχώς...
abravanel η ανύπαρκτη κοινωνία πολιτών της θα έλεγα...
Ανώνυμε θ' αργήσουμε, δυστυχώς.
Δημοσίευση σχολίου