Χθες είδα αυτή την ταινία με ένα κάπως 'προχωρημένο' για την Ελλάδα στόρι: ένα παντρεμένο ζευγάρι γυναικών με δυο παιδιά, 18 και 15 ετών, τα οποία γέννησαν με το σπέρμα ενός δότη και τα μεγάλωσαν όπως η οποιαδήποτε άλλη οικογένεια, ζει τη ζωή του. Κάποια στιγμή όμως τα παιδιά, περίεργα, αποφασίζουν να αναζητήσουν και να βρουν τον 'δότη τους', τον άντρα που, βιολογικά, είναι ο πατέρας τους. Τον βρίσκουν, τον συναντούν, αρχίζουν να περνάνε χρόνο μαζί του και προκαλούνται διάφορα μπερδέματα στην ιδιαίτερη αυτή οικογένεια, ιδίως από τη στιγμή που η μια από τις δυο γυναίκες του ζευγαριού κάνει μια επιπόλαιη σχέση μαζί του. Παράλληλα με όλα αυτά βλέπουμε τη 18χρονη κόρη να ετοιμάζεται για το Κολέγιο, για να ξεκινήσει τη ζωή της ως φοιτήτρια και η ταινία κλείνει με ένα συναισθηματικά φορτισμένο δείπνο το βράδι πριν φύγει - την τελευταία δηλαδή νύχτα που θα κοιμηθεί στο πατρικό (ή μάλλον μητρικό) της σπίτι. Από την επομένη, θα πάρει το δρόμο της: σπουδές, ύστερα κάποια δουλειά, αλλά δεν θα ξαναγυρίσει στους γονείς. Όλο αυτό με έκανε να αναρωτηθώ ποιο από τα δυο ήταν, τελικά, το πιο προχωρημένο για την ελληνική πραγματικότητα: η οικογένεια με τις δυο μαμάδες; Ή η φοιτήτρια που δε μένει με τους γονείς μέχρι να... τους κάνει εγγόνια αλλά που στα δεκαοχτώ της κλείνει οριστικά πίσω της την πόρτα της οικογενειακής εστίας; Νομίζω ότι το πρώτο, δηλαδή μια οικογένεια με δυο μπαμπάδες ή δυο μαμάδες μπορεί και να το δούμε στην Ελλάδα. Το δεύτερο όμως, έναν νεαρό ή μια νεαρή να μην επιλέγει τη σιγουριά της οικογένειας αλλά να ρίχνεται στη ζωή επιθετικά και όχι αμυνόμενος, με θάρρος και όχι ηττοπάθεια όπως γίνεται στην Ελλάδα, θα αργήσουμε πολύ να το δούμε.
27 Ιουν 2011
25 Ιουν 2011
Αθώοι φταίχτες
Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος ευρωπαϊκός λαός που να έχει κατασκηνώσει επί ένα μήνα σε μια πλατεία έξω από το Kοινοβούλιό του μουντζώνοντας και βρίζοντας τους εκλεγμένους αντιπροσώπους του. Ή αν υπάρχει άλλος λαός που να θεωρεί όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς του κλέφτες, καταχραστές δημόσιου χρήματος, κομπιναδόρους, μιζαδόρους. Άλλος λαός που να βρίσκεται, σύσσωμος, σε πρόσωπο με πρόσωπο αντιπαράθεση με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του. Άλλος λαός που επί τριάντα χρόνια να επιδοτήθηκε όσο κανένας άλλος από την ΕΕ για να ‘αναπτυχθεί’ και που να βρέθηκε, παρ’ όλα αυτά, τόσο κοντά στη χρεοκοπία. Άλλος λαός που να βρίζει και να κοροϊδεύει αυτούς που προσπαθούν να τον σώσουν από τη χρεοκοπία θεωρώντας τους συμφεροντολόγους. Το θέαμα αυτού του λαού που, συγκεντρωμένος, ‘κράζει’ τους πολιτικούς του ηγέτες, την Τρόικα, τους Γερμανούς, την ΕΕ, θυμίζει τοξικομανείς που ‘κράζουν’ τα ‘βαποράκια’ τους που ξέμειναν από δόσεις. Γιατί όλοι αυτοί δεν έκαναν άλλο από το να εξασφαλίζουν στον λαό αυτό τις δόσεις του, τις δόσεις μιας ζωής που δεν ανταποκρινόταν στις πραγματικές του προδιαγραφές – αλλά την οποία, από έναν ιδιόμορφο αλλά χαρακτηριστικό μεγαλοϊδεατισμό, επέμενε να ζήσει – περιμένοντας ότι κάποια στιγμή θα ‘γύριζε’ το πράγμα: ότι όλα αυτά τα χρήματα, τα πακέτα ‘στήριξης’ που στέλνονταν στους φτωχούς αυτούς συγγενείς των υπόλοιπων Ευρωπαίων και που τελικά το μόνο που στήριζαν ήταν μια επίπλαστη ευζωία, θα γέμιζαν κάποιες τρύπες και όχι κάποιες τσέπες, ότι δεν θα έκαναν, απλώς, κάποιους πιο πλούσιους. Ένας λαός που δεν σέβεται τους βουλευτές του δεν σέβεται – δεν σεβάστηκε ποτέ – τον ίδιο του τον εαυτό. Και σε έναν λαό χωρίς αυτοσεβασμό είναι πολύ πιο εύκολο να ενοχοποιήσει και να στοχοποιήσει τριακόσιους βουλευτές, παρά τον γείτονα, τον ξάδερφο, τον θείο, τον συνάδελφο, τον κολλητό, που ξέρει πολύ καλά πώς βρήκαν δουλειά, πώς έκαναν εξοχικό, πώς διόρισαν ή προσπάθησαν να διορίσουν τα παιδιά τους.
24 Ιουν 2011
Το μυστήριο του Έλληνα γονιού
Χθες το απόγευμα πήγαμε με τα παιδιά σε ένα κοντινό βιβλιοπωλείο, που είχε στήσει μια μπαλονογιορτή: ένας κλόουν φούσκωνε μπαλόνια σε διάφορα σχήματα και τα χάριζε στα παιδάκια. Το βιβλιοπωλείο σχετικά μικρό, με έναν μεγαλύτερο εξωτερικό χώρο. Θα ταίριαζε, λόγω και της ζέστης, να είχε οργανωθεί υπαίθρια το όλο πράγμα, ώστε να μην στριμωχτούν τα πολλά παιδάκια που βρέθηκαν εκεί. Όμως ο κλόουν ήταν μέσα στο μικρό βιβλιοπωλείο, μια και έξω είχαν στηθεί τραπεζάκια με καρέκλες για να μπορούν οι γονείς, αντί να συμμετέχουν κι αυτοί, να κάθονται και να... καπνίζουν. Οι γονείς δηλαδή ήταν άνετα στα τραπέζια τους απολαμβάνοντας τα τσιγαράκια τους και μέσα, σκάζοντας από τη ζέστη και το στριμωξίδι, τα παιδάκια προσπαθούσαν να πάρουν το μπαλόνι τους. Η όλη κατάσταση χαρακτηριστική, νομίζω, του πώς αντιλαμβάνεται ο Έλληνας γονιός το 'βγαίνω έξω με το παιδί μου'. Καταρχάς, αν είναι ο πατέρας ΔΕΝ θα βγει, γιατί σύμφωνα με τα προαιώνια στερεότυπα της ελληνικής οικογένειας δεν είναι πολύ ανδροπρεπές να ασχολείται και να χαίρεται ένας πατέρας με τα παιδάκια του, ιδίως σε δημόσια θέα. Έτσι και χθες, οι πατεράδες ήμασταν ελάχιστοι, σαν τις μύγες μεσ' στο γάλα. Οι άλλοι δυο-τρεις πατεράδες που είχαν έρθει ακολουθούσαν πιστά ένα άλλο στερεότυπο: είχαν κάτι μούτρα μέχρι το πεζοδρόμιο, γιατί αν παραβείς τον άγραφο νόμο του πατέρα που δεν πρέπει δημοσίως να απολαμβάνει τα παιδιά του, θα πρέπει τουλάχιστον να δείχνεις βαρύς, βαριεστημένος και κατσούφης. Γιατί έτσι πρέπει. Και έτσι έδειχναν. Αλλά και οι παριστάμενες μητέρες, στην πλειοψηφία τους, δεν ασχολούνταν με τα παιδιά τους. Τα είχαν αφήσει (παρκάρει, θα έλεγα) μέσα στο βιβλιοπωλείο με τον κλόουν κι αυτές κάθονταν έξω τρώγοντας ένα κέικ που είχαν ετοιμάσει οι υπεύθυνοι του βιβλιοπωλείου, καπνίζοντας και ψιλοκουβεντιάζοντας. Επιβεβαιώνοντας κάτι που έχω δει και σε παιδικές χαρές, φάρμες, βόλτες στη γειτονιά ή όπου αλλού έχουμε βρεθεί με τα παιδιά: η απόλαυση των παιδιών και η ενασχόληση μαζί τους - η συμμετοχική ενασχόληση, όχι η εξ αποστάσεως μετά τσιγαρακίου - πολλές φορές αποτελεί προνόμιο ενθουσιωδών παππούδων και γιαγιάδων και όχι τόσο των ίδιων των Ελλήνων γονιών, που δείχνουν να βαριούνται τα ίδια τους τα παιδιά όταν τα απεγκλωβίζουν από το διαμέρισμα για να πάνε κάπου να ξεσκάσουν. Έτσι δημιουργείται μια απόσταση μεταξύ γονιών και παιδιών, ακόμα και σε περιστάσεις όπως χθες, όπου θα μπορούσαν, μικροί και μεγάλοι - αφήνοντας οι μεγάλοι στην άκρη τις σοβαροφανείς μουτσούνες τους -, να γίνουν μια μεγάλη παρέα που θα διασκέδαζε ακομπλεξάριστα...
21 Ιουν 2011
Πόλεμος του Κόλπου: είκοσι χρόνια μετά
Πριν είκοσι χρόνια, Φεβρουάριο του 1991, έπεφτε η αυλαία του Πολέμου του Κόλπου. Και, ταυτόχρονα, σηκωνόταν η αυλαία της εποχής της παγκοσμιοποίησης για τα παγκόσμια τηλεοπτικά δίκτυα. Ήταν η πρώτη φορά, στη σύγχρονη ιστορία, που μια ένοπλη σύγκρουση την παρακολουθούσαν, από την τηλεόραση, άνθρωποι σε κάθε γωνιά της γης άσχετοι με αυτήν. (Ακόμα και στην Ελλάδα, όλα τα νεοσύστατα ιδιωτικά κανάλια είχαν απεσταλμένους στη Βαγδάτη, που κάλυπταν λεπτό προς λεπτό όσα συνέβαιναν.) Θα μπορούσε να πει κανείς βέβαια ότι το πετρέλαιο, μήλο της έριδος αυτής, αφορούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όμως δεν ήταν αυτό η πραγματική αιτία πίσω από την πρωτοφανή, παγκόσμια τηλεοπτική κάλυψη των συρράξεων. Αιτία της τεράστιας αυτής κάλυψης ήταν ότι η ανθρωπότητα έμπαινε και μιντιακά - αφού είχε ήδη μπει πολιτικά και οικονομικά - στην εποχή του 'παγκόσμιου χωριού', που κάθε του γειτονιά όφειλε να ξέρει τι συμβαίνει σε κάθε άλλη, όσο μακριά κι αν ήταν. Ασχέτως αν την επηρέαζε άμεσα. Ασχέτως αν, τελικά, την ενδιέφερε. Αυτή ήταν μια πρωτιά. Ο Πόλεμος του Κόλπου είχε μια ακόμη πρωτιά, χαρακτηριστική κι αυτή της εποχής που ξεκινούσε. Η αναπαραγωγή, η αναμετάδοση του γεγονότος ήταν σημαντικότερη από το ίδιο το γεγονός. Από κάποια στιγμή και ύστερα, ο Πόλεμος του Κόλπου ήταν περισσότερο ένα τηλεοπτικό γεγονός παρά πραγματικός πόλεμος. Κάποιοι μάλιστα υποστήριξαν ότι δεν ήταν ποτέ πραγματικός πόλεμος, παρά μόνο στην τηλεοπτική του κάλυψη. Όπως και να 'χει, ήταν μια ένοπλη σύγκρουση που φάνηκε να διαδραματίζεται περισσότερο στους δέκτες των τηλεοράσεων παρά με πραγματικά πυρά μεταξύ πραγματικών ανθρώπων. Και αν υπήρχαν πραγματικά πυρά, με πραγματικούς νεκρούς και τραυματίες, ήταν τόσο μακριά από την πραγματικότητα των τηλεθεατών που παρακολουθούσαν ανά την υφήλιο που το μόνο που έμενε ήταν όσα εντυπωσιακά έβλεπαν στις τηλεοράσεις από τους βομβαρδισμούς στη νυχτερινή Βαγδάτη. Ο Πόλεμος του Κόλπου ήταν ο τελευταίος 'παραδοσιακός' πόλεμος - αν ήταν πόλεμος - και ο πρώτος μιας νέας εποχής. Ήταν το πρώτο παγκόσμιο γεγονός που πριν το ΥouΤube, πριν το Τwitter, πριν το Facebook, έφτανε σε δισεκατομμύρια ανθρώπους περισσότερο σαν θέαμα και λιγότερο σαν πόλεμος. Αλλά όχι το τελευταίο.
20 Ιουν 2011
Μετά τη 'Ζωή Μετά'...
Μια άλλη ταινία του περασμένου χειμώνα που είδα σε θερινή γονεϊκή προβολή ήταν η 'Ζωή Μετά' του αγαπημένου Κλιντ Ίστγουντ. Και ήταν μπορώ να πω μια απογοήτευση. Ή, αν θέλετε, ήταν αναμφισβήτητα η ταινία που μου άρεσε λιγότερο από όλες τις άλλες του. Μου φάνηκε καταρχάς κακοραμμένη. Σαν να μην έδεναν μεταξύ τους οι σκηνές της και οι παράλληλες ιστορίες, μέσα από τις οποίες επέλεξε να κινηθεί. Αλλά και κάπως ανέμπνευστη (και όταν μιλάμε για τον ιδιαίτερα εμπνευσμένο αυτό σκηνοθέτη, ένα έλλειμμα έμπνευσης αποτελεί μεγάλη αδυναμία) στον χειρισμό ενός τόσο 'ζουμερού' υπαρξιακού γρίφου, της ζωής μετά θάνατον. Η ματιά του Ίστγουντ φάνηκε να 'χαϊδεύει' αυτόν τον γρίφο στην επιφάνειά του, ανίκανη ή ανέτοιμη να πάει παρακάτω, να πάει βαθύτερα. Να σκαλίσει και να παίξει με προκαταλήψεις, φόβους, ερωτήματα. Περιορίστηκε να παίζει με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του πρωταγωνιστή Ματ Ντέιμον, επικεντρωμένη στον ίδιο και στο ιδιόμορφο, πολύπλευρο χάρισμά του. Αν τη βάλουμε και τη δούμε δίπλα στα αριστουργηματικά 'Gran Torino' ή 'Million Dollar Baby', η 'Ζωή Μετά', παρότι πολλά υποσχόμενη εκ πρώτης όψεως λόγω της μυστηριακής θεματικής της, υστερεί. Υστερεί σε σκηνοθετικό βάθος. Φαίνεται σαν μια ταινία που ο δημιουργός της ένιωσε 'μικρός' απέναντι σε αυτή τη θεματική της μεταθανάτιας ζωής και αποφάσισε να τη χειριστεί κάπως συμβατικά, κάπως άτολμα, κάπως άσφαιρα: με τρεις παράλληλες ιστορίες, που σε κάθε μια μας διηγείται πώς ο θάνατος μπαίνει στη ζωή διαφορετικών ανθρώπων, φέρνοντάς τους κάποια στιγμή να συναντηθούν, ύστερα από μια σειρά όχι πολύ πειστικών συμπτώσεων. Μετά τη 'Ζωή Μετά' ο Κλιντ Ίστγουντ καλείται να αποδείξει, όχι ότι υπάρχει ζωή μετά θάνατον, πράγμα που ήδη το απέδειξε, όταν μετά τον 'θάνατό' του σαν εμπορικός ηθοποιός ξαναγεννήθηκε ταλαντούχος σκηνοθέτης, αλλά ότι μπορεί και καλύτερα.
16 Ιουν 2011
O 'Λόγος του Βασιλιά' revisited
Είδα προχθές σε ειδική προβολή για γονείς μια ταινία του περασμένου χειμώνα που είχε σχολιαστεί αρκετά. Τι εννοώ με την ειδική προβολή για γονείς; Όταν έχεις πολύ μικρά παιδάκια και δεν έχεις τη δυνατότητα να δεις ταινίες τη στιγμή που προβάλλονται στον κινηματογράφο, η μόνη δυνατότητα που σου μένει, να τις πάρεις σε dvd και να τις δεις 'μπαγιάτικες', ένα βράδυ που θα έχεις καταφέρει να κοιμίσεις κάπως νωρίς τα παιδιά. Κάπως έτσι έγινε και με το 'Λόγο του Bασιλιά', που έπαιξε σε σχεδόν μεταμεσονύχτια γονεϊκή προβολή. Ήταν αναμφίβολα μια υποβλητικά σκηνοθετημένη ταινία, με καλοδουλεμένες ερμηνείες, ιδίως από τον Τζέφρι Ρας αλλά και τον ως συνήθως μινιμαλιστικό στην ερμηνεία του Κόλιν Φερθ - ο οποίος πολλές φορές σαν να μην παίζει καν, απλώς στέκεται εκεί, χωρίς να χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο. Η ταινία ωραία τοποθετημένη σε μια 'δύσκολη' εποχή, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εποχή που της πρόσθετε αληθοφάνεια, δραματικό βάθος. Αλλά ίσως και λόγω της κούρασης που κουβαλούσα από τα παιδιά, ίσως πάλι και όχι, οι ρυθμοί της μου φάνηκαν πολύ αργοί και κάπως υποτονικοί. Σαν να έκανε μια μεγάλη κοιλιά η ταινία στο μεγαλύτερο μέρος της, από τις πρώτες λογοθεραπευτικές 'συνεδρίες' μέχρι να αναλάβει ο πρωταγωνιστής καθήκοντα ως βασιλιάς. Η πλοκή από ένα σημείο και μετά σαν να έμενε στάσιμη, αμήχανη. Είχα την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης παλινδρομούσε, αναποφάσιστος ως προς το πώς θα εξελισσόταν η κεντρική για την ταινία σχέση δασκάλου-μαθητή και επικεντρωμένος αποκλειστικά σ' αυτή, σε τέτοιο βαθμό που κάποτε ο θεατής έπαυε να ενδιαφέρεται. Εκεί εντοπίζω και τη μεγαλύτερη 'κοιλιά'. Αλλά και η θεματική των ψυχολογικών προβλημάτων, της καταπίεσης και των 'διορθώσεων' που υπέστη μικρός ο πρωταγωνιστής, του αυταρχικού πατέρα - ένα απολύτως προβλέψιμο σκηνικό για την βρετανική βασιλική οικογένεια και έναν διάδοχο του θρόνου -, όχι και τόσο πρωτότυπη. Επίσης, παρότι αξιοσημείωτη η ερμηνεία του, ο Κόλιν Φερθ προσωπικά δεν με πολυέπεισε ως κυκλοθυμικός, οξύθυμος και... καπνιστής. Κομμένος και ραμμένος για άλλου τύπου ρόλους και χαρακτήρες, μου φάνηκε κάπως έξω απ' τα νερά του. Εν κατακλείδι, ο 'Λόγος του Bασιλιά' ήταν μια ταινία αξιοπρεπής, αλλά, κατά την ταπεινή μου άποψη, όχι τόσο αριστουργηματική όσο είχε θεωρηθεί το χειμώνα. Νομίζω η ταινία δεν θα στεκόταν καθόλου χωρίς την καταπληκτική ερμηνεία του Τζέφρι Ρας, που μπορεί στην ταινία οι υποκριτικές του φιλοδοξίες σαν ερασιτέχνης ηθοποιός να έμειναν φιλοδοξίες, αλλά σαν ερασιτέχνης ψυχαναλυτής-λογοθεραπευτής ενός ψυχολογικά τραυματισμένου βασιλιά κατάφερε να πάρει όλη την ταινία στους ώμους του, να την κουβαλήσει ακόμα και στις πιο ανέμπνευστες σκηνοθετικά στιγμές της πηγαίνοντάς την παρακάτω και, εν τέλει, να την κρατήσει σε ένα επίπεδο που να κρατά κι αυτή τον θεατή.
13 Ιουν 2011
Μια παλιά αγαπημένη
Μετά την προσχεδιασμένη (όχι από εμένα αλλά από τους εργοδότες μου) παραίτησή μου πριν δυο εβδομάδες από τη δουλειά μου, βρέθηκα παρέα με μια παλιά αγαπημένη, την ανεργία. Έκτοτε ψάχνω για μια δουλειά. Οι περισσότεροι υποψήφιοι εργοδότες τους οποίους πλησίασα (και ήταν αρκετοί) δεν μπήκαν καν στον κόπο να μου απαντήσουν. Το έχουμε αυτό στην Ελλάδα, θεωρούμε υπερβολική ευγένεια να απαντήσουμε αρνητικά σε κάποιον που δεν μας ενδιαφέρει γι' αυτό και δεν του απαντάμε καν. Αυτό όμως δεν ισχύει παντού και για όλους. Ακόμα θυμάμαι μια γραμματέα ενός πανεπιστημίου στην Αυστραλία όπου είχα κάνει αίτηση μέσω ίντερνετ για μια θέση. Παρότι η απάντηση ήταν αρνητική, παρότι δεν ήμουν ο κατάλληλος για τη θέση, μπήκε στον κόπο να μου στείλει ταχυδρομικά (από την Αυστραλία...) μια δακτυλογραφημένη επιστολή όπου εξηγούσε εκτενώς, αναλυτικά και με αξιοπρόσεκτη ευγένεια τους λόγους για τους οποίους δεν τους έκανα. Ενώ, πίσω στην πατρίδα, ακόμα και μερικά τετράγωνα μακριά να είναι ο παραλήπτης της προσπάθειάς σου, αν δεν σε ξέρει ή νομίζει ότι δεν του κάνεις θα προτιμήσει να σου δείξει ότι, επιπλέον, δεν υπάρχεις. Στο άλλο άκρο των αδιάφορων που δεν απαντάνε καν, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που δεν σέβονται τον χρόνο σου και σε καλούν 'να τα πείτε', έτσι, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς να έχουν κάτι συγκεκριμένο να προτείνουν, παρότι ξέρουν ότι έχεις μια οικογένεια πίσω σου. Στην Ελλάδα είμαστε ή του ύψους ή του βάθους. Ή που δεν θα διστάσουμε να δείξουμε στον άλλο πόσο λίγο τον υπολογίζουμε αρνούμενοι να αναγνωρίσουμε έστω την προσπάθειά του, να του απαντήσουμε έστω αρνητικά. Ή που θα τον καλέσουμε μια μέρα και ώρα που έχουμε χρόνο για σκότωμα για να περάσουμε μαζί του μερικές ώρες φλυαρίας, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη του.
Πριν βρεθώ στην ανεργία ήμουν σε μια θέση που έβλεπα υποψήφιους εργαζόμενους και τους αξιολογούσα βάσει των βιογραφικών τους και μιας πρώτης συνέντευξης για μια δουλειά μερικής απασχόλησης. Προσπαθούσα, παρότι μου κόστιζε σε χρόνο και είχα πολλά άλλα να κάνω, να τους δείχνω ότι αναγνώριζα και εκτιμούσα τον χρόνο που είχαν επενδύσει στο να έρθουν για να μιλήσουμε, τους ειδοποιούσα ακόμα αν το αποτέλεσμα της επαφής μας δεν ήταν το επιθυμητό και τους ευχαριστούσα που είχαν αφιερώσει λίγο από το χρόνο τους για μένα. Το έκανα γιατί έχοντας υπάρξει και ο ίδιος άνεργος ήξερα καλά ότι ο χρόνος του άνεργου είναι πολύτιμος. Είναι πολύτιμος ψυχολογικά. Ο χρόνος που θα περάσει με μια συνέντευξη είναι γι' αυτόν ό, τι κοντινότερο σε μια επαφή με την αγορά εργασίας, με μια αγορά εργασίας που του έχει γυρίσει τις πλάτες, κάνοντάς τον να νιώθει άχρηστος, παραγκωνισμένος, τιμωρημένος χωρίς να ξέρει για τι και για πόσο. Εύχομαι να είχαμε στη χώρα αυτή τη στοιχειώδη παιδεία να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη των άλλων ακόμα κι όταν δεν μας είναι άμεσα χρήσιμοι, να μπορούσαμε να αντιληφθούμε ότι πίσω από ένα e-mail βρίσκεται ένας άνθρωπος όπως εμείς, ότι κάποιος ο οποίος βρίσκεται σε ένα δύσκολο προσωπικό σταυροδρόμι δεν είναι λιγότερο άνθρωπος. Απέχουμε όμως πολύ από αυτή την κατάκτηση. Παρότι τώρα, στις μέρες της μαζικής ανεργίας, είναι που χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να κοιτάξουμε πρώτα τον άνθρωπο. Μπορούμε;
Πριν βρεθώ στην ανεργία ήμουν σε μια θέση που έβλεπα υποψήφιους εργαζόμενους και τους αξιολογούσα βάσει των βιογραφικών τους και μιας πρώτης συνέντευξης για μια δουλειά μερικής απασχόλησης. Προσπαθούσα, παρότι μου κόστιζε σε χρόνο και είχα πολλά άλλα να κάνω, να τους δείχνω ότι αναγνώριζα και εκτιμούσα τον χρόνο που είχαν επενδύσει στο να έρθουν για να μιλήσουμε, τους ειδοποιούσα ακόμα αν το αποτέλεσμα της επαφής μας δεν ήταν το επιθυμητό και τους ευχαριστούσα που είχαν αφιερώσει λίγο από το χρόνο τους για μένα. Το έκανα γιατί έχοντας υπάρξει και ο ίδιος άνεργος ήξερα καλά ότι ο χρόνος του άνεργου είναι πολύτιμος. Είναι πολύτιμος ψυχολογικά. Ο χρόνος που θα περάσει με μια συνέντευξη είναι γι' αυτόν ό, τι κοντινότερο σε μια επαφή με την αγορά εργασίας, με μια αγορά εργασίας που του έχει γυρίσει τις πλάτες, κάνοντάς τον να νιώθει άχρηστος, παραγκωνισμένος, τιμωρημένος χωρίς να ξέρει για τι και για πόσο. Εύχομαι να είχαμε στη χώρα αυτή τη στοιχειώδη παιδεία να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη των άλλων ακόμα κι όταν δεν μας είναι άμεσα χρήσιμοι, να μπορούσαμε να αντιληφθούμε ότι πίσω από ένα e-mail βρίσκεται ένας άνθρωπος όπως εμείς, ότι κάποιος ο οποίος βρίσκεται σε ένα δύσκολο προσωπικό σταυροδρόμι δεν είναι λιγότερο άνθρωπος. Απέχουμε όμως πολύ από αυτή την κατάκτηση. Παρότι τώρα, στις μέρες της μαζικής ανεργίας, είναι που χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να κοιτάξουμε πρώτα τον άνθρωπο. Μπορούμε;
12 Ιουν 2011
Ξαναβρίσκοντας το βυθό
Σήμερα πήγαμε οικογενειακώς σε ένα αγρόκτημα. Ψηλά στο βουνό, απλωμένο σε μια ήρεμη, καταπράσινη πλαγιά, το αγρόκτημα φιλοξενούσε άλογα και άλλα μικρότερα ζώα, μια μικρή παιδική χαρά, ένα εστιατόριο. Ιδανικό για μικρά παιδιά, μπορούσες να κάνεις μια βόλτα και να φας, όπως και κάναμε. Το φαγητό, σε πολύ λογική τιμή. Και δεν ντρέπομαι να το πω. Μέχρι και σήμερα, παρότι βαθιά χωμένοι στην κρίση, πολλοί νεοέλληνες σχεδόν ντρέπονται να πουν ότι βρήκαν κάπου μια καλή τιμή. Έπρεπε, πρέπει να δείχνουν ότι δεν υπολογίζουν τα λεφτά. Και αυτό διότι μέχρι σήμερα ζούσαν σε μια φτωχή χώρα με δήθεν ευκατάστατους κατοίκους. Και σε μια εκ πρώτης όψεως υπερμοντέρνα κοινωνία που θέλησε να ανταγωνιστεί, μιμητικά, άλλες δυτικές κοινωνίες σε μαζική επιδεικτική κατανάλωση, καλοπέραση, lifestyle, χωρίς να είχε ποτέ προοριστεί για κάτι τέτοιο. Από κοινωνία βαθιά παραδοσιακή, σχεδόν προνεωτερική, έγινε, εν μια σχεδόν νυκτί, μέσα από αλλαγές ταχύρρυθμες, ανεξέλεγκτες, τυφλές, ένα κακέκτυπο δυτικής κοινωνίας της αφθονίας, με μια τραγική ιδιαιτερότητα: η καταναλωτική αφθονία, σήμα κατατεθέν του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, ήταν στην περίπτωσή της εξαρχής δανεική, εισαγόμενη, ένα εισαγόμενο προϊόν πολυτελείας που μέσα από τον καπιταλισμό της πίστωσης, που και αυτός εισήχθη με τα όλα του στη χώρα, έγινε προσιτό σε όλο και περισσότερους. Όσο όλα αυτά συνέβαιναν, στα βαθύτερα υποστρώματα παρέμεναν άθικτα τα παραδοσιακά θεμέλια αυτής της πνιγμένης στο μπετόν, τα iphone, τα γυαλιστερά αυτοκίνητα κοινωνίας: η εκτεταμένη οικογένεια που φροντίζει με υποδειγματική ευσυνειδησία για όλα της τα μέλη μέχρι τα βαθιά τους γεράματα, η ανατολίτικου τύπου υποτιμητική αντιμετώπιση της γυναίκας, το χωριό ως απώτερο σημείο αναφοράς και καταφύγιο όταν στένευαν τα πράγματα, η θρησκεία ως ακλόνητη αυθεντία. Τα θεμέλια αυτά, ο βυθός αυτός, εγγυούνταν και την απρόσκοπτη συνέχιση, στην επιφάνεια αυτής της θάλασσας, της παραχαραγμένης ευζωίας. Μέχρι που άρχισαν και αυτά να διαβρώνονται, μέχρι που άρχισε και ο βυθός να μολύνεται. Φτάνοντας στο σήμερα, στις κρίσιμες ώρες της διεθνούς διαπόμπευσης της καταχρεωμένης χώρας. Το στοίχημα αυτές τις δύσκολες ώρες; Η ανάκτηση του βυθού, η επιστροφή όχι στις πατροπαράδοτες σταθερές, όχι σε προνεωτερικούς, βουκολικούς παραδείσους, αλλά στην ανόθευτη ανθρωπινότητα των παππούδων μας, σε μια ζωή έμμετρη.
10 Ιουν 2011
Λαομάνα
Δε μπορώ παρά να νιώσω περήφανος που ζω στη ‘λαομάνα’ Θεσσαλονίκη, όπως την αποκάλεσε χθες ο Μίκης Θεοδωράκης στη συγκέντρωσή του στην πλατεία Αριστοτέλους. Τι σημαίνει ‘λαομάνα’; Προφανώς η πόλη που βγάζει, γεννά, λαό. Μπορεί οι βιομηχανίες και οι κάποτε φημισμένες βιοτεχνίες της να έχουν κλείσει η μια πίσω από την άλλη, μπορεί στη θέση τους να ανοίγουν ατελείωτα καφέ για να πνίγουν οι άπραγοι νέοι τον πόνο τους στους φραπέδες, αλλά η πόλη εξακολουθεί να παράγει άφθονο λαό. Λαό που χρησιμεύει σαν πρώτη ύλη, σαν προζύμι, για τέτοιου είδους συγκεντρώσεις. Παρόντα, στη συγκέντρωση, πολλά από τα φαντάσματα του πολιτικού και κοινωνικού σκηνικού που στοιχειώνει την έρμη την Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80: ο χάνομαι γιατί ρεμβάζω Κώστας Ζουράρις, ο έτερος μακεδονομάχος και ελληνοχριστιανός Στέλιος Παπαθεμελής, το εθνικό ‘γαμώτο’ Βούλα Πατουλίδου, ο έκπτωτος πλην λαοπρόβλητος Παναγιώτης Ψωμιάδης.
Αλλά ας μη μένουμε σ’ αυτά. Η πλατεία ήταν γεμάτη χθες. Ήταν γεμάτη ανθρώπους που έψαχναν, που ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιον από τον οποίο να αγκιστρωθούν, κάποιον να τους εμπνεύσει, να τους οδηγήσει, να τους βγάλει από το κακό όνειρο που ζουν κάθε μέρα και χειρότερα. Και, ως προς αυτό, ο Μίκης Θεοδωράκης ήσαν μια κάποια λύσις. Παρότι μιας κάποιας ηλικίας, παρότι δεν είχε να πει κάτι που δεν είχαν ξανακούσει, παρότι όπως κάθε λαϊκιστής που σέβεται τον εαυτό του δεν στεναχώρησε τον πελάτη λαό (που ως πελάτης έχει πάντα δίκιο), ρίχνοντας όλα τα φταιξίματα στους κακούς κυβερνώντες, που, για μια ακόμη φορά, τον παραπλάνησαν. Παρ’ όλα αυτά, ο λαός, που ακούραστα γεννά η λαομάνα, ήταν εκεί. Περιμένοντας.
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Αλλά ας μη μένουμε σ’ αυτά. Η πλατεία ήταν γεμάτη χθες. Ήταν γεμάτη ανθρώπους που έψαχναν, που ψάχνουν απεγνωσμένα κάποιον από τον οποίο να αγκιστρωθούν, κάποιον να τους εμπνεύσει, να τους οδηγήσει, να τους βγάλει από το κακό όνειρο που ζουν κάθε μέρα και χειρότερα. Και, ως προς αυτό, ο Μίκης Θεοδωράκης ήσαν μια κάποια λύσις. Παρότι μιας κάποιας ηλικίας, παρότι δεν είχε να πει κάτι που δεν είχαν ξανακούσει, παρότι όπως κάθε λαϊκιστής που σέβεται τον εαυτό του δεν στεναχώρησε τον πελάτη λαό (που ως πελάτης έχει πάντα δίκιο), ρίχνοντας όλα τα φταιξίματα στους κακούς κυβερνώντες, που, για μια ακόμη φορά, τον παραπλάνησαν. Παρ’ όλα αυτά, ο λαός, που ακούραστα γεννά η λαομάνα, ήταν εκεί. Περιμένοντας.
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
8 Ιουν 2011
O Μίκης Θεοδωράκης και η Ορχήστρα των Χρωμάτων
Αυτές τις μέρες βλέπουμε την Oρχήστρα των Xρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι, το μοναδικό του θα λέγαμε όνειρο, τη μοναδική του ‘απαίτηση’ από την ελληνική πολιτεία – και τι πιο ταιριαστό για έναν μουσουργό από το να οραματίζεται μια ‘δική του’ ορχήστρα που θα αποτελεί έναν πομπό μουσικού πολιτισμού, όπως υπήρξε και ο ίδιος – να ξεψυχάει, θύμα της χρόνιας εγκατάλειψης και αδιαφορίας από την ελληνική πολιτεία. Την ίδια στιγμή το ‘αντίπαλο δέος’ του αξιοπρεπούς, λυρικού Χατζιδάκι, ο αχόρταγος σε δημόσια αυτοπροβολή Μίκης Θεοδωράκης, απειλεί να καταλάβει την πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, την οποία ο δήμαρχος τόλμησε να αρνηθεί να του παραχωρήσει για συγκέντρωση της ‘Σπίθας’, του ‘κινήματος’ που πλαισιώνει τη μορφή του μουσικοσυνθέτη, ο οποίος φαίνεται να νομίζει ότι ακόμη ζούμε στη δεκαετία του ’60, στην οποία ανδρώθηκε πολιτικά. Αν ο Μίκης έχει αγανακτήσει τόσο με όσα βλέπει γύρω του, αν πραγματικά δεν κρατιέται, παρά την ηλικία του, και θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία του ως πολιτικής προσωπικότητας, ας παρέμβει, σήμερα κιόλας, για να σώσει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, το ζωντανό όνειρο του μεγάλου ομότεχνού του, που μετά την παραίτηση του εξαίρετου αρχιμουσικού της Μίλτου Λογιάδη, περνά τη δυσκολότερη δοκιμασία της ήδη δύσκολης πορείας της. Και ας αφήσει τις ‘παλλαϊκές’ συγκεντρώσεις με ντουντούκες, που ανήκουν σε άλλες εποχές τις οποίες έζησε και στις οποίες μοιάζει να έχει μείνει, συγκεντρώσεις που τίποτα ουσιαστικό δεν έχουν να πουν και να προσφέρουν πέραν της ταλαιπωρίας μιας ολόκληρης πόλης και της ικανοποίησης της ματαιοδοξίας του κεντρικού ήρωα της ‘Σπίθας’, που θέλει να νιώθει ότι βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων μιας εποχής που τον έχει ξεπεράσει. Κύριε Θεοδωράκη, θα του έλεγα, η τέχνη την οποία τόσο άξια υπηρετήσατε, η οποία σας ανέδειξε και την οποία αναδείξατε, σας έχει μεγάλη ανάγκη αυτή την ώρα. Κάντε κάτι ουσιαστικό, στον χώρο όπου πραγματικά ανήκετε. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων είναι το τελευταίο ζωντανό κύτταρο της μεγάλης κληρονομιάς του Μάνου Χατζιδάκι. Ας μην το αφήσουμε, ας μην το αφήσετε, να σβήσει. Χρησιμοποιήστε το κύρος σας, αντί να το σπαταλάτε και να το περιφέρετε σε πλατείες, για να σώσετε αυτό το σπάνιο κύτταρο. Αξίζει τον κόπο.
7 Ιουν 2011
Ένας φανταστικός διάλογος για μια πραγματική παραίτηση
Φανταστικός διάλογος δυο νεαρών στο λεωφορείο βλέποντας μια είδηση που πέρασε στα 'ψιλά' των εφημερίδων:
- Ποιος ήταν αυτός ρε μ…κα που παραιτήθηκε;
- Ένας που διηύθυνε λέει μια ορχήστρα.
- Α, διευθυντής. Ε άμα παραιτήθηκε να βάλουν τον υποδιευθυντή.
- Δεν έχει υποδιευθυντή ρε μ…κα, η ορχήστρα.
- Άντε ρε μ…κα, που ξέρεις εσύ.
- Ρε σου λέω δεν έχει.
- Και γιατί παραιτήθηκε;
- Δεν τους πλήρωναν λέει.
- Άσε ρε μ…κα που δεν τους πλήρωναν, πόσα θα φάγανε κι αυτοί.
- Ε, αυτός, διευθυντής ήταν, θα έφαγε καλά. Α και η ορχήστρα, λέει, ήταν του Χατζηδάκη.
- Άντε ρε μ…κα! Είχε και ορχήστρα ο Χατζηδάκης; Πωωω… καλά κάνανε και τον δείρανε ρε μ…κα τότε. Άκου ρε μ…κα και δική του ορχήστρα.
- Γι' αυτό σου λέω ρε μ…κα, κλέφτες είναι όλοι τους.
Σε μια χώρα γεμάτη οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, αν υπήρχαν και πολιτιστικά σκάνδαλα, αυτό θα 'ταν από τα μεγαλύτερα. Αλλά πολιτιστικά σκάνδαλα δεν υπάρχουν...
- Ποιος ήταν αυτός ρε μ…κα που παραιτήθηκε;
- Ένας που διηύθυνε λέει μια ορχήστρα.
- Α, διευθυντής. Ε άμα παραιτήθηκε να βάλουν τον υποδιευθυντή.
- Δεν έχει υποδιευθυντή ρε μ…κα, η ορχήστρα.
- Άντε ρε μ…κα, που ξέρεις εσύ.
- Ρε σου λέω δεν έχει.
- Και γιατί παραιτήθηκε;
- Δεν τους πλήρωναν λέει.
- Άσε ρε μ…κα που δεν τους πλήρωναν, πόσα θα φάγανε κι αυτοί.
- Ε, αυτός, διευθυντής ήταν, θα έφαγε καλά. Α και η ορχήστρα, λέει, ήταν του Χατζηδάκη.
- Άντε ρε μ…κα! Είχε και ορχήστρα ο Χατζηδάκης; Πωωω… καλά κάνανε και τον δείρανε ρε μ…κα τότε. Άκου ρε μ…κα και δική του ορχήστρα.
- Γι' αυτό σου λέω ρε μ…κα, κλέφτες είναι όλοι τους.
Σε μια χώρα γεμάτη οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, αν υπήρχαν και πολιτιστικά σκάνδαλα, αυτό θα 'ταν από τα μεγαλύτερα. Αλλά πολιτιστικά σκάνδαλα δεν υπάρχουν...
6 Ιουν 2011
Λουκουμάδες για τους αγανακτισμένους
Χθες το απόγευμα είχα κατέβει στο Λευκό Πύργο. Πολύς ο κόσμος, μια και έχει αυτές τις μέρες και την έκθεση βιβλίου, που κάθε χρόνο γίνεται στην παραλία με το που καλοκαιρίαζει. Κάτω από τον Πύργο οι αγανακτισμένοι και γύρω-γύρω καντίνες: σουβλάκια, καλαμπόκια, λουκουμάδες. Οι λουκουμάδες, ενενήντα λεπτά το κεσεδάκι χωρίς σιρόπι, ένα ευρώ με σιρόπι, δυόμισι ο μεγάλος κεσές – όλα, εννοείται, χωρίς αποδείξεις. Και με καρφωμένα ελληνικά σημαιάκια σε κάθε κεσεδάκι ή κεσέ. Οι λουκουμάδες της αγανάκτησης. Τα ίδια είχα δει και στην πλατεία Συντάγματος, συν πολλές μπύρες για τους διψασμένους. Η αγανάκτηση όσο να 'ναι ανοίγει την όρεξη, άμα κάνει και ζέστη σηκώνει και μια μπυρίτσα (και δυο, και τρεις). Αυτή η αγανάκτηση μου φαίνεται ότι ήρθε αργά. Πολύ αργά. Πριν χρόνια αναρωτιόμουν, χωρίς ποτέ να πάρω την έμπρακτη απάντηση που περίμενα, πότε ήταν η τελευταία φορά που οργανώθηκε ένα συλλαλητήριο ενάντια στο νέφος ή στις βιομηχανίες που μολύνουν. Ενάντια στη διαφθορά, την αναξιοκρατία και την ανεργία. Αναρωτήθηκα πότε μας ανησύχησε το πολιτιστικό μας έλλειμμα, το ότι μουσεία και βιβλιοπωλεία φυτοζωούν ενώ ανθούν σουβλατζίδικα και κομμωτήρια. Προσπάθησα να θυμηθώ πότε οργανώθηκε η τελευταία διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην ερήμωση και την εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου. Ή ως οδηγοί πότε διαμαρτυρηθήκαμε για την άθλια κατάσταση των δρόμων, που κοστίζει τόσες ανθρώπινες ζωές σε δυστυχήματα και ως πεζοί για τα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, στα οποία ακόμα κι όταν δεν έχουν καταληφθεί από αυτοκίνητα, βαδίζουμε με δυσκολία. Πότε έγινε η τελευταία διαδήλωση ενάντια στην επέλαση της ακροδεξιάς, της ξενοφοβίας και του άκρατου εθνικισμού και την καθημερινή σκανδαλώδη προβολή τους από τηλεπαράθυρα που στάζουν μισαλλοδοξία και φανατισμό. Ενάντια σε μεσημεριανές εκπομπές, τηλεπαιχνίδια και σκανδαλοθηρικά έντυπα που μας αποχαυνώνουν ανελέητα. Έσκασα, αλλά δεν κατάφερα να θυμηθώ πότε διαμαρτυρηθήκαμε ενάντια στο ναρκωτικό της ξέφρενης, μαζικής κατανάλωσης στο οποίο εθιστήκαμε οι Έλληνες, έχοντας σχεδόν μετατραπεί σε αυτοματοποιημένα ανθρωποειδή που καταναλώνουν νευρωτικά, αποκοιμούνται εμπρός στην τηλεόραση, αγχώνονται μήπως και τσαλακώσουν το καινούργιο τους αυτοκίνητο καβαλώντας πεζοδρόμια και «σερφάρουν» σε πορνοσελίδες του internet. Ακόμα, προσπάθησα να θυμηθώ πότε ήταν που διαμαρτυρηθήκαμε ενάντια στους εμπόρους αυτού του ναρκωτικού που κατ’ ευφημισμό τους λέμε τράπεζες, οι οποίοι με διαρκώς «ευκολότερα» καταναλωτικά δάνεια και πιο «συμφέρουσες» πιστωτικές κάρτες φροντίζουν ώστε να μην ξεφύγουμε ποτέ από την εξάρτησή μας. Πότε βγήκαμε στους δρόμους για την κατάντια της ελληνικής οικονομίας που παραμένει αγροτική και της επιστημονικής έρευνας, της διανόησης και της επιχειρηματικότητας που παραμένουν στάσιμες.
Η αγανάκτηση για όλα αυτά, παρότι τα ζούσαμε, τα βλέπαμε, τα νιώθαμε, δεν ήρθε ποτέ. Η αγανάκτηση ήρθε μόνο όταν έκλεισαν οι τραπεζικές βρύσες της δανεικής καλοπέρασης, όταν άρχισαν να τελειώνουν τα λεφτά που εγγυούνταν τη συνέχιση μιας κούφιας ζωής επιδεικτικής κατανάλωσης. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τώρα δηλώνουν αγανακτισμένοι δεν είχαν, τότε – και αυτό το τότε κρατάει χρόνια πολλά –, κανένα πρόβλημα με όλα όσα μας έφτασαν μέχρι το σήμερα, όσο είχαν τη δουλίτσα τους ή έστω μια υποψία δουλίτσας, όσο μπορούσαν ακόμη να δανείζονται για να αγοράζουν αυτοκίνητα, μεζονέτες, διακοπές, όσο μπορούσαν να αποχαυνώνονται από την τηλεόραση ανενόχλητοι από σκοτούρες, μνημόνια, τρόικες. Ύστερα από το πανηγύρι του Συντάγματος πήρα χθες και μια γεύση από το πανηγυράκι του Λευκού Πύργου. Το καλαμπόκι μου ήταν ψιλοκαμμένο, ο πασατέμπος όχι πολύ τραγανιστός. Αλλά οι λουκουμάδες στον μεγάλο κεσέ με τα σημαιάκια καλοί. Από όλη αυτή την ιστορία, αυτούς θα θυμάμαι.
Η αγανάκτηση για όλα αυτά, παρότι τα ζούσαμε, τα βλέπαμε, τα νιώθαμε, δεν ήρθε ποτέ. Η αγανάκτηση ήρθε μόνο όταν έκλεισαν οι τραπεζικές βρύσες της δανεικής καλοπέρασης, όταν άρχισαν να τελειώνουν τα λεφτά που εγγυούνταν τη συνέχιση μιας κούφιας ζωής επιδεικτικής κατανάλωσης. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τώρα δηλώνουν αγανακτισμένοι δεν είχαν, τότε – και αυτό το τότε κρατάει χρόνια πολλά –, κανένα πρόβλημα με όλα όσα μας έφτασαν μέχρι το σήμερα, όσο είχαν τη δουλίτσα τους ή έστω μια υποψία δουλίτσας, όσο μπορούσαν ακόμη να δανείζονται για να αγοράζουν αυτοκίνητα, μεζονέτες, διακοπές, όσο μπορούσαν να αποχαυνώνονται από την τηλεόραση ανενόχλητοι από σκοτούρες, μνημόνια, τρόικες. Ύστερα από το πανηγύρι του Συντάγματος πήρα χθες και μια γεύση από το πανηγυράκι του Λευκού Πύργου. Το καλαμπόκι μου ήταν ψιλοκαμμένο, ο πασατέμπος όχι πολύ τραγανιστός. Αλλά οι λουκουμάδες στον μεγάλο κεσέ με τα σημαιάκια καλοί. Από όλη αυτή την ιστορία, αυτούς θα θυμάμαι.
3 Ιουν 2011
Ένα βασικό έλλειμμα
Η πολιτική ζωή στην Ελλάδα πάσχει από ένα βασικό έλλειμμα: της λείπει η πρώτη ύλη, μια πρώτη ύλη απαραίτητη για κάθε αξιοπρεπή πολιτικό λόγο, αντίλογο, διάλογο. Τόσο εντός όσο και εκτός Κοινοβουλίου, τόσο εντός όσο και εκτός των κατεστημένων κομμάτων λάμπει, δια της απουσίας της, η πολιτική σκέψη. Γι' αυτό και οι διάφοροι ‘ταγοί’ εντός και εκτός κομματικών μηχανισμών, με την ευκολία του ανίδεου, με την αυτοπεποίθηση του ‘ρεαλιστή’, μιλάνε χλευαστικά για την άμεση δημοκρατία από τη δική τους, στενή σκοπιά, χωρίς να γνωρίζουν την ιστορία της ως ιδέας, το πραγματικό της πολιτικό βάρος και βάθος. Aγνοούν ότι η άμεση δημοκρατία είναι ένα συνταρακτικό αίτημα της εποχής μας, ένα αίτημα που διαρκώς ωριμάζει και επανέρχεται σε στιγμές αφύπνισης, από το Σιατλ και τη Γένοβα και τις ‘διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης’ στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, μέχρι την Πουέρτα ντελ Σολ και την πλατεία Συντάγματος σήμερα. Ταυτόχρονα, ‘διανοούμενοι και καλλιτέχνες σπάνε τη σιωπή τους’ για να εκστομίσουν κοινοτοπίες, συνεπεία και της δικής τους αδυναμίας να σκεφτούν πολιτικά. Μέσα σ' όλα αυτά, με αποκλειστική πρώτη ύλη το χρήμα και τις δημόσιες σχέσεις που διαμορφώνονται γύρω του, με μέσο έκφρασης την κούφια συνθηματολογία και με κινητήριο δύναμη την άγνοια τόσο τα παλιότερα όσο και τα νεόδμητα πολιτικά κόμματα προσπαθούν απεγνωσμένα να σχηματίσουν ‘ρεύματα’ παρά αυτή την στοιχειώδη τους έλλειψη, παρά το ανύπαρκτο ιδεολογικό τους υπόβαθρο.
Ο μεγαλύτερος σύγχρονος θεωρητικός της άμεσης δημοκρατίας, Κορνήλιος Καστοριάδης, είχε τιτλοφορήσει την τελευταία του δημόσια παρέμβαση ‘Παγκόσμια δημοκρατική αναγέννηση ή κάποια εφιαλτική ουτοπία’, προβλέποντας το δίλημμα που θα συναντούσε σύσσωμος ο δυτικός πολιτισμός στην αυγή του 21ου αιώνα. Σήμερα βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το δίλημμα, σε ένα σταυροδρόμι μεταξύ των δυο, μεταξύ της προσκόλλησης στα αδιέξοδα ενός παγκοσμιοποιημένου κερδοσκοπικού καζίνο που οδηγεί σε πολιτιστική, οικονομική, πολιτική χρεοκοπία ολόκληρους λαούς και των πρώτων δειλών αλλά σταθερών βημάτων προς μια ανατροπή της μεταφυσικής της αντιπροσώπευσης, προς μια αμεσοδημοκρατική στροφή που μέσα από τις νέες τεχνολογίες θα δώσει φωνή, δύναμη, παρουσία στις σιωπηρές μάζες, βγάζοντάς τες από τον ‘παραδοσιακό τους’ παθητικό ρόλο του ‘ψηφοφόρου’. Αυτό που χρειάζεται σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές είναι όραμα. Είναι δράση βασισμένη σε σκέψη πολιτική. Ας σιωπήσουν για λίγο όλοι όσοι ανέξοδα δικάζουν και καταδικάζουν ιδέες, οράματα, κινήματα. Ας σταθούν να ακούσουν τη φωνή άφωνων μέχρι και χτες ανθρώπων που για πρώτη φορά στη ζωή τους σηκώθηκαν από τους καναπέδες τους. Το σταυροδρόμι που βρεθήκαμε απαιτεί ‘υποψιασμένη’ δράση, αναστοχασμό, αναζήτηση μέσων έκφρασης, αυτοοργάνωσης, εκδημοκρατισμού ενός ελαττωματικού πολιτικού συστήματος. Και κυρίως απαιτεί άμεση και σε βάθος αντιμετώπιση αυτού του τεράστιου ελλείμματος σε πολιτική σκέψη που δεν καλύπτεται με συνθηματολογία και ανεύθυνη αερολογία.
Ο μεγαλύτερος σύγχρονος θεωρητικός της άμεσης δημοκρατίας, Κορνήλιος Καστοριάδης, είχε τιτλοφορήσει την τελευταία του δημόσια παρέμβαση ‘Παγκόσμια δημοκρατική αναγέννηση ή κάποια εφιαλτική ουτοπία’, προβλέποντας το δίλημμα που θα συναντούσε σύσσωμος ο δυτικός πολιτισμός στην αυγή του 21ου αιώνα. Σήμερα βρισκόμαστε ακριβώς σε αυτό το δίλημμα, σε ένα σταυροδρόμι μεταξύ των δυο, μεταξύ της προσκόλλησης στα αδιέξοδα ενός παγκοσμιοποιημένου κερδοσκοπικού καζίνο που οδηγεί σε πολιτιστική, οικονομική, πολιτική χρεοκοπία ολόκληρους λαούς και των πρώτων δειλών αλλά σταθερών βημάτων προς μια ανατροπή της μεταφυσικής της αντιπροσώπευσης, προς μια αμεσοδημοκρατική στροφή που μέσα από τις νέες τεχνολογίες θα δώσει φωνή, δύναμη, παρουσία στις σιωπηρές μάζες, βγάζοντάς τες από τον ‘παραδοσιακό τους’ παθητικό ρόλο του ‘ψηφοφόρου’. Αυτό που χρειάζεται σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές είναι όραμα. Είναι δράση βασισμένη σε σκέψη πολιτική. Ας σιωπήσουν για λίγο όλοι όσοι ανέξοδα δικάζουν και καταδικάζουν ιδέες, οράματα, κινήματα. Ας σταθούν να ακούσουν τη φωνή άφωνων μέχρι και χτες ανθρώπων που για πρώτη φορά στη ζωή τους σηκώθηκαν από τους καναπέδες τους. Το σταυροδρόμι που βρεθήκαμε απαιτεί ‘υποψιασμένη’ δράση, αναστοχασμό, αναζήτηση μέσων έκφρασης, αυτοοργάνωσης, εκδημοκρατισμού ενός ελαττωματικού πολιτικού συστήματος. Και κυρίως απαιτεί άμεση και σε βάθος αντιμετώπιση αυτού του τεράστιου ελλείμματος σε πολιτική σκέψη που δεν καλύπτεται με συνθηματολογία και ανεύθυνη αερολογία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)